Sadece LitRes`te okuyun

Kitap dosya olarak indirilemez ancak uygulamamız üzerinden veya online olarak web sitemizden okunabilir.

Kitabı oku: «Πολιτεία, Τόμος 1», sayfa 4

Yazı tipi:

– Στάσου τώρα μίαν στιγμήν· θα ημπορούσαν ποτέ οι οφθαλμοί να εκτελέσουν καλά το έργον των, εάν δεν είχαν την προσιδιάζουσαν εις αυτούς αρετήν, αλλά την αντίθετον κακίαν; – Και πώς είναι δυνατόν; δηλαδή εννοείς, εάν είχαν τάχα τυφλότητα αντί της ικανότητος του οράν; – Οιαδήποτε και αν ήτο η αρετή των· διότι δεν είναι αυτό που θέλω τώρα να μάθω, αλλ' αν με την ιδιάζουσαν αρετήν του εκτελή ένα πράγμα καλώς το έργον του, με την αντίθετον δε κακίαν κακώς. – Είναι βέβαια έτσι όπως το λέγεις. – Λοιπόν και τα ώτα, εάν στερηθούν την αρετήν που τους προσιδιάζει, δεν θα κάμουν καλά το έργον που έχουν να κάμουν. – Πράγματι, όχι. – Τοιουτοτρόπως και όλα τα άλλα, δεν ημπορούμεν να τα θέσωμεν εις την αυτήν κατηγορίαν; – Μου φαίνεται.

– Έλα λοιπόν τώρα και ακολούθησε αυτόν τον συλλογισμόν: Έχει τάχα και η ψυχή κανέν ωρισμένον έργον, το οποίον με κανένα άλλο πράγμα δεν θα ημπορούσες να εκτελέσης; παραδείγματος χάριν, το να σκεπτώμεθα, το να κυβερνώμεν, το να αποφασίζωμεν, θα ημπορούσαμεν δικαίως να τα αποδώσωμεν εις αυτήν και να λέγωμεν ότι αυτά είναι το έργον της; – Μάλιστα, είπεν. – Ώστε παραδεχόμεθα ότι και η ψυχή έχει μίαν αρετήν, η οποία της προσιδιάζει; – Το παραδεχόμεθα. – Ημπορεί λοιπόν ποτε, Θρασύμαχε, η ψυχή να εκτελέση καλώς τα έργα της, εάν στερήται την προσιδιάζουσαν εις αυτήν αρετήν; – Αδύνατον. – Κατ' ανάγκην λοιπόν η κακή ψυχή και κακώς θα σκέπτεται και κακώς θα κυβερνά, ενώ απεναντίας η καλή ψυχή όλα αυτά θα εκτελή καλώς. – Ανάγκη πάσα. – Δεν παρεδέχθημεν όμως ότι η αρετή της ψυχής είναι η δικαιοσύνη, η δε κακία της η αδικία; – Αι ναι, το παρεδέχθημεν. – Η δικαία λοιπόν ψυχή και ο δίκαιος άνθρωπος θα ζη καλά, το εναντίον δε ο άδικος. – Φαίνεται, είπε, συμφώνως με αυτά που λέγεις. – Αλλά εκείνος που ζη καλά, είναι ευτυχής και ευδαίμων, τουναντίον δε εκείνος που ζη κακά. – Πώς όχι; – Λοιπόν ο μεν δίκαιος είναι ευτυχής, ο δε άδικος άθλιος και δυστυχής. – Ας είναι κ' έτσι. – Αλλ' όμως δεν τον ωφελεί βέβαια κανένα να είναι δυστυχής; – Όχι, εννοείται. – Και επομένως, ευλογημένε μου Θρασύμαχε, ουδέποτε η αδικία είναι ωφελιμώτερον πράγμα από την δικαιοσύνην. – Πάρε την τώρα, Σωκράτη, αυτήν την συζήτησιν ως συμπόσιον το οποίον σου παρετέθη διά την σημερινήν εορτήν των Βενδιδείων (1). – Και το χρεωστώ εις εσένα, Θρασύμαχε, διότι παρήτησες εκείνην την αγριότητα που μου έδειξες κατ' αρχάς, και έγινες τόσον ήμερος.. Δεν ήτο όμως και τελεία, όπως θα την ήθελα, η εστίασις· όχι από φταίξιμον ιδικόν σου, αλλά από ιδικόν μου μάλλον· επειδή την έπαθα όπως οι κοιλιόδουλοι, οι οποίοι πέφτουν επάνω αρπακτικά εις το κάθε νέον φαγητόν που σερβίρεται, πριν να απολαύσουν οπωσδήποτε το προηγούμενον έτσι κ' εγώ, πριν να ευρούμεν εκείνο που εσυζητούσαμεν πρώτον, τι πράγμα δηλαδή είναι η δικαιοσύνη, το παρήτησα αυτό εις την μέσην και εβάλθηκα να εξετάζω εάν είναι κακία ή αμάθεια, ή σοφία ή αρετή· και επειδή έτυχε ύστερα να παρεμπέση άλλος λόγος, ότι η αδικία είναι ωφελιμώτερον πράγμα από την δικαιοσύνην, δεν ημπόρεσα να συγκρατήσω τον εαυτόν μου και να μην περάσω από τον πρώτον εις αυτόν τον άλλον. Ώστε εις το τέλος κατήντησα να μη μάθω τίποτε από αυτήν την συζήτησιν διότι, όταν δεν γνωρίζω, ποία είναι αυτή η ουσία της δικαιοσύνης, πώς θα ημπορώ να ηξεύρω αν είναι αρετή, είτε όχι, και αν είναι ευτυχής εκείνος που την έχει, ή το εναντίον.

