Sadece LitRes`te okuyun

Kitap dosya olarak indirilemez ancak uygulamamız üzerinden veya online olarak web sitemizden okunabilir.

Kitabı oku: «Παραμύθι χωρίς όνομα», sayfa 3

Yazı tipi:

Άπλωνε το χέρι πια να τον πιάσει, όταν, έξαφνα, χάνοντας τα μυαλά του, ο αρχικαγκελάριος, για να του ξεφύγει, γύρισε κατά τον γκρεμνό, παραπάτησε, και γκρεμίστηκε στο βάραθρο όπου έσπασε τα κόκαλα του.

Σαν ξανανέβηκε στο παλάτι, το Βασιλόπουλο βρήκε το Βασιλιά με την Ειρηνούλα και τους δυο υπασπιστές, που στέκουνταν στην πόρτα του πύργου και τον φώναζαν ανήσυχα.

– Πάμε να κοιμηθούμε, παιδί μου, είπε ο Βασιλιάς. Είναι αργά και με πονεί το κεφάλι…

– Πήγαινε συ να κοιμηθείς, πατέρα, εγώ δεν μπορώ, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο λαχανιασμένο. Δώσ' μου μόνο τους δυο σου υπασπιστές. Ο Πανουργάκος έπεσε στον γκρεμνό και πρέπει να πάγω αμέσως στο σπίτι του Λαγόκαρδου, μήπως βρω τη χρυσή αλυσίδα. Έκανα μεγάλη ανοησία να μην την πάρω αμέσως, σαν ήμουν στο σπίτι του και τον βαστούσα! Τώρα έχομε ανάγκη από φλουριά, πολλά φλουριά. Και δεν έχομε τίποτα.

– Τι τα θες τώρα τα φλουριά, γιε μου! είπε βαριεστημένος ο

Βασιλιάς. Δε βλέπεις την κούραση που έχομε…

– Μην ξεχνάς το δώρο του θείου Βασιλιά, πατέρα, είπε σοβαρά το Βασιλόπουλο.

Και ο Βασιλιάς έσκυψε το κεφάλι και δεν εναντιώθηκε πια.

Το Βασιλόπουλο πήρε τους δυο υπασπιστές κι έτρεξε στη χώρα, στο σπίτι του κυρ-Λαγόκαρδου.

Κανένα παράθυρο δεν ήταν φωτισμένο.

Χτύπησαν την πόρτα, μα δεν αποκρίθηκαν από μέσα. Χτύπησαν δεύτερη φορά, πάλι δεν αποκρίθηκαν.

– Σπάσετε την πόρτα, πρόσταξε το Βασιλόπουλο.

Και οι τρεις άντρες μαζί, βάζοντας τα δυνατά τους, με κόπο κατάφεραν να τη ρίξουν κάτω.

Το σπίτι ήταν κατασκότεινο. Μόνο στο μαγειριό μερικά ξύλα αποκαίουνταν, και δυο τρεις τσίροι καρβουνιάζουνταν ανάμεσα στις στάχτες.

Το Βασιλόπουλο άναψε δαδί και με τους συντρόφους του γύρισε σε όλο το σπίτι. Μα δε βρήκε κανένα.

Στο τραπέζι, πλάγι σε μια μποτίλια μαστίχα, είδε διπλωμένο ένα χαρτί. Το άνοιξε, μα δεν ήξερε να διαβάσει, ώστε το ξαναδίπλωσε και το έβαλε στην τσέπη.

Σκάλισε παντού, μα όλα τα συρτάρια ήταν άδεια, δε βρήκε τίποτα.

Βγήκε τότε με τους υπασπιστές και γύρισε στο παλάτι.

Όλοι κοιμούνταν. Μόνο η Ειρηνούλα τον περίμενε ακόμα.

– Γιατί δεν πλάγιασες και συ; τη ρώτησε ο αδελφός της με αγάπη.

Η Ειρηνούλα χαμογέλασε.

– Σε περίμενα, αδελφέ μου, και ωστόσο ξέρεις τι έκανα; Έραψα το μανδύα του πατέρα και τα ρούχα του που ήταν κουρελιασμένα, και διόρθωσα την τρυπημένη φούστα της Πικρόχολης και της Ζήλιως την τραχηλιά, που στάθηκε αιτία του σημερινού καβγά.

Το Βασιλόπουλο τη φίλησε.

– Άρχισες, βλέπω, να βάζεις σε πράξη τις συμβουλές της Γνώσης, είπε. Μα πες μου, έφαγες τίποτα;

Η Ειρηνούλα έβγαλε από την τσέπη της ένα κομμάτι ψωμί και του το έδωσε μελαγχολικά.

– Δε βρήκα τίποτε άλλο! Κι εγώ μ' ένα τέτοιο κομμάτι δείπνησα.

Σου φύλαξα το μισό.

– Μα είχε αυγά, τα περίφημα αυγά του εξαδέλφου Βασιλιά. Δε σου έδωσαν;

Η Ειρηνούλα κούνησε αρνητικά το κεφάλι.

– Τ' αυγά ήταν λίγα, αποκρίθηκε, και οι αδελφές μας έχουν καλή όρεξη… Έπειτα πεινούσε και ο πατέρας…

– Κατάλαβα, είπε το Βασιλόπουλο. Όλοι έφαγαν εκτός από σένα.

Τ' αδέλφια φιλήθηκαν και πήγε ο καθένας στο δωμάτιο του. Κοιμήθηκαν αμέσως, και στη γλύκα του ύπνου ξέχασαν για λίγες ώρες τις δυσκολίες και τις πίκρες της ζωής.

ΣΤ'. ΣΤΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΤΟΛΟΣ ΠΑΡΩΝ!

Πρωί-πρωί το Βασιλόπουλο ξύπνησε την Ειρηνούλα.

