Kitabı oku: «Ιστορία των Εθνικών Δανείων», sayfa 2
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'
Έκδοσις και Xρήσις β' δανείου
Η ευτυχής έκδοσις του πρώτου δανείου και η αυξομένη διά την Ελλάδα ανάγκη εκτάκτων πόρων έπεισαν τους πληρεξουσίους ότι ηδύνατο να εκδοθή εν Ευρώπη και δεύτερον δάνειον μεγαλείτερον του πρώτου. Την ιδέαν ταύτην, ανακοινωθείσαν από της 27ης Μαρτίου 1824, ησπάσθη μετά τινας δισταγμούς (40) η Ελληνική κυβέρνησις και η Ελληνική βουλή, αίτινες έβλεπον επικείμενον τον εξ Αιγύπτου κίνδυνον, χωρίς να δύνανται να λάβωσι τα κατάλληλα μέτρα, όπως αντιμετωπίσωσιν αυτόν. Όθεν το μεν Βουλευτικόν έσπευσεν από της 31ης Ιουλίου 1824 να ψηφίση την σύναψιν δανείου 15 εκατομμυρίων ταλλήρων, η δε κυβέρνησις, ή το Εκτελεστικόν, όπως εκαλείτο τότε, επεφόρτισε την 14ην Αυγούστου τους Ορλάνδον, Λουριώτην και Ζαΐμην να διαπραγματευθώσι το δάνειον τούτο όπου και όπως ήθελον δυνηθή ( 41).
Οι πληρεξούσιοι (ή μάλλον οι δυο πρώτοι εξ αυτών, διότι ο Ζαΐμης, ούτινος οι συγγενείς μετείχον του κατά της Κυβερνήσεως αγώνος, ταχέως ανεκλήθη (42)), ήρξαντο αμέσως διαπραγματεύσεων και εν Παρισίοις και εν Λονδίνω, τυχόντες προθύμου υποδοχής εν αμφοτέραις ταύταις ταις αγοραίς. Μετά μακράς δε συζητήσεις προετιμήθησαν αι προτάσεις των εν Λονδίνω τραπεζιτών, καθ' ότι ούτοι προσήνεγκον 50 εκατομμύρια, εν ώ η προσφορά των Γάλλων δεν υπερέβη ποτέ τα 10 εκατομμύρια σταθερά (fermes) και 10 εκατομμύρια προαιρετικά (facultatifs) (43). Δεν συνεδυάσθησαν δε αι δύο προσφοραί, διότι οι Άγγλοι τραπεζίται απέκλειον κατ' αρχήν παν άλλο δάνειον (44).
Το εν Λονδίνω δάνειον ανέλαβον οι αδελφοί Ρικάρδοι. Συνίστατο δε τούτο εξ ονοματικού κεφαλαίου 2 εκατομμυρίων Λ. Σ., διηρημένου εις 200,000 ομολογιών 100 Λ. εκάστης. Αι ομολογίαι αύται εξεδίδοντο προς 55 1/2 της ονοματικής αυτών αξίας, απέφερον δηλαδή 1,100,000 Λ. καθαρών. Αλλ' εκ του ποσού τούτου, κατά το συμβόλαιον το υπογραφέν την 7ην Φεβρουαρίου 1825, εκρατούντο υπό των εκδόντων τραπεζιτών.
Έμελλον συνεπώς να εκκαθαρισθώσι τελικώς μόνον 816,000 Λίραι. Ομολογητέον όμως εξ άλλου, ότι η εξασφάλισις εις τους δανειστάς τόκων δύο ετών, προστιθεμένη εις την εισέτι κρατούσαν μανίαν των κερδοσκοπιών και εις την σταθεράν στάσιν των ομολογιών του πρώτου δανείου (45), συνέτεινεν ουκ ολίγον όπως η έκδοσις στεφθή υπό πλήρους επιτυχίας, καλυφθέντος του νέου δανείου πλέον ή δις (46).
Δυστυχώς η λαμπρά αύτη επιτυχία έμελλε να καταλήξη εις αθλίαν καταστροφήν. Οι Έλληνες αντιπρόσωποι (47), δυνηθέντες άνευ του Greek Committee να συνάψωσι δάνειον, απέφυγον τον υπό τινας φορτικόν αλλ' υπό πλείστας επόψεις χρησιμώτατον αυτού έλεγχον. Εστερήθησαν δ' ούτω της συνδρομής ανδρών, οίτινες, αναλαβόντες την ηθικήν ευθύνην ενός δανείου, καθήκον αυτών ηγούντο να καταβάλωσι πάσαν φροντίδα, όπως το δάνειον τούτο δαπανηθή προς ον σκοπόν συνωμολογήθη. Προς τούτοις αποφυγόντες την κηδεμονίαν του φιλελληνικού κομιτάτου, ο Ορλάνδος και ο Λουριώτης δεν ηδυνήθησαν να κρατήσωσι τουλάχιστον την ανεξαρτησίαν αυτών. Ευρισκόμενοι εις τόπον, εν ώ ηγνόουν τα πάντα, ησθάνθησαν ταχέως την ανάγκην αρωγών. Πρόχειροι τοιούτοι ανεφάνησαν οι εκδόντες τα δάνεια Ρικάρδοι και οι φίλοι αυτών Ellice, Hobhouse και Burdett. Ταχέως δε οι αρωγοί ούτοι συνασπισθέντες και αποτελέσαντες, κατά τον χαρακτηρισμόν του Times, τετραρχίαν (48) μετεβλήθησαν εις πανισχύρους κηδεμόνας, οίτινες διεχειρίσθησαν τα δανεισθέντα κατά βούλησιν, λησμονούντες έστιν ότε να συμβουλεύονται καν τους αντιπροσώπους της Ελλάδος.
