Kitabı oku: «Απολογία Σωκράτους», sayfa 2
ΠΛΑΤΩΝΟΣ
ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ
Ι. Ποίαν μεν εντύπωσιν, ω άνδρες Αθηναίοι,2 σας έκαμαν οι λόγοι των κατηγόρων μου, δεν γνωρίζω. Το βέβαιον είνε ότι εγώ ο ίδιος, εξ αιτίας των λόγων των αυτών, σχεδόν ελησμόνησα τον εαυτόν μου, πιστεύσας προς στιγμήν ότι δεν είμαι αυτός οπού είμαι. Με τόσον πειστικόν τρόπον ωμίλησαν. Και όμως ημπορώ να σας βεβαιώσω ότι καμμίαν σχεδόν αλήθειαν δεν είπαν. Από τα πολλά δε εκείνα ψεύδη, τα οποία αυτοί εφεύρον, έν προ πάντων εθαύμασα, εκεί όπου έλεγαν, ότι πρέπει σεις να προσέξητε μήπως εξαπατηθήτε από εμέ, διότι, κατά τους λόγους των, είμαι δεινός ρήτωρ. Επειδή το να μη φοβηθούν αυτοί την εντροπήν, διότι ευθύς αμέσως θ' αποδειχθούν από εμέ ότι πραγματικώς ψεύδονται, όταν και κατ' ελάχιστον δεν φανώ ότι είμαι δεινός ρήτωρ, τούτο το θάρρος αυτών μου εφάνη ότι είνε αναισχυντότατον. Εκτός αν ίσως δεινόν ρήτορα και εύγλωττον ονομάζουν αυτοί εκείνον, ο οποίος λέγει την αλήθειαν. Διότι, αν αυτό εννοούν, ήθελον ομολογήσει ότι εγώ βεβαίως είμαι δεινός ρήτωρ, όχι όμως καθ' όν τρόπον αυτοί εννοούσι και μετέρχονται την ρητορικήν. Διότι ούτοι μεν, επαναλέγω, κανέν σχεδόν αληθές δεν είπον, σεις δε από εμέ θ' ακούσητε μετ' ολίγον καθαράν την αλήθειαν. Αλλ' όμως, μα τον Δία, ω άνδρες Αθηναίοι, δεν θα ακούσητε από εμέ λόγους καλλωπισμένους βεβαίως, καθώς είνε οι λόγοι των κατηγόρων μου, με φράσεις κομψάς και λέξεις εκλεκτάς, ουδέ εστολισμένους με ρητορικά σχήματα και περιόδους εντέχνους, αλλά θ' ακούσητε λόγους εκ του προχείρου, με απλότητα και με τας τυχούσας εις τον νουν μου ερχομένας λέξεις. Διότι έχω πεποίθησιν ότι είνε δίκαια, όσα θα είπω, κανείς δε από σας ας μη περιμένη τίποτε άλλο από εμέ. Διότι και δεν θα ήτο πρέπον βέβαια, καθώς φρονώ, εις την παρούσαν ηλικίαν μου,3 να εμφανίζωμαι ενώπιον του δικαστηρίου απαγγέλλων τορνευτούς λόγους ως κανέν μειράκιον. Και διά τούτο αύτη μάλιστα είνε η μόνη παράκλησίς μου, την οποίαν σας κάμνω, ω άνδρες Αθηναίοι, και αυτά μόνον ζητώ από σας. Εάν με ακούσητε ότι εις την απολογίαν μου μεταχειρίζομαι τους ιδίους λόγους και τον ίδιον τρόπον, με τον οποίον συνήθως ομιλώ δημοσία και παρά τους τραπεζίτας της αγοράς,4 εις την οποίαν θέσιν οι περισσότεροι από σας5 με έχουσιν ακούσει, και εις κάθε άλλο μέρος της πόλεως, εις τας παλαίστρας και εις τα εργαστήρια, να μη παραξενεύεσθε, μήτε να με χλευάζετε δι' αυτό, κάμνοντες θόρυβον6. Διότι συμβαίνει το εξής: Τώρα πρώτην φοράν εγώ εμφανίζομαι ενώπιον δικαστηρίου, ενώ είμαι πλέον των εβδομήκοντα ετών. Όθεν εις εμέ είνε όλως διόλου ξένος και ασυνήθιστος ο τρόπος του λόγου, με τον οποίον ομιλούν εδώ. Καθώς λοιπόν, αν ετύχαινε να είμαι πραγματικώς ξένος, θα ηθέλετε με συγχωρήσει βεβαίως, καθώς φρονώ, εάν ωμίλουν με εκείνην την διάλεκτον και τον τρόπον, με τον οποίον είχον ανατραφή εις τον τόπον μου, τοιουτοτρόπως και τώρα εις την περίστασιν αυτήν σας παρακαλώ, και πιστεύω ότι η παράκλησίς μου είνε δικαία, εις μεν τον τρόπον του λόγου μου να μη προσέξητε, κακός ή καλός είνε· τούτο δε μόνον να παρατηρήτε, και εις τούτο να επιστήσητε όλην σας την προσοχήν, αν λέγω δίκαια ή όχι· διότι εις τούτο συνίσταται η αρετή του δικαστού, του δε ρήτορος αρετή είνε να λέγη μόνον την αλήθειαν.
