Читайте только на Литрес

Kitap dosya olarak indirilemez ancak uygulamamız üzerinden veya online olarak web sitemizden okunabilir.

Kitabı oku: «Νόμοι και Επινομίς, Τόμος B», sayfa 7

Yazı tipi:
ΚΛΕΙΝΙΑΣ

Πολύ καλά, φίλε Ξένε, το εκράτησες εις την μνήμην σου, και επέτυχες ευκαιρίαν διά τον λόγον πολύ κανονικήν, καθώς μου φαίνεται.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ

Καλά λέγεις. Λοιπόν ας ειπούμεν: Καλό παιδί γεννημένον από καλούς γονείς, οφείλεις να κάμης γάμους που εγκρίνονται από τους ορθοφρονούντας, οι οποίοι θα σε εσυμβούλευαν να μην αποφεύγης τον γάμον με πτωχούς ούτε να επιδιώκης εξαιρετικώς τον γάμον με τους πλουσίους, αλλά, εάν όλα τα άλλα ισοφαρίζουν, να προτιμάς πάντοτε να έλθης εις επιμιξίαν με τον υποδεέστερον. Διότι τούτο και εις την πόλιν είναι συμφέρον και εις τας συνδεομένας οικογενείας. Διότι το ομαλόν και κανονικόν είναι χιλιάκις προτιμότερον από το ασύμμετρον ως προς την αρετήν. Και πρέπει να φροντίση να γίνη συγγενής με συνετούς πατέρας όστις γνωρίζει διά τον εαυτόν του ότι είναι ακάθεκτος και προβαίνει ορμητικώτερον του δέοντος εις όλας του τας πράξεις. Όστις δε έχει αντίθετα φυσικά πρέπει να επιζητή τα αντίθετα συμπεθερικά. Και γενικώς δι' όλους τους γάμους ας υπάρχη είς κανών. Δηλαδή έκαστος οφείλει να συνάπτη τον συμφέροντα εις την πόλιν γάμον και όχι τον ηδονικώτερον διά το άτομόν του. Αλλά έκαστος ωθείται φυσικά προς τον ομοιότατόν του, και διά τούτο όλη η πόλις γίνεται ανώμαλος και εις τα χρήματα και εις τους χαρακτήρας. Ως εκ τούτου όσα δεν θέλομεν να μας συμβούν, αυτά περισσότερον συμβαίνουν εις όλας τας πόλεις. Λοιπόν το να επιβάλλωμεν αυτά ρητώς διά νόμου, δηλαδή να μην υπανδρεύεται ο πλούσιος με πλουσίαν κόρην, ούτε ο έχων μεγάλην πολιτικήν δύναμιν με κόρην άλλου ομοίου του, τους δε ζωηρούς εις τα ήθη να τους αναγκάζωμεν να ζητήσουν εις γάμον από τους νωθροτέρους, και τους νωθροτέρους από τους ζωηροτέρους, όχι μόνο θα ήτο γελοίον, αλλά πιθανόν και να προκαλέση εμπάθειαν εις πολλούς. Διότι δεν είναι εύκολον να εννοήσουν ότι η πόλις πρέπει να μετριασθή ωσάν κρατήρ, του οποίου ο φλογισμένος μεν οίνος βράζει και χύνεται, ο δε μετριαζόμενος από άλλον νηφάλιον θεόν, αφού λάβη καλήν συμμετοχήν, κατασκευάζει καλόν ποτόν και μετριασμένον. Αυτό λοιπόν, διά να ειπώ ούτω πως, κανείς δεν έχει την ικανότητα να το ιδή ότι συμβαίνει εις την επιμιξίαν της τεκνοποιίας. Δι' αυτό λοιπόν είναι ανάγκη τα τοιαύτα από μεν τον νόμον να παραλειφθούν, διηγούμενος δε κανείς αυτά μαγικώς να προσπαθή να πείση έκαστον να θεωρή πολύ προτιμοτέραν την ομαλότητα των υιών του παρά την ισότητα εις προίκα η οποία είναι ακόρεστος απληστία, και με ονειδισμούς να αποτρέπη τον φροντίζοντα διά χρήματα εις τον γάμον, όχι όμως να τον υποχρεώνη με γραπτόν νόμον.