Ήρχισαν τότε αι αφειδείς παραγγελίαι εις ναυπηγούς, η πρόσληψις περιφήμων στρατηγών και ναυάρχων, η αθρόα εξαγορά εν τω Χρηματιστήριω των προ ολίγου εκδοθεισών Ελληνικών ομολογιών, χωρίς ουδεμία μέριμνα να λαμβανήται, όπως σταλώσιν εις την πνέουσαν τα λοίσθια Ελλάδα είτε χρήματα είτε τουλάχιστον τα παραγγελθέντα πλοία. Και είχε μεν ορισθή προθεσμία διά την κατασκευήν και τον απόπλουν των πλοίων τούτον, η έλλειψις όμως ποινικής ρήτρας καθίστα την ορισθείσαν προθεσμίαν όλως θεωρητικήν και η ανάθεσις της κατασκευής των πλοίων είτε εις ασυνειδήτους Αμερικανούς είτε εις άνδρα στενάς προς τον Μεχεμέτ – Αλήν έχοντα σχέσεις καθίστα και την θεωρητικήν ταύτην εγγύησιν εντελώς κωμικήν.
Δικαίως άρα η σπουδαιοτέρα των αγγλικών εφημερίδων, ο Χρόνος, εις ον κυρίως οφείλεται η αποκάλυψις των κατά την χρήσιν των δανείων διαπραχθέντων οργίων (49), ηδυνήθη να γράψη εν κυρίω άρθρω (50): Το Ελληνικόν δάνειον υπέστη την τύχην του ανδρός, όστις μεταβαίνων από Ιερουσαλήμ εις Ιεριχώ έπεσεν εις χείρας ληστών, δεν εύρεν όμως τον καλόν Σαμαρείτην … Η Ελλάς απώλεσε πάντα τα πλεονεκτήματα, όσα εκ του δανείου προσεδόκα. Η ελληνική υπόθεσις προεδόθη, και προεδόθη εν Αγγλία, θα εθριάμβευε σήμερον άνευ της Αγγλίας και του αγγλικού Χρηματιστηρίου».
Θα είχομεν δικαίωμα να δειχθώμεν έτι αυστηρότεροι διά τας εν Αγγλία γενομένας καταχρήσεις (51), εάν η χρήσις των ολίγων εν Ελλάδι κομισθέντων χρημάτων δεν ήγεν ημάς εις το λυπηρόν συμπέρασμα, ότι και άνευ του αγγλικού χρηματιστηρίου ηδύνατο να προδοθή η ελληνική υπόθεσις. Ήρκουν προς τούτο άνδρες τινές, έτοιμοι να θυσιάσωσι διά την πατρίδα τα πάντα εκτός των προσωπικών αυτών παθών.
Πλην, δύναται τις να είπη, ανεξαρτήτως των εν Αγγλία κερδοσκόπων και των εν Ελλάδι ηγετών, υπήρχον εν Λονδίνω αντιπρόσωποι της Ελλάδος. Τις άρά γε υπήρξεν η στάσις τούτων; Την στάσιν και τας ευθύνας του Ορλάνδου και του Λουριώτη, στάσιν τοσάκις παρεξηγηθείσαν και ευθύνας τοσούτον εξογκωθείσας, ώστε να επιρριφθώσιν επί των δύο τούτων ανδρών αι μεγαλείτεραι εθνικαί καταστροφαί, περιγράφει και ορίζει ο Γερβίνος, όστις ελαχίστας πλην αρίστας σελίδας αφιέρωσεν εις τα δάνεια της επαναστάσεως (52): «Οι αντιπρόσωποι Ορλάνδος και Λουριώτης υπέβαλον παραστάσεις, αλλ' απεπέμφθησαν αγερώχως. Πολύ εστενοχωρημένοι ως προς την τηρητέαν στάσιν, στερούμενοι ωρισμένων οδηγιών, λαμβάνοντες πανταχόθεν αντιφατικάς συμβουλάς, μη συμφωνούντες προς αλλήλους, οτέ μεν φιλύποπτοι και επιφυλακτικοί προς τους φίλους, οτέ δε ασύνετοι και πλήρεις εμπιστοσύνης προς τους εχθρούς, αήθεις εις παγκόσμιον αγοράν ως την του Λονδίνου, αγνοούντες εντελώς τι ήσαν οι Άγγλοι κερδοσκόποι (stock – jobbers), δεν ηδυνήθησαν ν' αντιστώσιν εις τα τεχνάσματα των αναιδών εκείνων τραπεζιτών».
Αλλ' είναι νυν καιρός να έλθωμεν εις τα καθ' έκαστα της χρήσεως του β' δανείου.
Το δάνειον τούτο εκδοθέν, ως είπομεν, προς 55 1/2 % απέφερεν 1,100,000 Λ. Προς τούτοις οι πληρεξούσιοι έσχον εις την διάθεσίν των α') το υπόλοιπον του δανείου του 1824 ήτοι 18,100 Λ. (53) β') 2,200 Λ., προϊόν εράνου γενομένου εν Καλκούτη των Ινδιών υπό των εκεί Ελλήνων (54) γ') 10,500 Λ. τόκους εξαγορασθεισών ομολογιών του α' και του β' δανείου. (55)
Η Ελληνική κυβέρνησις διέθετε λοιπόν θεωρητικώς εν Λονδίνω 1,150,800 Λ. ή 28,770,000 φράγκων, ποσόν ανέλπιστον διά κράτος μη ανεγνωρισμένον και τρέχον καθημερινώς τον κίνδυνον να εξαφανισθή.
Η χρήσις του ποσού τούτου δύναται να διαιρεθή εις τρεις παραγράφους:
α') Εις ποσά αφιερωθέντα εν τω χρηματιστηρίω του Λονδίνου προς έκδοσιν, υπηρεσίαν και απόσβεσιν των δανείων. – Τα ποσά ταύτα ανέρχονται εις 496,220 Λ. ήτοι σχεδόν εις το ήμισυ του όλου διαθεσίμου ποσού.
β') Εις ποσά αφιερωθέντα εν τε τη Αγγλία και ταις Ηνωμέναις Πολιτείαις προς στρατιωτικάς και ναυτικάς προπαρασκευάς. – Εκ των χρημάτων τούτων 392,600 Λ. ουδεμίαν σχεδόν ωφέλειαν ηρύσθη η Ελλάς.
