Kitabı oku: «Ο Σινάνης: Κωμωδία εις πέντε πράξεις», sayfa 6
ΣΚΗΝΗ ΙΓ'
Η Ανθή, η Χάιδω, έπειτα ο Ροδάνης.
Ανθ. (καθ' εαυτήν) όλαις η κάμαραις είναι έτοιμαις· τα πράγματα προσμένω τώρα … η καρακάξα η αδελφή μου δε μ' έδωκε της κάμαραις της … ας ήναι … έσκασε απ' τη ζούλια της η φαρμακομύτα … μάλιστα τώρα που θα δγη να κουβανιστούνε τόσα πράγματα, θα πλαντάξη … αλήθεια, τη μοδίστρα !!! Χάιδω, ε Χάιδω .. τρέχα να φωνάξης τη Μοδίστρα γλίγωρα.
Χάι. Δεν έρχεται, γιατί δεν την πλέρωσες, και μ' γήπε θα σε κραξ' στο ρηνοδίκ.
Ανθ. Να δόσ' της πέντε βενέτικα, και πες την ν' άρτη, γιατί θα κόψη ως πεντακοσίαις βέσταις της τωρινής μόδας, και θα την πλερώσω ευθύς.
Χάι. Τώρα παγαίν' .. (αναχωρεί)
Ροδ. (εισέρχεται βιαίως) Ήφερά σας τα όλα· ίντα θα πήτεν τώρη πλια;
Ανθ. Να ζήσης μισέ Ροδάνη .. δε ξέρω με τι να ξεπληρώσω της καλωσύναις σου.
Ροδ. (καθ' εαυτόν) Έννοια σας, κι' α δεν της ξεπληρώστεν, της ξεπληρώνω μοναχός μου … (προς την Ανθήν) Οτοιμαστήτεν πλια για την κυργιακή το πουρνό είπα το και του παπά Τρέχα να σας βλογήση.
Ανθ. Τον παπά Τρέχα; τον παπά Τρέχα; ακούς εκεί; μπράβο σου μισέ Ροδάνη … απ' εκείνα που γλέπω, κερατζίτζα μ' έκαμες να με στεφανώση ο παπά τρέχας .. . ω χαράς το.
Ροδ. Έννοια σας και καλνούμεν όλη την ενορία .. κατάλαβα τώρη, που τα θέτεν όλα αρχοντικά.
Ανθ. Και βέβαια, σαν ευγενής και αρχοντοπούλα που είμαι … την κυργιακή δε θα είσαι μαζή μου;
Ροδ. Όσκαι … ε μοιάζει, θ' άμαι με το γαμπρό . … πα φύγω πλια. (αναχωρεί)
ΣΚΗΝΗ ΙΔ'
Η Ανθή μόνη.
Καλέ γλέπετε μασκαραλίκι που ήθελε να με κάμη, να βάλη τον παπά Τρέχα να με στεφανώση, σα να ήμουνα κατζιβέλα, ή καμμιά κερατζίτζα; υπομονή .. καλά που με το είπε, ει δε μη ήθελα να πάθω το μασκαραλίκι … α .. όχι άλλο, ας πάγω τώρα να βάλω τα πράγματά μου σε τάξι, να στείλω να καλέσω, για να πάγω και στο λουτρό με της καλεσμέναις … (αναχωρεί)
ΠΡΑΞΙΣ Ε'
ΣΚΗΝΗ Α'
Ο Σινάνης με την Ανθήν παρουσιάζονται στεφανωμένοι, και συνωδευμένοι με μουσικά όργανα, και με αρκετούς καλεσμένους..
( Ο Σινάνης είναι αλειμμένος με φυκιασίδι και με κοκκινάδι· η Ανθή κάμει σχήματα, ο δε Σινάνης την επιπλήττει
Ο Σινάνης, η Ανθή, ο Ροδάνης, και λοιποί.
Σιν. Άδαμ, γιατί τζακίζεσαι έτζι; δεν καμαρώνεις σα νύφη;
Ανθ. Είναι ρεβερέντζαις.
Σιν. Πρεφερέντζαις μεφερέντζαις ύστερα παίζεις, τώρα καμάρωσαι· νύφη είσαι … ντροπή είναι.
Ανθ. (εξακολουθεί τα σχήματα)
Σιν. Τζάνουμ, δεν ακούς λόγιας μην τζακίζεσαι έτζι λέω.