Λοιπόν διά τους γάμους αυτά τα ανακουφιστικά λόγια ας είναι αρκετά, και μάλιστα και όσα ελέχθησαν προηγουμένως από αυτά, ότι δηλ. πρέπει να διατηρούμεν την διαιώνισιν της φύσεώς μας αφήνοντες τέκνα των τέκνων μας και να τα παραδίδωμεν εις τον θεόν ως υπηρέτας εις αντικατάστασίν μας. Λοιπόν όλα αυτά και ακόμη περισσότερα ημπορεί να ειπή κανείς διά το ζήτημα των γάμων, πώς πρέπει να γίνωνται, διά να κάμη ορθόν προοίμιον. Αν δε τυχόν κανείς δεν πείθεται εκουσίως, κρατή δε τον εαυτόν του ξένον και ακοινώνητον μέσα εις την πόλιν και μένων άγαμος φθάση εις το τριακοστόν πέμπτον έτος της ηλικίας του, ας πληρώνη πρόστιμον κατ' έτος, και, εάν μεν ανήκη εις το ανώτερον τίμημα, ας πληρώνη εκατόν δραχμάς, εάν δε εις το δεύτερον, εβδομήντα, εάν δε εις το τρίτον, εξήντα, εάν εις δε το τέταρτον, τριάντα. Αυτό δε ας είναι ιερόν χρήμα της Ήρας. Όστις δε δεν πληρώνει κατ' έτος ας χρεωστή δεκαπλάσιον. Ας το εισπράττη δε ο ταμίας της θεάς αυτής, εάν δε δεν το εισπράξη, ας το χρεωστή ο ίδιος, και κατά την παράδοσιν της διαχειρίσεως ας είναι υπόχρεος να δώση λόγον εις όλους δι' αυτό. Ως προς τα χρήματα λοιπόν όστις δεν θέλει να υπανδρευθή ας τιμωρήται κατ' αυτόν τον τρόπον, από πάσαν τιμήν δε προερχομένην από τους νεωτέρους ας είναι άτιμος, και κανείς από τους νέους ας μην υπακούη προθύμως εις αυτόν. Εάν δε δοκιμάση να τιμωρήση κανένα, ας βοηθήση ο καθείς τον αδικούμενον και ας τον υπερασπισθή εάν δε δεν βοηθήση όστις παρευρεθή, ας θεωρήται από τον νόμον ότι είναι δειλός και κακός πολίτης. Περί δε της προικός ωμιλήσαμεν μεν και προηγουμένως, αλλά ας ομιλήσωμεν και πάλιν ότι ίσα απέναντι ίσων ζημιώνεται κανείς, όταν ούτε λαμβάνη γυναίκα ούτε προικίζη κόρην ένεκα ελλείψεως χρημάτων, διά να γηράσκουν άγαμοι οι πτωχοί. Διότι βεβαίως τα απολύτως αναγκαία υπάρχουν εις όλους τους κατοίκους αυτής της πόλεως, εξ άλλου όμως ολιγωτέρα υπερηφάνεια, θα υπάρχη εις τας παροίκους γυναίκας, και πάλιν δουλοπρέπεια ανελεύθερος εις τους υπανδρευθέντας χάριν των χρημάτων. Και όστις μεν πείθεται θα κάμη αυτό το οποίον είναι έν από τα ωραία πράγματα, όστις όμως δεν πείθεται και δίδει ή λαμβάνει άνω των πενήντα δραχμών εις τόπον φορεμάτων, (προικιών) άλλος δε άνω της μνας και άλλος μιάμιση μναν και άλλος δύο μνας από τους ανήκοντας εις το ανώτατον τίμημα, ας χρεωστή εις το δημόσιον άλλο τόσον, το δε δοθέν ή ληφθέν ας είναι ιερόν χρήμα της Ήρας και του Διός, ας το εισπράττουν δε οι ταμίαι αυτών των θεών, καθώς είπαμεν διά τους αγάμους ότι πρέπει να το εισπράττουν εκάστοτε οι ταμίαι της Ήρας, ειδεμή να το πληρώνουν εξ ιδίων των. Ευθύνη δε πληρωμής έγκυρος ας είναι πρώτη μεν του πατρός, δευτέρα δε του πάππου, τρίτη δε των ομοπατρίων αδελφών εάν όμως δεν υπάρχη κανείς από αυτούς, κατόπιν να είναι έγκυρος επίσης η εγγύησις των αναλόγων συγγενών εκ μέρους της μητρός. Εάν δε συμβή έκτακτος σύμπτωσις ορφανίας, τότε να έχουν κύρος οι σχετικώς πλησιέστεροι εκάστοτε συγγενείς μαζί με τους επιτρόπους. Όσον δε διά τους αρραβώνας προ των γάμων ή διά καμμίαν παρομοίαν ιερουργίαν, η οποία είναι πρέπον να γίνη διά τους μέλλοντας ή γινομένους ή γενομένους γάμους, πρέπει κανείς να ερωτά τους ερμηνευτάς και υπακούων εις εκείνους να φρονή ότι όλα τα κάμνει καθώς πρέπει.

