Sadece LitRes`te okuyun

Kitap dosya olarak indirilemez ancak uygulamamız üzerinden veya online olarak web sitemizden okunabilir.

Kitabı oku: «Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος», sayfa 7

Yazı tipi:

Ο τύπος της πρωτευούσης χαίρων αναγράφει την ζωηράν αυτήν εκλογικήν κίνησιν, και σεμνύνεται επί τω ενδιαφέροντι, όπερ επιδεικνύει ο λαός προς τον επικείμενον αγώνα. Επαινεί την ησυχίαν και την τάξιν ήτις επικρατεί, και θεωρεί ασήμαντα ολίγα τινά ξυλοκοπήματα, άτινα ανταλλάσσουσι πού και πού οι θερμότεροι και φανατικώτεροι των ψηφοφόρων. Αν δ' ενίοτε, πλην των γρόνθων και ράβδων, λύουσι και άλλα όπλα τας εκλογικάς διαμάχας των ταγγερίων, το επίσημον αστυνομικόν δελτίον της πόλεως αποδίδει εις μέθην το λυπηρόν γεγονός, και βεβαιοί ότι αυστηρά διετάχθη περί τούτου ανάκρισις.

Ούτω δε δαρέντες και μη δαρέντες μένουσιν ευχαριστημένοι, και πάντες προσδοκώσιν ευέλπιδες να εισέλθωσι την Κυριακήν εις την χαράν του Κυρίου των.

Είνε παραμονή της μεγάλης ημέρας· πυκνός δε όχλος συνταγματικός πληροί τα δωμάτια των ταλαιπώρων υποψηφίων.

Ταλαίπωρα, τη αληθεία, και άξια οίκτου πλάσματα οι δυστυχείς αυτοί υποψήφιοι!

Αφού από πολλών ήδη εβδομάδων περιέδραμον πάσαν γωνίαν της πόλεως, και εκόλλησαν τα ονόματα των εις πάσης τριόδου τους τοίχους, και έσχισαν εξ αυτών των αντιπάλων των τα ονόματα· αφού εμεθύσθησαν εις έκαστον αυτής καπηλείον και εξελιπάρησαν του εσχάτου αχθοφόρου την εύνοιαν· αφού περιεπτύχθησαν πάντα εξώλη και προώλη, και εθώπευσαν πάσαν και την ρυπαρωτάτην παρειάν· αφού υπεσχέθησαν και εψεύσθησαν, και εκολάκευσαν όσους και όπως ηδυνήθησαν, πληρόνονται πάσαν εσπέραν διά του ιδίου νομίσματος υπό των χρηστών εκλογέων, οίτινες πληρούσι τους οίκους αυτών.

Και άλλοι μεν αυτών – οι πονηρότεροι και των πραγμάτων έμπειροι – γνωρίζουσι τι σημαίνει η ένθους περί αυτούς συρροή. Μειδιώσιν εμφανώς τα χείλη των, αλλά ναυτιά πιθανώς η ψυχή των. Οι πλείστοι όμως, όσους, αν δεν απατά η απειρία, πλανά όμως πάντοτε η αυτάρκης πεποίθησις, δέχονται μετ' ευγνωμοσύνης το κίβδηλον νόμισμα της ψευδούς αφοσιώσεως, δι' ου πληρόνει τας αβαρείς αυτών επαγγελίας η παροίνιος ειλικρίνεια του πληρούντος τας οικίας των συρφετού.

Και σφίγγουσι λοιπόν αγαλλιώντες τας χείρας των κύκλω ζητωφωνούντων, και εναγκαλίζονται περιπαθώς κομματάρχας και κομματαρχίσκονς, και επαγγέλλονται λαγούς με πετραχήλια εις τους χλιαρωτέρους, και λαλούσι περί πατριωτισμού και τιμιότητος προς πάντας, και συνιστώσι δραστηριότητα, και χύνουσιν . . . οίνον πολύν εις την φλέγουσαν κύκλω εκλογικήν πυράν.

Τοιαύτη περίπου η εκ περιωπής εικών των συμβαινόντων εν τω οίκω του Χαλέ- αλ-Ταρίφ κατά την προτεραίαν της ψηφοφορίας εσπέραν.

Αμέτρητον πλήθος πληροί τας αιθούσας του. Φίλοι και ενάντιοι, οπαδοί και αντίπαλοι, αδιάφοροι, ετεροδημόται μη έχοντες δικαίωμα ψήφου, περιτρέμματα στερούμενοι πολιτικών δικαιωμάτων . . . . πάντες ήλθον απόψε να πωλήσωσιν όσον δυνατόν ακριβώτερα τον έσχατον του ενθουσιασμού των σπινθήρα.

Αύριον η πανηγύρις τελειόνει, και όσοι πήραν, πήραν!

Άλλοι εξ αυτών έχουσι σπουδαία να εκμυστηρευθώσι μυστικά εις τον υποψήφιον· άλλοι θέλουσι να τον συμβουλεύσωσι κάτι, άλλοι να σώσωσι και άλλοι να λάβωσιν οδηγίας. Πάντες δε σχεδόν έχουσι κάτι να ζητήσωσι, και το κάτι αυτό είνε ως επί το πλείστον . . . ολίγο φως για τα παιδιά.

– Αφέντη! λέγει ο είς, και σύρει αυτόν από του επενδύτου εις μιαν γωνίαν. Ο Βεκήρ εις το τρίτον μας κόβει φοβερά. Πέρασε, σε παρακαλώ, αύριον το πρωί, και . . . τράβα του κανένα εκατοστάρικο.

– Χωρίς άλλο! ησύχασε. Είνε πράγμα που διορθόνεται.

– Εις του Κερέμ την ταβέρνα, λέγει άλλος (και αυτός μυστικά, εννοείται) πρέπει ν' αφήσωμεν αύριον μερικά λεπτά, να κερνά 'ς την υγειά σου! Είνε αντικρύ 'ς την ψηφοφορία, και ο κόσμος μπαίνει βγαίνει αδιάκοπα. Είνε καλό ν' ακούεται τ' όνομά μας.

– Θύμισέ μου το αύριο, που θα περάσωμε από 'κεί.

– Του λόγου τους, κυρ Χαλέμ, λέγει πλησιάζων νέηλυς άλλος, σύρων κατόπιν του μικράν ομάδα ρακενδύτων και μονοσανδάλων, είνε παλληκάρια ένα κ' ένα, που πεθαίνουν 'ς τώνομά σου. Περιποιήσου τα, σε παρακαλώ.