ΙΙ. Πρώτον μεν λοιπόν είναι δίκαιον να απολογηθώ, ω άνδρες Αθηναίοι, εις τας πρώτας εναντίον μου κατηγορίας ως ψευδείς και εις τους πρώτους κατηγόρους μου, έπειτα δε εις τας τελευταίας και εις τους τελευταίους κατηγόρους. Διότι εναντίον μου πολλοί υπήρξαν ενώπιόν σας κατήγοροι, οι οποίοι και από πολλά ακόμη έτη πρωτύτερα με κατηγόρησαν και καμμίαν αλήθειαν δεν είπαν. Αυτούς δε εγώ περισσότερον φοβούμαι παρά τον Άνυτον και τους συντρόφους του,7 αν και αυτοί οι τελευταίοι είνε πολύ φοβεροί· αλλ' εκείνοι οι άλλοι είνε πολύ φοβερώτεροι, ω άνδρες· διότι αυτοί τους περισσοτέρους εξ υμών σας παρελάμβανον, ως δι' εκπαίδευσιν, από την παιδικήν σας ηλικίαν, καθώς οι παιδαγωγοί, και προσεπάθουν να σας πείσουν με τας ψευδείς εναντίον μου κατηγορίας των να έχητε εσφαλμένην δι' εμέ γνώμην, λέγοντες ότι υπάρχει κάποιος εκεί Σωκράτης, σοφός άνθρωπος, ο οποίος καταγίνεται με τα μετέωρα, εξετάζων τον αέρα, τας βροντάς και τας αστραπάς, και έχει κάμει ερεύνας εις όλα, όσα υπάρχουν εις τους κόλπους της γης, και ημπορεί με τους λόγους του να κάμη δικαίαν μίαν άδικον υπόθεσιν. Ούτοι, ω άνδρες Αθηναίοι, επειδή διέσπειραν αυτήν την φήμην, είναι οι πλέον φοβεροί και επικίνδυνοι κατήγοροί μου. Διότι όσοι τους ήκουσαν, νομίζουν ότι εκείνοι οι άνθρωποι, οι οποίοι ενασχολούνται εις αυτά τα ζητήματα, όχι μόνον είνε επιβλαβείς, αλλά και θεούς δεν πιστεύουν. Προσέτι οι κατήγοροι ούτοι είνε πολυάριθμοι και πολύν καιρόν τόρα εργάζονται εις την διάδοσιν αυτών των κατηγοριών, και προς τούτοις ωμίλουν προς υμάς, εις τοιαύτην μάλιστα ηλικίαν, κατά την οποίαν ευκολώτατα ηδύνασθε να τους πιστεύσητε, διότι ήσθε τότε παίδες οι περισσότεροι από σας, τινές δε και μειράκια, όταν με κατηγόρουν όλως διόλου ερήμην, χωρίς να ημπορή ο κατηγορούμενος να απολογηθή. Ό,τι δε είνε πολύ αδικώτατον πράγμα από όλα είνε τούτο, ότι και τα ονόματά των δεν είνε δυνατόν να τα γνωρίζητε και να είπητε αυτά, εκτός αν τύχη να είνε κανείς κωμωδοποιός βέβαια. Όσοι δε με φθόνον ή με συκοφαντίαν σας εξηπάτων, και όσοι, διότι οι ίδιοι είχαν πεισθή, προσεπάθουν να πείσουν και άλλους, όλοι αυτοί μένουν άγνωστοι, και είνε διά τούτο παντάπασιν απρόσβλητοι· διότι δεν ημπορώ να εγκαλέσω εδώ τώρα ενώπιόν σας κανένα από αυτούς, ουδέ να εξελέγξω κανένα και να τον αποδείξω ψεύστην. Αλλ' είνε ανάγκη, διά να υπερασπίσω τον εαυτόν μου, όλως διόλου να σκιαμαχώ, καθώς λέγουν, και προς υπεράσπισίν μου να αντικρούω ενταύθα χωρίς να φαίνεται κανένας αντίπαλος. Παραδεχθήτε λοιπόν και σεις ότι, καθώς είπα, δύο ειδών υπήρξαν οι κατήγοροί μου· άλλοι μεν εκείνοι, οι οποίοι προ ολίγου τόρα με κατηγόρησαν, άλλοι δε εκείνοι, οι οποίοι προ πολλών ετών, διά τους οποίους τελευταίον ωμίλησα, και στοχασθήτε, σας παρακαλώ, ότι είνε ανάγκη πρώτον να απολογηθώ προς εκείνους τους πρώτους. Διότι ίσα-ίσα και σεις εκείνους πρωτύτερα ηκούσατε να με κατηγορούν και εκείνοι σας έκαμαν πολύ μεγαλυτέραν εντύπωσιν παρά αυτοί εδώ οι τελευταίοι.
