Kitabı oku: «Quo Vadis», sayfa 7
Εκείνοι, οίτινες τον ήκουαν, εμεθύσκοντο εκ των λόγων του, εφαντάζοντο ότι υπεράνθρωπος δύναμις τους μετέφερεν εις την Γαλιλαίαν. Εις τα πρόσωπα πάντων ανεγινώσκοντο άρρητος έκστασις και γοητεία, η λήθη του κόσμου τούτου, μακαριότης και αγάπη άμετρος. Και όταν ο Πέτρος ήρχισε να διηγήται ότι κατά την Ανάληψιν αι νεφέλαι υπεστρώθησαν ακουσίως υπό τους πόδας του Κυρίου κρύπτουσαι αυτόν από τους οφθαλμούς των Αποστόλων, όλων αι κεφαλαί υψώθησαν ακουσίως προς τον ουρανόν και επήλθε στιγμή προσδοκίας. Δι' όλον εκείνο το πλήθος δεν υπήρχε πλέον Ρώμη, δεν υπήρχε Καίσαρ παραφρονών, δεν υπήρχον πλέον ναοί των ειδώλων των εθνικών υπήρχε μόνον ο Χριστός, ο πληρών την γην, την θάλασσαν, τον ουρανόν, την κτίσιν σύμπασαν.
Εις τας μεμακρυσμένας οικίας τας εγκατεσπαρμένας κατά μήκος της οδού Νομεντάνης οι αλέκτορες ήρχισαν ήδη να λαλώσιν αγγέλλοντες το μεσονύκτιον. Την στιγμήν εκείνην ο Χίλων έσυρε τον Βινίκιον από το κράσπεδον του μανδύου και εψιθύρισεν:
– Αυθέντα, εκεί, όχι μακράν του γέροντος, βλέπω τον Ούρσον και
πλησίον του μίαν νεάνιδα.
Ο Βινίκιος ανεσκίρτησεν ως να αφυπνίσθη αιφνιδίως και εστράφη προς το μέρος, το οποίον τω εδείκνυεν ο Χίλων, και είδε την Λίγειαν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΣΤ'
Είδε την Λίγειαν και δεν είδεν ειμή αυτήν και μόνην. Τέλος πάντων! μεθ' όλας τας προσπαθείας του, μετά τόσας ημέρας ανησυχίας, πάλης, λύπης, την επανεύρεν! Ηθέλησε κατ' αρχάς να βεβαιωθή, ότι δεν ονειρεύεται. Αλλ' όχι· έβλεπε την Λίγειαν και δεν απείχεν αυτής ειμή δεκαπέντε βήματα.
Εκείνη ίστατο εν πλήρει φωτί. Η κουκούλα της ολισθήσασα είχε φέρει εις αταξίαν την κόμην της· είχε το στόμα ημιάνοικτον, τα βλέμματα προς τον Απόστολον, όλον το πρόσωπόν της ήτο προσηλωμένον εις αυτόν εν εκστάσει.
Ήτο ενδεδυμένη με μανδύαν εξ αμαυρού ερίου, ως κόρη του λαού· αλλ' όμως ο Βινίκιος δεν την είχεν ιδεί ποτέ ωραιοτέραν, και παρ' όλην την ταραχήν του αντελήφθη την αντίθεσιν, την οποίαν παρουσίαζε το ένδυμα εκείνο το σχεδόν δουλικόν με την ευγένειαν της πατρικίας εκείνης κεφαλής.
Όλον το σώμα του εσκίρτησεν εξ έρωτος. Παραπλεύρως της Λιγείας ο κολοσσός Ούρσος του εφάνη μικρότερος, σχεδόν παιδίον. Παρετήρησε προσέτι, ότι η Λίγεια είχε γίνει ισχνή. Ησθάνετο ότι δι' αυτήν θα εθυσίαζεν όλας τας γυναίκας και την Ρώμην ολόκληρον. Θα έμενεν αφωσιωμένος εις την θέαν εκείνην.
Αλλ' ο Χίλων τον έσυρεν από το κράσπεδον του μανδύου του εκ φόβου μήπως υποπέση είς τινα απερισκεψίαν. Εν τοσούτω οι χριστιανοί είχον αρχίσει να προσεύχονται και να ψάλλωσιν.
Εψάλη είς ύμνος, έπειτα δε ο μέγας Απόστολος εβάπτισε με το ύδωρ της κρήνης εκείνους, τους οποίους οι πρεσβύτεροι του παρουσίασαν ως προητοιμασμένους διά το βάπτισμα. Εφαίνετο είς τον Βινίκιον ότι η νυξ εκείνη δεν θα είχε τέλος. Ήτο ανυπόμονος ν' ακολουθήση την Λίγειαν, να την απαγάγη..
Τέλος τινές των χριστιανών εξήλθον του κοιμητηρίου. Ο Χίλων εψιθύρισεν.
– Ας εξέλθωμεν και ας σταθώμεν έμπροσθεν της θύρας, αυθέντα, επειδή
δεν έχομεν ανασηκώσει τας κουκούλας μας και μας παρατηρούν.
Και ούτως έπραξαν.