Ανθ. Έτζι είναι η μόδα τώρα … (εξακολουθεί)
Σιν. Μόδα ξεμόδα άφστο τώρα … τόπου μας αδέτι ντεν είν' έτζι … νύφαις καμαρώνουνε.
Ανθ. Αμέ τώρα που θα χορέψουμαι, τι θα πης;
Σιν. Τα χορέψεις κι' ευγενία σου;
Ανθ. Κι εγώ, κι' ευγενία σου, κι' όλοι μας.
Σιν. Εγώ ντε ξέρω χορό.
Ανθ. Όσο ξέρεις.
Σιν. Έι, α δε χορέψουμαι ντε γένεται;
Ανθ. Όχι. έτζι είναι η μόδα …(προς τους μουσικούς) Παίξετε ένα Βάλσ. (μεταξύ της ομιλίας η μουσική παίζει πολύ χαμηλά, διά να ακούεται ο διάλογος·) (η Ανθή χορεύει μετά του Σινάνη, όστις φωνάζει.)
Σιν. Ζαλίστηκα, ζαλίστηκα· τα πέσω …άφσαι με πγια. τι χορός είναι τούτος; έπεσα, έπεσα.
Ανθ. Φράγκικος. (εξακολουθεί τον χορόν)
Σιν. Άφσαι με λέω, κάτζαι στον τόπο σου πγια, τα με ρίξεις κάτου. άδαμ … φτάνει σε λέω … (προς τον Ροδάνην) Έλα γλύτωσαί με τζάνουμ μισέ Ροδάνη, τα πέσω κάτου, ζαλίστηκα.
Ροδ. (προς την Ανθήν) Κ' αφήτεν πλια το γαμπρό να ησυχάση.
Ανθ. Εγώ θέλω να χορέψω· (αφίνει τον Σινάνη, και αρπάζει ένα νέον με τον οποίον χορεύει)
Σιν. Ταμάμ .. να νύφη φρόνιμη … άφησε εμένα, άρπαξε άλλονα, και ζιρπ ζιρπ πηδάει σαν κατζίκι.
Ροδ. Κι έν πρέπει να παραξενεβούσαστε, γιατί έτζι είναι τώρη η μόδα.
Σιν. Τι μόδα λες άδαμ!!! να, μούρη της με τη μούρη του κόλλησε … να, να, άγγιξε βυζιά της .. να να αγκάλιασε .. ωφ … τα σκάσω .. εγώ ακόμα χέρι της ντεν έπιασα, εκείνο αγκάλιασε … βάι .. να τό ξερα, χαρά ντεν έκαμνα.
Ροδ. Και μην κάμνετεν έτζι, γιατί σας λένε σκουργιασμένους·
Σιν. Ας με πούνε μπιλέμ και λερωμένο … εγώ ιξέρω άντρες χορεύουνε χώργια τους, γυναίκες χορεύουνε χώργια τους, πιάνουνε χέρι με χέρι· κι' αν πιάση μπιλέμ κανένας γυναίκα, μαντήλι της πιάνει, ντεν πιάνει χέρι της… τόπου μας αδέτι έτζι είναι.
Ροδ. Εκείνα τώρη περάσανε … ο κόσμος ήλλαξεν.
Σιν. Εγώ τα πω κοκονίτζα να κάτζη πγια.
Ροδ. Αφήτεν και γώ της το λέγω.
Σιν. Πες το τζάνουμ, πες το, γιατί ιψυχή μου σφίχτηκε, τα σκάσω ..
ΣΚΗΝΗ Β'
Ο Σινάνης, Ανθή, και ο Ροδάνης
Προσφέρονται γλυκύσματα και ποτά στους παρανύμφους ο δε Σινάνης αγανακτεί.
Σιν. Τ' είναι τούτα πάλαι;
Ανθ. Τραταμέντα.
Σιν. Άιδε, ακόμα τι τα δγιω … ταραμέντα μαραμέντα· αμμά, αυτοί τ' αρπάζουνε με της φούχταις σα να ήναι κόλυβα … να, να, να, ένας γιόμισε φούχταις του κι' ο στόμας του είναι γιομάτος, δγιέτονα δγιέτονα.
