Kitabı oku: «Σύντομος αφήγησις του βίου του Ιωάννου Καποδιστρίου», sayfa 4
1827 – 1831
Ο ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ, πριν ή αναδεχθή την μεγίστην ευθύνην να κυβερνήση την Ελλάδα, επεθύμει να επισκεφθή τον Αυτοκράτορα Νικόλαον και τα ανακτοβούλια της Αγγλίας και Γαλλίας, όπως βεβαιούμενος περί της εκ μέρους τούτων επιδοκιμασίας της εις το πρόσωπόν του γενομένης εκλογής, καταπεισθή συγχρόνως και περί της μελλούσης ειλικρινούς συνδρομής των ιδίων, εις το να συνταχθή η Ελλάς εις Κράτος. «Διότι, έλεγεν, «η μεν Ελλάς, άνευ τοιαύτης συνδρομής δεν θα δυνηθή ποτέ να συνταχθή εις Κράτος ανεξάρτητον», εγώ δε δεν θα ηδυνάμην να υποσχεθώ περί της σωτηρίας της Ελλάδος, διά την απόλυτον έλλειψιν χρηματικών πόρων και την μικρότητα των κατά γην και θάλασσαν δυνάμεων της εξαφανισθεισών σχεδόν υπό του διαρκούς πολέμου». Όθεν ο Καποδίστριας αμέσως ανεχώρησεν εις Πετρούπολιν, ένθα έλαβε παρά του Αυτοκράτορος Νικολάου φιλοφρονεστάτην δεξίωσιν και αρκετάς μαρτυρίας της εαυτού ευνοίας (1827 Μαΐου). Μεταξύ δε των παρατηρήσεων άς τότε απηύθυνεν εις τον Καποδίστριαν η μήτηρ του Αυτοκράτορος, όπως καταπείση αυτόν ίνα μείνη εις Ρωσσίαν, προστίθενται και αι εξής αξιομνημόνευτοι λέξεις. «Μη διά το όνομα του Θεού υπάγητε εις την Ελλάδα Κύριε Κόμη, διότι ηδύναντο εκεί να αποπειραθώσι κατά της ζωής σας. Σεις δε, γνωρίζετε με ποίον τρόπον οι Έλληνες κατατρώγουσιν αλλήλους διά την επιθυμίαν του να εξουσιάζουσι πάντες, αλλά να μην υποτάσσηται ουδείς». Εις ταύτα δε ο Καποδίστριας απεκρίθη τα εξής. «Κυρία, εάν εγώ αρνηθώ και η Ελλάς καταπέση τι θα είπωσι περί εμού; Ιδού ο ανήρ ο οποίος ηδύνατο να την σώση και ο οποίος προετίμησεν επιφανή θέσιν εις την Ρωσσίαν της σωτηρίας της πατρίδος του η οποία και εχάθη. Αλλως τε – Κυρία μου, καθώς αφιέρωσα την νεότητά μου εις την υπηρεσίαν του ενδόξου ευεργέτου μου μακαρίτου υιού της Αυτοκρατορικής Μεγαλειότητός Σας, ομοίως δύναμαι κάλλιστα να προσφέρω εις την Ελλάδα θυσίαν το γηραλέον σώμα μου». Προ του δε εκλεχθή Κυβερνήτης ο Καποδίστριας, ερωτηθέντος του ανωτέρου Αξιωματικού εν τω Αγγλικώ Ναυτικώ περιωνύμου Λόρδου Άμιλτον, αν εκλεγομένου του Καποδιστρίου Κυβερνήτου της Ελλάδος θα δυσηρεστείτο η Αγγλία, και σπεύσαντος εκείνου να ερωτήση τον τότε εν Κωνσταντινουπόλει Πρέσβυν Κάνιγκ, ούτος, την σωτηρίαν της Ελλάδος επιθυμών και αδιαφορών περί των πολιτικών φρονημάτων του Καποδιστρίου, απεκρίθη. «Προ παντός άλλου έχομεν ανάγκην μιας Ελλάδος» Ο Καποδίστριας λοιπόν, αναχωρήσας τη 20 Ιουλίου 1827 εκ Ρωσσίας και διελθών διά διαφόρων Ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων, έφθασεν εις Λονδίνον κατά τον Σεπτέμβριον του αυτού έτους. Ο διάδοχος του Κάνιγγος εις την πρωθυπουργίαν