Sadece LitRes`te okuyun

Kitap dosya olarak indirilemez ancak uygulamamız üzerinden veya online olarak web sitemizden okunabilir.

Kitabı oku: «Απολογία Σωκράτους»

Yazı tipi:

ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ

Σωκράτης ο υιός του Σωφρονίσκου εγεννήθη το 469 π.Χ. Ο πατήρ αυτού ήτο γλύπτης· η δε μήτηρ Φαιναρέτη ήτο μαία. Κατά την νεότητά του εδιδάχθη παρά του πατρός του την γλυπτικήν· απέκτησε δε εις την τέχνην αυτήν πολλήν δεξιότητα. Παυσανίας ο περιηγητής είδεν εν τη Ακροπόλει τρία αγάλματα, παριστώντα τας Χάριτας, άτινα εθεωρούντο ως έργα του Σωκράτους. Περί της περαιτέρω εκπαιδεύσεως αυτού πολύ ολίγα γνωρίζομεν. Γνωστόν μόνον είνε, ότι ωφελήθη από την διδασκαλίαν του σοφιστού Προδίκου και του μουσικού Δάμωνος· δεν διέκειτο όμως φιλικώς προς τους σοφιστάς, οι οποίοι τότε πολύν θόρυβον και επίδειξιν έκαμνον. Ο Σωκράτης λοιπόν έγινεν ό,τι έγινε μόνον διά των ιδικών του μελετών.1 Την προσωπικήν του αξίαν οφείλει εις εαυτόν μόνον, αυτός δι' εαυτού γενόμενος ο θεμελιωτής της αρχαίας φιλοσοφίας. Οι αρχαίοι καλούσιν αυτόν μαθητήν του Αναξαγόρου και του φυσικού Αρχελάου. Αλλά ταύτα απεδείχθησαν αβάσιμα. Ο ίδιος δεν έσχεν ή δεν εζήτησεν άλλα μέσα προς εκπαίδευσίν του, εκτός εκείνων, τα οποία παρέσχεν εις αυτόν η γεννέτειρά του πόλις. Πλην μιας θρησκευτικής εκδρομής και τριών πολεμικών εκστρατειών, εις ας έλαβε μέρος εις εκπλήρωσιν των προς την πατρίδα καθηκόντων, ουδέποτε άλλοτε απεδήμησεν εξ Αθηνών.

Πότε ακριβώς ο Σωκράτης ήρχισε το φιλοσοφικόν αυτού στάδιον, αφιερωθείς εις την ανατροφήν της νεολαίας της πατρίδος του, δεν γνωρίζομεν μετά βεβαιότητος· ουδέ δυνάμεθα ν' αποφανθώμεν πότε ακριβώς εκυκλοφόρησε κατά πρώτον ο χρησμός του Δελφικού μαντείου, όστις απεκάλεσεν αυτόν «σοφώτατον πάντων ανθρώπων». Μόνον κατά προσέγγισιν δυνάμεθα να ορίσωμεν τον χρόνον τούτον, στηριζόμενοι επί της παραστάσεως των Νεφελών του Αριστοφάνους, ήτις έγινε το 423 π. Χ. εις διακωμώδησιν της δράσεως του Αθηναίου σοφού.

