Kitabı oku: «Ιστορία της Ρωμιοσύνης, Πρώτος τόμος», sayfa 15
ΤΕΤΑΡΤΟ ΜΕΡΟΣ
ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΤ ΛΕΟΝΤΑ ΩΣ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΥ 474 – 565
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ο Ζήνωνας
Αφήκε ο Λέοντας δυο θυγατέρες· η μεγαλήτερη, η Αριάδνη, είχε παντρευτή τον Ίσαυρο το Ζήνωνα, κ' έκαμε αγώρι που ονομάστηκε κι αυτό Λέοντας καθώς ο παππούς του. Τεσσάρω χρονών κηρύχτηκε Αύγουστος ο δεύτερος αυτός Λέοντας μ' επίτροπο τον πάτερα του Ζήνωνα. Σε λίγο όμως πεθαίνει το παιδί και μένει Αυτοκράτορας ο Ζήνωνας, ο βαρβαρογέννητος κι ο βαρβαρονόματος ο «Τρισκαλισαίος» που ζώντας ο πεθερός του τον είχε βαφτισμένο Ζήνωνα και δοσμένο της κόρης του.
Το να γίνη ένας βάρβαρος γαμπρός του Αυτοκράτορα από απλός δορυφόρος του παλατιού είταν κι αυτό από τα συστήματα της βυζαντινής αυλής. Έχουνε να πουν πως το χρωστούσε αυτό της πεθεράς του της Βερίνας, και πως τονέ διάλεξε αυτή για δικούς της σκοπούς, νάχη δηλαδή άνθρωπο του χεριού της και να κυβερνάη εκείνη το κράτος. Ο Ζήνωνας όμως, που καθώς θα δούμε δεν κοιμούνταν, εννοούσε να κυβερνάη μονάχος του. Δεν της ήρθε της Βερίνας αυτό. Ακούραστη, πονηρή και ραδιούργα καθώς είταν, αποφασίζει να πετάξη το γαμπρό της από τη μέση. Πηγαίνει λοιπό στους «Τραμπούκους» του καιρού εκείνου, τους αρχηγούς του Ιπποδρομίου, συναγροικιέται μαζί τους, κάμνει δικό της και τον Ίλλο, άλλον Ίσαυρο του παλατιού, άνθρωπο άξιο και δραστήριο, και στα 475 σηκώνει μεγάλη στάση. Σφάζουνται πάμπολλοι Ίσαυροι (παλιό πάθος αυτό), αναγκάζεται ο Ζήνωνας να φύγη στην Ισαυρία με τη γυναίκα του την Αριάδνη, και καταπιάνεται τότες η Βερίνα νανεβάση στο θρόνο τον αγαπητικό της τον Πατρίκιο. Το Σενάτο όμως κ' οι άλλοι αρχόντοι δεν έστερξαν, και πορφύρωσαν τον αδερφό της το Βασιλίσκο, τον ανάξιο εκείνο ναύαρχο του πρώτου Λέοντα, τραβηγμένο χρόνους τώρα μέσα στα βάθια της αδοξιάς του. Δεν άργησε ο Βασιλίσκος να ξαναφανερώση την αναξιωσύνη του. Πρώτο του κατόρθωμα είτανε να κάμη τους Πολίτες εχτρούς του προστατεύοντας τους Μονοφυσίτες. Μα και με την αδερφή του τη Βερίνα, καθώς και με τον Ίλλο τα χάλασε. Εκεί λοιπόν που πολεμούσε ο Ίλλος το Ζήνωνα στην Ισαυρία, άξαφνα ξαναφιλιώνεται μαζί του και ξαπολεί το Βασιλίσκο. Στέλλει τότες ο Βασιλίσκος ένα του ανιψιό, τον Αρμάτιο – άλλο ζωντόβολο, καθώς θα δούμε σε λίγο – να χτυπήση και το Ζήνωνα και τον Ίλλο που ανέβαιναν τώρα κατά τη Πόλη. Τον παίρνει όμως κι αυτόν από το μέρος του ο Ίλλος, κ' έτσι, ύστερ' από είκοσι μέρες ανόητη βασιλεία, ξεθρονίζεται ο Βασιλίσκος, και ξανανεβαίνει το θρόνο ο Ζήνωνας (477).
Δυο λόγια του αξίζουν ως τόσο του Βασιλίσκου. Εξόν από την προστασία του Μονοφυσιτισμού, άλλα του «κατορθώματα» αναφέρνουνται το πως αργυρολογούσε από τους επισκόπους, και πως μια μέρα τον Πατριάρχη τον Ακάκιο μόνο πως δεν τον έδειρε, κι αυτό ας είναι καλά οι καλόγεροι που τονέ γλύτωσαν. Όσο για το φορολογικό του σύστημα, μήτε ο ταπεινότερος εργάτης δεν του ξέφυγε. Απέθανε στην Καππαδοκία, που ξορίστηκε μαζί με τη φαμελιά του, φυλακισμένος εκεί σε κάστρο μέσα.
Έγινε και στον καιρό του Βασιλίσκου στην Πόλη μεγάλη πυρκαγιά, που φαίνεται να βοήθησε κι αυτή στην καταστροφή του, έτοιμος καθώς είταν πάντα ο λαός να τα φορτώνη τέτοια δυστυχήματα στη ράχη των ηγεμόνων του. Άρχισε αυτή η φωτιά στα Χαλκωματάδικα, ξαπλώθηκε κατά τη δημόσια πλατεία, ξολόθρεψε μέγαρα και σπίτια τριγύρω της, έκαμε τέλος στάχτη και την περίφημη τη βασιλική βιβλιοθήκη του Ιουλιανού με τις εκατόν είκοσι χιλιάδες τόμους που είχε. Εκεί φυλάγουνταν κ' η Ιλιάδα κ' η Οδύσσεια, γραμμένες με χρυσά ψηφιά σε φειδιού άντερο εκατόν είκοσι πόδια μάκρος.