ΒΙΒΛΙΟΝ Β'

Και εγώ μεν λοιπόν, αφού είπα αυτά, επίστευσα ότι είχα γλυτώση πλέον από την συζήτησιν· ήτο όμως, καθώς φαίνεται, το προοίμιον μόνον αυτό· διότι ο Γλαύκων, ο οποίος πάντοτε και εις όλας τας περιστάσεις είναι πραγματικώς ανδρειότατος, δεν του εκαλοφάνη που κατέθεσε τότε τα όπλα ο Θρασύμαχος, αλλά, λαμβάνων τον λόγον – Θέλεις, είπε, Σωκράτη, να φαίνεται πως μας έπεισες ότι κατά πάντα τρόπον είναι προτιμότερον η δικαιοσύνη από την αδικίαν, ή θέλεις και πραγματικώς να μας πείσης; – Αυτό βέβαια θα επροτιμούσα και εγώ, αν ήτο εις την εξουσίαν μου.

– Δεν κάμνεις λοιπόν τότε εκείνο το οποίον θέλεις· διότι, λέγε μου· παραδέχεσαι ότι υπάρχει ένα είδος αγαθών, τα οποία θα ηυχόμεθα να έχωμεν, αποβλέποντες όχι εις τα αποτελέσματά των, αλλ' απλώς και μόνον δι' αυτά τα ίδια; όπως παραδείγματος χάριν, η χαρά και αι αβλαβείς ηδοναί και που καμμίαν άλλην συνέπειαν δεν έχουν κατόπιν, παρά μόνον μας δίδουν την ευχαρίστησιν να τας απολαμβάνωμεν. – Μάλιστα υπάρχει ένα τοιούτον είδος αγαθών. – Δεν υπάρχει και ένα άλλο, το οποίον αγαπώμεν και δι' αυτό το ίδιον και διά τα αποτελέσματά του; όπως είναι η ευθυκρισία, η δράσις, η υγιεία, τα οποία επιζητούμεν και διά τους δύο αυτούς λόγους. – Μάλιστα. – Δεν βλέπεις δε και ένα τρίτον είδος αγαθών, όπως είναι η εκγύμνασις του σώματος, η διά της σκληραγωγίας θεραπεία αυτού, η εξάσκησις της ιατρικής και κάθε άλλου προσοδοφόρου επαγγέλματος; διότι αυτά είναι μεν κοπιαστικά, μας ωφελούν όμως, και τα επιζητούμεν όχι δι' αυτά τα ίδια, αλλά διά τα κέρδη και τας άλλας ωφελείας που μας παρέχουν. – Πράγματι υπάρχει και αυτό το τρίτον είδος των αγαθών. Αλλά προς τι αυταί αι ερωτήσεις; – Εις ποίον από αυτά τα είδη κατατάσσεις την δικαιοσύνην; – Εγώ; εις το καλύτερον βέβαια από τα τρία, εις εκείνα δηλαδή τα αγαθά, που πρέπει να τα επιζητούν και δι' αυτά τα ίδια και διά τα αποτελέσματά των, όσοι θέλουν να είναι πραγματικώς ευτυχείς. – Δεν το νομίζει όμως έτσι και ο κόσμος, αλλά κατατάσσουν την δικαιοσύνην εις τα κοπιαστικά αγαθά, τα οποία μόνον διά τα κέρδη και διά την δόξαν που παρέχουν ημπορεί κανείς να τα επιζητή, και που πρέπει να τα αποφεύγη αυτά καθ' εαυτά, επειδή είναι αληθώς αφόρητα.