Διά δε τα φιλεύματα πρέπει να προσκαλούμεν φίλους και φίλας όχι περισσοτέρους των πέντε από έκαστον φύλον, από τους συγγενείς δε και τους οικιακούς επίσης άλλους τόσους, έξοδα δε να μη γίνωνται περισσότερα από ό,τι επιτρέπει η περιουσία κανενός, και ο μεν ανώτερος εις τον πλούτον ας εξοδεύη μίαν μναν, ο δε δεύτερος το ήμισυ του ποσού αυτού, οι δε άλλοι κατά την ιδίαν αναλογίαν της ελαττώσεως του τιμήματος εκάστου. Και τον μεν πειθόμενον εις τον νόμον όλοι πρέπει να επαινούν, τον δε απειθή ας τον τιμωρούν οι νομοφύλακες ως απειρόκαλον και απαίδευτον ως προς τους νόμους των γαμηλίων Μουσών. Να πίνουν δε διά μέθην ούτε εις άλλας περιστάσεις αρμόζει εκτός εις τας εορτάς του θεού ο οποίος έδωκε τον οίνον 3 ούτε είναι ασφαλές τούτο. Επομένως δεν πρέπει να πίνη ούτε όστις φροντίζει σοβαρώς διά τον γάμον, εις τον οποίον πρέπει προ παντός να είναι νηφάλιος και η νύμφη και ο γαμβρός, αφού υφίστανται όχι επουσιώδη μεταβολήν της ζωής των, συγχρόνως δε διά να γεννηθή και το γεννώμενον όσον το δυνατόν από γονείς φρονιμωτέρους. Διότι σχεδόν είναι αβέβαιον ποία νυξ ή ποίον φως θα γεννήση αυτό με θέλημα θεού. Εκτός τούτου δεν πρέπει η τεκνοποιία να γίνεται με σώματα παραλυμένα από την μέθην, αλλά να δημιουργηθή το φυτευόμενον τέκνον συμπαγές και αδιάσπαστον και φιλήσυχον με καλήν ώραν. Ο δε μεθυσμένος και ο ίδιος σύρεται παντού και σύρει λυσσαλέως και με το σώμα και με την ψυχήν, επομένως είναι ακατάλληλος διά να σπείρη ο μεθυσμένος και συγχρόνως κακός, ώστε θα γεννήση ακανόνιστον και άπιστον και όχι ορθόφρον ήθος ούτε σώμα καλόν καθ' όλα τα φαινόμενα. Διά τούτο και εις το άλλο διάστημα του έτους και την ζωήν, προ πάντων όμως εις το διάστημα της τεκνοποιίας, πρέπει να προσέχη και να μη πράττη ούτε όσα είναι νοσηρά, όσον εξαρτάται από την θέλησίν του, ούτε όσα σχετίζονται με την ατασθαλίαν και την αδικίαν. Διότι τούτο κατ' ανάγκην αποτυπώνεται εις τας ψυχάς και τα σώματα των γεννωμένων και γεννά όλως διόλου μηδαμινώτερα. Εξαιρετικώς δε εκείνην την ημέραν και την νύκτα πρέπει να απέχουν από αυτά τα πράγματα. Διότι η καλή αρχή και ο θεός πρωτοστατούν εις τους ανθρώπους και σώζουν τα πάντα, εάν απολαμβάνουν από έκαστον την αρμόζουσαν εις αυτούς τιμήν. Όστις δε υπανδρεύεται πρέπει να φρονή ότι από τας δύο οικίας του κλήρου του η μία είναι ως άλλη φωλεά προς γέννησιν και ανατροφήν νεοσσών και ότι πρέπει να αποχωρισθή από τον πατέρα του και την μητέρα του και εκεί να κατοικήση και να ανατρέφη τα τέκνα του. Διότι εις τας φιλίας, εάν μεν γίνωνται επιθυμητά τα πρόσωπα από απουσίαν, στερεώνουν και συσφίγγονται τα ήθη των. Όταν όμως η συναναστροφή είναι βαρετή και δεν συνοδεύεται από τον πόθον ένεκα απουσίας, κάμνει αυτήν να εξατμίζεται και από τους δύο, εκ του υπερβολικού κορεσμού. Δι' αυτό λοιπόν πρέπει να παραιτήσουν εις τον πατέρα των και την μητέρα των και εις τους συγγενείς της γυναικός των τας οικίας αυτών, και αυτοί να έλθουν ως εις αποικίαν εις την άλλην οικίαν και εκεί να είναι οι ίδιοι επιθεωρηταί και επιθεωρούμενοι και να γεννούν και να ανατρέφουν τέκνα, διά να συνεχίζουν την ζωήν ωσάν μεταλαμπαδευόμενον φως από χέρι εις χέρι και να λατρεύουν διαρκώς τους θεούς συμφώνως με τους νόμους.