Να ξανάρθουμε τώρα στο Ζήνωνα. Κάμποσα πατήματα αφήκε στην εποχή του ο Αυτοκράτορας τούτος. Και καθώς συνέβηκε με πολλούς άλλους και προτερινούς και κατοπινούς του, έτσι και του Ζήνωνα η ιστορία είναι ανακατεμένη και με τα δυο τα στοιχεία που πλάγι πλάγι απαντιούνται από τη μιαν άκρη στην άλλη του δρόμου μας. Τόνα, η γενική πολιτική και μάλιστα η ξωτερική, οι πόλεμοι δηλαδή με αντάρτες, με ξένους και με βαρβάρους· τάλλο, η εθνική η ζωή, που μια και πήρε θρησκευτικό χρώμα, έμεινε ζευγαρωμένη με τα θρησκευτικά τα ζητήματα ως το τέλος, κ' έτσι καταντάει η θρησκευτική ιστορία μας να είναι και της εθνικής μας ζωής.
Θα δηγηθούμε σ' αυτό το κεφάλαιο τη γενική ιστορία του Ζήνωνα, ό,τι άκρες μέσες σώζουνται, και σε ξέχωρα κεφάλαια τη γοτθική του πολιτική και το πώς φέρθηκε στους θρησκευτικούς μας αγώνες.
Έν' από τα πρώτα του μέτρα είτανε να διοργανίση στρατό από ντόπιους αντίς να περιμένη μονάχα από πλερωμένους βαρβάρους καθώς οι προκατόχοι του. Φαίνεται όμως πως εξαιτίας αυτό το μέτρο υπόφεραν πολύ τα οικονομικά, αγκαλά και στου Βασιλίσκου τον καιρό το ταμείο στη φτώχεια δεν πήγαινε παρακάτω. Μα κι ο Ζήνωνας, όσα κι' αν είταν τα καλά του, δεν πολυφαίνεται να κατείχε από μέθοδο και τάξη στα οικονομικά. Αυτά τα βόλεψε κατόπι ο Αναστάσιος. Είχε ο Ζήνωνας και κάποιον κλέφτη και καταχραστή Σεβαστιανό στο παλάτι. Μα κι ο φυσικά μαλακός χαρακτήρας του πρέπει να κόστισε του τόπου, αφού τα πλούτη και τα χαρίσματα τα μοίραζε αλύπητα σε φίλους και σε κολάκους.
Ας μαζέψουμε τώρα ό,τι άλλο περίφημο σώζεται από την ιστορία της εποχής του, έξω από τα μεγάλα ζητήματα που θαγγίξουμε παρακάτω.
Τονέ θυμούμαστε τον Αρμάτιο. Είταν αυτός στον καιρό του Βασιλίσκου αγαπητικός της θειας του της Ζηνωνίδας, της γυναίκας του Βασιλίσκου. Είπανε μάλιστα πως ο ίδιος ο Βασιλίσκος τους άφινε και περνούσαν αντάμα τις ώρες τους, ώσπου αγαπήθηκαν τόσο, που μήτε στον κόσμο μπροστά δεν μπορούσαν πια να βασταχτούνε παρά κάμνανε «μάτια» ανάμεσα τους. Τέλος ανακατεύτηκε κ' ένας ευνούχος και μια παραμαμμή και τους βόλεψαν, και τότες κατάπεισε η Ζηνωνίδα τον άντρα της να δώση του Αρματίου το μεγαλήτερο αξίωμα στην Πρωτεύουσα. Όντας από φυσικό του απόνετος, κάμποσα σκληρά έκαμε ο Αρμάτιος τότες. Αγαπώντας και να σφαντάη στον κόσμο, γύριζε τους δρόμους φορεμένος σαν Αχιλλέας, κ' έτσι πήγαινε και στο Ιπποδρόμιο. Ο Ζήνωνας ως τόσο, αν και καθώς είδαμε ευεργετημένος από τον Αρμάτιο, δεν τον αφήκε να το πολυχαρή σαν ξανανέβηκε το θρόνο· μόνε αφού τονέ διόρισε στρατηγό του, έβαλε κατόπι και τον ξεπάστρεψαν.
Ο πιο σημαντικώτερος υπουργός του Ζήνωνα είταν ο Ίλλος. Μα μήτε αυτόνα δεν τον έβλεπε ο Αυτοκράτορας με καλό μάτι, παρά μάλιστα και τον παραμόνευε από την αρχή της δεύτερης βασιλείας του. Εχτρός όμως πολύ μεγαλήτερος του Ίλλου στάθηκε η Βερίνα. Όταν έγινε Ύπατος ο Ίλλος κ' έχτιζε Αυτοκρατορική Στοά (478), εκεί που επιστατούσε παρατήρησε ένα «Σχολάριο» Αλανό και τριγύριζε με σπαθί στο χέρι. Τον υποψιάζεται, και με βασανισμούς τον αναγκάζει κι ομολογεί πως ο Έπαρχος ο Επίνικος τον έβαλε να τονέ σκοτώση. Το λέει του Αυτοκράτορα και τον ξορίζει αμέσως ο Ζήνωνας τον Επίνικο. Ο Ίλλος ως τόσο, θέλοντας να μάθη τον καθαυτό αίτιο, ξεκινάει και πηγαίνει στην Ισαυρία, βρίσκει στη φυλακή τον Επίνικο, και τον καταφέρνει να του ξεμυστηρευτή πως η Βερίνα τον έβαλε να ενεργήση τη δολοφονία. Γυρίζει ο Ίλλος στη Χαλκηδόνα, καταπείθει τον Αυτοκράτορα να του παραδώση την πεθερά του, την καλογερεύει, και τη στέλνει φυλακή μέσα σε κάστρο της Ισαυρίας.