Από το μέρος, όπου ετοποθετήθησαν, θα ηδύναντο να εξετάζουν όλους τους εξερχομένους και δεν ήτο δύσκολον να αναγνωρίσουν τον Ούρσον από το ανάστημά του.
– Θα τους ακολουθήσωμεν, είπεν ο Χίλων, θα ίδωμεν πού εισέρχονται και αύριον ή καλλίτερα σήμερον, αυθέντα με τους δούλους σου θα καταλάβης όλας τας εξόδους της οικίας και θα την αρπάσης.
– Όχι, είπεν ο Βινίκιος.
– Τι θέλεις να κάμης, αυθέντα;
– Θα εισέλθωμεν κατόπιν της εις την οικίαν και θα την αρπάσωμεν
πάραυτα. Ειξεύρεις τι θα κάμης, Κρότων, ή όχι;
– Ναι· και δέχομαι να γίνω δούλος σου, αν δεν του σπάσω τα πλευρά
αυτού του βουβάλου, ο οποίος την φυλάττει.
Ο Χίλων τον απέτρεψε να πράξη τούτο. Τον Κρότωνα τον είχον φέρει μόνον διά να τους υπερασπίση, εν περιπτώσει καθ' ην θα ανεγνωρίζοντο, και όχι διά να αρπάση την κόρην.
Εάν απεπειρώντο να απαγάγωσιν αυτήν οι δύο των εξετίθεντο εις τον θάνατον, και εκτός τούτου, εκείνη ηδύνατο να τους διαφύγη· τότε θα εκρύπτετο αλλού ή θα έφευγεν εκ Ρώμης. Τι θα έκαμνον τότε; Διατί να μη ενεργήσουν με τρόπον ασφαλή; Διατί να εκτεθώσιν εκθέτοντες συνάμα και την τύχην της επιχειρήσεως;
– Ο Λιγειεύς ούτος, εγόγγυσεν ο Χίλων, μου φαίνεται τρομερά δυνατός.
– Σε δεν σε επιφορτίζουν να του κρατήσης τας χείρας, απήντησεν ο
Κρότων.
Εδέησε να περιμένουν ακόμη επί πολύ, και οι αλέκτορες είχον λαλήσει ήδη αγγέλλοντες την χαραυγήν, όταν εξήλθον ο Ούρσος και η Λίγεια. Άλλοι τινές τους συνώδευον.
Ο Χίλων ενόμισεν ότι ανεγνώρισε μεταξύ αυτών τον μέγαν Απόστολον, πλησίον του οποίου εβάδιζεν είς άλλος γέρων αναστήματος πολύ βραχυτέρου, δύο ηλικιωμέναι γυναίκες και είς νέος, όστις τους εφώτιζε με φανόν. Όπισθεν της μικράς ταύτης ομάδος εβάδιζε πλήθος διακοσίων περίπου χριστιανών, μετά των οποίων ανεμίχθησαν ο Βινίκιος, ο Κρότων και ο Χίλων.
– Αυθέντα, είπεν ο Χίλων η κόρη ευρίσκεται υπό ισχυράν προστασίαν.
Είναι αυτή, και ο μέγας Απόστολος μαζή της!
Ήρχιζε να εξημερώνη. Το λυκαυγές εχρωμάτιζε δι' ωχρού χρώματος τας επάλξεις των τειχών.
Ο Βινίκιος δεν έπαυε να παρακολουθή διά των οφθαλμών το εύκαμπτον ανάστημα της Λιγείας.
– Αυθέντα, έλεγεν ο Χίλων, σε συμβουλεύω και πάλιν άμα μάθης πού κατοικεί η Λίγεια να προσλάβης τους δούλους σου και να μη ακούσης τον Κρότωνα, μήπως αποτύχωμεν του σκοπού μας.
Εν τοσούτω επλησίαζον εις την πόλιν. Εκεί παράδοξον θέαμα εξετυλίχθη προ των οφθαλμών του. Διότι στρατιώται εγονάτισαν παρά τους πόδας του Αποστόλου· εκείνος επέθηκε τας χείρας εις τας σιδηράς περικεφαλαίας των και έπειτα έκαμε το σημείον του σταυρού. Ποτέ άλλοτε δεν είχεν επέλθει εις τον νουν του νεαρού πατρικίου, ότι ηδύναντο να υπάρχωσι χριστιανοί μεταξύ των στρατιωτών. Ανελογίσθη την καταπληκτικήν δύναμιν της εξαπλώσεως του δόγματος τούτου.
Αφού διήλθον τα ακαλλιέργητα εδάφη τα συνεχόμενα μετά των τειχών της πόλεως, αι μικραί ομάδες των χριστιανών ήρχισαν να διασκορπίζωνται. Τώρα έπρεπε να ακολουθήσουν την Λίγειαν από μακράν και με περισσοτέρας προφυλάξεις. Εβάδισαν τοιουτοτρόπως μέχρι της Τρανστιβέρης και ο ήλιος επλησίαζε να ανατείλη, οπότε η ομάς, εν τη οποία ευρίσκετο η Λίγεια διεσπάσθη. Ο Απόστολος, η γραία και ο νεανίσκος επορεύθησαν κατά μήκος του ποταμού, ενώ ο μικρόσωμος γέρων, ο Ούρσος και η Λίγεια εισήρχοντο εις στενόν δρομίσκον, εισήρχοντο εις το προαύλιον οικίας, της οποίας το ισόγειον κατείχετο από τα καταστήματα ενός ελαιοπώλου και ενός ορνιθοπώλου.