γ') Εις χρήματα περιελθόντα εις τας χείρας της Ελληνικής κυβερνήσεως ή χρησιμεύσαντα εις πληρωμήν συναλλαγμάτων αυτής, το όλον 232,558 Λ.
Τα τρία ταύτα κεφάλαια συμποσούνται εις 1,121,778 Λ. Αι υπόλοιποι 28,880 εχρησίμευσαν εις κάλυψιν των εξόδων των πληρεξουσίων και άλλων τινών δαπανών.
Εξετάσωμεν τα τρία ταύτα κεφάλαια διαδοχικώς.
Χρήσις β' δανείου
Παρ. Α'. Ποσά διατεθέντα εν τω χρηματιστηρίω του Λονδίνου.
Υπό τον τίτλον τούτον συμπεριλαμβάνονται:
α') Οι κρατηθέντες τόκοι δύο ετών και το χρεωλύσιον ενός έτους, ήτοι 220,000, καθώς και η προμήθεια των εκδοτών Ρικάρδων, η ανερχομένη, ως γνωρίζομεν, εις 64,000 (3 % επί του ονοματικού κεφαλαίου 2 % επί των πληρωμένων τόκων).
β') 212,20 Λ. αφιερωθείσαι εις εξαγοράν ομολογιών.
Και καθ' όσον μεν αφορά εις τα πρώτα ποσά, δεν δύναμαι να προβάλω πολλάς αντιρήσεις. Ανάλογοι τόκοι ετέθησαν κατά μέρος κατά την έκδοσιν του α' δανείου. Επίσης η προμήθεια των Ρικάρδων, ήτις τοσαύτας εξήγειρε διαμαρτυρίας (56), δεν πρέπει να θεωρηθή ως υπερβολική· ίσως μόνον έδει να περιοριστή εις δύο τοις εκατόν. Όταν όμως έρχηταί τις εις το ζήτημα της εξαγοράς των ομολογιών, πάσα δικαιολογία παύει ούσα βάσιμος.
Πράγματι, η εξαγορά εγένετο το μεν δυνάμει της συμβάσεως, το δε δι' απλής πρωτοβουλίας της τετραρχίας.
Και δυνάμει του συμβολαίου του β' δανείου, η Ελλάς ώφειλε να εξαγοράση 250,000 λιρών ομολογίας του α' δανείου, και τούτο ίνα υπερτιμηθώσι τα Ελληνικά χρεώγραφα και εδραιωθή η πίστις του Ελληνικού κράτους. – Εις την τρέχουσαν τιμήν της αγοράς εξηγοράσθησαν ομολογίαι ονοματικής αξίας 250,000 Λ. αντί 113,200 Λ.
Νυν είνε προφανές ότι τοιαύτη επιχείρησις ήτο θεωρητικώς μόνον ορθή. Πρώτον, διότι, ότε εγένετο η σύμβασις, αι ομολογίαι του α' δανείου ετιμώντο προς 60 % (57) της ονοματικής αυτών αξίας, και ήτο συνεπώς αυτόχρημα μωρία να εκδίδη τις ομολογίας προς 55 1/2, διά να αγοράζη τοιαύτας προς 60. Δεύτερον, διότι ο όρος ούτος ήτο εντελώς περιττός διά να επιτύχη το β' δάνειον, άτε αρκούντων των άλλων δελεασμάτων. Τρίτον, όπερ και κύριον, διότι η Ελλάς είχε χρείαν αμέσου επικουρίας, και ηδύνατο να αναβάλη μέχρι της απελευθερώσεως την μέριμναν περί αποσβέσεως του δημοσίου αυτής χρέους. Ανάγκη λοιπόν να παραδεχθώμεν, ότι η εξαγορά τοσούτων ομολογιών ωρίσθη εν τη συμβάσει μόνον και μόνον διότι εδίδετο ούτω πως εις τους εντεταλμένους την εξαγοράν Ρικάρδους αφορμή νέων μεσιτειών.
Το σκάνδαλον επηυξήθη έτι μάλλον ότε, ανεξαρτήτως του συμβολαίου, η τετραμελής επιτροπή, η αποσπάσασα από των χαλαρών χειρών των Ελλήνων αντιπροσώπων την διαχείρισιν του δανείου, απεφάσισε να προβή εις νέας εξαγοράς, αφιέρωσε δε εις τον σκοπόν τούτον 99,020 λιρών (58).
Η δοθείσα δικαιολογία ήτο ότι επεδιώκετο τοιουτοτρόπως η αναχαίτισις της εκπτώσεως των ελληνικών αξιών. Δοθέντος όμως ότι η έκπτωσις αύτη ωφείλετο ουχί εις την πληθώραν των Ελληνικών χρεογράφων, αλλ' εις την επαπειλούσαν την Ελλάδα καταστροφήν, ήτο πράγματι παράλογον να θέλη τις ν' αναχαιτίση την κατάπτωσιν ταύτην αποστερών την Ελλάδα των μόνων μέσων, δι' ων η καταστροφή αυτής ηδύνατο ν' αποτραπή.
Η αλήθεια δε είνε ότι η περί ης ο λόγος εξήγησις ουχί μόνον βάσιμος δεν ήτο, αλλ' ούτε καν εδίδετο καλή τη πίστει. Επεδιώκοντο πάντοτε αι μεσιτείαι, ιδίως δε η ανύψωσις της αξίας των μετοχών, αίτινες ήσαν εις χείρας των κ. κ. Ρικάρδων και των φίλων αυτών. Ούτοι, ζημιούμενοι διά της εκπτώσεως των ομολογιών, ουχί μόνον ηξίουν ν' αναβιβασθή τεχνητώς η τιμή αυτών (59), αλλά, και ότε τούτο απεδείχθη ανεπαρκές, επέτυχον την εξαγοράν αυτών εις τιμήν πλέον ή τριπλασίαν της τρεχούσης (60).
Παρ. Β'. Χρήματα δαπανηθέντα εις στρατιωτικάς και ναυτικάς παρασκευάς.