Λίγο κατόπι, στα 483, τονέ βρίσκουμε πάλι τον Ίλλο και ξεκινάει κατά τη Μικρασία να ξεφύγη άλλη δολοφονία, από γυναίκα κι' αυτή, από τη Βασίλισσα δηλαδή την Αριάδνη. Εκεί απάνω σηκώνει στη Συρία ειδωλολατρική επανάσταση κάποιος Λεόντιος. Διορίζει λοιπόν ο Ζήνωνας στρατηγό τον Ίλλο, να πάη και να χτυπήσει το Λεόντιο. Άξαφνα όμως υποψιάζεται πάλε τον Ίλλο ο Αυτοκράτορας, θυμώνει ο Ίλλος, και γίνετ' ένα με το Λεόντιο. Για να τον παιδέψη τότες ο Ζήνωνας, πουλεί τα υπάρχοντά του και τα μοιράζει στους αγαπημένους του Ισαύρους. Πηγαίνουν ύστερα κι ο Ίλλος και ο Λεόντιος και φιλιώνουνται με τη φυλακισμένη τη Βερίνα. Βγαίνει η Βερίνα από τη φυλακή, και στεφανώνει Αυτοκράτορα το Λεόντιο! Σύγκαιρα συναγροικιέται ο Ίλλος με τον Οδοάκερο της Ιταλίας, με τους Πέρσους, καθώς και με τους Αρμένηδες, με σκοπό να δυναμώση το κίνημα. Στο μεταξύ μπαίνει κι ο Λεόντιος στην Αντιόχεια (484) και συσταίνει Αυτοκρατορική Αυλή. Ο Ζήνωνας όμως, κ' ίσως με σκοπό να ξεκάμη όχι δυο παρά τρία θεριά, στέλνει αμέσως καταπάνω τους το Θεοδορίχο τον Οστρογότθο. Δεν πολυβάσταξε τότες μήτ' ο Ίλλος μήτ' ο Λεόντιος, παρά κ' οι δυο τους πήγαν και κλειστήκανε μέσα σ' ένα κάστρο της Ισαυρίας. Απάνω στην πολιορκία του κάστρου εκείνου απέθανε η Βερίνα. Ύστερις από τέσσερα χρόνια αποκλεισμό, τους πρόδωσε άλλη γυναίκα, η γυναικαδέρφη του Ίλλου, και σφάχτηκαν. Το Θεοδορίχο όμως δεν τον ξέκαμε τότες ο Ζήνωνας, καθώς γλήγορα θα το δούμε.
Αν αφορμή του σηκωμού εκείνου της Συρίας είτανε στ' αλήθεια να ξαναζήση η ειδωλολατρεία ή όχι, δε φαίνεται πολύ βέβαιο. Ξέρουμε όμως πως ο Ίλλος είχε φίλο του επιστήθιο το φιλόσοφο τον Παμπρέπιο, και πως ατός του είταν, ή ήθελε να φαίνεται, γραμματιζούμενος και σοφός. Όσο για τον Παμπρέπιο, όχι μόνο φιλόσοφος νεοπλατωνιστής, μα και ποιητής και γραμματικός είταν. Κι όταν από την Αθήνα πρωτοπέρασε στην Πόλη κ' έγινε φίλος του Ίλλου ύστερ' απόνα ποίημα που τούγραψε, διορίστηκε αμέσως καθηγητής, και με μεγάλη πλερωμή μάλιστα, αφού είχε κι από τον ίδιο τον Ίλλο χρονιάτικο. Τον κακόβλεπαν όμως οι Πολίτες, σαν «Έλληνας» που είτανε, δηλαδή Ελληνόσοφος – είδος μάγος, να πούμε. Κι άμα έλειψε ο Ίλλος στα 478, τον ξόρισαν. Αυτός ως τόσο ξαναγύρισε πάλι μαζί με τον Ίλλο και διορίστηκε, όχι πια καθηγητής, παρά και Σενατόρος και Κουαίστωρας. Τονέ συνόδεψε τέλος και στην επανάσταση εκείνη. Εκεί όμως απέθανε κι αυτός μαζί με τον προστάτη του.
Στα πρώτα εκείνα χρόνια του Ζήνωνα ξέσπασε κι άλλη, ακόμα πιο σημαντική συνωμοσία, και πάλε γυναίκα η αιτία. Ο γιος του Ανθεμίου, του δυτικού Αυτοκράτορα, ο Μαρκιανός, είχε γυναίκα τη δεύτερη κόρη του μεγάλου Λέοντα, τη Λεοντία. Πορφυρογέννητη η Λεοντία, δηλαδή γεννημένη στον καιρό που βασίλευαν οι γονιοί της, της κάπνισε να ρίξη κάτω την Αριάδνη και να γενή αυτή Αυτοκρατόρισσα. Άμα λοιπόν ζορίστηκε η Βερίνα στα 479, μαζεύουν οι φίλοι της Λεοντίας μερικούς πλερωμένους, κ' ένα μεσημέρι, εκεί που σύχαζαν όλοι με το λιοπύρι, πέφτουν καταπάνω στο παλάτι. Μόλις πρόφτασε και πήδηξε από παράθυρο ο Ζήνωνας και γλύτωσε. Φίλος όντας του βασιλέα τότες ο Ίλλος, ξεκινάει από τη Χαλκηδόνα με μερικούς Ισαύρους και σταματάει το κίνημα. Πιάνουν και τον άντρα της Λεοντίας το Μαρκιανό, τον καλογερεύουν, και τον ξορίζουνε στην Καππαδοκία.
Ίσως πρέπει ναναφερθή πως είχε κ' ένα γιο ο Ζήνωνας συνονόματό του, κακορρίζικο όμως πλάσμα και κακομαθημένο από τους αυλικούς, αν και πάσκιζε ο πατέρας του να τον καλαναθρέψη. Δεν είναι να γράφουνται σε Ιστορία μέσα οι αχρειοσύνες του. Έσκασε, μωρό παιδί ακόμα, από την πολλή την παραλυσία.
Κατά τα τέλη της βασιλείας του Ζήνωνα βγαίνει στη σκηνή ο αδερφός του ο Λογγίνος και παίρνει κάμποσο δρόμο σε δύναμη και σ' αξιώματα. Φαινότανε λοιπόν πως αυτός θα τονέ διαδεχτή. Ο Ζήνωνας ως τόσο πηγαίνει και ρωτάει ένα μάγο ποιος θα είναι ο διάδοχος του, κι ο μάγος του απαντάει πως ένας Σιλεντιάριος. Υποψιάζεται αμέσως ο Βασιλέας τον πατρίκιο τον Πελάγιο και τονέ θανατώνει. Μέρα δεν έζησε ο Ζήνωνας από τότες δίχως φόβους κ' υποψίες· είτανε να τονέ λυπάται άνθρωπος. Απέθανε τέλος στα 491 από σεληνιασμό.
