Читайте только на Литрес

Kitap dosya olarak indirilemez ancak uygulamamız üzerinden veya online olarak web sitemizden okunabilir.

Kitabı oku: «Ιστορία της Ρωμιοσύνης, Πρώτος τόμος», sayfa 11

Yazı tipi:

Δε λέμε πως δεν έπαθε μερικά δεινά από τους Γότθους η Ρωμιοσύνη. Έπαθε. Μα είταν αναπόφευγα, και το κάτω κάτω πολύ μικρότερα παρ' αν τύχαινε και μας καταχτούσαν οι Γότθοι, αν ξεφύτρωνε δηλαδή δεύτερος Βάλεντας κι όχι ο Θεοδόσιος. Κι αν πάθαμε πάλε και τόσα δεινά, και μάλιστα ηθικά, δεν έφταιγαν όλως διόλου κ' οι Γότθοι, παρά έφταιγαν κ' οι δικοί μας, που δεν είναι δα να πης πως είχαν οι ίδιοι τους Σπαρτιατικά συστήματα, μόνο άρχιζε και τον έτρωγε σαν ψώρα τον τόπο ένα είδος παραλυσία, και κοινωνική και πολιτική, καθώς θα δούμε σε λίγο. Ως κ' οι Λεγεώνες πια δεν τους ερχότανε να γυρίζουνε στη χώρα με τις αρματωσιές τους. Δεν μπορούσανε, λέει, να τις σηκώνουνε! Με τέτοια συστήματα φυσικό πράμα να πάρη απάνω του ο Γότθος, κι αυτό έγινε κάμποσον καιρό.

Η Γοτθική λοιπόν η πολιτική του Θεοδοσίου είταν, καθώς είπαμε, τέλεια, γνωστικιά, κι ανάλογη μ' ό,τι θάκαμνε κ' ένας σημερνός μεγάλος πολιτικός. Τέτοιο είταν και το πνέμα της εκκλησιαστικής του πολιτικής· γνωστικό και λογαριασμένο. Να συστηθή αναγνωρισμένη Εκκλησία μέσα στο Κράτος· να λείψουν πια τα αιώνια τα σκάνταλα. Αν κακοφαρμόστηκε, το είδαμε το γιατί. Δεν είχε ο καλότυχος την αρετή να περιορίζη μήτε τους αυλικούς του μήτε το θυμό του. Κ' έτσι έφερνε κάποτες αταξία και ρήμαξη εκεί που γύρευε να θεμελιώση τάξη κ' ειρήνη.

Όσοι θελήσανε να ιστορήσουν το Θεοδόσιο όσο γίνεται τέλεια ανάφεραν κι άλλα προσόντα του, όλα τους όμως ασήμαντα· π. χ. πως είταν πιστός σύζυγος, πως αγαπούσε να διαβάζη ιστορικά βιβλία, πως άμα αποτελείωνε μεγάλη δουλειά τόρριχνε στην ακαμωσιά, κι άλλα τέτοια. Ταφίνουμε αυτά για μερικούς μεγαλονόματους Ιστορικούς που το χαίρουνται να μεγαλολογούνε με τα μικρά και να μικρολογούνε με τα μεγάλα.

ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ

ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ ΩΣ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΛΕΟΝΤΑ 395 – 474
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Αρκάδιος, Ρουφίνος, Ευτρόπιος

Όσο κι αν πάσκισε ο Θεοδόσιος να σμίξη τους βαρβάρους με τα ντόπια στοιχεία και να ψαλιδίση τα φτερά τους μ' αυτή την πολιτική, τέτοια δουλειά δεν μπορούσε να γίνη άψε σβύσε. Αν τύχαινε και τούμοιαζε ο διάδοχος του, άλλος ο λόγος. Ο Αρκάδιος όμως, ο διάδοχος της Ανατολής, δεκοχτώ χρονών αγώρι, δεν πήρε από τον πατέρα του. Τον παρασταίνουν κοντό, μαυριδερό, λιγνό, ασύστατο, κοιμισμένο, κ' ίσως πιώτερο θα του ταίριαζε τόνομα Αρκούδιος. Τέτοιο πλάσμα πώς να κυβέρνηση και πώς να βαστάξη εξουσία! Την άρπαξαν την εξουσία και τη δύναμη τα όρνια που φτερουγιάζανε γύρω του, οι Ρουφίνοι κ' οι Ευτρόπιοι κ' οι Γαϊνάδες. Είναι σιχαμερή η ιστορία της εποχής του. Είναι όμως σύγκαιρα και δραματική, άφησε που μας διδάσκει και κάμποσα δικά μας.

Ο τετράξυπνος κι' ο παμπόνηρος ο Ρουφίνος, που τον ανταμώσαμε κάπου στάλλο το κεφάλαιο, αυτός είναι που την πρωτάρπαξε την εξουσία της Ανατολής, κ' έπαιζε στα δάχτυλα του τον Αρκάδιο, καθώς πάλε στη Δύση τον πιο μικρότερο τον Ονώριο, που τούπρεπε κι αυτουνού Ονάριος να λέγεται, τον είχε του χεριού του ο Βάνταλος ο Στηλίχωνας. Όσο μικροκάμωτος και ασήμαντος είταν ο Αρκάδιος, άλλο τόσο αψηλός κι αντρίκιος ο Πραιτωριανός του Έπαρχος ο Ρουφίνος. Μα κ' η ψυχή του τόσο φιλόδοξη, αρπάχτρα και ψεύτρα, όσο νωθρή και νυσταγμένη του Βασιλέα του. Λένε μάλιστα πως και σύθρονός του ορεγότανε να γίνη του Αρκαδίου.

