Kitabı oku: «Αγαμέμνων», sayfa 6
Yazı tipi:
από μέσ' απ' τη δόλια καρδιά μου;
που σ' αυτά της αράχνης τα δίχτυα πεσμένος
τη ζωή σου με θάνατον άνομο χάνεις.
Αλλοίμονό μου, ποιος σου μέλλονταν
θάνατος που δε σούπρεπε;
θάνατος δολερός σε δάμασε
με δίκοπο σπαθί στο χέρι.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Μη δεν έμπασε τάχα στο σπίτι κι αυτός
δολερή συμφορά;
Μα δικό μου βλαστάρι, δικό του παιδί,
την πολύκλαυτη την Ιφιγένεια,
αν ό,τι της έκαμε βρήκε κι αυτός,
ας μην το καυχιέται στον Άδη, αφού
με θανάτου σπαθί
το ξεπλήρωσε ό,τι έπραξε πρώτος.
ΧΟΡΟΣ
Στέκομαι κι απορώ, του νου μου χάνω
τους ίσους λογισμούς·
πού να στραφώ; πέφτει το σπίτι!
τρέμω – δεν είναι πια ψιχάλα,
τρέμω της αιματοβροχής τον χτύπο,
που απ' τα θεμέλια σείει το σπίτι·
κ' η Δίκη σ' άλλα ακόνια τακονίζει
για άλλο κακό καινούργιο το σπαθί της.
Ω άμποτε, γη, και να με είχες δεχτή
πριν τον έβλεπ' αυτόν ξαπλωτό καταγίς
στ' ασημότοιχο μέσα λουτρό.
Να τον κλάψη και ποιος, να τον θάψη και ποιος;
τάχα θέλεις τολμήση εσύ
να το κάμης, αφού τον εσκότωσες πριν
μοιρολόγια του αντρός σου να πης,
κι αντίς σου γι' αυτά τα μεγάλα κακά
να προσφέρης στερνά
στη ψυχή του αχάριστη χάρη;
Ποιος τον ασύγκριτον άντρα επιτύμβιος θρήνος
με κλάματα, από γνώμη
χυμένα αληθινή, θα υμνήση;
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Λεν είναι δουλειά σου να γνοιάζεσ' εσύ
γι αυτό· από μας
έπεσε, πέθανε· και θα τον θάψομε
με χωρίς μοιρολόγια απ' το σπίτι,
…
Η Ιφιγένεια όμως, με πόση χαρά,
σαν καλή θυγατέρα,
τον πατέρα της όταν δεχτή στο γοργό
ποταμό των καϋμών,
αγκαλιάζοντας θέλει φιλήση.
ΧΟΡΟΣ
Η μια αφορμή σ' άλλη αφορμή,
και δε μπορεί κανείς να κρίνη.
Χάρος στο χάρο, και ο φονιάς πλερώνει.
Κι όσο που μένει ο Δίας θα μένη
το κάνεις βρίσκεις – κ' είναι νόμος·
ποιος να τη βγάλη την κατάρα από το σπίτι;
και κόλλησε στη συμφορά το γένος.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Για τούτον σταλήθεια ταιριάζει ο παλιός
ο λόγος· μα εγώ
το δαίμονα θέλω των Πλεισθενιδών
δένοντάς τον με ξόρκια, να στέργω σ' αυτά,
αν κι αβάσταγα είναι· μ' απέδω και μπρος
απ' το σπίτι να φύγη και μια άλλη γενιά
με δικούς της θανάτους να τρίβη.
Κ' ένα μέρος μικρό
απ' τους τόσους θα μ' έφτανε εδώ θησαυρούς,
ταλληλοσκοτωμού
την μανία αν ημπόρειου να σβύσω.
ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Ω φως φαιδρόν ημέρας, που έφερε τη Δίκη!
τώρα μπορώ να πω, πως δεν αφίνουν έτσι
απλέρωτα οι θεοί και γνοιάζονται σταλήθεια
τα κακουργήματα της γης από κει πάνω,
αφού είδα, μες στων Ερινύων τα πλεχτά βρόχια
να κοίτεται αυτός εδώ – χαρά, χαρά μου,
και να πλερώνη του πατέρα του το κρίμα.
