Kitabı oku: «Quo Vadis», sayfa 17
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ'
Αι κραυγαί: «Εις τους λέοντας τους χριστιανούς!» αντήχουν αδιαλείπτως εις όλας τας οδούς της πόλεως. Κανείς δεν αμφέβαλλε πλέον ότι ούτοι ήσαν οι αυτουργοί της πυρκαϊάς και έχαιρεν ο λαός, επειδή η τιμωρία των έμελλε να είναι θέαμα λαμπρόν.
Εις την πόλιν, μεταξύ των ερειπίων, εχάρασσον νέας οδούς πλατυτάτας. Εδώ και εκεί έβαλλον θεμέλια οικιών, μεγάρων και ναών. Αλλά προ παντός άλλου ήγειρον εν μεγάλη σπουδή τα αχανή ξύλινα αμφιθέατρα, όπου έμελλον να αποθάνωσιν οι χριστιανοί.
Ευθύς μετά το συμβούλιον, το συγκροτηθέν εν τη οικία του Τιβερίου, οι ανθύπατοι είχον λάβει διαταγήν να στείλωσιν εις Ρώμην άγρια θηρία. Η Ασία έδωκεν ελέφαντας και τίγρεις· ο Νείλος κροκοδείλους και ιπποποτάμους· ο Άτλας λέοντας· τα Πυρηναία λύκους και άρκτους· η Ιγερνία αγρίους κύνας· η Ήπειρος μολοσσούς· η Γερμανία βουβάλους και ταύρους. Ο Καίσαρ ήθελε να πνιγή πάσαν ανάμνησιν της πυρκαϊάς εις χειμάρρους αίματος· ήθελε να μεθύση δι' ανθρωποθυσιών τον λαόν. Αι φυλακαί είχον παραγεμίσει από χριστιανούς, και καθ' εκάστην τα καθάρματα του όχλου και οι πραιτωριανοί εισήγον νέα θύματα.
«Εις τους λέοντας!, εις τους λέοντας τους χριστιανούς!» εφώναζεν ο λαός εις τας οδούς.
Ο Πετρώνιος προσεπάθει με κάθε τρόπον να εύρη μέσον να σώση την Λίγειαν, και προς τούτο εσκέφθη τον Σενέκαν, τον Δομίτιον Άφερ, την Κρισπινέλλαν, δι' ης ήθελε να φθάση μέχρι της Ποππέας, τον Τέρπνον, τον Διόδωρον, τον Πυθαγόραν, εις τους οποίους ο Καίσαρ δεν ηρνείτο τίποτε· πλην και ούτοι ουδέν κατώρθωσαν και έλαβον την εξής απάντησιν από τον Νέρωνα:
– Πιστεύετε ότι έχω ασθενεστέραν την ψυχήν από τον Βρούτον, όστις διά την σωτηρίαν της Ρώμης δεν εφείσθη ούτε των ιδίων τέκνων του!
Ο Πετρώνιος, όταν του ανέφεραν τους λόγους τούτους, ανέκραξεν: «Αφού ήρχισε τώρα να συγκρίνη τον εαυτόν του και με τον Βρούτον, όλα εχάθησαν!»
Εν τοσούτω αι ημέραι διεδέχοντο τας ημέρας. Τα αμφιθέατρα ήσαν έτοιμα. Ήρχισαν να διανέμουν τα εισιτήρια διά τους εωθινούς αγώνας. Αλλά την φοράν αυτήν, λόγω της ανηκούστου αφθονίας, επί εβδομάδας και μήνας. Ήδη δεν εγνώριζον πού να κλείσουν τους χριστιανούς. Αι φυλακαί είχον υπερπληρωθή και αι κολλητικαί ασθένειαι εμαίνοντο εν αυταίς.
Φοβούμενοι την διάδοσιν των νόσων ανά την πόλιν, απεφάσισαν να αρχίσωσι τους αγώνας.
Όλαι αι ειδήσεις αύται ήρχοντο εις τον Βινίκιον, αφαιρούσαι απ' αυτού τας τελευταίας λάμψεις της ελπίδος. Εις τα χαρακτηριστικά του είχεν αποκρυσταλλωθή ο τρόμος, το πρόσωπόν του είχε γίνει μαύρον και ωμοίαζε προς τα εκ κηρού ομοιώματα των εφεστίων θεών. Όταν τις του ωμίλει, εκείνος έστρεφε μηχανικώς την κεφαλήν του και παρετήρει τον συνομιλητήν του με χαύνους οφθαλμούς. Τας νύκτας του τας διήρχετο με τον Ούρσον εις την θύραν του κελλίου της Λιγείας. Όταν επέστρεφεν εις του Πετρωνίου εβάδιζεν άνω και κάτω εις το άτριον μέχρι πρωίας. Οι δούλοι τον εύρισκον συχνά γονυπετή, με τας χείρας τεταμένας προς τα άνω ή προς τα κάτω και με το πρόσωπον εστραμμένον προς την γην. Επεκαλείτο τον Χριστόν, διότι ο Χριστός ήτο η υστάτη ελπίς του. Είχεν ακόμη αρκετήν διαύγειαν νου διά να εννοήση ότι η προσευχή του Πέτρου θα ήτο μάλλον αποτελεσματική από την ιδικήν του.
Ο Πέτρος του είχεν υποσχεθή την Λίγειαν, ο Πέτρος τον είχε βαπτίσει.
Ο Πέτρος έκαμνε θαύματα. Ο Πέτρος ας έσπευδεν εις βοήθειάν του!
Μετέβη εις την οικίαν του λατόμου και έμαθε παρ' αυτού ότι εις τας αμπέλους του Κορνηλίου Πουδέντου, όπισθεν της Σαλαρίας πύλης, επρόκειτο να γίνη συνάθροισις χριστιανών. Εξήλθον λοιπόν μόλις ενύκτωσεν, υπερέβησαν τα τείχη, και αφού διήλθον χαράδρας σχοινοφυείς έφθασαν εις τον περίβολον του Πουδέντου.
Όσοι χριστιανοί είχον διαφύγει τον διωγμόν ήσαν εκεί συνηγμένοι και προσηύχοντο κραυγάζοντες:
«Κύριε, ελέησον ημάς!»