– Να μου ζήσης! φωνεί πλησιάζων ο αρχηγός των παλληκαριών, και προσθέτει ταπεινοτέρα τη φωνή·

– Τα παιδιά διψούν! 'Ξελαρυγγίσθηκαν από χθες να φωνάζουν: Ζήτω! Δεν μας κατρακυλάς λιγάκι μέταλλο, να τα δροσίσωμε;

– Τι θέλετε να κάμη ο Χαλέμ-αλ-Ταρίφ; Ό,τι θα εκάμνατε ίσως και σεις, αν ήσθε εις την θέσιν του.

– Δεν πέρασες από του Εμίρ! παρατηρεί άλλος· και μας τον πήρε ο Εδρίς!

– Χρειάζεται ενέργεια εις το τέταρτον! υπολαμβάνει εισερχόμενος νέος κομματάρχης. Μας έσπασε ο Ομέρ με τα χρήματα.

– Κύτταξε το τμήμα σου, σε παρακαλώ, κραυγάζει ακούσας τον λαλούντα ισχνός νεανίας, στρέφων μετά κόπου πολλού τον μόλις φυόμενον μύστακά του· από το τέταρτο αύριο βράδυ θ' ακούσης τα νέα.

– Ζήτω του δημάρχου! κραυγάζει αίφνης εισβάλλουσα εις την αίθουσαν εν ορμή και αταξία ομάς μεθύσων, μόλις συγκρατουμένων εν ισορροπία. Χαλέμ και άγιος ο Θεός!

– Δόσε 'ς τα παιδιά να πιουν! φωνεί προς τον υπηρέτην ο υποψήφιος, και παρέχει εαυτόν βοράν εις τας περιπτύξεις των οινοφλύγων.

– Αυτοί έρχονται από του Ομέρ! λέγει ταπεινή τη φωνή εις τον γείτονά του είς των παρακαθημένων,

Δεν λησμονεί, ελπίζομεν, ο αναγνώστης, ότι Ομέρ είνε είς των υποψηφίων δημάρχων.

– Και πού το 'ξεύρεις; ερωτά ο γείτων.

– Τους είδα! Κ' εγώ από 'κεί έρχομαι. Σώπα, να κάμωμε σεριάνι!

– Βρε κατεργαρέοι! βροντοφωνεί αίφνης εγειρόμενος και πάλλων την μαγκούραν του γιγαντόσωμος και ευρύστερνος κομματάρχης, εσείς δεν έχετε ψήφο! Τι θέλετ' εδώ; έξω γλήγορα, να μη σας αργάσω το τομάρι!

Οι νεήλυδες προσβλέπουσιν επί στιγμήν τον γίγαντα, θεωρούσι κύκλω τους παρισταμένους, ανταλλάσσουσι βλέμμα συνεννοήσεως, και απέρχονται κατησχυμμένοι, πτοηθέντες το ανάστημα του λαλούντος και τας διαστάσεις της μαγκούρας του. – Δεν τους αφίνεις, αδελφέ; παρατηρεί ηπίως ο υποψήφιος. Διατί να τους δυσαρεστήσωμεν;

– Ας μας κόψουν το κρέδιτο! Φασκέλωσ' τα τα όρνια!

Και απήλθον μεν εκείνα τα όρνια· παρέμειναν όμως έτι πολλά εν τη αιθούση τον ταλαιπώρου Χαλέμ, και προσήλθον βραδύτερον πολύ περισσότερα.

Η αγορά παρετάθη πλήθουσα πέραν του μεσονυκτίου· ότε δε ο δυστυχής Χαλέμ κατεκλίθη, μόλις είχε την δύναμιν να στενάξη, εκ κόπου και αηδίας.

Η μεγάλη ημέρα ανέτειλε, και έδυσεν.

Εκ των δεκακισχιλίων εκλογέων του δήμου Ταγγερίων επτάκις περίπου χίλιοι προσήλθον εις τας κάλπας και ήσκησαν το ιερόν και πολύτιμον αυτών δικαίωμα. Πώς το ήσκησαν, είνε περιττόν να ερωτήση ο Έλλην αναγνώστης, οικείος ήδη από μακρού προς τα τοιαύτα τερπνά και υψηλά θεάματα,

Εδάρησαν τινές, εμέθυσαν πλείονες, συνεπλάκησαν πολλοί, εφώναξαν, εκραύγασαν ζήτω και γιούχα μετά πολλού ενθουσιασμού, αναλόγου προς το πληρωθέν επί τούτω χρήμα, διημφισβήτησαν πολλάκις μετά ζέσεως την ψευδή των ταυτότητα, και τέλος εψήφισαν, άλλοι άπαξ και άλλοι συχνότερον.

Αι κάλπαι εκλείσθησαν, εφραγίσθησαν, και μετά μίαν ώραν ανοίγουσι πάλιν.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Η διαλογή αρχίζει.

Πάσα υποψηφίου δημάρχου οικία βρίθει περιέργων.

Μ' όλους τους κόπους και τας αγρυπνίας, μ' όλας τας αηδίας των παρελθουσών ημερών, οι πτωχοί υποψήφιοι έχουσιν έτι την δύναμιν να ίστανται όρθιοι επί των επάλξεων, να μειδιώσι, να περιπατώσι και να δίδωσι τας τελευταίας οδηγίας προς τους ταχυδρόμους, ους αποστέλλουσι κομιστάς ειδήσεων εις τα διάφορα τμήματα της πόλεως. Είνε σχεδόν οι ίδιοι ως και χθες· μόνον ότι η καρδιά των πάλλει περισσότερον και η χειρ των θωπεύει ολιγώτερον.

Τας πέριξ τραπέζας κατέχουσι γραμματείς παντοδαποί, ποικίλοι την όψιν και την ηλικίαν, έχοντες έκαστος προ αυτού φύλλα χάρτου χαραγμένα κατά σειράς και στήλας ισαρίθμους προς τα τμήματα της πόλεως και τα ονόματα των υποψηφίων. Στρέφουσι και περιστρέφουσιν εντός του στόματος την νεόκοπον άκραν του μολυβδοκονδύλου των, και περιμένουσιν ανυπόμονοι να αναγράψωσιν εις τα δελτία των τα αποτελέσματα της διαλογής.