Αλλά τόρα ως προς τα κτήματα, ποία είναι η αρμονικωτέρα περιουσία που πρέπει να έχη κανείς; Και λοιπόν ως προς τα περισσότερα ούτε να εννοήσωμεν είναι δύσκολον, ούτε να αποκτήσωμεν. Το ζήτημα όμως των δούλων είναι εντελώς δύσκολον. Την δε αιτίαν αυτού κάπως ορθώς, αλλά και κάπως όχι ορθώς την λέγομεν συνήθως. Δηλαδή αντιθέτως από την συνήθειαν, και πάλιν συμφώνως με την συνήθειαν που επικρατεί διά τους δούλους πρόκειται να ομιλήσωμεν.

ΜΕΓΙΛΛΟΣ

Πώς το εννοούμεν αυτό πάλιν, καλέ Ξένε; Διότι ημείς δεν ενοήσαμεν ακόμη αυτό που λέγεις.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ

Και πολύ ορθά βεβαίως, φίλε Μέγιλλε. Δηλαδή σχεδόν από όλον τον Ελληνισμόν η ειλωτεία των Λακεδαιμονίων ημπορεί να γεννήση την μεγαλιτέραν απορίαν και φιλονικίαν, εις άλλους μεν ότι είναι καμωμένη καλώς, εις άλλους δε κακώς. Μικροτέραν όμως φιλονικίαν προξενεί η υπό των Ηρακλεωτών υποδούλωσις των Μαριανδυνών, επίσης δε και οι Πενέσται της Θεσσαλίας. Εις αυτά δε και όλα τα παρόμοια ρίπτοντες βλέμμα πρέπει να εξετάσωμεν τι πρέπει να κάμωμεν ως προς τους δούλους. Λοιπόν το εξής είναι αυτό που έθιξα εξωδίκως εις τον λόγον μου και συ με ερώτησες τι εννοώ με αυτό. Είναι γνωστόν ότι όλοι σχεδόν θα έλεγαν ότι πρέπει να έχωμεν δούλους όσον το δυνατόν συμπαθείς και καλούς. Διότι έως τόρα πολλοί δούλοι ανεδείχθησαν διά μερικούς καλλίτεροι από τους αδελφούς και τους υιούς των εις πάσαν αρετήν, και έσωσαν και τους κυρίους και τα κτήματα και τας κατοικίας των όλας. Αυτά βεβαίως γνωρίζομεν ότι λέγονται περί δούλων.

ΜΕΓΙΛΛΟΣ

Αμέ τι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ

Λοιπόν δεν γνωρίζομεν και το αντίθετον, ότι δηλαδή, τίποτε υγιές δεν έχει η δουλική ψυχή, και ότι ποτέ δεν πρέπει διόλου να βασίζεται εις αυτήν την γενεάν όστις έχει νουν; Ο δε σοφώτερος από τους ποιητάς μας εγνωμοδότησε περί του Διός και είπε:

Του παίρνει την μισή αρετή ο Ζευς ο παντεπόπτης

Του ανθρώπου, που η δουλική ημέρα θα υποτάξη.