Ο Πέτρος είχε γονυπετήσει μεταξύ αυτών υπό τινα σταυρόν καρφωμένον εις τον τοίχον. Προσηύχετο. Ο Βινίκιος διέκρινε μακρόθεν την λευκήν κόμην του και τας ανατεταμένας χείρας του. Έμελλε να διασχίση τα πλήθη, να ριφθή εις τους πόδας του Αποστόλου και να κράξη: «Βοήθειαν!» Αλλ' η επισημότης της προσευχής και η κατάπτωσις των δυνάμεών του τον έκαμαν να κάμψη και αυτός τα γόνατα: «Χριστέ, ευσπλαγχνίσθητί με!»
Πάντες πέριξ του ωνειροπόλουν εν τη ψυχή των ότι ο Χριστός έμελλε να εκδηλώση την δύναμίν του, ότι θα συνέτριβε την αδικίαν, ότι θα κατέρριπτε τον Νέρωνα εις την άβυσσον και θα εβασίλευεν επί της Οικουμένης.
Ο Βινίκιος εκάλυψε το πρόσωπον με τας χείρας του και εκάμφθη.
Η σιγή τον περιέβαλεν αιφνηδίως, ως εάν ο τρόμος είχε διακόψει τας παρακλήσεις εις τα στήθη πάντων.
Ο Πέτρος ηνωρθώθη και στραφείς προς την ομήγυριν:
– Αδελφοί μου, είπεν, άνω έχετε τας καρδίας προς τον Σωτήρα, και προσφέρετε αυτώ τα δάκρυά σας, αυτός θα έλθη να σας σώση και θα τιμωρήση τους απαισίους διώκτας μας. Ύψωσε την χείρα, ως να έδιδε διαταγήν. Εκείνοι ησθάνθησαν νέον αίμα εις τας φλέβας των και φρικίασιν εις τους μυελούς των οστέων των. Διότι έμπροσθέν των δεν ευρίσκετο πλέον γέρων προβεβηκώς, αλλ' άνθρωπος φοβερός, όστις απέσπα τας ψυχάς από τον κονιορτόν και τον φόβον διά να τας μεταφέρη μακράν.
Και επανέλαβε:
– Σπείρατε εν τοις δακρύοις, ίνα θερίσητε εν τη χαρά. Διατί να φρικιάτε προ της δυνάμεως του Κακού; «Παιδιά μου, εις τον Γολγοθάν είδα τον Θεόν να τον καρφώνουν επί σταυρού. Και είδα τους Ιουδαίους να κεντούν την πλευράν του και είδα αυτόν νεκρόν. Ήτο Θεός και ηδύνατο να μη υποφέρη όλα αυτά, αλλ' αγογγύστως διά την σωτηρίαν του κόσμου τα υπέφερε. Και ημείς διατί να μη υποφέρωμεν ολίγον προς χάριν του; Σας διακηρύττω εν ονόματι του Χριστού. Όχι! Αυτό το οποίον είναι έμπροσθέν σας δεν είναι θάνατος, αλλά ζωή· δεν είναι λύπη, αλλά χαρά αναλλοίωτος. Εις σας όλους, οίτινες θα ίδετε τον θάνατον εκείνων, τους οποίους αγαπάτε, εις σας τους κοπιώντας, τους πάσχοντας, και εις σας, όσοι μέλλετε να αποθάνετε, εν ονόματι του Χριστού, λέγω, «ειρήνη υμίν.»
Ο Απόστολος έτεινε τας χείρας, ύψωσε τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν και έμεινεν ακίνητος. Το πρόσωπόν του έλαμψε. Παρετήρησεν εν εκστάσει. Κατόπιν είπε:
«Σας ευλογώ, τέκνα μου, διά τας βασάνους, διά τον θάνατον και διά την αιωνιότητα!»
Πάντες τον περιεστοίχισαν ικετεύοντες:
– Είμεθα έτοιμοι, διδάσκαλε· αλλά συ, σώσον την ιεράν κεφαλήν σου, όπως και άλλους διδάξης εν Χριστώ. Συ είσαι ο ιερεύς του Κυρίου.
Ο Απόστολος απεμακρύνθη εκείθεν υπό του Νηρέως, δούλου του Πουδέντου, όστις τον ωδήγησε διά μέσου της αμπέλου, από μίαν μυστικήν ατραπόν, εις την κατοικίαν του. Εις την νυκτερινήν λάμψιν, ο Βινίκιος τους ηκολούθει, και, όταν έφθασαν εις την καλύβην του Νηρέως, προσέπεσεν εις τους πόδας του Αποστόλου.
Αναγνωρίσας τον Βινίκιον ο Πέτρος τον ηρώτησε:
– Τι ζητείς, υιέ μου;
Αλλ' ο Βινίκιος, μεθ' όσα είχεν ακούσει εις την συνάθροισιν, δεν ετόλμα πλέον τίποτε να ζητήση. Κατεφίλει τους πόδας του Αποστόλου, εστήριξεν επ' αυτών το μέτωπον κλαίων και εζήτει οίκτον διά της σιωπής του.
– Ειξεύρω. Απήγαγον την παρθένον, την οποίαν αγαπάς. Δεήθητι δι' αυτήν, είπεν ο Απόστολος.
– Δέσποτα, εστέναξεν ο Βινίκιος, σφίγγων ισχυρότερον τους πόδας του Αποστόλου, δέσποτα, εγώ είμαι ένας ουτιδανός σκώληξ, αλλά συ, ο αυτόπτης του Χριστού, παρακάλεσέ τον δι' αυτήν.
Ο Πέτρος συνεκινήθη εκ του πόνου εκείνου.
Εις την λάμψιν των ατραπών, αίτινες διέσχιζον τον ουρανόν από καιρού εις καιρόν, ο Βινίκιος εθεώρει τα χείλη του Πέτρου, καραδοκών την απόφασιν της ζωής ή του θανάτου.
Εις την σιγήν, όρτυγες ετρύλλιζον διά μέσου της αμπέλου και ηκούετο ο υπόκωφος κρότος των μύλων της οδού Σαλαρίας.
– Βινίκιε, είπεν ο Πέτρος, έχεις πίστιν;
– Διδάσκαλε, εάν δεν είχον πίστιν θα ηρχόμην εδώ;
– Τότε, έχε πίστιν μέχρι τέλους, διότι η πίστις μετατοπίζει όρη. Και αν ακόμη έβλεπες την παιδίσκην εκείνην υπό την μάχαιραν του δημίου, ή εις το στόμα του λέοντος, έχε πίστιν ακόμη, διότι ο Χριστός δύναται να την σώση. Έχε πίστιν και ικέτευε αυτόν, και εγώ θα τον ικετεύσω μαζί σου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ
Ο Βινίκιος αφήκε τον Απόστολον και επέστρεψεν εις την Μαμερτίνην ειρκτήν.