– Έλα μαζί μου, της είπε. Πάγω να φέρω το φαγί της ημέρας, πριν σηκωθούν οι άλλοι.

– Πού πάμε; ρώτησε η αδελφή του.

– Στο δάσος. Πάρε ένα καλαθάκι μαζί σου, θα μαζέψομε ό,τι βρούμε.

Και με λαφριά βήματα κατέβαιναν το βουνό, όταν έξαφνα παράξενος ήχος κίνησε την προσοχή τους. Τ' αδέλφια σταμάτησαν ν' ακούσουν.

– Τι είναι αυτό; ρώτησε η Ειρηνούλα.

– Σαν ήχος κυπριού μου φάνηκε, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο.

– Μπα! Πού να βρεθεί κυπρί εδώ; Κατσίκες δεν έχει στο γύρο!

Προχώρησαν λιγάκι και πάλι ακούστηκε το ίδιο κουδούνισμα.

Η Ειρηνούλα κοίταξε γύρω της, δεν είδε τίποτα και πλησίασε στην άκρη του γκρεμνού. Μα καθώς έσκυψε, έβγαλε μια φωνή και τραβήχθηκε πίσω.

– Τι τρέχει; ρώτησε το Βασιλόπουλο κι έσκυψε κοντά της.

Κάτω, στη ρίζα του βουνού, ήταν ξαπλωμένο το γκρεμισμένο πτώμα του αρχικαγκελάριου, και γύρω του χοροπηδούσε σα μαϊμού ένα ανθρωπάκι μισομαύρο-μισοκίτρινο, που μια ανασηκώνουνταν και μια ξαναμαζεύουνταν ανακούρκουδα πλάγι στο σώμα.

Κάθε του κίνηση συνοδεύονταν με κουδούνισμα κυπριών.

– Ένας πεθαμένος! ψιθύρισε τρομαγμένη η Ειρηνούλα.

– Είναι ο Πανουργάκος, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο, και ο Τζοτζές. Μα τι κάνει εκεί γύρω του; Λες και γυρεύει μονάχος του να τον σηκώσει…

Έξαφνα ο νάνος έσκυψε πάνω στον πεθαμένο, έσχισε το ρούχο του, το άνοιξε, έχωσε το χέρι του μέσα, και μ' ένα τσιριχτό γέλιο ανασηκώθηκε κι έτρεξε στον κάμπο και από κει κατά τη χώρα, όσο γρήγορα μπορούσαν να τον πάνε τα στραβά του ποδαράκια.

– Τι έκανε; ρώτησε η Ειρηνούλα τρέμοντας όλη. Τι του έκανε του Πανουργάκου;

– Δεν μπόρεσα να διακρίνω, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο, μα ο Τζοτζές ήταν πάντα λίγο παλαβός. Έλα, Ειρηνούλα, μην τρομάζεις έτσι!

Και πήραν πάλι το δρόμο τους κατά τον κάμπο, όπου κατέβηκαν και τράβηξαν στο δάσος.

Ήταν χαρά Θεού εκείνη η ώρα. Τα πουλάκια έλεγαν το πρωινό τους τραγούδι, που σαν προσευχή ανέβαινε στον απαλό ουρανό. Τα λουλούδια σκορπούσαν ολόγυρα τη γλυκιά τους μυρωδιά, και χιλιάδες διάφανες στάλες είχαν σκαλώσει σε κάθε φυλλαράκι, σε κάθε χορτάρι, σα διαμάντια ατίμητα.

Παντού ξυπνούσε η φύση με τις πρώτες αχτίδες του ηλίου. Ένας σπίνος χαμηλοπετούσε για να βρει κανένα άχυρο ή πούπουλο να φτιάσει τη φωλιά του. Οι μέλισσες φτερούγιζαν και μουρμούριζαν με αγάπη γύρω στα δροσερά αγριολούλουδα, και ο βάτος άπλωνε τα κλωνάρια του, βαριά φορτωμένα καρπούς, σα να τους πρόσφερε σιωπηλά στα πεινασμένα αδέλφια.

– Αχ, τι ωραία σμέουρα! φώναξε η Ειρηνούλα. Έλα να τα μαζέψομε.

Μα πεσμένο χάμω, το Βασιλόπουλο παρατηρούσε το πήγαινε κι έλα των μερμηγκιών, που ακολουθούσαν όλα τον ίδιο δρόμο, είτε πήγαιναν είτε ήρχουνταν, σταματώντας κάπου κάπου, σα να συνομιλούσαν, φεύγοντας πάλι βιαστικά, χωρίς να βγουν ποτέ από τη γραμμή τους. Μερικά ήταν φορτωμένα με κανένα σπόρο ή έντομο, και το Βασιλόπουλο παρατήρησε πως εκείνα πήγαιναν πάντα προς το ίδιο σημείο, ενώ όσα γύριζαν δε βαστούσαν τίποτα.

– Έλα δω, Ειρηνούλα, φώναξε, έλα να βρούμε που πηγαίνουν το φορτίο τους τα μερμήγκια!

Και σκυμμένα στο χώμα, τ' αδέλφια ακολούθησαν τη ζωντανή γραμμή, που σταματούσε σε μια μικρή τρύπα, όπου όλα τα φορτωμένα μερμήγκια χώνουνταν, και ύστερα ξανάβγαιναν πάλι χωρίς φόρτωμα, πηγαίνοντας να βρουν τίποτε άλλο.

– Δες τι περίεργο, είπε η Ειρηνούλα, δεν τρώγουν το φαγί τους, μόνο το κρύβουν μέσα στην τρύπα.