Ο Χίλων, όστις ηκολούθει τον Βινίκιον και τον Κρότωνα από πεντήκοντα βημάτων, εστάθη ευθύς· εστηρίχθη εις ένα τοίχον, και τους εκάλεσε να επανέλθωσι προς αυτόν. Ωπισθοχώρησαν, διότι επρόκειτο να συσκεφθώσιν.
– Ύπαγε να ίδης, διέταξεν ο Βινίκιος, αν αυτή η οικία δεν έχει δευτέραν έξοδον προς άλλην οδόν.
Ο Χίλων, ο οποίος παρεπονείτο ότι είχε τραυματισθή εις τους πόδας, έτρεξε τόσον ταχέως, ως εάν είχε λάβει πτέρυγας Ερμού και μετ' ολίγον επέστρεψεν.
– Όχι, είπεν, η θύρα αυτή είνε η μόνη. Είτα συνάψας τας χείρας: Εις το όνομα του Διός και όλων των θεών, σε εξορκίζω, είπεν, αυθέντα, άφες το σχέδιον τούτο.. Άκουσέ με.. Αλλ' ιδών τους οφθαλμούς του Βινικίου σπινθηρίζοντας ως οφθαλμούς λύκου ενόησεν ότι τίποτε δεν τον ανέκοπτεν από την απόφασίν του.
Ο Κρότων ήρχισε να αναπνέη αέρα εις το ηράκλειον στήθος του και να κινή δεξιά και αριστερά το περιωρισμένον κρανίον του, όπως κάμνουν αι άρκτοι αι κλεισμέναι εις κλωβόν. Εις τα χαρακτηριστικά του όμως ουδεμία ανησυχία διεκρίνετο.
– Θα εισέλθω πρώτος! είπεν.
– θα με ακολουθήσης, απήντησεν ο Βινίκιος με προστακτικόν τόνον.
Και εξηφανίσθησαν εις τον σκοτεινόν διάδρομον.
Ο Χίλων επήδησε μέχρι της καμπής του πλησιεστέρου δρομίσκου· εκείθεν έκυπτε παραμονεύων και ανήσυχος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΖ'
Αφού εισήλθον εις τον διάδρομον της εισόδου, ο Βινίκιος ενόησεν όλην την δυσκολίαν της επιχειρήσεως. Η οικία ήτο πολυώροφος, κακοκτισμένη, κακοδιηρημένη, πολύ υψηλή, και στενή, πλήρης κελλίων και τρωγλών, όπου κατώκουν πτωχοί άνθρωποι.
Ακολουθούντες τον διάδρομον ο Βινίκιος και ο Κρότων έφθασαν εις στενήν αυλήν, περιβαλλομένην από κτίρια. Η αυλή, αύτη απετέλει είδος ατρίου κοινού εις όλην την οικίαν, έχοντος εις το κέντρον μίαν κρήνην, της οποίας το ύδωρ έπιπτεν εις μίαν χονδροκαμωμένην λεκάνην. Κατά μήκος των τειχών ανήρχοντο εξωτερικαί κλίμακες, εν μέρει ξύλιναι και εν μέρει λίθιναι, άγουσαι εις διαδρόμους, από τους οποίους εισήρχετό τις εις τα διαμερίσματα. Κάτω υπήρχον πάλιν διαμερίσματα, τινά εκ των οποίων είχον θύρας εκ ξύλου, τα άλλα εχωρίζοντο της αυλής μόνον διά μαλλίνων παραπετασμάτων, ως επί το πλείστον ξεφτισμένων, σχισμένων ή εμβαλωμένων.
Ήτο πρωΐα και εις την αυλήν δεν υπήρχε ψυχή ζώσα. Προφανώς όλοι εκοιμώντο ακόμη εκτός εκείνων, οίτινες είχον επανέλθει από το Οστριανόν.
– Τι θα κάμωμεν, αυθέντα; ηρώτησε σταθείς ο Κρότων.
– Ας περιμένωμεν εδώ, απήντησεν ο Βινίκιος. Κάποιος θα φανή ίσως.
Δεν πρέπει να μας ίδωσιν εις την αυλήν.
Εάν είχον εις την διάθεσίν των πεντήκοντα δούλους περίπου, θα ηδύναντο να φρουρήσουν την θύραν, ήτις εφαίνετο ότι ήτο η μοναδική έξοδος, και να ερευνήσουν όλα τα δωμάτια· αλλά τώρα έπρεπε να διευθυνθώσι κατ' ευθείαν εις το δωμάτιον της Λιγείας, εκτός εάν οι Χριστιανοί, οίτινες δεν θα έλειπον εκ της οικίας εκείνης, έδιδον το σύνθημα της εξεγέρσεως. Και υπό την έποψιν ταύτην ήτο επικίνδυνον να ερωτήσουν ξένους. Ο Βινίκιος εσκέπτετο, εάν ήτο ορθότερον να αναζητήση δούλους, όποτε όπισθεν ενός εκ των παραπετασμάτων, τα οποία έκλειον τα μάλλον μεμακρυσμένα δωμάτια, εξήλθεν είς άνθρωπος, όστις κρατών στραγγιστήριον εις την χείρα επλησίασεν εις την κρήνην.
