Sadece LitRes`te okuyun

Kitap dosya olarak indirilemez ancak uygulamamız üzerinden veya online olarak web sitemizden okunabilir.

Kitabı oku: «Το βιβλίο του μικρού αδερφού», sayfa 7

Yazı tipi:

Είχε ένα βαθύ σημάδι κι ο Σβάντε του περίγραψε πως ο μικρός αδερφός είχε μπήξει εκεί το νύχι του, πριν ξεψυχήση. Το σημάδι αυτό έμεινε πολλές μέρες και του φάνηκε κακά σα χάθηκε.

20

Μια μικρή κίτρινη κάσα είναι στη μέση της κάμαρας στην ίδια θέση, όπου πρωτήτερα είταν ένα κρεββάτι μ' ένα ζωντανό παιδί. Τώρα η κάμαρα είναι στολισμένη με ρόδα. Δε φαίνεται σχεδόν άλλο τίποτε από ρόδα κι από την πόρτα μπαίνει μια γυναίκα μόνη.

Κρατεί στα χέρια ένα παιδί και το παιδί είναι νεκρό. Δε θέλει ναγγίση άλλος κανείς το αγαπημένο της και με τα ίδια της τα χέρια, που δεν τρέμουν, το τοποθετεί στην κάσα. Του βάζει στην αγκαλιά ένα μικρό ξύλινο μαλλιαρό σκυλάκι, που αγαπούσε να κοιμάται μαζί του όταν είτανε γερό και κανείς δε στοχαζότανε το θάνατο. Είναι ο Φλόκι, που θέλει να συνοδέψη τον αφέντη του. Είναι ήσυχος σύντροφος στον ύπνο και δεν ενοχλεί κανέναν. Έπειτα κοιτάζει αν το αγόρι της είναι ξαπλωμένο καλά και του ισιάζει το κρεββάτι, σα να θέλη να της ραγιστή η καρδιά, και του φιλεί τα παγωμένα χείλη.

Έπειτα φεύγει και γω στέκω μόνος με το σκέπασμα, που, όπως της έταξα, πρέπει να το καρφώσω μόνος. Βιδώνω, βιδώνω κι ο κρότος της σμίλης απάνω στις βίδες που τρυπούν το ξύλο, αχεί διαπεραστικά και μου φαίνεται σα να έτριζα ο ίδιος εγώ τα δόντια από τον πόνο.

Όταν όμως τελειώνω, δεν αιστάνουμαι πόνο πια. Είναι σα να μου είχε νεκρώσει η αγωνία του τελευταίου καιρού κάθε ικανότητα να αιστάνουμαι, όπου κι αν κοιτάζω το βλέμμα μου απαντά παντού μόνο άνθη.

Βγαίνω όξω στη βεράντα κ' η μυρουδιά, που χύνει το αγιόκλημα, με χτυπά από το σκοτάδι στο πρόσωπο, η ίδια μυρουδιά που είτανε σκορπισμένη γύρω μου την ώρα που αιστανόμουνα να με σφίγγουνε τα δάχτυλα του παιδιού μου μ' όλη τη δύναμη του θανάτου. Όλα σβήσανε μέσα μου, όλα περάσανε. Συλλογίζουμαι κείνη που μόλις βγήκε αποδώ κι όλα όσα μέλλουνε να γίνουν. Αιστάνουμαι πως δε θα λάβω ποτέ καιρό να θρηνήσω όπως ήθελα το μικρό αγόρι μου με ταγγελικά μάτια κι ολομόναχος γονατίζω εμπρός στην κάσα του, εγώ, που δε γνωρίζω μπροστά σε ποιόνε γονατίζω και σε ποιον προσεύχουμαι.

Μα όξω στο νεκροταφείο είναι ένα μικρό μνήμα. Είναι καμωμένο σαν κήπος με φράχτη από πυξάρι, με μια τριανταφυλλιά και μια ραχούλα νωποχλοϊσμένη και σκεπασμένη με πυκνούς πυκνούς πανσέδες στην κορφή. Είναι διαφορετικό απ' όλα τάλλα μνήματα κι απάνωθέ του πρασινίζει μια φλαμουριά ερημική.

Απάνω στη ραχούλα είναι μια πέτρα και στην πέτρα είναι γραμμένα τα λόγια: « Ο μικρός μας Σβεν.»

Εκεί κοιμάται η ευτυχία μας, που μια φορά είτανε μεγαλήτερη από την ευτυχία άλλων. Εκεί κάτω από το χώμα είναι σκλαβωμένη η ψυχή της γυναικός μου, δεμένη με μαγικά δεσμά και καμιά αγάπη δεν μπορεί να την ξαναφέρη πάλι απάνω στη γις.

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

Έχουμε αιώνια μόνο το χαμένο

Ένρικ Ίψεν

1

Τίποτες απ' όσα περίμενα και φοβόμουνα δεν άργησε ναρθή. Η μόνη διαφορά είτανε πως ενώ η δυστυχία μεγάλωνε πάντα, εγώ δεν ήθελα να την πιστεύω, αν και την προαιστανόμουνα και γνώριζα πως θαρθή. Γιατί εμείς οι άνθρωποι το γνωρίζουμε πως θαρθή ο πόνος. Μόνο με ποια μορφή θαρθή δεν το γνωρίζουμε ποτέ.

Το πρώτο που αιστάνθηκα κ' εννόησα με τρόμο ανέκφραστο, όταν περάσανε τουλάχιστο τόσες μέρες, ώστε να μπορέσω να συνέρθω και να σκεφτώ όσα γίνανε, είτανε πως η γυναίκα μου δεν είχε μιλήσει ποτέ τόσο μέσα από την ψυχή της, όσο την ώρα που κάθησε μπρος μου στην κάμαρά μου και μου είπε πως είχε γεννηθεί για κακό και πως τώρα, που χάθηκε ο Σβεν, ζει μόνο για να πεθάνη. Πάντα ξαναέλεγα τα λόγια της, πάντα τάκουγα ναντηχούνε σταυτιά μου κι όσο περσότερο τα συλλογιζόμουνα, τόσο περσότερο βεβαιωνόμουν πως πάλευε αναμεταξύ του πόθου να πεθάνη και της αγάπης της σε με και τα παιδιά, που της πρόσταζε να ζήση. Ωστόσο εκείνα που μου είπε για την αγάπη της σε μας αρχίσανε λίγο λίγο να διώχνουνε μέσα στη σκέψη μου όλα τάλλα, που μαρτυρούσανε τον πόθο να πεθάνη, έναν πόθο που της είχε καταντήσει σχεδόν απόφαση. Την έβλεπα ναγωνίζεται μεταξύ εκείνου, που αιστανότανε για μας τους τρεις, που ζούσαμε ακόμα, και του θολού πόθου, που την έσερνε σε κείνον που χάθηκε. Είμαστε όλοι ένα σύνολο γι' αυτή κι από αυτού πήγαζε ο πόνος της· αιστανότανε πως δε θα μπορούσε να φιλιώση ποτέ τις αντίμαχες δύναμες, που παλεύανε για την ψυχή της.