– Το γνωρίζω, είπα εγώ, ότι αυτή είναι η ιδέα του κόσμου, και δι' αυτό και ο Θρασύμαχος της έψαλε πριν τον εξάψαλμον της δικαιοσύνης· εγώ όμως φαίνεται να είμαι βαρυκέφαλος. – Στάσου λοιπόν να ιδούμεν, εάν θα επιμένης εις την γνώμην σου, αφού ακούσης και εμένα· διότι ο Θρασύμαχος, μου φαίνεται πως τον εγήτεψες πολύ γρήγορα σαν το φείδι· εγώ όμως, δεν μου εγέμισαν το κεφάλι όσα είπετε διά την δικαιοσύνην και την αδικίαν· επιθυμώ να ακούσω ποία είναι η φύσις του καθενός, ποίαν δύναμιν έχουν καθ' εαυτά όταν ενυπάρχουν εις την ψυχήν, ανεξαρτήτως από τας ωφελείας και τα αποτελέσματα, που ημπορεί να έχουν. Ιδού λοιπόν πώς εννοώ να επιληφθώ του ζητήματος, εάν μου το επιτρέπης. Θα αρχίσω εκ νέου τον λόγον του Θρασυμάχου, και πρώτον μεν θα ειπώ τι πράγμα είναι η δικαιοσύνη κατά την κοινήν αντίληψιν του κόσμου και ποία είναι η αρχή της· έπειτα θα αποδείξω, ότι όλοι όσοι την εξασκούν το κάμνουν κατ' ανάγκην και όχι διότι είναι πράγμα καλόν· τρίτον, ότι έχουν πολύ δίκαιον να φρονούν τοιουτοτρόπως, διότι είναι πολύ προτιμότερος ο βίος του αδίκου από του δικαίου, καθώς τουλάχιστον λέγουν· εγώ ίσως και να μην το παραδέχωμαι αυτό· δεν ηξεύρω όμως και καλά καλά τι να αποφασίσω, καθώς μου έχουν γεμίση τα αυτιά ο Θρασύμαχος και χίλιοι άλλοι επαναλαμβάνοντες τα ίδια, ενώ κανένα ακόμη δεν ήκουσα να αναλαμβάνη, καθώς θα ήθελα, την υπεράσπισιν της δικαιοσύνης, διά να αποδείξη ότι είναι προτιμοτέρα της αδικίας· και θα ήθελα να την ήκουα να εγκωμιάζεται διά τον εαυτόν της μόνον· και να σου ειπώ, από σένα είναι που περιμένω ν' ακούσω αυτό το εγκώμιον· διά τούτο και εγώ θέλω να εκταθώ εις τον έπαινον του αδίκου βίου, διά να σου υποδείξω πώς εννοώ και εγώ να ακούσω από σένα την κατηγορίαν μεν της αδικίας, τον πανηγυρικόν δε της δικαιοσύνης. Από σένα τώρα εξαρτάται να συμμορφωθής με την επιθυμίαν μου. – Με όλην μου την ευχαρίστησιν· διότι διά ποιον άλλο πράγμα θα επροτιμούσε ένας άνθρωπος με νουν να ομιλή και να ακούη συχνότερα;