Εν τω μεταξύ τούτω, και μέχρις ου αρχίσωσιν αντηχούντα των ταχυδρόμων τα αγγέλματα, ανακοινούσι μεγαλοφώνως τας ιδέας και πεποιθήσεις των περί του πιθανού αποτελέσματος της εκλογής, και τα συμπεράσματά των ποικίλλουσιν, εννοείται, αναλόγως του οίκου εν ώ γραμματεύουσιν.

– Η εκλογή είνε δική μας! λέγουσιν οι γραμματείς του Χαλέμ.

– Την εκλογήν την παίρνομε με χίλιους ψήφους, λέγουσιν οι του Εδρίς.

– Τους φάγαμε κ' έννοια σου! φωνούσιν οι του Ομέρ ούτινος το θάρρος δεν φαίνεται περισσεύον.

Ας εκλέξωμεν ένα των εκλογικών τούτων οίκων και ας εισέλθωμεν. Πάντας είνε αδύνατον να επισκεφθώμεν, αφού δεν είμεθα εκλογείς.

Ας προτιμήσωμεν τον Χαλέμ, ούτινος λεπτομερέστερον μέχρι τούδε παρηκολουθήσαμεν τον αγώνα. Ο υποψήφιος μας υποδέχεται ευμενώς, μας σφίγγει την χείρα, και μας ερωτά ασθενεί τη φωνή αν ηξεύρομεν τίποτε.

Ημείς, εννοείται, δεν ηξεύρομεν τίποτε, και σιωπώμεν.

Αίφνης ανοίγει βιαίως η θύρα, και αγυιόπαις ρυπαρός και ανυπόδητος εισβάλλει εις την αίθουσαν ασθμαίνων και μόλις κατορθών να φωνήση·

– Χίλιους τρακόσιους εξήντα εις το πρώτον!

Ζήτω! μυριόστομον βροντά εν τη αιθούση, και τα μολυβδοκόνδυλα των γραμματέων καταπίπτουσιν όλα συγχρόνως επί των δελτίων, και ο υποψήφιος, λιπόθυμος σχεδόν εκ της χαράς, καταφιλεί την άπλυτον μορφήν τον μικρού ταχυδρόμου, και αμείβει γενναίως την χαρμόσυνον είδησιν.

Ο αγυιόπαις τρέπεται δρομαίος εις φυγήν· αν ήτο δε δυνατόν να τον παρακολουθήση τις, θα τον έβλεπε μετά μικρόν εισερχόμενον εις άλλου υποψηφίου οικίαν, και θα παρίστατο μάρτυς της αυτής απαραλλάκτως σκηνής, ομοίως επαναλαμβανομένης.

Μετά μικρόν άλλο άγγελμα:

– Εννηακόσιους ογδοήντα εις το τέταρτον!

Και τα ζήτω! επαναλαμβάνονται, και γράφουσιν οι γραμματείς, και πληρόνει ο υποψήφιος.

– Τελείωσε! λέγει είς των γραμματέων· η εκλογή είνε δική μας. Εις το τρίτον είμεθα πρώτοι, εις το πέμπτον . . . . .

Αλλά διακόπτει την ενθουσιώδη απαρίθμησιν είς των επί τούτω απεσταλμένων εις την διαλογήν ταχυδρόμων, εισερχόμενος μελαγχολικός, και ιστάμενος άφωνος παρά την θύραν.

– Α! να ο Αλής! λέγει ο υποψήφιος. Από πού έρχεσαι;

– Από το πρώτον. Μας έφαγαν οι άτιμοι!

– Πώς; παρατηρεί συρίζουσα η οξεία φωνή ενός των γραμματέων. Χίλιους τριακόσιους εξήντα πήραμε, και . . . . .

– Κολοκύθια! ποιος σας τα είπε; Εξακόσιους τριάντα πήραμε όλους όλους. Νά το αποτέλεσμα. Το έχω από το πρωτόκολλον της επιτροπής. Οι γραμματείς σβύνουσι τους αριθμούς των, ο υποψήφιος αισθάνεται ότι κάπως εκουράσθη, και κάθηται εις μίαν γωνίαν, ο δε ταλαίπωρος ταχυδρόμος, εις ον ουδείς . . . ουδείς ευρέθη να προσφέρη έν σιγάρον, σύρει την πενιχράν του καπνοθήκην, και περιτυλίσσει έν μελαγχολικώς εκ του ιδίου του καπνού.

– Μήπως παράκουσες, αδελφέ; ερωτά είς των παρισταμένων.

– Άφησέ με, σε παρακαλώ, και με φθάνει . . . Άλλο δεν λέγει.

Δεν παρέρχονται δυο λεπτά, και καίει έτι το απαίσιον άγγελμα, ότε εισέρχεται βραδυπατών άλλος κακών άγγελος και κάθηται σιωπηρός επί μιας καθέδρας.

– Πού ήσουν, Μελήκ, ερωτά ο υποψήφιος, και η φωνή του μόλις ακούεται.

– Εις το τρίτον.

– Αι; φωνούσι συγχρόνως ανορθούμεναι πάσαι των γραμματέων αι κεφαλαί.

– Εξακόσιους. . . . ογδοήντα. . . . πέντε.

Και ο τόνος της φωνής του ηχεί ως η ακροτελεύτιος επικήδειος φράσις: Γαίαν έχοι ελαφράν.

– Χίλιους οχτακόσιους εις το τρίτον! κραυγάζει την στιγμήν εκείνην, εισορμών εις την αίθουσαν παιδάριον ρακένδυτον.

Αλλά μόλις είχε τελειώσει την φράσιν του ο ταλαίπωρος παις, και ράπισμα ισχυρόν ακούεται πλαταγίζον επί της παρειάς του.

– Νά και μία παραπάνω, να γείνουν χίλιοι οχτακόσιοι ένας! φωνεί εγειρόμενος έξαλλος ο προ μικρού εισελθών. Κατεργάρη!

Το παιδίον συναισθάνεται, φαίνεται, ότι δεν έχει το δικαίωμα να κλαύση, και φεύγει δρομαίον μεν αλλ' απαθές και ατάραχον.

Ήτο το τελευταίον. Ουδείς πλέον ανήλικος ταχυδρόμος επάτησε την φλιάν της θύρας του Χαλέμ την εσπέραν εκείνην.

– Να εξακολουθήσωμεν; Ο αναγνώστης μαντεύει την συνέχειαν.