Καλά λοιπόν. Πρέπει να απολογηθώ εις υπεράσπισίν μου, ω άνδρες Αθηναίοι, και να επιχειρήσω εις τόσον μικρόν χρονικόν διάστημα, όσον μου επιτρέπεται από τον νόμον να ομιλήσω8 , να εκβάλω από το πνεύμα σας την κακήν υπόληψιν, την οποίαν εκ των κατ' εμού συκοφαντιών εσχηματίσατε δι' εμέ εις τόσον μακρόν χρονικόν διάστημα, ώστε έχει πλέον κάμει βαθείας ρίζας. Θα επεθύμουν μεν βεβαίως με όλην την καρδίαν μου να κατορθώσω τούτο, το οποίον είνε καλόν και διά σας και δι' εμέ, και μάλιστα ακόμη περισσότερον από αυτό θα επεθύμουν, να κατορθώσω διά της απολογίας μου, ώστε όχι μόνον να αποβάλετε την κακήν περί εμού ιδέαν, αλλά περιπλέον και να σχηματίσετε καλήν γνώμην δι' εμέ. Αλλά στοχάζομαι ότι αυτό είνε δύσκολον, και δεν με διαφεύγει πολύ πόσην μεγάλην σπουδαιότητα τούτο έχει. Όμως αυτό μεν ας αποβή όπως είνε ευάρεστον εις τον θεόν, ημείς δε πρέπει να υπακούσωμεν εις τον νόμον και να απολογηθώμεν.
III. Ας επιχειρήσωμεν λοιπόν εξ αρχής πάλιν να είπωμεν ποία είνε η κατηγορία, από την οποίαν προήλθεν η εναντίον μου συκοφαντία, εις την οποίαν, ως γνωστόν, στηριζόμενος ο Μέλητος, έλαβε το θάρρος να υποβάλη κατ' εμού την παρούσαν κατηγορίαν.
Καλά. Ας ίδωμεν με ποίας ακριβώς συκοφαντίας οι πρώτοι μου εκείνοι διαβολείς με εσυκοφάντουν. Είνε ανάγκη βέβαια να περιβάλωμεν την συκοφαντίαν των με τον τύπον επισήμου κατηγορίας γενομένης ενώπιον του δικαστηρίου και να την αναγνώσωμεν αυτήν εδώ τόρα, ωσάν να ήτο έγγραφος, καθώς είνε συνήθεια να αναγινώσκεται εις τα δικαστήριον η ένορκος βεβαίωσις των κατηγόρων9.
«Ο Σωκράτης είνε ασεβής, διότι με εγκληματικήν περιέργειαν καταγίνεται εις πράγματα ανωφελή, με το να αναζητή να ανακαλύψη τα υπό την γην μυστήρια και τα επουράνια· διότι το άδικον παριστάνει ως δίκαιον, και διότι γίνεται αίτιος κακού, επειδή μεταδίδει αυτήν την ιδίαν διδασκαλίαν και εις τους άλλους». Τοιαύτη είνε περίπου η εναντίον μου κατηγορία10. Διότι αυτά τα είδατε και σεις οι ίδιοι εις την παρασταθείσαν κωμωδίαν του Αριστοφάνους11 · είδατε εκεί επί της σκηνής να περιφέρεται μετέωρος κάποιος Σωκράτης και να λέγη ότι περιπατεί εις τον αέρα και πολλάς άλλας φλυαρίας να φλυαρή, από τα οποία εγώ τίποτε, ούτε πολύ ούτε ολίγον δεν εννοώ. Λέγω δε ταύτα όχι διότι περιφρονώ την τοιαύτην επιστήμην, αν κανείς τωόντι υπάρχη σοφός περί τας γνώσεις αυτού του είδους, με σκοπόν διά να μη καταγγελθώ υπό του Μελήτου ως ένοχος εις τόσα εγκλήματα, αλλά ακριβώς μόνον διότι, ω άνδρες Αθηναίοι, δεν γνωρίζω την επιστήμην αυτήν. Μάρτυρας δε περί τούτου προτείνω τους περισσοτέρους από σας τους ιδίους. Και απαιτώ, σεις, όσοι ποτέ έως τόρα με έχετε ακούσει ομιλούντα (και ευρίσκονται εδώ εις το δικαστήριον πολλοί από σας ακροαταί μου και συνομιληταί μου) να καταθέσετε και φανερώσετε μεταξύ σας. Σκεφθήτε λοιπόν αναμεταξύ σας, αν ποτέ έως τόρα με ήκουσε κανείς από σας να ομιλώ περί των γνώσεων αυτού του είδους είτε ακροθιγώς και επιπολαίως είτε κατά βάθος και κατ' ουσίαν. Από αυτό δε το ψεύδος θα γνωρίσετε ότι και τα άλλα, τα οποία λέγονται περί εμού είνε ψευδή.