– Πολύ λαμπρά λέγεις. Άκουε λοιπόν τώρα εκείνο το πρώτον που έλεγα πως θα ειπώ, ποία είναι η φύσις και ποία είναι η αρχή της δικαιοσύνης· το να αδική κανείς, λέγουν, είναι καλόν πράγμα, ενώ το να αδικήται είναι κακόν, και μάλιστα πολύ περισσότερον κακόν από ό,τι είναι καλόν το να αδική. Ώστε οι άνθρωποι, αφού εδοκίμασαν και τα δύο αδικούντες και αδικούμενοι μεταξύ των, όσοι δεν είχον την δύναμιν ούτε ν' αποκρούσουν τας αδικίας των άλλων, ούτε οι ίδιοι να αδικούν, εσκέφθησαν ότι τους είναι συμφερώτερον να συμφωνήσουν μεταξύ των μήτε να αδικούν μήτε να αδικούνται· και από τότε άρχισαν να βάζουν νόμους και να κάμνουν συμβάσεις μεταξύ των και ωνόμασαν δίκαιον και νόμιμον εκείνα που διατάσσει ο νόμος· και αυτό είναι η γένεσις και η ουσία της δικαιοσύνης, η οποία είναι το μέσον μεταξύ του καλυτέρου πράγματος, δηλαδή να αδική κανείς ατιμωρητί, και του χειροτέρου, δηλαδή να μην έχη κανείς την δύναμιν να εκδικήται αδικούμενος, το δίκαιον λοιπόν, το οποίον κείται εις το μέσον αμφοτέρων τούτων, τιμάται όχι διότι είναι αγαθόν καθ' εαυτό, αλλά διότι η αδυναμία πολλών να αδικούν το κάμνει να το θεωρούν τοιούτο· διότι ένας που ημπορεί να το κάμνη και είναι άνδρας πραγματικώς, είναι αδύνατον να έλθη με κανένα εις τοιούτον συμβιβασμόν, ώστε μήτε να αδική μήτε να αδικήται· διότι θα ήτο τρέλλα αυτό εκ μέρους του. Αυτή λοιπόν είναι, Σωκράτη, η φύσις της δικαιοσύνης, και αυτά είναι τα στοιχεία από τα οποία, καθώς είπαμεν, προήλθεν.

Και διά να εννοήσωμεν ακόμη καλύτερα, ότι και όσοι εξασκούν την δικαιοσύνην από αδυναμίαν των, επειδή δεν είναι ικανοί να αδικούν, το κάμνουν όχι με ευχαρίστησίν των, ας κάμωμεν την εξής υπόθεσιν: δίδομεν και εις τους δύο, και εις τον δίκαιον και εις τον άδικον, εξουσίαν να κάμουν ό,τι θέλουν, και ημείς τους παρακολουθούμεν διά να ίδωμεν πού θα οδηγήση τον καθένα η επιθυμία του· είναι αδύνατον να μη συλλάβωμεν επ' αυτοφώρω τον δίκαιον να βαδίζη επί τα ίχνη του αδίκου, απ' την φυσικήν πλεονεξίαν την οποίαν επιδιώκει μεν πας άνθρωπος, εξαναγκάζεται όμως διά της βίας του νόμου να σέβεται την ισότητα· και να είναι μάλιστα η εξουσία, που λέγω να τους δώσωμεν, τέτοια, όπως ήτο η δύναμις που έλαβε, λέγουν, μίαν φοράν ο Γύγης ο πρόγονος του Λυδού· διηγούνται δηλαδή ότι αυτός ήτο ποιμήν εις την υπηρεσίαν του τότε βασιλέως της Λυδίας, και ότι μίαν φοράν κατόπιν μεγάλης βροχής και σεισμού, ο οποίος επηκολούθησεν, ερράγισεν η γη και εσχημάτισεν ένα χάσμα εις το μέρος ακριβώς που έβοσκεν· αυτός από περιέργειαν κατέβηκε μέσα, όπου βλέπει, καθώς διηγούνται, και άλλα θαυμαστά πράγματα και ένα χάλκινον ίππον, που είχεν εις τας πλευράς του κάτι παραθυράκια· σκύφτει λοιπόν από αυτά και βλέπει μέσα ένα νεκρόν, καθώς εφαίνετο, αλλά πολύ μεγαλύτερον από τους κοινούς ανθρώπους, και ο οποίος τίποτε άλλο δεν εφορούσε, παρά μόνον ένα χρυσό δακτυλίδι εις το χέρι· του το παίρνει λοιπόν από το δάκτυλον και βγαίνει έξω. Όταν κατόπιν μετά μερικάς ημέρας συνηθροίσθησαν οι ποιμένες, όπως εσυνήθιζαν κάθε μήνα, διά να αναφέρουν εις τον βασιλέα διά την κατάστασιν των ποιμνίων, ήλθε και εκείνος με το δακτυλίδι εις το χέρι· καθώς λοιπόν εκάθητο με τους άλλους έτυχε να στρέψη την πέτραν του δακτυλιδιού από το μέσα μέρος· και αμέσως έγινεν άφαντος εις τους άλλους που ευρίσκοντο εκεί και ήρχισαν να ομιλούν δι' αυτόν ως να είχε φύγη και να μην ήτο εμπρός· εκείνος παρεξενεύθη και ψηλαφητά έστρεψε πάλιν το δακτυλίδι προς το έξω μέρος και αμέσως έγινε φανερός· αφού λοιπόν ενόησε τι συμβαίνει, ηθέλησε να βεβαιωθή με επανειλημμένας δοκιμάς, εάν έχη αυτήν την δύναμιν το δακτυλίδι, όταν το στρέψη προς τα μέσα να χάνεται από τα μάτια των άλλων, και όταν προς τα έξω να παρουσιάζεται πάλιν· αφού το εβεβαιώθη ενήργησε να σταλή και αυτός με τους άλλους ποιμένας οι οποίοι επρόκειτο να δώσουν τους λογαριασμούς εις τον βασιλέα· έρχεται πραγματικώς, κατορθώνει και τα ψήνει με την βασίλισσαν, φονεύουν οι δύο των μαζί τον βασιλέα και λαμβάνει αυτός τον θρόνον.

