Sadece LitRes`te okuyun

Kitap dosya olarak indirilemez ancak uygulamamız üzerinden veya online olarak web sitemizden okunabilir.

Kitabı oku: «Η φιλοσοφία του Σωκράτους κατά A. Fouillée», sayfa 5

Yazı tipi:

ΒΙΒΛΙΟΝ ΣΤ'.
ΑΙ ΠΕΡΙ ΚΑΛΟΥ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΙ
ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ

Α’.

Το εν τοις πράγμασι καλόν.

Οι Έλληνες ουδέποτε, εχώρισαν την καλλονήν από της αγαθότητος, και αμφοτέρας τας εννοίας, ταύτας συνηνωμένας εξέφερον διά της λέξεως καλοκάγαθος . Ταύτην δε την συνενώση υπάρχουσαν εν τω πνεύματι και διαλέκτω, παρεδέχθη ο Σωκράτης, και επεβεβαίωσε μεταδούς και εις τον Πλάτωνα.

Θεωρούμενον εν τοις καθ' έκαστα, το καλόν, ουχ' ήττον του αγαθού, είναι ποικίλον και πολλαπλούν, ως αυτά τα πράγματα, προς την φύσιν των οποίων αντιστοιχεί, προς ταύτα πάντα καλά τε και καγαθά εστι . Εν τοις ηθικοίς το καλόν ταυτίζεται τω αγαθώ, άρα ταυτίζεται εν πάσι, διότι το αγαθόν είναι και έλλογον, και ουδέν ανώτερον του λόγου. Εν τοις υλικοίς ωσαύτως· προς τα αυτά δε και τα σώματα των ανθρώπων καλά τε καγαθά φαίνεται , αρκεί να θεωρηθή το καλόν κατά την φύσιν εκάστου πράγματος· έτερον λ. χ. το καλόν του σώματος και έτερον το της ψυχής, Το καλόν είναι υπό την όψιν ταύτην η μεταξύ της φύσεως εκάστου όντος και του τέλους αυτού, αρμονία, ην ο Κάντιος θέλει ονομάσει εσωτερικήν τελεότητα. Ωσαύτως, ως προς την εξωτερικήν τελεότητα, ή τας σχέσεις εκάστου πράγματος, πράγματά τινα είναι καλά προς όπερ αν εύχρηστα η, ή προς α αν ευ έχη · το εν τοις πράγμασι καλόν ουδέποτε είναι απόλυτον, ούτε κατά τον Σωκράτην, ούτε κατά τον Πλάτωνα· ούτε κατά τον Αριστοτέλην, αλλ' εκ τούτου δεν έπεται ότι οι φιλόσοφοι ούτοι δεν ανεγνώριζον ανωτέραν του ανθρώπου και της φύσεως αρχήν του καλού και του αγαθού. Εν τη καλολογία, ουχ ήττον ή εν τη ηθική και τη φυσική, ο Σωκράτης εθεώρει ως κυριώτατον το τελικόν αίτιον, το αγαθόν, και μετά της εννοίας ταύτης έτεινε να συναρμολογήση πάσας τας άλλας (Συμπ. έ.). Αι του Πλάτωνος μαρτυρίαι συνάδουσι προς τας του Ξενοφώντος (Αλκιβ. α’. Λυσ. Γοργ. ), και αναγνωρίζουσι την διάφορον καλλονήν των πραγμάτων κατά τας διαφόρους σχέσεις αυτών. Εν δε τω α'. Ιππία οι σωκρατικοί ορισμοί του καλού φαίνονται απαράδεκτοι, διότι εν τω διαλόγω τούτω ο Πλάτων ζητεί ουχί το καλόν των πραγμάτων, αλλ' αυτό το καλόν κατά την υπερβατικήν φύσιν αυτού, καθ' ην ταυτίζεται ου μόνον, τω ηθικώ αλλά απολύτω αγαθώ. Παρατηρητέον δε, ότι και η συνταύτισις αύτη δεν είναι ειμή αυτή η σωκρατική θεωρία αναβιβασθείσα υπό του Πλάτωνος εις τα ύψη της μεταφυσικής του. Ώστε κατά Πλάτωνα το μεν μερικόν καλόν είναι το μερικόν αγαθόν, όπερ πηγάζον εκ της είτε εσωτερικής είτε εξωτερικής τελεότητος, ευκόλως διακρίνεται και ορίζεται, το δε καθαυτό καλόν είναι το καθ' αυτό αγαθόν, ούτινος τον ορισμόν ουδέν μερικόν αντικείμενον δύναται να χορηγήση.

Β’.

Το εν ταις τέχναις καλόν

Διογένης ο Λαέρτιος λέγει, ότι ο Σωκράτης ήτο κατ' αρχάς γλύπτης, και ότι άγαλμα των ενδεδυμένων χαρίτων υπ' αυτού πεποιημένον εφαίνετο εν τη Ακροπόλει. Εσύχναζε δε και συνεβούλευε τους καλλιτέχνας (Απομ. Γ'. ε' ), και συνδιαλεγόμενος μετά του ζωγράφου Παρρασίου, την μίμησιν εθεώρει ως το πρώτον μέσον των τεχνών, τελειοποιούμενον διά της ιδανικεύσεως, ήτις πρέπει να χρησιμεύση προς έκφρασιν του πιθανωτάτου και του φιλικωτάτου , τουτέστι του της ψυχής ήθους , και προς τούτοις ενόμιζεν, ότι ήδιον οράν τους ανθρώπους δι' ων τα καλά τε καγαθά και αγαπητά ήθη φαίνεται , ώστε επί τέλους το τεχνικόν κάλλος ανάγεται εις το ηθικόν, και η διαλεκτική κλίμαξ του Σωκράτους αντιστοιχεί προς την εν τω του Πλάτωνος Συμποσίω . Ωσαύτως συνδιαλεγόμενος μετά του γλύπτου Κλείτωνος έλεγεν, ότι ο γλύπτης οφείλει τα της ψυχής έργα τω είδει προσεικάζειν , εξ ου το του Πλάτωνος· μηδέν αγαθόν είναι μηδέ καλόν, μήτε εν σώματι, μήτε εν πολλοίς άλλοις πλην εν ψυχή (Φιλ. και Νόμ. β'. 77, 78). Και το μεν στοιχείον της ζωής θέλει ελαττωθή παρά Πλάτωνι, το δε του ιδανικού θέλει λάβει μείζονα σπουδαιότητα, και το καλόν θέλει δι' όλου συνταυτισθή με το ηθικόν αγαθόν. Εντεύθεν δε και η αυστηρότης της καλολογίας του, και η πλήρης υποδούλωσις της τέχνης εις την θέλησιν του νομοθέτου. Απ' εναντίας, κατά Σωκράτην, το καλόν δύναται να υπάρχη κατά διαφόρους βαθμούς και σχέσεις όπου δήποτε υπάρχουσι ζωή, διάνοια, ενέργεια, αίσθημα, οιαδήποτε στοιχεία του όντος, και εις αυτά τα ευτελέστερα έργα της τέχνης, και εις αυτούς λ. χ. τους θώρακας, ουχί τους ποικίλους και τους επιχρύσους , αλλά τους ευρύθμους και μάλλον αρμόττοντας εις τα διάφορα σώματα. Τας αυτάς δε διδασκαλίας πλαγίως και υπό τον διαφανή πέπλον της ειρωνείας εκθέτει και εν τη χαριεστάτη μετά της Θεοδότης συνδιαλέξει, εν ή το ηθικόν κάλλος υπεράνω του υλικού ανυψοί χωρίς να εξωκείλη εις τας μεταφυσικάς του Πλάτωνος υπερβολάς (Απομ. Γ'. ια'. ).