Εκεί, οι πραιτωριανοί, οι οποίοι αντικαθίστων αλλήλους εις την φρούρησιν, τον εγνώριζον όλοι και συνήθως τον άφινον να εισέρχεται άνευ δυσκολίας τινός. Αλλά την φοράν αυτήν αι τάξεις των φρουρών δεν παρεμέρισαν προ αυτού και είς εκατόνταρχος τον επλησίασε και είπε:
– Συγγνώμην, ευγενή τριβούνε, σήμερον έχομεν διαταγήν να μη επιτρέπωμεν εις κανένα την δίοδον.
– Διαταγήν; επανέλαβεν ο Βινίκιος ωχριάσας.
Ο στρατιώτης τον παρετήρησε με συμπαθές ύφος και είπε:
– Ναι, του Καίσαρος, άρχον. Υπάρχουν πολλοί άρρωστοι εις την φυλακήν και ίσως φοβούνται μήπως οι επισκέπται μεταδώσωσι την επιδημίαν εις την πόλιν.
– Αλλά δεν είπες ότι η διαταγή ήτο διά σήμερον μόνον!
– Μας αντικαθιστούν την μεσημβρίαν.
Ο Βινίκιος εσιώπησε και απεκαλύφθη, διότι του εφαίνετο ότι ο μικρός πίλος, τον οποίον έφερεν επί της κεφαλής, τον επίεζεν ως να ήτο εκ μολύβδου.
Αλλ' ο εκατόνταρχος τον επλησίασε και του είπε χαμηλοφώνως:
– Μη φοβήσαι, άρχον. Οι δεσμοφύλακες και ο Ούρσος είνε πλησίον της.
Τούτο λέγων έκυψε και με το μακρόν γαλατικόν ξίφος του εχάραξε ταχέως επί πέτρας το σχήμα ιχθύος.
Ο Βινίκιος τω έρριψε βλέμμα περίεργον.
– .. Και είσαι πραιτωριανός;
– Μέχρι της ημέρας, καθ' ην θα ευρίσκομαι εκεί – και ο στρατιώτης εδείκνυε την φυλακήν.
– Και εγώ λατρεύω τον Χριστόν!
– Ευλογητόν το όνομά του! Ναι, αυθέντα· ηξεύρω.. Δεν δύναμαι να σε αφήσω να εισέλθης· αλλ' εάν μου δώσης επιστολήν, θα την στείλω εις τον προς όν όρον με τους φρουρούς.
– Σε ευχαριστώ, αδελφέ.
Έσφιγξε την χείρα του εκατοντάρχου και απήλθε μεταβαίνων εις του Πετρωνίου, τον οποίον εύρεν οίκαδε. Ούτος πιστός εις την συνήθειαν να διανυκτερεύη, μόλις προ ολίγου είχεν επιστρέψει, αλλ' είχε λάβει εν τω μεταξύ τον καιρόν να κάμη το λουτρόν του και να τον τρίψουν δι' ελαίου πριν κατακλιθή.
– Έχω νεώτερα, είπε προς τον νέον. Ήμην σήμερον εις του Τουλίου Σενεκίωνος, ήτο δε εκεί και ο Καίσαρ. Η Αυγούστα είχε φέρει μαζί της τον μικρόν Ρούφιον, όστις νυστάξας απεκοιμήθη, ενώ διήρκει η ανάγνωσις ενός ποιήματος του Καίσαρος. Θυμωθείς ο Καίσαρ εσφενδόνισε κρατήρα κατά της κεφαλής του και τον επλήγωσεν επικινδύνως. Η Ποππέα ελιποθύμησε και όλοι ήκουσαν τον Καίσαρα να λέγη: «Εβαρύνθην πλέον αυτό το έκτρωμα, το καταδικασμένον εις θάνατον». Και ούτω μεριμνώσα περί της ιδίας της δυστυχίας, θα εγκαταλείψη ίσως την κατά σου και της Λιγείας εκδίκησιν. Θα την ίδω απόψε και θα της ομιλήσω.
Ο Βινίκιος ηρώτησε:
– Έκαμαν λόγον περί της ημέρας των θηριομαχιών;
– Θα γίνουν εντός δέκα ημερών. Εις τον κατάλογον των θυμάτων δεν περιλαμβάνονται οι εν τη φυλακή της Μαμερτίνης εγκάθειρκτοι και συνεπώς έχε ελπίδας. Με τον Χαλκοπώγωνα μία λέξις λεγομένη επικαίρως δύναται να σώση ή να απολέση οιονδήποτε. Σήμερον θα ειπώ εις την Ποππέαν: «Σώσον την Λίγειαν και εγώ θα σώσω τον Ρούφιον.» Και έτσι τουλάχιστον θα κερδίσωμεν καιρόν, αν δεν επιτύχωμεν τίποτε άλλο.
– Ευχαριστώ, είπεν ο Βινίκιος και οι δύο συνομιληταί εχωρίσθησαν. Ο
Βινίκιος μετέβη εις την βιβλιοθήκην και έγραψε προς την Λίγειαν.
Έφερε μόνος του την επιστολήν προς τον χριστιανόν εκατόνταρχον. Ούτος εισήλθεν εις την φυλακήν και μετ' ολίγον ενεφανίζετο προ του Βινικίου.
– Η Λίγεια, τω είπε, σε χαιρετά. Την απάντησιν θα σου την φέρω εντός της ημέρας.
Ο Βινίκιος δεν ήθελε να επιστρέψη εις την κατοικίαν του. Εκάθισεν επί τινος λίθου αναμένων την επιστολήν. Ο ήλιος είχεν ήδη ανέλθη πολύ υψηλά εις τον ουρανόν και η Αγορά επληρούτο κόσμου από του Αργεντινού Λόφου.
Θόρυβος ηγέρθη αιφνηδίως πλησίον του μέρους, εις ο είχε καθήσει ο Τριβούνος. Την στιγμήν εκείνην εφάνη διερχόμενον εκείθεν λαμπρόν φορείον, το οποίον εβάσταζον τέσσαρες γιγαντόσωμοι άραβες. Δύο δρομείς προηγούμενοι του φορείου παρεμέριζον το πλήθος με τας ράβδους των κραυγάζοντες και ανοίγοντες χώρον εις αυτό.