– Είνε ο Λιγειεύς! εμουρμούρισεν ο Βινίκιος.
– Πρέπει να του σπάσω τα κόκκαλα ευθύς; είπεν ο Κρότων.
– Περίμενε.
Ο Ούρσος δεν τους είδε, διότι ίσταντο εις την σκιάν του διαδρόμου, και ήρχισεν ησύχως να πλύνη τα λάχανα, τα οποία υπήρχον εις το στραγγιστήριον. Αφού ετελείωσε το έργον του, απήλθε και το παραπέτασμα έκλεισεν όπισθεν του. Ο Κρότων και ο Βινίκιος τον ηκολούθησαν σκεπτόμενοι ότι θα εύρισκον αμέσως το οίκημα της Λιγείας.
Η έκπληξίς των υπήρξε μεγάλη, όταν παρετήρησαν ότι το παραπέτασμα δεν εχώριζεν από της αυλής αυτό το οίκημα, αλλά δεύτερον διάδρομον σκοτεινόν, εις τα άκρον του οποίου εφαίνετο κήπος μέ τινας κυπαρίσσους, πλεκτούς θάμνους μυρσίνης και μικρόν οικίσκον στηριζόμενον εις τον τοίχον του βάθους. Ουδεμία απέμενεν αμφιβολία.
Ενόησαν ότι δι' αυτούς ήτο η περίστασις ευνοϊκή. Εις την αυλήν δυνατόν να ελάμβανε χώραν συγκέντρωσις όλων των ενοίκων, αλλά εν τη παρούση περιστάσει, η απομόνωσις του οικίσκου διηυκόλυνε την επιχείρησιν.
Ο Ούρσος επρόκειτο να επιστρέψη εις τον οικίσκον, οπότε ο κρότος των βημάτων επέσυρε την προσοχήν του· εστάθη και, μόλις είδε τους δύο άνδρας, απέθεσε τα στραγγιστήριόν του επί του κιγκλιδώματος και εστράφη προς αυτούς.
– Τι ζητείτε; ηρώτησε.
– Σε! απήντησεν ο Βινίκιος.
Έπειτα στραφείς προς τον Κρότωνα:
– Φόνευσε.
Ο Κρότων ώρμησεν ως τίγρις και εις μίαν στιγμήν, χωρίς να δώση εις τον Λιγειέα τον καιρόν να φυλαχθή ή να αναγνωρίση τους εχθρούς του, τον έδραξε με τους χαλύβδινους βραχίονάς του. Ο Βινίκιος ήτο βεβαιότατος περί της υπερανθρώπου δυνάμεως του Κρότωνος, ώστε δεν επερίμενε το τέλος της πάλης· τους αφήκε λοιπόν και ώρμησε προς την μικράν οικίαν, ώθησε την θύραν και ευρέθη εις θάλαμον ολίγον σκοτεινόν, αλλά φωτιζόμενον από το πυρ, το οποίον έκαιεν επί εστίας. Η λάμψις της φλογός έπιπτεν όλη επί του προσώπου της Λιγείας. Έν άλλο πρόσωπον εκάθητο πλησίον της εστίας· ήτο ο γέρων, όστις είχε συνοδεύσει την κόρην και τον Ούρσον επιστρέφοντας από το Οστριανόν.
Ήδη ο Βινίκιος είχεν αρπάσει την Λίγειαν από το μέσον του σώματος και έτρεχε προς την θύραν. Σφίγγων με τον ένα βραχίονα την νεάνιδα επί του στήθους του, διά της άλλης χειρός απώθησε βιαίως τον γέροντα, όστις του έφραττε τον δρόμον· αλλ' εις το κίνημα τούτο η κουκούλα του κατέπεσε και η Λίγεια εις την θέαν της μορφής ταύτης, την οποίαν εγνώριζε καλά και ήτις την στιγμήν εκείνην ήτο τρομερά, ησθάνθη το αίμα της να παγώνη. Ηθέλησε να φωνάξη βοήθειαν και δεν ηδυνήθη. Ηθέλησε να προσκολληθή εις την θύραν, οι δάκτυλοί της ωλίσθησαν επί του λίθου και θα ελιποθύμει, εάν φρικώδες θέαμα δεν ετάρασσε τα νεύρα της, όταν ο Βινίκιος ώρμησε μετ' αυτής εις τον κήπον.
Ο Ούρσος εκράτει εις τους βραχίονας του ένα άνθρωπον εντελώς κυρτωμένον προς τα οπίσω, με την κεφαλήν κρεμασμένην, με το στόμα αιματωμένον. Άμα τους είδεν εκείνος κατέφερε τελευταίον γρονθοκόπημα κατά της κεφαλής εκείνης και εν ριπή οφθαλμού επέπεσε κατά του Βινικίου ως άγριον θηρίον.
– Εχάθηκα! εσκέφθη ο νεαρός Πατρίκιος.