– Η τρύπα αυτή είναι η φωλιά τους, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο, κι εξακολούθησε συλλογισμένο: Θυμάσαι τα λόγια της Γνώσης πως ζώντας στη φύση θα μάθομε πολλά πράματα; Να το πρώτο μάθημα που μας δίνει το μερμήγκι. Δεν του φθάνει να μαζεύει το φαγί της ημέρας, μόνο κάνει παρακαταθήκη στη φωλιά του για τους κακούς καιρούς ίσως…

– Αλήθεια, θαύμασε η Ειρηνούλα. Καλό ήταν να κάναμε και μεις το ίδιο. Μα τι να μαζέψομε; Τα σμέουρα σαπίζουν, δε βαστούν!

– Άλλα πράματα έχομε μεις να κάνομε, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο, αν θέλομε να είμαστε έτοιμοι ν' αντικρίσομε τις φουρτούνες, σαν έλθουν οι κακοί καιροί…

Πήγαιναν κουβεντιάζοντας τα δυο αδέλφια, και μαζεύοντας ό,τι καρπό έβρισκαν στα δέντρα και χαμόδεντρα.

Σε λίγο έφθασαν σε λίμνη μισοκρυμμένη κάτω από τα δέντρα και τους καλαμιώνες. Ένα κοπάδι τρομαγμένες αγριόπαπιες πέταξαν κι έφυγαν, χτυπώντας τα φτερά τους.

– Πάπιες! φώναξε με χαρά το Βασιλόπουλο. Αφού φωλιάζουν εδώ, θα βρούμε μπόλικα αυγά.

Δεν άργησαν τωόντι να βρουν τις φωλιές, και μάζεψαν τόσα αυγά, που αφού γέμισαν το πανέρι, έδεσαν και στα μαντίλια τους.

– Κρίμα να μην έχεις τόξο! είπε η Ειρηνούλα. Μπορούσες να σκοτώσεις καμιάν αγριόπαπια. Δες, δεν έφυγαν όλες, μένουν μερικές ανάμεσα στα καλάμια.

– Τόξο δεν έχω, μα έχω σφενδόνα, αποκρίθηκε χαρούμενα το

Βασιλόπουλο.

Και με μια πετριά σκότωσε μια πάπια, που ανήσυχα έβγαζε το κεφάλι της από μέσα από τα χορτάρια να δει τ' αδέλφια.

Το κυνήγι τον ενθουσίασε. Έβγαλε τα πέδιλα του και πήδηξε στο νερό, για να πιάσει το σκοτωμένο πουλί. Ύστερα σημάδεψε και σκότωσε και άλλα αγριόπουλα.

Και αφού μάζεψε κάμποσα, τα έδεσε όλα μαζί περνώντας ένα μακρύ βούρλο από τις μύτες τους, τα φόρτωσε στον ώμο του και καταχαρούμενος τράβηξε με την αδελφή του για το παλάτι.

Στον κάμπο μάζεψαν κι ένα μάτσο αγριόχορτα.

– Τώρα έχω ό,τι μου χρειάζεται για το γιαχνί μου, είπε η

Ειρηνούλα. Θα φάμε βασιλικά σήμερα.

– Τουλάχιστον το φαγί μας θα είναι τίμια κερδισμένο, αποκρίθηκε ο αδελφός της.

Σαν έφθασαν στο παλάτι, όλοι κοιμούνταν ακόμα.

Πήγαν στο μαγειριό ν' αφήσουν το φορτίο τους, κι εκεί βρήκαν τον υπασπιστή Πολύκαρπο που κουιούνταν ξαπλωμένος εμπρός στο τζάκι.

Το μαγειριό ήταν βρώμικο και ακατάστατο. Οι κατσαρόλες είχαν μείνει άπλυτες, μερικά σπασμένα πιάτα κείτουνταν σκόρπια εδώ κι εκεί, μαζί με μεταχειρισμένα ποτήρια.

Η Ειρηνούλα σήκωσε τα μανίκια της και άρχισε να συμμαζεύει τα πράματα.

– Τι θα κάνεις; ρώτησε το Βασιλόπουλο.

– Εκείνο που θα έκανε η Γνώση στη θέση μου, αποκρίθηκε η Ειρηνούλα. Θα καθαρίσω πρώτα όλ' αυτά εδώ, και ύστερα θα ψήσω τα πουλιά, όπως είδα να ψήνει το κρέας η κυρα-Φρόνηση.

Το Βασιλόπουλο την αγκάλιασε.

– Γεια σου, αδελφούλα, είπε. Με σένα πλάγι μου, νιώθω πως θα εκτελέσω το σκοπό μου.

– Ποιο σκοπό;

– Να στείλομε το γαϊδουρίσιο κεφάλι πίσω στο δωρητή του.

Ο Πολύκαρπος ξύπνησε με τις ομιλίες. Είδε τ' αδέλφια και σηκώθηκε βιαστικά, χαιρέτησε βαθιά κι ετοιμάζουνταν να βγει έξω. Μα βλέποντας την Ειρηνούλα που μάζευε τα ποτήρια, σταμάτησε, και η απορία του έγινε σάστιση όταν την είδε να τα πλένει και να τα σκουπίζει.

Κατακοκκίνισε κι έτρεξε να της τα πάρει.

– Δεν κάνει, κυρα-Βασιλοπούλα μου! Δεν είναι αυτή δουλεία για τα χεράκια σου! είπε με κομμένη φωνή.

Η Ειρηνούλα γέλασε.

– Γιατί; ρώτησε.

– Γιατί αυτή είναι δουλειά του παραμάγειρα.

– Και πού είναι ο παραμάγειρας;

– Κοιμάται ή γυρνά σε καμιά διασκέδαση, αποκρίθηκε.

– Βλέπεις λοιπόν; Πρέπει να το κάνω εγώ, αφού δεν είναι άλλος να το κάνει. Το μαγειριό πρέπει να παστρευθεί και το φαγί πρέπει να ψηθεί. Αφού ο μάγειρας και ο παραμάγειρας λείπουν, θα τους αναπληρώσω εγώ.