Εντός του φορείου ευρίσκετο είς λευκοενδεδυμένος άνθρωπος, του οποίου την μορφήν δεν ηδύνατό τις να διακρίνη, διότι είχε τους οφθαλμούς προσηλωμένους επί ενός παπυρίνου κυλίνδρου και εφαίνετο ότι ανεγίνωσκε κάτι μετά προσοχής.
– Τόπον εις τον ευγενή Αυγουστιανόν! έκραζον οι δρομείς.
Αλλ' η οδός ήτο τόσον κοσμοβριθής, ώστε εις μίαν στιγμήν το φορείον ηναγκάσθη να σταματήση. Τότε ο Αυγουστιανός αφήκε να πέση μετ' ανυπομονησίας ο κύλινδρός του και έκυψε την κεφαλήν.
– Διώξατε αυτούς τους αθλίους! Και προχωρείτε ταχύτερον.
Αίφνης διέκρινε τον Βινίκιον και ύψωσε ταχέως τον κύλινδρον μέχρι των οφθαλμών του.
Ο Βινίκιος έφερε την χείρα εις το μέτωπον νομίζων ότι ονειρεύεται. Εν τω φορείω εκαμάρωνεν ο γνωστός Χίλων Χιλωνίδης.
Οι δρομείς είχον καθαρίσει τον δρόμον, και οι Αιγύπτιοι έμελλον να εξακολουθήσουν την πορείαν των, οπότε ο νεαρός τριβούνος, όστις εν ριπή οφθαλμού είχε κατανοήσει τόσα πράγματα, μέχρι της χθες ακόμη ακατάληπτα δι' αυτόν, επλησίασε το φορείον και είπε «χαίρειν σοι, ω Χίλων».
– Νεανία, υπέλαβεν ο Έλλην με αξιοπρέπειαν και υπερηφάνειαν, προσπαθών να δώση εις το πρόσωπόν του έκφρασιν γαλήνης, η οποία δεν υπήρχεν εις την ψυχήν του, νεανία, σε χαιρετώ, αλλά μη με κρατής, επειδή σπεύδω να φθάσω το ταχύτερον εις του φίλου μου του ευγενούς Τιγγελίνου, όστις με περιμένει.
Ο Βινίκιος εστηρίχθη εις το άκρον του φορείου, έσκυψε προς τον Χίλωνα και προσβλέψας αυτόν εις τους οφθαλμούς, είπε με τρέμουσαν την φωνήν:
– Συ επίλυσες την Λίγειαν.
– Κολοσσέ του Μέμνονος! διεμαρτυρήθη ο άλλος έντρομος..
Αλλ' εις τους οφθαλμούς του Βινικίου δεν υπήρχε τι το απειλητικόν, και ο φόβος του γηραιού Έλληνος διελύθη αμέσως. Εσκέφθη ότι ήτο υπό την προστασίαν του Τιγγελίνου και αυτού του Καίσαρος, δηλαδή των δύο δυνάμεων, προ των οποίων τα πάντα έτρεμον, ότι περιεστοιχίζετο από αθλητικούς δούλους και ότι ο Βινίκιος ευρίσκετο εκεί άοπλος, με πρόσωπον ισχνόν και με σώμα κυρτόν εκ της αγωνίας.
Με την σκέψιν ταύτην ανέκτησε την αυθάδειάν του. Προσήλωσεν επί του Βινικίου τους αιματοβαφείς οφθαλμούς του και εις απάντησιν εψιθύρισεν:
– Αλλά συ, ενώ απέθνησκον της πείνης, με εμαστίγωσες.
Επί μίαν στιγμήν και οι δύο εσιώπησαν, έπειτα με πνιγομένην φωνήν ο
Βινίκιος απήντησε:
– Υπήρξα άδικος, Χίλων.
Ο Έλλην ύψωσε την κεφαλήν και τρίζων τους οδόντας κακεντρεχώς απήντησε μεγαλοφώνως, ίνα ακούση όλος ο κόσμος:
– Φίλε, εάν έχης τι να μου ζητήσης, ελθέ εις την έπαυλίν μου, εις Εσκλίνον, την πρωίαν, διότι μετά το λουτρόν μου δέχομαι τους πελάτας μου.
Έκαμε νεύμα και οι Αιγύπτιοι εσήκωσαν το φορείον, ενώ οι δρομείς έκραζον, συστρέφοντες τας ράβδους των:
– Τόπον εις το φορείον του ευγενούς Χίλωνος Χιλωνίδου! Τόπον! Τόπον!
Η Λίγεια, διά μακροσκελούς επιστολής, γραφείσης εν σπουδή, έλεγε διά παντός το «χαίρε» εις τον Βινίκιον. Ήξευρεν ότι ουδείς πλέον είχε δικαίωμα να έλθη εις την φυλακήν, και ότι δεν θα έβλεπε τον Βινίκιον, ειμή εις τους αγώνας, και τον παρεκάλει να παρευρεθή διά να τον ίδη ακόμη μίαν φοράν.
«Είτε ο Χριστός με ελευθερώση, έγραφεν, είτε ο θάνατός μου, είναι το ίδιον διά σε· αυτό μου υπεσχέθη διά του στόματος του Αποστόλου, άρα είμαι ιδική του». Και τον εξώρκισε να μη λυπήται.
Όλη η επιστολή απέπνεε χαράν και ελπίδα. Δεν περιείχεν ειμή μίαν μόνην επιθυμίαν, ίνα ο Βινίκιος αποκομίση το σώμα της από του αμφιθεάτρου και την θάψη ως γυναίκα του εις τον τάφον, όπου αυτός έμελλε μίαν ημέραν να αναπαυθή.
Την επομένην, όταν ο Βινίκιος ήλθεν εις την φυλακήν, ο εκατόνταρχος του είπεν:
– Ο Χριστός σου επεδαψίλευσε σήμερον την χαράν του. Την νύκτα ταύτην ήλθον οι απελεύθεροι του Καίσαρος να εκλέξωσι μερικάς χριστιανάς παρθένους· εζήτησαν και την μνηστήν σου, αλλ' ο Κύριος της έστειλε πυρετόν, εκ του οποίου αποθνήσκουν οι δεσμώται της ειρκτής, και δεν την έλαβον. Η ασθένειά της την έσωσεν από την ατιμίαν. Είχον συλλάβει και τον Λίνον, αλλά βλέποντες ότι εψυχορράγει τον αφήκαν. Ίσως και εκείνην να σου την αποδώσουν τώρα. Και ο Χριστός θα της χαρίση την υγείαν της.