Η β' αύτη παράγραφος απορροφήσασα 392,000 Λ. δύναται να υποδιαιρεθή εις τρία τμήματα:
Εξετάσωμεν τα τρία ταύτα ζητήματα, ολίγα μέν τινα λέγοντες περί του πρώτου, διεξοδικώτερον δε πραγματευόμενοι περί των ετέρων δύο.
I. Προμήθεια όπλων, καννονίων και πολεμεφοδίων.
Το τμήμα τούτο διαιρείται εις δύο κύρια κονδύλια: την προμήθειαν των όπλων και των πολεμεφοδίων, ήτοι 57,000 Λ. και την αγοράν καννονίων, άτινα εστοίχισαν 20,000 λιρών.
Η προμήθεια των όπλων εγένετο εν Αγγλία και δεν παρουσιάζει διά το περιωρισμένον θέμα ημών ιδιάζον ενδιαφέρον (61).
Η αγορά των καννονίων εγένετο κατά διαταγήν της κυβερνήσεως, ήτις ήθελεν αφ' ενός μεν ν' ανακαινίση τον οπλισμόν των φρουρίων, αφ' ετέρου δε να οπλίση τον υπάρχοντα στόλον. Προς τούτο επεζητείτο η ανταλλαγή των ορειχαλκίνων καννονίων των ελληνικών φρουρίων, ιδίως των του Ναυπλίου, προς σιδηρά τοιαύτα (62) εξ άλλου διά τον οπλισμόν του στόλου διετάσσετο η αγορά ογδοήκοντα ζευγαρίων καννονίων σιδηρών.
Η επιτροπή, κατόπιν διαφόρων επεισοδίων, άτινα παραλείπομεν (63), δεν ηδυνήθη να εκτελέση ειμή την δευτέραν των διαταγών τούτων. Πλην και αυτά τα αγορασθέντα καννόνια δεν έφθασαν πάντα εις Ελλάδα.
ΙΙ. Κατασκευή ατμοπλοίων εν Αγγλία. Εμφάνισις του Cochrane.
Άμα σχεδόν τη ενάρξει του αγώνος, η ανάγκη ολίγων πολεμικών ατμοπλοίων εγένετο καταφανής. Πάντες έβλεπον ότι, καίτοι η Ελλάς δεν ήτο εις θέσιν διά πολλούς λόγους, ιδίως χρηματικούς, ν' αντιπαρατάξη επί μακρόν στόλον ίσον προς τον του Σουλτάνου, ηδύνατο εν τούτοις ν' αναδειχθή νικηφόρος, εάν το ποιόν ανεπλήρου τον αριθμόν. Ατμόπλοια, φέροντα λ. χ. καννόνια 64 λιτρών, ήσαν ικανά να επενέγκωσι την επιδιωκομένην ισορροπίαν, προσβάλλοντα εν καιρώ γαλήνης τον ακίνητον Οθωμανικόν στόλον, διακόπτοντα τας συγκοινωνίας και βοηθούντα παντοιοτρόπως τα πυρπολικά.
Τας εξ ατμήρους στόλου προκυπτούσας ωφελείας εξέθηκεν από του 1823 διά μακρού υπομνήματος, υποβληθέντος εις τον Βύρωνα, ο Frank Abney Hastings (64). Το μόνον δε κώλυμα εις την εκτέλεσιν του εν λόγω σχεδίου ήτο η έλλειψις επαρκών χρημάτων. Επομένως, ευθύς ως διά της συνάψεως των δανείων το κώλυμα τούτο ήρθη, η τε Ελληνική κυβέρνησις και η εν Λονδίνω επιτροπή σοβαρώς επελήφθησαν της συγκροτήσεως εν Αγγλία ατμοκινήτου στολίσκου.
Δυστυχώς και εν τη περιστάσει ταύτη, μάλλον ή εν άλλη, ανεφάνη η αθλία επιρροή της τετραρχίας, η δε επιχείρησις, εφ' ης εβασίσθησαν τόσαι χρυσαί ελπίδες, κατέληξεν εις αηδή καταστροφήν.
Μόλις πράγματι απεφασίσθη η συγκρότησις του νέου στόλου, και πριν έτι περατωθώσιν αι διαπραγματεύσεις της συνάψεως του β' δανείου, ο γνωστός φιλέλλην και μέλος της τετραρχίας κ. Ellice προέτεινε να τω ανατεθή, αντί 10,000 Λ., η φροντίς της κατασκευής και οπλισμού μιας κορβέττας 400 τόννων, ήτις έμελλε να φέρη το όνομα Καρτερία και να υπαχθή εις τας διαταγάς του Hastings. Των προτάσεων αυτού γενομένων δεκτών, άμα τη εκδόσει του δανείου (65), ο κ. Ellice ανέθηκε την κατασκευήν της Καρτερίας εις τον ναυπηγόν Galloway, όστις ανέλαβε την υποχρέωσιν να παρασκευάση το πλοίον μεθ' όλων των αναγκαίων διά πλουν εντός του Αυγούστου 1825. Αλλ' ο κ. Ellice δεν είχε φροντίση να ορίση εν τω συμβολαίω ποινικήν ρήτραν, ο ναυπηγός έφερε μυρίας αναβολάς (66) και η Καρτερία μετά πολλάς περιπετείας (67) έφθασεν εν Ελλάδι μόνον κατά Σεπτέμβριον του 1826. Αλλά και τότε, ως εκ της αθλίας αυτής καταστάσεως, δεν προσήνεγκε, καίτοι ο ηρωισμός του κυβερνήτου υπήρξε μέγας, ειμή ελαχίστας υπηρεσίας.
Αλλά τα της Καρτερίας είναι μικρά παραβαλλόμενα προς τα κατόπιν συμβάντα.
Ολίγον μετά την έκδοσιν του δανείου η τετραρχία, χωρίς καν να συμβουλευθή τους Έλληνας επιτρόπους (68), παρήγγειλεν εις τον αυτόν κ. Galloway πέντε ατμοκίνητα, παραδοτέα εντός τεσσάρων ή πέντε μηνών, αντί 110,000 Λ.