Εάν λοιπόν υπήρχον δύο τέτοια δακτυλίδια και εφορούσε το ένα ο δίκαιος και το άλλο ο άδικος, κανείς δεν θα ευρίσκετο χαρακτήρος τόσον αδαμαντίνου, ώστε να διατηρηθή εις την δικαιοσύνην και να έχη την γενναιότητα να κρατήση το χέρι του και να μη εγγίση το δίκαιον του άλλου· ενώ θα είχε την εξουσίαν και από την αγοράν να παίρνη χωρίς φόβον ό,τι θα ήθελε και μέσα εις τα ξένα σπίτια να εισέρχεται και να κάνη ό,τι θέλει, και να φονεύη τον ένα, και να λυτρώνη τον άλλον από τα σίδερα και να έχη πραγματικώς ισόθεον δύναμιν μεταξύ των ανθρώπων· και εν γένει τίποτε διαφορετικόν δεν θα έκαμνεν από τον άλλον, τον άδικον, αλλά και οι δύο τον ίδιον δρόμον θα έπαιρναν· τίποτε λοιπόν δεν ημπορούσε να αποδείξη καλύτερα από αυτό το παράδειγμα, ότι κανείς δεν είναι δίκαιος με ευχαρίστησίν του, αλλά από ανάγκην, επειδή δεν είναι πράγμα αγαθόν καθ' εαυτό, και όπου κανείς νομίζει ότι είναι ικανός να αδικήση το κάμνει· διότι πας άνθρωπος πιστεύει, και δικαίως, όπως θα είπουν οι παραδεχόμενοι τον λόγον τούτον, ότι πολύ περισσότερον τον ωφελεί η αδικία από την δικαιοσύνην· και εάν κανείς, όστις θα ελάμβανε τοιαύτην εξουσίαν, δεν θα ήθελέ ποτε να αδικήση μηδέ να βάλη χέρι εις ξένον πράγμα, αθλιώτατος και ανοητότατος θα εθεωρείτο από εκείνους που έχουν κρίσιν· το πολύ, να τον επαινούν εις τα φανερά και να γελούν έτσι ο ένας τον άλλον, από φόβον μήπως αδικηθούν και οι ίδιοι.