Ανθ. Αυτά δεν τα κυττάζουνε τώρα … σηκωθήτε γιατί θα φύγουνε οι καλεσμένοι, και πρέπει να τους χαιρετήσουμε … (οι παράνυμφοι εύχονται ανά είς, λέγοντες « να ζήσετε να γεράσετε » η Ανθή κάμει τα σχήματα, ο δε Σινάνης αποβλέπων με αγανάκτησιν την Ανθήν, αποκρίνεται με την χείρα εις το στήθος « πολλά τα έτη … πολλά τα έτη. » )
Ροδ. Και γιατί τους αφίνετεν και φεύγουν; έν τους καλνάτεν ν' άρτουνε στο τραπέζι;
Ανθ. Κάλεσαί τους από μέρος μας, να ζης.
Σιν. Ολουνούς; πολλοί είναι.
Ροδ. (προς τους παρανύμφους με μεγάλην φωνήν) « Από μέρος του γαμπρού και της νύφης »
Σιν. (τον αντικόπτει) Σώπα, μη.
Ανθ. Αφήστε καλέ να καλέση .. μασκαραλίκια! λέγε, λέγε, μισέ Ροδάνη.
Ροδ. Κ' έν ιξέρω ποιονού ν' ακούσω… (εξακολουθεί) «από μέρος του γαμπρού και της νύφης είστεν Κύ- «ριοι, και Κυρίαις, καλεσμένοι με όλαις σας της «παρέγιαις, με παιδιά σας, με σκυλλιά σας το βραδύ «βραδύ στο τραπέζι »
Σιν. Καλά καλά, εκείνους εκάλεσες .. γιατί να πης να φέρουνε μαζί παιδιά τους, ισκυλλιά τους; τι το ήτελες άδαμ τόσο γκιουρουλτί, τόσο καλαμπαλίκι;
Ροδ. Η κοκονίτζα μου τ'όπε, κι' έτζ' είν' και συνήθεια.
Σιν. Έξοδο τα γένη πολύ.
Ροδ. Και λυπούστεν; (προς την Ανθήν) Καλέ, ε γλέπετεν που λυπάτεν βιος ο τζελεμπή Σινανάκης;
Ανθ. Τι ξέρ' ακόμα; και τι είδε; έχει δίκαιον … (προς τον Σινάνην)
Ορίστε πάμε μέσα … (χαιρετούν με σχήμα, και αναχωρούν.)
ΣΚΗΝΗ Γ'
Η Ανθή και ο Ροδάνης χωρίς να φαίνωνται δείχνουν εις τον Σινάνην τα πλούτη της Ανθής
Ανθ. Ορίστε τζελεμπή εις αυτόν τον ονδά … είδετε όλα αυτά τα μόμπιλα, τους καθρέφταις, τους μπορούς και λοιπά;
Σιν. Είδα … ωχ, ωχ, ωχ, φραγκιά κοπήκανε ούλα.
Ανθ. Πάμε και στους άλλους … είδετε και αυτά όλα;
Σιν. Είδα τζάνουμ' είδα.
Ανθ. Πάμε τώρα και στη δισπέντζα, σ' το κελλάρι μου .. το είδετε κι' αυτό; πώς σας φαίνεται;
Σιν. Καλό καλό … ούλα τούτα σουτζούκια παστουρμάδες τι τα τα κάμετε;
Ανθ. Θα τα φάμε.
Σιν. Αμέ τούτα μπουκάλια τι έχουνε μέσα;
Ανθ. Κρασιά, μπορδώ, μάλιγα, τζύπρε, σιαμπάνιαις, ροζόλια, ρουμ, κλλ.
Σιν. Εγώ απέ τούτα ποτές μου δεν ίπια.
Ανθ. (προς τον Ροδάνην) Άνοιξαι μιαν σαμπάνια μισέ Ροδάνη.
Ροδ. (ανοίγει μίαν, ήτις κάμει κρότον.)
Σιν. Τ' είν' αυτό άδαμ; τάπα του σαν πιστόλα βρόντηξε.
Ροδ. Γλέπετεν; ορίστε, πγήτεν κι' όλας.
Σιν. Τούτο ούλο αφρός είναι. (πίνει) Άμμα κρασί!! άτζαμπα πόσα έχει οκκά.
Ροδ. Δυω τάλλαρα το μπουκάλι.