Ο υπασπιστής ήταν κατακόκκινος.

– Λοιπόν… λοιπόν… άρχισε, και σταμάτησε.

– Λοιπόν, τι; ρώτησε η Ειρηνούλα.

– Άφησε με να σε βοηθήσω λοιπόν κι εγώ, κυρα-Βασιλοπούλα.

Αφού καταδέχεσαι συ τέτοια δουλειά, θα την καταδεχθώ κι εγώ.

Άρπαξε έναν κουβά και μια σκούπα, και με ζήλο άρχισε να τρίβει το πάτωμα του μαγειριού, ενώ η Ειρηνούλα μαδούσε τα πουλιά.

Ωστόσο το Βασιλόπουλο, ακούοντας ομιλίες στα βασιλικά δωμάτια, πήγε να παραδώσει του πατέρα του το γράμμα που είχε βρει στο τραπέζι του κυρ-Λαγόκαρδου.

Η οικογένεια ήταν μαζεμένη στην τραπεζαρία, και όταν μπήκε το Βασιλόπουλο, όλοι τον δέχθηκαν με μια φωνή:

– Έλα δω να μάθεις το θαύμα.

Ο Βασιλιάς πέρασε και ξαναπέρασε μπροστά του, και, με καμάρι απλώνοντας το μανδύα του, ρώτησε:

– Βλέπεις τίποτα καινούριο;

– Όχι, απάντησε το Βασιλόπουλο.

– Πώς όχι! αναφώνησε η Ζήλιω. Δε βλέπεις πως κάποιος τρανός Βασιλιάς μας έστειλε καινούρια ρούχα; Της Πικρόχολης έστειλε μια φούστα, του Βασιλιά καινούρια φορεσιά και μανδύα, και μένα μιαν ωραία τραχηλιά, σαν αυτή που έσχισε χθες η μέγαιρα αδελφή μου.

Ευτυχώς η Πικρόχολη ήταν τόσο απασχολημένη θαυμάζοντας τη φούστα της, που δεν άκουσε τα λόγια της Ζήλιως.

Το Βασιλόπουλο γέλασε.

– Αλήθεια, έγινε θαύμα, είπε, μα όχι απ' έξω, παρά από μέσα από το παλάτι. Τα ρούχα σας είναι τα ίδια, μόνο που τα έραψε μια νεραϊδούλα.

– Νεραϊδούλα! είπε μ' έκσταση η Βασίλισσα, σμίγοντας τα όμορφα χεράκια της. Αχ, την είδες; Δε μου έφερε κανένα σμαραγδένιο βραχιόλι, σαν της Βασίλισσας θειας μου;

– Δύσκολο πράμα, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. Η Ειρηνούλα έχει δάχτυλα, μα δεν έχει φλουριά!

Χρειάστηκαν εξηγήσεις. Και το Βασιλόπουλο διηγήθηκε πως, τη νύχτα, ενόσω όλοι κοιμούνταν, η Ειρηνούλα τον περίμενε και κάθη- σε κι έραψε ολωνών τα φορέματα.

Η Βασίλισσα έγινε έξω φρενών.

– Η κόρη μου ράφτρα! ξεφώνισε. Μα πού ακούστηκαν τέτοια πράματα! Ως εκεί ξέπεσε η κόρη μου η Βασιλοπούλα; Την έπιασαν τα νεύρα της και βγήκε από το δωμάτιο.

– Την πρόστυχη! είπε με αηδία η ξανθή παρακόρη. Εγώ δεν μπορώ πια να τη σχετίζομαι, ύστερα από τα καμώματα της!

Και με μεγαλοπρέπεια ξαπλώθηκε στο σοφά.

– Γιατί είσαι κουτή; ψιθύρισε η άλλη. Απεναντίας, χάιδευε την, για να σου ράβει καινούρια φουστάνια. Εγώ θα της πω όλα τα καλοπιάσματα που ξέρω, μήπως και μου ράψει φόρεμα όμορφο σαν που ήταν της Ζήλιως, προτού σκεπαστεί με λεκέδες.

Η Ζήλιω, βλέποντας καινούρια πάλι την τραχηλιά της, δεν ήξερε αν έπρεπε να καταφρονήσει την αδελφή της. Η Πικρόχολη όμως αισθάνθηκε απαραίτητη την ανάγκη να ξεστομίσει μερικά από τα συνηθισμένα της λόγια.

– Δε φταίγει το καημένο το κορίτσι, είπε με φθόνο. Είναι μερικοί άνθρωποι που γεννιούνται ταπεινοί και χυδαίοι.

– Ναι, λόγου χάρη σαν εσένα, είπε με κακία η Ζήλιω.

Η Πικρόχολη όρμησε και άρπαξε τον κότσο της.

Γύρισε η Ζήλιω και της έδωσε ένα μπάτσο που ακούστηκε ως το μαγειριό, όπου η Ειρηνούλα κοκκίνιζε τα πουλιά, και ο Πολύκαρπος ξέπλενε τα χόρτα.

Αμέσως ξέσπασαν και οι φωνές.

– Τα ίδια της συχωρεμένης! μουρμούρισε η Ειρηνούλα.

Και, αφήνοντας το χαρανί της στη φροντίδα του Πολύκαρπου, έτρεξε στην τραπεζαρία, την ώρα που το Βασιλόπουλο είχε στριμώξει τη Ζήλιω σε μια γωνιά, ενώ ο Βασιλιάς, πεσμένος στο σοφά, βαστούσε από τη φούστα τη φουρκισμένη Πικρόχολη.

– Ντροπή, αδελφές μου, ντροπή! είπε με λύπη η Ειρηνούλα. Μη φωνάζετε έτσι! Θ' αναστατώσετε τη χώρα!