Ο Βινίκιος έμεινε μέχρι της εσπέρας υπό τα τείχη της ειρκτής, επανήλθεν έπειτα εις τον οίκον του και είπεν εις τους ανθρώπους του να υπάγωσι να ζητήσωσι τον Λίνον και να τον φέρωσιν εις μίαν των επαύλεων του εις τα περίχωρα.
Ο Πετρώνιος εξ άλλου δεν έχανε τον καιρόν του αδίκως. Έσπευσε να ίδη την Αυγούσταν. Την εύρε παρά το προσκεφάλαιον του μικρού Ρουφίου. Το παιδίον είχε πυρετόν και παρελήρει, με το κρανίον σπασμένον.
Η Ποππέα, αφωσιωμένη εις τον πόνον της, ουδέ να ακούση ήθελε περί της
Λιγείας. Αλλ' ο Πετρώνιος την εφόβισεν ειπών:
– Συ, Αυγούστα, λατρεύεις, ως φαίνεται, τον Ιεχωβά· αλλ' οι χριστιανοί διατείνονται ότι ο Χριστός είναι υιός Εκείνου. Εννοείς να μη σε καταδιώξη με την οργήν του ο Πατήρ; Μη τυχόν η αγανάκτησίς του σε τιμωρεί και η ζωή του Ρουφίου μη εξαρτάται από τας μελλούσας πράξεις σου;
– Τι θέλεις να κάμω;
– Να εξιλεώσης τας εξωργισμένας θεότητας.
– Πώς;
– Η Λίγεια είναι ασθενής. Μεσολάβησον λοιπόν πλησίον του Καίσαρος
και του Τιγγελίνου διά να την αποδώσουν εις τον Βινίκιον.
– Πιστεύεις λοιπόν ότι δύναμαι να κατορθώσω τούτο; ηρώτησεν εν
απελπισία.
– Οι χριστιανοί βεβαιούν ότι ο Χριστός είναι εκδικητής, αλλά
δίκαιος.
– Θα υπάγω, είπεν η Ποππέα, με συντετριμμένην φωνήν.
Η Ποππέα, ήτις διά να σώση τον Ρούφιον, ήτο προθυμοτάτη να προσφέρη εκατόμβας εις όλους τους θεούς, μετέβη την εσπέραν προς τας Εστιάδας, αφού ενεπιστεύθη την φύλαξιν του παιδίου εις την πιστήν Συλβίαν.
Αλλ' εις το Παλατίνον η τύχη του παιδίου είχεν αποφασισθή ήδη.
Μόλις το φορείον της αυτοκράτειρας είχεν υπερβή την μεγάλην θύραν, δύο απελεύθεροι του Καίσαρος εισήλθον εις τον θάλαμον, όπου έκειτο ο μικρός Ρούφιος και εφόνευσαν την γραίαν Συλβίαν και τον μικρόν, του οποίου το σώμα το έρριψαν εις τον ποταμόν.
Όταν η Ποππέα επέστρεψεν εις το Παλατίνον και είδε το λίκνον κενόν, και το πτώμα της Συλβίας, ελιποθύμησε.
Συνελθούσα εις εαυτήν, ήρχισε να κραυγάζη και να οιμώζη.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ'
Καθ' ην ημέραν έμελλον να αρχίσωσιν οι αγώνες των θηριομαχιών, πλήθη αέργων περιέμενον από της αυγής το άνοιγμα των πυλών, ακούοντες μετά βαθείας χαράς τους βρυχηθμούς των λεόντων, τον βραχνόν ρογχασμόν των πανθήρων και το ούρλιασμα των υαινών, των τίγρεων και των κυνών.
Τα θηρία είχον μείνει νηστικά επί δύο ημέρας. Προ των κλωβών των επεδεικνύοντο υπό των φυλάκων ολόκληρα τεμάχια αιμοσταγούς κρέατος όπως εξάπτεται εν αυτοίς η μανία και η πείνα. Από καιρού εις καιρόν, αι κραυγαί των θηρίων εξερρήγνυντο εις μίαν θύελλαν τόσον τρομακτικήν, ώστε οι άνθρωποι, οι οποίοι ίσταντο προ του ιπποδρομίου, δεν ηκούοντο πλέον όταν ωμίλουν.
Άμα τη ανατολή του ηλίου ηκούοντο εν αυτώ τω περιβόλω του ιπποδρόμου βαρύτονοι και ήπιοι ύμνοι: πάντες ήκουον μετά καταπλήξεως επαναλαμβάνοντες: «Οι χριστιανοί! Οι χριστιανοί!»
Πράγματι οι χριστιανοί είχον μετακομισθή εις το αμφιθέατρον εις μεγάλας ομάδας, κατά την νύκτα, παραληφθέντες εξ όλων των φυλακών. Αι φωναί των ανδρών, γυναικών και παιδίων, έψαλλον τον εωθινόν ύμνον, οι ειδήμονες ισχυρίζοντο ότι τα θηρία θα εκουράζοντο, θα εχόρταινον και δεν θα ηδύναντο να κατακερματίσωσιν όλον εκείνο το πλήθος. Την πρωίαν, αποσπάσματα θηριομάχων οδηγουμένων υπό των κυρίων των και οι γυμνασταί ήρχισαν να συρρέουν εις το αμφιθέατρον.
Μη θέλοντες να κουρασθώσι προ της ώρας εβάδιζον άοπλοι, συνήθως μάλιστα ολόγυμνοι, στεφανωμένοι με άνθη και κρατούντες χλοερούς κλάδους, νέοι, ωραίοι ως το φως της πρωίας, πλήρεις ζωής. Τα σώματά των, στίλβοντα εξ ελαίου, φοβερά και όμοια με γρανιτώδη πέτραν κατεγοήτευον τον λαόν, πρόθυμον θαυμαστήν της σωματικής καλλονής.