Όσον αφορά τώρα τον βίον των δύο τούτων ανθρώπων, διά τους οποίους ομιλούμεν, θα είμεθα εις θέσιν να εκφέρωμεν ορθήν την κρίσιν μας, εάν πάρωμεν και εξετάσωμεν χωριστά ένα δικαιότατον και ένα αδικώτατον· αλλέως, όχι· και πώς θα το κάμωμεν αυτό; ως εξής· τίποτε να μη αφαιρέσωμεν του αδίκου από την αδικίαν του, μήτε του δικαίου από την δικαιοσύνην του, αλλά να λάβωμεν και τον ένα και τον άλλον τέλειον εις το είδος του βίου που ακολουθεί· πρώτον μεν ο άδικος, όπως ένας τελειότατος κυβερνήτης παραδείγματος χάριν ή ένας περιφημότατος ιατρός, ο οποίος μ' ένα βλέμμα αντιλαμβάνεται αμέσως ποία είναι τα δυνατά και ποία είναι τα αδύνατα εις την τέχνην του και εκείνα μεν τα επιχειρίζεται, παραιτείται δε από τα άλλα, ακόμη δε και εάν υποπέση καμμίαν φοράν εις κανένα λάθος, είναι εις θέσιν να το επανορθώση – τοιουτοτρόπως, λέγω, και ο άδικος πρέπει με τόσην δεξιότητα να διεξάγη τας αδίκους επιχειρήσεις του, ώστε να είναι αδύνατον να φωραθή· και εάν αφήση να τον πιάσουν, δεν θα είναι πλέον ο τέλειος άδικος, που τον εδέχθημεν, αλλ' άξιος πάσης περιφρονήσεως· επειδή το άκρον άωτον της αδικίας είναι να θεωρήται κανείς δίκαιος χωρίς να είναι· ας δώσωμεν λοιπόν εις τον τελείως άδικον την τελειοτάτην αδικίαν, και να μην του αφαιρέσωμεν, αλλ' ας του αφήσωμεν ώστε, αν και διαπράττων τας μεγίστας αδικίας, να αποκτήση την μεγίστην υπόληψιν ανθρώπου δικαίου· και αν αποτύχη κάπου, να είναι ικανός να επανορθώση το λάθος του, να έχη δε αρκετήν ευγλωττίαν ώστε να πείθη περί της αθωότητός του τους δικαστάς, αν τύχη και οδηγηθή εμπρός των διά τα αδικήματά του· και ακόμη, αν η χρεία το καλέση, και την βίαν να ημπορέση να μεταχειρισθή, διότι και ο ίδιος θα έχη την τόλμην και την δύναμιν, και φίλους και περιουσίαν θα έχη παρασκευάση.

Τώρα πλάγι εις αυτόν ας θέσωμεν, κατά την υπόθεσίν μας, τον άλλον τον άνθρωπον, τον άκακον και ειλικρινή, ο οποίος, καθώς λέγει και ο Αισχύλος,

θέλει να είναι κι' όχι να θεωρήται ανδρείος.

Ας του αφαιρέσωμεν λοιπόν το να θεωρήται δίκαιος· διότι, αν περνά διά τέτοιος, θα τον φορτώνουν κατά συνέπειαν με δώρα και με τιμάς· και δεν θα είμεθα πλέον βέβαιοι αν θα είναι τοιούτος διά τα δώρα και τας τιμάς, ή από αγάπην της δικαιοσύνης· ας τον απογυμνώσωμεν λοιπόν από όλα τα άλλα εκτός από την δικαιοσύνην και ας τον κάμωμεν να είναι όλως διόλου το αντίθετον από εκείνον τον πρώτον· τοιουτοτρόπως, χωρίς να έχη ποτέ κάμη την παραμικροτέραν αδικίαν, ας θεωρείται πως είναι ο χειρότερος κακούργος, διά να περάση η αρετή του από τας μεγίστας δοκιμασίας δίχως να την επηρεάζη η κακή ιδέα του κόσμου και όσα προέρχονται από αυτήν· και ας μην παρασαλεύση από τον δρόμον του αυτόν μέχρι τάφου, θεωρούμενος καθ' όλην την ζωήν του άδικος, ενώ αυτός ήτο δίκαιος. Κατ' αυτόν λοιπόν τον τρόπον έχοντες υπ' όψιν μας τα δύο αυτά πρότυπα, της τελειοτάτης δικαιοσύνης τον ένα και της τελειοτάτης αδικίας τον άλλον, θα κρίνωμεν τίνος ο βίος είναι ευτυχέστερος.

– Πω; πω; καλέ μου Γλαύκων, με πόσον μεγάλην ακρίβειαν και τέχνην τους καθαρίζεις, ως να ήσαν αγάλματα, και τους δύο από το κάθε τι, διά να υποβληθούν υπό την κρίσιν μας!