Τα έβλεπα όλα αυτά. Τα έβλεπα όλον τον καιρό που βάσταξε ένα ταξίδι, που σχεδόν τη βίασα να κάμουμε, για να τη φέρω έξω στον ήλιο και στη θάλασσα και να της δώσω νέες εντύπωσες από τη ζωή. Δε θα λησμονήσω ποτέ αυτό το ταξίδι. Δε θα λησμονήσω ποτέ την απελπισιά, που με κυρίεψε, όταν κάθε βδομάδα που περνούσε παρατηρούσα ολοένα καθαρότερα πως όλα όσα έβλεπε γλυστρούσαν εμπρός της, σα να μην είτανε πραματικά γι' αυτή. Μου έκρυβε πολλά, μου έκρυβε ακόμα και τα δάκρυά της κ' εννόησα πως το έκανε γιατί είδε πως ζούσα μόνο με την ελπίδα να την ξαναφέρω στη ζωή κ' ήθελε να κρατήσω όσο το δυνατό περσότερο την ελπίδα αυτή. Το εννόησα αυτό ένα βράδι, που καθόμαστε σε μια βεράντα και κοιτάζαμε τα νορβηγικά φιόρδ και τα βραχόβουνα. Η Έλσα τα κοίταζε όλα πολλή ώρα, έπειτα έκλεισε τα μάτια εμπρός στην αγαπημένη της εικόνα και μου είπε:

– Γιώργο, γιατί με φέρνεις να δω όλα αυτά; Έπειτα άρχισε να κλαίη σιγά, μα προσπάθησε πάλι να κρατήση τα δάκρυα και γύρισε και με κοίταξε.

– Γιατί κάνεις τόσα πολλά για με; Γιατί είσαι τόσο καλός μαζί μου;

Καλήτερα θα είτανε να μ' άφινες να τραβήξω το δικό μου δρόμο.

Αιστάνθηκα πως είχα μπρος μου έναν πόνο, που δεν μπορούσε να μετρηθή ή να ζυγιστή. Αιστάνθηκα μετάνοια γιατί ήθελα να τη βγάλω έξω από τον πόνο και γιατί την άφησα να το παρατηρήση. Και τη στιγμή αυτή μου φάνηκε μικρό κι ανάξιο να δοκιμάσω να οδηγήσω ή να επηρρεάσω τη θλίψη της. Την έσυρα μόνο κοντά μου κ' είπα:

– Κλάψε κοντά μου! Κλάψε όσο θέλης! Μη βιάζης τον εαυτό σου!

Νομίζεις πως και γω δε λυπούμαι όσο και συ;

Τα δάκρυα της πλημμυρίσανε τα μάτια κι όμως το πρόσωπό της, που είτανε γυρισμένο σε μένα, έλαμπε τόσο από χαρά, σα να της ήρθε η μεγαλήτερη ευτυχία.

– Αλήθεια; είπε.

Με συγκίνησε τόσο το πως η γυναίκα μου πίστευε πως είχα λησμονήσει ή είμουνα στο δρόμο να λησμονήσω, ώστε ο πόνος μου ξέσπασε και δεν άκουγα και δεν έβλεπα άλλο τίποτε παρά εκείνο που αιστανόμουνα ο ίδιος και κείνο που με βασάνιζε. Της διηγήθηκα πόσο άχαρο μου φαίνεται τώρα το σπίτι μας, από τότε που έλειψε ο Σβεν. Της είπα τι φόβο είχα να ξαναγυρίσω εκεί και ναρχίσω την καθημερινή εργασία τώρα που ήξερα πως η κρυστάλλινη φωνή του δε θα με προσδεχότανε και δε θα κρυβότανε ο μικρός να με περιμένη να γυρίσω. Όλα αυτά της τα είπα κ' αιστάνθηκα πόσο ησυχότερη έγινε κει που ακκουμπούσε στο στήθος μου. Είμουνα ευτυχισμένος με τη συναίστηση πως μπορούσαμε ακόμα να αιστανόμαστε απαράλλαχτα κ' οι δυο. Μα ένοιωσα κιόλας πως ο φόβος που είχε, πως δε μοιράζουμαι τον πόνο της όσο ήθελε, ερχότανε από την ιδέα που είχε πως όλα όσα έκανα, όλα όσα στοχαζόμουν κ' έλεγα γινόντανε μόνο και μόνο για να την ξαναφέρω στη ζωή.

Αυτά στοχαζόμουνα τώρα. Μα έπειτα από κείνο το βράδι, καθώς το παρατήρησα καλά ο ίδιος, άλλαξε ο τρόπος μου προς τη γυναίκα μου. Έγινα υπομονετικός και δεν περίμενα να γυρίση τόσο γλήγορα τους στοχασμούς της από κείνον, που χάθηκε, σε μας, που μας είχε ακόμα. Έτσι μου έδειχνε περσότερη εμπιστοσύνη κ' έγινε ειλικρινέστερη μαζί μου. Το ταξίδι όμως γλυστρούσε σιμά μας, σα να είτανε μόνο φανταστικά όλα όσα βλέπαμε. Απαντήσαμε φίλους, μα καμιά συμπάθεια δεν κατώρθωσε να γεννήση στη γυναίκα μου άλλο αίστημα, παρά μόνο ευγνωμοσύνη· οι άνθρωποι γλυστρούσανε κοντά μας, σα να στεκόμαστε μέσα σε κάποια σύνορα, που δεν μπορούσε να τα περάση κανείς.