Οι άγγελοι των αποτελεσμάτων γίνονται ολονέν σπανιώτεροι. Οι γραμματείς αρχίζουσι να νυστάζωσι και απέρχονται ο είς μετά τον άλλον, λέγοντες πού και πού εις τον υποψήφιον· Να ιδούμε και τα χωριά, . . . το πρωί! Τα χωριά θα μας σηκώσουν!

Και μεταβαίνουσι κατά πάσαν πιθανότητα εις άλλου υποψηφίου οικίαν, ον εσήκωσεν ήδη η πόλις.

Οι παριστάμενοι αραιούνται, η οικία του υποψηφίου γίνεται ησυχωτέρα, οι θόρυβοι της οδού καταπαύουσι, φωνή κύκλω δεν ακούεται, και ο ταλαίπωρος Χαλέμ ναρκούμενος υπό του κόπου αποκοιμάται εις την γωνίαν του, και υπνώττει χάλκινον ύπνον.

Αλλ' αίφνης εν βαθεία νυκτί ανατινάσσεται όρθιος από του ανακλίντρου του, τρίβει τους οφθαλμούς, σείει την κεφαλήν, τείνει το ους προς την οδόν, και δεν ηξεύρει τι κρότος παράδοξος και απαίσιος είνε ο ταράττων την ησυχίαν της νυκτός.

Προσέχει περισσότερον, ανοίγει σιγά το παράθυρον, εξάγει την κεφαλήν του, και βλέπει μολοσσόν υπερμεγέθη γοερώς ωρυόμενον, και σύροντα παταγωδώς επί του λιθοστρώτου κολοσσιαίον αγγείον εκ λευκοσιδήρου, προσηρτημένον εις την ουράν του.

ΤΟ ΕΝΘΥΜΗΜΑ ΤΟΥ ΜΙΜΙΚΟΥ4

Αν την πρωίαν της παραμονής του έτους 1859 υπήρχον εν Αθήναις νέοι στενοχωρημένοι και αδημονούντες διά την κενότητα του πουγγίου των – και θα υπήρχον βεβαίως πολλοί – , ο μάλλον εξ αυτών αδημονών ήτο κατά πάσαν πιθανότητα ο Δημήτριος Ξυδάκης.

Πριν ή όμως γνωρίση ο αναγνώστης το αίτιον της στενοχωρίας του ήρωός μου, καλόν είνε να γνωρίση αυτόν τον ίδιον.

Ο Δημήτριος ή Μιμίκος, ως αποκαλούσιν αυτόν θωπευτικώς οι οικείοι του, τουτέστιν η γραία μήτηρ του, ο πολύ πρεσβύτερος αυτού αδελφός του και η ολίγον νεωτέρα του αδελφή είνε εικοσαετής περίπου νεανίας, ισχνός, ωχρός, με μεγάλους μαύρους οφθαλμούς και μακράν καστανήν κόμην, την οποίαν χτενίζει μεν, όταν εξέρχεται της οικίας, κατά το πολωνικόν σχήμα, ήτοι εις π ό λ κ α ν, ως εκάλουν οι καλλωπισταί του τότε καιρού τον συρμόν αυτόν της κομμώσεως, διατηρεί όμως κατ' οίκον ανάτριχον πάντοτε και ατημέλητον, εκ φυσικής και ακαταμαχήτου νωθρότητος. Διότι ο Μιμίκος είνε δυστυχώς νωθρός, πολύ νωθρός. Εγείρεται συνήθως αργά, διότι αργά και κατακλίνεται, αργότερα δε και αποκοιμάται, συνήθειαν έχων να αναγινώσκη εις την κλίνην του μυθιστορημάτων μεταφράσεις, τας οποίας διά πολλού κόπου προμηθεύεται παρά των οικείων και φίλων.

Κατά τους χρόνους του Μιμίκου δεν ήσαν άφθονα και πρόχειρα ουδ' ευαπόκτητα τα μυθιστορήματα όσον σήμερον, ότε η κερδοσκόπος βιβλιοκαπηλεία προσφέρει αυτά κατά δόσεις ευπρόσιτους εις το δεκάλεπτον παντός κέπφου διψώντος πνευματικήν ψυχαγωγίαν. Εκοπία λοιπόν ο Δημήτριος πολύ εις προμήθειαν του επιουσίου μυθιστορικού του άρτου, και κατηνάλισκεν αυτόν μετά πολλής οικονομίας, αναγινώσκων μόνον το εσπέρας, υπό το φως αναιμικής και καπνιζούσης λυχνίας, οποίαν μόλις επέτρεπον εις αυτόν τα ουχί συνήθως άφθονα οικονομικά της οικίας του, ων κύριον πυρήνα απετέλει ο μισθός του αδελφού του Γεωργίου, υπουργικού γραμματέως πρώτης τάξεως. Έβοσκε γοητευμένος, εφ' όσον εφώτιζε την γοητείαν του το έλαιον του λύχνου, εις τας μαγικάς πρασιάς των Τριών Σωματοφυλάκων, των Επτά θανασίμων αμαρτημάτων και της Μαλβίνας, και ότε τέλος η περισσότερον αυτού νυστάζουσα θρυαλλίς ήρχιζε να αναδίδη καπνόν μάλλον ή φως, έκλειεν εκείνος τους οφθαλμούς και εξηκολούθει εν ονείρω την φανταστικήν του βοσκήν, ουδεμίαν έχων μέριμναν ή φροντίδα περί της αύριον, δυναμένην να ταράξη των ύπνων του την μακαριότητα. Διότι έργον ο Μιμίκος δεν είχεν.