Αναμεταξύ πάλε Ρουφίνου και Στηλίχωνα, φαρμάκι έχτρα και ζούλια. Και τι φυσικώτερο πράμα, αφού είχε κι ο Στηλίχωνας τους σκοπούς του και δεν πήγαινε μήτ' αυτός παρακάτω στην πονηριά. Μα και το στρατό της Ανατολής τον κράταε αυτός ακόμα στη Δύση, που τον είχε εκεί φερμένο ο Θεοδόσιος καθώς είδαμε. Δεν αργήσανε λοιπό ναρθούνε στα μαχαίρια οι δυο αυτοί αρχηγοί. Στο μεταξύ ως τόσο έπαθε απερίμενο πάθημα ο Ρουφίνος. Για νάχη κι αυτός συμπεθεριό με το Βασιλέα καθώς ο Στηλίχωνας είχε με τον Ονώριο, στοχάστηκε να δώση τη μοναχοκόρη του στον Αρκάδιο. Ένα σκαλοπάτι τότες, κι ανέβαινε κι ο ίδιος το θρόνο. Έτυχε όμως να λείψη στην Αντιόχεια, για να παιδέψη κάποιον άλλον εχτρό του· κι απάνω στην απουσία του ο γέρος, ο φαλακρός, ο θεοπόνηρος ο Ευτρόπιος, ο Πραιπόσιτος των Κουβικουλαρίων, πρώτος δηλαδή θαλαμηπόλος, που ανέβηκε σ' αυτό το αξίωμα από τους δρόμους μ' όσο γίνεται άτιμα μέσα, σοφίζεται να του βρη δική του νύφη του Βασιλέα, και του βρίσκει την όμορφη και τη φραγκογεννημένη Ευδοξία (395). Γυρίζει λοιπόν ο Ρουφίνος στην Κωσταντινούπολη, και τι να δη; Την Ευδοξία στο θρόνο! Χολόβρασε, έσκασε, μα δε σύφερνε και να τα βάλη με τη Βασίλισσα. Δίνει λοιπόν τόπο της οργής, και ξαναρχινάει τις μάχητές του με το Στηλίχωνα, κι ας μην είχε και συμπεθεριό με το Βασιλέα.

Την αφορμή του την έδωκαν οι ΒισιΓότθοι της Μοισίας και Θράκης, που σηκώθηκαν άμα γύρισαν από τους δυτικούς πολέμους, δηλαδή μερικούς μήνες μετά το θάνατο του Θεοδοσίου, και πρι γυρίση ο άλλος στρατός. Τι τους παρακίνησε τους ΒισιΓότθους και σηκωθήκανε, καλά καλά γνωστό δεν είναι, μα δύσκολο δε φαίνεται και να το μαντέψουμε. Δεν είχανε Θεοδόσιο τώρα να τους καλοπλερώνη· δεν έγινε και το χατίρι του αρχηγού τους του Αλαρίχου που το είχε μεγάλη λαχτάρα να διοριστή Πρωτοστράτηγος. Άξαφνα λοιπόν Αλαρίχος και ΒισιΓότθοι βγαίνουν και πλημμυρίζουνε Μακεδονία, Μοισία, Θράκη. Ξετινάζουν αποπάνω τους ό,τι πολιτισμό τους είχε δοσμένο η καινούρια πατρίδα τους, και χυμίζουνε σαν πρώτα αγριεμένοι, αχόρταγοι, λυσσαγμένοι. Ως τα πρόθυρα της Πρωτεύουσας αποκότησαν κ' ήρθανε. Βγαίνει τότες ο Ρουφίνος, ανταμώνει τον Αλαρίχο, και πασκίζει με κάθε τρόπο να τον καθησυχάση. Ύστερα ξαναμπήκε στην Πόλη κ' είπε του Αρκαδίου πως τον καθησύχασε· η αλήθεια όμως είναι πως για να τον ξεκάμη, τον κατάπεισε να ξεκινήση κατά την Ελλάδα, που ως εκατό χρόνους μένοντας απείραγη από ξένους, είχε πιώτερα πλούτη για κούρσεμα.

Από την άλλη μεριά μην έχοντας, καθώς ξέρουμε, το στρατό του ο Αρκάδιος, στέλνει μήνυμα του Στηλίχωνα να πάρη το στρατό και να κατέβη να διαφεντέψη το Κράτος. Αυτό ήθελε κι ο Στηλίχωνας, ν' ανακατευτή στ' Ανατολικά. Μια δυο λοιπόν και κατεβαίνει στη Θεσσαλία, όπου στο μεταξύ έφτασε κι ο Αλαρίχος. Πρέπει εδώ να σημειωθή πως οι νεώτεροι Ιστορικοί βρίσκουν το Στηλίχωνα πιο φταιξιάρη κι από το Ρουφίνο κι από τον Αλαρίχο· μερικοί τους μάλιστα υποψιάζουνται πως αυτός τούβαλε του Αλαρίχου φιτίλια και σηκώθηκε. Όπως κι αν είναι, όταν έφτασε στη Θεσσαλία ο Στηλίχωνας, βρήκε τον Αλαρίχο τρυπωμένο μέσα σε ταμπουρωμένο στρατόπεδο, κι άθελο να πολεμήση. Ανάβοντας ο Ρουφίνος από ζούλια στο μεταξύ, καταπείθει τον Αρκάδιο και μηνάει του Στηλίχωνα να στείλη το στρατό στην Πρωτεύουσα, και να τραβήξη αυτός στα λημέρια του. Παραδίνει τότες ο δυτικός Έπαρχος την αρχηγία στο Γότθο το Γαϊνά, αποτραβιέται, κ' έτσι έμεινε ο Αλαρίχος του κεφαλιού του, κέφερε στην Ελλάδα φοβερή ρήμαξη, που χρόνους βαστούσανε τα σημάδια της.

Έρχεται ως τόσο ο Γαϊνάς στην Πρωτεύουσα με τον ανατολικό στρατό, και βγαίνει ο Αρκάδιος με βασιλική παράταξη να τους προαπαντήση. Βγήκε κι ο Ρουφίνος μαζί του. Ζυγώνει ο Ρουφίνος να τους μιλήση και να τους καλοπιάση για να τους έχη μαζί του ανίσως και ταίριαζε να σκαλώση στο θρόνο, και κει απάνου του μπήγουνε μερικές σπαθιές, και πέφτει χάμω νεκρός. Πήρε τότες το κεφάλι του ο όχλος και τόσερνε μέσα στους δρόμους. Έκοψαν και το δεξί του χέρι, και το παρουσιάζανε στις πόρτες φωνάζοντας «Δόστε του του αχόρταγου!» Τέτοια πλεονεξία την είχε ο Ρουφίνος σαν πολεμούσε.

Θεός και ψυχή του του Στηλίχωνα, που θέλοντας μη θέλοντας τον υποψιάζεσαι πως αυτός ίσως καθοδήγεψε τους στρατιώτες, καθώς και τους φίλους του Ευτροπίου στην Πόλη μέσα.