Και την ησυχία, που είτανε δυνατό να βρούμε, τη βρήκαμε μόνο ένα βράδι, που μεταφερθήκαμε στο νέο σπίτι μας, στη Στοκχόλμη. Την αλλαγή αυτή τη σκεδιάσαμε όταν ακόμα δεν υποψιαζόμαστε πως μπορούσε να συμβή ό,τι μας συνέβηκε τώρα, και πατήσαμε το καινούριο σπίτι μας μ' ένα αίστημα φόβου για το χειμώνα, που έφτανε.

Ωστόσο γνωρίσαμε δω τις πρώτες μέρες της ανακούφισης και της γαλήνης μέσα στον πόνο. Μετανοιώσαμε χίλιες φορές που κάμαμε το ταξίδι και σύραμε μαζί τον πόνο μας για να τον δείξουμε στον ξένον κόσμο.

2

Στο νεκροταφείο είναι μια μικρή πέτρα με την επιγραφή «Ο μικρός μας Σβεν». Είναι στημένη στο μικρό ύψωμα κάτω από μια φλαμουριά, που τα φύλλα της είναι τώρα μαδημένα. Πλάι στον κορμό της φλαμουριάς είναι ένα κάθισμα και στο κάθισμα κάθεται μια ολομόναχη, μαυροντυμένη γυναίκα με μακρύν πέπλο, όπως μιας χήρας. Κάθεται πολλή ώρα εκεί και κάτω από το χινοπωριάτικο φως μιλεί με κάποιον, που δεν τον βλέπει κανείς.

Λέει του αμαξά, που στέκει κοντά στο μνήμα, να φύγη κι αυτή σκύβει και μαζεύει στο μαντήλι της χώμα από τον τάφο. Έπειτα βγάζει από μια μικρή τσάντα ένα κομάτι μαύρο μεταξωτό παννί, βελόνα, κλωστή και ψαλλίδι. Κόβει το παννί και ράβει ένα μικρό σακκουλάκι. Το γεμίζει χώμα, κολλά σ' αυτό τα χείλη της κ' έπειτα κλείνει με ραφή το σακκουλάκι. Τη ραφή την κάνει τόσο σφιχτή, που να μην μπορή να φύγη ούτε σπειρί από το χώμα, και στις άκρες στεριώνει ένα κορδόνι. Έπειτα μαζεύει πάλι τα πράματά της και κάθεται πολλή ώρα εκεί με το μαύρο φυλαχτό στο χέρι και συλλογίζεται πως τώρα είναι αφιερωμένη σε κείνον που κοιμάται στο μνήμα.

Έπειτα γονατίζει κάτω από τάφυλλα κλαδιά της φλαμουριάς και φιλεί την πέτρα, όπου είναι γραμμένο τόνομα του αγαπημένου της. Ήσυχα κ' επίσημα, σα να έκανε κάποια ιερουργία μπροστά σε πολλούς ανθρώπους, περνά το κορδόνι στο λαιμό, ανοίγει το φόρεμά της και βάζει κοντά στο στήθος της το ιερό χώμα.

Όλην την ώρα το πρόσωπό της είναι σοβαρό, μα κ' ευτυχισμένο και φωτεινό και πρι να σηκωθή, φιλεί το χώμα κάτω από τα πόδια της κ' έπειτα στέκει και ρίχνει μια ματιά στο μνήμα. Ολάκερο δάσος από φυτά ανθεί σε γλάστρες γύρω στο μνήμα και νωπά λουλούδια είναι απάνω στο ύψωμα. Κανένα άλλο μνήμα δεν είναι τόσο ωραίο, τόσο περιποιημένο, τόσο πλούσια στολισμένο ίσια ίσια τώρα που ο χινοπωριάτικος άνεμος συνταράζει τα δέντρα.

Γελά τότε από χαρά και ξαναμιλεί σιγά και γκαρδικά σε κάποιον, που δεν τονέ βλέπει κανείς. Έπειτα πηγαίνει στο αμάξι, που περιμένει στην πύλη του νεκροταφείου, και γυρίζει μ' αυτό στο σπίτι.

Μα όταν μπαίνη μέσα, έρχεται ίσια σε με, βγάζει το φυλαχτό και μου λέει τι έχει μέσα. Έπειτα μου το φέρνει εμπρός στο στόμα και με παρακαλεί να το φιλήσω. Το κάνω για να μην της ταράξω τη χαρά και μ' ένα ευτυχισμένο χαμόγελο το ξανακρύβει στο στήθος της ενώ λέει:

– Αν ήξερες πόσο είμαι ευτυχισμένη όταν είμαι έξω κοντά στο Σβεν, δε θα σε πείραζε που πηγαίνω τόσο συχνά. Είμαι για πολλές μέρες ήσυχη, όταν πηγαίνω σε κείνον.

Έπειτα φεύγει πάλι και μ' αφίνει μόνον. Κι όταν ύστερ' από λίγες ώρες σηκώνουμαι από την εργασία μου και πηγαίνω να τη βρω, είναι μπροστά στο μικρό κομμό του Σβεν κ' έχει στα χέρια της τα πράματα που μια φορά είτανε δικά του.

3

Έτσι γυρίζουν πάντα οι στοχασμοί της σε κείνον που είναι νεκρός και δεν υπάρχει τίποτε που μπορεί να την εμποδίση. Λέει πως θα πάη κοντά του γλήγορα και το λέει μ' έναν τόσο ήσυχο, εμπιστευτικό, στοχαστικό τόνο, σα να είτανε και για τους άλλους το φυσικότερο πράμα του κόσμου, όπως είναι γι' αυτή.

Κάποτε προσθέτει:

– Ήθελα μόνο να ζούσα, όσο να μεγαλώσουνε λιγάκι ακόμα τα παιδιά και να μη με χρειάζουνται πια.

Έπειτα παίρνει το πρόσωπό της μιαν απελπισμένη έκφραση, σα να ήξερε καλά πως αυτός ο πόθος είναι κατιτί περσότερο παρότι μπορεί να ελπίζη ή να ποθή και το μέτωπό της κάνει μια βαθειά δίπλα ανάμεσα στα μάτια, σα να της προξενούσαν πόνο οι στοχασμοί της. Αιστάνεται πως πρέπει να διαλέξη ανάμεσα θανάτου και ζωής, τουλάχιστο στους πόθους της και δεν το μπορεί. Γι' αυτό θέλει να ζήση ένα διάστημα για χάρη αυτών που ζούνε κ' έπειτα να πεθάνη και να μείνη με κείνον, που αιστάνεται πως του ανήκει. Γυρεύει ένα συμβιβασμό αναμεταξύ του πόθου να πεθάνη και της ανάγκης να ζήση και σα να τα φοβάται και τα δυο, γιατί και τα δυο παλεύουνε να κυριαρχήσουν την ψυχή της και τα δυο την τυραννούν ατέλειωτα, καθένα με τον τρόπο του.