Ήτο μεν από ικανών ήδη ετών φοιτητής της Νομικής σχολής του Πανεπιστημίου· αλλ' ήλπιζεν εκ της επιφοιτήσεως του αγίου πνεύματος εις την κεφαλήν αυτού· πολύ πλειότερον, ή όσον προσεδόκα εκ της ιδίας αυτού φοιτήσεως εις τας παραδόσεις των καθηγητών του. Και δεν είχε μεν έτι τότε η μεγάλη πλειονοψηφία των ακαδημαϊκών πολιτών τελειοποιήσει την μέθοδον των άνευ φοιτήσεως αποδείξεων και των άνευ ακροάσεως εξετάσεων· ήσαν δε ακόμη άγνωστα τα νομικά φροντιστήρια, άτινα επιτηδεύουσι σήμερον την εντός ολίγων εβδομάδων αναπλήρωσιν των εν τοις ωδικοίς καφενείοις αναλισκομένων συνήθως ακαδημαϊκών εξαμήνων· ουδέ είχεν έτι πολλαπλασιάσει η κερματοθηρία των εκδοτικών καταστημάτων τας εντύπους περιλήψεις των πανεπιστημιακών παραδόσεων προς χρήσιν των χρηστών της πατρίδος ελπίδων. Αλλ' ο Μιμίκος, προτρέχων της εποχής του, απετέλει μέρος ευαρίθμου προοδευτικής ομάδος φοιτητών, οίτινες επροτίμων ήδη τότε το καφενείον μάλλον ή τα ακροατήρια του Πανεπιστημίου, και έκρινον το σφαιριστήριον πολύ ψυχαγωγικώτερον της ακροάσεως και γραφής των επιστημονικών διδαγμάτων. Εξήρχετο αργά του οίκου, και κατηυθύνετο μεν, – ως έλεγεν εις την γραίαν μητέρα του· εις το μάθημα, παρελάμβανε δε, ως αθώους ψευδομάρτυρας και φύλλα τινά χάρτου αγράφου, συνεσπειρωμένα εις κύλινδρον και τυλιγμένα εντός κυανού περικαλύμματος, εφ' ων έμελλε δήθεν να καταγράψη τα σοφά βήματα των καθηγητών αυτού· αλλ' άμα φθάνων εις τα βραχώδη τότε προπύλαια του επιστημονικού τεμένους, εξηκολούθει, οτέ μεν μόνος, οτέ δε μετ' ομόφρονος συντρόφου, την βραχώδη προς τον Λυκαβητόν ανάβασιν, και καθήμενος εκεί εν μέσω θύμων και ασφοδέλων, εκάπνιζεν, εφ' όσον επήρκει ο λαθροχειρισθείς αδελφικός καπνός, και περιέφερεν εική τα βλέμματα επί το πρωινόν πανόραμα της πόλεως και τα μαρμαίροντα πέραν γλαυκά νώτα του Σαρωνικού, έμενεν εκεί ούτω πολλάκις ώραν μακράν, ημικλείστους έχων τους οφθαλμούς και σύνοφρυ το μέτωπον, οιονεί εντυπώσεις ταμιεύων ως έλεγεν ασμένως ο ίδιος – , αίφνης δε, σείων αποτόμως την κεφαλήν και ανατινάσσων την λιπαράν του πόλκαν, εφαίνετο ως συλλαβών προσιπταμένην έμπνευσιν, και ανοίγων τον χάρτινον κύλινδρόν του έγραφε διά μολυβδίδος σειράς ανίσους το μήκος, έσβυνε τα γραφέντα, έβρεχε το άκρον της μολυβδίδος εις τα χείλη του, εκάπνιζεν, έξυε τους κροτάφους του, και έγραφε πάλιν άλλα, πολλάκις δε και απήγειλλε μετ' αυταρέσκου μειδιάματος τα γραφέντα, μεγαλοφωνών ρυθμικώς τας ομοιοκαταλήκτους κατακλείδας των στίχων του.

Ο Μιμίκος έγραφε στίχους· διότι ήτο – ενόμιζε τουλάχιστον ότι ήτο ποιητής.

* * *

Ποιητικός και ρωμαντικός έπνεεν εν Αθήναις ο άνεμος κατά τους χρόνους εκείνους· πας δε σχεδόν έφηβος μείραξ, εις ου το χείλος ήρχιζε να επανθή ο πρώτος νεανικός χνους, είχε να φοβήται, μετά την ίλερην και ανεμοβλογιάν των παιδικών ετών, την στιχουργικήν επιδημίαν της εφηβικής ηλικίας. Αλλ' ήτο ευτυχώς ηπίου χαρακτήρος και πάντη ανώδυνος η στιχοπάθεια του τότε καιρού, ουδ' ωμοίαζε προς τον κακοήθη πυρετόν της αποκαλυπτικής χρησμολογίας, ήτις κατατρύχει ως επί το πολύ τους σημερινούς ποιητικούς ιεροφάντας. Περιωρίζετο συνήθως εις ακροστιχίδας, προέβαινεν ενίοτε εις εξύμνησιν της αργυράς σελήνης και της εσπερινής αθώας αύρας, ή και απεθρασύνετο μέχρι περιπαθούς θρηνωδίας προς φανταστικήν ερωμένην, σπανίως δε σπανιώτατα ανεκλαδούτο εις επικολυρικόν τι μυθολόγημα, κατά κρατούντα τότε βυρώνειον συρμόν.

Οι στιχοπλόκοι νέοι, τρόφιμοι ως επί το πλείστον του Λαμαρτίνου και του Ουγκώ, είχον μελαγχολικώς ερωτόβλητον την φαντασίαν· έκαιον δε σχεδόν πάντοτε το θυμίαμα της ποιήσεως αυτών επί του βωμού φανταστού τινος ερωτικού ειδώλου, εν ελλείψει υπαρκτού, διότι προς πραγματικήν ερωμένην σπανίως που ετόλμα να ατενίση η αιδήμων δειλία της τότε άρρενος νεολαίας, ήτις δεν είχεν έτι ποτισθή εις τα λιμναία ύδατα της πραγματικής σχολής. Αν δε που τολμηροτέρα τις φύσις είχε το θάρρος να αναβλέψη προς την μορφήν ωραίας νεάνιδος, το έκτακτον αυτό θάρρος σπανίως ήτο μεμονωμένον. Οι πραγματικοί έρωτες εγίνοντο τότε συνήθως εν συνεταιρισμώ, όστις θα φανή μεν βεβαίως παράδοξος αν μη και μωρός εις την σημερινήν πρακτικήν γενεάν, ήτο φυσικώτατος όμως εις την ιδεολογούσαν και ρωμαντικώς νεφελοβάμονα νεότητα του τότε καιρού. Αι αξιώσεις των εραστών εκείνων ήσαν μετριώταται, η δε λατρεία, ην δύο και τρεις πολλάκις νεανίαι προσέφερον από κοινού εις τον βωμόν μιας και της αυτής θεότητος, απετελείτο συνήθως εκ φλογερών βλεμμάτων και βαθέων στεναγμών, και εμακάριζεν εαυτήν, οσάκις ημείβετο δι' ενός αορίστου ή και διφορουμένου μειδιάματος. Οι γενναιότεροι έφθανον μέχρις ακροστιχίδος, και οι ευτυχέστεροι εταμίευον επί της καρδίας των την έγγραφον απόδειξιν της παραλαβής της. Αν δέ τις των εταίρων κατώρθονε ποτέ και να χορεύση μετά του ειδώλου της καρδίας του εις μικράν τινα οικογενειακήν ομήγυριν, εξ εκείνων ας συνήγε τότε η πρόφασις χορευτικής ασκήσεως περί την κιθάραν του μακαρίτου Πολλάτου, η μακαριότης του ευδαίμονος εραστού εκέντριζεν απλώς εις νέους ανωδύνους στεναγμούς την ζηλοτυπίαν των συνεραστών αυτού, αλλά δεν είχε και τραγικώτερα επακόλουθα. Ήλπιζων οι άλλοι, ότι θα ήρχετο και αυτών η σειρά, και εφθόνουν προς ώραν, αναμένοντες να φθονηθώσι βραδύτερον.