Κατόπιν ήκουσεν ως εν ονείρω την κραυγήν της Λιγείας:
«Ου φονεύσεις!» Και ησθάνθη ότι κάτι τι ως κεραυνός είχεν αποσπάσει από τα χέρια του το σώμα της κόρης· το παν περιεστρέφετο εμπρός του και το φως της ημέρας έσβυνεν.
Εν τοσούτω ο Χίλων, κρυμμένος όπισθεν της γωνίας του τοίχου, ανέμενε τα συμβησόμενα· η περιέργεια επάλαιεν εντός του με τον φόβον. Αλλ' ο χρόνος του εφαίνεται μακρός· ανησύχει από την σιωπήν εκείνην και δεν απέσπα τους οφθαλμούς του από τον διάδρομον. Αίφνης μία κεφαλή είχε προκύψει κατά το ήμισυ και εξήταζεν όλα τα πέριξ.
– Είναι ο Βινίκιος ή ο Κρότων; διενοήθη ο Χίλων. Αλλ' εάν συνέλαβον την κόρην, διατί αύτη την φωνάζει; Και διατί επιθεωρούν την οδόν; Πάντοτε θα συναντήσουν κόσμον πριν φθάσουν. Τι είνε λοιπόν;
Και αίφνης αι τρίχες του ανεσηκώθησαν.
Εις το άνοιγμα της θύρας εφάνη ο Ούρσος, φέρων επί του ώμου του το αδρανές σώμα του Κρότωνος· έπειτα αφού παρατήρησε προς όλα τα μέρη, έτρεξε προς τον ποταμόν.
Ο Χίλων εκόλλησεν εις τον τοίχον ως πηλός. «Εάν με ίδη, είμαι χαμένος», διενοήθη.
Αλλ' ο Ούρσος επροσπέρασε και έγεινεν άφαντος όπισθεν της παρακειμένης οικίας. Ο Χίλων χωρίς να χρονοτριβήση πλέον, εβάδισε ταχέως μέχρι του βάθους μιας εγκαρσίας οδού με ευκινησίαν, ήτις θα εξέπληττεν, εάν συνηντάτο εις νεανίαν ακόμη.
Ο Λιγειεύς εκείνος, όστις είχε φονεύσει τον Κρότωνα, τω εφαίνετο ως υπερφυσικόν όν· ήτο βεβαίως Θεός υπό την μορφήν βαρβάρου. Τώρα επίστευεν εις όλας τας θεότητας του κόσμου. Εσκέπτετο προς τούτοις ότι ο Κρότων δυνατόν να εφονεύθη από τον Θεόν των χριστιανών και αμέσως ετράπη εις φυγήν.
Αφού διήλθε πολλούς δρομίσκους και είδεν εργάτας, βαδίζοντας προς την ιδίαν διεύθυνσιν καθησύχασεν ολίγον. Δεν ανέπνεεν.
Εκάθησεν επί του κατωφλίου οικίας τινός και εσπόγγισε το κάθιδρον μέτωπόν του. Αφού ανεπαύθη ολίγον, ηγέρθη και βεβαιωθείς ότι δεν έχασε το μαρσίπιον, το οποίον είχε λάβει από τον Βινίκιον, διηυθύνθη με βήμα βραδύτερον προς τον ποταμόν. Εσκέπτετο τι απέγεινεν ο Βινίκιος. Είχεν ιδεί τον Λιγειέα να φέρη προς τον ποταμόν το σώμα του Κρότωνος· αλλά τίποτε περισσότερον. Ο Βινίκιος δυνατόν να εφονεύθη, αλλά αδύνατο να είνε μόνον πληγωμένος ή αιχμάλωτος. «Αναμφιβόλως», εσκέφθη, «οι χριστιανοί δεν θα ετόλμων να φονεύσουν άνθρωπον τόσον ισχυρόν, καθότι το έγκλημα θα ηδύνατο να προκαλέση κατ' αυτών γενικόν διωγμόν. Ήτο πιθανώτερον ότι θα τον εκράτησαν διά της βίας διά να δώσουν εις τον Λιγεία καιρόν να κρυφθή εις άλλο μέρος. Εάν ο τρομερός Λιγειεύς δεν τον κατεκερμάτισεν εις την πρώτην ορμήν του, ζη, και εάν ζη, θα μαρτυρήση μόνος του ότι δεν τον επρόδωσα και τότε όχι μόνον δεν έχω τίποτε να φοβηθώ, αλλά.. νέον στάδιον ανοίγεται προ εμού. θα γνωστοποιήσω εις ένα των απελεύθερων που είνε ο κύριός του και ας υπάγη να τον ζητήση· αυτό είνε υπόθεσις ιδική του.. Δύναμαι ομοίως να υπάγω προς τον Πετρώνιον και να του πάρω νέαν αμοιβήν.. Ανεζήτησα την Λίγειαν· θα αναζητήσω τον Βινίκιον· ακολούθως θ' αναζητήσω και πάλιν την Λίγειαν.. Αλλά προ πάντων, πρέπει να μάθω, αν είνε ζων ή νεκρός.