– Όσον ημπορώ καλύτερα, είπε· και αφού τους ελάβαμεν τοιούτους, δεν είναι καθόλου δύσκολον, φρονώ, να εκθέσωμεν την ζωήν που περιμένει τον καθένα τους· μόνον σε παρακαλώ, Σωκράτη, αν τα λέγω κάπως χονδρά, μην το παίρνης πως τα λέγω εγώ, αλλά εκείνοι που προτιμούν την αδικίαν από την δικαιοσύνην· και λοιπόν θα ειπούν αυτοί, ότι ο δίκαιός μας θα μαστιγωθή, θα ριφθή εις τα σίδερα, θα τυφλωθή, και τελευταίον, αφού υποστή όλα τα βασανιστήρια, θα ανασκολοπισθή κ' έτσι θα μάθη ότι δεν είναι ανάγκη να θέλη να είναι κανείς δίκαιος, αλλά να θεωρήται τοιούτος· και ο στίχος επομένως του Αισχύλου ορθότερον θα ήτο να εφαρμόζεται διά τον άδικον· ούτος τωόντι, επειδή κυνηγά ένα πράγμα, που έχει αληθινήν υπόστασιν και δεν ζη διά την υπόληψιν του κόσμου, θέλει όχι να θεωρήται άδικος αλλά να είναι τοιούτος,

βαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκι,

που μέσαθέ του οι πάνσοφες βουλές βλασταίνουν.

Και εν πρώτοις, επειδή θα περνά διά δίκαιος, θα έχη τα ανώτατα αξιώματα της πολιτείας, θα παίρνη γυναίκα απ' όποιο σπίτι θέλει, θα αποκαθιστά κατ' αυτόν τον τρόπον και τα παιδιά του, θα γίνεται μέτοχος εις όσας επιχειρήσεις θέλει, και εις όλα αυτά θα βγαίνη πάντα κερδημένος, διότι βέβαια δεν θα δυσκολεύεται διόλου να εκμεταλλεύεται τους άλλους κατά τον αισχρότερον τρόπον και εις δικαστικούς αγώνας αν περιπλεχθή, είτε ιδιωτικούς είτε δημοσίους, θα τα ξεκεφαλώση μια χαρά με ζημίαν των αντιπάλων του και ωφέλειαν ιδικήν του· με την μεγάλην περιουσίαν που θ' αποκτήση αφεύκτως με την αισχροκέρδειάν του, θα είναι εις θέσιν τους φίλους του να ευεργετή, τους εχθρούς του να βλάπτη, μεγαλοπρεπείς θυσίας και πλούσια αφιερώματα να κάμνη εις τους θεούς, και να εξασφαλίζη την εύνοιαν των θεών και όσων ανθρώπων θέλει πολύ ασφαλέστερα και βεβαιότερα παρ' ό,τι ημπορεί να το κάμη ο δίκαιος· ώστε, κατά φυσικόν λόγον, και πολύ θεοφιλέστερος του ανήκει να είναι από τον δίκαιον. Τοιούτος λοιπόν βίος, λέγουν, έχει ετοιμασθή και εκ μέρους των θεών και εκ μέρους των ανθρώπων διά τον άδικον, πολύ βέβαια ευτυχέστερος από τον βίον του δικαίου.

Αφού είπεν αυτά ο Γλαύκων, εγώ μεν κάτι είχα εις τον νουν μου να του απαντήσω· αλλά ο αδελφός του ο Αδείμαντος, λαβών τον λόγον, με ηρώτησε· – Νομίζεις, Σωκράτη, να έχη αναπτυχθή επαρκώς το θέμα; – Και διατί όχι; – Εγώ λέγω ότι παρελείφθη ακριβώς το ουσιωδέστερον. – Αι λοιπόν, όπως λέγει και η παροιμία, αδελφός αδελφόν βοηθά· ώστε και συ, αν αυτός παρέλειψε τίποτε, έλα εις βοήθειάν του· αν και αρκούν και όσα είπε να με θέσουν, εμένα, εκτός μάχης και να με καταστήσουν ανίκανον να υπερασπισθώ την δικαιοσύνην. – Άφηνέ τα αυτά, και άκουε τώρα τι θα ειπώ και εγώ· διότι πρέπει να εξετάσωμεν το ζήτημα και από την αντίθετον όψιν του και να ακούσωμεν και τα επιχειρήματα εκείνων, οι οποίοι παίρνουν το μέρος της δικαιοσύνης εναντίον της αδικίας, διά να καταδειχθή, σαφέστερον εκείνο το οποίον μου φαίνεται πως ήθελεν ο Γλαύκων.