– Θυμάσαι, λέει, που σου είπα πως δεν πιστεύω να υπάρχη άλλη ζωή έπειτ' από αυτή; Εσύ μ' έκαμες να το πιστεύω.

Το πρόσωπό της σκοτεινιάζει ενώ το λέει κ' η φωνή της έχει έναν τόνο οργής που με θλίβει.

Το παρατηρεί και για να μ' εξιλεώση πιάνει το χέρι μου, ενώ ξακολουθεί:

– Τώρα πιστεύω πως υπάρχει και τώρα γνωρίζω πως μπορεί κανείς ναρχίση να ζη μια τέτοια ζωή εδώ στη γις. Χρειάζεται μόνο να χάση κάποιον, που μαζί του είναι τόσο σφιχτά δεμένος, ώστε να έχη το συναίστημα πως πήρε και τη δική του ψυχή μαζί. Σχεδόν κάθε βράδι έρχεται και με βρίσκει ο Σβεν. Δεν έρχεται όταν το θέλω ή όταν τον παρακαλώ ναρθή. Δεν έρχεται όταν κλαίω, όταν τον λαχταρώ και του απλώνω τα χέρια και φωνάζω τόνομά του. Όταν δεν τον υποψιάζουμαι, τότε τον βλέπω καθισμένον κοντά μου. Κι όταν είμαι ήσυχη τότε και χαρούμενη, μου χαμογελά και φαίνεται ευτυχισμένος. Με κοιτάζει, όπως με κοίταζε όταν ζούσε, και πριν προφτάσω να στοχαστώ χάνεται πάλι. Ωστόσο είμαι ευτυχισμένη. Γιατί γνωρίζω πως είτανε κοντά μου. Έρχεται συχνά όταν εσύ κοιμάσαι και γω μένω άυπνη. Κάποτε λέω να σε ξυπνήσω. Μα δε τολμώ. Γιατί φοβούμαι πως αν ξυπνήσης, θα χαθή. Και τότε μπορεί να μην πιστέψης εκείνο που βλέπω.

Με κοίταζε όλην την ώρα φοβισμένη, σα να νόμιζε πως θα της αντιλογήσω. Μα δεν το κάνω ποτέ. Δεν το γνωρίζω κιόλας ο ίδιος τι πιστεύω.

Έχω πάθει τόσο φοβερούς κλονισμούς, που δεν τολμώ να πω τι είναι πραγματικότητα και τι φαινόμενο στην πείρα των άλλων. Μήπως το γνωρίζω τουλάχιστο μονάχα στη δική μου; Μήπως γνωρίζω πως είναι πραγματικότητα μονάχα εκείνο, που φτάνω με το λογικό μου; Είναι αποκλεισμένο να υπάρχη μια πραγματικότητα, που δεν μπορεί να τη φτάση κανείς μόνο με το αίστημα ή, – γιατί όχι – και με τη φαντασία ακόμα; Μου φαίνεται, πως θα είτανε το ίδιο σα να κολόβωνα τον εαυτό μου αν ταπείνωνα το αίστημά μου και τη φαντασία μου τόσο, ώστε να πω πως υπάρχουνε μονάχα για να είναι υποταγμένα στο λογικό. Στη σκέψη μου μού φαίνεται το ίδιο σα να ήθελα να κάμω το μάτι ναρνηθή το σωματικό πόνο, γιατί δεν τον βλέπει, ή το αυτί να μην παραδεχτή το αίστημα της γεύσης, γιατί δεν είναι δυνατό να το ακούση. Κι όσο κι αν γνωρίζω καλά τα επιχειρήματα, που μπορούνε ναντιταχτούνε σ' έναν τέτοιον τρόπο σκέψης, μου είναι αδύνατο να τα δεχτώ στην περίσταση αυτή. Ούτε πιστεύω, ούτε δεν πιστεύω. Μένω σα να πούμε καρτερώντας με αγωνία πως μια μέρα θα μπορέσω να φωτιστώ για ό,τι δε γνωρίζω.

Και μ' αυτό βλασταίνει μέσα μου μια σκέψη, που ρίζωσε τη στιγμή που γνώριζα πως θα πεθάνη το παιδί μου. Εννοώ πως ό,τι κι αν είναι αυτό, πραγματικότητα είτε φαντασία, μια μέρα θα μου πάρη τη γυναίκα μου. Είναι τόσο στενά δεμένη με τη ζωή μου, που δεν μπορώ να κάμω χωρίς αυτή. Ενάντια στην ευτυχία μου, που τηνέ νόμιζα μια φορά τόσο δυνατή, ώστε να κοιτάζω, σαν από ψηλά, κάτω την ευτυχία των άλλων, ορθώνεται μια δύναμη, που είναι η μοίρα όλων όσοι ζούνε. Ο θάνατος στέκει μπροστά μου, όπως έστεκε μια φορά μπροστά στο Σβεν στην εικόνα, που ήθελε να του τη διηγούνται σαν παραμύθι. Το κουδούνι σημαίνει και κείνος, που πρέπει να φύγη αποδώ, ακούει τόνομά του κι όποιος πάλι δεν το ακούει οφείλει να μείνη. Η διαφορά είναι μόνο πως εγώ βλέπω το θάνατο από μακριά, πολύ πριν πλησιάση, γνωρίζω πως θα σημάνη το κουδούνι και πως εκείνη που θα καλέση, θα φύγη με χαρά.