Εν τω μεταξύ είχεν ανάγκην να φάγη και να αναπαυθή. Η νυξ εκείνη της αϋπνίας, η οδοιπορία εις το Οστριανόν, η ταχεία φυγή του τον είχε καταβάλει. Είχε προ πάντων ανάγκην ύπνου και η αγρυπνία τον είχεν εξασθενίσει. Η πόλις εκοιμάτο ακόμη. Ο Χίλων ησθάνθη μετ' ολίγον την δρόσον να τον διαπερά· ύστερον ηγέρθη και διηυθύνθη με βήμα βραδύτερον προς την κατοικίαν του, εις την Σουβούρην, όπου τον ανέμενεν η δούλη, η αγορασθείσα διά των χρημάτων του Βινικίου.
Εκεί συρθείς μέχρι του κοιτώνος του, ερρίφθη επί της στρωμνής και εκοιμήθη.
Εξύπνησε μόλις την εσπέραν ή μάλλον αφυπνίσθη υπό της δούλης του, ήτις τον προέτρεπε να εγερθή, επειδή κάποιος τον εζήτει διά κατεπείγουσαν υπόθεσιν.
Ο άγρυπνος Χίλων εζαλίσθη αμέσως, έρριψε ταχέως μανδύαν με κουκούλαν επί των ώμων του έπειτα παρετήρησε διά της θύρας του κοιτώνος με βλέμμα ύποπτον και διέκρινε την γιγάντιον κατατομήν του Ούρσου.
Ησθάνθη ότι αι κνήμαι του και κατόπιν η κεφαλή του καθίσταντο ψυχραί, ως πάγος, ότι η καρδία του έπαυε να πάλλη και φοβερά μυρμηκίασις διεχύθη εις την ράχιν του.
– Σύρα! εχάθηκα.. δεν γνωρίζω.. αυτόν.. αυτόν τον ανδρείον
άνθρωπον.
– Τω είπον ότι ήσο εδώ και ότι εκοιμάσο, αυθέντα, επανέλαβεν η
νεάνις, και απήτησε να σε αφυπνίσω.
– Ω! Θεοί!.. Θα σου κάμω!..
Αλλ' ο Ούρσος ανυπομονών βεβαίως με όλας αυτάς τας βραδύτητας επλησίασεν εις την θύραν του κοιτώνος και σκύψας προέβαλε την κεφαλήν του εις το εσωτερικόν.
– Χίλων Χιλωνίδη! είπεν.
– Ειρήνη σοι! ειρήνη! ειρήνη! απήντησεν ο Χίλων, Ω άριστε των χριστιανών! Ναι! είμαι ο Χίλων, αλλά κάμνεις λάθος.. Δεν σε γνωρίζω!
– Χίλων Χιλωνίδη, επανέλαβεν ο Ούρσος, ο αυθέντης σου Βινίκιος σε ζητεί, και θέλει να σε οδηγήσω πλησίον του.
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'
Ο Βινίκιος εξύπνησεν από πόνον δριμύτατον. Τρεις άνθρωποι έσκυπτον επάνω του. Ανεγνώρισε τους δύο εξ αυτών, τον Ούρσον και τον γέροντα, τον οποίον είχεν ανατρέψει, όταν μετέφερε την Λίγειαν. Ευρίσκετο εις τας χείρας τρίτου, όστις του έτριβε τον αριστερόν βραχίονα. Ο πόνος ήτο τόσον δυνατός, ώστε ο Βινίκιος νομίζων ότι εξετέλουν επ' αυτού εκδίκησιν, είπε με σφιγμένους οδόντας:
– Φονεύσατέ με.
Αλλ' εκείνοι δεν εφαίνοντο ότι έδιδον καμμίαν προσοχήν εις τους λόγους του, αλλ' εξηκολούθουν να τον περιποιούνται. Ο τρομερός Ούρσος, το βαρβαρικόν πρόσωπον, εξέφραζε θλίψιν την στιγμήν εκείνην, εκράτει επιδέσμους, ενώ ο γέρων έλεγεν εις τον άνθρωπον, όστις έτριβε τον βραχίονα του Βινικίου:
– Γλαύκε, είσαι βέβαιος ότι το τραύμα τούτο της κεφαλής δεν είναι θανάσιμον;
– Ναι, άξιε Κρίσπε.
Ο γίγας – και εδείκνυε τον Ούρσον – διά να ελευθερώση την κόρην έρριψε τον επιδρομέα κατά του τοίχου· πίπτων ο άνθρωπος αυτός επροφυλάχθη διά του βραχίονός του· ο βραχίων εθραύσθη, αλλά το τραύμα της κεφαλής είναι ελαφρόν.
– Επεμελήθης τόσους και τόσας εκ των αδελφών μας, είπεν ο Κρίσπος, έχεις φήμην επιτηδείου ιατρού.. Διά τούτο έστειλα τον Ούρσον να σε ζητήση.
– Και μου ωμολόγησε καθ' οδόν ότι ακόμη ήτο έτοιμος να με φονεύση.
– Μοι είχεν ανακοινώσει το σχέδιόν του και εγώ, όστις σε γνωρίζω και ηξεύρω την προς τον Χριστόν αγάπην σου, του έδωκα να εννοήση, ότι ο προδότης δεν ήσο συ, αλλά μάλλον ο άγνωστος εκείνος, όστις ήθελε να τον ωθήση εις τον φόνον.