Εις τοιαύτας όμως ερωτικάς κοινοπραξίας δεν συγκατήρχετο πλέον ο Μιμίκος. Η ηλικία του είχε καταστήσει αυτόν τολμηρότερον, η δε καρδία του, πεποίθησιν έχουσα εις της ποιήσεως τα ιστία και το βαρύ των στίχων του έρμα, απέφευγε τους συμπλωτήρας και ηρκείτο ερωτοδρομούσα μόνη.

* * *

Ο Μιμίκος προσέφερεν από τριών ήδη μηνών το θυμίαμα της λατρείας του εις ξανθήν δεκαεπταετή φίλην της αδελφής αυτού, την καστανόφθαλμον Μαριγούλαν, ην είχε γνωρίσει εσπέραν τινά εις φιλικήν οικίαν, όπου επαίζετο δακτυλιδάκι. Η θέρμη των πληγών, όσας εδέχθησαν οι παλάμαι του υπό του στρόμβου της γελαστής νεάνιδος, ανέδραμε ταχεία εις την καρδίαν του, και το ευχάριστον αυτής θάλπος κατέκλυσε τα στήθη του δι' αρρήτου ευδαιμονίας. Από της ημέρας δ' εκείνης οι στίχοι του Μιμίκου, λησμονήσαντες και αυγερινόν και σελήνην, ήρχισαν ψάλλοντες τον νέον αστέρα της Μαρίας.

Μάτην η πολύ αυτού θετικωτέρα αδελφή του Ελένη, ήτις εμάντευσε τα συμβαίνοντα, απεπειράθη να τον φωτίση διά πλαγίων υπαινιγμών περί της γνωστής – ως έλεγεν – ερωτοτροπίας της νέας ποιητικής του φλογός, και της έτι γνωστοτέρας πληθύος των λατρευτών της. Ο Ιωάννης Τριφίλης, υιός πλουσίου εμπόρου, και γνώριμος, σχεδόν φίλος του Μιμίκου, ον η αδελφή του παρίστα ως τον κατ' εξοχήν ευνοούμενον εκ της πλειάδος των δορυφόρων της Μαρίας, δεν επτόει ούτε απεθάρρυνε τον ποιητήν. Δεν εφαντάζετο καν ο Μιμίκος, ότι η έκφρασις των μεγάλων του οφθαλμών και οι καστανοί του βόστρυχοι θα εκινδύνευον ποτέ να νικηθώσιν υπό της κοινής μορφής και της εν είδει ψήκτρας κουρευμένης κόμης του Τριφίλη. Τον ανησύχει μεν ολίγον – είνε αληθές – η επί της καρδίας της Μαριγούλας πιθανή επίδρασις του γοήτρου πλουσίου κληρονόμου, οποίον ήτο αναντιρρήτως το μόνον γόητρον του λεγομένου αντιζήλου του· αλλά τι εσήμαινεν αυτό – διελογίζετο αμέσως ο ιδεολόγος νεανίας – απέναντι του ποιητικού πλούτου της ιδικής του ψυχής; Ο Τριφίλης δεν ήτο ποιητής! Το εγνώριζε δε τούτο ο Μιμίκος, όστις πολλάκις από των ψιχίων της στιχουργικής του τραπέζης είχεν ελεήσει δι' ενός τετραστίχου τας κατά καιρούς ερωτικάς εξομολογήσεις του φίλου του. Διά τούτο δε και ότε ημέραν τινά ο Γιάγκος, εν ώρα φιλικών εκμυστηρεύσεων, ήνοιξε και πάλιν την καρδίαν του εις τον Μιμίκον, και έδειξεν αυτήν θερμαινομένην εις τας ακτίνας νέου ερωτικού ηλίου, και εζήτησε τέλος παρ' αυτού μίαν περιπαθή ακροστιχίδα εις το γλυκύ όνομα της Μαρίας, ο ποιητής έρριψεν εις αυτόν ανεκφράστου αυταρκείας βλέμμα, και τον ηρώτησε μορφάζων μάλλον ή μειδιών·

– Εις Μαρίαν θέλεις ακροστιχίδας;

– Ναι· παράξενον σου φαίνεται; αντηρώτησεν ο φίλος απορών.

– Παράξενον μόνον; Θρασύ μου φαίνεται! εβροντοφώνησεν ο Μιμίκος.

Ο Γιάγκος εκλονίσθη ολίγον εκ της βιαιότητος του επιφωνήματος, πριν ή δε προφθάση να εξηγηθή, υπέλαβεν αγανακτών ο ποιητής.

– Αι φίλτατε, πολύ απλούς είσαι, αν νομίζης, ότι θα σου δώσω όπλα, διά να με πολεμήσης.

– Να σε . . .

– Ναι! να με πολεμήσης! Δεν γνωρίζεις τάχα, τι συμβαίνει εδώ; και ο Μιμίκος έπληξε θεατρικώς το αριστερόν μέρος του στήθους του· ή μη τυχόν νομίζεις, ότι θα γείνωμεν συνεργάται; αν το νομίζης, είσαι μωρός! αν δεν το νομίζης, και όμως μου ζητείς στίχους, το θράσος σου δεν έχει όρια!

Εννοείται ότι ο διάλογος των δυο φίλων ετραχύνθη, και απέληξεν εις ρήξιν, ήτις διήρκει από δύο ήδη μηνών, ότε την παραμονήν της πρώτης του έτους απηντήσαμεν άθυμον και μελαγχολικόν τον Μιμίκον.