Ας ξαναγυρίσουμε μια στιγμή στην Ελλάδα, να τα καλοδούμε του Αλαρίχου τα καμώματα. Μήτ' ο Γερόντιος, ο φρούραρχος της Θερμοπύλας, μήτ' ο Αντίοχος, ο Ανθύπατος της Αχαΐας, δεν τούδειξαν την παραμικρή αντίσταση του Αλαρίχου. Και το πιο θλιβερώτερο, όσοι καλόγεροι φωλιάζανε σε κείνους τους τόπους, σταθήκανε δεξί του χέρι στην καταστροφή της ειδωλολατρικής Ελλάδας, που αυτή μονάχα έμνησκε ακόμα απείραγη, και λάτρευε τους αρχαίους Θεούς της και φύλαγε τους ναούς και τα ιερά της, καθώς είδαμε στου Θεοδοσίου την ιστορία.

Ίσια λοιπό στη Βοιωτία οι ΒισιΓότθοι, και κείθε στην Αττική. Διαγούμιζαν, κούρσευαν, έσφαζαν τους άντρες, έπαιρναν τα γυναικόπαιδα σκλάβους. Το μόνο καλό, που τις δυο πρωτεύουσες, Αθήνα και Θήβα, δεν τις πείραξαν. Τη Θήβα, επειδή τη βρήκαν καλά τοιχογυρισμένη, και την Αθήνα πάλι, επειδή φαίνεται πως οι κάτοικοι της είχαν την γνώση και τον πιάσανε με το καλό· όμως αναφέρθηκε κι άλλος λόγος, πως μπαίνοντας δηλαδή ο Αλαρίχος αγνάντεψε στα τειχίσματα την Αθηνά αρματωμένη καθώς φαινότανε στ' αγάλματα, και τον Αχιλλέα καταπώς τον παρασταίνει ο Όμηρος σαν πολεμούσε τους Τρωαδίτες, και πως φοβηθέντας έστειλε κήρυκα και ζήτησε ειρήνη. Όποιος κι αν είταν ο λόγος που δεν πείραξε τους Αθηναίους, βέβαιο πως δεν είταν από παλικαριά τους, αφού μας το είπε καθαρά ένας σύχρονος πως για άλλο δεν μπορούσε η Αθήνα τότες να παινεθή παρά για το μέλι της. Σαν πήρε λοιπόν κ' έδωκε «όρκους», μπήκε στην πόλη και λούστηκε, και κάθισε στο τραπέζι με τους προυχόντους. Κατόπι τράβηξε κατά τα Μέγαρα, δίχως να φέρη βλάβη στην Αττική, μόνο που έκαψε το ναό της Δήμητρας και της Περσεφόνης στην Ελεψίνα.

Από τα Μέγαρα έπιασε τις πολιτείες με την αράδα και τις κούρσευε. Κόρινθο, Άργος, Σπάρτη, όλες τις πέρασε. Εδώ και κει απαντούσε κάποια αντίσταση, μα από χωρικούς, ασήμαντα πράματα. Και μόνο σαν ήρθανε στην Ήλιδα οι ΒισιΓότθοι ξαναντάμωσαν το Στηλίχωνα, ξαναγυρισμένο από την Ιταλία. Τους έζωσε κάπου, σιμά στο όρος της Φολόης, μα αντίς να τους χτυπήση, τους ξανάφησε και πήραν το δρόμο τους, και μεταγύρισε στην Ιταλία. Λίγο κατόπι ξαναφυτρώνει ο Αλαρίχος στη Νέα Ρώμη, και διορίζεται τέλος πάντων Πρωτοστράτηγος του Ιλλυρικού.

Εδώ πάλε τον υποψιάζουνται μερικοί το Στηλίχωνα, κι όχι δίχως λόγο. Η ιδέα τους είναι πως τα είχε ψημένα με τον Αλαρίχο, με σκοπό να σκαρώση νέο Κράτος Ιλλυρικό, και να θρονιάση εκεί το γιο του τον Ευκέριο, ή και να βάλη στο χέρι όλα εκείνα τα μέρη και να τα ρίξη μέσα στο Δυτικό το Κράτος.

Σε τέτοια χάλια τον έφεραν τον τόπο οι καινούριες αυτές φυλές. Καθώς είδαμε όμως, μήτε οι Γότθοι δεν έφταιγαν τόσο, μήτε οι Ευνούχοι κ' οι Έπαρχοι, όσο ο Βασιλέας. Σ' ένα πράμα μάλιστα στάθηκαν πολύ άξιοι διπλωμάτες αυτοί οι παράσιτοι, που είχανε δεν είχανε τους κατάφεραν τους ΒισιΓότθους με τον καιρό και τράβηξαν κατά τη Δύση, να ζητήσουν καινούρια λημέρια κ' εκεί να το στρώσουν (401).

Και δεν είτανε μονάχα η Ευρωπαϊκή μας η μεριά που έπαθε από βαρβάρους παρά κ' η Ασιατική, και μάλιστα στον ίδιο χρόνο μέσα (395). Πλήθος Ούννοι από τις γειτονιές της Κασπίας κατέβηκαν ως τη Μεσοποταμία και φέρανε ρήμαξη και σφαγή στα μέρη εκείνα. Μα είχαν οι Μικρασιανοί κι άλλους φοβερούς εχτρούς τους Ισαύρους, που ροβολώντας κάθε λίγο από ταπόψηλά τους βουνά, κι ως τακρογιάλια ζυγώνοντας, και μέσα σε ουδέτερους λόγγους παραφυλάγοντας πρόβγαιναν άμα βράδιαζε, και με του φεγγαριού τις αχτίδες χυμίζανε σταραγμένα πλεούμενα, σκοτώνανε ναύτες και καραβοκυρέους, κι άρπαζαν ό,τι τύχαινε. Έστειλε, είναι αλήθεια, ο Βασιλέας κάποιον Αρβακάζη να τους παιδέψη· μα τόσο αχαμνά την πρόσεξε αυτή τη δουλειά, που στα 404 και στα 405 έβραζε η Καππαδοκία Ισαυρική κλεφτουριά.

Ας ξανάρθουμε ως τόσο στην Πρωτεύουσα. Είταν τώρα ο Αρκάδιος κούκλα του Ευτροπίου, καθώς άλλοτε του Ρουφίνου. Ο Ευτρόπιος, όνειρο και φιλοδοξία του είτανε να παίρνη όσους τίτλους κ' αξιώματα είχε η Αυλή ανώτερους του δικού του και να πλουτίζη το δικό του αξίωμα με νέα δύναμη και με νέα στολίδια. Ως κι Ιλλούστριος ονομάστηκε τότες ο Πραιπόσιτος των Κουβικουλαρίων· τίτλος που τον είχαν ως τα τώρα οι Έπαρχοι μονάχα.