Τα ονόματά των είνε γνωστά εις το πλήθος. Χαίρε, Φούρνιε! εκραύγαζον, χαίρε Λέων! χαίρε Μάξιμε! χαίρε Διομήδη! Έπειτα εξηφανίζοντο όπισθεν των πυλών, οπόθεν πλέον δεν έμελλον να εξέλθωσι.
Κατά πάσαν στιγμήν, νέα θεάματα προσείλκυον την προσοχήν του πλήθους. Όπισθεν των θηριομάχων προέβαινον οι μαστιγοφόροι, των οποίων έργον ήτο να μαστιγώνωσι και να παροξύνωσι τους αντιπάλους.
Κατόπιν διήλθον ημίονοι σύροντες προς το σκυλευτήριον3 σειράς αμαξίων, επί των οποίων ήσαν συσωρευμένα φέρετρα. Ο λαός έχαιρεν επί τη θέα όλων εκείνων των προετοιμασιών, συμπεραίνων εκ του αριθμού των φερέτρων περί του μεγέθους του θεάματος, Έπειτα ήρχοντο ενδεδυμένοι ως ηθοποιοί, παριστάνοντες τον Χάρωνα ή τον Ερμήν, οι άνδρες, οι οποίοι απετελείωναν τους τραυματίας, και τέλος οι πραιτωριανοί, τους οποίους έκαστος αυτοκράτωρ είχε πάντοτε εις την διάθεσίν του εν τω αμφιθεάτρω.
Ήνοιξαν τας εισόδους και ο λαός εισέρρευσεν. Αλλά το πλήθος ήτο τόσον μέγα, ώστε συνέρρεεν ανεξάντλητον επί ώρας ολοκλήρους. Οι βρυχηθμοί των θηρίων, τα οποία ωσφραίνοντο την απόπνοιαν των ανθρωπίνων σωμάτων, ηύξανον ακόμη εις την είσοδον των πυλών, Ο λαός λαμβάνων θέσιν εις το εσωτερικόν του ιπποδρόμου, εμυκάτο όπως τα κύματα κατά την τρικυμίαν.
Τέλος έφθασεν ο πραίφεκτος της Ρώμης μετά των φρουρών του· έπειτα τα φορεία των συγκλητικών, των υπάτων, των πραιτόρων, των αγορανόμων, των ανακτορικών υπαλλήλων, των αρχηγών της πραιτωριανής φρουράς, των πατρικίων και των κομψοπρεπών γυναίων.
Διά να αρχίσουν τα θεάματα δεν ανεμένετο πλέον παρά μόνον ο Καίσαρ, Και ο Νέρων, μη θέλων να καταχρασθή της υπομονής του λαού και επιθυμών να κατακτήση την εύνοιάν του διά της προθυμίας του, εφάνη μετ' ολίγον συνοδευόμενος υπό της Ποππέας και των Αυγουστιανών, μεταξύ των οποίων, εντός του αυτού φορείου, ήσαν ο Πετρώνιος και ο Βινίκιος.
Οι φύλακες του αμφιθεάτρου και όλον το υπηρετικόν προσωπικόν ήσαν μισθοφόροι του Βινικίου και είχε συμφωνηθή ότι οι θηριομάχοι θα έκρυπτον την Λίγειαν εις σκοτεινήν γωνίαν των υπονόμων μέχρι της νυκτός, και έπειτα θα την παρέδιδον εις ένα άνθρωπον του τριβούνου, όστις θα ανεχώρει αμέσως μετ' αυτής εις το Αλβανόν όρος. Ο Πετρώνιος, εις τον οποίον είχον εμπιστευθή το μυστικόν, εσυμβούλευσε τον Βινίκιον να μεταβή φανερά εις το αμφιθέατρον μετ' αυτού, κατόπιν δε να φύγη εν μέσω της οχλοβοής: θα κατήρχετο εσπευσμένως εις τα υπόγεια, όπου, διά να αποφύγη ενδεχόμενον λάθος, θα εδείκνυεν αυτός την Λίγειαν εις τους φύλακας.
Οι φύλακες τον εισήγαγον διά μικράς θύρας της υπηρεσίας και είς εξ αυτών, ονόματι Σύρος, τον ωδήγησεν αμέσως πλησίον των χριστιανών.
Καθ' οδόν ο φύλαξ έλεγεν:
– Αυθέντα, εζητήσαμεν μίαν κόρην καλουμένην Λίγειαν, αλλά κανείς δεν μας απεκρίθη. Εν τούτοις δυνατόν να δυσπιστώσιν εις ημάς.
Ο Σύρος ήνοιξε θύραν τινά και εισήλθον εις μεγάλην αίθουσαν σκοτεινονάτην, διότι το φως εισήρχετο διά κιγκλιδωτών παραθύρων, τα οποία έκειντο προς το μέρος της κονίστρας. Κατ' αρχάς ο Βινίκιος ουδέ ηδυνήθη να διακρίνη· ήκουσε μόνον τον συγκεχυμένον ψίθυρον των φωνών εν αύτη τη αιθούση και τας κραυγάς του λαού τας εξερχομένας από το αμφιθέατρον. Μετά τινα στιγμήν, οι οφθαλμοί του, εξοικειωθέντες εις το σκότος, είδον συμπλέγματα αλλοκότων όντων ομοίων με λύκους και άρκτους.. Ήσαν οι χριστιανοί, τους οποίους είχον ράψει εις δέρματα θηρίων. Άλλοι ήσαν όρθιοι, άλλοι προσηύχοντο γονυπετείς.
Ο Βινίκιος εβάδιζε παρά το πλευρόν του Σύρου, παρετήρει τα πρόσωπα, ανηρεύνα, ηρώτα· ενίοτε προσέκρουεν επί των σωμάτων εκείνων, οίτινες είχον λιποθυμήσει εις την αποπνικτικήν ατμόσφαιραν. Σκεπτόμενος ότι πάσαν στιγμήν ήτο δυνατόν να ανοιχθώσι τα κιγκλιδώματα, ήρχισε να κράζη μεγαλοφώνως την Λίγειαν και τον Ούρσον, με την ελπίδα ότι, εν απουσία αυτών, κάποιος, όστις θα τους εγνώριζε, θα του απεκρίνετο.
Τω όντι άνθρωπός τις, ενδεδυμένος με δέρμα άρκτου, τον έσυρεν από την τήβεννον και του είπεν;
– Αυθέντα, έμειναν εις την φυλακήν. Με εξήγαγον τελευταίον και την
είδα ασθενή εις την στρωμνήν της.