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Η Γοτθική πολιτική του Ζήνωνα
Τους θυμούμαστε τους Οστρογότθους όταν πέρασαν τον Ποταμό και πλακώσανε μέσα στο κράτος, κι αναγκάστηκε ο Λέοντας να τους κρατήση και να τους κάμη φοιδεράτους του να διαφεντεύουν τα βορεινά μας από άλλους εχτρούς. Αρχηγός τους τα χρόνια εκείνα είταν ο Θεοδομίρος. Στον καιρό του Ζήνωνα αρχηγός των Οστρογότθων είταν ο γιος του Θεοδομίρου ο Θεοδορίχος. Επειδή όμως θανταμώσουμε κι άλλονα Θεοδορίχο στην ίδια την εποχή, ας ονομάσουμε το γιο του Θεοδομίρου Θοδορίχο, να μην μπερδεύουνται τα δυο πρόσωπα. Είταν ο Θοδορίχος παλικαράς, θεόξυπνος, του σκοινιού και του παλουκιού. Τον είχανε φερμένο στην Πρωτεύουσα όμηρο από τότες που οι Οστρογότθοι συθηκολογήσανε με το Λέοντα (461). Τους δέκα χρόνους που έμεινε στην Πόλη, έκαμε η αυλή ό,τι μπόρεσε να τον αναθρέψη και να τον πολιτίση. Ως και Πατρίκιο τον τιτλοφόρησαν, και νύφη βασιλική τούταξαν. Εκείνος όμως μήτε τρίχα δεν άλλαξε, παρά μεταγύρισε στους δικούς του στα 471, δίχως μήτε τόνομά του να ξέρη να γράψη· κι όσο για έχτρα με τους δικούς μας, μεγάλωνε με τον καιρό αντίς να λιγοστεύη. Άμα πήγε στα λημέρια του άρχισε τους πολέμους και τα γιουρούσια. Δυο τρία χρόνια κατόπι (ό,τι πρωτανέβαινε ο Ζήνωνας το θρόνο) τονέ βρίσκουμε με τον πατέρα του και πλημμυρίζει όλη την Ιλλυρική. Κυρίευαν χώρες και πήγαιναν· ως τη Θεσσαλονίκη ζυγώσανε. Εκεί όμως ξαναγίνεται πάλι συθήκη, και παραμερίζουνε στην Κάτω Μοισία και στη Σκυθία. Τουλάχιστο αυτού βρίσκουνται κατασταλαγμένοι στον καιρό του Βασιλίσκου.
Στην ίδια εποχή απάνω ξεφυτρώνει κι ο Θεοδορίχος ο γιος του Τριαρίου, κατεβασμένος κι αυτός στη Θράκη από τον καιρό του Λέοντα και συφωνημένος να λαβαίνη χρονιάτικο δυο χιλιάδες λίτρες μάλαμα για να διαφεντεύη το κράτος.
Ας δούμε τώρα τι έτρεξε με τους δυο αυτούς αρχηγούς από τα 474 ως τα 488, ως τότες δηλαδή που τους ξεφορτώθηκε ο Ζήνωνας τους Οστρογότθους μια και καλή.
Στα πρώτα πρώτα εκείνα δράματα της βασιλείας του Ζήνωνα ο Θεοδορίχος πήγαινε με το Βασιλίσκο, κι ο Θοδορίχος με το Ζήνωνα. Σαν ξανανέβηκε όμως ο Ζήνωνας, γύρεψε φυσικά κι ο Θεοδορίχος να φιλιωθή με το νικητή. Μα μήτε ο Αυτοκράτορας μήτε οι Συγκλητικοί δεν τούδειξαν πολύ μεγάλη φιλία, μην ξεχνώντας τις βαρβαρωσύνες του σαν έκοβε των αιχμαλωτισμένων τα χέρια μαζί με το σκληρόκαρδο τον Αρμάτιο. Βλέποντας όμως ο Ζήνωνας κατόπι, στα 478, πως όσο πήγαινε δυνάμωνε ο Θεοδορίχος, κι όσο πήγαινε αδυνάτιζε ο φίλος του ο Θοδορίχος, αποφασίζει και του στέλνει πρεσβεία και του ζητάει τη φιλία του, με συφωνία ν' αφήση το γιο του όμηρο στην Πρωτεύουσα και να μένη ο ίδιος στη Θράκη, όχι όμως πια για πολεμικούς σκοπούς και γι αρπαγές, παρά να κάθεται και να χαίρεται τα όσα είχε από τα πριν αρπαγμένα. Μήτε να τακούση ο Θεοδορίχος αυτά. Πόλεμο λοιπόν αμέσως ο Ζήνωνας. Από Πόντο, απ' Ασία, από παντού μαζεύουνται αυτοκρατορικά στρατέματα. Διορίζει στρατηγό τους κάποιον του γυναικάδερφο, μα τόσο ανάξιος στάθηκε ο στρατηγός αυτός, που αναγκάστηκε ο Ζήνωνας να μηνήση του Θοδορίχου να κατέβη και να τονέ βοηθήση να χτυπήσουν το Θεοδορίχο. Αποκρίνεται ο Θοδορίχος πως έρχεται, σώνει να τονέ σπάσουνε στα γερά, κι όχι πια συθήκες μαζί του. Συφωνούν οι δικοί μας με κάποιους όρους, και ξεκινάει ο Θοδορίχος κατά τα νότια.
Είτανε συφωνημένο νανταμωθούνε, ο Θοδορίχος κι ο Πρωτοστράτηγος της Θράκης με κάμποσες χιλιάδες, στα στενά του Αίμου. Σαν κατέβηκε όμως ο Θοδορίχος στον Αίμο, μήτ' ένας στρατιώτης δε βρέθηκε να τον αντάμωση. Πηγαίνει ομπρός ο Θοδορίχος, κ' εκεί που ζητούσε «Ρωμαίους», ανταμώνει τους συμπατριώτες του με το Θεοδορίχο, κι αρχίζουν αμέσως τα συνηθισμένα τους, διαγουμίζουνε δηλαδή και κουρσεύουν ο ένας τον άλλον. Πηγαίνει μια μέρα ο Θεοδορίχος στην τέντα του Θοδορίχου και «Μωρέ» του λέει «τι κάθεσαι και κάνεις; Δε βλέπεις πως ο Ρωμαίος θέλει να μας ξεπαστρέψη, και μας βάζει να φαγωθούμε ανάμεσά μας;» Ξαφνίζεται αμέσως ο Θοδορίχος, αλλάζει γνώμη, φιλιώνουνται, γίνουνται συμμάχοι οι δυο οι Οστρογότθοι, και στέλνουν πρεσβεία στον Αυτοκράτορα ζητώντας του «κουβούκλια με τα κλήματα» που λέει ο λόγος.
