Kitabı oku: «Quo Vadis», sayfa 12
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ
Ο Ούρσος ήντλει ύδωρ από την στέρναν και ενώ έσυρε τους διπλούς αμφορείς τους προσδεδεμένους εις το σχοινίον, έψαλλε χαμηλή τη φωνή ένα τραγούδι της πατρίδος του. Οι οφθαλμοί του ακτινοβολούντες εκ χαράς εθεώρουν τας σιλουέτας της Λιγείας και του Βινικίου μεταξύ των κυπαρίσσων του κήπου του Λίνου. Μία λάμψις χρυσή και κρινόχρους εκάλυπτεν ολίγον κατ' ολίγον τον ουρανόν. Ο Ούρσος ήτο ευτυχής βλέπων τους δύο αρραβωνιασμένους.
Εις την γαλήνην της εσπέρας εκείνης συνωμίλουν κρατούμενοι εκ της χειρός.
– Δεν δύναται να σου συμβή τίποτε το δυσάρεστον, Μάρκε, αφού
ανεχώρησες από το Άντιον εν αγνοία του Καίσαρος; ηρώτησεν η Λίγεια.
– Τίποτε, αγάπη μου, απήντησεν ο Βινίκιος. Ο Καίσαρ ανήγγειλεν ότι θα μείνη κλεισμένος δύο ημέρας μετά του Τέρπνου διά να συνθέση νέας ωδάς. Άλλως τε τι με ενδιαφέρει ο Καίσαρ, όταν ευρίσκωμαι πλησίον σου και όταν σε θεωρώ, λατρευτή μου, θησαυρέ μου;
– Ήξευρα ότι θα ήρχεσο. Δύο φοράς ο Ούρσος τη παρακλήσει μου έδραμεν εις τας Καρίνας διά να ζητήση πληροφορίας περί σου. Ο Λίνος με εχλεύασε, και αυτός ο Ούρσος.
Πράγματι, ήτο φανερόν ότι η Λίγεια τον ανέμενε, διότι, αντί φαιού ενδύματος, το οποίον έφερε συνήθως, είχε φορέσει λευκήν εσθήτα εκ λεπτού υφάσματος, εκ του οποίου οι ωμοί της και η κεφαλή της ανεδύοντο ως ηράνθεμα εκ της χιόνος. Ολίγαι ροδόχροες ανεμώναι εστόλιζον την κόμην της.
Ο Βινίκιος έθλιψεν εις τα χείλη του την χείρα της λατρευτής του.
Εκάθησαν επί λιθίνου βάθρου εν μέσω των ανθισμένων λευκακανθών.
– Οποία γαλήνη και πόσον ωραίος είναι ο κόσμος! είπε χαμηλοφώνως ο Βινίκιος. Αισθάνομαι τον εαυτόν μου ευτυχή όσον ουδέποτε τον ησθάνθην καθ' όλην την ζωήν μου. Ποτέ δεν είχα υποθέσει ότι δύναται να υπάρξη έρως του είδους τούτου. Ειπέ μοι, Λίγεια, πόθεν προέρχεται τούτο;
– Ναι! Η ευτυχία αυτή είναι δώρον του Χριστού.
Εστήριξε το χαριτωμένον πρόσωπόν της επί του ώμου του νεανίου.
– Μάρκε, αγαπητέ μου!
Δεν ηδυνήθη να είπη περισσότερα. Η χαρά, η ευγνωμοσύνη και η βεβαιότης ότι τώρα εκείνη είχε το δικαίωμα να αγαπά, είχον πληρώσει δακρύων τους οφθαλμούς της. Ο Βινίκιος την έθλιψεν επάνω του.
Εκείνη είπε χαμηλοφώνως:
– Σε αγαπώ, Μάρκε.
Έμειναν πάλιν σιωπηλοί. Ο κήπος ήρχισε να επαργυρούται με τας ακτίνας της ανατελλούσης σελήνης. Τέλος ο Βινίκιος ωμίλησεν:
– Ειξεύρω.. μόλις εισήλθον, μόλις ησπάσθην τας αγαπητάς χείρας σου, ανέγνωσα εις τους οφθαλμούς σου την εξής ερώτησιν· «Εισέδυσες εις το θείον δόγμα, το οποίον πρεσβεύω, εβαπτίσθης;» Όχι· δεν εβαπτίσθην ακόμη και ιδού διατί, άνθος μου! ο Παύλος μου είπε· «Σε έπεισα ότι ο Θεός ήλθεν εις τον κόσμον και εκουσίως εσταυρώθη διά την σωτηρίαν του ανθρωπίνου γένους, αλλά μάλλον εις τον Πέτρον αρμόζει να σε καθαρίση εις την πηγήν της χάριτος, διότι αυτός πρώτος σε ηυλόγησε». Και έπειτα, θέλω, συ, ω θησαυρέ μου, να παραστής εις την βάπτισίν μου, και η Πομπωνία να μου χρησιμεύση ως ανάδοχος. Διά τούτο δεν εβαπτίσθην ακόμη, καίτοι πιστεύω εις τον Σωτήρα μας και εις την γλυκείαν διδασκαλίαν του.