Γ’.

Θεωρία του έρωτος.

Αι περί καλού σωκρατικαί διδασκαλίαι ενδομύχως συνδέονται προς την περί έρωτος θεωρίαν, διότι προς τους βαθμούς της καλλονής οι του έρωτος ακριβώς αντιστοιχούσιν. Έλεγε δε ο Σωκράτης· εγώ τυγχάνω, ως έπος ειπείν, ουδέν επιστάμενος πλην γε σμικρού τινος μαθήματος, των ερωτικών· τούτο μεν τοι το μάθημα παρ' οντινούν ποιούμαι δεινός είναι και των προγεγονότων ανθρώπων και των νυν (Θεάγ. 128) . Τούτο δε το μάθημα, όπερ με την συνήθη ειρωνείαν ονομάζει σμικρόν , είναι κατ' αυτόν πάσα αληθώς η επιστήμη, η διαλεκτική των γενών και ειδών και των τελικών αιτίων, προς ην αντιστοιχεί η κλίμαξ των αισθημάτων, άτινα από των ορατών ανέρχονται μέχρι του αοράτου αγαθού, και ούτω ο έρως, ον φιλόσοφον αποκαλεί ο Πλάτων εν τω Συμποσίω , ταυτίζεται και κατά Σωκράτην με την φιλοσοφίαν. Παρά δε τον πρώτον τούτον σύνδεσμον, ον συνάπτει ο έρως μεταξύ της ψυχής του φιλοσόφου και της σοφίας, και ετέρους συνάπτει μεταξύ των ψυχών όσαι από κοινού τείνουσι προς τον αυτόν σκοπόν· διότι εάν η διαλεκτική είναι κατά Ξενοφώντα η από κοινού ζήτησις του αγαθού, παρά τον έρωτα τούτον απαιτεί, και την αμοιβαίαν συμπάθειαν των επιδιωκόντων αυτό. Εντεύθεν και ο ιδιαίτερος τρόπος δι' ου, κατά διαφοράν των μισθωτών σοφιστών, διέδιδεν ο Σωκράτης τας διδασκαλίας του σχετιζόμενος προς τους μαθητάς του δι' ειλικρινούς φιλίας, και διά τινος φίλτρου, ως έλεγεν εις την Θεοδίκην, και μυστηριώδους μεταξύ των ψυχών συμπαθείας, ως φαίνεται και εν τω Θεάγει , ούτινος και αν ήναι ο διάλογος ούτος. Προέθετο δε να μεταβάλη εις καθαρούς και γενναίους τους αισχρούς και παρά φύσιν έρωτας της τότε ελληνικής νεολαίας λαμβάνων παρ' αυτών τας λέξεις και τας φράσεις, όπως διά της προσποιήσεως ταύτης ασφαλέστερον επιτύχη του σκοπού του, (Απομ. Α'. ζ' Συμπόσ. ) συγκαταβαίνων ενίοτε εις τας σωματικάς ανάγκας, και μετερχόμενος ηθικήν καθαρωτέραν και αυτών των διδασκαλιών του, ως αποδεικνύουσι και αι κατ' αυτού κατηγορίαι του Μελήτου και του Αριστοφάνους. Αλλ' ένεκεν των ηθών της εποχής του, δεν υπέδειξε την ριζικήν του κακού θεραπείαν εν τη επανόδω εις την αγιότητα του γάμου και της οικιακής εστίας, ης η ουσία ήτο τότε η τήρησις κοινού τινος θρησκεύματος και η ακεραιότης της φυλής, παίδων επ' αρότω γνησίων , μάλλον ή το σέβας, ή αγάπη και, ούτως ειπείν, η λατρεία της γυναικός, αν και εις το ιδανικόν τούτο, έτεινεν, ως είδομεν, και υπέρ πάντας τους συγχρόνους του επλησίασεν. Ίνα δε κατίδη τις τας μεταξύ Σωκράτους και Πλάτωνος διαφοράς, ως προς το περί ου ο λόγος αντικείμενον, αρκεί να παραβάλη το Συμπόσιον τούτου προς το του Ξενοφώντος, και θέλει πεισθή ότι περί τούτου, ως και περί των άλλων, η σωκρατική διδασκαλία έλαβε παρά Πλάτωνι ευρυτέραν μεταφυσικήν ανάπτυξιν. Ο Πλάτων επιμένει εις το υπερβατικόν αντικείμενον του έρωτος, εις την παράγουσαν αυτόν ιδέαν , εις την πραγματικότητα του νοητού αγαθού, ου πάσα ψυχή εφίεται, εν ώ ο Σωκράτης επέμενε μάλλον εις το ψυχολογικόν και υποκειμενικόν στοιχείον του έρωτος και την επί της ψυχής αγαθοεργόν αυτού επιρροήν. Αλλά και αυτή η σύλληψης του άκρου αγαθού, προς ο πάσα ψυχή, πάσα διάνοια, πάσα θέλησις τείνουσιν εξ ανάγκης, και όπερ επιδιώκομεν διά μέσου πολλών προσπαθειών και περιπλανήσεων και υπό μυρίους τύπους, αποκαλύπτοντας αυτό και συνάμα αποκρύπτοντας, είναι σωκρατική κατ' εξοχήν θεωρία, ως επίσης ο διά του αγαθού και ένεκεν του αγαθού ενδόμυχος σύνδεσμος των ψυχών και η εκ τούτου φιλία. Ως ο Πλάτων ωκειοποιήθη και δι' ισχυράς αναλύσεως ανέπτυξε τας δύο θεμελιώδεις αρχάς του διδασκάλου του· ότι το αγαθόν είναι το ουσιώδες τέλος πάσης ψυχής, και ο έρως του εν γένει αγαθού, το θεμελιώδες στοιχείον πάντων των ερωτικών αισθημάτων· και ότι το ιδιαίτερον τούτο αίσθημα, όπερ ονομάζομεν φιλίαν ή έρωτα, δεν είναι πραγματικόν, διαρκές και μόνιμον, ειμή ότε ο κοινός του αγαθού έρως γεννά εν ημίν την αμοιβαίαν αγάπην· ενί λόγω, το αγαθόν είναι η πηγή και το τέλος παντός έρωτος· έρως, επιστήμη, αρετή και ευδαιμονία ταυτίζονται εν τη εννοία του αγαθού, και αμφότεροι, ο τε διδάσκαλος και ο μαθητής, ερμηνεύοντες πρακτικώς την μεγάλην ταύτην αλήθειαν, ηδύνατο να είπωσιν εις τους μαθητάς αυτών αγαπάτε το αγαθόν, ίνα αγαπάτε αλλήλους, και αγαπάτε αλλήλους, ίνα αγαπάτε το αγαθόν.