* * *

Ο λάτρις της Μαριγούλας ηγέρθη προ μικρού της κλίνης, αν και η ώρα είνε ήδη δέκα, και κάθηται κατηφής και περιεσκεμμένος προ μικρού τραπεζίου, άνιπτος έτι και αχτένιστος· και οτέ μεν χασμάται, ωσεί εμπαίζων τον δεκάωρον ύπνον του, οτέ δε διατείνει νωχελώς τους βραχίονας και ανακάμπτει αυτούς υπέρ την κεφαλήν του, οιονεί αγωνιζόμενος να αποσείση την κατέχουσαν το πνεύμα του νάρκην.

Έχει προ αυτού αριστερά μεν κυαθίσκον μαύρου καφέ, όπου βουτά μηχανικώς τεμάχιον άρτου, δεξιά δε φύλλον χαρτίου λευκού, εφ' ου, διακόπτων το λιτόν αυτού πρόγευμα, χαράσσει εκ διαλειμμάτων ολίγας λέξεις. Ενίοτε σταματά, στρέφει έν σιγάρον από πενιχρών τινων συντριμμάτων καπνού, άτινα υπολείπονται εις τους μυχούς κωνοειδούς χαρτίνου θυλακίου, χαίνοντος μελαγχολικώς επί της τραπέζης, ροφά εκ βάθους πνευμόνων τον αναδιδόμενον καπνόν, και παρακολουθεί δι' αλλόφρονος βλέμματος τας ηρέμα διαλυομένας κυανάς του έλικας. Έπειτα γράφει πάλιν, αφίνει τον κάλαμον χάριν του καφέ, και τούτον χάριν του σιγάρου, και στηρίζων την κεφαλήν του εις τους αγκώνας του βυθίζεται εις σκέψεις.

Ο βλέπων αυτόν ούτως εσκεμμένον και άθυμον θα υπέθετεν ίσως, ότι ο Μιμίκος γράφει στίχους, και μάτην θηρεύει δύσκολόν τινα ομοιοκαταληξίαν εις τελείωσιν του στίχου του. Αλλ' ο Μιμίκος δεν γράφει στίχους την φοράν αυτήν· γράφει απλούστατα πεζήν επιστολήν, και την έχει σχεδόν τελειώσει. Ιδού δε τι γράφει·

Φιλτάτη Μαρία,

Σου εύχομαι το νέον έτος, και η ευχή μου αυτή είναι εγκάρδιος, διότι γνωρίζης ότι η ευτυχία σου είναι ευτυχία μου. Σε παρακαλώ δε να μου επιτρέψης να συνοδεύσω την ευχήν μου αυτήν με έν μικρόν ενθύμημα . .

Εις την λέξιν αυτήν είχε σταματήσει ο νέος, αφού πολλάκις την έσβυσε και την αντικατέστησε δι' άλλης και πάλιν την έγραψε. Την έσβυνε δε, όχι διότι δεν του ήρεσκεν η λέξις και εζήτει άλλην προσφορωτέραν, όχι διότι του έλειπε νόημα η έκφρασις, αλλά διότι του έλειπε δυστυχώς αυτό εκείνο το πράγμα, διά του οποίου ήθελε να συνοδεύση τας τρυφεράς προς την Μαρίαν ευχάς του.

Όσοι ποτέ ευρέθησαν εις την αμήχανον θέσιν του Μιμίκου, θα εννοήσωσι βεβαίως και θα λυπηθώσι τον πτωχόν – κυριολεκτικώς – ποιητήν. Συνησθάνετο, ότι καθήκον είχεν απαραίτητον να στείλη επ' ευκαιρία της πρώτης του έτους εις την εκλεκτήν της καρδίας του μικρόν τι δώρον, έστω πενιχρόν, ασήμαντον, αλλά δώρον όμως οιονδήποτε. Πού να το εύρη όμως το δώρον αυτό, και πόθεν και πώς να το προμηθευθή; Το χρήμα, και υπ' αυτήν την κοινωτάτην και χυδαιοτάτην της δεκάρας μορφήν, ήτο σπάνιος των θυλακίων του ξένος. Τα ολίγα δε χάλκινα κέρματα, άτινα μηχανικώς εμέτρει την στιγμήν εκείνην η χειρ του εντός του θυλακίου της περισκελίδος του, χωρίς να κατορθόνη να τα αυξήση από τεσσάρων εις πέντε, δεν ήρκουν ούτε διά μίαν ανθοδέσμην ούτε δι' ένα χάρτινον σάκκον σακχαρωτών. Η αμηχανία τον αύτη κατέτρυχεν ήδη από πολλών ημερών τον ταλαίπωρον Μιμίκον διά παντοειδών ακάρπων συλλογισμών, η δε ποιητική του εύρεσις, η τόσον γόνιμος ομοιοκαταληξιών, είχεν αποδειχθή στείρα και ενός μόνου ταλλήρου.

Είχεν ελπίσει προς στιγμήν ο πτωχός ποιητής, ότι διανομείς τινες εφημερίδων, συνήθης πελάται της Μούσης του κατά τας παραμονάς της πρώτης του έτους, θα ήρχοντο και πάλιν να του ζητήσωσι τας αναποφεύκτους προς τους συνδρομητάς των στιχηράς προσφωνήσεις, και ότι θα ελάμβανεν ούτως ευκαιρίαν να υποδείξη εις αυτούς επιτηδείως, ότι αντί πινακίου γλυκυσμάτων, δι' ων ως επί το πλείστον ημείβοντο οι στίχοι του, γλυκυτέρα δι' αυτόν εφέτος θα ήτο η εις χρήμα αξία των, έστω και εν υποτιμήσσει. Αλλ' ουδείς όμως διανομεύς είχε κρούσει έτι την θύρα του, ουδ' αυτός ο του περιοδικού, όπου κατεχώριζεν ενίοτε ο Μιμίκος τους στιχηρούς ερωτικούς του στεναγμούς. Τας ελπίδας, ας είχε προς στιγμήν θεμελιώσει επί του συνήθως ελεήμονος πουγγίου της μητρός αυτού και των πενιχρών οικονομιών της αδελφής του, διέλυσαν αλληλοδιαδόχως αναγκαίαι διά την πρώτην του έτους οικιακαί προμήθειαι των δύο γυναικών εις δε τον αδελφόν του Γιώργιον ουδέ διενοήθη καν να αποταθή, διότι τα καινουργή του υποδήματα, τα προ δέκα μόλις ημερών κληρωθέντα εκ του αδελφικού υστερήματος, υπεμίμνησκον τον Μιμίκον, σφίγγοντα τους πόδας του, ότι πολύ σφιγκτότερα ήτο δεμένον το θυλάκιον του υπουργικού γραμματέως.