Εις τας συνομιλίας του ο Σωκράτης παρίσταται σχεδόν πάντοτε ως ο πρεσβύτερος μεταξύ των μαθητών του. Η μέθοδός του δε η επιστημονική, η όλως διόλου αντίθετος προς τον αλαζονικόν τρόπον της διδασκαλίας των σοφιστών, ήτο η άτεχνος διαλογική, η οποία ιδίως ήτο καταληπτή εις τον λαόν. Ο Σωκράτης ήρχιζε συνήθως τας διαλεκτικάς διδασκαλίας του από τα μάλλον εγγύτερα περιστατικά, πολλάκις όλως διόλου άσημα, και ελάμβανε τα παραδείγματα, τα χρησιμεύοντα εις αυτόν, και τας αποδείξεις εκ του κοινού βίου. Οι σύγχρονοι τον εμέμφοντο ότι πάντοτε ωμίλει περί φορτηγών ζώων, σιδηρουργών, υποδηματοποιών και βυρσοδεψών. Τον βλέπομεν πάντοτε εις τας πλατείας των Αθηνών, εις τα γυμνάσια και τα εργαστήρια, από πρωίας μέχρις εσπέρας, ενασχολούμενον εις συνομιλίας μετά νέων και γερόντων και συζητούντα μετ' αυτών περί του τελικού σκοπού και της αποστολής εν τω κόσμω του ανθρώπου, εξελέγχοντα αυτούς διά την αμάθειαν και παροτρύνοντα να αφήσουν την ακηδίαν και ραθυμίαν και να φθάσουν διά της προσοχής και μελέτης εις την γνώσιν. Ο Σωκράτης ούτω δίδει συμβουλάς και νουθεσίας προς πάσαν ανθρωπίνην ενέργειαν, είτε προς τον δημόσιον βίον αποβλέπουσαν, είτε εις την οικιακήν οικονομίαν, και προς παν επιτήδευμα εν γένει ή επιστήμην και τέχνην, μετά γνώσεως και ειδικότητος θαυμαστής, ως εάν ήτο παγνώστης και παντεχνίτης. Εις πάντα δε ταύτα τα συζητούμενα θέματα δεξιώτατα παρενέβαλε και σκέψεις, όπως διεγείρη μεταξύ των ομιλητών του την τάσιν προς την αληθή γνώσιν και την ηθικήν. Πολλάκις όμως αι συζητήσεις του και αι διδασκαλίαι του απεδοκιμάζοντο με πικρόν χλευασμόν και αντημείβοντο διά μίσους και αχαριστίας. Αλλ' όμως έχων ακράδαντον πεποίθησιν ότι η θεμελιώδης βελτίωσις της κοινωνίας εξαρτάται εκ της καλής ανατροφής των νέων, ο Σωκράτης έως τέλους της ζωής του έμεινε πιστός εις το έργον, όπερ ο ίδιος είχεν εκλέξει, και υπέρ του οποίου είχεν αφιερώσει τον εαυτόν του, παντελώς παραμελήσας τον οικογενειακόν βίον. Ουδαμού φαίνεται δίδων προσοχήν εις την σύζυγόν του και τα τέκνα του, η δε περιβόητος, καίπερ υπερβολικώς παρασταθείσα υπό των αρχαίων, κακοτροπία της συζύγου του Ξανθίππης, δίδει εις ημάς αφορμήν να υποθέσωμεν ότι τον Αθηναίον σοφόν δεν έτερπε διόλου η θορυβώδης οικογενειακή ευτυχία.