Μα δε θέλω να καταραστώ άνεργος τη δύναμη του θανάτου. Μέσα μου μεγαλώνει ένας πόθος δυνατότερος παρότι το συναιστάνουμαι. Είναι ο ίδιος πόθος που έκαμε τη γυναίκα μου να φωνάξη, άμα βεβαιώθηκε πως θα πεθάνη το παιδί της: «Δεν πρέπει να πεθάνη. Το ξέρω πως δε θα πεθάνη.» Με τον ίδιον τρόπο λέω τώρα και γω στον εαυτό μου: «Δε θέλω να τη χάσω. Πρέπει να ζήση στο πείσμα όλων.» Δε βλέπω πως προσπαθώ το αδύνατο. Η κρίση, που ξύπνησε αμέσως τότε όταν είτανε γι' αυτή, κοιμάται τώρα που είναι για με το ζήτημα, θέλω να πολεμήσω με το θάνατο για να βαστάξω την ευτυχία της και τη δική μου, έτσι όπως ανθούσε μια φορά, όχι τότε που μας χαμογελούσε η ζωή, μα τουλάχιστο τότε που δοκιμάσαμε την τιμωρία της κι ωστόσο νομίζαμε πως μπορούσε να μας χαμογελάση. Ήθελα να κάμω το καθετί για να την ξανακερδίσω. Σαν τον Ορφέα ήθελα να κατεβώ στον Άδη, να τη βιάσω με την αγάπη μου να ξαναγυρίση, κι αν με ακολουθούσε, δε θα έστρηβα βέβαια να κοιτάξω πίσω τις σκιές.

Αυτό εύχουμαι μέσα μου και δεν περιμένω γλήγορα την αμοιβή. Απεναντίας ετοιμάζουμαι για μια μακρή, σκληρή δοκιμασία και γνωρίζω από πριν πως το πρώτο, που πρέπει να μάθω, είναι η τέχνη να προσμένω.

Έχω όμως τόση βεβαιότητα στην πίστη μου, ώστε χαμογελώ μέσα μου όταν την ακούω να μιλή για το θάνατο. Μπορώ να την ακούω να λέη πως ποθεί να φύγη και μπορώ να αιστάνουμαι το χάδεμά της, άμα με παρακαλεί να τη συχωρέσω. Τότε απολαβαίνω το χάδεμα και λησμονώ τα λόγια της. Έχω μια μεγάλη, απέραντη βεβαιότητα πως η νίκη είναι τελειωτικά δική μου κι όχι εκείνου, που κοιμάται στη γις. Τον παίρνω σύμμαχο στους στοχασμούς μου, της λέω μάλιστα ακολουθώντας τη σειρά των δικών της στοχασμών, πως έχει υποχρέωση να ζήση, γιατί το θέλει ο Σβεν, γιατί μου το ψιθύρισε εκεί που κοιμόμουνα.

Μ' ακούει με ξαφνισμένα, αστραφτερά μάτια κ' έπειτα από πολύν καιρό – τόσο πολύ που δεν μπορώ πια να θυμηθώ τι είπα – μου διηγιέται πως ο Σβεν κάθησε στο κρεββάτι της, ντυμένος το καινούριο άσπρο του φόρεμα με τη γαλάζια κορδέλα, και της είπε:

– Μαμά, δεν πρέπει να κλαις τόσο πολύ για μένα. Με πονεί το κεφάλι όταν κλαις.

Ακούω αυτά τα λόγια και τα παίρνω σαν έναν καλό οιωνό. Με μεγαλήτερη τώρα ελπίδα παρά ποτέ ονειρεύουμαι ένα μέλλον, όπου το νεκρό παιδί μας γίνεται ένας δεσμός γερότερος, παρότι είταν όταν ζούσε, και θυμούμαι με δάκρυα στα μάτια τα λόγια, που μου είχε διδάξει εκείνη μια φορά:

Να γεράσουμε μαζί.

4

Ο αγώνας αυτός που άρχισα δεν είταν τίποτε λιγότερο παρά μια πάλη με το θάνατο κι ο κατοπινός καιρός ένα ατέλειωτο συνάλλασμα μεταξύ της σκοτεινότερης απελπισιάς και της φωτεινότερης ελπίδας. Φυσικά, το δυσκολώτερο σε μια τέτοια περίσταση είναι να περιμένη κανένας ήσυχος ό,τι έχει να γίνη και να τα παρατά όλα στον καιρό με υπομονή, ενώ ταυτόχρονα πιστεύει πως καθετί που γίνεται φέρνει σιμότερα τη νύχτα, που ελπίζει πως θα μπορέση να την κρατήση μακριά. Με πόση προσοχή παρατηρούσα τη γυναίκα μου την εποχή αυτή! Πώς την παρακολουθούσα στις εκδρομές της στο νεκροταφείο! Και πώς χαιρόμουνα όταν την έβλεπα να μαζεύη φαιδρή κ' ήσυχη τα παιδιά γύρω της, να τους διηγιέται και να τους διαβάζη, έτσι όπως μονάχα αυτή μπορούσε να το κάνη! Κ' οι φωνές τους αντηχούσανε χαρωπές όλες μαζί, όταν εκείνο που τους διάβαζε έδινε αφορμή σε αστεία σχόλια. Και πώς πάλι παραμόνευα στο τραπέζι, ή στη βραδινή μας συνάθροιση κάτω από το φως της λάμπας, εκείνη τη βιασμένη, την αφαιρεμένη έκφραση στο πρόσωπο της γυναικός μου, που ερχότανε σα σύννεφο και μας έκανε όλους βουβούς.

Είτανε τότε σα να έφευγε η ψυχή της από μας και μας άφηνε μόνους. Τα παιδιά αλλάζανε μαζί μου ματιές, που λέγανε καθαρά πως το αιστανόντανε κι αυτά όπως και γω, όσο τους το συχωρούσε η ηλικία, ματιές που μαρτυρούσανε πως υποφέρανε το ίδιο, αν και τους είταν αυτών ευκολότερο να διασκεδάζουνε τους στοχασμούς τους. Ο Σβάντε σηκωνότανε και χάδευε τη μαμά και δεν ένοιωθε τον εαυτό του πειραγμένον, που δεν κατώρθωνε να ξεσυννεφιάση το βλέμμα της. Έπειτα ερχότανε σε μένα κ' έλεγε:

– Πόσο λυπούμαι τη μαμά.

Ο Ούλοφ έμενε ησυχότερος και προσπαθούσε να μιλή μαζί μου, σα να είταν όλα όπως έπρεπε να είναι. Όμως τα μάτια του παρακολουθούσαν τη μητέρα κι όταν εκείνη έβγαινε όξω για να είναι μόνη, όπως το έκανε συχνά, όταν αιστανότανε πως δεν μπορούσε να μας κοιτάζη περσότερο και να μας μιλή, τότε ο Ούλοφ συνήθιζε να πηγαίνη σιγά στην πόρτα και να στέκη ώρα εκεί και νακροάζεται. Αν η σιωπή βαστούσε παραπολύ, τότε έμπαινε μέσα σιγά σιγά κι αν πάλι η μητέρα δεν τον ήθελε, τότε γύριζε σιωπηλός και καθότανε με υπομονετική φυσιογνωμία, σα να ήξερε πως δεν έπρεπε να ταπαιτή όλα μεμιάς.