Η Λίγεια είχε βυθίσει εις τους ιδικούς του τους γαλανούς οφθαλμούς της, οίτινες υπό τας ακτίνας της σελήνης ωμοίαζον με μυστικά άνθη, με άνθη υγρά από την δρόσον.
– Ναι, Μάρκε! Είναι αληθές!
Και μετά τινας στιγμάς σιωπής:
– Θα είσαι η ψυχή της ψυχής μου, θα είσαι το πολυτιμότερόν μου αγαθόν, είπεν ο Βινίκιος με φωνήν πνιγμένην και τρέμουσαν. Αι καρδίαι μας θα πάλλουν ηνωμέναι, θα ζώμεν ομού, θα λατρεύωμεν ομού τον Ιησούν. Ειπέ λέξιν και θα εγκαταλείπωμεν την Ρώμην διά να κατοικήσωμεν μακράν.
Και εκείνη, στηρίζουσα την κεφαλήν επί του ώμου του μνηστήρος της, απεκρίθη:
– Καλά, Μάρκε. Μου ωμίλησες περί της Σικελίας. Εις την Σικελίαν
θέλουν και οι Άουλοι να διέλθουν το γήρας των.
– Ναι, αγαπητή μου. Τα κτήματά μας είναι πλησίον. Είναι μία θαυμασία παραλία, όπου το κλίμα είναι ηπιώτερον και αι νύκτες γαληνιώτεραι παρά εις την Ρώμην.. Εκεί η ζωή και η ευτυχία είναι ηνωμέναι.
Έμειναν και οι δύο σιωπηλοί προβλέποντες το μέλλον. Εκείνος την έθλιψεν επί του στήθους του. Εις την συνοικίαν, κατοικουμένην υπό πτωχών εργατών, το παν εκοιμάτο ήδη.
– Και θα βλέπω την Πομπωνίαν; επανέλαβεν η Λίγεια.
– Ναι, αγαπητή μου. Θα τους προσκαλέσωμεν να έλθουν εις την έπαυλίν μας ή ημείς θα υπάγωμεν εις την οικίαν των. Θέλεις να πάρωμεν μαζί μας τον Απόστολον Πέτρον; Τον βαρύνει η ηλικία και είναι κατάκοπος, θα έρχεται και ο Παύλος να μας βλέπη. Θα εκχριστιανίση και τον Άουλον Πλαύτιον, και ως στρατιώται θα ιδρύσωμεν μίαν αποικίαν, αποικίαν χριστιανικήν.
– Σε αγαπώ, έλεγεν η Λίγεια.
Εκείνος είχε στηρίξει τα χείλη του επί των χειρών της νεάνιδος. Προς στιγμήν δεν ήκουον ειμή τους παλμούς της καρδίας των. Ουδ' ο παραμικρός άνεμος ηκούετο, και αι κυπάρισσοι ήσαν ακίνητοι. Αίφνης η σιγή αύτη διεκόπη από βαρείαν βροντήν, ως να εξήρχετο εκ των υποχθονίων. Η Λίγεια εφρικίασεν.
– Είναι λέοντες βρυχώμενοι εις τα θηριοτροφεία, είπεν ο Βινίκιος.
Ενέτειναν την προσοχήν των. τον πρώτον βρυχηθμόν επηκολούθησε δεύτερος, είτα τρίτος, δέκατος.. Υπήρχον ενίοτε εις την πόλιν πολλαί χιλιάδες λεόντων εις τα δεσμωτήρια των διαφόρων παλαιστρών και συχνά ήρχοντο να στηρίζουν τα μελαγχολικά ρύγχη των εις τας κιγκλίδας. Την στιγμήν εκείνην κατελαμβάνοντο από την νοσταλγίαν της ερήμου και της ελευθερίας και αι φωναί των επαναλαμβανόμεναι εν μέσω της σιωπηλής νυκτός επλήρουν διά βρυχηθμών την πόλιν.
Η Λίγεια ήκουε τας φωνάς ταύτας με την καρδίαν περισφιγγομένην υπό παραλόγου τρόμου.