Πάσκισε στην αρχή ο Ζήνωνας να ξεκολλήση το Θοδορίχο από το σύμμαχό του με δώρα. Αποτυχόντας όμως, αποφασίζει να στείλη καταπάνω του σωστή εκστρατεία και να την οδηγήση ο ίδιος. Ενθουσιάζεται ο στρατός, γυρεύει πόλεμο· το μετασυλλογιέται όμως ο Ζήνωνας, κι αντίς να οδηγήση το στρατό του στη Θράκη, τους ξανασκόρπισε στα χειμωνιάτικά τους λημέρια, μην τύχη και σηκώσουν και κεφάλι.
Άρχισε τότες ο Θοδορίχος μεγάλη καταστροφή και σφαγή κατά της Ροδόπης τα μέρη. Στοχάζεται λοιπόν ο Ζήνωνας να στείλη άλλο μήνημα του Θεοδορίχου, να κάμουνε δηλαδή ειρήνη, κ' έγινε αυτή η ειρήνη, με συφωνία να παίρνη ο Οστρογότθος χρονιάτικο όσα χρήματα του χρειάζουνται για μερικές χιλιάδες στρατό, να διοριστή στρατηγός Πραισέντης, και να δοθή στους ανθρώπους του ένας τόπος να κατοικήσουν. Κ' έτσι έγινε στρατηγός ο Θεοδορίχος αντίς το Θοδορίχο.
Ο Θοδορίχος ως τόσο είταν τώρα ως τη Μακεδονία πηγαιμένος. Φοβέριζε μάλιστα και τη Θεσσαλονίκη, κι απάνω στην ανησυχία τους οι Θεσσαλονικιώτες τα βάλανε με τον έπαρχο, πήραν τα κλειδιά της χώρας από τα χέρια του και τάδωσαν του δεσπότη, σημάδι κι αυτό πως σε κάθε ρωμαίικο κέντρο ο λαός δεν έπαιζε σαν δεν μπιστεύουνταν τους αρχηγούς του. Τους καθησύχασε όμως ο Ζήνωνας, στέλνοντας και στο Θοδορίχο ανθρώπους να τον καταπείσουνε να στείλη στην Πόλη πρεσβεία να τα μιλήσουν. Ο Θοδορίχος ως τόσο τώρα φούσκωσαν τα πανιά του, κ' εννοούσε να δέχεται κι όχι να στέλνη πρεσβείες. Αναγκάζεται λοιπόν ο Ζήνωνας και του στέλνει πρέσβη τον Αδαμάντιο να του προσφέρη την Παυταλία της Μακεδονίας και διακόσες λίτρες μάλαμα. Στο μεταξύ τραβάει ο Θοδορίχος ίσια κατά την Ηράκλεια (Μοναστήρι), κι από κει συναγροικιέται μ' άλλον πάλε Οστρογότθο, το Σιδιμούντο, αποκαταστημένο στα χτήματά του κοντά στο Δυρράχιο. Κ' εκεί που ο Σιδημούντος ζούσε ειρηνικά σαν κάθε υπήκοος του Αυτοκράτορα, σηκώνεται στο ποδάρι κι αυτός, και με πονηρό στρατήγημα κυριεύει το Δυρράχι. Κατόπι τονέ ζυγώνει κι ο Θοδορίχος. Έρχεται εκεί άνθρωπος από τον πρέσβη τον Αδαμάντιο με παράπονα πως απάνω στη διαπραγμάτεψη σηκώθηκε, πάλε ο Θοδορίχος κι άρχισε τα συνηθισμένα του, και με μήνημα να προσμένη ώσπου νάρθη ο πρέσβης.
Ξεκινάει ο Αδαμάντιος από τη Θεσσαλονίκη, έρχεται στην Εδέσσα (Βοδένα), ανταμώνει εκεί τον αξιωματικό το Σιβινιανό, τονέ διορίζει στρατηγό της Ιλλυρικής, και τοιμάζεται ο ίδιος να πάη νανταμώση το Θοδορίχο. Για ναποφύγη όμως την πισοφυλακή του Οστρογότθου, παίρνει μαζί του διακόσους στρατιώτες, περνάει από βουνά κι αδιάβατα μέρη, και πηγαίνει και πιάνει δυσκολόπαρτο βράχο σιμά στο Δυρράχι. Από κείθε απάνω κατεβαίνει στην πλαγιά μεγάλης χαράδρας με ποτάμι στα βάθια της, και στέλνει και φέρνει το Θοδορίχο, συνοδεμένο κι αυτόν από μερικούς καβαλλάρηδες.
Ανταμωθήκανε στους όχτους του ποταμού, ο καθένας από τη δική του μεριά, ο ποταμός ανάμεσα, μόνοι τους. Οι ανθρώποι τους παραμερισμένοι κάτι μακρήτερα. Άρχισε τότες η ομιλία. Είπε πρώτα ο Θοδορίχος τα παράπονά του, από τον καιρό που βρέθηκε γελασμένος στα στενά του Αίμου. Του απολογιέται ο Πρέσβης και του θυμίζει τις όσες τιμές τούκαμε ο Αυτοκράτορας, κι αυτός τις αψήφησε· του λέει πως αυτός ερχότανε για ειρήνη, και κείνος κυρίευε χώρες· τονέ συβουλεύει να προσέξη μη μαζέψη στρατό ο Αυτοκράτορας και τον αφανίση· του δείχνει τέλος δρόμο για μεγαλήτερα και πιο συφερούμενα κατορθώματα, τη Δαρδανία, που και πλούσια χώρα είταν κι ακατοίκητη. Αποκρίνεται ο Θοδορίχος πως ήθελε μερικούς μήνες ακόμα για ναναπαυτή κι αυτός και το στράτεμά του. Έπειτα του πρότεινε πράματα που δεν μπορούσε ο Πρέσβης να τα παραχωρήση δίχως του Αυτοκράτορα την άδεια, κ' έτσι χωρίστηκαν άπραγοι.
Ο Σαβινιανός ως τόσο τοίμαζε το στρατό του. Και σαν τοιμάστηκε, ξεκίνησε κατά την Εδέσσα, πέφτει καταπάνω της πισοφυλακής του Θοδορίχου, τους ξαφνίζει με σύγκαιρο κίνημα κι από τα πλευρά· το βάζει στο πόδι ο Γότθος ο στρατηγός, χαλνάει το γιοφύρι που πέρασε, μένουν οι άλλοι Γότθοι στα χέρια του Σαβινιανού, και πιάνουνται ως πέντε χιλιάδες αιχμάλωτοι, χίλια φορτωμένα αμάξια, κι άλλα πάμπολλα λάφυρα.