* * *

Ούτως είχε φθάσει εις την παραμονήν της μεγάλης ημέρας άνευ ελπίδος ή παρήγορου προσδοκίας οιασδήποτε. Μέγα μέρος της προτεραίας νυκτός είχεν αγρυπνήσει, τυραννών τον εγκέφαλον αυτού και προσπαθών να ανακαλύψη που εις τα βάθη του σκοτεινού ορίζοντος της αμηχανίας του αμυδράν τινα παρηγορίας ακτίνα· αλλά τίποτε, απολύτως τίποτε δεν ηδυνήθη να επινοήση. Επινοείται το χρήμα; Και αυτός δε ο ύπνος, όστις κατέβαλεν επί τέλους την εις μάτην κοπιώσαν φαντασίαν του, δεν επράυνε την ανησυχίαν αυτού. Όνειρα πολλά και αλλεπάλληλα, μικρά και ασυνάρτητα, οτέ μεν παρεπλάνων την διάνοιάν του εις στενάς και αδιεξόδους ατραπούς και εστενοχώρουν αυτόν εις σκοτεινάς γωνίας, όθεν μάτην ηγωνίζετο να εξέλθη· οτέ δε τον εγοήτευον σπείροντα προ των ποδών του χρυσά νομίσματα, άτινα δεν κατώρθονεν εκείνος να συλλέξη, διότι ησθάνετο αίφνης παραλυομένας τας χείρας τον και άλλοτε παρίστανον προ των ομμάτων της ψυχής του φαιδρόν και αλαζόνως μειδιώντα τον αντίζηλόν του Τριφίλην, προσφέροντα κολοσσιαίαν ανθοδέσμην εις την λατρευτήν του Μαρίαν και αμειβόμενον διά του γλυκυτάτου των μειδιαμάτων.

Μετά το φανταστικόν αυτό νυκτερινόν μαρτύριον είχεν εξυπνήσει ο Μιμίκος εκνευρισμένος, και καθίσας παρά το μικρόν αυτού τραπέζιον, εφ' ου ανεπαύοντο επ' αλλήλων λιπαροί τίνες και ρακώδεις τόμοι μυθιστορημάτων, έπινεν, ως είδομεν, τον πρωινόν του καφέν. Εν τω μεταξύ δε τούτω έγραφε και τας ημιτελείς εκείνας γραμμάς, όσας προ μικρού ανεγνώσαμεν, ελπίζων πάντοτε, ότι η θεία πρόνοια, η σιτίζουσα τα πετεινά του ουρανού και εξανατέλλουσα χόρτον τοις κτήνεσι, κατά το ρήμα του θεοπνεύστου εβραίου συναδέλφου του, ήθελεν ανατείλει και εις αυτόν μέχρις εσπέρας απροσδόκητόν τινα σωτηρίαν.

– Ας ετοιμάσω, είπε καθ' εαυτόν, το γράμμα μου, και έως το βράδυ έχει ο Θεός. Τι ευχή! Θα ευρεθή κανείς να μου δανείση τρεις τέσσαρας γελοίας δραχμάς, όσαι μου χρειάζονται διά να σώσω την υπόληψίν μου. Διότι περί της υπολήψεώς μου πρόκειται, δεν είνε ζήτημα. Εξευτελίζομαι, μηδενίζομαι, καταστρέφομαι, αν αύριον δεν λάβη δώρον μου η Μαρία. Είτε εις αμέλειαν αποδώση την έλλειψιν, είτε μαντεύση την αληθινήν της αιτίαν και εδώ πικρόν μειδίαμα διέστειλε τα χείλη του αμηχανούντος ποιητού, το αποτέλεσμα θα ήνε τραγικόν . . . Φαντάζομαι τον γελοίον εκείνον Τριφίλην, τι μεγαλοπρεπές δώρον θα της στείλη! . . . Και εγώ . . .

Τοιαύτα τινά και άλλα όμοια εσκέπτετο γράφων ο Μιμίκος, μέχρις ου έφθασεν εις την λέξιν ενθύμημα, οπού και εσταμάτησε.

– Ενθύμημα! είπε καθ' εαυτόν· αλλά τι ενθύμημα! τι να προσθέσω, αφού κ' εγώ δεν ηξεύρω τι θα στείλω; . . . Α!

Και το Α! τούτο ήτο βαθύς αναστεναγμός, συνοψίζων δι' ενός επιφωνήματος απόγνωσιν και αγανάκτησιν, αποθάρρυνσιν και αράν, αράν κατά της μοίρας, οποίαν είχον πρόχειρον πάντοτε, οι λαμαρτινίζοντες ποιηταί του τότε καιρόν.

Απέθεσεν ο Μιμίκος ή μάλλον έρριψε την γραφίδα του παρά το διψαλέον αυτού μελανοδοχείον, έσυρεν αποτόμως την δεξιάν του χείρα διά μέσου της ακτενίστου κόμης του, έξυσε διά της αριστεράς το κρανίον του, εχασμήθη, και προσπαθών να συναθροίση έν τελευταίον σιγάρον εκ των εσχάτων θρυμμάτων του καπνού του, ητένισεν απλανώς το βλέμμα επί τους παρά τον τοίχον αναπαυομένους τόμους μυθιστορημάτων, οιονεί έμπνευσιν παρ' αυτών εκδεχόμενος.

4.Το διήγημα τούτο, υπό αλλοίαν όλως μορφήν, εδημοσιεύθη το πρώτον εν τη Πανδώρα του έτους 1860
Yaş sınırı:
12+
Litres'teki yayın tarihi:
30 haziran 2018
Hacim:
420 s. 1 illüstrasyon
Telif hakkı:
Public Domain
Ses
Ortalama puan 4,2, 624 oylamaya göre
Metin
Ortalama puan 4,9, 475 oylamaya göre
Taslak
Ortalama puan 4,8, 167 oylamaya göre
Metin
Ortalama puan 4,5, 58 oylamaya göre
Ses
Ortalama puan 4,7, 84 oylamaya göre
Metin
Ortalama puan 4,9, 49 oylamaya göre
Metin
Ortalama puan 5, 1 oylamaya göre