Κι όταν σε τέτοιες στιγμές καθόμαστε μόνοι μας οι τρεις, συλλογιζόμαστε όλοι εκείνο που γινότανε πίσω από την κλεισμένη πόρτα, όπου η γυναίκα μου πάλευε να φτάση όλο και σιμότερα στα σύνορα, που τελειώνει η ζωή.

– Ξέρετε από τι υποφέρει η μαμά; είπα μια μέρα.

Ο Ούλοφ κοίταξε αλλού, χωρίς να μιλήση, ο Σβάντε όμως απάντησε:

– Ναι.

Δε χρειαζότανε κιόλας να ρωτήσω. Γιατί ήξερα πως τους είχε προετοιμάσει αυτή για ό,τι είχε να γίνη.

5

Το βράδι, όταν έμενα μόνος, κάθιζα συχνά κ' έγραφα, για να διασκεδάζω τους στοχασμούς μου ή έτσι για να κάνω κάτι. Έγραφα ένα είδος ημερολόγιο, που το φύλαγα στο βάθος ενός συρταριού για να μην πέση τυχαία στα χέρια της Έλσας.

Τώρα το ξαναδιάβασα κι ό,τι είναι κει γραμένο μου φαίνεται σα να γράφηκε δω και πολύν καιρό. Μόλις μπορώ να πιστέψω πως δεν περάσανε από τότε ούτε δυο χρόνια. Μα εκεί που το διαβάζω τώρα, ζωντανεύουν όλα όσα γίνανε κ' αιστάνουμαι πάλι τα μαρτύρια της φοβερής αυταπάτης, που με συντηρούσε τότε.

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ

4 τον Σεπτέμβρη

Κάθουμαι δω και συλλογίζουμαι το μικρό Σβεν. Όλα είναι σιωπηλά γύρω μου και νομίζω πως τον βλέπω, όπως τις τελευταίες μέρες που είταν ορθός ακόμα, να περπατά στους δρόμους του κήπου κρατώντας με το μικρό, τρυφερό του χέρι το δικό μου και να μιλή αδιάκοπα, ενώ με κοίταζε με τα στοχαστικά παιδικά μάτια του. Και καθώς βυθίζουμαι στην ανάμνηση αυτή, η απελπισία πως δε θα τον ξαναδώ ποτέ μου είναι όσο δε λέγεται πικρή. Γιατί αυτός είτανε χωρίς να το υποψιάζεται το κέντρο του σπιτιού. Είταν αυτός, που έτρεχε σε μας τους τέσσερους μεγάλους και γέμιζε το σπίτι με τα κελαδήματά του, όταν ερχόμαστε. Γύρω σ' αυτόν μαζευόμαστε με την παραμικρότερη αφορμή για νακούσουμε με χαρά τι έλεγε. Τώρα ο πατέρας του πρέπει να προσπαθή να γίνεται σκληρός στην ανάμνηση, για να μην αφήση τον εαυτό του να κυριευτή από την απογοήτεψη και να συγκρατήση κι όλους τους άλλους. Δεν του επιτρέπεται ούτε και να συλλογίζεται πολύ. Ούτε ακόμα και να θλίβεται. Γιατί τότε θα ναυαγούσαν όλα.

Ήρθε μόνο για να πάρη τη μητέρα του και ναφήση στη θλίψη εμάς τους άλλους; Ή ήρθε μόνο για να φύγη, τόσο ήσυχα κι ωραία όπως έφυγε, και να μας διδάξη όλους με το θάνατό του τη μεγάλη τέχνη της ζωής;

16 τον Οχτώβρη

Τα συλλογίστηκα όλα και τα είδα όλα και γνωρίζω πού γύρω γυρνά η πάλη. Είδα μέρα με την ημέρα πως όλα χειροτερέψανε. Και δεν είναι χαρά το να βλέπη κανείς καθαρά. Είναι πόνος. Τον καιρό αυτό μπόρεσα να παρακολουθήσω κάθε λεπτομέρεια κ' ένας λόγος ή ένα βλέμμα είχαν τη δύναμη να με κάμουν να τρέμω ίσια με το βάθος της ψυχής μου, γιατί γνώριζα τι σημασία είχαν. Την είδα να λιώνη εμπρός μου και μπρος στα παιδιά και να μιλή με κάτι αόρατο. Έπρεπε να τεντώσω όσο μπορούσα πιο πολύ κάθε μου νεύρο για να πάρω με βία από τα μάτια της το βλέμμα, που έδειχνε πως ήρθε στη συναίστηση πως δεν είτανε μόνη. Την είδα να τα αιστανθή και να τα νοιώση όλα μόνη της, να προαιστανθή και να γνωρίση τι παραμόνευε μέσα της. Έπεσε μπρος μου τρομαγμένη και με παρακάλεσε να μην την αφήσω να φύγη – μα να έχω ακόμα λίγη υπομονή.

Υποφέρω φοβερά να παρακολουθώ τον αγώνα της κι ωστόσο γνωρίζω πως αυτό, που μου έγινε τώρα μαρτύριο, είναι μόνο μια άλλη όψη από τις ίδιες ιδιότητες μιας πλούσιας και δυνατής φύσης, που τα κύματά της φουσκώνουν όπως της θάλασσας – από τις ίδιες ιδιότητες, που μου χαρίσανε μια φορά όλη την ευτυχία και την αγαλλίαση του κόσμου.

30 του Οχτώβρη

Η φοβερή αγωνία αρχίζει να περνά κ' η γυναίκα μου αιστάνεται τον εαυτό της καλήτερα μέρα με την ημέρα. Έπειτα από τη σκοτεινιά του χειμώνα θα μακρύνουν οι μέρες κ' οι ώρες θα γίνουνε φωτεινότερες.