IV. Αλλά βεβαίως ούτε από αυτά κανέν δεν είναι αληθές. Και ακόμη εάν έχετε βεβαίως ακούσει ποτέ κανένα να λέγη ότι εγώ μετέρχομαι τον διδάσκαλον και ότι λαμβάνω δι' αυτό χρήματα, και αυτό δεν είνε αληθές. Επειδή, εάν ήτο, εγώ ο ίδιος θα το ωμολόγουν· διότι μου φαίνεται ότι αυτό είνε τω όντι ωραίον πράγμα, να ήθελεν είναι κανείς ικανός να εκπαιδεύση ανθρώπους, καθώς κάμνει τούτο και ο Γοργίας ο Λεοντίνος και ο Πρόδικος ο Κείος και ο Ιππίας ο Ηλείος. Διότι ο καθένας από αυτούς12 εις οποιανδήποτε πόλιν και αν υπάγη, κατορθόνει και πείθει τους νέους, όσοι ημπορούσαν να διδαχθούν δωρεάν από κανένα άλλον συμπολίτην των, ο οποίος τους αρέσει, να αφήσουν εκείνον και να έρχωνται να διδαχθούν από αυτούς με πληρωμήν, και δι' αυτό να χρεωστούν ακόμη και ευγνωμοσύνην εις αυτούς. Πλην εκτός αυτών υπάρχει εδώ και κάποιος άλλος σοφός, ο Πάριος13, ο οποίος, καθώς έμαθα από τον Καλλίαν, κατοικεί εν Αθήναις ως ξένος. Διότι έτυχε μίαν ημέραν να επισκεφθώ κάποιον, όστις είχε πληρώσει εις τους σοφιστάς χρήματα περισσότερα από όσα επλήρωσαν όλοι ομού οι άλλοι συμπολίται μας, τον Καλλίαν τον υιόν του Ιππονίκου14. Αυτόν λοιπόν επανειλημμένως ηρώτησα, ότε εγίνετο λόγος διά τους υιούς του – διότι αυτός έχει δύο υιούς – ω Καλλία, είπον εγώ, αν είχες, αντί των δύο υιών, δύο πώλους ή δύο μόσχους, θα ανεζητούσαμεν να λάβωμεν εις την υπηρεσίαν μας δι' αυτούς ένα επιστάτην με μισθόν, ένα ικανόν βέβαια άνθρωπον, όστις να κάμη αυτούς τελείους καθ' όλα, ώστε να είνε επιτήδειοι ο καθένας διά το κατάλληλον έργον του. Θα ήτο δε αυτός ο επιστάτης ή ένας από τους ιππικούς βέβαια διά τον πώλον, ή ένας από τους γεωργικούς διά τον μόσχον. Τώρα δε, αφού οι υιοί σου είνε άνθρωποι, τι είδους επιστάτην σκέπτεσαι να προσλάβης δι' αυτούς; Ποίος διδάσκαλος έχει αυτήν την επιστημονικήν ικανότητα, ήτις αφορά εις τον άνθρωπον γενικώς και εις τον πολίτην ιδιαιτέρως; Διότι φρονώ ότι έχεις σκεφθή περί αυτού του πράγματος, αφού έχεις παιδιά. Γνωρίζεις λοιπόν κανένα, είπον εγώ, ή όχι; – Μάλιστα, απήντησε ο Καλλίας. – Ποίος είνε αυτός, ηρώτησα εγώ, και από πού είνε και πόσα λαμβάνει διά μισθόν της διδασκαλίας του; – Αυτός είνε ο Εύηνος, ω Σώκρατες, μου είπεν εκείνος, ο Πάριος, και λαμβάνει μισθόν από τον κάθε μαθητήν του πέντε μνας15. Εγώ τότε εμακάρισα τον Εύηνον, αν είνε αληθές ότι γνωρίζει αυτήν την σπουδαίαν τέχνην και την διδάσκει τόσον αρμονικώς. Εγώ τουλάχιστον και ο ίδιος βεβαίως θα το εθεώρουν αυτό τιμήν μου και θα ήμουν ένδοξος και υπερήφανος, εάν εγνώριζα αυτά τα οποία διδάσκει ο Εύηνος. Αλλά δυστυχώς δεν τα γνωρίζω, ω άνδρες Αθηναίοι.