της Αγγλίας Λόρδος Γόδριχ τον εδεξιώθη φιλικώτατα. Εκεί δε προετράπη ίνα ποιήση γνωστήν εις την Ελλάδα ότι δέχεται να κυβερνήση αυτήν, και να συμβουλεύση τους Έλληνας να συναινέσωσιν αμέσως εις την ανακωχήν του πολέμου την οποίαν έμελλον μετ' ολίγον να προτείνωσιν εις αυτούς οι Ναύαρχοι των συμμαχικών δυνάμεων, όπως διά της προθύμου υποταγής των ισχυροποιήσωσι πλέον την προς αυτούς εύνοιαν των συμμαχικών δυνάμεων, καθ' ήν στιγμήν η Τουρκία ηναντιούτο πεισματωδώς εις τας προτάσεις αυτών, μη θέλουσα ξένην επέμβασιν εις τα Ελληνικά πράγματα. Εις Λονδίνον δε εβεβαιώθη και παρά του Πρεσβευτού της Γαλλίας Πολινιάκ, περί της ανυπομονησίας με την οποίαν επερίμενεν αυτόν το Ελληνικόν έθνος. Ίδε δε εκεί ψυχορραγούντα τον επιστήθιον φίλον του τον Ζακύνθιον Φόσκολον13. Αφού δε ανήγγειλεν εις την προσωρινώς κυβερνώσαν την Ελλάδα επιτροπήν τον ερχομόν αυτού, ανεχώρησεν εκ Λονδίνου τη 20 7[βρίου 1827 και μετά 7 ημέρας έφθασεν εις Παρισίους. Πλέον του μηνός εκεί διατρίψας αδιακόπως ειργάζετο υπέρ των εθνικών συμφερόντων, συνεννοούμενος ποτέ μεν μετά του Γαλλικού Υπουργείου, ποτέ δε μετά των αρχηγών του Φιλελληνικού Κομητάτου της πρωτευούσης εκείνης και άλλων συνηγόρων της Ελλάδος. Αποτυχών δε την συνομολόγησιν δανείου με τους Τραπεζίτας του Λονδίνου και Παρισίων, υπό την εγγύησιν των προστατών της Ελλάδος, ηναγκάσθη να αρκεσθή εις γλίσχρα χορηγήματα και πρόσοδόν τινα εκ 4 ή 5 εκατομμυρίων όπως κυβερνήση την Ελλάδα. Εκ Παρισίων μετέβη εις Γενεύην όπως εις τον Καθηγητήν Ραδινόν αναθέση την εξοικονόμησιν 30 ορφανών ελληνοπαίδων εκ του επίτηδες ταμείου όπερ διά των προσπαθειών του εσυστήθη εκ των συνδρομών των ομογενών, και μετά ταύτα ανεχώρησεν εις Ενετίαν, ένθα με προσφοράς νέας των ομογενών, εκ των οποίων το πρώτιστον παράδειγμα έδωκαν, ως διηγείται ο Βρετός, οι εκεί παρεπίδημοι Κερκυραίοι, συνέστησεν άλλο Ταμείον προς περίθαλψιν και διάσωσιν των εις Ιταλίαν άνευ προστασίας περιπλανωμένων ενδεών Ελλήνων, την διαχείρισιν του οποίου παρέδωκεν εις τον εκεί φιλογενή έμπορον Αλέξιον Νικολαΐδην14. Αφού έπραξε ταύτα ο Καποδίστριας και εσύστησε και Ελληνικόν σχολείον όπερ επλούτισε και με βιβλιοθήκην, ανεχώρησε δι' Αγκώνα περί τον Νοέμβριον 1827. Εκ δε Αγκώνος ανεχώρησε τη 26 10[βρίου εις Μάλταν διά της Αγγλικής Φρεγάτας «Λύκου», ακολουθούμενος υπό μικράς συνοδίας 5 ή 6 προσώπων, μεταξύ των οποίων ήτο και ο Κερκυραίος Σταμάτιος Βούλγαρης, Λοχαγός του Γαλλικού Επιτελείου τον οποίον προσέλαβεν όπως αναθέση εις αυτόν διαφόρους υπηρεσίας αναγομένας εις τον κλάδον του. Ενώ δε ώδευε μεταξύ Οτράντου και Αυλώνος το πλοίον, συνηντήθη υπό δικρότου όπερ προς περισσοτέραν τιμήν ο Αγγλος Ναύαρχος Κόδριγκτον έστειλεν ίνα ο Κυβερνήτης επιβιβασθή αυτού. Εν