Ήτο βεβαίως πολύ φρονιμώτερον ν' αγορασθώσι πλοία έτοιμα και ευθηνότερον (69), τοσούτω μάλλον καθ' όσον η αποστολή του στολίσκου ήτο τα μάλιστα κατεπείγουσα (70) και ουδεμία βεβαιότης υπήρχεν ότι τα πλοία θα ώσι κατεσκευασμένα εντός του ωρισμένου χρόνου. Πράγματι, πλην του ότι και πάλιν παρημελήθη η καταχώρισις εν τω συμβολαίω ποινικής ρήτρας, ο Galloway ήτο άξιος πολύ μικράς εμπιστοσύνης, καθ' ό έχων υιόν εν τη υπηρεσία του Μεχμέτ – Αλή, εν τη υπηρεσία δηλαδή εκείνου, εναντίον του οποίου ακριβώς εγίνοντο αι προπαρασκευαί (71).
Οπωσδήποτε η κατασκευή πέντε ατμοπλοίων απεφασίσθη. Ολίγω βραδύτερον αφίκετο εν Αγγλία ο Κόχραν, άρτι θαυματουργήσας εν Νοτίω Αμερική και εγκαταλείψας κατόπιν διαφωνίας την υπηρεσίαν της Βρασιλιανής κυβερνήσεως. Η τετραρχία εσκέφθη να προσλάβη αυτόν ως διοικητήν του ατμοκινήτου στόλου, και κατόπιν πολλών υποσχέσεων (72) έπεισε την ελληνικήν επιτροπήν, ην την φοράν ταύτην συνεβουλεύθη, να υπογράψη μετά του Κόχραν συμβόλαιον, δι' ου ούτος εχειροτονείτο Ναύαρχος όλου του Επικουρικού στόλου μετ' ευρείας δικαιοδοσίας (73) και αμοιβής χρηματικής Λ. 37,000 (74).
Ατυχώς η εκλογή του Κόχραν, ήτις εχαιρετίσθη απανταχού ως απαρχή βεβαίου θριάμβου, συνέτεινεν εις το να καταστώσιν άχρηστοι και αι εις τα πέντε ατμοκίνητα αφιερωθείσαι 113,000 Λ., αίτινες προστιθέμεναι εις τας 37,000, ας έλαβεν ο Κόχραν, ανήγαγον τα διά ναυτικάς προπαρασκευας εν Αγγλία ματαίως δαπανηθέντα χρήματα εις σύνολον 150,000 Λ. (75)
Ιδού δε πώς: Ο Κόχραν άριστος ναυτικός είχε το αμάρτημα να θεωρή εαυτόν μέγαν εφευρέτην. Κατώρθωσε δε να πείση τους κ. κ. Hobhouse, Ricardo, Burdett και Ellice να εφαρμοσθή εις τα νέα πλοία νέον τι σύστημα μηχανών υπ' αυτού εφευρεθέν. Τοιαύτη πρότασις ήτο τοσούτω μάλλον απαράδεκτος, καθ' όσον η εφαρμογή των νέων μηχανών προϋπέθετε και μεγάλας τροποποιήσεις εις τα ήδη ημιτελή σκάφη. Εν τούτοις ο ατμήρης στολίσκος, η τελευταία ελπίς της Ελλάδος, εφάνη εις τους εν Λονδίνω τραπεζίτας ουχί απρόσφορον έδαφος διά πρωτοφανή πειράματα, και οι ναυπηγοί έλαβον διαταγάς να εκτελέσωσι πλοία και μηχανάς κατά τα σχέδια του Κόχραν.
Ποίον υπήρξε το αποτέλεσμα των πειραμάτων τούτων είναι γνωστόν εις τους οπωσδήποτε μελετήσαντας την ελληνικήν επανάστασιν (76).
Είχε παραγγελθή η κατασκευή πέντε ατμοκίνητων, δύο μεγάλων και τριών μικρών (77). Εκ των πρώτων το έν, η Επιχείρησις, κατώρθωσε ν' αποπλεύση εκ Λονδίνου, αλλά μόλις εξήλθε του Ταμέσεως δεν ηδυνήθη ως εκ της εσφαλμένης κατασκευής να θαλασσοπορήση και ολίγου δειν εβυθίζετο. Διασωθέν ως εκ θαύματος, υπό του παρατυχόντος Αγγλικού πολεμικού Colombine, ερρυμουλκήθη εις Plymouth, όπου έμεινε σχεδόν δύο μήνας εις χείρας των ναυπηγών. Αφ' ου προσετέθησαν εις τα πλάγια μέρη του πλοίου παχύταται παγίδες και ηλλάγη το πηδάλιον, ηδυνήθη τέλος να πλεύση. Αφικόμενον δε εις Ελλάδα κατά Σεπτέμβριον του 1828 έμεινεν άχρηστον. Το δεύτερον των μεγάλων πλοίων, ο Ακαταμάχητος, εκάη επί του Ταμέσεως κατά τας δοκιμάς.
Εκ δε των τριών μικρών έν μόνον, αλλαγείσης της μηχανής, έφθασε τέλος εις Ελλάδα κατόπιν εορτής (78). Τα δύο άλλα μη δυνάμενα να πλεύσωσιν εσάπησαν εις τα πρόθυρα του Λονδίνου.
Ταύτα εν ολίγοις τα κατά τα εν Αγγλία ναυπηγηθέντα πλοία. Δεν είνε υπερβολή να είπη τις ότι, εάν αι εις κατασκευήν ατμοκινήτων αφιερωθείσαι 160,000 Λ. (4,000,000 φρ.) εχρησιμοποιούντο λυσιτελώς, άλλη ίσως θα ήτο η τύχη του αγώνος κατά το 1826. Έτι δ' ευμενεστέρα θα ήτο η τύχη των όπλων, εάν εις τα εν Αγγλία σκάνδαλα δεν προσετίθεντο και τα εν Αμερική συμβάντα, περί ων είναι νυν καιρός να ομιλήσωμεν.