V. Αλλ' ημπορούσε να με διακόψη και να με ερωτήση ίσως κάθε ένας από σας. Αλλ' ω Σώκρατες, εάν αληθώς δεν έχης αυτάς τας γνώσεις, τι ακατανόητον πράγμα είνε αυτό το ιδικόν σου; Πόθεν προήλθαν αι συκοφαντίαι αυταί, αι οποίαι διασπείρονται εναντίον σου; Διότι βέβαια διά σε, όπου δεν έκαμνες τίποτε περιεργότερον από ό,τι κάμνουν οι άλλοι άνθρωποι, δεν θα διεσπείρετο τόση φήμη, και δεν θα εγίνετο ποτέ τόσος λόγος, εάν δεν έκαμνες κάτι τι διαφορετικόν από τους άλλους. Λέγε μας λοιπόν ποίον είνε αυτό πού έκαμνες, διά να μη εκδώσωμεν άδικον απόφασιν, επινοούντες με την φαντασίαν μας ανύπαρκτα πράγματα διά σε. Μου φαίνεται ότι, όστις κάμνει αυτήν δα την ένστασιν, έχει δίκαιον. Εγώ λοιπόν θα προσπαθήσω να αποδείξω τι επί τέλους είνε αυτό, το οποίον έκαμε και το όνομά μου τόσον ένδοξον και συνάμα έγινεν αφορμή των εναντίον μου συκοφαντιών. Ακούσατε λοιπόν. Και ίσως μεν φανώ εις μερικούς από σας ότι δεν ομιλώ σοβαρώς, αλλ' ότι παίζω. Να ηξεύρετε όμως καλά, θα σας είπω όλην την αλήθειαν.
Εγώ, ω άνδρες Αθηναίοι, διά κανέν άλλο πράγμα δεν απέκτησα αυτό το όνομα, αλλά διά κάποιαν σοφίαν βέβαια. Ποία δε ακριβώς λέγω ότι είνε αυτή η σοφία; Αυτή είνε ανθρωπίνη σοφία βεβαίως. Διότι τωόντι στοχάζομαι ότι ως προς αυτήν την σοφίαν είμαι σοφός· ενώ ούτοι οι άλλοι σοφοί, διά τους οποίους προ ολίγου ωμίλησα, ίσως ημπορεί να είνε σοφοί ως προς έν άλλο είδος σοφίας, πολύ ανωτέρας από την ανθρωπίνην, ή δεν ηξεύρω τι να σας είπω δι' αυτήν την σοφίαν των. Διότι εγώ τουλάχιστον αυτήν την σοφίαν δεν την γνωρίζω βεβαίως, αλλ' όστις λέγει ότι γνωρίζω αυτήν, αυτός και ψεύδεται και λέγει ταύτα με σκοπόν να με συκοφαντήση. Αλλά σας παρακαλώ, ω άνδρες Αθηναίοι, να μη θορυβήσετε και αν φανώ ακόμη ότι σας λέγω πολύ μεγάλον λόγον προς καύχησίν μου. Διότι ο λόγος, τον οποίον θα σας είπω τόρα, δεν είνε ιδικός μου, αλλ' ανήκει εις μίαν προσωπικότητα παρά πολύ αξιόπιστον. Επειδή μάρτυρα της ιδικής μου σοφίας θα σας φέρω τον ίδιον τον θεόν των Δελφών, όστις θα σας είπη ποία είνε η σοφία, την οποίαν έχω εγώ και ποίου είδους.
Γνωρίζετε βέβαια, καθώς νομίζω, τον Χαιρεφώντα16. Ούτος καθώς υπήρξεν ιδικός μου φίλος από της νεανικής του ηλικίας, ομοίως απαράλλακτα υπήρξε και της δημοκρατίας σας οπαδός και συγκατεδικάσθη μαζί σας εις την πρόσφατον εξορίαν επί των Τριάκοντα και επανήλθε πάλιν εις την πόλιν μαζί σας. Και γνωρίζετε δα πολύ καλά ποίου είδους άνθρωπος ήτο ο Χαιρεφών αυτός και πόσον ήτο ορμητικός και θερμός εις ό,τι ήθελεν επιχειρήσει. Αυτός λοιπόν μίαν ημέραν μεταβάς εις τους Δελφούς, ετόλμησε να κάμη αυτήν την ερώτησιν εις το μαντείον. Και πάλιν σας παρακαλώ, ω άνδρες, να μη θορυβήτε δι' αυτό οπού θα σας είπω. Ηρώτησε λοιπόν το μαντείον αν υπάρχη εις τον κόσμον κανένας άλλος άνθρωπος πλέον σοφώτερος από εμέ.
Απεκρίθη δε η Πυθία17 ότι δεν υπάρχει κανείς άλλος από εμέ σοφώτερος. Και θα σας επιβεβαίωση αυτά ο αδελφός του, όστις είνε παρών εδώ, αφού εκείνος έχει πλέον αποθάνει.