Καθώς την είδαν οι αδελφές της, παράτησαν έξαφνα τον καβγά, για να ρωτήσουν αν αλήθεια αυτή είχε ράψει τα σχισμένα τους ρούχα, και πώς.

Η Ειρηνούλα λοιπόν έβγαλε τις βελόνες της και την κλωστή, και κάθησε στο πεζούλι του παραθύρου να τους δείξει πώς τα μεταχειρίζουνταν.

– Πατέρα, είπε τότε το Βασιλόπουλο, χθες βράδυ βρήκα ένα γράμμα στο σπίτι του Λαγόκαρδου, μα δεν ξέρω να διαβάσω και σου το έφερα.

Ο Βασιλιάς το πήρε, έβαλε τα γυαλιά του και διάβασε:

«Εξοχώτατε!

Άλλον από σένα δεν περιμένω σήμερα να έλθει στο σπίτι μου, κι επειδή δεν προφθαίνω να έλθω εγώ στο δικό σου, σου αφήνω τούτο το γράμμα εδώ, για να το βρεις αμέσως και να μάθεις πως τρέχω και τρέχεις το μεγαλύτερον κίνδυνο. Το Βασιλόπουλο, που μοιάζει λεονταράκι και αετουδάκι, ξέρει πως δεν πούλησες την αλυσίδα. Ξέρει και μερικά άλλα, που μπορούν να σε βλάψουν αν μείνεις εδώ. Εγώ το στρίβω αμέσως με την αλυσίδα και πάγω στου Αρχοντα θείου, όπου ελπίζω, ύστερα από μερικές πληροφορίες που θα του δώσω για την κατάντια του Κράτους μας, να τον καταφέρω να με βοηθήσει με το στρατό του, να κατακτήσω το ωραίο κτήμα που δε θέλησε να μου χαρίσει ο Βασιλιάς, και που είναι πέρα από το ποτάμι. Σα θέλεις, έλα να με βρεις. Φέρε μαζί σου τα διαμαντένια ποτήρια του Βασιλιά και τα τελευταία διαμαντικά της Βασίλισσας που βρίσκονται στο κελάρι σου και που αξίζουν κάμποσα φλουριά. Μη φοβάσαι τίποτα, μάχη δε μπορεί να γίνει χωρίς στρατιώτες, η νίκη είναι δική μας. Μόνο φύγε αμέσως.

Ο πιστός σου Λαγόκαρδος»

Ο Βασιλιάς σήκωσε τα μάτια και κοίταξε το γιο του από πάνω από τα γυαλιά του.

– Τι θα πει αυτό; ρώτησε παραζαλισμένος.

Το Βασιλόπουλο έκανε μερικά βήματα απάνω-κάτω και γύρισε πάλι στο Βασιλιά.

– Θα πει, πατέρα, πως το γράμμα αυτό ήταν γραμμένο για τον Πανουργάκο. Θα πει πως ο Λαγόκαρδος είναι όχι μόνο μπερμπάντης, αλλά και προδότης, και πως σε λίγες μέρες, σε λίγες ώρες ίσως, τα στρατεύματα του Άρχοντα θείου μας μπορούν να εισβάλουν στο Κράτος μας. Θα πει κι ένα άλλο: πως αυτός μοιάζει να ξέρει πράματα που δεν ξέρομε μεις, δηλαδή πως δεν έχομε στρατό και πως δε θα γίνει καμιά αντίσταση στα σύνορα.

– Τι κάθεσαι και λες! είπε νευρικά ο Βασιλιάς. Δεν έχομε, λέει στρατό! Κολοκύθια με τη ρίγανη! Χιλιάδες στρατιώτες ρίχνω στο βασίλειο του θείου μου, οπόταν θελήσω. Κι εκατό καράβια, όλο σίδερο σκεπασμένα, κατεβάζει το ποτάμι με την πρώτη μου προσταγή! Δεν έχομε, λέει, στρατό! Θα τον κρεμάσω να τον φαν τα όρνια, τον πρώτο που θα τολμήσει να ξαναπεί τέτοιο λόγο!

Κι έξω φρενών ο Βασιλιάς έσπρωξε την κορώνα στην κορυφή του κεφαλιού του, και με μεγάλα βήματα πήγε και ήλθε δυο-τρεις φορές στην κάμαρα.

Το Βασιλόπουλο κοίταξε με μάτια λυπημένα το γαϊδουρίσιο κεφάλι, που από πάνω από την κονσόλα, με την τενεκεδένια κορώνα περασμένη ανάμεσα στ' αυτιά του, έμοιαζε να τους κοροϊδεύει.

– Πατέρα, είπε στο τέλος, φώναξε τον αρχιστράτηγο. Εκείνος θα μας δώσει τις πληροφορίες που χρειαζόμαστε.

Ο Βασιλιάς χτύπησε το κουδούνι κι ευθύς παρουσιάστηκε ο υπασπιστής Πολύδωρος.

– Φώναξε αμέσως τον αρχιστράτηγο, διέταξε ο Βασιλιάς, και ξανάρχισε πάλι το νευρικό του περίπατο.

Ο υπασπιστής υποκλίθηκε κι έκανε να φύγει. Μα στην πόρτα σταμάτησε.

– Αφέντη… μουρμούρισε, δεν ξέρω ποιος είναι ο αρχιστράτηγος.

– Δεν ξέρεις; φώναξε με θυμό ο Άρχοντας. Δεν ξέρεις;

Και αλλάζοντας τόνο:

– Χμ… ουτ' εγώ δεν ξέρω πια πώς τον λένε… Τι ήθελε τώρα να πάγει να σκοτωθεί ο τενεκές ο Πανουργάκος! Αυτός τα φρόντιζε και τα ήξερε όλα αυτά στα πέντε δάχτυλα!.. Φώναξε λοιπόν τον πρωτοβεστιάριο Κατρακυλάκο.