– Ποίος είσαι; ηρώτησεν ο Βινίκιος.
– Ο λατόμος, εις την καλύβην του οποίου ο απόστολος Πέτρος σε εβάπτισεν, αυθέντα. Με εφυλάκισαν προ τριών ημερών και θα αποθάνω σήμερον.
Ο Βινίκιος εξήλθεν εκ του υπογείου και επέστρεψεν εις το αμφιθέατρον καθήσας παραπλεύρως του Πετρωνίου, μεταξύ των Αυγουστιανών.
– Είναι εκεί; ηρώτησεν ο Πετρώνιος.
– Όχι Έμεινεν εις την φυλακήν.
– Άκουσον τι μου ήλθεν εις τον νουν: αλλ' ακούων παρατήρει, παραδείγματος χάριν, προς το μέρος της Νιγιδίας διά να νομίση ο κόσμος ότι ομιλούμεν διά την κόμωσίν της.. Ο Τιγγελίνος και ο Χίλων μας παρατηρούν.. Ειπέ να θέσουν την Λίγειαν εις φέρετρον, την νύκτα, και να την μεταφέρουν από την φυλακήν ως νεκράν. Συμπεραίνεις τα λοιπά.
– Ναι απήντησεν ο Βινίκιος.
Ο λαός εποδοκρότει και εθορύβει διά να επισπευθή το θέαμα. Τότε ο διοικητής της πόλεως έδωκε διά του μανδηλίου του έν σημείον, εις το οποίον απήντησεν ο λαός δι' ενός «Ααά»!
Το θέαμα ήρχιζε συνήθως διά καταδιώξεως αγρίων ζώων, εις ην διέπρεπον διάφοροι βάρβαροι εκ των βορείων και μεσημβρινών χωρών. Αλλά την φοράν αυτήν ήρχισαν διά τυφλομάχων, οίτινες ήσαν παλαισταί, φέροντες περικεφαλαίας κλειστάς, μέλλοντες να πολεμήσωσιν εις τα τυφλά.
Μία δωδεκάς εκ των τυφλομάχων τούτων εφάνησαν συγχρόνως εις την κονίστραν, ήρχισαν να κτυπώσι με τα ξίφη των το κενόν, ενώ οι μαστιγοφόροι τους ώθουν κατ' αλλήλων δι' υπερμεγεθών δικράνων.
Το κομψευόμενον κοινόν εθεάτο αταράχως το θέαμα εκείνο το πράγματι αξιοκαταφρόνητον. Άνθρωποι τινες είχον συμπλακή και η πάλη ήρχισε να γίνεται αιματηρά. Οι λυσσωδέστεροι εκ των παλαιστών απέρριπτον τας ασπίδας των και σφίγγοντες τους αντιπάλους των διά της αριστερής χειρός, εμάχοντο μέχρι θανάτου με την δεξιάν. Όσοι έπιπτον, ύψωναν τους δακτύλους διά να ζητήσουν τον οίκτον, αλλ' εις την αρχήν του θεάματος ο λαός απήτει συνήθως τον θάνατον των τραυματιών, κυρίως όταν επρόκετο περί των τυφλομάχων, οίτινες, έχοντες το πρόσωπον εντελώς σκεπασμένον, παρέμενον διά τους θεατάς άγνωστοι.
Τώρα εγένετο μάχη σοβαρωτέρα, ήτις διήγειρε το ενδιαφέρον των ευγενών και όχι μόνον του όχλου – μάχη κατά την οποίαν οι νεαροί πατρίκιοι συχνά έθετον μεγάλα στοιχήματα και έχανον και το τελευταίον σεστέρτιον.
Ολίγον κατ' ολίγον ο αριθμός των μαχομένων ηλαττούτο· τέλος έμειναν δύο· τους ώθησαν τον ένα προς τον άλλον· έπεσαν επί της άμμου και αμοιβαίως εμαχαιρώθησαν. Τότε οι θεράποντες εσήκωσαν τα πτώματα, έπλυναν την παλαίστραν και διέσπειραν επί της άμμου φύλλα αρωματικών φυτών.
Όταν ήρχισεν ο διαπεραστικός ήχος των σαλπίγγων, βαθεία σιγή αγωνίας διεχύθη εις το αμφιθέατρον. Χιλιάδες οφθαλμών προσηλώθησαν εις την μεγάλην πόλην· άνθρωπός τις επλησίασεν ενδεδυμένος ως Χάρων και εν μέσω της γενικής σιγής έκρουσε την θύραν τρις διά σφύρας, ως διά να συγκαλέση εις τον θάνατον τους ανθρώπους τους κρυπτομένους όπισθεν. Έπειτα τα δύο θυρόφυλλα ηνοίχθησαν βραδέως, αποκαλύψαντα έν σκοτεινόν στόμιον οπόθεν μετ' ολίγον οι μαχηταί κατά σμήνη συνέρρευσαν εις την φωτεινήν κονίστραν, ήσαν δε ούτοι πάνοπλοι.
Επευφημίαι εξερράγησαν από τινων εδωλίων.
Οι παλαισταί περιήλθον κύκλω την κονίστραν με βήμα κανονικόν και ελαστικόν και εστάθησαν ενώπιον του αυτοκράτορος. Έπειτα έτειναν την δεξιάν χείρα και υψώσαντες την κεφαλήν και τα βλέμματα προς τον Καίσαρα, έψαλαν με φωνήν ηχηράν:
«Χαίρε, Καίσαρ αυτοκράτωρ·
Οι μελλοθάνατοι σε προσαγορεύουν!»
Έπειτα διεσκορπίσθησαν εν ριπή οφθαλμού και ετοποθετήθησαν χωριστά επί του περιβόλου της κονίστρας.