Σιν. Ένα μπουκάλι δυω τάλλαρα;
Ροδ. Ναίσκε.
Σιν. Εγώ τάρεψα όλα μπουκάλια δυω τάλλαρα … τόπο μας πουλούνε
Μουσελλέζι κρασί μια οκά έναν παρά·
Ροδ. Έν είν' πλια του τόπου σας αυτό το κρασί.
Σιν. Κι έδωσε κοκονίτζα τόσα τάλλαρα για;
Ροδ. Όσκαι, της τα φέρανε πεσκέσι.
Σιν. Σαν είναι πεσκέσι, είναι καλό … χάρισμα ιξύδι πγιο γλυκό απ' το μέλι είναι.
Ανθ. Τα είδετε όλα τζελεμπή μου;
Σιν. Είδα, α τζανούμ, είδα.
Ανθ. Να μην πήτε αύριο μεθαύριο που με πήρετε γυμνή, και ψόφια της πείνας!
Σιν. Χιτζ ποτές εγώ τέτοιο πράμα λέω;
Ανθ. Μισέ Ροδάνη, να ήστε μάρτυρας.
Ροδ. Μάλιστα, (προς την Ανθήν μυστικά) Καλά το συλλογιστήκετεν τούτο έν τ' όβαλ' ο νους μου.
Ανθ. (μυστικά) Ακόμα πού είσαι; αγάλια αγάλια να δγης και να θαμάξης τι κουμασάκι είμ' εγώ .. (προς τον Σινάνη) Ορίστε πάμε να ησυχάσουμε τώρα, και μεθαύριο να σας δείξω τα ρούχα μου, τα διαμαντικά μου τα γρόσια μου, για να μην πήτε πως ήμουνα φτωχή·
Σιν. Εγώ κι' έτζι πιστεύω.
Ανθ. Όχι, όχι, εγώ θα σας κάμω και προικοσύμφωνον, για να μην έχουμε καμμιά φορά μπερδεψιαίς.
Σιν. Τι τα τέλεις αυτά τώρα!!
Ροδ. Μα έτζ' είναι της τάξις. (καθ' εαυτόν) Του διαβόντρου την κόρη!! πάει, τον ήσβυσεν τον Σινάνη. Σιν. Καλό, ό,τι κάμετε στρέγω, αρτίκ πάμε. (αναχωρούν)
ΣΚΗΝΗ Δ'
Ο Σινάνης μόνος, έπειτα ο Φοντανέλλης, και τελευταίον η Ανθή.
Σιν. (καθ' εαυτόν) Εμένα νους μου κοντεύει να πετάξη .. άργησα να παντρευτώ, αμμά πήρα γυναίκα που στον κόσμο ντε βρίσκεται τέρι της … μικρή, όμορφη, τζελεμπίδισσα … ίλλεμ η αρχοντιαίς της .. αρτίκ μάντια μου ταμπόνουνε όντας την κυττάζω .. διαμάντια απάνου της παρίλ παρίλ στράφτουνε .. α τζανούμ, ή έτζι πρέπει ν' άναι, ή να λείπη .. ίλλεμ νάζι της … αμέ τζιλβέδες της; αρτίκ κουσούρι ντεν έχει.. ούλο γελάει, τρώει, γελάει, κοιμάται, γελάει, παίζει, γελάει, λαλεί, γελάει … αχ .. όλα καλά είναι· αμμά που γέρασα, αυτό είναι μπελάς .. ν' αύρισκα γιατρικό να γένω νιος, βίος μου ξόδιαζα.
Φον. [εισέρχεται αιφνιδίως] Ω αφέντη ντικό μου, κε παντρεύτηκε, και ακόμα πενσάρει;
Σιν. Καλώς ορίσετε εξοχώτατε.. αρτίκ παντρεύτηκα τώρα πγια …!
Φιν. Ω και καρά έκαμε το αφεντιά σου, και ντεν ινβιτάρησε νιάνκα
Φοντανέλλη γιατρό δικό σου;
Σιν.. Εξέχασα … να με συχωρέσης … κι' έλεγα ποιο λείπει, ποιο λείπει, μέγιερ σινιόρ Φουντανέλλα έλειπε … ας κουρεύεται πγια.