VI. Στοχασθήτε δε διά ποίαν αιτίαν σας λέγω αυτά όλα. Τα λέγω, διότι έχω σκοπόν να σας αποδείξω πόθεν προήλθεν η εναντίον μου διαβολή. Εγώ, αφού ήκουσα αυτήν την απάντησιν του μαντείου, εσυλλογιζόμην μόνος μου ως εξής· τι επί τέλους λέγει ο Απόλλων και ποίαν έννοιαν υποκρύπτουσιν οι λόγοι του εκείνοι; Διότι τωόντι γνωρίζω καλά ότι εις εμέ δεν υπάρχει καμμία σοφία ούτε μεγάλη ούτε μικρά. Τι λοιπόν τάχα εννοεί ο θεός διακηρύττων ότι εγώ είμαι σοφώτατος από όλους τους ανθρώπους; Διότι βεβαίως ο θεός δεν ψεύδεται ποτέ· διότι δεν είνε πρέπον τούτο εις αυτόν. Και πολύν μεν καιρόν ήμουν εις απορίαν τι τέλος πάντων εννοούσεν ο χρησμός του μαντείου, έως ου, ύστερον από πολύν κόπον, εσκέφθην να κάμω μίαν τοιούτου είδους έρευναν εις εξήγησιν αυτού. Μετέβην εις ένα εκ των συμπολιτών μας, όστις έχει φήμην ότι είνε σοφός, στοχαζόμενος ότι εδώ καλύτερα από κάθε άλλο μέρος θα ημπορούσα να εξελέγξω απατώμενον το μαντείον και ν' αποδείξω εις τον χρησμόν ότι αυτός εδώ ο άνθρωπος είνε σοφώτερος από εμέ, ενώ συ, ω μαντείον, είπες ότι εγώ είμαι σοφώτερος. Καλοστοχαζόμενος λοιπόν αυτόν – του οποίου δεν έχω ανάγκην να είπω το όνομα, ήτο όμως ένας από τους πλέον μεγάλους πολιτικούς μας, σχετικώς με τον οποίον μου συνέβη κατά την εξέτασιν τοιούτον τι οπού δεν επερίμενα – και συνομιλών με αυτόν είδα ότι αυτός ο άνθρωπος πιστεύεται μεν από πολλούς άλλους ότι είνε σοφός, και μάλιστα από τον ίδιον τον εαυτόν του, όμως αληθινά δεν είνε σοφός. Αφού εννόησα τούτο, επεχείρησα ν' αποδείξω εις αυτόν ότι επίστευε μεν ότι είνε σοφός, δεν είνε όμως. Ένεκα τούτου λοιπόν και εις αυτόν έγινα μισητός και εις πολλούς άλλους από τους φίλους του, οι οποίοι ήσαν παρόντες κατά την συνομιλίαν μας. Το βέβαιον όμως είνε, ότι ενώ απεχωριζόμην από αυτόν, ήρχισα να σκέπτωμαι μόνος μου, ότι από αυτόν βεβαίως τον άνθρωπον εγώ είμαι σοφώτερος· ως φαίνεται όμως, κανείς από τους δύο μας δεν γνωρίζει κανέν, το οποίον να είνε τελείως καλόν πράγμα. Υπάρχει όμως αυτή η διαφορά μεταξύ μας. Αυτός μεν φαντάζεται ότι γνωρίζει κάτι τι, ενώ δεν γνωρίζει τίποτε, εγώ δε, καθώς δεν γνωρίζω τίποτε, έτσι και πιστεύω ότι δεν γνωρίζω. Μου φαίνεται λοιπόν βεβαίως ότι εγώ είμαι ολίγον τι σοφώτερος από αυτόν, ως προς τούτο ακριβώς, ότι όσα δεν γνωρίζω, αυτά και πιστεύω ότι δεν τα γνωρίζω. Τότε μετέβην εις άλλον συμπολίτην μας από εκείνους, οι οποίοι έχουσι την φήμην ότι είνε σοφώτεροι από τον πρώτον εκείνον, και μου εφάνη ότι ήκουσα απαραλλάκτως τα ίδια και από αυτόν. Έκτοτε ένεκα τούτου και εις εκείνον και εις πολλούς άλλους συμπολίτας μας έγινα μισητός.