ΒΙΒΛΙΟΝ Ζ'.
Η ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ

Α’.

Θρησκευτικαί διδασκαλίαι του Σωκράτους.

Ο Σωκράτης εθεώρει την ευσέβειαν ως μίαν των κυριωτέρων αρετών (Απομ. Δ', η'. ), και ο Πλάτων εν τω σωκρατικώ διαλόγω Πρωταγόρα προσθέτει την θρησκευτικήν ταύτην αρετήν εις ας συνήθως αναφέρει, την επιστήμην, την δικαιοσύνην, την σωφροσύνην, την ανδρίαν. Καθώς δε δύο είδη νόμων ανεγνώριζεν ο Σωκράτης, τους γραπτούς και τους αγράφους, δύο λατρείας ωσαύτως παρεδέχετο, την μεν φυσικήν και καθολικήν, την δε νομικήν και μεταβλητήν κατά τόπους.

Και κατά μεν την πρώτην, η δέησις πρέπει να έχη αντικείμενον ουχί τον πλούτον, την εξουσίαν και τα άλλα σχετικά και φθαρτά αγαθά, αλλά απλώς τα αγαθά , διότι οι θεοί γινώσκουσι ποία είναι τα αγαθά, ως κάλλιστα ειδότας οποία αγαθά εστι (Απομ. Δ'. γ'.) . Τα αυτά δε έλεγε και ο Πυθαγόρας· απλώς εύχεσθαι ταγαθά (Διοδ. Σικ. ι. 9) . Πρέπει λοιπόν να ζητώμεν παρά των θεών μόνον την σοφίαν και την αρετήν. Ο Αλκιβιάδης β' δεν είναι ειμή η ανάπτυξις της υψηλής ταύτης διδασκαλίας. Ο Σωκράτης λέγει τω Αλκιβιάδη· κινδυνεύει φρόνιμός τις είναι εκείνος ο ποιητής ος δοκεί μοι φίλοις ανοήτοις τισί χρησάμενος, ορών αυτούς και πράττοντας και ευχομένους άπερ ου βέλτιον ην, εκείνοις δε εδόκει, κοινή υπέρ απάντων αυτών ευχήν ποιήσασθαι· λέγει δε πως ώδε, Ζευ βασιλεύ, τα μεν εσθλά φησι και ευχομένοις και ανεύκτοις Άμμι δίδου, τα δε δεινά και ευχομένοις απαλέξειν. Και προσθέτει· εμοί μεν ουν καλώς δοκεί και ασφαλώς λέγειν ο ποιητής , όπερ δηλοί ότι οφείλομεν να ζητώμεν παρά των θεών μόνον την επιστήμην του αγαθού, ης άνευ πάσα άλλη γνώσις είναι ανωφελής. Και ούτω η προσοχή και η ευσέβεια ανάγονται εις την επιστήμην, και αύτη εις την γνώσιν του αγαθού, και τοιούτω τρόπω, αντιστοίχως προς την διαλεκτικήν, η δέησις ανέρχεται προς το καθόλου, και πρέπει να έχη αντικείμενον, ουχί το δείνα ή δείνα μερικόν και ατομικόν αγαθόν, αλλά το απολύτως αγαθόν. Όπερ γινώσκει μόνος ο Θεός, εις ου την πρόνοιαν οφείλομεν να επαναπαυώμεθα υποτάσσοντες εις την θέλησιν αυτού την ημετέραν. Τοιούτος ο διά της θρησκείας σύνδεσμος και τρόπον τινά η ανάδεσις (religio) του ανθρώπου προς τον θεόν, και ενταύθα, ως πανταχού, μέσος όρος μεταξύ των δύο άκρων παρίσταται το αγαθόν.