Γιατί ο Ατρέας, βασιλιάς αυτής της χώρας,
πατέρας αυτουνού, το δικό μου πατέρα
Θυέστη, κι αδελφό του – για να καταλάβης —
εξ αφορμής του θρόνου εξώρισε απ' τη χώρα.
Κι όταν εξαναγύρισε κ' έπεσε ικέτης
στην εστία, την γλύτωσε, αλήθεια, ο ίδιος
ο άθλιος Θυέστης μη σφαχτή κ' αιματοβρέξη
το πατρικό του χώμα· μ' αυτουνού ο πατέρας,
πώς τάχα, ο άθεος, ήθελε το γυρισμό του
μ' ένα πλούσιο χαράς τραπέζι να γιορτάση,
δείπνο του ετοίμασε τα κρέατα των παιδιών του·
τα πόδια και τα χτένια των χεριώ είχε κόψη
παράμερα, που να μην καταλάβουν και οι άλλοι,
καθώς καθόταν χωριστά, μα εκείνος παίρνει
κι ανίδεος καθώς είτανε, τρώει από κείνο
τάσωστ', όπως θωρείς, φαΐ για όλο το γένος.
Μα έπειτα μόλις τόνοιωσε το άθεο πράμα
έσκουζε κ' έπεσε ξερνόντας τα σφαχτάρια,
κι ευχιέται μοίρ' ασύντυχη στους Πελοπίδες,
με την κατάρα δίνοντας κλωτσιά στο δείπνος,
έτσι να πάη όλ' η γενιά και του Κλεισθένη.
Γι' αυτά 'ναι πούπεσε κι αυτός καθώς το βλέπεις
κ' είχαν το δίκιο εγώ το φόνο του να υφάνω
γιατί κι εμέ, τρίτο παιδί του αθλίου πατέρα,
μ' έδιωξε, βρέφος μες στα σπάργανα, μαζί του.
Μα ετράνεψα και μ' έφερε οπίσω η Δίκη·
και δίχως νάμαι εμπρός το χέρι μου έχω βάλη
κι όλο το σχέδιο της κακής του ύφανα μοίρας.
Έτσι κι ο θάνατος γλυκύς Θα μου είταν τώρα,
μια που τον είδα αυτόν μες στης Δίκης τα δίχτυα.
ΧΟΡΟΣ
Στις συμφορές να βρίζης, Αίγισθε, δεν πάει.
…
και λες πως το μελέτησες να τον σκοτώσης
και μόνος σου εσχεδίασες τον άθλιο φόνο;
Δε θα γλυτώση η κάρα σου, σου λέω και ξέρε,
απ' του λαού τη δίκια οργή κι από τις πέτρες.
ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Εσύ τα λες, που βρίσκεσαι στην κάτω θέση
του πλοίου, κι άλλοι απάνωθέ σου κυβερνούνε;
Θα μάθης στα γεράματα πόσο βαρύ 'ναι
να βάζουνε με το στανιό του γέρου γνώση.
Μα οι αλυσίδες και τα βάσανα της νηστείας
άφευκτα γιατροσόφια και το γέρο ακόμα
να συνετίσουν έχεις μάτια και δε βλέπεις;
Μην πηδάς στα παλούκια μήπως και την πάθης.
ΧΟΡΟΣ
Γυναίκα εσύ, μέσ' απ' το σπίτι είχες καρτέρι
γι' αυτούς που από τον πόλεμο εγυρνούσαν
κ' ενώ την κλίνη ατίμαζες ενός γενναίου
το φόνο αυτό εσχεδίασες του στρατηγού των;
ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Αρχή οδυρμών και θρήνων και τα λόγια αυτά σου
κ' έχεις τη γλώσσα ενάντια με τον Ορφέα·
με τη φωνή του γήτευε τα πάντα εκείνος·
μα εσύ γαυγίζοντας και τα ήμερα ερεθίζεις,
ως που δεμένος θες δε θες θα μαλακώσης.