Όλοι οι συγγραφείς εικονίζουσι τον Σωκράτη διά των ζωηροτάτων χρωμάτων, ως άνθρωπον πρακτικόν και σοφόν. «Τοσούτον ήτο ευσεβής, λέγει ο Ξενοφών περί αυτού, ώστε ουδέν ουδέποτε έκαμεν άνευ της συμβουλής των θεών· τοσούτον δίκαιος, ώστε ουδένα ηδίκησεν ουδέ κατ' ελάχιστον· αλλά τοσούτον ήτο κύριος του εαυτού του, ώστε ουδέποτε προετίμησε το ευάρεστον από το καλόν· τόσον συνετός, ώστε ουδέποτε επλανήθη εις την διάκρισιν του καλού από του κακού· εν ενί λόγω, ο Σωκράτης ήτο ο κάλλιστος και ευτυχέστατος άνθρωπος, όστις ηδύνατο να υπάρξη». Αλλ' ό,τι παρέχει εις το πρόσωπον αυτού ιδιαιτέραν παραστατικότητα, είνε η εν ούτω αρμονική μίξις όλων των φυσικών τελειοτήτων, αι οποίαι αναβιβάζουσι τον σοφόν Αθηναίον εις θαυμαστόν ύψος, υπεράνω πάσης ανθρωπίνης αδυναμίας. Διακρίνεται διά την λεπτοτάτην γενικήν αυτού μόρφωσιν και διά τον αττικόν πολιτισμόν του. Εμφανίζεται εξ ίσου ανδρείος επί του πεδίου της μάχης ως και επί των συμποσίων· πάντοτε κρατεί εαυτού, ουδέποτε χάνει την συνείδησιν, αδιαλείπτως ενεργεί μετά πληρεστάτης ελευθερίας· ο Σωκράτης είνε τέλος το τελειότατον πρότυπον των ανθηρών εκείνων χρόνων της δημοκρατίας των Αθηνών. Είνε πράος και ήσυχος, τύπος και υπόδειγμα των γνησίων ανθρωπίνων αρετών. Ιδιαίτερον δε χαρακτηριστικόν αυτού είνε το δαιμόνιον, όπερ ο ίδιος απέδιδεν εις τον εαυτόν του. Επίστευε δηλ. ότι εσωτερική τις θεία φωνή προέλεγεν αυτώ την ευτυχίαν και την δυστυχίαν, τας προόδους ή το ανεπιτυχές των ανθρωπίνων ενεργειών και έδιδεν εις αυτόν εκάστοτε τας δεούσας νουθεσίας. Το δαιμόνιον τούτο ήτο λεπτόν, βαθύ, οξυήκοον, ως και το ορμέμφυτον της ψυχής του, ήτις είχε θεωρήσει τα του βίου διά καθαρού και διαπεραστικού βλέμματος και χωρίς να θέλη προέβλεπε το καλόν και την σκοπιμότητα πανταχού, και εις τα ελάχιστα ακόμη του ανθρωπίνου βίου.

Ένεκα δε του πρωτοτύπου αυτού πνεύματος ο Σωκράτης λίαν ενωρίς έγινε το αντικείμενον κοινών συζητήσεων παρά των Αθηναίων. Ήτο δε προικισμένος και διά τινος εξωτερικού σχήματος λίαν εξαιρετικού. Η πλατεία και εξέχουσα αυτού ρις, οι προεξέχοντες οφθαλμοί του, η φαλακρά κεφαλή του και η παχεία κοιλία του έδιδον εις τον εξωτερικόν σχηματισμόν του ομοιότητα προς Σάτυρον. Ήτο δε η παράστασίς του αύτη εις μεγάλην αρμονίαν προς την αθάνατον εκείνην σωκρατικήν ειρωνείαν. Εφόρει πτωχικόν ένδυμα, το αυτό χειμώνα-καλοκαίρι· περιεπάτει ανυπόδητος· ελάμβανεν αλλόκοτον θέσιν· πολλάκις αίφνης έμενεν ακίνητος και άφινε τους οφθαλμούς του να περιπλανώνται ασκόπως και αγρίως εις διάφορα αντικείμενα γύρω. Πάντα ταύτα διέγραφον ακριβώς την μορφήν Σατύρου.

Μετά τριακονταετή σχεδόν διδασκαλίαν ο Σωκράτης έγινε θύμα συνταυτίσεως των ενεργειών του προς τας επιβλαβείς ενεργείας των σοφιστών. Ρεύμα εχθρικόν εσχηματίσθη κατ' αυτού από τους πατριώτας εκείνους, οι οποίοι ενόμισαν ότι ο Σωκράτης διά της διδασκαλίας του γίνεται κώλυμα επαναφοράς των αρχαίων ηθών και της αρχαίας αγωγής των πολιτών, υπέρ των οποίων εκείνοι ειργάζοντο. Είχον παρέλθει πλέον αι ανησυχίαι και ανωμαλίαι του Πελοποννησιακού πολέμου, παρήλθε και η βιαία δεσποτεία των Τριάκοντα Τυράννων και είχε τέλος αποκατασταθή πάλιν εν Αθήναις η Δημοκρατία. Ο Σωκράτης ήγε τότε την ηλικίαν των 70 ετών, ότε νεαρός τις ποιητής ο Μέλητος, ο ρήτωρ Λύκων και ο δημαγωγός Άνυτος, άνθρωποι υφ' όλας τας επόψεις ανάξιοι λόγου, αλλ', ως φαίνεται, χωρίς καμμίαν προσωπικήν εμπάθειαν κατά του γέροντος σοφού, ενεκάλεσαν τον Σωκράτη εις το δικαστήριον, διατυπώσαντες κατηγορίαν κατ' αυτού ότι δεν αναγνωρίζει τους θεούς της πόλεως, αλλ' εισάγει νέας θεότητας, και ότι διαφθείρει τους νέους. Ένεκα των κατηγοριών τούτων ο Σωκράτης κατεδικάσθη εις θάνατον. Προ της εκτελέσεως όμως της θανατικής ποινής επετράπη να μείνη εν τη φυλακή επί 30 ημέρας και να διαλέγηται μετά των μαθητών του· αλλά καίπερ δοθείσης ευκαιρίας προς σωτηρίαν, ο Σωκράτης απέρριψε την πρότασιν να φύγη, και έπιε το κώνειον το έτος 399 π. Χ.