– Είναι το πονηρόν πνεύμα και εγώ τον εξέλαβα ως άγγελον, είπε
στενάζων ο Ούρσος.
– Θα μου διηγηθής τούτο άλλοτε, είπεν ο Γλαύκος, προς το παρόν
πρέπει να φροντίσωμεν διά τον τραυματίαν μας.
Μετά την επίδεσιν των τραυμάτων του ο Βινίκιος, όστις είχε πάλιν λιποθυμήσει, συνήλθεν.
Η Λίγεια ευρίσκετο παρά την κλίνην του και εκράτει με τας δύο χείρας μίαν λεκάνην, όπου από καιρού εις καιρόν ο Γλαύκος έβρεχε τον σπόγγον, διά του οποίου εδρόσιζε την κεφαλήν του τραυματίου.
– Λίγεια, εψιθύριζεν ο Βινίκιος.
Η λεκάνη έτρεμεν εις τας χείρας της κόρης, ήτις έστρεψε προς αυτόν μελαγχολικά βλέμματα.
– Ειρήνη σοι! είπεν αύτη χαμηλή φωνή.
– Λίγεια συ τους εμπόδισες να με φονεύσουν;.
– Εκείνη απήντησε μετά πραότητος:
– Ο Θεός να σοι αποδώση την υγείαν.
Έν είδος απείρου και γλυκείας εξαντλήσεως τον κατέλαβεν.
Ησθάνετο ότι έπιπτεν εις μίαν άβυσσον, αλλά συγχρόνως εδοκίμαζε μεγάλην ευεξίαν και ενόμιζεν εαυτόν ευτυχή. Τω εφαίνετο ότι κάποια θεότης επλανάτο επ' αυτού.
Εν τούτοις ο Γλαύκος είχε τελειώσει το πλύσιμον του επί της κεφαλής τραύματος και επέθετεν επ' αυτού αλοιφήν. Η Λίγεια προσήγγισεν εις τα χείλη του τραυματίου κύπελλον ύδατος και οίνου. Εκείνος έπιεν απλήστως. Αφού ετελείωσεν η επίδεσις του τραύματος, ο πόνος είχε σχεδόν εντελώς εξαλειφθή.
– Δος μοι ακόμη να πιώ, ικέτευσεν εκείνος.
Η Λίγεια μετέβη εις το δεύτερον δωμάτιον διά να γεμίση και πάλιν το κύπελλον και ο Κρίσπος, αφού αντήλλαξε λέξεις τινάς μετά του Γλαύκου, επλησίασεν εις την κλίνην.
– Βινίκιε, είπεν, ο Θεός δεν επέτρεψε να εκτελέσης κακήν πράξιν. Σε διατηρεί εις την ζωήν διά να μετανοήσης και φρονηματισθής. Εκείνος, ενώπιον του οποίου ο άνθρωπος δεν είναι παρά κόνις, σε παρέδωκεν ανυπεράσπιστον εις τας χείρας μας· αλλ' ο Χριστός, εις ον πιστεύομεν, μας παραγγέλλει να αγαπώμεν τους εχθρούς μας. Επεδέσαμεν λοιπόν τας πληγάς σου και θα σου αποδώσωμεν την υγείαν· αλλά δεν ειμπορούμεν να επαγρυπνώμεν επί σου περισσότερον χρόνον. Όταν θα είσαι μόνος, σκέφθητι, εάν θα εξακολουθήσης να καταδιώκης την Λίγειαν, στερηθείσαν εξ αιτίας σου των προστατών της και της στέγης της, και ημάς τους ιδίους, οι οποίοι σοι απεδώσαμεν το καλόν αντί του κακού.
– Θέλετε να με εγκαταλείψετε; ηρώτησεν ο Βινίκιος.
– Θέλομεν να καταλίπωμεν την οικίαν ταύτην, όπου ο διωγμός δύναται να μας φθάση εκ μέρους του διοικητού της πόλεως. Ο σύντροφός σου εφονεύθη και συ επληγώθης. Ημείς δεν πταίομεν, αλλά θα μας πατάξουν οι νόμοι με την αυστηρότητά των.
– Μη φοβείσθε διωγμούς, απήντησεν ο Βινίκιος. Εγώ θα σας προστατεύσω.
Ο Κρίσπος δεν ήθελε να του είπη ότι εδυσπίστει προς αυτόν.
– Αυθέντα, εξηκολούθησεν ο Κρίσπος, η δεξιά σου χειρ είναι υγιής. Ιδού πινακίδες και κάλαμος! Γράψον εις τους υπηρέτας σου να έλθουν απόψε με έν φορείον διά να σε μεταφέρουν εις την οικίαν σου. Εδώ ευρίσκεσαι εις τον οίκον πτωχής χήρας, ήτις δεν θα βραδύνη να επανέλθη με τον υιόν της. Αυτός θα φέρη την επιστολήν σου· ημείς πρέπει να ζητήσωμεν άλλο καταφύγιον. Ο Βινίκιος ωχρίασεν. Εάν έχανεν εκ νέου την Λίγειαν, δεν θα την επανέβλεπε πλέον ποτέ. Επεθύμει απεγνωσμένως να συμφιλιωθή μαζί της, αλλά του εχρειάζετο καιρός.