Ο Βινίκιος την περιέβαλε με τους βραχίονάς του.
– Μη φοβήσαι τίποτε, αγαπητή. Οι αγώνες των θηριομαχιών εγγίζουν και
διά τούτο όλα τα θηριοτροφεία είναι πλήρη.
Εισήλθον πάλιν εις την μικράν οικίαν του Λίνου, συνοδευόμενοι ακόμη από τους βρυχηθμούς των θηρίων, οίτινες καθίσταντο φοβερώτεροι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ'
Εις το Άντιον ο Πετρώνιος κατήγε νίκας σχεδόν καθημερινώς κατά των Αυγουστιανών, οι οποίοι επεδίωκον διά ραδιουργιών την εύνοιαν του Καίσαρος. Η επιρροή του Τιγγελίνου είχεν εκπέσει εντελώς. Εν Ρώμη, όταν έπρεπε να υποτάξη όσους εφαίνοντο επικίνδυνοι, να λεηλατήση τας περιουσίας των, να διαπραγματευθή πολιτικάς υποθέσεις, να μηχανευθή επιδείξεις ή να ικανοποιήση τας τερατώδεις ιδιοτροπίας του Καίσαρος, ο Τιγγελίνος ήτο ο απαραίτητος άνθρωπος.
Αλλ' εις το Άντιον ο Καίσαρ έζη βίον ελληνικόν. Από πρωίας μέχρις εσπέρας απήγγελλον στίχους και συνεζήτουν περί της κατασκευής των, ησχολούντο περί μουσικής, περί θεάτρου, περί παντός ό,τι εφεύρε το ελληνικόν πνεύμα προς εξωραϊσμόν της υπάρξεως.
Υπό τους όρους τούτους, ο Πετρώνιος, ασυγκρίτως μάλλον πεπαιδευμένος ή ο Τιγγελίνος και όλοι οι άλλοι Αυγουστιανοί, πνευματώδης, εύγλωττος, γόνιμος την φαντασίαν εις πανουργίας, ώφειλε να υπερισχύη. Ο Καίσαρ επεζήτει την συντροφίαν του, ανησυχεί διά τας γνώμας του, εζήτει την συμβουλήν του και τω εδείκνυε θερμήν φιλίαν. Εις όλους τους περιστοιχίζοντας αυτόν εφαίνετο ότι η υπεροχή του ήτο αναμφισβήτητος. Ο Πετρώνιος, με την συνήθη αδιαφορίαν του, εφαίνετο ότι δεν έδιδε καμμίαν σημασίαν εις την θέσιν του· έμενε πνευματώδης και σκεπτικός. Συνήθως εφαίνετο εις τους ανθρώπους ότι εχλεύαζεν αυτούς, τον εαυτόν του, τον Καίσαρα και όλον τον κόσμον.
Ενίοτε ετόλμα να επικρίνη τον Καίσαρα κατά πρόσωπον και ενώ τον εθεώρουν ήδη χαμένον, αίφνης εποίκιλλε την κριτικήν του με τοιούτον τρόπον, ώστε αύτη εστρέφετο προς όφελός του και εστερέωνε την θέσιν του.
Ο Καίσαρ ανεγίνωσκεν εις τους οικείους του απόσπασμα του ποιήματός του «Η πυρπόλησις της Τροίας». Όταν ετελείωσε και αντήχουν αι κραυγαί του ενθουσιασμού των ακροατών, ο Πετρώνιος ερωτηθείς διά του βλέμματος υπό του Καίσαρος είπε:
– Αυτοί οι στίχοι είναι καλοί διά την φωτιάν.
Οι ακροαταί έμειναν εμβρόντητοι. Έκαστος ησθάνθη την καρδίαν του περισφιγγομένην υπό τρόμου. Ο Νέρων πράγματι ποτέ δεν είχεν ακούσει τοιαύτην κρίσιν από το στόμα κανενός.
Ο Τιγγελίνος έχαιρεν, ο Βινίκιος ωχρίασε νομίσας ότι ο Πετρώνιος, όστις ουδέποτε εμεθύσκετο, είχε παραπίει την φοράν αυτήν.