Εν δε τη νομική λατρεία οι δημόσιοι τόποι διαφέρουσι κατά χρόνους και τόπους, αν και έπρεπε να ήναι μόνον η έκφρασις της εσωτερικής προσευχής. Ο δε Σωκράτης συγκαταβαίνων ησπάζετο τους παραδεδεγμένους τύπους, και δημοσίως έθυε τοις θεοίς, πιστεύων όμως ότι η εύνοια αυτών δεν αντιστοιχεί προς το μέγεθος των θυσιών, όπερ εξαρτάται εκ των μέσων έκαστου (Απομ. Α'. γ'.)· ου γαρ τοιούτον εστι το των θεών, ώστε υπό δώρων παράγεσθαι, οίον κακόν τοκιστήν . . . . κινδυνεύει γουν και παρά θεοίς και παρ' ανθρώποις τοις νουν έχουσι δικαιοσύνη τε και φρόνησις διαφερόντως τετιμήσθαι (Αλκ. β'. 150) . Εν δε τω Ευθύφρονι αποδεικνύει επίσης ο Σωκράτης, ότι το όσιον δεν είναι τοιούτον, διότι είναι ευάρεστον εις τους θεούς, αλλ' είναι ευάρεστον, διότι είναι όσιον, και κατά το πνεύμα της διδασκαλίας ταύτης η θυσία είναι ευπρόσδεκτος, ουχί διότι έχουσιν ανάγκην αυτής οι θεοί, αλλ' ως συμβολική έκφρασις της προς αυτούς ευγνωμοσύνης ημών, και ως απόδειξις ότι απαρνούμεθα τον εξωτερικόν πλούτον χάριν του εν τη ψυχή θησαυρού των αρετών.

Περί δε προνοίας ο Σωκράτης παρεδέχετο, ου μόνον την επί του κόσμου και διά σταθερών νόμων γενικήν πρόνοιαν του Θεού, αλλά και την περί εκάστου ημών ειδικήν και τρόπον τινά πατρικήν πρόνοιαν, τα πάντα γινώσκουσαν, και ευεργετούσαν ημάς κατά τας ανάγκας και την αξιομισθίαν εκάστου· ηγείτο πάντα μεν θεούς ειδέναι, τα τε λεγόμενα και πραττόμενα και τα σιγή βουλευόμενα, πανταχού δε παρείναι και σημαίνειν τοις ανθρώποις περί των ανθρωπίνων πάντων (Απομ. Α'. ά. γ') . Τούτο όμως δεν πρέπει να μας εμποδίση να πράττωμεν παν το εφ' ημίν κατά τας υπαγορεύσεις του ορθού λόγου προς επιτυχίαν των ημετέρων επιχειρήσεων, επαναπαυόμενοι εις τον Θεόν διά την καλήν αυτών έκβασιν. Επιστεύετο δε ότι σημαίνουσι περί των πραγμάτων οι θεοί διά χρησμών, ονείρων, προαισθήσεων και προφητικών εμπνεύσεων· η δε κατά τους καιρούς εκείνους ατελής γνώσις των νόμων της φύσεως έτι μάλλον, εξηγεί και δικαιολογεί την πίστιν ταύτην.

Β’.

Ο Σωκράτης και η θρησκεία της εποχής του

Η μεταβολή ην επέφερεν ο Σωκράτης εν τη διαλεκτική αναλογεί προς ην ήθελε να επιφέρη εν τη θρησκεία αντικαθιστών την ενότητα της ιδέας του αγαθού εις την ποικιλίαν της πολυθεΐας· τουτέστι το πνεύμα, εις το γράμμα, την ηθικήν ευσέβειαν, εις την υλικήν λατρείαν, και τας αιωνίας αληθείας του λόγου, εις τα αισθητά σύμβολα της ειδωλατρείας, ενί λόγω, εκ του επικρατούντος θρησκεύματος προσεπάθει να εξαγάγη την εν αυτώ ηθικήν και μεταφυσικήν έννοιαν, και, ως εν τη επιστήμη, επεζήτει και εν αυτώ το καθόλου . Αυτός δε ο Ξενοφών, ο παριστών τον Σωκράτην ως ορθόδοξον, μαρτυρεί πσλλαχού περί των κατακρίσεων και επιφυλάξεων δι' ων συνώδευε τας θετικωτέρας συγκαταβάσεις του εις την επικρατούσαν θρησκείαν, και περί τούτου αληθεύει η παρατήρησις του Γρότε, ότι εν ώ ο Ξενοφών υπερασπίζεται τον διδάσκαλον προσπαθών να τον αποδείξη ορθόδοξον, ο Πλάτων τον υπερασπίζεται εκθέτων παρρησιαστικώτερον την κατά των θρησκευτικών σοφισμάτων ειρωνείαν και την κατά των προλήψεων και δεισιδαιμονιών διηνεκή επίθεσιν αυτού. Όλος ο Ευθύφρων στηρίζεται εις το παράλογον και ανήθικον της πολλότητος των θεών και της εις αυτούς αποδόσεως των ημετέρων παθών. Ωσαύτως εν τω β' της Πολιτείας ελέγχων δήθεν τους ποιητάς, πικρώς κατηγορεί τους θεολόγους. Αλλ' η προσπάθεια αύτη προς ιδανίκευσιν και εκπνευμάτωσιν της αρχαίας θρησκείας έπρεπε ν' αποτύχη, διότι η μεταμόρφωσις αυτής ισοδυνάμει με την καταστροφήν της.

Γ’.

Το δαιμόνιον του Σωκράτους.