III. Ναυπήγησις Φρεγατών εν Αμερική. – Αποστολή Κοντοσταύλου (79).
Η Ελληνική κυβέρνησις διά διατάγματος της 12/24 Αυγούστου 1824 είχεν επιφορτίση τους εν Λονδίνω αντιπροσώπους αυτής να προμηθευθώσιν ως τάχιστα 8 φρεγάτας 18 καννονίων εκάστην. Οι αντιπρόσωποι έκριναν δικαίως ότι αι φρεγάται αύται ηδύναντο εξαιρέτως να ευρεθώσιν εν ταις Ηνωμέναις Πολιτείαις, και απετάθησαν διά πληροφορίας προς τον κ. Βαγιάρδ, πρόεδρον του φιλελληνικού κομιτάτου και διευθυντήν του γνωστοτάτου ναυπηγικού καταστήματος Leroy, Bayard και Σα. Ο κ. Βαγιάρδ απήντησεν ότι φρεγάτα 50 καννονίων και 1500 τόννων, οίαι ήσαν αι των Ηνωμένων Πολιτειών, θα εστοίχιζεν ακριβώς 247,500 δολλ. (1,237,500 φρ.) (80) και ότι ήτο έτοιμος να εκτελέση τάχιστα τοιαύτην παραγγελίαν.
Συνεπεία της προσφοράς ταύτης οι αντιπρόσωποι της Ελλάδος και η εν Λονδίνω τετραρχία έπεμψαν κατά Μάρτιον 1825 εις Νέαν Υόρκην τον Γάλλον στρατηγόν Lallemand (81), όπως συνεννοηθή μετά των κ. κ. Leroy Bavard και Σας. Ούτοι (82) ανέλαβον να κατασκευάσωσιν αντί του προρρηθέντος ποσού εις διάστημα έξ μηνών δύο φρεγάτας 50 καννονίων, προσθέτοντες ότι εντός του αυτού χρόνου θα κατεσκευάζοντο και έξ μικρότεραι φρεγάται, ούτως ώστε η παραγγελία των 8 φρεγατών η δοθείσα υπό της Ελληνικής κυβερνήσεως να εκτελεσθή κατά γράμμα.
Αλλ' αντί να εκτελέσωσι τας υποσχέσεις ταύτας οι Αμερικανοί ναυπηγοί περιωρίσθησαν μόνον εις την παραγγελίαν δύο φρεγατών και εις την αποστολήν συναλλαγματικών εις Λονδίνον.
Εν τούτοις, οι εν Αγγλία αντιπρόσωποι της Ελλάδος βλέποντες τον καιρόν παρερχόμενον, την αναχώρησιν των φρεγατών μη αναγγελλομένην και τους κ. κ. Leroy, Bayard και Σαν μη δίδοντας σημεία ζωής, έγραψαν προς τούτους διαπυνθανόμενοι, αλλά μόνην απάντησιν έλαβον νέαν αίτησιν χρημάτων. Είχον ήδη σταλή 155,000 λιρών. Οι αντιπρόσωποι τότε απελπίσαντες, έπεισαν τον εν Λονδίνω Χίον έμπορον Α. Κοντόσταυλον, άνδρα γνωστόν διά τον πατριωτισμόν και την τιμιότητα του, να μεταβή άκων εις Αμερικήν, όπως προσπαθήση να επιτύχη δάνειον προς αποπεράτωσιν των δύο φρεγατών ή τουλάχιστον όπως σώση την μίαν εξ αυτών θυσιάζων την άλλην (83).
Ο Κοντόσταυλος, αφικόμενος εις Νέαν Υόρκην κατ' Απρίλιον του 1826, ευρέθη προ καταστάσεως έτι χείρονος της προσδοκωμένης. Αι μεν φρεγάται πολύ απείχον του να ώσιν αποπερατωμέναι, οι δε κατασκευασταί εζήτουν διά την αποπεράτωσιν της μιας μόνον εξ αυτών και διά διαφόρους άλλας απαιτήσεις 396,090 δολλ. (84) Εν περιπτώσει δε μη πληρωμής ηπείλουν ότι θα επώλουν τας ημιτελείς φρεγάτας εις δημοπρασίαν (85). Δοθέντος δε ότι κατά την εποχήν εκείνην μία φρεγάτα και εν δίκροτον, παραγγελθέντα υπό της Κολομβίας και της Σουηδίας και πωληθέντα εις δημοπρασίαν, είχον εκποιηθή εις ευτελεστάτας τιμάς (προς 70,000 και 32,200 δολλ.), υπήρχε πάσα πιθανότης ότι η πώλησις των Ελληνικών πλοίων θα κατέληγεν εις παρομοίαν συμφοράν.
Τότε ο Κοντόσταυλος άπελπις, ατελώς γνωρίζων την γλώσσαν της χώρας εν η ευρίσκετο, άγνωστος εν μέσω εμπορικού κόσμου εχθρικώς διακειμένου προς αυτόν, εκτεθειμένος εις μυρίας διαβολάς (86), έλαβε την ευτυχή ιδέαν να μεταβή εις Ουασιγκτώνα και απευθυνθή εις την Αμερικανικήν κυβέρνησιν. Διά δε του καλού καγαθού κ. Edward Everett (87), μέλους του Κογκρέσσου, κατώρθωσε να παρουσιασθή εις τον πρόεδρον των Ηνωμένων Πολιτειών Adams και ν' αποκαλύψη εις αυτόν και εις τους υπουργούς του τα συμβάντα. Εν μέσω του ανεπτυγμένου και φιλελληνικού κύκλου της Ουασιγκτώνος, ο Χίος έμπορος εύρε τέλος συμπαθές ακροατήριον (88). Το τε εκτελεστικόν και το νομοθετικόν σώμα τοσούτον εσκανδαλίσθησαν μανθάνοντα τα εν Νέα Υόρκη διαπραττόμενα, ώστε δεν εδίστασαν να παραβώσι τας αρχάς της ουδετερότητος ερχόμενα επίκουρα τη Ελλάδι. Δώδεκα ημέρας μετά την άφιξιν του Κοντοσταύλου εις την πρωτεύουσαν, αι δύο Βουλαί εψήφιζον την αγοράν του ετέρου των ελληνικών πλοίων, επιτρέπουσαι ούτως εις το άλλο να περατωθή και να εκπλεύση (89).