Παρατηρήθηκε από άξιο ιστορικό πως δυο μεγάλα στοιχεία που από καιρό είτανε ριζωμένα μέσα στο Κράτος, όχι όμως και παντοδύναμα, άρχισαν τώρα και μέστωναν και καταντούσαν οι μεγαλήτεροι τροχοί της Αυτοκρατορίας. Η στρατοκρατία το ένα, δυναμωμένη καθώς την ξέρουμε από τους Γότθους· και τάλλο, ταμέτρητα ταξιώματα που τριγύριζαν το θρόνο σαν είδος οχύρωμα, που λες και προφύλαγε το βασιλέα από το λαό. Όσα είπαμε στου Ιουλιανού το κεφάλαιο για την τιτλοφορημένη εκείνη μερμηγκιά που μπαινόβγαινε στο παλάτι, δεν είναι τίποτις ομπρός στους μύριους αυλικούς αξιωματικούς που θα τους δώσουμε μια γενική περιγραφή όπου κι αν είναι. Βέβαια, όσο βασίλευε Αυτοκράτορας δυνατόγνωμος και μεγάλος, καθώς ο Κωσταντίνος, ο Θεοδόσιος, ο Ιουστινιανός και τόσοι άλλοι, δεν πολυπείραζαν αυτά τασιατικά τα συστήματα· μάλιστα κι ωφελούσαν, καθώς θα δούμε σε λίγο. Όταν όμως ανέβαινε ανόητος Αυτοκράτορας καθώς τώρα, γέμιζε το παλάτι ραδιούργους και τυραννάκους, κι απ' όλους τους ο μεγαλήτερος κι ο περιφημότερος στάθηκε ίσως ο Ευτρόπιος.

Η δουλειά του καθαυτό είτανε να πουλάη αξιώματα, νάχη παντού κατασκόπους που σκάλιζαν και ξετρύπωναν καθετίς που του σύφερνε να γνωρίζη, και τέλος να παιδεύη αλύπητα τους αντιπάλους του. Παράδειγμα τα όσα έπαθε ο Τιμάσιος, ο Πρωτοστράτηγος της Ανατολής.

Είχε ο Τιμάσιος φερμένο στην Πόλη κάποιο Σύριο που άλλοτες πουλούσε λουκάνικα – Βάργο τονέ λέγανε – μα που κατάφερε τώρα να λάβη κι αυτός αξίωμα στο στρατό. Μαθαίνει ο Ευτρόπιος πως ο Βάργος είτανε διωγμένος από την Πόλη εξαιτίας κάποιας παρανομίας του, τον πιάνει, και φοβερίζοντας τον πως θα τονέ μαρτυρήση, τον κάμνει ο πονηρός Ευνούχος και κατηγορεί τον Τιμάσιο πως έχει στο νου του συνωμοσία! Κρίνεται λοιπόν ο Τιμάσιος και ξορίζεται στη Λιβύα. Πήγε στην έρημο, και πια δε ματακούστηκε. Κατόπι, για να μην τύχη και τα ξεστομίση αυτά ο Βάργος της γυναίκας του και μαθευτούνε, τονέ θανατώνει κι αυτόν. Τέτοιος είταν ο Πραιπόσιτος.

Μεγαλήτεροι του φίλοι είταν ο Όσιος, που από Μάγερας είχε καταντήσει «Κόμης των θείων Λαργιτιώνων», κι από κει πάλε «Μάγιστρος των Οφφικίων», κι ο Λέοντας, άλλοτες έμπορος μαλλιών, τώρα στρατιωτικός, και τόσο παχύς και μεγαλόκορμος που τον παρονόμαζαν Αίαντα, – Αίαντα όμως κορμί μονάχα, επειδή άλλο από φωνές, μεγάλα λόγια και καλοπάθια δε φαίνεται να κατείχε.

Εχτρούς όμως είχε πολύ πιώτερους, και δικούς μας και Γότθους, και πρώτο πρώτο το Γαϊνά. Πώς τον έκαμαν κ' έδρωνε αυτοί οι εχθροί του κοντά στο νου. Τόσες συνωμοσίες του σκάρωσαν που αναγκάστηκε στα 397 να βγάλη τον περίφημο νόμο που καταδίκαζε σε θάνατο όποιονα στρατιώτη ή πολίτη, ρωμιό ή βάρβαρο, έκαμνε ή και φανταζότανε συνωμοσία εναντίο «Ιλλούστριου».

Πιο πολύ όμως μπήκε καρφί στο μάτι του ο Στηλίχωνας από τη Δύση, που καθώς είδαμε όλο αφορμή γύρευε ν' ανακατεύεται στ' ανατολικά· αγκαλά το Στηλίχωνα εύλογο είτανε να τον αντιπολιτεύεται ο καθένας, μάλιστα όταν ακούστηκε πως μελετούσε ατός του να κατέβη και να βάλη την Πόλη σε τάξη. Ως και το Σενάτο τότες έβγαλε απόφαση πως ο Στηλίχωνας είναι κοινός εχτρός. Ευτύχημά μας μονάχα που άνοιξαν καινούριες δουλειές άξαφνα στην Αφρική, και τάβαλε με τον Άραβα το Γίλδο, «Κόμητα της Αφρικής» από τα χρόνια του Θεοδοσίου, μα σήκωσε τώρα κεφάλι κι αυτός, με την πρόφαση πως ήθελε να είναι της Ανατολής, κι όχι της Δύσης υποταχτικός. Μεγάλη φρόνηση, και στρατηγική και πολιτική, λέγουν πως έδειξε τότες ο Στηλίχωνας, κι απόφυγε σημαντικό δυστύχημα, επειδή μικρό πράμα δεν είτανε να χάση η Ρώμη τις χώρες που της δίνανε σιτάρι. Τονέ σπάσανε λοιπόν οι Ρωμαίοι το Γίλδο στα 398, μαζί με τους Αφρικανούς του νομάδες, κ' έγινε πια τότες μεγάλος και πολύς ο Στηλίχωνας. Γραφτό του είταν ως τόσο, κ' ύστερα από τέτοιες δόξες, πάλε να μην κατέβη στην Πόλη. Ίσως επειδή στο μεταξύ δυνάμωσε στη Νέα Ρώμη το αντίπαλο το κόμμα – οι αυλικοί κ' οι ευνούχοι – , και δεν αποκοτούσε πια να τους δείχνη δόντια, όσο κι αν είχε πολλούς και σημαντικούς δικούς του μες στο στρατό, και μάλιστα Γότθους.