Υπό την ειρωνείαν του Σωκράτους εκρύπτετο ο ενθουσιασμός εφ' ου ενεπνέετο και κατά τας μεταφυσικωτέρας συζητήσεις, και ενθουσιών έλεγεν, ότι το αγαθόν μόλις αποκαλυπτόμενον εις την διάνοιαν επιβάλλεται εις την θέλησιν, όθεν ουδείς κακός εκών, και ότι σμικρόν τι μάθημα ηπίστατο, τα ερωτικά, δι' ο εγένετο των καλών και αγαθών νέων εραστής. Την μίτων ταύτην φύσιν του Σωκράτους κατέδειξεν εναργώς ο Πλάτων εν Συμποσίω (215)· Σωκράτει δ' εγώ επαινείν, ω άνδρες, ούτω επιχειρήσω δι' εικόνων κλπ., ένθα και η εν Ποτιδαία έκστασις (ειστήκει σιωπών ) εικονίζει την εν τη σκέψει και αφαιρέσει ενθουσιώδη φύσιν του, ην παραλόγως αποδίδουσί τινες εις παραφροσύνην. Δεν είναι λοιπόν παράδοξον εάν εν τη βαθεία ταύτη σκέψει διείδεν αυθόρμητα και ανεξάρτητα της θελήσεως του πνευματικά φαινόμενα, άτινα, κυριευόμενος υπό της ιδέας της πανταχού ενεργείας του Θεού, εξέλαβεν ως θείας εμπνεύσεις, το δαιμόνιον . Ταύτην δε την γνώμην συνεμερίζετο όλη η αρχαιότης θεωρούσα πάσαν φυσικήν έμπνευσιν ως θείαν και ταυτίζουσα θεία τινί μανία και την μαντείαν και την ποίησιν και τον έρωτα (Φαίδρ.). Και διά του έρωτος εδίδασκεν ο Σωκράτης, και εκέρδιζε την εύνοιαν και την συγκατάθεσιν των μαθητών του. Ο έρως ήτο, καθ' ά έλεγε τω Σωκράτει η Διοτίμα, (Συμπόσ. 203) δαίμων μέγας, και παν το δαιμόνιον μεταξύ εστι θεού τε και θνητού . . . ερμηνεύον και διαπορθμεύον θεοίς τα παρ' ανθρώπων και ανθρώποις τα παρά Θεών, των μεν τας δεήσεις και θυσίας, των τε τας επιτάξεις και αμοιβάς των θυσιών . . . θεός ανθρώπω ου μίγνυται, αλλά διά τούτου πάσα εστιν η ομιλία και η διάλεκτος θεοίς προς ανθρώπους και εγρηγορόσι και καθεύδουσι· και ο μεν περί τα τοιαύτα σοφός δαιμόνιος ανήρ . Εν τω Τιμαίω επίσης η ψυχή θεωρείται ως δαίμων ένοικος, το ηγεμονικόν, και λίαν φυσική είναι η εν τω ενθουσιασμώ, εν τη εξάψει και εν παντί σφοδρώ αισθήματι οπτική, ούτως ειπείν, απάτη της ψυχής, δι' ης το υποκειμενικόν αντικειμενούται. Η εκ του αισθήματος αυθόρμητος αύτη ενόρασις ίσταται, ως η δόξα , μεταξύ επιστήμης και αμαθείας, ταύτης σαφεστέρα, σκοτεινότερα δε εκείνης· και εκ τούτου αι εν τω Ίωνι και τω Μένωνι ειρωνικαί κατά των ποιητών και των πολιτικών επικρίσεις. Αύτη δε η άνωθεν έμπνευσις και χάρις και φώτισις υπάρχει, κατά Πλάτωνα, μάλλον ή ήττον ανεπτυγμένη εις όλας τας ψυχάς (μαντικόν γε τι και η ψυχή ). Εάν τωόντι κατέλθωμεν εις τα ενδότερα του πνεύματος, και προσέξωμεν εις τας αυθορμήτους κινήσεις του νοός και της καρδίας, ευρίσκομεν απρόσωπόν τινα ενέργειαν αναμιγνυομένην εις την προσωπικήν και αντανακλώσαν εν ημίν την καθολικήν και θείαν ζωήν, προς ην η ημετέρα δεν δύναται να ήναι άσχετος. Ουχ ήττον δε του Πλάτωνος και ο Λεϊβνίτιος εθεώρει την εν ημίν μονάδα ως το έσοπτρον και την συγκεφαλαίωσιν του παντός (Essais Προλεγόμενον ), και μεγίστην απέδιδε σπουδαιότητα εις τας αυθορμήτους ταύτας εννοίας, αίτινες φαίνονται ανεξήγητοι, αλλ' ουσιωδώς είναι αποτελέσματα μυρίων ανεπαισθήτων επιρροών, και σχετίζονται προς πάντα τα φαινόμενα του κόσμου (σύμπνοια πάντα καθ' Ιπποκράτην)· ώστε εν τη ελαχίστη των υποστάσεων το όμμα του δύναται να διακρίνη quae sint, quae fuerint, quae mox ventura trahantur . O Σωκράτης ενόμιζεν ότι της θείας ταύτης εμπνεύσεως είναι επιδεκτικοί πάντες άνθρωποι, και ότι ουδεμία ψυχή είναι έρημος συμβουλής θεών, εάν ηξεύρη να παρατηρή και νοή, διότι πάντα σημαίνουσιν εν τη φύσει, και αυτή η φύσις είναι σημείον αποκαλύπτον τον Θεόν (Απομ. Α'. δ', Δ' γ' ). Εθεώρει όμως εαυτόν έχοντα υπέρ τους άλλους την χάριν ταύτην, είτε διότι μάλλον των άλλων προσείχεν εις τα σημεία ταύτα, είτε διότι είχε λάβει παρά Θεού ειδικωτέραν αποστολήν. Ήκουε δε την θείαν έμπνευσιν ως εσωτερικήν φωνήν, φωνή του δαιμονίου. . . . θεού φωνή φαίνεται σημαίνουσα ότι χρη ποιείν (Απολ. Ξεν. 12) · και ουχί ως εξωτερικήν απάτην της ακοής (hallucination ) καθώς διισχυρίσθησάν τινες μη προσέξαντες αρκούντως εις τα κείμενα. Κατά τον Ξενοφώντα αι προαισθήσεις του Σωκράτους ανεφέροντο είτε εις ό, τι έμελλεν αυτός να πράξη, είτε εις τα σχέδια των φίλων του (Απομ. Α'. η'. Α', α' ). και ελάμβανον ως επί το πλείστον μορφήν αποτροπής , ως αποδεικνύουσιν αι περί τούτου συνδυαζόμεναι μαρτυρίαι του Ξενοφώντος και του Πλάτωνος. Εάν δε συνενώσωμεν τας περί νοεράς και αυθορμήτου ενοράσεως σωκρατικάς διδασκαλίας, εξ ων και η πλατωνική ανάμνησις και η διά της διαλεκτικής μαιευτική τέχνη, και λάβωμεν υπ' όψιν τας περί έρωτος, εμπνέοντος και τούτου θαυμαστήν δύναμιν κατανοήσεως του αληθούς, του καλού και του αγαθού, και συνδέοντος τα θεία με τα ανθρώπινα, και τέλος, τας περί προνοίας, ήτις πανταχού εισδύει και διέπει τα πάντα, ουδόλως παράδοξον θέλει φανή το φαινόμενον του Σωκρατικού δαιμονίου, εν εποχή μάλιστα καθ' ήν πάντα επροσωποποιούντο και εθεοποιούντο διά της φαντασίας. Σημειωτέον δε ότι το δαιμόνιον , τούτο ουδέποτε καλεί δαίμονα ο Σωκράτης, ούτε παρά Ξενοφώντι ούτε παρά Πλάτωνι, ώστε δεν αποδίδει αυτώ αντικειμενικήν ύπαρξιν, αλλά το θεωρεί δαιμόνιόν τι πράγμα ή σημείον, δαιμονίαν τινά αρχήν, η έμπνευσιν, ή συμβουλήν, ή προαίσθησιν. Και το αόριστον τούτο της σωκρατικής ταύτης εννοίας έδωκε μάλιστα αφορμήν εις την καταυτού κατηγορίαν ότι έτερα καινά δαιμόνια εισφέρει , αφ' ού ήτο γνωστόν ότι δεν παρεδέχετο καθ' ολοκληρίαν τας γενεολογίας και τους μύθους των λατρευομένων θεών, εις ουδένα δε τούτων ηδύνατο να υπαχθή η θεία αύτη αρχή και τρόπον τινά ο ιδιαίτερος και ατομικός ούτος χρησμός του Σωκράτους. Ανάγκη πάσα λοιπόν ν' απορριφθή και η γνώμη πολλών αρχαίων και νεωτέρων, οίτινες αντικατέστησαν εις το δαιμόνιον ένα δαίμονα , και πολλώ μάλλον η άλλη, ότι το δαιμόνιον τούτο ήτο απλή μεταφορά ή ειρωνική αλληγορία.