VII. Μετά ταύτα λοιπόν κατά σειράν ήρχισα να πηγαίνω προς άλλους συμπολίτας μας, αν και εγνώριζα καλά ότι εγινόμην μισητός εις αυτούς – και ελυπούμην διά τούτο, και εφοβούμην τα επακόλουθα του μίσους – αλλ' όμως εφρόνουν ότι ήτο ανάγκη, χωρίς αμφιβολίαν, να προτιμήσω από όλα τα άλλα το λόγιον του Απόλλωνος. Μου εφαίνετο λοιπόν καλόν ότι πρέπει να υπάγω προς όλους εκείνους, οι οποίοι είχαν την μεγαλυτέραν φήμην ότι γνωρίζουν κάτι τι, διότι ήθελα να ανακαλύψω την πραγματικήν έννοιαν του χρησμού. Και μα τον κύνα18 , ω άνδρες Αθηναίοι, – διότι πρέπει να σας λέγω όλην την αλήθειαν – τωόντι εγώ έπαθα κάτι τι τοιούτον. Όσοι εξ αυτών είχον την καλήν φήμην ότι είνε σοφώτατοι, εις εμέ οπού ανεζήτουν να εννοήσω τον χρησμόν του θεού, εφάνησαν αμαθέστατοι σχεδόν, άλλοι δε οπού εθεωρούντο από τους άλλους, ότι είνε πολύ ολίγον νοήμονες, μου εφάνησαν ότι είνε μάλιστα παρά πολύ συνετοί άνθρωποι. Πρέπει δε βεβαίως να αφηγηθώ όλας τας περιπλανήσεις μου, τας οποίας έκαμα, ως παθήματα ανθρώπου, όστις υποβάλλεται εις διαφόρους κόπους, ίνα εις εμέ τέλος πάντων ο χρησμός φανή πλέον ανεπίδεκτος ελέγχου. Διότι μετά τους πολιτικούς επορεύθην προς τους ποιητάς, τόσον τους τραγωδοποιούς19 όσον και τους διθυραμθοποιούς20 και τους λοιπούς ποιητάς21, στοχαζόμενος ότι εδώ θα φωραθώ πλέον με σαφεστάτας αποδείξεις ότι είμαι αμαθέστερος από εκείνους. Αναφέρων λοιπόν εκείνα τα ποιήματά των, οπού μου εφαίνοντο ότι με περισσοτέραν επιτυχίαν αυτοί επραγματεύθησαν, κατ' επανάληψιν ηρώτων αυτούς τι ήθελαν να εννοήσουν και ποίος ήτο ο σκοπός και η οικονομία των έργων των εκείνων, διά να διδαχθώ συγχρόνως και κάτι τι από αυτούς. Αλλ' εντρέπομαι αληθώς να σας είπω, ω άνδρες, την αλήθειαν. Όμως πρέπει να είπω αυτήν. Δηλαδή, διά να ομιλήσω με συντομίαν, όλοι σχεδόν εκείνοι, οι οποίοι παρευρέθησαν τότε εκεί εις την συνομιλίαν μας, αν τους ηρώτα κανείς, ημπορούσαν να απαντήσουν πολύ καλύτερα από αυτούς τους ιδίους ποιητάς περί των ποιημάτων, τα οποία οι ίδιοι είχον συνθέσει. Εγνώρισα λοιπόν και διά τους ποιητάς αμέσως αυτό, ότι όσα ποιήματα γράφουν, δεν τα γράφουν από σοφίαν των, αλλ' από κάποιαν φυσικήν των κλίσιν και από ενθουσιασμόν και έμπνευσιν22 ομοιάζουσαν απαράλλακτα με τον ενθουσιασμόν, από τον οποίον κυριεύονται οι θεομάντεις23 και οι χρησμωδοί· διότι ωσαύτως και ούτοι, λέγουν μεν πολλά ωραία πράγματα, όμως δεν εννοούν κανέν από εκείνα, τα οποία λέγουν. Τοιούτου είδους πάθος περίπου μου εφάνη ότι συμβαίνει και εις τους ποιητάς. Και συγχρόνως εννόησα ότι αυτοί ένεκα της ποιήσεώς των εφρόνουν ότι και κατά τα λοιπά πράγματα ήσαν σοφώτατοι άνθρωποι, κατά τα οποία δεν ήσαν. Άφησα λοιπόν και αυτούς, στοχαζόμενος ότι είμαι ανώτερος και από αυτούς κατά το ίδιον πλεονέκτημα, κατά το οποίον εφάνην ανώτερος και από τους πολιτικούς.
VIII. Τελευταίον λοιπόν επήγα και συνήντησα τους χειροτέχνας24. Διότι είχα την συναίσθησιν ότι τίποτε σχεδόν δεν εγνώριζα εγώ από την τέχνην των, και ήμουν πεπεισμένος ότι αυτούς βεβαίως θα τους εύρω πολύ ικανούς εις πολλά ωραία πράγματα. Και ως προς τούτο μεν δεν ηπατήθην, αλλ' εγνώριζαν ούτοι, όσα εγώ ηγνόουν, και κατά τούτο ήσαν σοφώτεροι από εμέ. Αλλ' ω άνδρες Αθηναίοι, μου εφάνησαν και οι σπουδαίοι χειροτέχναι ότι έχουν το ίδιον ακριβώς ελάττωμα, το οποίον είχαν και οι ποιηταί. Έκαστος από αυτούς, διότι καλώς εκτελεί την τέχνην του, είχε την απαίτησιν ότι και κατά τα άλλα τα πλέον σπουδαιότατα πράγματα, ήτοι τα πολιτικά και την διοίκησιν της πόλεως, είνε σοφώτατος. Και αυτό μόνον το ελάττωμά των, η πλάνη των και η μωρία των, τόσον εσκέπαζεν εκείνην την μεγάλην σοφίαν των, ώστε εξεμηδένιζεν αυτήν. Όθεν ηρώτων τον εαυτόν μου κατ' επανάληψιν, ως να ωμίλουν εν ονόματι του χρησμού πάντοτε, τι εκ των δύο να προτιμήσω, να είμαι τοιούτος καθώς είμαι, και χωρίς να είμαι διόλου σοφός, να έχω την σοφίαν εκείνων, και χωρίς να είμαι αμαθής, να έχω την αμάθειαν εκείνων, ή και τα δύο, να έχω την σοφίαν δηλαδή και την αμάθειαν, τα οποία εκείνοι έχουν, και να είμαι και εγώ καθώς εκείνοι. Απεκρίθην λοιπόν εις τον εαυτόν μου και εις τον χρησμόν ότι δι' εμέ είνε καλύτερον να είμαι καθώς είμαι.