Εκτός των ανωτέρω όμως αφορμών του θανάτου του Σωκράτους βεβαίως σπουδαιότατη υπήρξε και μία άλλη πρόσθετος αιτία, η πολιτική. Ο Σωκράτης δεν ήτο αριστοκρατικός, αλλ' είχε χαρακτήρα λίαν ισχυρόν μη αρεσκόμενος διόλου εις τας ιδιοτροπίας των δημαγωγών. Ουδέποτε είχεν ενασχοληθή εις την πολιτικήν, άπαξ μόνον αναλαβών πολιτικήν υπηρεσίαν και ελθών αμέσως εις σύγκρουσιν προς την θέλησιν του λαού και της κρατούσης εξουσίας. Το ρητορικόν βήμα πρώτην φοράν ανέβη, μόνον κατά την δίκην του, ίνα απολογηθή. Ο Σωκράτης υπεστήριξε πανταχού και πάντοτε ότι μόνον οι πεπαιδευμένοι και ικανοί άνθρωποι έχουσι το δικαίωμα να διέπωσι τα της πολιτείας, εμέμφετο δε συχνά τας έξεις του δημοκρατικού πολιτεύματος, ιδίως την διά κλήρου εκλογήν των αρχόντων, απολύτως δε επροτίμα το Σπαρτιατικόν πολίτευμα, τέλος δε ένεκα των στενών σχέσεων αυτού μετά των τότε αρχηγών του ολιγαρχικού κόμματος, Κριτίου, Αλκιβιάδου και λοιπών, εξήγειρεν εις μεγάλον βαθμόν την δυσπιστίαν των δημοκρατικών. Εάν δε λάβωμεν υπ' όψιν ότι δύο από τους κατηγόρους του ήσαν άνθρωποι έχοντες μεγάλην επιρροήν επί του δημοκρατικού κόμματος και ότι οι δικασταί αυτού ήσαν αυτοί εκείνοι, οίτινες είχον ανατρέψει την δεσποτείαν των Τριάκοντα Τυράννων, πειθόμεθα ότι η πολιτική πολύ συνετέλεσεν εις την καταδίκην του Σωκράτους, όστις προς τοις άλλοις περιεφρόνει και τα συνήθη μέσα της υπερασπίσεως, διότι δεν ηθέλησε να κινήση την συμπάθειαν του λαού διά των δακρύων και της κολακείας και διότι γνωρίζων την αθωότητά του προσηνέχθη προς τους δικαστάς αυτού μετά περιφρονήσεως.

(Schwegler)
* *
*

Η κατά του Σωκράτους κατηγορία ήτο έγκλημα θρησκευτικόν (γραφή ασεβείας). Επί τούτων δε την δικαιοδοσίαν είχεν ο άρχων Βασιλεύς – είς των 9 αρχόντων. – Προς αυτόν λοιπόν επεδόθη η κατά του Σωκράτους μήνυσις υπό του Μελήτου· κατά δε ορισθείσαν ημέραν κληθείς ο Σωκράτης παρουσιάσθη ενώπιον του άρχοντος Βασιλέως εις την Βασίλειον Στοάν, όπου υπήρχον τα δικαστικά αυτού γραφεία.