Τακούγει αυτά ο Ζήνωνας, και προστάζει το Σαβινιανό να πάη ομπρός ο πόλεμος. Βάσταξε λοιπόν αυτός ο πόλεμος άλλους κανέ δυο χρόνους, ώσπου θανατώθηκε ο Σαβινιανός και τονέ διαδέχτηκε ο Ιωάννης ο Σκύθης κι ο Μοσκιανός.
Τι απόγινε ο Θοδορίχος μερικόν καιρό δεν είναι γνωστό. Ξέρουμε μονάχα πως ο άλλος, ο Θεοδορίχος, πότε τον Ίλλο βοηθούσε να καταπονέση το Μαρκιανό, πότε με τους Ούνους πιάνουνταν. Οι Ούνοι εκείνοι άλλοι δεν είναι παρά οι φίλοι μας οι Βούλγαροι, που πρωτοφαίνουνται τώρα κι αυτοί. Τους έβαζε ο Ζήνωνας και χτυπούσαν τους Οστρογότθους, μην ξεχνώντας τη φρόνιμη του πολιτική να πολεμάη βαρβαρωσύνη με βαρβαρωσύνη. Φαίνεται όμως πως οι Ούνοι αυτοί δε βγήκαν τότες ασπροπρόσωποι με τους Οστρογότθους. Στα 481 μάλιστα ο Θεοδορίχος παίρνοντας θάρρος προχώρησε ως την Πρωτεύουσα. Τούκοψε τον αέρα του όμως ο Ίλλος και στεριάς και πελάγου. Κ' έτσι ξαναμπήκε ο Θεοδορίχος στη Θράκη, κι από τη Θράκη στην Ελλάδα με τριάντα χιλιάδες δικούς του. Εκεί απέθανε, πέσαντας από τάλογό του απάνω σε στηλωμένο κοντάρι, και τονέ διαδέχτηκε ο γιος του ο Ρεσιχάτης, ακόμα πιο σκληρόκαρδος αυτός, και τόσο ανοικονόμητος που στα 483 έβαλε ο Ζήνωνας το Θοδορίχο και τονέ σκότωσε.
Το Θοδορίχο τον ξανανταμώνουμε στα 482. Πλημμύριζε πάλε και ρήμαζε Μακεδονία και Θεσσαλία. Πήρε και τη Λάρισσα τότες. Άλλα έξη χρόνια βάσταξε αυτό το κακό. Πότε στ' ανοιχτά πόλεμος, πότε καλοπιάσματα από τους δικούς μας με προδοσίες από λόγου του. Στα 484 τονέ βρίσκουμε Ύπατο, και πολεμούσε τον Ίλλο. Στα 487 πάλε αρματωμένος κι αγριεμένος ξεκινούσε κατά την Πρωτεύουσα ρημάζοντας και διαγουμίζοντας τη Θράκη· ώσπου στα 488 τον κατάφερε ο Ζήνωνας και τράβηξε κατά τη Δύση, αφορμή να λευτερώση τη Ρώμη από τον Οδοάκερο, κ' έτσι ξεγλύτωσε τέλος πάντων η Ανατολή από τις Γοτθικές τις φουρτούνες.
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ο Ζήνωνας και τα θρησκευτικά
Τους αιρετικούς αγώνες τους ξανάβγαλε στη μέση ο Βασιλίσκος. θέλοντας νάχη μαζί του τους Ισαύρους και τους γειτόνους τους, που πολλοί τους είτανε Μονοφυσίτες, και να τους ψυχράνη με τον αντίπαλο του το Ζήνωνα, έβγαλε «Εγκύκλιο» κι αναθεμάτιζε τη σύνοδο της Χαλκηδόνας και τους κανόνες της. Υποστήριζε δηλαδή το Μονοφυσιτισμό, που καθώς θυμούμαστε τον καταδίκαζε εκείνη η σύνοδο. Αμέσως τότες κ' οι πεντακόσοι επίσκοποι της Χαλκηδόνας γυρίζουνε τα πανιά τους κατά τον καινούριο αγέρα που φύσηξε, και διαδίνουν πως άλλη σύνοδο τώρα δεν παραδέχουνται παρά τις πρώτες τρεις, Νίκαιας, Κωσταντινούπολης κ' Έφεσος, και πως τα πραχτικά της Χαλκηδόνας με τη βία τα υπόγραψαν.
Όσο κι αν είταν ο Μονοφυσιτισμός ξαπλωμένος σε Ασία και σε Αφρική, στην Πρωτεύουσα όμως και στα περίχωρα της δεν έπιανε η βαφή του, και πρώτος πρώτος ο Πατριάρχης ο Ακάκιος διαμαρτυρήθηκε για την εγκύκλιο. Δαιμονίστηκε, καθώς είδαμε, τότες ο Βασιλίσκος με τον Πατριάρχη, μα δεν είταν ο Πατριάρχης μονάχα· όλο τ' ορθόδοξο ποίμνιο τονέ διαφέντευε, κ' έτσι αντίς να τον αδυνατίση το Ζήνωνα η εγκύκλιο εκείνη, τονέ δυνάμωνε. Βλέποντας τόση αντίσταση ο Βασιλίσκος, έκαμε νακυρώση το ψήφισμά του, έφερε και τους πεντακόσους δεσποτάδες να βάλουνε στην ακύρωση την υπογραφή τους· είταν όμως αργά, επειδή καθώς ξέρουμε ξανανέβηκε το θρόνο ο Ζήνωνας.