Ορίστε λοιπόν που είχε και τα καλά της η διπλή εκείνη δύναμη της Πρωτεύουσας, η αυλοκρατική κ' η στρατιωτική. Έκαμαν πάμπολλα άτοπα κι άδικα, μάλιστα οι παράσιτοι της Αυλής. Όταν όμως ξεφύτρωνε μεγάλος εχτρός και τάψηνε με τόνα το κόμμα, έβγαινε τότες τάλλο και τους πολεμούσε, και γλύτωνε έτσι το Κράτος.

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Άλλα Γοτθικά δράματα

Είταν τώρα τρία κόμματα στην Πόλη. Οι Γότθοι με το Γαϊνά επικεφαλής τους, που δίχως άλλο τους υποστήριζε κι ο Στηλίχωνας. Τάλλο κόμμα είταν του Ευτροπίου, κ' έσερνε κατόπι του κάθε λογής τραμπούκους, λιμοκοντόρους και τυχοδιώχτες που πρόσμεναν κάτι να τους φέξη από το παλάτι. Και τρίτο, κόμμα οι Συγκλητικοί κ' οι άλλοι χρήσιμοι πολίτες που πολεμούσαν και τα δυο τάλλα κόμματα, δηλαδή και την ξενοκρατία και την αυλοκρατία. Αρχηγό τους είχαν αυτοί τον Αυρηλιανό, γιο του Ταύρου, του Έπαρχου του Πραιτωρίου, που έπραξε «Κουαίστωρας» και κατόπι Έπαρχος της Πρωτεύουσας.

Από το μέρος τω Γότθων πήγαινε και κάποιος κακορρίζικος αδερφός του Αυρηλιανού, και λέμε κάποιος, όχι πως δεν έκαμε κι αυτός όνομα, μα επειδή δεν μας έμεινε τόνομά του. «Τύφο» τον ονόμασε αλληγορικά ο Συνέσιος της Κυρήνης, «Τύφο» λοιπόν τον ξέρει ο κόσμος τώρα. Παρασταίνεται ζαβός, στρεβλός, χοντροκοπιός κι ανήξερος άνθρωπος. Άρχισε από Ταμίας ο Τύφος· γλήγορα όμως τον έκαμαν και τα παράτησε όσα δεν έκλεψε, και τότε πήγε με το κόμμα του Γαϊνά και μ' αυτό και μάλλα συστατικά, που ένα τους δε γίνεται να σωπαστή. Τόσο ακόλαστος κι αδιάντροπος είτανε, λέει, που το είχε μεγάλο καμάρι να ρουχαλίζη επιταυτού έξυπνος όντας, και να προστατεύη κι όσους είχαν το θάρρος να ρουχαλίζουνε με τον ίδιον τρόπο κι αυτοί. Μα φαίνεται πως κ' η γυναίκα του παρακάτω δεν πήγαινε, επειδή και στα θεάματα συχνοβρίσκουνταν και στην αγορά, τέλος και στο σπίτι της κάμποσοι μπαινόβγαιναν, και μάλιστα εταίρες.

Ο καθαυτό αγώνας μεταξύ της φρόνιμης και της ξενικής παρέας έγινε στα 398, που Αυρηλιανός και «Τύφος» πολεμούσανε για το «επαρχιλήκι» του Πραιτωρίου. Κέρδισε τότες ο Αυρηλιανός· και τόσο του βαριοφάνηκε, λένε, του Τύφου, που για να ξεσκάση κατασκεύασε είδος μικρή λίμνη με ψεύτικα νησάκια, μέσα και με ζεστά νερά γεμισμένη. Κι απάνω και γύρω στα νησάκια εκείνα ο Τύφος κ' οι φίλοι του, καθώς κ' οι φιλενάδες, περνούσαν ακόλαστες ώρες.

Μέσα σε κείνον το χρόνο σηκώνουνται στο ποδάρι κ' οι Οστρογότθοι της Μικρασίας, που τους είχε ο Θεοδόσιος αποκαταστημένους στη Φρυγία από τα 386. Αυτό το κίνημα πρέπει δίχως άλλο να το είχε μαγερεμένο από την Πόλη ο Γαϊνάς. Είταν τότες στρατηγός της Φρυγίας ο Γότθος ο Τριβιγίλδος. Αυτός λοιπόν τους πήρε στο λαιμό του, ίσια ίσια ό,τι έκαμνε ο Αρκάδιος να περάση στην Άγκυρα για ν' αλλάξη αγέρι. Γαλατία, Πισιδία, Βιθυνία, όλ' αυτά τα μέρη τα διαβήκανε σα θανατικό, κι όσο πηγαίνανε μαζεύανε φευγάτους σκλάβους κι άλλους τέτοιους, και μεγάλωναν το στρατό τους. Του κάκου φώναζαν οι δικοί μας κ' ενεργούσανε χρόνους τώρα εναντίο τω Γότθων του κάκου του τάψελνε του Βασιλέα κι ο πατριώτης ο Συνέσιος, φερμένος τότε στην Πόλη, καθώς θα δούμε, να του προσφέρη κορώνα από την πατρίδα του την Κυρήνη· του κάκου πήγαν τα φρόνιμα λόγια του, σαν του θύμιζε του νωθρού Αρκαδίου πως ο στρατός του είτανε λύκους γεμάτος, κι όχι μαντρόσκυλα καθώς τους ήθελε ο Πλάτωνας τους φρουρούς της Πολιτείας, και πως οι Γότθοι και μέσα στα σπιτικά τους ακόμα πλημμύρισαν, αφού άλλο δεν έβλεπες παρά Γότθους παραγιούς και παρακόρες. Κάτω οι Ξένοι (εκκρίναι δει το αλλότριον), φώναζε ο Συνέσιος, κι όσο και νάφταιγε που δεν καλόνοιωθε την πολιτική του Θεοδοσίου, δεν είχε όμως άδικο και να θυμώνη βλέποντας τέτοια στραβή την εφαρμογή.