Έμελλον να επιτεθώσι κατ' αποσπάσματα ολόκληρα. Εις τας μάχας εκείνας, ο λαός ήτο αφωσιωμένος με την ψυχήν, το σώμα και τους οφθαλμούς: ωρύετο, εβρυχάτο, εσύριζεν, εχειροκρότει, εγέλα, εξηρέθιζε τους μαχομένους και εμαίνετο εκ χαράς. Εις την παλαίστραν, οι μονομάχοι εις δύο ομάδας επάλαιον με λύσσαν θηρίων: οι θώρακες προσέκρουον επί των θωράκων, τα σώματα συνεπλέκοντο εις θανάσιμα σφιγξίματα, τα φοβερά μέλη έτριζον εις τας αρθρώσεις των, αι μάχαιραι εβυθίζοντο εις τα στήθη και τας κοιλίας, τα κάτωχρα χείλη εξετόξευον χειμάρρους αίματος. Αρχάριοί τινες κατελήφθησαν περί το τέλος από φόβον τόσον ζωηρόν, ώστε αποσπασθέντες του κυκεώνος εκείνου ετράπησαν εις φυγήν, αλλ' οι μαστιγοφόροι με τα μαστίγιά των τα καταλήγοντα εις μόλυβδον τους κατεδίωκον άκοντας εις το αγριώτερον σημείον της πάλης. Η άμμος εποικίλλετο ανά πάσαν στιγμήν, σώματα γυμνά και με θώρακας ορειχαλκίνους ήρχοντο να αυξήσουν τους σωρούς, εξηπλωμένους ως δέσμας χόρτου.
Αφού και ούτοι αλληλοεσπαράχθησαν, μετεφέρθησαν έξω της κονίστρας υπό τας επευφημίας του πλήθους.
Τέλος, οι ηττηθέντες έκειντο σχεδόν πάντες νεκροί· μόνον μερικοί τραυματίαι εγονυπέτησαν κλονιζόμενοι εν μέσω της κονίστρας και έτειναν προς τους θεατάς χείρας ζητούσας χάριν. Εις τους νικητάς διένειμον βραβεία, στρέμματα, κλάδους ελαίας. Έπειτα επικολούθησε στιγμή ανακωχής, ήτις τη διαταγή του παντοδυνάμου Καίσαρος μετεβλήθη εις συμπόσιον. Ήναψαν τα πύραυνα των αρωμάτων. Οι ψεκαστήρες έρριπτον επί του πλήθους λεπτήν βροχήν σαφρά και ίων.
Προσέφεραν αναψυκτικά, οπτά κρέατα, γλυκέα πλακούντια, ελαίας και οπώρας. Ο όχλος κατεβίβρωσκεν, εφλυάρει και ανευφήμει τον Καίσαρα, διά να τον ελκύση εις μεγαλυτέραν ακόμη γενναιοδωρίαν.
Το πρώτον μέρος του θεάματος είχε λήξει. Οι θεαταί εγκατέλειπον τας θέσεις και μετέβαινον εις τας διόδους, όπως απαλλαχθώσι της νάρκης των ποδών και συνομιλήσωσι.
Οι Αυγουστιανοί ετέρποντο εις το θέαμα του Χίλωνος και έσκωπτον τας ανωφελείς προσπαθείας του θέλοντος να αποδείξη ότι ήτο ικανός να βλέπη το αίμα, αν και δεν υπέφερε τοιαύτα θεάματα η ελληνική καρδία του. Οι Αυγουστιανοί όμως εξηκολούθουν να τον πειράζουν. Τούτο ηυχαρίστει τον Καίσαρα, όστις τους παρώτρυνε προς τούτο.
Ο γέρων τους παρετήρει με τους ερυθρούς οφθαλμούς του, αλλ' εσιώπα, μη δυνάμενος να αντεπεξέλθη κατ' αυτών.
Ο ήχος των σαλπίγγων ανήγγειλε το τέλος του διαλείμματος. Εις την κονίστραν εφάνησαν θεράποντες, οίτινες εκαθάριζαν και επιπέδωναν εδώ και εκεί τους μικρούς σωρούς της άμμου, τους συγκεκολλημένους ακόμη με το αίμα.
Τώρα ήτο η σειρά των χριστιανών.
Το θέαμα ήτο καινοφανές διά το πλήθος. Ήλπιζον εκτάκτους σκηνάς. Εις το μίσος του λαού και αι φρικωδέστεραι τιμωρίαι εφαίνοντο ανεπαρκείς.
Ο πραίφεκτος έκαμε νεύμα και ο ίδιος γέρων, ο ενδεδυμένος ως Χάρων, ενεφανίσθη επί της κονίστρας, διέτρεξεν αυτήν βραδέως και, εν μέσω βαθείας σιγής, έκρουσε την θύραν τρις με την σφύραν του.
Εις το αμφιθέατρον μία βοή ηγέρθη:
– Οι χριστιανοί!.. οι χριστιανοί!..
Αι σιδηραί κιγκλίδες έτριξαν, ανά τους διαδρόμους τους σκοτεινούς ήχησεν η συνήθης κραυγή των μαστιγοφόρων: «Εις την άμμον!» και εν ριπή οφθαλμού η κονίστρα εγέμισεν από χριστιανούς, οι οποίοι έτρεχον με πυρετώδη ταχύτητα και φθάσαντες εις το κέντρον εγονάτισαν πλησίον αλλήλων ανατείνοντες τας χείρας εις τον ουρανόν.
Ο όχλος νομίσας ότι επεκαλούντο το έλεος του Καίσαρος, κατελήφθη υπό μανίας εις το θέαμα τόσης ανανδρίας· ήρχισαν να ποδοκροτώσι, να συρίζωσι, να ρίπτουν εις την κονίστραν κενά δοχεία, οστά περιφαγωμένα και να ανακράζωσι: «Τα θηρία! Απολύσατε τα θηρία!.»
Αλλ' αίφνης ανήκουστον πράγμα, συνέβη. Εκ του κέντρου του πλήθους των θυμάτων ανήλθον φωναί, αίτινες έψαλλον, και αντήχησεν ο ύμνος, τον οποίον διά πρώτην φοράν ήκουον εις τον ρωμαϊκόν ιππόδρομον.
«Κρίστους Ρέγνατ!.» (=ο Χριστός βασιλεύει).
Ο λαός έμεινε κατάπληκτος. Οι κατάδικοι έψαλλον με τους οφθαλμούς εστραμμένους προς το καταπέτασμα. Τα πρόσωπά των ήσαν ωχρά, αλλ' εφαίνοντο εμπνευσμένα.
Όλοι ενόησαν ότι οι άνθρωποι εκείνοι δεν εζήτησαν ποσώς χάριν και ότι δεν έβλεπον ούτε το θέατρον, ούτε τον λαόν, ούτε την Σύγκλητον, ούτε τον Καίσαρα, αλλά προσηύχοντο. Ο ύμνος των: «Ο Χριστός βασιλεύει εις τους αιώνας!» αντήχει επί μάλλον εύηχος.