Ο Πολύδωρος υποκλίθηκε κι έφυγε.

Δυο λεπτά αργότερα επέστρεψε με τον πρωτοβεστιάριο.

Ο κυρ-Κατρακυλάκος ήταν κοντός και χοντρός, με πρισμένα κρεμαστά μάγουλα, και τόσο μεγάλη κοιλιά, που δεν μπορούσε ποτέ να περάσει από πόρτα ή από έπιπλο κοντά χωρίς να σκουντουφλήσει.

– Κατρακυλάκο, είπε ο Βασιλιάς επιτακτικά, φώναξε αμέσως τον αρχιστράτηγο.

– Αφέντη, αποκρίθηκε ο Κατρακυλάκος, μάταια προσπαθώντας να λυγίσει τη μέση του για να υποκλιθεί. Αφέντη, πάνε δυο χρόνια που δεν έχομε πια αρχιστράτηγο.

Ο Βασιλιάς παρά λίγο να πνιγεί από την αγανάκτηση του. Όλο του το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι, και μελάνιασε.

– Τι λες;… Τι λες; ψέλλισε, και η φωνή του κόπηκε και τίποτε άλλο δεν μπόρεσε ν' αρθρώσει.

– Αφέντη, επανέλαβε ατάραχα ο Κατρακυλάκος, ο τελευταίος μας αρχιστράτηγος ήταν ο κυρ-Μασκαρόπουλος. Είναι παραπάνω από δυο χρόνια που ξεπούλησε το σπίτι του και πήγε στα ξένα, όπου όλοι τον ξέρουν για τον πιο πλούσιο τραπεζίτη.

– Και πού βρήκε τα φλουριά; βροντοφώνησε ο Βασιλιάς.

– Μυστήριο, Αφέντη μου.

– Φώναξε αμέσως το στόλαρχο, διέταξε νευρικά ο Βασιλιάς.

Και άρχισε πάλι να περπατά απάνω-κάτω.

Μα καθώς γύρισε, με τα χέρια σταυρωμένα και το μέτωπο σκυμμένο και συννεφιασμένο, σκουντούφλησε στη βαρελόμορφη κοιλιά του κυρ-Κατρακυλάκου, που δεν είχε προφθάσει να την παραμερίσει.

– Τι κάνεις λοιπόν; Φώναξε, σου είπα, το στόλαρχο! είπε θυμωμένα.

Χωρίς να ταραχθεί, δοκίμασε πάλι να υποκλιθεί ο πρωτοβεστιάριος.

– Δεν έχομε στόλαρχο, Αφέντη, είπε ήσυχα.

Ο Βασιλιάς έπεσε στο σοφά. Τα γόνατα του κόπηκαν, μαζί και η φωνή του, κι έμεινε αφανισμένος.

– Τι γίνηκε ο στόλαρχος; ρώτησε το Βασιλόπουλο.

– Μεγαλέμπορος στα ξένα, Αφέντη μου, αποκρίθηκε ο πρωτοβεστιάριος.

Κάνει σίδερα.

– Πού βρήκε και αυτός τόσα φλουριά; φώναξε φρενιασμένος ο

Βασιλιάς.

– Τα έκανε τώρα τελευταία.

– Μα με τι; Με τι;

– Με τα σίδερα των καραβιών.

Ο Βασιλιάς ανατινάχθηκε. Σηκώθηκε μ' έναν πήδο κι έτρεξε κατά την πόρτα.

– Τρελάθηκαν όλοι! Όλοι! φώναξε.

Και βλέποντας τον υπασπιστή Πολύδωρο στην πόρτα:

– Σήμανε το προσκλητήριο αμέσως, διέταξε, να μαζευθεί ο στρατός όλος, απ' όλες τις άκρες του βασιλείου!

Και βγήκε τρεχάτος, με το μανδύα του που πετούσε απλωμένος πίσω του, σα φουσκωμένο πανί καραβιού.

Το Βασιλόπουλο τον ακολούθησε, και πίσω μακριά, λαχανιασμένος και ολοστρόγγυλος, κατρακυλούσε ο πρωτοβεστιάριος.

Ο Πολύδωρος, από τον πύργο, εσήμανε το προσκλητήριο με τη μεγάλη σάλπιγγα.

Ο Βασιλιάς και ο γιος του έτρεξαν χωρίς να σταματήσουν ως τους στρατώνες.

Εμπρός στην πόρτα βρήκαν το γερο-φρούραρχο, αγουροξυπνημένο και μισοντυμένο, σαστισμένο, σαν αποβλακωμένο. Γύρευε να καταλάβει την έννοια του σκοπού της σάλπιγγας, που τόσα χρόνια δεν την είχε ακούσει.

– Πού είναι οι στρατιώτες; Σύναξε τους όλους εδώ, αμέσως! πρόσταξε ο Βασιλιάς.

Τα γόνατα του γερο-φρούραρχου κόπηκαν κι έπεσε χάμω καθιστός.

Δεύτερη φορά, από πάνω από τον πύργο, ο υπασπιστής εσήμανε το προσκλητήριο. Κι έξαφνα, στη γωνιά της πλατείας, από ένα κρασάδικο βγήκε ένας κουτσός, έτρεξε στους στρατώνες, τράβηξε από κάτω από το στρώμα του μια σκουριασμένη λόγχη χωρίς μύτη, και φθάνοντας κούτσα – κούτσα μπροστά στο Βασιλιά και το Βασιλόπουλο, παρουσίασε τα όπλα.

– Τι είναι αυτός; ρώτησε ο Βασιλιάς.

– Ο στρατός, Αφέντη, αποκρίθηκε ο κουτσός.