Φον. Ε και σινιόρα δικό σας, καιρά δικό μου πού είναι, και να το χαιρετίζω κι' εκείνο;
Σιν. Κοκονίτζα; ακόμα κοιμάται .. άφστο, μικρό είναι ακόμα τα κοιμητή
Φον. Δούνκουε κε δικό σας κοκόνα είναι πολύ μικρό;
Σιν. Ναίσκε … καρδιά μου έτσι μικρό γύρεψε..
Φον. Ε κε ντεν είναι τζιούστο, αφεντιά σου κε είναι γέρω και σινιόρα δικό σου και είναι μικρό;
Σιν. Τώρα πγια γένηκε .. εξοχότη σου δε ξέρεις κανένα γιατρικό να γένω νιος;
Φον. Σέρω σέρω, μα κε τέλει πολλή φατίκα, αλμένο αλμένο σαράντα μέρα κούρα, επόι γένεται νιο, αφέντη δικό μου …
Σιν. Πώς θα γένη για;
Φον. Μπιζόνια κε εγώ να το κάμω ένα ελετουάριο στιμολάντε, σαράντα δεκότα τόνικα, να πέρνη όλα αυτά, επόι να γένεται παλλικάρι .. σέρω ακόμα ένα μανιέρα, μα ντεν λέγω, γιατί κε δεν να το κάμη αφεντιά σου, και αλτραμέντε ντε γένεται καλό νιο περφεταμέντε ..
Σιν. Ό,τι με πης το κάμω, μόνε νιος να γένω … αμάν τζάνουμ εξοχώτατε, στο λαιμό σου τα κρεμαστώ πγια· αμάν σινιόρ Φουντανέλλα, πες με το.
Φον. Μπιζόνια κε να βάνουμε αφεντιά σου στο κούνα φασσιάτο, κε να γένεται σα μικρό παιδί… επόι σαν κε τέλει το αφεντιά σου να τρώη, να λέγη μα μα, σαν και τέλει να πίνη, να λέγη μπουά, σαν και τέλει να κατουρήση, να λέη « τζίσ' » … επόι μπιζόνια κε να τρώη γάλα, ρίζο, σαράντα μέρα, ε κε να κουνούνε εσένα αφέντη δικό μου κε μέρα κε νύχτα· ε κε σαν περάση σαράντα μέρα, γένεται παλλικάρι.. κάμει αφέντη δικό μου τούτο κε είπα εγώ;
Σιν. Κάμω εξοχώτατέ μου, κάμω … να πούμε και κοκονίτζα τούτα ούλα.
Ανθ. (εισέρχεται αιφνιδίως) Όσα είπετε, όλα τ' άκουσα.
Σιν. (προς τον Φοντανέλλην) Κοκονίτζα είναι.
Φον. Ω σιννιόρα δικό μου! έκω, έκω, έκω το τιμή (κάμει διάφορα σχήματα). Έκω το τιμή να το γκνωρίσω, και να το καιρετήσω το αφεντιά σου.
Ανθ. Σας ευχαριστώ … είστε ο κύριος Φοντανέλλης δεν αμφιβάλλω!!!
Φον. Όλο όλο για να δουλέψω το αφεντιά σου, καιρά δικό μου·
Ανθ. Και τι ελέγετε με τον τζελεμπή; να τον κάμετε νέον;
Φον. Ναίσκε, και είπα με να το κάμω εγώ κε ό,τι κρειάζεται …
Ανθ. (υπομειδιώσα) Τ' άκουσα .. εύκολο είναι να γένη … λοιπόν να φκιάσουμε την κούνια, η εξοχότη σας τα γιατρικά, και τα επίλοιπα τα τελειόνω εγώ.
Σιν. Έι!! δουλειά μας μπίτησε.
Ανθ. (φιλοδωρεί τον ιατρόν)
Φον. Ω καιρά δικό μου, είμαι οπλιγάτος στο τζεντιλέτζα σας.
Ανθ. Είστε πολλά ευγενής .. (αναχωρούν)
ΣΚΗΝΗ Ε'
Ελένη, Αικατερίνα, Μάρω, Χρυσή, Αργύρω,
Σταμάτα, και η Τζάτζα Κασσού.
Ελ. Θε μου!!! δεν μπορώ να βαστάξω τα γέλοια … όλο γελώ ..
Αικ. Με το καινούριο ανδρόγυνο;
Μαρ. Και δεν είναι για γέλοια;
Χρ. Ακόμη τέτοια μασκαράτα δεν είχα δγη ποτές μου.