Κ' εδώ αρχίζει το πιο περιεργότερο έργο του Ζήνωνα. Είχε όρεξη στην αρχή να κηρυχτή από το μέρος της ορθοδοξίας ίσια και πέρα, και να σπάση την αίρεση. Η αίρεση όμως δεν είταν και να φυσήξης να πέση, μάλιστα στην Αλεξάντρεια, που το κάθε κόμμα ήθελε και τον Πατριάρχη του, και μπορούσανε να σηκώσουν και στάση οι Αιρετικοί. Τι κάμνει λοιπόν ο Ζήνωνας στα 482; Βγάζει το περίφημο το «Ενωτικό» του, που από τόνομα μονάχα το νοιώθουμε τι πήγαινε να πη. Αν κι αναθεμάτιζε εκεί μέσα και το Νεστόριο και τον Ευτυχή, τους χριστολογικούς όμως τύπους τους δεν τους πείραζε, να μην αγριέψουν οι Μονοφυσίτες. Πάσκισε μάλλους λόγους να πάρη μεσιανό δρόμο, να τα οικονομήση. Οι δυο άκρες όμως, οι φανατικοί ορθόδοξοι κ' οι φανατικοί αιρετικοί, χεροτέρεψαν αντίς να ησυχάσουν, κ' έτσι από δυο κόμματα που είταν είχαμε τώρα τρία. Εδώ απάνω ανεκατεύουνται κ' οι επίσκοποι της Ρώμης, πρώτα ο Σιμπλίκιος κ' ύστερα ο Φήλικας, και με το να υποστήριζαν τους φανατικούς ορθόδοξους άνοιξαν ακόμα πιώτερο τα κομματικά εκείνα χάσματα. Ο Φήλικας μάλιστα πήγε και κάτι πιο μακρήτερα. Κατηγορώντας τον Ακάκιο που αφήκε το Βασιλέα νανεκατεύεται στα θρησκευτικά, τον αφόρισε. Αφορίζει τότες κι ο Ακάκιος το Φήλικα, κ' έτσι ψυχράθηκαν οι δυο οι Εκκλησίες και μείνανε χωρισμένες ως τριάντα πέντε χρόνια.
Αυτό το περιστατικό μας δείχνει αμέσως πόσο διαφορετικιά είταν η δυτική πολιτική στα εκκλησιαστικά, και πόσο φυσικό φαινότανε νάρθη ο χωρισμός που ήρθε κατόπι. Κι ο λόγος, πρώτο που η Ρώμη πια τώρα δεν είχε Αυτοκρατόρους μήτε δυνατόγνωμους μήτ' αδύνατους, και περνούσε εκεί ο λόγος του Πάπα· και δεύτερο, που στη Δύση δεν κατοικούσανε λαοί μήτε καλά καλά πολιτισμένοι, μα μήτε φιλόνεικοι και σοφιστικοί σαν τους δικούς μας, να βγάζουν κάθε λίγο κι από μια αίρεση. Ένα δρόμο πήγαιναν όλοι τους· πίστευαν πως ο Πάπας λάθος δεν μπορούσε να κάμη, και τον ακολουθούσανε. Με τέτοια λοιπό διαφορετικά στοιχεία, μήτε τώνε δικώ μας οι γνώμες δεν μπορούσανε να κολλήσουνε στη Ρώμη μήτε οι δυτικές στην Κωσταντινούπολη· είτανε δυο διαφορετικά συστήματα, ας πούμε δεσποτισμός και δημοκρατία. Αυτού μέσα βρίσκεται το καθαυτό μυστήριο του χωρισμού. Τα θεολογικά αίτια που αναφέρουνται και ξεδιαλύνουνται από τους όσους τα σπουδάζουν, είναι φυσικά κι αυτά αξιομελέτητα, μα καταντούνε δευτερεύοντα μπροστά στην καθαυτό, τη φυσικιά την αιτία.
Είναι ίσως ανάγκη να τα λαφροαγγίξουμε μια στιγμή τα ζητήματα αυτά, με μεγάλη προσοχή όμως, μην τύχη και ξεγλιστρήσουμε όξω από τα όρια της απλής αυτής ιστορίας.
Είπαμε παραπάνω κάτι για τα «πρεσβεία» που της έδινε της Ρώμης η σύνοδο της Χαλκηδόνας, σαν πρωτοβασιλεύουσα που είτανε. Μα σιμά σ' αυτό λέγουν ακόμα οι θεολογικοί ιστορικοί – της Δύσης όμως – πως οι πιο σπουδαιότεροι λόγοι που δίνουν τα πρωτεία στη Ρώμη είναι πως ο Απόστολος Πέτρος, ο καθαυτό ιδρυτής της Ρωμαϊκής Εκκλησίας, είταν πρώτος μέσα στη χορεία των Αποστόλων και πως στα πρώτα πρώτα χρόνια όλος ο χριστιανικός κόσμος κατά τη Ρώμη κοίταζε, και κείνηνα τιμούσε πιώτερο παρά πάσα άλλη Εκκλησία. Βλέπουμε όμως αμέσως πως κ' οι δυο αυτοί λόγοι είναι λόγοι που μήτε θεολογικούς καλά καλά. δεν μπορείς να τους πης· είναι λόγοι στηλωμένοι απάνω σε μια παράδοση, σ' ένα αίστημα. Καμιά, μήτε ιστορική μήτε θεολογική αξία δεν έχουν. Ιστορική και θεολογική αξία έχει ο κανόνας της Χαλκηδόνας, κι αυτός καθώς είδαμε είταν πολύ καθαρός. Και μήτε σηκώνει άλλη ξήγηση· α σήκωνε άλλη ξήγηση, δε θα πεισμάτωνε εναντίον του κανονισμού εκείνου ο Πάπας ο Λεόντιος Πρώτος.
Μα γιατί λοιπό δεν έπεσαν αμέσως τα πρωτεία της Ρώμης, θα πήτε, άμα έπεσε ο υστερνός της Αυτοκράτορας στα 476; Έπεσαν τα πρωτεία, και δεν έπεσαν. Ορίστε που τριανταπέντε χρόνια μήτε πρωτεία μήτε δευτερεία δεν της αναγνώριζε ο Πατριάρχης, καθώς και κατόπι πολλές φορές. Αν όμως, σάνε φιλιώνουνταν πάλε, φύλαγε η Ανατολή τον παλιό σεβασμό προς τη Δύση, ο λόγος δεν έρχεται μήτ' από τον Απόστολο Πέτρο μήτ' από άλλη παρόμοια παράδοση, παρ' από το μαγικό τόνομα της Ρώμης, που την έβλεπε πάντα η Ανατολή σα δοξασμένη μητέρα της, γέρικη ίσως και μα το ναι πεθαμμένη, μα σαν είδος μητέρα πάντα. Λόγος ανθρώπινος, κι όχι θεϊκός.