Με φωνήν γλυκείαν, εις την οποίαν έπαλλεν η μνησικακία της τρωθείσης φιλαυτίας του, ο Καίσαρ ηρώτησε:
– Και τι άσχημον ευρίσκεις εις αυτούς;
Ο Πετρώνιος τότε:
– Μη τους πιστεύης αυτούς, είπε δεικνύων τους περιστοιχίζοντας αυτόν, δεν εννοούν τίποτε. Με ερωτάς τι άσχημον υπάρχει εις τους στίχους τούτους; Εάν θέλης την αλήθειαν, ιδού: οι στίχοι αυτοί είναι καλοί διά τον Βιργίλιον, καλοί διά τον Οβίδιον, καλοί επίσης διά τον Όμηρον όχι διά Σε. Δεν εδικαιούσο να τους γράψης. Η πυρκαϊά αυτή, την οποίαν περιγράφεις, δεν φλέγει αρκετά, το πυρ σου δεν καίει μετά σφοδρότητος. Μη ακούης τας κολακείας του Λουκιανού. Διά τοιούτους στίχους θα ανεγνώριζα εις αυτόν πνεύμα, όχι εις σε, διότι συ είσαι μεγαλείτερος από αυτούς. Δικαιούται κανείς να απαιτή περισσότερα από Σε, όστις έλαβες το παν από τους θεούς. Αλλά υπείκεις εις την οκνηρίαν. Λαμβάνεις τον μεταμεσημβρινόν ύπνον σου ευθύς μετά το πρόγευμα, ενώ έπρεπε να εργάζεσαι αδιακόπως. Εις Σε, όστις δύνασαι να παραγάγης έργον προ του οποίου όλα να αμαυρωθώσιν, απαντώ λοιπόν κατά πρόσωπον: «Κάμε καλλίτερους στίχους».
Ωμίλει χωρίς να φαίνεται ότι έδιδε σπουδαιότητα εις τους λόγους του, ειρωνευόμενος και επιπλήττων συγχρόνως, αλλ' οι οφθαλμοί του Καίσαρος ήσαν υγροί εκ χαράς.
– Οι θεοί μου έδωκαν μικρόν τάλαντον, αλλά μου έδωκαν κάτι περισσότερον, ένα αληθινόν γνώστην και ένα φίλον, όστις μόνος ηξεύρει να λέγη την αλήθειαν κατά πρόσωπον.
Ειπών ταύτα ο Καίσαρ έτεινε την πυρότριχα χείρα του προς χρυσήν τινα λυχνίαν, λείψανον της λεηλασίας των Δελφών, διά να καύση τους στίχους του.
Αλλ' ο Πετρώνιος τους απέσπασεν από των χειρών του πριν ή η φλοξ θίξη τον πάπυρον.
– Όχι, όχι, είπε· αν και είναι ανάξιοι σου οι στίχοι ούτοι,
ανήκουσιν εις την ανθρωπότητα. Άφες τους εις εμέ.
– Επίτρεψόν μοι να σου τους αποστείλω εντός κυτίου της ιδίας μου κατασκευής, απεκρίθη ο Καίσαρ, θλίβων τον Πετρώνιον επί του στήθους του.
Και προσέθηκε:
– Ναι, έχεις δίκαιον. Η Τροία μου καίει με πυρ φειδωλόν. Είχα πιστεύσει εν τοσούτω ότι εάν εξισούμην με τον Όμηρον, τούτο θα ήρκει. Αλλά μου ήνοιξες τους οφθαλμούς. Και ηξεύρεις πόθεν προέρχεται εκείνο, διά το οποίον με κατηγορείς; Είς γλύπτης, όταν θέλη να πλάση άγαλμα Θεού τινος, ζητεί και ευρίσκει υπόδειγμα, και εγώ υπόδειγμα δεν είχον· δεν είδα ποτέ πόλιν πυρπολουμένην. Μάκαρες οι Αχαιοί οίτινες επρομήθευσαν εις τον Όμηρον την υπόθεσιν της Ιλιάδος. Και εγώ; Εγώ δεν είδα πόλιν πυρπολουμένην!
Έγινε σιωπή, την οποίαν διέκοψε τέλος ο Τιγγελίνος διά των λέξεων τούτων:
– Σοι το είπον ήδη, Καίσαρ, διάταξε το και καίω το Άντιον. Ή, εάν τυχόν λυπήσαι τας επαύλεις ταύτας και τα μέγαρα ταύτα, θα πυρπολήσω τα πλοία εις την Όστιαν, ή πάλιν, θα διατάξω να κατασκευάσουν επί των Αλβανικών ορέων μίαν ξυλίνην πόλιν, εις την οποίαν συ θα θέσης το πυρ. Θέλεις;
Ο Νέρων έρριψε προς αυτόν βλέμμα πλήρες περιφρονήσεως.