8 του Δεκέμβρη

Είναι καιρός που δεν άγγιξα το ημερολόγιό μου. Μα ο λόγος είναι πως εργαζόμουνα. Έγραψα ένα θεατρικό έργο. Μέσα σε διόρθωσες κ' εργασία κάθε λογής, μέσα στις συχνές αδιαθεσίες της γυναικός μου και σε μια νευρικότητα, που έκαμε όλο το είναι μου να φαίνεται σα μια χορδή τεντωμένη, σηκωνόμουνα πρωί κ' έκλεβα τον καιρό κ' έγραφα. Τη νύχτα καθόμουνα ως τις δυο. Έκοβα την εργασία και πήγαινα έξω και δειπνούσα για νακούω θόρυβο και να βλέπω ανθρώπους, για να βρίσκουμαι μέσα σε μια ζωή όλη πυρετό, να την αιστάνουμαι να βουίζη γύρω μου και να μου καίη τα μηλίγγια.

Το έργο τέλειωσε όμως κ' αιστάνουμαι μόνο μια μεγάλη κούραση. Εκείνο που ζητώ τώρα δεν είναι ούτε δόξα ούτε ποιητική χαρά. Έχω το συναίστημα πως ο νους μου ζει μόνο σε βάρος του άλλου μου κορμιού. Ναι, είναι κρίμα πως η μέρα έχει μόνο εικοσιτέσσερες ώρες, άμα θέλη κανείς να κατορθώση το αδύνατο.

17 του Δεκέμβρη

Μου φαίνεται πως, χωρίς να το γνωρίζω καθαρά, όλα όσα έζησα και ζω, ό,τι είμουνα κ' είμαι, τραβούνε μ' έναν παράξενον τρόπο προς ένα τέλος, δίχως εγώ να μπορώ να κινήσω ούτε το δάχτυλο. Στο μεταξύ ζω τη συνηθισμένη μου ζωή και δεν πιστεύω πως με βρίσκει κανένας αλλαγμένον. Άμα βγαίνω έξω κι απαντώ κόσμο είμαι φαιδρός, παραπολύ φαιδρός μάλιστα. Γιατί αυτό ανακουφίζει.

Μέσα στο σπίτι όμως ζω την πραγματική μου ζωή. Κι αδιάκοπα έχω το συναίστημα σα να γλυστρά απάνω σ' αυτή και σε μένα κάτι από κείνο, που μια φορά σε μιαν όλωςδιόλου διαφορετική περίσταση το είπα πως είναι « μεγαλήτερο από ευτυχία και δυστυχία», κάτι από κείνο που δεν έχει όνομα.

Το κέντρο σε όλα αυτά είναι φυσικά η γυναίκα μου. Αν βαδίζη προς την υγεία ή προς το χαμό, δεν το γνωρίζω. Αυτό μου φαίνεται τώρα πως είναι κατιτίς, όπου δεν μπορώ να κάμω τίποτε. Κάποτε μου φαίνεται σα να στέκω έξω, σα να μην έχω κανένα μέρος σ' αυτό και να μην μπορώ να το φτάσω ποτέ. Και σ' όλα αυτά δεν υπάρχει καμμιά έξαψη, μα μόνο ένας καρτερικός πόθος, που είναι δίχως χρώμα.

25 του Γεννάρη

Η γυναίκα μου κάθησε σήμερα στο πιάνο. Δε θέλει βέβαια να τραγουδήση ακόμα, ωστόσο άκουσα μουσική στο σπίτι μου κ' οι αλλοτινές μελωδίες δώσανε στο πνεύμα μας μια νέα φωτεινότερη διάθεση. Γενικά τον τελευταίον καιρό την κυρίεψε κάτι νέο, κάτι που τάζει περσότερα από το πρωτητερινό. Ξύπνησε στη ζωή και φέρνεται μαζί μας, όπως μια φορά. Ίσως όχι όλωςδιόλου το ίδιο όπως μια φορά, όμως αιστάνουμαι πως έρχεται κάθε μέρα πάντα πιο κοντά μας. Κάποτε πιστεύω εκείνο που λέει, πως δηλαδή όλο αυτό έρχεται από το πως γνωρίζει πως θα πεθάνη γλήγορα και πως αυτή η ελπίδα τη συγκρατεί.

Κάποτε όμως πιστεύω πως και να είναι τώρα όπως το λέει, ωστόσο όλα αυτά θαλλάξουνε γλήγορα σε κάτι μεγαλήτερο, κάτι που το αιστάνεται με ξάφνισμα και φόβο κ' η ίδια, όμως δε θέλει να το πιστέψη.

Τι θα γίνη δε γνωρίζω. Μα γνωρίζω πως τώρα δεν είμαι απελπισμένος, όπως πρωτήτερα. Γιατί τώρα ζω κάτω από τη Μοίρα, που – ό,τι και να γίνη – καθώς το βλέπω τώρα δε θα φέρη τίποτε άσκημο στη ζωή της και στη δική μου. Αυτό είχα φοβηθεί.

19 του Φλεβάρη

Δεν μπορώ να υποφέρω πια. Βλέπω μαύρα, μαύρα και μόνο μαύρα γύρω μου, τόσο που φρενιάζω όταν αντικρύζω σε κανέναν καθρέφτη μοναχόν τον εαυτό μου. Και το καλήτερο είναι πως η γυναίκα μου αρχίζει να αιστάνεται κάτι από όλα αυτά.

26 του Μάρτη

Περιμένω μόνο πώς να περάση ο χειμώνας και να φύγουμε αποδώ. Μ' έχει κυριέψει μια απάθεια παράξενης λογής και κάποτε έχω το φόβο πως ο χειμώνας αυτός μ' έχει κατασυντρίψει. Ό,τι θα φέρη το καλοκαίρι ίσως να μην είναι κι αυτό κάτι, όπου μπορεί κανένας να βασίση ελπίδες. Ήρθαμε μέσα στη Στοκχόλμη με την ελπίδα πως η κατάστασή μας θα καλητέρευε, έστω ίσως και σιγά σιγά. Τα πράματα όμως δείξανε πως θα είτανε καλήτερο να μέναμε στην εξοχή, στη μοναξιά, που φαίνεται πως είναι τα προτιμότερο για μας. Εδώ είναι ερημικότερα παρότι εκεί.

31 του Μάη

Σα σήμερα μια μέρα παντρευτήκαμε. «Τον ωραίο μήνα Μάη.» Δεν μπορώ να κρατηθώ να μη σημειώσω κάτι, όσο κι αν το βρίσκω κι ο ίδιος πως είναι παιδικό.