ΧΟΡΟΣ
Τάχα πώς θα μου γίνης βασιλιάς μες στο Άργος
εσύ; που ενώ εσχεδίασες το θάνατό του
να τον σκοτώσης μόνος σου δεν είχες θάρρος.
ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Γιατί έπρεπε γυναίκα βέβαια να δολώση,
ενώ εγώ ο παλιός εχθρός ύποπτος θα ήμουν.
…
Τώρα με ταγαθά αυτουνού θα προσπαθήσω
την εξουσία μου να στεριώσω, κι όποιος κάνει
το δύσκολο, βαρύ ζυγό θα του φορτώσω,
όχι σαν βέβαια ελεύτερο θραφτό πουλάρι·
μα το κακό της σκοτεινιάς συντρόφι, η νήστεια,
θα μας τον δείξη μια χαρά μαλακωμένο.
ΧΟΡΟΣ
Γιατί μ' αυτή σου την κακιά ψυχή μονάχος
λοιπόν δεν τον εσκότωνες; μα μια γυναίκα,
της χώρας όλης κάθαρμα και των θεών μας,
τον σκότωσε; Μα βέβαια κάπου ζη ο Ορέστης
για να τον φέρη εδώ μια μέρα η καλή μοίρα
και να γενή τρανός εκδικητής των δυο σας.
ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Αφού τέτοια λες και κάνεις, τώρα να σου μάθω εγώ·
…
μπρός λοιπόν, φίλοι σύντροφοι, κ' ήλθε η ώρα της δουλειάς.
ΧΟΡΟΣ
Μπρος, με τα σπαθιά στο χέρι έτοιμος νάναι ο καθείς.
ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Με το σπαθί κ' εγώ στο χέρι να ποθάνω δε ψηφώ.
ΧΟΡΟΣ
Άμποτε ό,τι λες να γίνη, δέχομαι την τύχη αυτή.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Όχι κι άλλα, φίλτατέ μου, ας μη θελήσωμε κακά·
πολύς είν' κι ο τόσος θέρος της πανάθλιας 'σοδειάς·
οι συμφορές σωσμό δεν έχουν, άλλο γαίμ' ας μη χυθή.
Πήγαινε και συ κ' οι γέροι όπου η μοίρα έχει γραφτό,
πριν κακό κανένα πάθουν κι ό,τι κάμαμε αρκετό.
Θάθελ' άμποτε να μέναν ως εδώ οι συμφορές
κι αρκετά μας έχει ως τώρα των θεών χτυπήσ' η οργή·
έτσι λέω 'γω η γυναίκα, αν θελήσης να μ' ακούς.
ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Μα έτσι αυτοί λοιπόν τη γλώσσα την κακιά τους να χαρούν;
να τα βάζουν με την τύχη από κακοκεφαλιά,
και σε με, που τώρα ορίζω, τέτοια λόγια να κοτούν;
ΧΟΡΟΣ
Δε θα ταίριαζε σε Αργείους έν' αχρείο να προσκυνούν.
ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Μα έχομε καιρόν εμπρός μας να σου βάλω γνώσι εγώ.
ΧΟΡΟΣ
Όχι, αν στείλη τον Ορέστη του Θεού το χέρι εδώ.
ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Ναι, το ξέρω πως μ' ελπίδες βόσκουνται οι εξόριστοι.
ΧΟΡΟΣ
Κάνε, χόρτασε, τη δίκη μόλυνε, αφού μπορείς.
ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Έγνοια σου, θα μου πληρώσης την κακογνωμιά σου αυτή.
ΧΟΡΟΣ
Σαν τον κόκορα κορδώνου πλάι στην κόττα του και συ.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Ας τους, με τα μπόσικά τους γαυγητά· εγώ και συ
με την εξουσία στο χέρι θα βολέψομε όλα εδώ.
Türler ve etiketler
Yaş sınırı:
12+Litres'teki yayın tarihi:
27 haziran 2017Hacim:
50 s. 1 illüstrasyonTercüman:
Telif hakkı:
Public Domain