– Δεν έχω όρεξη για αστεία, είπε ο Βασιλιάς. Ξέρεις σε ποιον μιλάς;

– Στον Αφέντη μου και Βασιλιά μου, αποκρίθηκε πάλι ο κουτσός, χωρίς ν' αλλάξει τη στάση του.

– Λοιπόν εξαφανίσου πριν θυμώσω. Τώρα θα βγει ο στρατός, και κουρελιάρηδες σαν και σένα δεν πρέπει να είναι στη μέση.

– Εγώ είμαι ο στρατός, Αφέντη, είπε πάλι ο κουτσός.

– Είναι τρελός ή αυθάδης; ρώτησε ο Βασιλιάς, γυρίζοντας στο φρούραρχο που έμενε καθισμένος εκεί που είχε πέσει, με τα πόδια γυμνά μες στις πατημένες του παντούφλες.

Ο γέρος χωρίς να κουνήσει, αποκρίθηκε ζαλισμένα:

– Ούτε τρελός ούτε αυθάδης. Είναι ο στρατός.

– Πού είναι η φρουρά; Πού είναι το ιππικό και οι λογχοφόροι; ρώτησε σιγά το Βασιλόπουλο, νομίζοντας πως από την τρομάρα του ο φρούραρχος τα είχε χάσει.

Αλλά ο γέρος άπλωσε το χέρι κι έδειξε τον κουτσό.

– Να η φρουρά, να και ο στρατός, αποκρίθηκε. Άλλο στρατιώτη δεν έχω. Ανεβείτε, σα θέλετε, στους στρατώνες, να δείτε αν σας λέγω ψέματα.

Κι επειδή Βασιλιάς και Βασιλόπουλο έμεναν ακίνητοι, μη θέλοντας να πιστέψουν, ο γέρος εξακολούθησε:

– Θυμάστε ακόμα τα παλιά χρόνια, Αφεντάδες μου. Πέρασαν και πάνε και ούτε θα ξανάρθουν πια.

Εκείνη την ώρα κατάφθανε ο κυρ-Κατρακυλάκος, κόκκινος και ιδρωμένος από το τρέξιμο.

Ο Βασιλιάς του έδειξε το γερο-φρούραρχο, που εξακολουθούσε να κάθεται χάμω, και με το χέρι του έκαμε νόημα πως έπαθε το κεφάλι του.

– Δεν είναι καλά, είπε σιγά.

– Καλά είναι, Αφέντη, αποκρίθηκε ο πρωτοβεστιάριος, και σου λέγει την αλήθεια. Δεν έχει στρατιώτες…

– Μα τι παραμύθια λες! διέκοψε ο Βασιλιάς που άρχισε πάλι να θυμώνει. Ας φωνάξει τους αξιωματικούς και θα σου δείξω εγώ τι είναι ο στρατός μου.

Και γυρίζοντας στο γέρο:

– Φέρε ευθύς το στρατηγό… το στρατηγό… πώς τον λεν; Δεν πειράζει τ' όνομα, φέρε ένα στρατηγό, ξεφώνισε εξαγριωμένος.

– Δεν έχει εδώ στρατηγό, Αφέντη, αποκρίθηκε τρέμοντας ο φρούραρχος.

– Λοιπόν φώναξε το σωματάρχη!

– Δεν έχει σωματάρχη!

– Φώναξε όποιον θέλεις, μα φώναξε κάποιον! ξεφώνισε ο Βασιλιάς έξω φρενών.

– Όλοι εδώ είμαστε, Αφέντη! είπε ο γέρος με ύφος αξιοθρήνητο.

– Μα ο στρατός…

– Δεν έχει στρατό πια, πέρασε ο στρατός, τελείωσε ο στρατός, του κάκου τον γυρεύεις, Αφέντη μου! Μείναμε μεις οι δυο, ο μάγειρας μου κι εγώ!

Ο Βασιλιάς έπιασε το κεφάλι του με τα δυο του χέρια.

– Τρελάθηκα εγώ; Μήπως δεν καταλαβαίνω;… Μα λες παραμύθια! ξέσπασε πάλι με θυμό. Ξέρω πως έχω στρατό, γιατί κάθε χρόνο πληρώνω γι' αυτόν…

Και αλλάζοντας τόνο:

– Τι πληρώνω γι' αυτόν; ρώτησε τον πρωτοβεστιάριο.

– Δεν ξέρω, Αφέντη. Τους λογαριασμούς αυτούς τους έκανες με τον αρχικαγκελάριο. Εγώ δεν τους έβλεπα ποτέ.

– Πληρώνω… χμ… πληρώνω πολλά, εξακολούθησε ο Βασιλιάς νευρικά. Και για το στόλο μου πληρώνω… άλλα τόσα. Πού είναι ο στόλος; Στα καράβια θα βρίσκονται και οι στρατιώτες! Πού είναι τα καράβια;

Κανείς δεν ήξερε να του πει.

Με τη γωνιά του μανδύα του σκούπισε τον ιδρώτα που έστεκε σα χάντρες στο μέτωπο του.

– Πάμε στο ναύσταθμο, πρόσταξε.

Και με το γιο του, βιαστικά πήγε στον ποταμό, ενώ πίσω, μακριά, κατρακυλιστά, ακολουθούσε ο δυστυχισμένος ο πρωτοβεστιάριος.

Έφθασαν στο ποτάμι που έτρεχε ήσυχο και διάφανο, ανάμεσα στις πράσινες δασωμένες όχθες, όπου σπίτι δε φαίνουνταν, όσο μακριά και αν πήγαινε το μάτι.

Μόνο δυο παλιοφελούκες δεμένες στην ξηρά μ' ένα μακρύ σκοινί, κουνιούνταν τεμπέλικα στ' ασημένια νερά, ενωμένες και βασταγμένες πλάγι-πλάγι με μια καρφωμένη φαρδιά σανίδα.