ΒΙΒΛΙΟΝ Η'
Ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ ΤΟΥ

Α’.

Η κατά των σοφιστών πάλη του Σωκράτους.

Το όνομα σοφιστής ουδέν έχον άτιμον κατ' αρχάς εσήμαινεν απλώς τον επαγγελλόμενον και διδάσκοντα την επιστήμην, και εφηρμόζετο εις τους μετερχομένους οιονδήποτε κλάδον μαθήσεως, την μουσικήν, την αστρονομίαν κλπ. Αλλά το επάγγελμα τούτο έπρεπε να διεγείρη την ζηλοτυπίαν και την δυσπιστίαν του κοινού, αφ' ού μάλιστα ήρχισαν οι σοφισταί να επιλαμβάνωνται φιλοσοφικών, πολιτικών και θρησκευτικών ζητημάτων, και πολλώ μάλλον, αφού επληρόνοντο. Έπρεπεν ως εκ τούτου να εγείρωσι κατά διττόν λόγον τον έλεγχον και την ειρωνείαν του Σωκράτους, όστις το μεν επαγγέλεσθαι την σοφίαν εθεώρει ως αλαζονείαν, και ωμολόγει εαυτόν αμαθή και από κοινού μετά των φίλων ζητούντα και μαιεύοντα την επιστήμην, την δε μίσθωσιν των διδασκάλων, ως βεβήλωσιν της φιλοσοφικής παραδόσεως, ήτις έπρεπε να ήναι κατ' αυτόν πνευματική και ηθική εκ συμπαθείας και έρωτος συγκοινωνία, και ουχί ιδιοτελές εμπόριον· σοφιστάς ώσπερ πόρνους αποκαλούσι (Απομ. Α' ς' Απολογ. Πλάτ. 17) . Αλλά και αύτη η μέθοδος των σοφιστικών παραδόσεων έπρεπε να επιδράση επί των φιλοσοφικών αυτών διδασκαλιών, και επίσης να διεγείρη την αντενέργειαν του Σωκράτους, διότι ούτε οι διδάσκαλοι ούτε οι μαθηταί εζήτουν την αλήθειαν διά την αλήθειαν, αλλ' οι μεν εκινούντο υπό του συμφέροντος και της κενοδοξίας, οι δε επεδίωκον μόνον την εν τη τότε κοινωνία επιτυχίαν, όθεν και οι μεν και οι δε ευχαριστούντο εις το σχετικόν, το πιθανόν και ενίοτε το ψευδές ένεκεν του ωφελίμου. Απ' εναντίας ο Σωκράτης εζήτει το καθόλου , και διαιρών, και επαγόμενος, και ορίζων κατά γένη , επεδίωκεν ουχί τας εις τους Αθηναίους ευαρέστους και ωφελίμους γνώσεις, αλλ· αυτήν την αλήθειαν. Προς τούτοις δε εν Αθήναις συνεκρούοντο τότε πάσαι αι αντίθετοι σχολαί, αντιφατικά επιφέρουσαι συμπεράσματα, ώστε εδύνατό τις να ισχυρισθή, και ότι πάντα αληθή, και ότι ουδέν αληθές, εν δε τη ηθική και τη πολιτική και τη θρησκεία, φυσική και αναπόφευκτος συνέπεια της πνευματικής ταύτης αναρχίας ήτο ο σκεπτισμός. Η μεταξύ σοφιστού και αληθούς σοφού διαφορά ακριβώς και ζωηρώς εικονίζεται εν τω Σοφιστή , ον παρενόησεν ο Γρότε, ισχυριζόμενος λίαν παραδόξως ότι ο χαρακτηρισμός του σοφιστού αρμόζει και εις αυτόν τον Σωκράτην· ουχί άλλως δε και ο Αριστοτέλης (Τοπ. Δ' 100 ) χαρακτηρίζει τον σοφιστήν χρηματιστήν από φαινομένης σοφίας, αλλ' ουκ ούσης . Εάν δε εξετάση τις τας εν τοις πλατωνικοίς διαλόγοις αναφερομένας δοξασίας των σοφιστών, βεβαιούται ότι η σοφία αυτών ήτο τωόντι φαινομένη , ως εκ τούτου αντιφατική, ουχί δε πραγματική και αληθής. Εκ δε της σοφιστικής τέχνης η Ελληνική λεπτόνοια παρήγαγε την εριστικήν, ης παράδειγμα έχομεν εν τω Ευθυδήμω . Επειδή δε προς τους σοφιστάς ακαταπαύστως συνεζήτει ο Σωκράτης, δεν είναι παράδοξον εάν και αυτόν εξέλαβεν ο λαός ως σοφιστήν, και μάλλον των άλλων επικίνδυνον, διότι ούτε έζη ούτε εφρόνει ως ο επίλοιπος κόσμος, και ειρωνικώς έλεγεν εαυτόν αμαθή, πιστεύων απ' εναντίας ότι ήτο πάντων σοφώτατος, και παραδόξους επρέσβευε θεωρίας, ότι ουδείς κακός εκών, ότι επιστήμη και αρετή ταυτίζονται, ότι νόμιμος άρχων είναι μόνος ο επιστήμων και ουχί ο κληρούμενος υπό του δήμου, ότι είχεν ιδιαίτερον δαιμόνιον κλ. Εντεύθεν η κατ' αυτού εξέγερσις της τότε κοινωνίας, η δίκη του και η κατ' αυτού επίθεσις του Αριστοφάνους.