Εκεί, ενώπιον του Μελήτου, έλαβε γνώσιν της κατηγορίας του, έγινεν η προανάκρισις, εξητάσθησαν οι μάρτυρες και παρεπέμφθη η υπόθεσις εις την Ηλιαίαν, το πολυμελές εκείνο δικαστήριον των αρχαίων, προς εκδίκασιν. Ο Σωκράτης, αν και προέβλεπε τον κίνδυνον, όμως δεν έδωκε καμμίαν προσοχήν, πιστεύων ακραδάντως ότι δεν είχε διαπράξη καμμίαν αδικίαν εις κανένα ποτέ άνθρωπον. Οι μαθηταί του όμως ευρίσκοντο εις ανησυχίαν και φόβον. Ότε δε ο Ερμογένης, ο υιός του Ιππονίκου, είς των μαθητών του Σωκράτους, παρώτρυνεν αυτόν, ίνα σκεφθή περί της απολογίας του, ο Σωκράτης απήντησεν ότι καθ' όλην την ζωήν του ίσα-ίσα περί αυτού και μόνου εσκέπτετο και δεν χρειάζεται πλέον να σκεφθή περισσότερον. Ο Ερμογένης δεν εννόησε την ευφυά παρατήρησιν του διδασκάλου του, όστις ηναγκάσθη σαφέστερον να επεξηγήση αυτήν, λέγων ότι καθ' όλην του την ζωήν ουδέν άλλο έκαμε, παρά να ερευνά τα δίκαια και τα άδικα, και τα μεν δίκαια να πράττη, τα δε άδικα να αποφεύγη. Ομοίως απέρριψε και την τεχνικήν απολογίαν, την οποίαν είχε συντάξη δι' αυτόν ο Λυσίας, ως αναξίαν της μεγαλοπρεπείας των ιδεών του, ειπών ότι προτιμά να καταδικασθή ως Σωκράτης ή να αθωωθή ως Λυσίας.

Ούτω λοιπόν, γενομένης της δίκης, ο Σωκράτης πρώτην φοράν εν τω βίω του εμφανίζεται εις δικαστήριον και πειθόμενος εις τους νόμους απολογείται. Την δε Απολογίαν του διέσωσεν ο πρόκριτος των μαθητών του, ο Πλάτων.

* *
*

Η Απολογία είνε το μόνον εκ των έργων του Πλάτωνος, το οποίον δεν φέρει μορφήν διαλόγου, αλλ' είνε λόγος δικανικός, γραφείς δι' ωρισμένην περίπτωσιν, την υπό του Σωκράτους γενομένην απολογίαν εν τω δικαστηρίω. Άπασα η αρχαιότης παραδέχεται αυτήν ως γνήσιον του Πλάτωνος έργον. Και δεν δυνάμεθα μεν να είπωμεν ότι ούτως αυτολεξεί απελογήθη ο Σωκράτης ενώπιον των Ηλιαστών, ως συνέγραψε την απολογίαν ο Πλάτων. Όμως δεν πρέπει διόλου να αμφιβάλλωμεν ότι ο Πλάτων απέδωκεν εν τη Απολογία του όσον το δυνατόν πιστότερον τους λόγους του Σωκράτους, ως εμφαίνεται τούτο σαφώς εκ της όλης συνθέσεως αυτής, μαρτυρούσης λόγον εκ του προχείρου απαγγελθέντα, ως και έκ τινων ελλείψεων λογογραφικών αυτής, εν σχέσει προς τα λοιπά του Πλάτωνος κάλλιτεχνήματα, διότι ο μέγας συγγραφεύς ήτο ηναγκασμένος να μη απομακρυνθή πολύ από την υπό του Σωκράτους γενομένην αφήγησιν των γεγονότων εν τω δικαστηρίω, τα οποία ήσαν βεβαίως τότε πασίγνωστα.