μέσω δε θαλάσσης ο Καποδίστριας από της Φρεγάτας μεταβάς εις το επί του μεσαίου Ιστού έχον αναπεπεταμένην την Ελληνικήν σημαίαν δίκροτον, έφθασεν εις Μάλταν περί τα τέλη του αυτού μηνός. Εις Μάλταν έτυχεν επισήμου υποδοχής υπό της Διοικήσεως, ήτις χάρις εις αυτόν έδωκε την ελευθερίαν εις 100 περίπου Έλληνας, οίτινες ως υπόδικοι πειρατίας κατεκρατούντο προς εκδίκασιν. Εκ Μάλτας αναχωρήσας τη 2 Ιανουαρίου έφθασε τη 6 – 7 του αυτού μηνός κατ' ανάγκην εις Ναύπλιον, εμποδισθέντος του πλοίου υπό του ανέμου να πλησιάση εις Αίγιναν. Μεταξύ των κατοίκων του κατηρειπωμένου Ναυπλίου εβασίλευον τότε η αναρχία και τα κομματικά πάθη. Μεγάλην δε προσοχήν και φρόνησιν εχρειάσθη να μεταχειρισθή ο Καποδίστριας προς φιλίωσιν των κομματαρχών, και κατάπαυσιν των καταπιέσεων και αρπαγών, αίτινες εξ ανάγκης επράττοντο υπό των καταπεπεινασμένων και εκ του αγώνος καταπεπληγωμένων στρατιωτών, εις τους όποιους έλειψεν η πειθαρχία. Η παρουσία και η φρόνησις του Καποδιστρίου, πανταχού έφερε την ειρηνοποίησιν και υποταγήν πάντων των Ναυπλιωτών. Εις τοιαύτην δε κατάστασιν εύρε κατά το μάλλον και ήττον απάσας τας τότε ελευθέρας πόλεις της Ελλάδος ο Κυβερνήτης. Τη δε 9(21 Ιανουαρίου 1828 αναχωρήσας εκ Ναυπλίου έφθασεν εις Αίγιναν τη 11[2315 ένθα έγινε την εφεξής ημέραν πανηγυρικώς η επίσημος υποδοχή αυτού μετά γενικής χαράς και συγκινήσεως. Η Αντικυβερνητική λεγομένη Επιτροπή συγκειμένη από τους Γεώργ. Μαυρομιχάλην, I. Μιλαΐτην και I. Νάκον, οι γραμματείς του Κράτους και η Δημογεροντία, επορεύθησαν εις το πλοίον ίνα προσφέρωσιν εις τον εκλεκτόν του Έθνους την υποταγήν των.
Εις Ναύπλιον ο Κυβερνήτης αφήκε τον Σταμάτιον Βούλγαρην16 με διαταγάς να ανακαινίση την πόλιν τότε ερείπια ούσαν, και ένεκα των ανυποφόρων μιασματικών αναθυμιάσεων της ατμοσφαίρας της ακατοίκητον. Να θεμελιώση το προάστειόν της όπερ και θεμελιωθέν ωνομάσθη Πρόνοια. Να κτίση στρατώνας και οικήματα διά τας πολυαρίθμους πτωχάς οικογενείας, τας οποίας ο της Τουρκικής αιχμαλωσίας φόβος και τα δεινά της επαναστάσεως (άτινα προείδεν ο Καποδίστριας) ηνάγκασαν να συγκεντρωθώσιν εις μίαν μόνον πόλιν, εις την οποίαν πολλοί απέθνησκον ή εκ πείνης, ή εκ της αναπτυχθείσης κακής ατμοσφαίρας. Ταύτα δε πάντα ο Βούλγαρης κατά γράμμα εκπληρώσας εστάλη εις Παλαιάς Πάτρας υπό του Καποδιστρίου, ίνα και ταύτας ανακαινίση. Τότε δε προς τοις άλλοις εποίησε και το λαμπρότατον σχέδιον της ωραίας πόλεως των Πατρών, τη βάσει του οποίου έτι και σήμερον οικοδομείται. Ο Κυβερνήτης ανέλαβε τας ηνίας της εξουσίας πέντε ημέρας μετά την άφιξίν του εις Αίγιναν. Ηδυνήθη δε αμέσως να εννοήση την αληθή κατάστασιν του Κράτους όπερ έμελλε να κυβερνήση, εκ των προς αυτόν συνδιαλέξεων των έξ Γραμματέων της Κυβερνήσεως.