Β’.

Ο Σωκράτης και ο Αριστοφάνης

Ο Σωκράτης δεν ήτο δημοτικός εις τας Αθήνας, και κατηγορείτο, ότι δεν ελάμβανε μέρος εις τα πολιτικά, και κατέκρινε παρρησία τα ελλείμματα της δημοκρατίας· η δε αριστοκρατική μερίς τον κατηγόρει, ότι προσέβαλλε την δημοσίαν λατρείαν αχώριστον ούσαν του πολιτικού οργανισμού. Εις την μερίδα ταύτην ανήκεν ο Αριστοφάνης, και υπερησπίζετο κατά το δοκούν αυτώ τους αρχαίους νόμους και τας αρχαίας παραδόσεις. Επειδή δε οι δραματικοί ποιηταί εμισθοδοτούντο ως υπάλληλοι, και απηλλάττοντο της στρατιωτικής υπηρεσίας, ήσαν μάλλον συντηρητικοί ή νεωτερισταί. Εν κράτει δε όπου διηνεκής στρατός δεν υπήρχε, και οι άρχοντες ήσαν αιρετοί και ετήσιοι, μόνη εγγύησις της ησυχίας ήτο το σέβας των καθεστώτων, και εν μέσω της παντοτεινής κινήσεως ην επέφερεν η άκρα δημοκρατία, η κωμωδία, ηδύνατο να παρουσιασθή ως μέσον κατάλληλον και αποτελεσματικόν προς άμυναν της πολιτείας. Εχρησίμευσε δε επί το πλείστον ως μέσον οπισθοδρομικόν, και παριστώσα την ηθικήν διαφθοράν ως συνέπειαν των νέων ιδεών, ουχί σπανίως περιέστειλε και κατεβίβασε το δημόσιον πνεύμα. Τινές των γερμανών, οίον ο Βεργκ, ο Μεϊνέκε, ο Ράγκε και ο Βέστερμαν, εξυμνούσι τους κωμωδοποιούς ως σοφούς και αυστηρούς φύλακας της δημοσίας ηθικής και των νόμων, αλλά την κρίσιν ταύτην δικαίως ελέγχει ως ψευδή ο Γρότε, αι δε Νεφέλαι αποδεικνύουσι τρανώς, ότι ιδίως ο Αριστοφάνης δεν ήτο ούτε μάρτυς πιστός ούτε επικριτής αμερόληπτος. Φανερόν ότι ο ποιητής ούτος δεν ήτο θρήσκος, και επειδή διεκωμώδει τους θεούς χωρίς να σκανδαλίση το κοινόν, πρέπει να πιστεύσωμεν ότι ότε υπερησπίζετο το θρήσκευμα, έπραττε τούτο διά πολιτικόν λόγον. Και όμως εύνους τη αριστοκρατία εφαίνετο και αυτός ο Σωκράτης, αλλά τη επιστημονική, εν ώ ο Αριστοφάνης υπεστήριζε την αριστοκρατίαν των τότε πολιτικών και ποιητών και θεολόγων.

Ο Αριστοφάνης παριστά τον οίκον του Σωκράτους πλήρη μαθητών ασχολουμένων εις παν είδος μαθήσεως, την αστρονομίαν, την γεωμετρίαν, την γεωγραφίαν (Νεφέλ. 187 ), διακωμωδεί δε την ασάφειαν και λεπτότητα της διαλεκτικής του, δι' ης ζητών το καθόλου χάνεται εις τας νεφέλας, (227, 270) εν ταυτώ δε, την μανίαν των διαιρέσεων και υποδιαιρέσεων, δι' ην κατέρχεται εις τας εσχάτας λεπτολογίας· και λεπτολογείν ήδη ζητεί και περί καπνού στενολευχείν – και γνωμιδίω γνώμην· νύξασ' ετέρω λόγω αντιλογείσαι (320) · και αύται αι λέξεις υποβάλλονται παρ' αυτού εις λεπτομερή εξέτασιν (394, 660), και πανταχού αι αξιώσεις του φιλοσόφου αντιτίθενται προς το φρούδον της μεθόδου και των μελετών αυτού (366). Εάν δε η λεπτή αύτη ανάλυσις εφαρμοσθή και εις τα θεία, πάσα υπερφυσική δύναμις εξατμίζεται. Εν δε τη τολμηρά σκηνή εν ή ο δίκαιος και ο άδικος προσωποποιούνται (1080), προτίθεται ο ποιητής ν' αποδείξη, ότι η υπό των σοφιστών και διαλεκτικών εκπαίδευσις επιφέρει μετά της ασεβείας και την ηθικήν διαφθοράν. Και εις τα δύο ταύτα ανάγεται επί τέλους η κατά του Σωκράτους κατηγορία του Αριστοφάνους, εις ην φαίνεται απαντών ο Πλάτων διά του Ευθύφρονος , ανταποδεικνύων, ότι η τυφλή πίστις εις το επικρατούν θρήσκευμα δύναται εκ των εις τους θεούς αποδιδόμενων ανοσιουργιών να εξαγάγη λογικώς πάσαν κακίαν. Τοιούτω τρόπω ο συντηρητικός ποιητής και ο νεωτερίζων φιλόσοφος διεμάχοντο κατ' αλλήλων, το παρελθόν κατά του μέλλοντος, η πολυθεΐα κατά του πνευματισμού, και τα αυτά επαναλαμβάνονται οσάκις καθαρωτέρα θρησκεία και ηθική ανατέλλει εν τη ιστορία· ο ηθικώτερος φαίνεται ανήθικος, και ο θεοσεβέστερος άθεος. Ούτω δε συνέτεινεν εμμέσως ο Αριστοφάνης εις την καταδίκην του Σωκράτους· η δε νέα κριτική απέδειξε, κατά του Αιλιανού και Διογένους του Λαερτίου, ότι ο ποιητής δεν παρεκινήθη εις τούτο υπό των προτροπών των αμέσων αυτού κατηγόρων, του Ανύτου και Μελήτου.