Η Απολογία κατά τους αρχαίους κριτικούς είνε μεν λόγος ρητορικός, αλλά δεν ανήκει, ως αναμένει τις, εις το δικανικόν μόνον γένος της ρητορικής τέχνης, άλλα μετέχει και των άλλων δύο γενών της ωραίας τέχνης, ήτοι περιέχει εγκώμιον υπέρ αυτού του Σωκράτους, όπερ ανήκει εις το επιδεικτικόν γένος των ρητορικών λόγων, και προσέτι συμβουλάς και νουθεσίας προς τους Αθηναίους, το οποίον είνε θέμα του συμβουλευτικού γένους των ρητορικών λόγων. Αύτη είνε η πρωτοτυπία της Απολογίας.

Κατ' ουσίαν δε αποτελεί τρεις αυτοτελείς λόγους. Ο πρώτος λόγος, όστις έχει και τέλειον τον τεχνικόν τύπον του ρητορικού λόγου, διαιρούμενος εις προοίμιον, υπόθεσιν και επίλογον, περιλαμβάνεται από του 1 κεφαλ. έως του 24. Κατ' αυτόν τον πρώτον λόγον απολογείται ο Σωκράτης εις όλας τας γενομένας υπό των εχθρών του εν γένει και των κατηγόρων του κατηγορίας, αποδεικνύων ότι αύται είνε καθαρώς συκοφαντίαι, και καταρρίπτει το κατηγορητήριον του Μελήτου ως μη έχον καμμίαν βάσιν· με τας ερωτήσεις δε, τας οποίας του αποτείνει, καθιστά αυτόν αναπολόγητον. Ο λόγος προχωρεί απλούστατα, άνευ καμμιάς ρητορικής επιδείξεως, περιοριζόμενος μόνον εις την αληθή αφήγησιν των πραγμάτων με τον περίφημον εκείνον τρόπον του Σωκρατικού λόγου, και πολλαχού κομψότατα ραντισμένος με την τρίγοργον εκείνην ειρωνείαν του Αθηναίου σοφού. Ότε αίφνης από του κεφ. 17 μεταρσιούται λαμπρώς εις ύψος μεγαλοπρεπέστατον και η Απολογία λαμβάνει εντεύθεν δύναμιν καταπλήσσουσαν και συγκινούσαν. Ο γηραιός Σωκράτης επικαλούμενος ενταύθα την βαθυτάτην αυτού αγάπην προς την αλήθειαν και αναφέρων ότι όλη η τριακονταετής δράσις αυτού πιστεύει ότι τω ανετέθη υπό του Απόλλωνος, αποκαλύπτει ενώπιον των δικαστών το μυστικόν της ζωής του λέγων ότι ειργάσθη ως όργανον πειθήνιον του θεού των Δελφών, αφοσιώσας εις την θείαν εντολήν και αυτήν την ζωήν του. Εν τη αιφνίδια ταύτη αναζωπυρήσει της Απολογίας, παρατηρεί νεώτερος κριτικός, διαβλέπει κανείς ότι ο μέγας φιλόσοφος δεν ανησυχεί τόσον διά την έκβασιν της δίκης, όσον διά τον θρίαμβον των ηθικών δογμάτων αυτού. Η Απολογία είνε ο τελευταίος λόγος του Σωκράτους, περιέχουσα την τελευταίαν προς τους προσφιλείς του Αθηναίους διδασκαλίαν του, ήτις είνε έντονος και μεγαλοπρεπής καθώς ήτο όλη η ζωή του.

Ενταύθα τελειόνει ο πρώτος λόγος.

Μετά ταύτα, αφού οι δικασταί, αποσυρθέντες και διασκεφθέντες, εκήρυξαν τον Σωκράτην ένοχον των αποδοθεισών εις αυτόν κατηγοριών, έλαβε και πάλιν τον λόγον, ίνα κατά τον νόμον ορίση την αρμόζουσαν εις τον εαυτόν του ποινήν.