Αργ. Σα διάβολος ξυδάτος με φαινότανε ο γαμπρός… εκατό χρόνια να καθούμουνα ανύπανδρη, τέτοιο σαλιάρη δεν τον έπερνα.
Σταμ. Και τα καλά τι καλά που είναι!!! είδες αρχοντιαίς και καλά;
Κασ. Καλά λέει … εγώ πήγα κ' είδα τα καλά και της χάραις … κείν' τα λουκάνικα! κείν' τα τυργιά!! κείν' τα κρασιά! σάστισα η καϋμένη … κείν' οι καθρέφταις! κείν' τα μπόμπολα! κείν τα ρούχα! κείν' τα διαμάντια!!!
Ελ. Φωτιά να τα κάψη όλα όντας ο άνδρας δεν είναι νιος, και δεν έχει χάραις … εκείνα όλα χάνουνται, κ' η ρετσινιά τ' απομένει τ' ανθρώπου για πάντα.
Αικ. Με τη γνώμη σου είμαι κι' εγώ, μα κάτι ν' άχη κι' ο άνδρας.
Μαρ. Εγώ, όμορφος ας ην ο άνδρας μου και ευγενής, κι' ας τρώγω λάχανα ανάλατα.
Ελ. Αμ' εσύ χρυσή, τι λες;
Χρυσ. Άνδρας ας ήναι, κι' ας ήναι κι' από ξύλο, δε με νοιάζει … η
Αργύρω θέλει νιο.
Αργ. Όχι αδελφή!!! ας με κουβαλά να τρώγω να πίνω, και να ξαπλώνουμαι, κι' ας ήναι μακάρι και γύφτος.
Κασ. Σωπάτε σεις, και δε ξέρετε τον κόσμο … εγώ πήρα τρεις … ο ένας ήτανε νιος, ο άλλος μισόκοπος, και ο άλλος γέρως … μα σαν του νιου της χάραις, ας μη ν' άχουνε οι άλλοι.
Αργ. Λόγια είν' αυτά· τα υστερνά του καθ' ενού ν'αν καλά.
Μαρ. Να δγιούμε δα και τα υστερνά της φιλινάδας μας.!!
Κασ. Αμ' εκείνη για τα καλά τον πήρε.
Μαρ. Να χαθή κι' εκείνος και τα καλά του, που τον ήθελα εγώ τέτοιον τενεκέ.
Κασ. Πότε να πάμε να τήνε χαιρετήσουμε, και να την αρμέξουμαι και τίποτις;
Όλαι. Μεθαύριο.
Κασ. Να μαζωχτήτε όλαις στο σπήτι μου, και να πάμε να την πατήσουμε άξαιφνα. (αναχωρούν)
ΣΚΗΝΗ ς'
Η Ανθή, η Χάιδω, έπειτα ο Ροδάνης.
Ανθ. (μόνη) Κι ο γιατρός γλέπω με τα μυαλά μας περπατεί .. (γελά) χά χα χα χά … αυτό είναι που λένε « ξαναμώραμα » … Τι κουργιόζο που θα φαίνεται, κωτζά μου άνθρωπος ογδόντα πέντε χρονών, να τον φασκιώνουνε, και να τον βάνουνε στην κούνια!!! ω θε μου!!! τι γέλοια που θα κάμ' ο κόσμος όντας θα τ' ακούσει; το νόστιμο είναι που το θέλει ο ίδιος. εγώ πρέπει σε όλα ν' ακολουθήσω τη γνώμη του, κ' ένοια μου … να στείλω να φέρω ένα μάστορη να φκιάση την κούνια … (γελώσα) Χάιδω, ε Χάιδω.
Χάι. Ορίστε κοκόνα.
Ανθ. Πήγαινε να φέρης ένα μάστορη να μας φκιάση μια κούνια.
Χάι. Και κάμτε δα πρώτα το πδι, κι' απέ κ' υστερνάς φκιάντε και την κούνια.
Ανθ. Το παιδί, χα, χα, χα, χα, είναι έτοιμο, ω Θε μου! θα σκάσ' απ' τα γέλοια.
Χάι. Και πούντο για;
Ανθ. Τι σε κόφτει; σα θα το κουνάς αύριο μεθαύριο το γλέπεις.