«Ο Γραμματεύς του τμήματος των Εσωτερικών είπε προς αυτόν, «Εξοχώτατε, το Κράτος δεν είναι άλλο ειμή η Αίγινα, ο Πόρος, η Σαλαμίς, η Ελευσίς και τα Μέγαρα. Έχομεν ακόμη καί τινας νήσους εις το Αρχιπέλαγος, αλλ' εις μικράς σχέσεις μεθ' ημών ευρίσκονται οι εκεί Νομάρχαι, διότι οι Ολυμπιείς και οι πειραταί έγιναν πραγματικοί δεσπόται αυτών των νήσων».
«Ο Γραμματεύς του τμήματος των Οικονομικών τω είπεν. Εξοχότατε, «Όχι μόνον χρήματα δεν υπάρχουν εις το ταμείον, αλλ' ούτε ταμείον είναι· ουδέποτε υπήρξεν. Η οικονομική διαχείρισις δεν συνίσταται παρά μόνον εις κονδύλια απλά. Μη θαυμάση η Υψηλότης Σας εάν εις τα βιβλία μου δεν είναι όλα γεγραμμένα. Πολλά πράγματα έγιναν εν καλή τη πίστει, άλλως τε και αι περιστάσεις ημπόδισαν να βάλη τις εις τάξιν τα κατάστιχα. Πρέπει να προσθέσω, ότι ηναγκάσθημεν να προπωλήσωμεν την δεκάτην εις το Αρχιπέλαγος προ του έτους. Τα μέλη του Νομοθετικού Σώματος ήθελον τους μισθούς των, αλλ' ημείς δεν είχομεν άλλο μέσον διά να τους πληρώσωμεν. Επί τέλους, το λέγω με εντροπήν, δεν ήμην εις θέσιν να πληρώσω εις τους κτίστας και τους ξυλουργούς, τα έξοδα των επισκευών αίτινες έγιναν εις το οίκημα το οποίον κατέχει η Υψηλότης Σας, και παρακαλώ αυτήν να ευσπλαγχνισθή αυτούς τους ανθρώπους οίτινες παραπονούνται διά την πληρωμήν των».
«Ο Γραμματεύς του Στρατιωτικού τμήματος, είπε προς τον Κυβερνήτην. «Εξοχώτατε, στρατόν δεν έχομεν, ομοίως δεν έχομεν υλικόν πολέμου, διότι το Ναύπλιον και το εκεί οπλοστάσιον είναι εις τας χείρας του Γρίβα. Ουδέν, λοιπόν έχω να είπω εις την Υψηλότητά σας όσον αφορά το τμήμα εις ό είμαι εντεταλμένος».
«Η αναφορά του επί των Ναυτικών Γραμματέως υπήρξε πλέον λακωνική. «Η φρεγάτα «Ελλάς», τω είπεν, είναι εις Πόρον ομοίως και η κορβέτα Ύδρα αμφότεραι άοπλοι».
«Ο Γραμματεύς του επί της Δικαιοσύνης τμήματος, ουδέν είπε, διότι ούτε Δικαστήρια, ούτε διαχείρισις Δικαστική υπήρχε.
Ως προς τον επί των Εξωτερικών γραμματέα, το μόνον έγγραφον όπερ ηδυνήθη να διασωθή εις τα αρχεία του, ήτο η επιστολή των Ναυάρχων»17.