– Ακούσατέ με, Χριστιανοί, είπε. Χθες ήμην μαζί σας εις το Οστριανόν και ήκουσα την διδασκαλίαν του Αποστόλου, και αν δεν την εγνώριζα, αι πράξεις σας μόνον θα με έπειθον, ότι είσθε έντιμοι και χρηστοί. «Μείνατε εδώ σεις, επιτρέψατε δε και εις εμέ να μείνω.
«Ο άνθρωπος ούτος, όστις είναι ιατρός ή γνωρίζει να επιδένη πληγάς τουλάχιστον, ας είπη, αν είμαι εις θέσιν να μεταφερθώ. Ο σπασμένος βραχίων μου πρέπει να διατηρηθή ακίνητος επί τινας ημέρας τουλάχιστον· σας δηλώ λοιπόν ότι δεν θα κινηθώ απ' εδώ, εκτός αν με ρίψετε έξω.
– Κανείς, κύριε, δεν θα μετέλθη βίαν κατά σου, είπεν ο Κρίσπος.
Ημείς μόνοι θα φύγωμεν διά να σώσωμεν τας κεφαλάς μας.
Ο Βινίκιος συνωφρυώθη, είτα δε εξηκολούθησε: Κανείς δεν μας είδεν, όταν εισήλθομεν εις την οικίαν αυτήν, εκτός ενός Έλληνος, όστις είχεν έλθει μαζί μας εις το Οστριανόν. Φέρετέ τον εδώ και θα τον διατάξω να σιωπήση διότι είναι μισθωτός μου. Θα γράψω εις τους οικείους μου ότι απέρχομαι εις Βενεβέντον. Εν περιπτώσει, καθ' ήν ο διοικητής της πόλεως επληροφορήθη ήδη υπό του Έλληνος τα διατρέξαντα, θα δηλώσω ότι εγώ εφόνευσα τον Κρότωνα διότι εκείνος μου έθραυσε τον βραχίονα. Ώστε δεν διατρέχετε κανένα κίνδυνον, και δύνασθε να μείνετε εδώ εν ασφαλεία. Φέρετέ μου ταχέως τον Έλληνα, όστις ονομάζεται Χίλων ο Χιλωνίδης».
Τότε, κύριε, ο Γλαύκος θα μείνη πλησίον σου, είπεν ο Κρίσπος, και θα σε νοσηλεύση.
– Γέρον, είπεν ο Βινίκιος, άκουσον καλώς τους λόγους μου. Σου οφείλω ευγνωμοσύνην και έχω εμπιστοσύνην εις σε· πλην δεν μου λέγεις τι σκέπτεσαι περί εμού κατά βάθος. Φοβείσαι, μήπως καλέσω τους δούλους μου και τους διατάξω να αρπάσουν την Λίγειαν.
– Μάλιστα, απήντησε σοβαρώς ο Κρίσπος.
– Πρόσεξε λοιπόν εις τούτο· θα ομιλήσω εις τον Χίλωνα ενώπιόν σας· ενώπιόν σας θα γράψω την επιστολήν, δι' ης θα αναγγέλλω εις τους οικείους μου, ότι αναχωρώ… Σκέψου καλά και μη με παροργίζης περισότερον.
Εδώ κατελήφθη υπό αδημονίας και με συνεσπασμένον υπό της οργής πρόσωπον είπεν: Εφαντάζεσο ότι έμελλα να αρνηθώ την επιθυμίαν μου διά να μένω εδώ και να την βλέπω; Αλλά δεν θέλω πλέον να την λάβω διά της βίας.. Αν αύτη με εγκαταλείψη, με την χείρα αυτήν την υγιά θα αποσπάσω τους επιδέσμους από τον βραχίονά μου.. Δεν θα λάβω τροφήν, διά να αποθάνω εκ της πείνης. Και ο θάνατός μου ας πέση επί σε και τους αδελφούς σου!».
Την στιγμήν εκείνην η Λίγεια εισήλθεν, επλησίασε προς τον Κρίσπον με πρόσωπον εμπνευσμένον, και ως ηχώ άλλης τινός φωνής, είπεν:
– Κρίσπε! ας τον φυλάξωμεν μεταξύ μας και ας μη τον αφήσωμεν,
μέχρις ότου ο Χριστός του αποδώση την υγείαν.
– Ας γίνη, όπως επιθυμείς.
Εις τον Βινίκιον η ταχεία αύτη υποταγή του Κρίσπου έκαμε βαθείαν εντύπωσιν. Του εφάνη ότι μεταξύ των χριστιανών η Λίγεια ήτο είδος Συβίλλης ή ιερείας, εις την οποίαν υπακούουν και την οποίαν σέβονται.
Όταν μετ' ολίγον εκείνη του έφερε νερό, ούτος ηθέλησε να της λάβη την χείρα, αλλά δεν ετόλμησε.. Δεν ετόλμησεν αυτός ο Βινίκιος, όστιν εις τα ανάκτορα του Νέρωνος την είχε φιλήσει διά της βίας, αυτός, όστις διενοήθη άλλοτε να διατάξη να την μαστιγώσουν.