Χάι. Γώ δεν κνω πδι … πάρ' μια τάγια.
Ανθ. Πήγαινε τώρα για την κούνια, κι' ύστερα γλέπουμε.
Χάι. Πάγ' για .. (καθ' εαυτήν) τούτ' με στέλνει για κούνια, και πδι δε γλέπω …. τι διάτανος ν' άν' τούτος πάλ …
Ροδ. (απαντά την Χάιδω) Πού πας Χάιδω;
Χάι. Πάγ' για κούνια … η κοκόνα μ' έκαμ' πδι, και θα το κνάμε για.
Ροδ. Κ' ήκαμέν το αληθινά;
Χάι. Γώ δεν το γείδα, κείν' μ' τ' όπε .. (αναχωρεί)
Ροδ. (προς την Ανθήν) Καλέ να σας ευκηθώ καλορίζικο, ή ακόμη;
Ανθ. Γιατί;
Ροδ. Απάντησα τώρη τη δούλα σας, κ' ήτρεχε για κούννια κ' είπε μου που κάμετεν παιδί.
Ανθ. (γελά) Χα, χα, χα, χα χα χα χα.
Ροδ. Ίντα γελάτεν; πήτε μου μαθές κι' εμένα να γελάσω.
Ανθ. Τι να σε πω; ο τζελεμπής μου έβανε στο νου του να γένη νέος, κι' ο ιατρός τον είπε να τον βάνουμε στην κούνια, να τον φασκιώνουμε, και να κάμη σαράντα μέραις σαν μωρό παιδί, για να γένη νέος, και τώρα το θέλει χωρίς άλλο.
Ροδ. Κάμετεν τούτο κι' εσείς πάλι, ίντα θα χάσετεν .. κι' έν το χαιρούστεν; καλήτερα να τον ζεμυαλίστε μίαν ώρα προτήτερα.
Ανθ. Εγώ απ' το Θεό το θέλω, για να κάμω τον σκοπό μου …. έννοια σου μισέ Ροδάνη, ό,τι γλέπεις καμώσου.
Ροδ. Έννοια μου … μοννιούς να γλέπουμε, κ' ίντα θέμεντα τα σύρτα και τα φέρτα, κάμτεν ό,τι σας βολέσει.
Σιν. (εισέρχεται αιφνιδίως) Βάι! μισέ Ροδάνη, εδώ είσαι;
Ροδ. Η κοκονίτζα με φώναξε να πα να της μαζέψω τα διαφόρετα.
Σιν.. Κι' έχει πολλά στο διάφορο;
Ροδ. Κι έχουν μετρημούς; ίντα θαρήτεν καλέ; ονειρεύγεστε; … (προς την
Ανθήν) Καλά του τα κόβγω;
Ανθ. Αξιόλογα … δε θέλει λόγον .. έτζι πρέπει βέβαια,
ο ένας να τα κόφτη, κι' ο άλλος να τα ράφτη.
ΣΚΗΝΗ Ζ'
Ο Τέκτων εισέρχεται αιφνιδίως και ζητεί να λάβη μέτρον δια την κούνιαν.
Τέκ. Σκιαβ' αφένταις.
Όλοι. Καλώς ώρισες.
Τέκ. Γιαμά, και πούθε θα πάρουμε τον άξαμο, για να φκιάσουμε την κούνια; πόσω χρονώ ναι το παιδί σας γιαμά;
Ανθ. Τι θέλετε;
Τέκ. Να πάρω τον άξαμο τζη κούνιας που μ' αβιζάρισε η φαντέσκα σας … και που 'ναι το παιδί σας;
Ανθ. (δεικνύουσα τον Σινάνη και γελώσα) Της ευγενίας του είναι η κούνια, και πάρ' το μέτρος .. (στρέφει το πρόσωπόν της, και γελά)
Τέκ. Και δε με λέτε γιαμά που με μπαρτζολετάρετε; και δε με λέτε να του φκιάξω τη λατέρα του, μοναχά με λέτε κούνια; (προς τον Σινάνη) Ας σημώσω κοντά να σας πάρω τον άξαμο … μα αφέντη, ολόρτος δεν πρέπει να στέκεστε, γιατί δεν μπορώ να σας μιζουράρω καλά … πρέπει να ξαπλωθήτε γιαμά στο πιάνο, και να μαζώχτε τα χέργια σας, για να μην κάμουμε κανένα ζμπάλιο.