– Εγώ να γίνω θεατής ξυλίνων παραπηγμάτων καιομένων! Ο εγκέφαλος σου εσκληρύνθη, Τιγγελίνε. Εκτός τούτου, βλέπω ότι δεν εκτιμάς ποσώς το τάλαντόν μου και την Τροίαν μου, επειδή κρίνεις αυτά ανάξια μεγαλειτέρας θυσίας.
Ο Τιγγελίνος ωχρίασεν. Ο Νέρων, ως εάν ήθελε να αλλάξη ομιλίαν, προσέθηκεν:
– Έρχεται το θέρος. Πώς θα πληρωθή δυσωδίας η Ρώμη!.. Και όμως θα
είναι ανάγκη να επανέλθω διά τους αγώνας τους θέρους.
Αποτόμως ο Τιγγελίνος είπε:
– Καίσαρ, όταν αποπέμψης τους Αυγουστιανούς, επίτρεψόν μοι να μείνω
μόνος μίαν στιγμήν μετά σου.
Μετά μίαν ώραν, ο Βινίκιος επέστρεφεν εκ της αυτοκρατορικής επαύλεως μετά του Πετρωνίου.
– Μου επροξένησες στιγμήν τρόμου, είπε. Σε ενόμισα μεθυσμένον και
χαμένον χωρίς ελπίδα. Μη λησμονής, ότι παίζεις με τον θάνατον.
– Εκεί είναι η κονίστρα μου, απήντησε νωχελώς ο Πετρώνιος, και τέρπομαι παρατηρών ότι είμαι καλός θηριομάχος. Η επιρροή μου ηύξησε περισσότερον απόψε. Εάν επέμενον απολύτως, θα ηδυνάμην να εξολοθρεύσω τον Τιγγελίνον και να καταλάβω την θέσιν του ως αρχηγού των πραιτωριανών. Τότε θα είχα εις τας χείρας μου και αυτόν τον Αενόβαρβον· αλλ' αυτό θα ήτο δι' εμέ μεγάλη φροντίς και προτιμώ ακόμη την ζωήν, την οποίαν διάγω, μάλιστα και με τους στίχους του Καίσαρος.
– Οποία επιδεξιότης να μεταβάλης τον ψόγον εις κολακείαν!
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ'
Ο Νέρων μετά δύο ημέρας επαιάνιζε και έψαλλεν ένα ύμνον, τον οποίον είχε συνθέσει και τονίσει ο ίδιος προς τιμήν της Κύπριδος (Αφροδίτης). Έχων πολύ ανοικτήν την φωνήν του την ημέραν εκείνην ησθάνετο ότι η μουσική του εγοήτευε τους ακροατάς. Η πεποίθησις αύτη προσέδιδε τόσην έντασιν εις το όνομά του και ελίκνιζε τόσον ευχαρίστως την ψυχήν του, ώστε εφαίνετο εμπνευσμένος. Εις το τέλος, ωχρίασεν εξ ειλικρινούς συγκινήσεως. Διά πρώτην φοράν βεβαίως δεν ηθέλησε να ακούση τους επαίνους των ακροατών. Εις μίαν στιγμήν έμεινε καθήμενος, με τας χείρας στηριγμένας επί της κιθάρας και με την κεφαλήν σκυμμένην, έπειτα ηγέρθη αποτόμως και είπε:
– Εκουράσθην και έχω ανάγκην αέρος. Ας χορδίσουν την κιθάραν.
Και ετύλιξε τον λαιμόν του με μεταξωτόν μανδήλιον.
– Έλθετε μετ' εμού, είπε στραφείς προς τον Πετρώνιον και τον Βινίκιον, καθημένους εις τινα γωνίαν της αιθούσης. Συ, Βινίκιε, δος μου τον βραχίονά σου, διότι αι δυνάμεις μου λείπουν, ο δε Πετρώνιος θα μου ομιλήση περί μουσικής.
Ευρίσκοντο τώρα επί του δώματος του παλατιού του πλακοστρωμένου με αλάβαστρον και εστρωμένου με σαφράν.
– Εδώ αναπνέει τις καλλίτερα, είπεν ο Νέρων. Η ψυχή μου είναι τεταραγμένη και μελαγχολική, καίτοι αισθάνομαι ότι με εκείνο το οποίον έψαλα ως δοκίμιον, δύναμαι να εμφανισθώ εις το κοινόν και ότι θα καταγάγω θρίαμβον, οποίον ουδέποτε κατήγαγε Ρωμαίος.
– Δύνασαι να εμφανισθής εδώ, εις την Ρώμην και ανά την Αχαΐαν. Σε εθαύμασα με όλην την ψυχήν μου, θεσπέσιε, απήντησεν ο Πετρώνιος.