Στην πλώρη της μιας κοιμούνταν ένας κουλός με το στόμα ανοιχτό.

Ο Βασιλιάς κοίταξε πάνω και κάτω του ποταμού, μα άλλο δεν είδε παρά χορτάρι πράσινο, δέντρα πολλά, και μερικές πέτρες πεσμένες από έναν ερειπωμένο τοίχο, μαύρες πια από τον καιρό και την υγρασία.

– Πάμε παρακάτω, είπε κι έκανε μερικά βήματα.

Μα δε βρήκε καράβια, ούτε ναύσταθμο.

– Ξέρεις εσύ πού είναι; ρώτησε ο Βασιλιάς τον κυρ-Κατρακυλάκο, που έφθανε μισοπεθαμένος από τον ασυνήθιστο κόπο της πρωινής του.

– Δεν ξέρω, Αφέντη, ποτέ μου δεν ήλθα τόσο μακριά, αποκρίθηκε λαχανιασμένος. Μα να ρωτήσομε αυτόν τον ψαρά που κοιμάται.

Και βάζοντας τα χέρια εμπρός στο στόμα, σα χωνί, φώναξε:

– Ε!.. βαρκάρη!.. ξύπνα!..

Ο κουλός αργοκούνησε το μόνο του χέρι, μα δεν ξύπνησε.

– Στάσου, είπε το Βασιλόπουλο.

Και τραβώντας το σκοινί, πλησίασε τις φελούκες στη γη.

– Βαρκάρη! Ε, βαρκάρη! φώναξε πάλι ο κυρ-Κατρακυλάκος.

Ο κουλός ξύπνησε, ανασηκώθηκε κι έτριψε τα μάτια.

– Τι τρέχει; ρώτησε με νυσταγμένη φωνή.

– Πού είναι ο στόλος και ο ναύσταθμος; ρώτησε ο Βασιλιάς.

Μ' έναν πήδο σηκώθηκε ο κουλός και χαιρέτησε στρατιωτικά.

– Παρών! φώναξε.

– Πού είναι ο στόλος και ο ναύσταθμος; ρώτησε πάλι ο Βασιλιάς νομίζοντας πως δεν είχε καταλάβει.

– Παρών! επανέλαβε ο κουλός λίγο πιο δυνατά, χωρίς να κόψει το χαιρετισμό του.

– Δεν καταλαβαίνει! είπε αποθαρρυμένος ο Βασιλιάς. Άνθρωπε μου, ακούς τι σου λέγω; Πού είναι τα καράβια και οι ναύτες;

– Παρών, παρών, παρών, ξεφώνισε ο κουλός με τόση δύναμη, που πρήστηκαν οι φλέβες του λαιμού του, ενώ σα σανίδα τεντωμέ- νος εξακολουθούσε να χαιρετά στρατιωτικά.

Το Βασιλόπουλο προσπάθησε να συνεννοηθεί μαζί του.

– Γυρεύομε τα καράβια του Βασιλιά, εξήγησε.

– Παρών! επανέλαβε ο κουλός. Ο Βασιλικός στόλος, «Τρομάρα» και «Αντάρα», παρών! Το ναυτικό της Αφεντιάς του του Βασιλιά, παρών!

Ο Αστόχαστος αναπήδησε.

– Τι; φώναξε με φρίκη. Τι ονόματα είπες;

– «Τρομάρα» και «Αντάρα», η τραπεζαρία και η κρεβατοκάμαρα μου. Στη διάθεση σας, σα θέτε να τις επισκεφθείτε, είπε ο κουλός μ' ένα χαμόγελο που χώριζε το στόμα του από το ένα αυτί ως το άλλο.

Το Βασιλόπουλο χλώμιασε.

– Και ο ναύσταθμος; Πού είναι ο ναύσταθμος; ρώτησε.

– Παρών! αποκρίθηκε πάλι ο κουλός, δείχνοντας τις μαυρισμένες πέτρες που έφθαναν ως το ποτάμι.

– Στάσου, είπε νευρικά ο Βασιλιάς παραμερίζοντας το γιο του. Δε σε καταλαβαίνει. Άκου δω, άνθρωπε μου, πες μου πού κάθεται ο στόλαρχος;

Ο κουλός άπλωσε το χέρι του κατά τη δύση.

– Στα ξένα, είπε σύντομα.

– Και ο ναύαρχος… ο ναύαρχος… ένας ναύαρχος που να πάρει η ευχή!

– Δεν έχομε τέτοιο πράμα εδώ.

– Κυβερνήτες, ναύτες, καράβια, για το Θεό, που είναι όλα αυτά;

– Παρών, είπε πάλι ο κουλός.

Και δείχνοντας με καμάρι τις φελούκες:

– Στόλος, παρών.

Ύστερα χτυπώντας το στήθος του:

– Κυβερνήτης, ναύτης και τα λοιπά, παρών! Άλλο μη γυρεύεις,

Αφέντη, δεν έχει.

Μάζεψε από μέσα από τη φελούκα του μια σανίδα και την έσπρωξε στη στεριά, όπου τη στήριξε.

– Κοπιάστε στο παλατάκι μου, είπε με το φαρδύ του χαμόγελο, λυγισμένος ως κάτω και απλώνοντας το χέρι του στο στήθος με όλα τα δάχτυλα ανοιχτά. Δούλος σας, Αφεντάδες μου!

– Πάμε σπίτι, πατέρα, είπε το Βασιλόπουλο, εμάθαμε όσα θέλαμε να ξέρομε.

Και με σκυφτό κεφάλι πήραν το δρόμο του πύργου.

Yaş sınırı:
12+
Litres'teki yayın tarihi:
11 ağustos 2017
Hacim:
150 s. 1 illüstrasyon
Telif hakkı:
Public Domain
Metin
Ortalama puan 0, 0 oylamaya göre