Είναι δηλαδή σήμερα δεκατέσσερα χρόνια που είμαστε παντρεμένοι κι ο χρόνος που πέρασε είταν ο δυσκολώτερος. Ο χρόνος που πέρασε είταν ο δέκατος τρίτος – ο κατεξοχή δίσεχτος χρόνος. Είναι σα να πιστεύω πως κάποιος ή κάτι αποδώ και σήμερα θέλει να ισιάξη το δρόμο μας, ή σα να αιστάνουμαι πως κάτι μέσα μου κοντεύει να γιατρευτή. Κι όλα αυτά γιατί μου ήρθε στο νου ένας αριθμός, που σε ομαλές περίστασες θα περνούσε απαρατήρητος.

25 του Θεριστή

Οι μέρες περνούν ενώ γυρίζω και συλλογίζουμαι πως έπρεπε ναρχίσω να εργάζουμαι. Μα οι πεταλούδες της ποίησης πετούνε μόνο ανήσυχες γύρω σε κάτι, που είναι καμένο κ' έρημο. Κάποτε έχω την εντύπωση πως μπορούσα νακολουθήσω το φτερούγισμά τους. Μα έπειτα η πραγματικότητα μου ξαναθυμίζει εκείνο που υπάρχει κι όλα σκοτεινιάζουν.

Να μπορούσα μόνο να είμαι πάντα έτσι, ώστε να μη διακρίνη τίποτε η γυναίκα μου. Να μπορούσα να είμαι σύμμετρος και φαιδρός ή τουλάχιστο να φαίνουμαι. Μα δεν μπορώ και γνωρίζω πως αυτή δε λυπάται μόνο για τον εαυτό της, μα και για τη θλίψη που προξενεί σε μένα. Ω θα είναι βέβαια φοβερό να είναι κανένας στην κατάστασή της. Να μην μπορή να κάμη τίποτε και να πέφτη συντριμένη με το παραμικρότερο που της φέρνει ανησυχία ή θλίψη. Να συλλογίζεται ακατάπαυτα το θάνατο, που πιστεύει πως θα έρθη, μα δεν έρχεται. Και θα της είναι τριπλά φοβερότερο κοντά σε όλα αυτά να θλίβη τον άνθρωπο, που αγαπά περσότερο απ' όλα στον κόσμο και να μην της είναι δυνατό να κάμη τίποτε για να του αλαφρώση τον πόνο.

Κάποτε κάθεται και με κοιτάζει, άμα νομίζη πως δεν το παρατηρώ και τότε παίρνει το πρόσωπό της μια τέτοια έκφραση απελπισιάς, που μου ξεσκίζει την καρδιά.

Χτες ήρθε και κάθησε κοντά μου κι ακκούμπησε το χέρι της στο δικό μου.

– Πόσο πιο ευτυχισμένος θα είσουν, αν δεν είχες εμένα! είπε.

Γνωρίζω πως πιστεύει στην αλήθεια κάθε λόγου που λέει κ' η απάντησή μου ίσως να κλόνισε για μια στιγμή την πίστη της και να έφερε μιαν αναλαμπή ελπίδας στα μάτια της, όμως δεν κατώρθωσε να της ξαναδώση την πεποίθηση πως είναι απαραίτητη και πως έχει την υποχρέωση να ζήση.

6

Άμα διαβάζω τα φύλλα αυτά και βλέπω πως τρέκλιζα αναμεταξύ ελπίδας και φόβου δε νοιώθω πως μπορεί να είναι αληθινά όσα διηγούνται αυτά τα φύλλα. Κι όμως είναι. Κι όσο κι αν είναι τα σημειώματα αυτά άπλερα και κοματιαστά, μου διηγούνται ωστόσο με τέλεια βεβαιότητα πως τότε έλπιζα περσότερο παρότι μπορώ να το εννοήσω τώρα που εξηγηθήκανε και τελειώσαν όλα.

Τόσο μόνο εννοώ, πως αυτόν το χειμώνα, που σε κάθε ανάμνηση που μου άφησε ούτε θέλω ούτε μπορώ να γυρίσω, η ευτυχία μου είτανε στο πως βρήκα στο τέλος κάτι, που θα βοηθούσε, όπως πίστευα, στη σωτηρία της γυναίκας μου. Τι ευτυχία είταν εκείνη! Να μη μένω πια άπραγος θεατής, μα να μπορώ να λάβω μέρος, να ενεργήσω, να εργαστώ μ' έναν ωρισμένο σκοπό μπροστά μου, ένα σκοπό, που πίστευα τουλάχιστο πως θα τον πιτύχω. Τον καιρό της νιότης μου μια τέτοια πηγή θα φαινότανε ίσως πολύ φτωχή. Μα όταν τα χρόνια αρχίζουνε νασπρίζουν κάπως τα μαλλιά, αρκείται κανένας με λιγότερα παρότι πριν. Τότε μπορεί να ζη και να υποφέρη, όταν πιστεύη πως είναι δυνατή μια καλλιτέρεψη και με τη συναίστηση πως αυτή βρίσκεται μέσα στα σύνορα του δυνατού, μπορεί να βρη κάτι, κάτι που να μοιάζη κάπως με την ευτυχία.

Σε μένα ήρθε αυτή η βοήθεια την ίδια στιγμή που η υποψία, πως η ζωή της πόλης είταν ολέθρια για τη γυναίκα μου, άρχισε να γίνεται σιγά σιγά βεβαιότητα και τέλος έφτασε στην απόφαση να την πάρω αποκεί και να γυρίσουμε στην εξοχή, που δεν έπρεπε να την αφήσουμε. Ο γιατρός μου δυνάμωσε την απόφαση αυτή κι όταν είπα της γυναικός μου το σχέδιο αυτό, σαν απλή πιθανότητα, το πρόσωπό της έλαμψε, σα να της έταξα τις χαρές του παράδεισου, κ' είπε μόνο:

Yaş sınırı:
12+
Litres'teki yayın tarihi:
28 eylül 2017
Hacim:
170 s. 1 illüstrasyon
Telif hakkı:
Public Domain
Metin
Ortalama puan 0, 0 oylamaya göre
Metin
Ortalama puan 0, 0 oylamaya göre
Metin
Ortalama puan 0, 0 oylamaya göre
Metin
Ortalama puan 0, 0 oylamaya göre
Metin
Ortalama puan 0, 0 oylamaya göre
Metin
Ortalama puan 0, 0 oylamaya göre
Metin
Ortalama puan 0, 0 oylamaya göre
Metin
Ortalama puan 0, 0 oylamaya göre
Metin
Ortalama puan 0, 0 oylamaya göre