– Το ηξεύρω. Είσαι πολύ οκνηρός εις το να εκφράσης τον έπαινον. Αλλ' είσαι ειλικρινής, όπως ο Τούλλιος Σενεκίων αλλά συ είσαι ειδικώτερος αυτού. Διετύπωσες αυτήν την ιδέαν μου και διά τούτο λέγω πάντοτε ότι εις όλην την Ρώμην συ μόνος ηξεύρεις να με εννοής.
Εσιώπησαν, και, εις μίαν στιγμήν, η σιγή του περιπάτου των εταράχθη μόνον από τον ελαφρόν κρότον του σαφρά υπό τα βήματά των.
– Εγώ, ως βλέπεις, είπε τέλος ο Νέρων, είμαι καθ' όλα καλλιτέχνης, και επειδή η μουσική μου ανοίγει εις το άπειρον αρρήτους προσδοκίας, οφείλω εις τους θεούς το ότι εξερευνώ το άπειρον τούτο. Λοιπόν, διά να επιτραπή να πατήσω την χώραν της Ολυμπίας, δεν πρέπει να εκτελέσω θαυμασίαν πράξιν εξιλασμού; Απόψε είναι νυξ των εκμυστηρεύσεων· σου ανοίγω λοιπόν την ψυχήν μου, φίλε.. Νομίζεις, πώς αγνοώ ότι εν Ρώμη αι επιγραφαί των τοίχων με υβρίζουσιν, ότι με αποκαλούσι μητροκτόνον, συζυγοκτόνον, ότι με παριστώσιν ως τέρας και δήμιον, επειδή ο Τιγγελίνος επέτυχε παρ' εμού αποφάσεις τινάς θανάτου κατά των εχθρών μου; Ναι, αγαπητέ μου, με θεωρούσιν ως τέρας και το ηξεύρω.
– Πρέπει να σε γνωρίση τις τόσον εγγύθεν όσον εγώ, είπεν ο
Πετρώνιος. Η Ρώμη δεν ηδυνήθη ποτέ να σε εκτιμήση.
Ο Καίσαρ εστηρίχθη ισχυρότερον εις τον βραχίονα του Βινικίου, ως εάν εκάμπτετο υπό το βάρος της αδικίας, και εξηκολούθησε:
– Με κατηγορούν ότι είμαι τρελλός. Όχι, δεν είμαι τρελλός, ζητώ.
.
Επλησίασε τα χείλη του εις το ους του Πετρωνίου, και χαμηλοφώνως, διά να μη δυνηθή να ακούση ο Βινίκιος:
– Εις τας πύλας του κόσμου του αγνώστου, ηθέλησα να κάμω την μεγίστην θυσίαν, την οποίαν ποτέ δεν ηδύνατο να κάμη άνθρωπος.. Η μήτηρ μου, η σύζυγός μου.. δι' αυτό απωλέσθησαν.. Αλλ' η θυσία μου δεν ήτο αρκετή. Διά να ανοιχθώσιν ολίγον αι πύλαι της κατοικίας των θεών, χρειάζεται μάλλον πανηγυρική θυσία. Ας πληρωθή η θέλησις των χρησμών!
– Ποίον είναι το σχέδιόν σου;
– Θα ίδης· θα ίδης και ταχύτερον ή όσον σκέπτεσαι. Εν τούτοις μάθε ότι υπάρχουσι δυο Νέρωνες· εκείνος ον γνωρίζουσιν οι άνθρωποι· ο άλλος, ο καλλιτέχνης, τον οποίον μόνον συ γνωρίζεις.
– Συμπαθώ εξ όλης καρδίας προς τους πόνους σου, ω Καίσαρ, και μετ' εμού συμπονούσι και η γη και αι θάλασσαι, χωρίς να συμπεριλάβω τον Βινίκιον, όστις έχει λατρείαν διά σε εις το βάθος της ψυχής του.
– Μου ήτο πάντοτε προσφιλής και ούτος, είπεν ο Νέρων, αν και υπηρετή τον Άρην και όχι τας Μούσας.
– Είναι κυρίως θεράπων της Αφροδίτης, υπέλαβεν ο Πετρώνιος:
Και αίφνης απεφάσισε να κανονίση την υπόθεσιν του ανεψιού του.