Ότε ο Κυβερνήτης έλαβε την εξουσίαν, όχι μόνον εύρε κενά τα δημόσια ταμεία, αλλά και με εθνικόν χρέος εκ Λιρών Αγγλικών τριών εκατομμυρίων επιβεβαρυμένα, εκτός των καθυστερουμένων εις τον στρατόν και τον στόλον μισθών, και των αποζημιώσεων ας παρά της Διοικήσεως απήτουν αι κοινότητες και οι ιδιώται διά τας απωλείας διαρκούντος του πολυετούς αγώνος. Μόνοι δε οι Υδραίοι απήτουν 18 εκατομμύρια δραχμών εκ του τρίτου το οποίον δικαίως ανήκεν ίσως εις αυτούς. Με μόνον εισόδημα 5 εκατομμυρίων, καρπούς στενωτάτης οικονομίας, και με έτερα 7 1[2 εκατομμύρια δραχμών χάριν της προσωπικής εις τον Καποδίστριαν εμπιστοσύνης χορηγηθεισών εις το Κράτος παρά των προστατίδων δυνάμεων, πολλά κατωρθώθησαν τότε. Ότε δε η εις Άργος Δ'. συνέλευσις εψήφισεν εις τον Κυβερνήτην ετήσιον χορήγημα εκ Φοινίκων 180,000, ήτοι 30,000 ταλλήρων Ισπανικών, αποποιηθείς αυτό απήντησεν, ότι μέχρις ού αι μικραί ιδιαίτεραι πρόσοδοι του επήρκουν εις τας οικιακάς χρείας του, ουδέν θα εζήτει από το Δημόσιον. Προσεδάνεισε δε τότε εις αυτό εξ ιδίων του, 800,000 φράγκων. «Τοιαύτη η κατάστασις εις την οποίαν ευρίσκετο η διαχείρισις της χώρας ταύτης και ιδού εκ τίνος χάους ο Κυβερνήτης έπρεπε να εκβάλη αυτήν».
Τη 18 Ιανουαρίου ο Κυβερνήτης όπως διασκεδάση τας ένεκα των πολιτικών παθών και της φιλαρχίας αντιπαθείας, καταργήσας το εν Αιγίνη Βουλευτικόν, εσύστησε νέαν προσωρινήν κυβέρνησιν εκ προσώπων παντός πολιτικού χρώματος, το λεγόμενον Πανελλήνιον, ήτοι εικοσιεπταμελές Συμβούλιον εκ των προυχόντων της Πελοποννήσου, Στερεάς Ελλάδος και των νήσων. Από δε του χρόνου της προκηρύξεως του περί αποδοχής της εξουσίας έως 10 Φεβρουαρίου, ήτοι εντός ολίγων ημερών, ωργάνωσε το «Πανελλήνιον», προέβλεψε διά ψηφισμάτων περί οικονομίας και φόρων, ενησχολήθη δραστηρίως προς εξάλειψιν της πειρατείας, ετακτοποίησε τα της Ναυτιλίας, ίδρυσε Χρηματιστικήν Τράπεζαν προς ανάκτησιν της εθνικής πίστεως ολοτελώς εκλιπούσης, καταθέσας εις αυτήν 25 χιλιάδας Ισπανικών δολαρίων δοθέντων εις αυτόν υπό των εν τω εξωτερικώ φίλων αυτού και της Ελλάδος, και επιπροσθέσας εξ ιδίων του και 1000 τάλληρα, εις τρόπον ώστε αφ' ού το παράδειγμά του τούτο ηκολούθησαν και άλλοι πατριώται, η Τράπεζα αντέστη εις τας αμέσους εθνικάς ανάγκας. Μετά δε παρέλευσιν ολίγου χρόνου, εκανόνισε τα στρατιωτικά, βοηθούμενος και υπό των εν Ελλάδι κατελθόντων ξένων φιλελλήνων στρατιωτικών, κατέστρεψε την κιβδηλοποιίαν τότε μαστίζουσαν το Κράτος, διετίμησε τα νομίσματα, ήρχισε να φροντίζη περί Γεωργίας, και ερρύθμισε τα Εκκλησιαστικά. Κατόπιν ωκοδόμησεν εις Αίγιναν Ορφανοτροφείον εις το οποίον εύρον άσυλον 500 ορφανοί Ελληνόπαιδες (1829 9 Μαρτίου). Συνέστησε τυπογραφεία, ίδρυσεν εις Ναύπλιον την Σχολήν των Ευελπίδων (28 Ιουλίου 1828). Υπό δε του Μουστοξίδου βοηθούμενος δραστηριότατα εφρόντισε περί της Εκπαιδεύσεως, συστήσας διάφορα σχολεία μεταξύ των οποίων και κεντρικόν Ελληνικόν Σχολείον όπερ ήρχισε να λειτουργή τη 8 Ιανουαρίου 1830, και συνέλεξε τα εδώ και εκεί διεσκορπισμένα κειμήλια της Ελληνικής αρχαιότητος συστήσας Μουσείον.