Ή μηγαρίς και στάλλα, τα κοσμικά της συστήματα η Κωσταντινούπολη δεν το είχε ακατάπαυα στημένο μπροστά της το ρωμαϊκό πρότυπο, αφού και Νέα Ρώμη λέγουνταν, και Ρωμαίοι οι κάτοικοι της, και λατινική κάμποσους αιώνες η επίσημη γλώσσα της;
Μια κ' έμεινε ο Πάπας ο μόνος Ρωμαίος ηγεμόνας της Δύσης, το θάρρεψε πως και στην Κωσταντινούπολη έπρεπε να βασιλέψη, κι ας είχαμε εμείς και πολιτικούς ηγεμόνες δικούς μας. Να μας λοιπόν πάλε στην καθαυτό την αιτία του χωρισμού, στην ίδια την αιτία που έκαμε τον Πάπα και κήρυξε πως ο Ζήνωνας δικαίωμα δεν είχε νανακατεύεται στα θρησκευτικά, μα πως έπρεπε και να υποτάζεται στους επισκόπους, και μάλιστα στον ίδιο τον Πάπα. Πόσο λογική και πόσο δίκια είταν αυτή η απαίτηση, το κρίνουμε από το δρόμο που πήρε ο ίδιος ο Πάπας αργότερα, όταν άρχισε νανεκατεύεται σε κοσμικά ζητήματα και να γίνεται δυο λογιώ μονάρχης, αυτός που δεν τον ήθελε το Ζήνωνα δυο λογιώ.
Δεν την ψεγαδιάζουμε και πολύ την Παπωσύνη που ανεκατεύτηκε στα κοσμικά της Δύσης τους ταραγμένους εκείνους καιρούς, που οι βαρβάροι πηγαινοερχόντανε μέσα στην Ιταλία σαν τα μερμήγκια στα μονοπάτια τους· την ψεγαδιάζουμε μονάχα που ήθελε και καλά να φέρη παρόμοια ιεραρχικά συστήματα στην Ανατολή, σα να μην τόβλεπε πως εκεί είταν άλλος λαός, άλλοι Βασιλιάδες. Ο κόσμος της ανατολικής Αυτοκρατορίας είταν κόσμος πολιτισμένος για κείνους τους καιρούς, κι όχι μισοπολιτισμένος ή και βάρβαρος. Ως και τα πανεπιστήμια της τα είχε η Ανατολή τότες. Και ποιος από τους αμέτρητους εκείνους σοφούς μας πούσκιζαν τρίχες να το καταπιή ανεξέταγο το επιχείρημα λόγου χάρη του Πάπα Συμμάχου προς τον Αναστάσιο, πως δηλαδή «ταξίωμα του επισκόπου είναι τόσο ανώτερο από το βασιλικό αξίωμα όσο ο Θεός από τον άνθρωπο!» Ο κόσμος θα χαλνούσε με τέτοιες νομοθεσίες στην Ανατολή. Ο Πάπας όμως μήτε τα μελετούσε αυτά μήτε του σύφερνε να τα μελετήση.
Αν έκαμαν οι Αυτοκρατόροι μας καλά ή όχι – από τον Κωσταντίνο και κάτω – να κανονίζουνε θρησκευτικά ζητήματα, και κάποτες με μέτρα τυραννικά μάλιστα, άλλος λόγος αυτό. Εκείνο που πρέπει εμείς να θυμούμαστε είναι πως δίχως τέτοια μέτρα θα κομματιάζουνταν το Κράτος και θα κιδύνευε η εθνική μας ενωσύνη κι' η ζωή μας χερότερα απ' όλες τις βαρβαρικές πλημμύρες που πλάκωσαν. Το κάτω κάτω, τι άλλο μας γλύτωσε από κάθε φουρτούνα παρά η Ορθοδοξία, εκείνη δα που και Πίστη κατάντησε να τη λέη ο λαός: Αυτά όμως τα είπαμε και στην Εισαγωγή. Εκείνο που μπορούμε να ξαναπούμε και δω είναι πως αξετίμητο καλό μας έκαμαν οι αυτοκρατόροι, όταν πήραν τη δογματική στα χέρια τους, και κανόνισαν το δρόμο της θρησκείας σα να είτανε συνηθισμένο πολιτικό ζήτημα.
Ο Ζήνωνας όμως μήτε τυραννικός δεν είτανε με τους αιρετικούς, παρά ζήτησε να προλάβη πολέμους και να φιλιώση τόσα και τόσα ανταγωνιστικά στοιχεία με γνωστικούς και με διπλωματικούς τρόπους. Και δεν είτανε μήτε απλό όργανο του ο Πατριάρχης του Ζήνωνα, μόνο σύθρονός του και συνεργάτης του, αφού δα αυτός τον παρακίνησε να βγάλη και το περίφημο το «Ενωτικό».
ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ο Αναστάσιος
Σαν απέθανε ο Ζήνωνας, εκεί που περίμενε ίσως ο κόσμος το Λογγίνο διάδοχο, ξεφύτρωσε άλλος γαμπρός για το θρόνο στη μέση. Κ' είτανε σταλήθεια γαμπρός ο Δυρραχιώτης ο Φλάβιος Αναστάσιος, ο ωραίος Σιλεντιάριος, ο «Δίκορος», καθώς τον παρονομάζανε, με το να είταν τόνα του μαύρο μάτι και τάλλο του γαλανό. Τον ερωτεύουνταν η βασίλισσα η Αριάδνη τον Αναστάσιο χρόνους και χρόνους. Είταν περίπου εξηντάρης σανέ χήρεψε ο θρόνος, κι ως τόσο τον αγαπούσε ακόμα η Αριάδνη. Βάλθηκε λοιπό να τον κάμη Βασιλέα, και το κατάφερε με τη βοήθεια των ευνούχων του παλατιού. Τονέ δέχτηκε ο λαός, τονέ δέχτηκε το Σενάτο. Ο Πατριάρχης όμως ο Ευφήμιος, με το να είταν ο Αναστάσιος αιρετικός (αρειανή η μητέρα, του, μανιχαίος ένας του θειος), δεν έστεργε να τονέ στεφανώση. Παρά να χάση λοιπόν τη βασιλεία παραιτιέται ο Αναστάσιος από τις προγονικές δοξασίες του, κ' υπογράφει έγγραφο πως παραδέχεται τα δογματικά ψηφίσματα της Χαλκηδόνας. Τονέ στεφάνωσε τότες ο Πατριάρχης, κ' ύστερ' από μερικές βδομάδες τελέστηκε κι ο επίσημος του γάμος με την Αριάδνη.
Είταν ο Αναστάσιος, καθώς είπαμε, ομορφάνθρωπος. Τον παρασταίνουν αψηλόλιγνο και με παρουσιαστικό, προκομμένο, γνωστικό κι αξιόπρεπο. Άρχιζε λοιπόν η βασιλεία του με καλές ελπίδες.