Αλλ' η υπόθεσις δεν έληξεν ενταύθα. Η Αμερικανική κυβέρνησις, άλλως τε πολύ δικαίως, έδιδε διά την μίαν των φρεγατών μόνον 250,000 δολλ., αι δε απαιτήσεις των κατασκευαστών ανήρχοντο, ως είδομεν, εις 396,000 δολλ. (90). Συνεπώς και αυτής της μιας φρεγάτας ο απόπλους καθίστατο αδύνατος. Προ τοιαύτης καταστάσεως ο Κοντόσταυλος, πολύ φρονίμως και επιτηδείως πολιτευόμενος, έπεισε πρώτον την κυβέρνησιν να μη προβή εις την αγοράν της μιας φρεγάτας, εάν το αντίτιμον αυτής δεν ήρκει όπως περατωθή, και αποπλεύση η άλλη, προς λύσιν δε των μετά των κατασκευαστών διαφορών προσέδραμεν εις αιρετοκρισίαν.
Αλλ' οι αιρετοκρίται, αντί να καταδικάσωσι τους κατασκευαστάς διά την ασύγγνωστον αυτών διαγωγήν (91), την πρόδηλον απάτην ην μετεχειρίσθησαν, όπως πείσωσι τους Έλληνας αντιπροσώπους ν' αναθέσωσιν αυτοίς την κατασκευήν των πλοίων, και τον τρόπον δι' ου παρεβίασαν την μίαν μετά την άλλην όλας αυτών τας υποχρεώσεις, περιωρίσθησαν να υποβιβάσωσι τας απαιτήσεις των κατασκευαστών από 396,090 εις 156,856 δολλ. Δικαίως άρα ο δικηγόρος της Ελλάδος Henry. D. Sedgwick είπεν εις τον πρόεδρον των αιρετοκριτών Jonas Pratt· «Κύριε, επράξατε παν ό,τι ηδύνασθε ίνα καταστρέψητε έν έθνος (την Ελλάδα) και ατιμάσητε έν άλλο (την Αμερικήν)» (92).
Οπωσδήποτε δ' όμως η απόφασις αύτη, κατά τα άλλα άδικος και επιζήμιος, έλυσε τουλάχιστον άκρως πολύπλοκον ζήτημα και επέτρεψεν εις το έθνος ν' απoκτήση έν τουλάχιστον νέον πλοίον. Πράγματι η φρεγάτα, Ελλάς επονομασθείσα, ηδυνήθη ν' αποπλεύση εξ Αμερικής και μετά πεντηκονθήμερον πλουν αφίκετο κατά Νοέμβριον του 1826 εις Ναύπλιον.
Το ευτυχές τούτο γεγονός, οφειλόμενον αποκλειστικώς εις τον ζήλον και την ευθυκρισίαν του Κοντοσταύλου, όστις και την ζωήν του αυτήν ερριψοκινδύνευσε κατά την επιστροφήν (93), εχαιρέτισε καταλλήλως η εν Αιγίνη Διοικητική Επιτροπή, επισήμως εκφράσασα εις τον Αλέξανδρον Κοντόσταυλον την ζωηράν ευγνωμοσύνην και τας εγκαρδίους ευχαριστίας του Ελληνικού έθνους (94). Είναι δ' όμως λυπηρόν να προσθέση τις, ότι πριν παρέλθωσιν ολίγα έτη, όχι μόνον πάσαι αι προς την πατρίδα υπηρεσίαι του ευγενούς Χίου (95) είχον λησμονηθή, αλλά και ούτος είδε δηλητηριαζόμενον τον υπόλοιπον βίον του διά κακοβούλων νύξεων και παντοίων διαβολών (96).
Παρ. Γ'. Χρήματα περιελθόντα εις χείρας Ελληνικάς.
Εις το κεφάλαιον τούτο ανάγονται:
Διέφυγε λοιπόν τους όνυχας των Άγγλων και Αμερικανών κερδοσκόπων εκ συνόλου 1,150,800 Λ., ποσόν 232,558, δηλαδή ποσόν μικρότερον των 308,000 Λ. του πρώτου δανείου (98). Ένθα αποδεικνύεται και πάλιν η μεταξύ του φιλελληνικού κομιτάτου του αναλαβόντος την διαχείρισιν του πρώτου δανείου και της μετέπειτα τετραρχίας διαφορά. Δυστυχώς όμως η εν Ελλάδι γενομένη χρήσις και των χρημάτων του δανείου του 1824 και των απομειναρίων του δανείου του 1825 υπήρξεν η αυτή. Περιεγράψαμεν ήδη μετά της προς αμαρτήσαντας ήρωας οφειλομένης ευλαβείας την χρήσιν των πρώτων 308,000 Λ. (99)· είναι περιττόν δε να επαναλάβωμεν την αυτήν περιγραφήν διά τας άλλας 230,000. Διά να εννοήση τις όμως οποία υπήρξεν η ευθύνη των ανδρών ους αινιττόμεθα, αρκεί να είπωμεν ότι εκ των περισωθέντων πέντε εκατομμυρίων φράγκων η ιδιοτέλεια και τα εμφύλια πάθη δεν αφήκαν ούτε λεπτόν διά το Μεσολόγγιον, και ότι, ότε επήλθε τέλος η ανυπέρβλητος ανάγκη να δοθή ποιά τις βοήθεια εις την ηρωικήν εκείνην πόλιν, εδέησεν, ουδενός των λογάδων εμπνέοντος εμπιστοσύνην, να διαβιβασθώσι τα εν Λονδίνω υπολειπόμενα ψιχία του πλουσίου δείπνου (3,350 Λ.) δι' απλού αστού, του εν Κερκύρα ιδιωτεύοντος Γεροστάθη.