Το δεύτερον αυτό λογύδριον (κεφ. 25 – 28) θεωρούμενον ως συμπλήρωμα του πρώτου λόγου, έχει και αυτό τας τρεις ρητορικάς διαιρέσεις του. Ο Σωκράτης, κηρυχθείς υπό του δικαστηρίου ένοχος, δηλοί με θαυμαστήν αταραξίαν ότι ανέμενε την καταδίκην του. Αλλά το θάρρος του αυτό παρίσταται ενώπιον του δικαστηρίου ως υπεροψία προσβλητική διά τους δικαστάς, ιδίως όταν ο Σωκράτης διακηρύττει ότι δεν θα ενασκήση το δικαίωμα, όπερ είχε παρά του νόμου, να ορίση την ποινήν του. Ηθικώς, ίνα μεταχειρισθώμεν τους λόγους νεωτέρου τινός, είχε δίκαιον ο Σωκράτης. Ουδέποτε άνθρωπος εις τόσον δεινάς περιστάσεις ευρισκόμενος ωμίλησε με τόσην αταραξίαν και παρρησίαν, καθώς ο Σωκράτης, αλλά δεν δύναται να αρνηθή κανείς ότι, σχετικώς προς την υπεράσπισιν, η υψηλόφρων αυτή ακαμψία του γηραιού Αθηναίου έβλαψε, διότι συνετέλεσεν εις το να σχηματισθή η απαιτουμένη πλειοψηφία – και με όλην την βίαν της πολιτικής – διά την εις θάνατον καταδίκην αυτού.

Τέλος το τρίτον λογύδριον, όπερ είνε το τελευταίον μέρος της Απολογίας περιλαμβάνει κυρίως μίαν ωραιοτάτην προσλαλιάν του Σωκράτους προς τους δικαστάς αυτού, και τους δώσαντας καταδικαστικήν ψήφον και τους δώσαντας αθωωτικήν. Εν τη προσλαλιά αυτή, παρατηρεί νεώτερος κριτικός, ο Σωκράτης παρίσταται ως αληθής φιλόσοφος, αταράχως λαλών περί της εις θάνατον καταδίκης του και συμβουλεύων τους δικαστάς του. Ο προς την ζωήν αποχαιρετισμός του είνε γεμάτος από γαλήνην και ελπίδα, επαναπαύει δε την σκέψιν του ανθρώπου επί της τόσον παρηγόρου και τόσον μεγαλοπρεπούς πίστεως, εις την αθανασίαν της ψυχής, πίστεως, την οποίαν χείλη ειδωλολάτρου δεν είχον ποτέ ακόμη ομολογήσει με τόσην αποφθεγματικήν σαφήνειαν. Τόσον εθάμβωσε τον Κικέρωνα η τόλμη ενταύθα και το μεγαλείον της ψυχής του Αθηναίου σοφού, ώστε κρίνων ο ρωμαίος ρήτωρ τους τελευταίους τούτους λόγους, λέγει ότι ο Σωκράτης ωμίλησεν ουχί ως ικέτης πλέον ή ως κατάδικος, αλλ' ως διδάσκαλος και κύριος των δικαστών.

1.Σ. Μ. Παρά Ξενοφώντι (Απομν. 1, 6, 1) ο Σωκράτης λέγει: «Διέρχομαι τον χρόνον μετά των φίλων μου φυλλομετρών τα βιβλία των παλαιοτέρων σοφών και επιθεωρών τους θησαυρούς της σοφίας των διαλέγω ό,τι μου φαίνεται ωραίον και ωφέλιμον».
  Προς τούτοις, επειδή κατά τους χρόνους εκείνους, ότε ήκμαζον εν Αθήναις εις μέγιστον βαθμόν αι επιστήμαι και αι τέχναι, συνέρρεον πανταχόθεν επιφανέστατοι άνδρες, σοφοί και ποιηταί και καλλιτέχναι, ο Σωκράτης ηγάπα να συνάπτη σχέσεις και συναναστρέφεται μετ' αυτών.↩