IX. Εξ αιτίας της παρούσης ακριβώς εξετάσεως, ω άνδρες Αθηναίοι, πολλά μίση εγεννήθησαν εναντίον μου και αντιπάθειαι πολύ ισχυρόταται και επικίνδυνοι, ώστε να προκύψωσιν εξ αυτών πολλαί συκοφαντίαι, ονομάζομαι δε με τούτο το όνομα, ότι είμαι σοφός. Διότι όλοι όσοι είνε παρόντες κατά τας διαφόρους ομιλίας μου, πιστεύουν ότι εγώ είμαι σοφός ως προς εκείνα τα πράγματα, ως προς τα οποία ήθελον αποκαλύψει την αμάθειαν των άλλων. Και όμως τουναντίον, ω άνδρες Αθηναίοι, μου φαίνεται ότι μόνον ο θεός τωόντι είνε σοφός, και τούτο ίσα-ίσα ηθέλησε να είπη ο Απόλλων με τον χρησμόν του αυτόν, ότι η ανθρωπίνη σοφία πολύ μικράν αξίαν έχει ή διά να είπω καλύτερον, μάλιστα, καμμίαν. Και προφανώς τούτο εννόει το μαντείον περί του Σωκράτους. Μετεχειρίσθη δε προς τον σκοπόν τούτον το ιδικόν μου όνομα ως παράδειγμα, καθώς ήθελε κάμει εάν ήθελεν είπει ότι αυτός, ω άνθρωποι, είνε σοφώτατος από σας, όστις αναγνωρίζει, καθώς ο Σωκράτης ότι, ως προς την σοφίαν, αληθώς δεν έχει καμμίαν αξίαν. Διά τούτο λοιπόν εγώ ακόμη και τόρα, περιερχόμενος την πόλιν, αναζητώ και εξετάζω κατά την θέλησιν του θεού, αν ίσως και εύρω κανένα αληθώς σοφόν και από τους αστούς και από τους ξένους· και οσάκις δεν μου φαίνεται ότι πράγματι είνε σοφός κανείς, τότε συντελών εις την ορθήν εξήγησιν του χρησμού, κάμνω να αποδειχθή ότι δεν είνε σοφός. Και ένεκα αυτής της ασχολίας μου δεν μου έμεινε καιρός άλλος ούτε εις τα πολιτικά να καταγίνω και να πράξω κάτι τι αξιόλογον, ούτε διά τας ιδιωτικάς μου υποθέσεις να φροντίσω, αλλ' ευρίσκομαι εις μεγίστην πενίαν ένεκα του σεβασμού, τον οποίον απονέμω εις τον θεόν των Δελφών.
Ο Άνυτος, υιός του πλουσίου εργοστασιάρχου Ανθεμίωνος, ο επιφανέστατος των κατηγόρων, ήτο ρήτωρ, εξελέγη δε και στρατηγός των Αθηναίων, ότε εν Πύλω εμάχοντο. Είτα φυγών επί των Τριάκοντα, και μετά του Θρασυβούλου, του οποίου ήτο φίλος, επανελθών, είχε μεγάλην ισχύν εν Αθήναις. Μετά τον θάνατον του Σωκράτους ηναγκάσθη να φύγη εξόριστος εις Ηράκλειαν του Πόντου, όπου, ως λέγεται, εθανατώθη υπό των Ηρακλεωτών λιθοβοληθείς. Εν τω Πρωταγόρα ο Πλάτων εισάγει, τον στρατηγόν τούτον ομιλούντα με εμπάθειαν κατά των σοφιστών.
Ο Λύκων ήτο δημόσιος ρήτωρ, όστις και διηύθυνε την κατά του Σωκράτους κατηγορίαν. Ήτο ο ασημότατος των άλλων.
Ο Μέλητος, υιός του Μελήτου, τον δήμον Πιτθεύς, εν τω Ευθύφρονι του Πλάτωνος παρίσταται ως νέος αφανής και άγνωστος. Άγνωστον είνε αν ο υπό του Αριστοφάνους σατυριζόμενος ποιητής (Βάτραχ. 130) είναι αυτός ο ίδιος, ή ο υιός του, ή άλλος τις νεανίας.↩
Ο Πρόδικος, άλλος αυτός σοφιστής, είνε γνωστός, διότι επληρόνετο πολύ ακριβά διά τα μαθήματά του.
Ο Ιππίας, σοφιστής και αυτός, περί του οποίου ανάγνωθι τους δύο ομωνύμους διαλόγους του Πλάτωνος «Πρώτον και δεύτερον Ιππίαν».↩