Συνοψίζοντες νυν τας τρεις παραγράφους, εις ας διηρέσαμεν την χρήσιν του β' δανείου, ευρίσκομεν ότι αύται αποτελούσι σύνολον 1,121,778 Λ. (00 1) Είδομεν αφ' ετέρου ότι οι επίτροποι έσχον εις την διάθεσιν αυτών ολικόν ποσόν 1,150,800 Λ.· μένει λοιπόν υπόλοιπον 29,022 Λ. Ποία χρήσις εγένετο του ποσού τούτου;
Πρώτον δι' αυτού εκαλύφθησαν τα έξοδα ταξειδίου και τριετούς εν Ευρώπη διαμονής των διαφόρου επιτρόπων, ήτοι 11,600 Λ.
Δεύτερον επληρώθησαν διάφορα μεγάλα (101) και μικρά έξοδα (102) και εκαλύφθησαν μερικαί ζημίαι (103).
Τρίτον έμεινεν υπόλοιπον εις χείρας των πληρεξουσίων Ορλάνδου και Λουριώτη. Η εξακρίβωσις του υπολοίπου τούτου έδωκε μεν κατ' αρχάς αφορμήν εις πλείστας λογομαχίας μεταξύ των δύο πληρεξουσίων και του μετέπειτα διορισθέντος τοιούτου Σπανιολάκη, κατέληξε δε βραδύτερον εις μακροτάτην δίκην, ήτις περιέπλεξεν εις βαθμόν απίστευτον την υπόθεσιν, και ης η εξέτασις διαφεύγει εντελώς τον κύκλον της παρούσης μελέτης (104).
Ανασκοπούντες νυν τα κατά το δεύτερον δάνειον δυνάμεθα να είπωμεν:
α'. Ότι ένεκα της κακής πίστεως των εν Λονδίνω τραπεζιτών και της απειρίας ή της ακηδίας των Ελλήνων πληρεξουσίων μεγάλα ποσά, άτινα έπρεπε να σταλώσι κατεπειγόντως εις Ελλάδα, έμειναν εν Αγγλία, χρησιμεύσαντα μόνον εις το να προμηθεύσωσιν εις τους κ. κ. Ρικάρδους και συντροφίαν μεσιτικά και μέσον απαλλαγής εις καλήν τιμήν των ελληνικών ομολογιών, ας ούτοι είχον.
β'. Ότι τα σπουδαία ποσά, τα αφιερωθέντα εις συγκρότησιν αξιομάχου στόλου, εδαπανήθησαν ματαίως, καθ' ότι και αυτά τα περατωθέντα πλοία αφίκοντο ότε ήτο πλέον αργά.
γ'. Ότι ένεκα των τυφλών παθών των εν Ελλάδι τα πρώτα φερόντων, και αυτά τα λείψανα των δανείων καταναλώθηκαν εις εμφυλίους και όχι εις εθνικούς αγώνας (105).
Καταλήγων δε τις εις τοιαύτα συμπεράσματα αγανακτεί έτι μάλλον αναλογιζόμενος οποίοι ήσαν τότε οι κίνδυνοι, ους διέτρεχε το έθνος, και οποία υπήρξεν η χρήσις τοσούτων εκατομμυρίων.
Πρόχειρον δ' επιβεβαίωσιν τούτου παρουσιάζουσι και τα μέσα, εις ά ηναγκάσθη ταχέως να προσδράμη η προσωρινή κυβέρνησις προς διάσωσιν του Μεσολογγίου:
Τη 24η Δεκεμβρίου 1825, απεφάσιζε την έκδοσιν νέου δανείου ενός εκατομμυρίου διστήλων Ισπανικών. «Το δάνειον τούτο, έλεγεν η προκήρυξις (106), ν' ασφαλισθή με την εγγύησιν του έθνους, δηλαδή με την υποθήκην παντός είδους εθνικών κτημάτων εις οποιονδήποτε μέρος της ελληνικής επικρατείας. – Το δάνειον να γίνηται κατ' αναλογίαν των εν ταις επαρχίαις εθνικών κτημάτων και εκάστη συνδρομή (Souscription) να μη υπερβαίνη τα 100,000 τάλληρα. – Η υποθήκη να γίνηται, εις έκαστον ωρισμένον μέρος, διά δημοσίου κηρύγματος εις τον προσφέροντα τα περισσότερα. – Η διάρκεια του δανείου ορίζεται εις έξ έτη, μετά τα οποία η διοίκησις χρεωστεί να πληρώση το κεφάλαιον και τόκον 8 %, ειδέ μη να δίδη εις τον δανειστήν την εντελή κυριότητα. – Η καταβολή του δανείου να γίνηται το ήμισυ εις μετρητά, το δε άλλο ήμισυ εις εθνικάς ομολογίας ή εις οποιασδήποτε διαταγάς πληρωτέας από το ταμείον. – Ο δανειστής να καρπούται το υποθηκευμένον κτήμα, οφείλων μόνον ως πας ιδιοκτήτης να πληρώνη εις το δημόσιον την δεκάτην».
Του ιδιορρύθμου τούτου δανείου, αξίου δημοσιονομικού μουσείου, αποτυχόντος, ως ην επόμενον (107), η εν Επιδαύρω Εθνική Συνέλευσις έστρεψε τα βλέμματα αυτής προς τας Ιονίους νήσους, και τη 7η Απριλίου 1826 ανέθηκεν (108) εις τους κ. κ. Δ. Ρώμαν, Π. Δ. Στεφάνου και Κ. Δραγώναν την εξεύρεσιν εν Επτανήσω δανείου 100,000 ταλλήρων ισπανικών, προς βοήθειαν του Μεσολογγίου και κινητοποίησιν του στόλου (109). Δυστυχώς η κατάστασις ήτο τοιαύτη, ώστε παρ' όλην την ελευθερίαν, ήτις εδίδετο εις τους πληρεξουσίους (110), οι πράγματι φιλοπάτριδες εκείνοι άνδρες (111) ουδέν ηδυνήθησαν να πράξωσι και πεσόντος του Μεσολογγίου ανεφάνησαν έτι φαεινότερον τα οικτρά αποτελέσματα της διαχειρίσεως των Αγγλικών δανείων.