Γ’.

Αίτια της δίκης του Σωκράτους, και σχέσις αυτών προς τας φιλοσοφικάς αυτού διδασκαλίας.

Τα αληθή αίτια της δίκης του Σωκράτους δεν διαγινώσκονται ακριβώς ειμή διά της φιλοσοφικής αυτού διδασκαλίας. Η κυριωτάτη ιδέα του Σωκράτους ήτο, ως είδομεν, ότι η επιστήμη, παντοδύναμος επί του πνεύματος, ταυτίζεται τω αγαθώ, και παράγει εξ ανάγκης την ηθικήν αρετήν, την πολιτικήν ωφέλειαν, το τεχνικόν κάλλος, την θρησκευτικήν πίστιν· αφιέρωσε δε αποκλειστικώς την ζωήν του εις την διά της διαλεκτικής των τε νοημάτων και των έργων κατάκτησιν της επιστήμης. Μεγάλη ήτο η ιδέα του, αλλ' ατελής, ως είδομεν, διότι απέκλειε το ουσιωδέστατον στοιχείον του αγαθού, την ηθικήν ελευθερίαν. Εντεύθεν και το ηθικόν ύψος του Σωκράτους, και το αίτιον της καταστροφής του· διότι απορροφών εν τη ιδέα της επιστήμης πάσαν την διαλεκτικήν, παρέσχε λαβήν εις τους εχθρούς των σοφιστών μεθ' ων τον συνέχεον· απορροφών εν τη αυτή ιδέα πάσαν την ηθικήν, και αρνούμενος την ελευθερίαν, έδωκεν αφορμήν εις τους κατηγορήσαντας αυτόν επί διαφθορά των νέων· απορροφών πάσαν την πολιτικήν , διήγειρε καθ' εαυτού τους πολιτικούς· απορροφών την ποίησιν και την τέχνην, επροκάλεσε τους ποιητάς και τους καλλιτέχνας· απορροφών τέλος την θρησκείαν , έμελλε να ερεθίση τους θεολόγους. Άρα η παράλειψις του υπ' αυτού παραγνωρισθέντος στοιχείου καθίστα επιλήψιμον και την διαλεκτικήν, και την ηθικήν, και την πολιτικήν, και την καλολογίαν, και την θρησκείαν αυτού.

Και πρώτη μεν η διαλεκτική του Σωκράτους ήγειρε κατ' αυτού τα πνεύματα ένεκεν του ιδανικού όπερ διετύπωσε, της αποστολής ην ανέλαβε, και των λογικών μέσων άτινα μετεχειρίσθη. Εν τη κατά Πλάτωνα Απολογία παρίσταται αυτός ο Σωκράτης εκθέτων τον κυριώτερον λόγον των κατ' αυτού διαβολών πόθεν αι διαβολαί σοι αύται γεγόνασι; (ε') και καταφαίνεται το υπ' αυτού συλληφθέν ύψιστον ιδανικόν της επιστήμης, όπερ θεωρεί ως θείαν αποκάλυψιν κυριεύουσαν αυτόν, διά τινος εσωτερικού χρησμού, ου ο εν Δελφοίς πατρίδος. Εν ώ δε περιεφρόνει τους πολιτευομένους, αυτός απέσχε των κοινών, και τούτο επηύξανε τον κατ' αυτού ερεθισμόν. Τους λόγους της αποχής του εκθέτει σαφώς εν τη παρά Πλάτωνι Απολογία· Τούτου δε αίτιόν εστι ό υμείς εμού πολλάκις ακηκόατε πολλαχού λέγοντος . . . αναγκαίον εστι τον τω όντι μαχούμενον υπέρ του δικαίου, και ει μέλλει ολίγον χρόνον σωθήσεσθαι, ιδιωτεύειν, αλλά μη δημοσιεύειν . Ουδέν ήττον οσάκις ανέλαβε δημοσίαν τινά λειτουργίαν, απεδείχθη αδιάσειστος εν τη δικαιοσύνη απεναντι και αυτής παντοδυναμίας των τριάκοντα. Προς τούτοις δε, ένεκεν αυτών των πολιτικών διδασκαλιών του, άς εξεθέσαμεν εν οικείω τόπω, και άκων παρεκινείτο να υποστηρίζη μάλλον την αριστοκρατικήν μερίδα, και τούτο επίσης, έπρεπε να θεωρηθή ως περιφρόνησις των καθεστώτων (Απομ. Δ', Β' )· οι δε μαθηταί αυτού, ο Ξενοφών και ο Πλάτων, εξεθείαζον την Σπάρτην, και εκάκιζον τας Αθήνας, και παρ' αυτού επίσης είχον διδαχθή ο Αλκιβιάδης και ο Κριτίας, ώστε κατά πάντα λόγον έμελλε να θεωρηθή ως εχθρός της πολιτείας.

Ουχ ήττον των πολιτικών έπρεπε να τον υποβλέπωσιν οι ποιηταί και οι καλλιτέχναι, ους έτασσε μετά των πολιτικών και των σοφιστών εις τον κατώτερον κύκλον της εμπειρίας και της δόξης, και επίσης υπέβαλλεν εις την μαιευτικήν του, όπως τοις αποδείξη ότι δεν εγνώριζον τον λόγον των ιδίων έργων· Μετά γαρ τους πολιτικούς ήα επί τους ποιητάς . . . έγνων ουν και περί των ποιητών εν ολίγω τούτο, ότι ου σοφία ποιοίεν ά ποιοίεν κλ. (Απολογ. 22 ). Επειδή δε οι ποιηταί, οι ραψωδοί και οι υποκριταί διεσκέδαζον τον λαόν, είχον παρ' αυτώ ου μικράν επιρροήν, και η απέχθεια αυτών ήτο λίαν επίφοβος. Μετά δε της ποιήσεως στενώτατα συνεδέετο η μυθολογία και η θεολογία, και πρώτον μεν προϊόν της απεχθείας ταύτης είναι αι Νεφέλαι · τελευταίον δε, η υπό Μελήτου, κατηγορία.

Yaş sınırı:
12+
Litres'teki yayın tarihi:
30 haziran 2018
Hacim:
120 s. 1 illüstrasyon
Telif hakkı:
Public Domain