Σιν. Ολόρτος δε γένεται;
Τέκ. Όσκαι αφέντη, όσκαι.
Σιν. (εξαπλώνεται) Έλα τώρα, πάρε μέτρος καλά.
Τέκ. (καθ' εαυτόν) Ακόμα δεν τ' όδα τούτο μα τζ' άγιους Πάντες … και γιαμά πώς θα τόνε φασσάρουνε; μουρέ στην πίστι μου γέλοια μ' όρχουνται! κ' είναι πλιο ρεδίκολο απέ τούτο; μα γιαμά θα ρωτήξω γιατί θα τον κουνάνε; μοιάζ' αφ τα γέρατα δεν μπορεί να κοιμηθή … (προς τον Σινάνην εν ώ πέρνει το μέτρον) Πάμ' αφέντη, δε με λες, γιατί θα σε κουνάνε; μπα και δεν μπορείς να κοιμηθής; και δεν πέρνεις γιαμά κομμάτι όπιο, γη κομμάτι λαούδανο;
Σιν. Εσύ δουλειά σου κάμε, και μη σε κόφτει, κούνια σε φωνάξανε να φκιάσης, φκιάσαι κούνια, πάρε παράδες, και μη ρωτάς τι κάμνει κάτα ένας.
Τέκ. Μα αφέντη, πολύ ρεδίκολο με φαίνεται, και γιαμά θαρώ που σας πέρνω τον άξαμο, για να σας φκιάξω τη λατέρα σας.
Σιν. Κάμε δουλειά σου, άδαμ … μη σε κόφτει λέω … έι, πήρες μέτρος; σακίν στενό να μη φκιάσης, άκουσες; μπόλικο να γένη.
Τέκ. Σ' τζη ορισμούς σου αφέντη.
Ροδ. Κι αφήτεν κομμάτι τόπο απά ν' αφ' το κεφάλι, και κάτ' αφ' τα ποδάρια.
Τέκ. Απά σ' τζη κολόναις τη θέλετε ν' άναι;
Ανθ. Όχι, όχι, κάτου.
Τέκ. Κατάλαβα γιαμά, σα λατέρα.
Ανθ. Ναίσκε.
Τέκ. Την θέλετε ν' άχη και φόντο; βάθος, για στρωμάτζο;
Ανθ. Μάλιστα .. αύριο την προσμένω.
Τέκ. Κυρά μου, σας παρακαλώ, γιατί θα τόνε βάλετε τον πατέρα σας στην κούνια;
Ανθ. Δεν είναι πατέρας μου.
Τέκ. Κι αμέ;
Ανθ. Είναι άνδρας μου.
Τέκ. Ω συφορά μου!! ας ήναι δα .. και γιατί στην κούνια; να πάρω δόνκα τον άξαμο για τζη δυω σας.
Ανθ. Όχι, όχι, εγώ δεν έχω ανάγκη να γίνω νέα.
Τέκ. Ω, να με πάρουν οι διαόλλοι! τώρα το κατάλλαβα. δόνκα για να γένη νιος θα τόνε βάλετε στην κούνια;
Ανθ. Ναι.
Τέκ. Και δεν τόνε βάνετε γιαμά στο λαμπίκο να τόνε λαμπικάρετε ν' αύγη μια μούμια; (καθ' εαυτόν) Να μουρέ παλιόγερε, ξαφνικό να σ' ούρτη … κι' άμ' αν ήναι να του δώκη κανείς μια στελετία να πάη κατά διαόλλου, και να του πάρη γιαμά ετούτην τη Θεά … ναι στην πίστι μου .. (προς την Ανθήν).Τι κολόρο να τζη δώκουμε τζη κούνιας;
Ανθ. Πράσινο, και ρίγαις κόκιναις.
Τέκ. Κι αμά δεν είναι καλήτερα να τζη δώκουμε μαύρο, και ρίγαις άσπραις;
Ανθ. (γελώσα) Ύστερα από ολίγον καιρόν και κείνο μπορεί να γένη.. τελειώσετέ την γλίγωρα, σας παρακαλώ.
Τέκ. Ντελόγκο· πάγω να την καταχειρίσω . . (αναχωρεί)