Από αυτά λοιπόν έκαστος λαμβάνει με την διάνοιάν του διαφοροτρόπως, και άλλοι μεν δεν βασίζονται διόλου εις την γενεάν των δούλων, αλλά, καθώς την φύσιν των ζώων, με κέντρα και με μάστιγας όχι τρεις φοράς μόνον κτυπούν και κάμνουν δουλικάς τας ψυχάς των δούλων. Άλλοι δε πάλιν κάμνουν όλως τα αντίθετα από αυτά.

ΜΕΓΙΛΛΟΣ

Αμέ τι;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ

Λοιπόν, φίλε Ξένε, τι πρέπει να κάμωμεν ημείς, αφού αυτοί έχουν τόσην ασυμφωνίαν και ως προς την χώραν μας και ως προς την απόκτησιν και τον σωφρονισμόν των δούλων;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ

Τι άλλο, φίλε Κλεινία; Είναι προφανές ότι, αφού είναι δύσκολον θρέμμα ο άνθρωπος διά να υποστή ακριβείς όρους, διά τούτο το να ορισθή εμπράκτως ο δούλος και ο ελεύθερος και ο κυρίαρχος δεν ημπορεί να είναι και να γίνη διόλου εύκολον πράγμα.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ

Έτσι φαίνεται.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ

Λοιπόν είναι βαρύ αυτό το απόκτημα. Διότι εμπράκτως απεδείχθη πολλάκις από τας συχνώς συνηθιζομένας επαναστάσεις των Μεσσηνίων, και από τας πόλεις, αι οποίαι έχουν πολλούς δούλους ομιλούντας την ιδίαν γλώσσαν πόσα κακά συμβαίνουν, ακόμη δε και από τους λεγομένους περιδίνους της Ιταλίας με τας ποικίλας κλοπάς των και τα πάθη των. Εις τα οποία όταν ρίψη κανείς βλέμμα, θα απορήση τι πρέπει να κάμη ως προς όλα αυτά. Λοιπόν μένουν δύο μόνον μέθοδοι. Να μην είναι ούτε πατριώται μεταξύ των όσοι πρόκειται να υπηρετήσουν με ευκολίαν και όσον το δυνατόν να είναι ασυμβίβαστοι εις την δύναμίν των. Έπειτα δε να τρέφουν αυτούς ορθώς όχι μόνον αναλόγως του ατόμου των αλλά και περισσότερον από τον εαυτόν των. Η δε ανατροφή αυτών είναι να μη υβρίζη κανείς τους δούλους, και ολιγώτερον να τους αδική από τους ίσους του, αν είναι δυνατόν. Διότι είναι ολοφάνερος όστις εκ φύσεως και όχι πλαστώς αγαπά την δικαιοσύνην και όστις μισεί την αδικίαν περισσότερον εις το πρόσωπον εκείνων τους οποίους είναι ευκολώτερον να αδικήση. Όστις λοιπόν εις τα σχετικά με τους δούλους ήθη και πράξεις του φανή αμόλυντος εις το να ασεβή και να αδική, αυτός θα είναι ικανώτατος εις την καρποφόρον σποράν της αρετής. Αυτό το ίδιον δε ημπορούμεν να το εφαρμόσωμεν και εις τον απολυταρχικόν και τον ηγεμόνα και εις παντός είδους κυρίαρχον απέναντι του αδυνατωτέρου του. Πρέπει όμως να τιμωρούμεν με το δίκαιον τους δούλους, και όχι να τους συμβουλεύωμεν ως ελευθέρους, και να τους κάμνωμεν να υπερηφανεύωνται. Πάντοτε δε ο λόγος μας προς τον δούλον πρέπει να είναι σχεδόν προσταγή, χωρίς να χαριεντίζεται κανείς ποτέ του με κανένα τρόπον με δούλους, ούτε θηλυκούς ούτε αρσενικούς. Αυτά όμως πολλοί τα συνηθίζουν με τους δούλους και τους καμαρώνουν ανοήτως και δι' αυτό κάμνουν δύσκολον την συμβίωσιν και δι' εκείνους ως προς το να υποτάσσωνται και διά τον εαυτόν των ως προς το να κυριαρχούν.

ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ Β' ΤΟΜΟΥ

Η Σειρά των Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, των Εκδόσεων Φέξη, υπήρξεν ένας σταθμός στα ελληνικά χρονικά. Για πρώτη φορά προσφερόταν συστηματικά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, η αρχαία ελληνική σκέψη (Ιστορία, φιλοσοφία, ποίηση, δράμα, δικανικός και πολιτικός λόγος) σε δημιουργικές μεταφορές της, από τους άριστους μεταφραστές του τόπου, στην πιο σύγχρονη μορφή που πήρε εξελισσόμενο το γλωσσικό της όργανο. Ο Όμηρος, οι Τραγικοί κι ο Αριστοφάνης, ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο Πλάτων, ο Ξενοφών, ο Αριστοτέλης, ο Θεόκριτος, ο Θεόφραστος, ο Επίκτητος, ο Πλούταρχος, ο Λουκιανός κλπ. προσφέρονται και σήμερα, στις κλασικές πια μεταφράσεις των Πολυλά, Ραγκαβή, Μωραϊτίδη, Κονδυλάκη, Ποριώτη, Γρυπάρη, Τανάγρα, Πολέμη, Καμπάνη, Καζαντζάκη, Βάρναλη, Αυγέρη, Βουτιερίδη, Ζερβού, Φιλαδελφέως, Τσοκόπουλου, Σιγούρου, Κ. Χρηστομάνου κλπ, σε μια σύγχρονη σειρά εκδόσεων βιβλίου τσέπης, πράγμα που επίσης γίνεται για πρώτη φορά, συστηματικά, στην Ελλάδα.

Νόμοι και Επινομίς Το πιο ώριμο από τα έργα του Πλάτωνος, σε δώδεκα βιβλία. Ο διάλογος, στον οποίο δεν παρουσιάζεται πια, διδάσκοντας ή ελέγχοντας, ο Σωκράτης, μα κάποιος ανώνυμος Αθηναίος, δηλαδή ο Πλάτων, διεξάγεται κατά το διάστημα μιας πορείας από την Κνωσσό ως το άντρο του Διός: μιας ημέρας. Στον διάλογο παίρνουνε μέρος ο Λακεδαιμόνιος Μέγιλος, και ο Κρητικός Κλεινίας, που εκπροσωπούν τα δύο περιφημότερα αρχαία πολιτεύματα, το μινωικό και το σπαρτιατικό. Εδώ δε θα συναντήσουμε περιγραφές χαρακτήρων και επεισόδια, κάθε συζητητής παρουσιάζεται απλά σαν εκπρόσωπος μιας ωρισμένης θεωρίας, για να διατυπωθή τελικά η ώριμη φιλοσοφική αντίληψη του Πλάτωνος σε πολιτικό σύστημα, επιδεχτικό εφαρμογής. Η «Επινομίς», αποτελώντας συνέχεια των «Νόμων» είναι ταυτόχρονα και μια επεξήγησή τους συχνά. Μεταφραστής ο Κ. Ζάμπας. Τόμοι τέσσερις.

3.Διόνυσος = Δίδοινος ίδ. Κρατύλον, σελ. 48.
Yaş sınırı:
12+
Litres'teki yayın tarihi:
28 ekim 2017
Hacim:
130 s. 1 illüstrasyon
Tercüman:
Telif hakkı:
Public Domain
Metin
Ortalama puan 3,9, 71 oylamaya göre
Ses
Ortalama puan 4,2, 766 oylamaya göre
Metin
Ortalama puan 4,7, 404 oylamaya göre
Metin
Ortalama puan 4,9, 167 oylamaya göre
Metin
Ortalama puan 4,8, 40 oylamaya göre
Metin
Ortalama puan 3,5, 2 oylamaya göre
Metin
Ortalama puan 0, 0 oylamaya göre
Ses
Ortalama puan 5, 1 oylamaya göre
Ses
Ortalama puan 5, 1 oylamaya göre
Ses
Ortalama puan 3,5, 2 oylamaya göre
Ses
Ortalama puan 5, 1 oylamaya göre
Ses
Ortalama puan 5, 2 oylamaya göre
Ses
Ortalama puan 5, 1 oylamaya göre
Ses
Ortalama puan 5, 1 oylamaya göre