– Είναι ερωτευμένος όσον ερωτευμένος υπήρξεν ο Τρωίλος με την Κασσάνδραν. Επίτρεψον αυτώ, δέσποτα, να επιστρέψη εις Ρώμην· άλλως θα ετήκετο εδώ προ των οφθαλμών σου. Ηξεύρεις ότι η όμηρος Λίγεια, την οποίαν του είχες δώσει, ανευρέθη, και ότι ο Βινίκιος, αναχωρών εις Άντιον, την αφήκεν υπό την προστασίαν ενός Λίνου ονόματι. Δεν σου ωμίλησα περί αυτής, διότι συνέθετες τον ύμνον σου, όπερ ήτο το σπουδαιότερον όλων. Ο Βινίκιος εμαγεύθη με την αρετήν της και θέλει να νυμφευθή την ωραίαν κόρην. Αλλ' ως πιστός στρατιώτης, στενάζει, τήκεται, οιμώζει και περιμένει την έγκρισιν του αυτοκράτορός του.
– Ο αυτοκράτωρ δεν εκλέγει τας συζύγους των στρατιωτών του. Ποίαν ανάγκην έχει της εγκρίσεώς μου;
– Σου το είπον, αυθέντα, έχει λατρείαν προς σε.
– Λοιπόν, το εγκρίνω! Είναι ωραία κόρη, αλλά πολύ στενή εις τα ισχία. Η Αυγούστα Ποππέα μου έκαμε παράπονα, κατηγορούσα αυτήν ότι έκαμε μαγείαν κατά του θυγατρίου μας εις τους κήπους του Παλατινού.
– Αλλ' εγώ παρετήρησα εις τον Τιγγελίνον, ότι οι θεοί δεν υπόκεινται εις μαγείαν. Ενθυμείσαι, ω θείε άναξ, ότι εταράχθης, και συ αυτός έκραξες ότι είχον δίκαιον;
– Ενθυμούμαι.
Είτα στραφείς ο Καίσαρ προς τον Βινίκιον είπε:
– Την αγαπάς όσον λέγει ο Πετρώνιος;
– Ναι, την αγαπώ, άναξ.
– Λοιπόν! σε προστάττω να αναχωρήσης ευθύς αύριον εις Ρώμην, να την νυμφευθής και να μη εμφανισθής εκ νέου ενώπιόν μου, ειμή με τον δακτύλιον του γάμου.
– Ευχαριστώ, άναξ, εκ βάθους της καρδίας και της ψυχής μου,
ευχαριστώ!
– Πόσον ευχάριστον είναι να κάμη τις άλλους ευτυχείς! είπεν ο
Καίσαρ, θα ήθελα να μη έχω άλλο έργον.
Δαψίλευσόν μας ακόμη μίαν χάριν, θεσπέσιε, είπεν ο Πετρώνιος, και εκδήλωσον την θέλησίν σου ενώπιόν της Αυγούστας. Ο Βινίκιος δεν θα ετόλμα να νυμφευθή μίαν γυναίκα, κατά της οποίας η Αυγούστα θα είχε παράπονα. Αλλά συ, ω άναξ, θα διαλύσης με μίαν λέξιν πάσαν προκατάληψιν, διακηρύττων ότι ούτω διέταξες Συ.
– Δεν δύναμαι τίποτε να σας αρνηθώ, ούτε εις σε ούτε εις τον
Βινίκιον, είπεν ο Καίσαρ.
Μεθ' ό εισήλθεν εις την έπαυλιν και εκείνοι τον ηκολούθησαν με την καρδίαν χαίρουσαν εκ της επιτυχίας.
Εις το Άτριον, ο νεαρός Νέρβας και ο Τούλιος Σενεκίων έτερπον την Αυγούσταν με τας φλυαρίας των. Ο Τέρπνος και ο Διόδωρος εχόρδιζον τας κιθάρας. Ο Καίσαρ, μόλις εισήλθεν, εκάθισεν επί έδρας κογχυλοκολλήτου και αφού εψιθύρισε λέξεις τινάς εις το ους νεαρού τινος ακολούθου Έλληνος, επερίμενεν.
Ο ακόλουθος επανήλθε μετ' ολίγον φέρων χρυσούν κάνιστρον. Ο Νέρων έλαβεν εκ του κανίστρου λαμπρόν περιδέραιον εκ χονδρών λίθων, το περιέφερεν επί τινα λεπτά εντός της χειρός του·
– Ιδού κοσμήματα άξια της εσπέρας ταύτης, είπε.