Σε τέτοια βράση απάνω, σε τέτοια κατάσταση κοινής γνώμης, ποιόνα στέλνει ο Αρκάδιος να σταματήση του Τριβιγίλδου το κίνημα; Το Γαϊνά! Έστειλε, είναι αλήθεια, και κάποιο Λέοντα μαζί του, μα το ίδιο σα να μην τον έστελνε, τέτοιος ανωφέλευτος είταν. Έπαιζαν είδος κυνηγώματα οι τρεις τους. Ο Τριβιγίλδος ξέφευγε από το Λέοντα, κι ο Γαϊνάς από τον Τριβιγίλδο. Εκεί όμως που τραβούσε ο Τριβιγίλδος κατά την Παμφυλία, αναπάντεχος εχτρός τον ανταμώνει ο χτηματίας ο Βαλεντίνος, που με μερικούς ντόπιους έπιασε τα στενά και με Κολοκοτρώνικη μαστοριά τους μάγκωσε τους Οστρογότθους μέσα σανεξέμπλεγη παγίδα. Γκρεμνοί στα πλάγια, και βάλτοι ομπρός και πίσω. Χαλάζι έπεφταν τα λιθάρια και κατρακυλούσαν οι βράχοι καταπάνω τους, και τους τσάκιζαν. Και μόλις με δωροδοκίες δυνήθηκε ο Τριβιγίλδος να πάρη ταπομεινάρια του και να ξεκινήση. Παρακείθε ως τόσο τσακώνεται πάλι ανάμεσα σε δυο ποτάμια, κι από εχτρούς ακόμα πιο φοβερώτερους, τους βουνήσιους που μάθανε πόλεμο κυνηγώντας Ισαύρους. Πλάκωσε τέλος και ο Λέοντας, και δίχως άλλο ψυχή δε θαπόμνησκε, μόνο που πρόφταξε κι ο Γαϊνάς με ταυτοκρατορικά τα στρατέματα και βοηθούσε πια τώρα τον Τριβιγίλδο! Κολώνει αμέσως ο Λέοντας, μα πού τον αφίνει ο εχτρός! Αναγκάζεται με το στανιό να πολεμήση, καταπονιέται, σκοτώνεται, κι απομένει όλη η εξουσία στους δυο Γότθους.

Και τι κάμνει τότες ο Γαϊνάς; Γράφει του Αρκαδίου, του ξηγάει πως ο Λέοντας νικήθηκε από τη μεγάλη δύναμη του Τριβιγίλδου, και τονέ συβουλεύει να κλείση τα μάτια του και να του παραχωρήση όσα ζητούσε, κι έν' απ' αυτά, να παραδοθή ο Ευτρόπιος. Κοντοστάθηκε ο Αρκάδιος, μην ξέροντας τι να κάμη. Εκεί όμως που κοντοστέκουνταν, παρουσιάζεται η Ευδοξία, που αν κ' ευεργετημένη από τον Ευνούχο, καθώς είδαμε, τονέ φοβούνταν όμως τώρα και τονέ ζούλευε, παρουσιάζεται στον Αυτοκράτορα με τις δυο της θυγατέρες, Φλασίλλα και Πουλχερία, κατηγορεί τον Ευτρόπιο που τις έβρισε, και καταπείθει τον Αρκάδιο να κάμη του Τριβιγίλδου τα θελήματα.

Τότες είναι που ο μεγάλος και πολύς Ευτρόπιος έτρεξε τρομαγμένος και χώθηκε αποκάτω από την Αγιατράπεζα της Αγιά Σοφιάς, γυρεύοντας άσυλο, κ' ελπίζοντας βοήθεια από τον Ιωάννη το Χρυσόστομο, με το να τον είχε ο ίδιος διορισμένο Πατριάρχη από Πρεσβύτερο της Αντιόχειας. Τότες είναι που ο Χρυσόστομος πήγε και στάθηκε ανάμεσα στο λαφιασμένο Ευνούχο και στους αγριεμένους στρατιώτες που αγωνιζόντανε να τονέ σύρουν από τάσυλό του, Σαββάτο μέρα· και την αυριανή είχε λειτουργία και διδαχή του ξακουσμένου ρήτορα. Ολονυχτίς κουλουριασμένος εκεί αποκάτω ο ίσια με τα χτες παντοδύναμος Ευτρόπιος· το ίδιο και σαν ξημέρωσε, και γέμισε η Μητρόπολη κόσμο, κι άρχισε η ακολουθία, κ' ήρθε η ώρα της διδαχής, κι ανέβηκε στον άμπωνα ο Χρυσόστομος κ' έβγαλε τον περίφημο λόγο του «Εις Ευτρόπιον, Ευνούχον, Πατρίκιον και Ύπατον». Ποιος δεν τα θυμάται τα πρώτα πρώτα λόγια του πολυξάκουστου εκείνου λόγου! «Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης! Πού η λαμπρή της Υπατείας στολή; και πού οι χαρωπές λαμπάδες; πού οι κρότοι και οι χοροί και τα ξεφαντώματα και τα πανηγύρια; Πού τα στεφάνια και τα παραπετάσματα; Πού η οχλοβοή της χώρας, κ' οι ζητωκραυγές στα ιπποδρόμια μέσα, και τω θεατών οι κολακείες; Πέταξαν όλα εκείνα, φύσηξε μια ο άνεμος και σκόρπισε χάμω τα φύλλα, και μας φανέρωσε γυμνό το δέντρο που τώρα σειέται ολόρριζο». Κ' ενώ από τη μια χτυπούσε αλύπητα την παραλυσία, τη ματαιοσύνη και την αθεοφοβιά των Ευτροπιανών, από την άλλη παράσταινε την καταστροφή τους με τρόπο που να μαλακώση τις καρδιές του λαού προς τον ταπεινωμένο τον Ευνούχο.

Άμ' απόλυσε η λειτουργία ξαναμπαίνουν οι στρατιώτες, κι αναγκάζεται πάλι ο Χρυσόστομος να παρασταθή σιμά στην Άγια Τράπεζα και να διαφεντέψη τον Ευτρόπιο. Στέργει τέλος ο Ευνούχος να παραδοθή με συφωνία να μην τονέ θανατώσουν. Τη ζωή του συλλογιούνταν ο κακορρίζικος. Του τη χάρισαν τη ζωή του, και ξορίστηκε στην Κύπρο. Του Γαϊνά όμως αυτό δεν του ήρθε· τον ήθελε πεθαμμένο τον Ευτρόπιο, κ' είχε δεν είχε καταπείθει τον Αρκάδιο και τον ξαναφέρνουνε στην Καλχηδόνα, τον καταδικάζουνε σε θάνατο με τιποτένιες αιτίες, και τον ξεκάμνουνε μια για πάντα (399).

Μόλις έπεσε ο Ευτρόπιος, κ' έδειξε τη χαρτωσιά του ο Γαϊνάς· μόνο που δεν κηρύχτηκε σύμμαχος του Τριβιγίλδου. Και τόσο μεγάλωσε η δύναμή του, που αναγκάστηκε ο άθλιος ο Αρκάδιος και τον αφήκε Πρωτοστράτηγο της Ανατολής, καθώς και τον Τριβιγίλδο να περάση απείραχτος στην Ευρώπη με κάμποσους ομήρους, και μαζί τους κι ο Αυρηλιανός.