– Λάμπουν σαν την αυγήν, είπεν η Ποππέα, ούσα βεβαία ότι το περιδέραιον εκείνο προωρίζετο δι' αυτήν. Αλλ' ο Καίσαρ έπαιξεν ολίγον με τας ιριδώδεις πέτρας και έπειτα καλέσας πλησίον του τον Βινίκιον τω είπε:
– Λάβε αυτό, νεαρέ τριβούνε, είναι το γαμήλιον δώρον μου· με το περιδέραιον αυτό θα περιβάλης τον λαιμόν της μικράς Λιγειανής πριγκηπίσσης, της ομήρου μου, την οποίαν σε διατάσσω να νυμφευθής.
Η Ποππέα έμεινεν ως κεραυνόπληκτος εις το άκουσμα τούτο και εξεμάνη δάκνουσα εξ οργής και μίσους τα χείλη της, έρριπτε δε βλέμματα πλήρη αγανακτήσεως πότε προς τον Βινίκιον και πότε προς τον Πετρώνιον. Αλλ' ούτος, σκυμμένος νωχελώς έφερε την χείρα του επί του ξύλου μίας άρπης, ως εάν ήθελε να μελετήση προσεκτικώς την κυρτότητα αυτής.
Ο Βινίκιος, αφού ηυχαρίστησε διά το περιδέραιον, επλησίασε τον
Πετρώνιον.
– Πώς να σου αποδείξω την ευγνωμοσύνην μου δι' ό,τι έπραξες προς
χάριν μου σήμερον;
– Είθε η τύχη να σε ευνοή! Αλλ' άκουσον: ιδού ότι ο Καίσαρ αναλαμβάνει την φόρμιγγα του. Κράτησε την αναπνοήν σου, άκουσε και χύσε δάκρυα.
Πράγματι, ο Νέρων είχεν εγερθή με την φόρμιγγα ανά χείρας και με τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν. Εις την αίθουσαν αι συνομιλίαι είχον παύσει, όλοι οι ακροαταί ίσταντο ακίνητοι, ως απολιθωμένοι. Μόνον ο Τέρπνος και ο Διόδωρος, οίτινες έμελλον να συνοδεύσουν τον Καίσαρα εις το άσμα, έστρεφον την κεφαλήν οτέ μεν προς αλλήλους, οτέ δε προς τον Καίσαρα αναμένοντες τους πρώτους φθόγγους του άσματος.
Αίφνης εις το προαύλιον ηκούσθη θόρυβος ασυνήθης, φωναί και θόρυβος ανθρώπων, οίτινες έτρεχον. Το παραπέτασμα της θύρας ηνοίχθη αποτόμως και εφάνησαν ο απελεύθερος του αυτοκράτορος Φάων και όπισθεν αυτού ο ύπατος Λικίνιος.
Ο Νέρων συνωφρυώθη.
– Τι συμβαίνει; ηρώτησεν ανυπομονών.
– Συγγνώμην, θείε αυτοκράτωρ, είπεν ο Φάων με ασθμαίνουσαν φωνήν. Η Ρώμη καίεται. Το μεγαλείτερον μέρος της πόλεως ευρίσκεται εντός των φλογών.
Όλοι οι παρεστώτες έγιναν κάτωχροι και ηγέρθησαν αποτόμως. Ο Νέρων απέθεσε την φόρμιγγα και υψώσας τας χείρας προς τον ουρανόν με φωνήν ενθουσιώδη ανεφώνησε:
– Δίκαιοι θεοί! Σας ευχαριστώ διότι με ηξιώσατε να ίδω πόλιν καιομένην. Τώρα το ποιητικόν μου έργον «Η πυρπόλησις της Τροίας» θα γίνη αριστούργημα· έπειτα στραφείς προς τον ύπατον ηρώτησεν:
– Εάν αναχωρήσω αμέσως, διά να φθάσω το ταχύτερον διά να ίδω την
Ρώμην καιομένην και να την απολαύσω εντός των φλογών;
– Καίσαρ, απήντησεν ο ύπατος κάτωχρος ως πανίον, η πόλις ολόκληρος είναι ωκεανός φλογών. Ο καπνός πνίγει τους κατοίκους οίτινες πίπτουν ασφυκτιώντες ή ορμούν εις το πυρ ως παράφρονες Η Ρώμη εχάθη, Καίσαρ!
Επήλθε σιγή. Ο Βινίκιος συνοφρυωθείς έφερε την χείρα του εις το μέτωπον και εν εξάλλω παραφορά ανεφώνησε:
– Άα! Αλλοίμονον εις εμέ, αλλοίμονον!
Και ο νεανίας απορρίψας την τήβεννόν του, επήδησεν έξω της αιθούσης.
Ο Νέρων ύψωσε τους βραχίονας εις τον ουρανόν και ανέκραξε:
– Δυστυχία σου, αγιωτάτη πόλις του Πριάμου!.