Πήγε να τα χάση ο Τύφος από τη χαρά του σα διορίστηκε πια κι αυτός Έπαρχος του Πραιτωρίου αντίς τον Αυρηλιανό, και τόσο φούσκωσαν τα πανιά του, που ζήτησε από το Γαϊνά το κεφάλι του αδερφού του. Φαίνεται όμως πως έκαμε τρόπο ο Χρυσόστομος και μποδίστηκε αυτό το κακούργημα.

Άμα πέρασε ο Γαϊνάς από τη Χαλκηδόνα στην Πόλη και θρονιάστηκε εκεί μ' όλη του τη δόξα, πρώτη του έννοια στάθηκε να λευτερώση τους Αρειανούς Γότθους από τα Θεοδοσιακά τα ψηφίσματα, και να τους παραχωρήση εκκλησιά για να λειτουργιούνται. Με το να βρήκε όμως απρόσμενο κι αλόγιστο αντίπαλο το Χρυσόστομο, απότυχαν αυτά του τα μέτρα.

Έξη μήνες ο Γαϊνάς από τη μια κι ο Τύφος από την άλλη έφεραν άνω κάτω την Πόλη με τις ραδιουργίες τους, πότε το παλάτι ζητώντας να κυριέψουν, πότε το δημόσιο το θησαυρό ναρπάξουν. Ξεφύτρωσαν όμως άξαφνα νέοι αντίπαλοι· είχε και μέσα στο στρατό πολλούς που δεν τονέ χωνεύανε. Βλέποντας λοιπόν τόση αντίσταση και μην μπορώντας να πετύχη τους σκοπούς του, αποφασίζει να φύγη από την Πρωτεύουσα. Καμώνεται τον άρρωστο, και πηγαίνει στην Εκκλησιά του Αγίου Ιωάννη ως εφτά μίλια απέξω από την Πόλη, τάχατες να λειτουργηθή. Είχε και τους Γότθους καθοδηγεμένους να τον ακολουθήσουνε. Βλέποντας ο Λαός τους Γότθους που ξεκινούσαν, τους πιάνει τρόμος. Στην Πύλη που έβγαιναν οι Γότθοι, στεκότανε κάποια ζητιάνα. Ανατρομάζει η ζητιάνα, και θαρρέψαντας πως θα χαλάση ο κόσμος αρχίζει και παρακαλιέται μεγαλόφωνα. Ακούγει ένας Γότθος την προσευκή της, οργίζεται, και κάμνει να τη σφάξη. Πρόφταξε όμως ένας δικός μας κ' έστρωσε κάτω το Γότθο με μια σπαθιά. Αυτό είταν η αρχή του κακού. Όλοι οι πολίτες στο ποδάρι σηκώθηκαν. Κι άμα το μυρίστηκαν πως είτανε δυνατώτεροι και πιώτεροι, τους ρίχτηκαν αλύπητα τους βαρβάρους. Ξέφυγαν κάμποσοι Γότθοι, είναι αλήθεια· όταν όμως σφάληξαν τις πύλες κι απόμειναν απομέσα ως εφτά χιλιάδες Γότθοι, μήτε τάσυλο που γυρέψανε μέσα στο ναό του παλατιού δεν τους φέλεψε, μόνο άνοιξε ο ξεφρενιασμένος ο λαός την εκκλησιά από τη στέγη και τους ξόντωσε τους άμοιρους με λιθάρια και με δαυλούς αναμμένους (12 Ιουλ 400).

Ήρθε τότες και του Τύφου η ώρα. Δικάζεται, απομαρτυριούνται οι συνωμοσίες του με το Γαϊνά, και φυλακίζεται. Κι α δε θανατώθηκε, το χρωστούσε στον αδερφό του τον Αυρηλιανό, γυρισμένο τώρα στην Πόλη, που είχε φύγει για να γλυτώση από του αδερφού του τον κατατρεγμό.

Όσο για το Γαϊνά, αυτός πήγε κ' έσμιξε με τους Γότθους της Θράκης να βγη με δαύτους και να κουρσέψη. Αποτυχόντας όμως και σε τούτο, ξεκίνησε κατά τον Ελλήσποντο, για να διαβή στη Μικρασία. Κατεβαίνει στην Άβυδο, και τι να δη! Ο γέρος ο Φραβίττας – Γότθος κι αυτός, μα πιστός στο Βασιλέα, καθώς άλλοτε στο Θεοδόσιο, που και τη ζωή του μια φορά του γλύτωσε – κρατούσε την αντικρινή χώρα με μεγάλο στρατό. Αφού χασομέρησε κάμποσο ο Γαϊνάς στην Άβυδο, καταπιάνεται το πέρασμα από στενό μέρος που δεν έβλεπε πλοία. Φτειάνει λοιπό σάλιες, φορτώνει απάνω τους ανθρώπους του, κι αφίνουνται στο ρέμα. Τους αγναντεύει ο Φραβίττας και στέλνει αμέσως πλοία και τους βυθίζει. Σέρνει και φεύγει τότες ο Γαϊνάς απελπισμένος κατά τα όρη του Αίμου· μα και κει καλλίτερη τύχη δε βρήκε, μόνο τον πιάνει ο Βασιλέας των Ούνων ο Ούλδης, του κόβει το κεφάλι, και το στέλνει δώρο στον Αρκάδιο. Τέτοιο είταν το τέλος του Γαϊνά.

Όσο για το Φραβίττα, ειδωλολάτρης όντας αυτός κι όχι Αρειανός, η μόνη χάρη που ζήτησε τότες του Αρκαδίου είτανε να τον αφήση να προσκυνάη τους θεούς του κατά τις δοξασίες του. Έστερξε ο Αρκάδιος στην παρακαλεσιά του γέρου, κ' έκαμε ίσως τότες την πιο αρχοντικιά πράξη του.

Μ' αυτό λοιπόν τον τρόπο ξέσπασε το Γοτθικό εκείνο το σύννεφο και διαλύθηκε πρι να κατεβάση φοβερώτερους κεραυνούς στην Ανατολή. Γραφτό της είταν της Δύσης να τους παραλάβη αργότερα. Εκεί μεριά λόγιαζαν όσοι από τους Γότθους ονειρευόντανε μεγαλεία και δόξες, εκεί κι ο Αλαρίχος, που λες κι ο Θεός τονέ φώτισε και τονέ ζούλευε το Γαϊνά αντίς να τονέ βοηθάη.

Από τον καιρό του αποκεφαλισμού του Γαϊνά ως το θάνατο της Ευδοξίας και του Αρκαδίου, που έτυχε να πέσουν στον ίδιο χρόνο μέσα (408), το Κράτος απόμεινε στα χέρια του Βασιλέα και της Βασίλισσας, ή να πούμε τη σωστή αλήθεια, της Βασίλισσας. Δεν απόλειπαν όμως κ' οι ενέργειες, μια του ενός αυλικού ή αξιωματικού, και μια του άλλου. Φυσικό πράμα, ύστερ' απ' όσα ιστορήσαμε. Ρίξε μέσα στο καθάριο νερό χώμα, θα θολώσει το νερό και θα μείνη κάμποσον καιρό θολωμένο. Καθώς όμως το νερό υπάρχει πάντα, και πάλε με τον καιρό θα κατασταλάξη, έτσι και το έθνος μας δεν πάει να πη πως έπαψε να υπάρχη επειδή και το θόλωσαν οι Γότθοι με τη βαρβαρωσύνη τους, ή οι ευνούχοι με τις ραδιουργίες τους. Το έθνος ζούσε πάντα, και τόδειξε όταν αναγκάστηκε ο Αρκάδιος να νομοθετήση να γράφεται κάθε δικαστική απόφαση στη γλώσσα του· τόδειξε τότες που δεν πέρασε του Γαϊνά το θέλημα με τους Αρειανούς· και τέλος όταν ξέσπασε η οργή του κ' έπεσε αστροπελέκι απάνω στους Γότθους. Μα κι άλλα πολύ μεγαλήτερα και πιο δοξασμένα σημάδια της Ρωμαίικης της ζωής και δυναμωσύνης θα δούμε στακόλουθο το κεφάλαιο.

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Συνέσιος και Χρυσόστομος

Πάντα από τη μεριά της αλήθειας και της δικαιοσύνης πολεμούσε το Έθνος με τους ηρώους που φυσικό του είταν απαρχής να γεννάη και να θρέφη, και πάντα τα στεφάνωσε η νίκη τα δοξασμένα του τέκνα, μα ας είταν και Γότθοι οι αντίπαλοί τους. Πασκίσαμε στάλλο κεφάλαιο να δείξουμε πώς το Έθνος δεν πνίγηκε μέσα σε κείνον τον κατακλυσμό. Και τι καλλίτερη απόδειξη θέλουμε παρά τους δυο νέους φωστήρες, που ξεπροβάλανε σαν αστέρια απ' ανάμεσα από τα μαύρα σύννεφα και φώτισαν τα Έθνος και το βοηθήσανε να περάση κι αυτή τη φουρτούνα και να σύρη κατά το μεγάλο του δρόμο.

Αρχίζουμε από το Συνέσιο της Κυρήνης, Ελληνικής αποικίας στα βορεινά της Αφρικής αιώνες πολλούς. Στον τέταρτο αιώνα η Κυρήνη δεν μπορούσε πια βέβαια να φυλάγη την αρχαία της λαμπρότητα, μα ήξερε ακόμα να βγάζη μεγάλους άντρες, και παράδειγμα ο Συνέσιος. Από πλούσιους γονιούς γεννημένος, αναθράφηκε κατά τα κλασσικά συστήματα των καιρών εκείνων, πάει να πη σπούδαξε ρητορική και φιλοσοφία· ως και στην Αλεξάντρεια πήγε κι άκουσε τη μυριοκαμάρωτη την Υπατία, την πανώρια εκείνη μάγισσα, που λες κι όλα τα στολίδια της ελληνικής σοφίας τα είχε καταθεμένα κορώνα στα κάλλη της και στην αρετή της, που λες και παράσταινε στον κόσμο την τρισυπόστατη Πλατωνική ιδέα της Αλήθειας, της Ομορφιάς και της Αγαθωσύνης. Νέοι και γέροι, φτωχοί και πλούσιοι, τρέχανε και την ακούγανε σαν ξηγούσε με μαγευτική ευγλωττία τα μυστήρια της Επιστήμης. Σειρήνα μονάχη, που πρόβαλε κ' έψαλε τολοΰστερο άσμα της κλασσικής αρχαιότητας.

Αφού λοιπόν κάμποσο έμεινε εκεί και σπούδαζε ο Συνέσιος, μεταγύρισε στην πατρίδα του, και βρίσκοντας την παραζαλισμένη από τη μια με τις βαρβαρικές φυλές που κάθε λίγο πλάκωναν, από την άλλη με τους απάνθρωπους διοικητάδες που της έστελνε η Κυβέρνηση, αναδέχτηκε νανέβη στην Πρωτεύουσα και να ζητήση την προστασία του Αρκαδίου. Τότες είναι που τούφερε και βασιλική κορώνα προσφορά από τους πατριώτες του, που μήτε σκούφια κοινή δεν του άξιζε. Είναι αξιοσημείωτος ο λόγος του προς τον Αυτοκράτορα τότες, που σε γλώσσα όχι πολύ ταιριαστή με τους καιρούς έλεγε πράματα κάμποσο ταιριαστά με τη φρόνηση· παράσταινε δηλαδή την κατάσταση του τόπου, τις συφορές του, την ανωφέλευτη πολυτέλεια της Αυλής, και τέλος τανοικονόμητο κακό της Γοτθικής τυραννίας κι αχορτασιάς, που εξαιτίας της μήτε στρατό πια καθαυτό ντόπιο δεν είχε. Είναι αλήθεια πως αυτό είταν αποτέλεσμα της αναπόφευγης πολιτικής του Θεοδοσίου· μα αν πάλε ο Αρκάδιος είχε τη γνώση και τη δύναμη να ξαναοργανίση το στρατολογικό σύστημα και ναφίνη τον καθένα να γίνεται στρατιώτης, κι όχι μονάχα όσους είχαν τον τρόπο να πλερώνουν φόρους, καθώς κι αν η στρατιωτική δεν καταντούσεν είδος επάγγελμα που κατέβαινε από πατέρα σε γιο, ο στρατός δε θα γινότανε ολότελα όργανο τω Γότθων, παρά θάμνησκε να πούμε εθνικός.

Yaş sınırı:
12+
Litres'teki yayın tarihi:
31 temmuz 2017
Hacim:
400 s. 1 illüstrasyon
Telif hakkı:
Public Domain