Συνιστούν λοιπόν γενικώς και συμβουλεύουν οι πατέρες τα τέκνα των και όλοι όσοι αναλαμβάνουν την φροντίδα της ανατροφής των νέων, ότι πρέπει να είναι κανείς δίκαιος, όχι διότι με αυτό θέλουν να επαινέσουν αυτήν την δικαιοσύνην, αλλά τας ωφελείας που παρέχει· ούτως ώστε, όταν κατορθώση τις να θεωρήται δίκαιος, να αποκτά με αυτήν την υπόληψιν αξιώματα και γάμους και όλα όσα απηρίθμησε προ μικρού ο Γλαύκων ότι κερδίζει ο άδικος· προχωρούν όμως και πάρα πέρα αυτοί, και προσθέτουν τα άφθονα αγαθά τα οποία θα έχουν, εξασφαλίζοντες την ευμένειαν των θεών, όπως λέγει και ο καλός μας Ησίοδος και ο Όμηρος· διότι, κατά τον πρώτον, οι θεοί έκαμαν τις βελανιδιές διά τους δικαίους, διά τους οποίους

 
έχει η κορφή τους τον καρπό κ' έχει ο κορμός μελίσσια
και μέσα στο παχύ μαλλί πνίγουνται οι προβατίνες,
 

και άλλα πολλά παρόμοια αγαθά· τα ίδια δε και ο δεύτερος· διότι λέγει διά κάποιον ότι

 
σαν τον καλό τον βασιλιά που, σα θεός, μοιράζει
τη δικιοσύνη στους λαούς, η παχειά γη του φέρνει
σιτάρι και γεννήματα, πλήθιους καρπούς τα δέντρα,
πάντα φτουρούν οι στάνες του, ψάρια οι γιαλοί του βγάζουν.
 

Ο δε Μουσαίος και ο υιός του ακόμη γενναιότερα αγαθά υπόσχονται εις τους δικαίους εκ μέρους των θεών· διότι αφού τους οδηγήσουν μετά θάνατον εις τον Άδην, τους παρακαθίζουν εις το συμπόσιον των ευσεβών, το οποίον παρασκευάζουν εκεί, και τους παριστάνουν να περνούν όλον τον καιρόν των πίνοντες και διασκεδάζοντες στεφανωμένοι, ως να ήτο η καλυτέρα αμοιβή διά την αρετήν των η αιωνία μέθη. Άλλοι πάλιν ποιηταί δεν περιορίζουν έως εκεί μόνον τας εκ μέρους των θεών αμοιβάς· διότι λέγουν ότι οι ευσεβείς και οι εύορκοι αφήνουν οπίσω των παιδιά των παιδιών των και γενεάς γενεών· με αυτά και άλλα τοιαύτα εγκωμιάζουν την δικαιοσύνην· τους δε ασεβείς πάλιν και τους αδίκους τους χώνουν εις τον Άδην μέσα εις μίαν λάσπην, ή τους αναγκάζουν να κουβαλλούν νερό με το κόσκινον· και όσον είναι ακόμη εις την ζωήν τους φορτώνουν με όλους τους εξευτελισμούς και τας περιφρονήσεις και τους υποβάλλουν εις όλα τα βασανιστήρια, τα οποία διεξετραγώδησεν ο Γλαύκων ότι υφίστανται εκείνοι, οι οποίοι ενώ είναι δίκαιοι θεωρούνται άδικοι· αυτά λέγουν διά τους αδίκους και άλλα δεν έχουν να προσθέσουν, αυτός δε είναι ο έπαινος και η κατηγορία του δικαίου και του αδίκου.

Εκτός όμως αυτών άκουσε τώρα, Σωκράτη, και ένα άλλο είδος λόγων περί δικαιοσύνης και αδικίας, τους οποίους λέγουν και οι κοινοί άνθρωποι και οι ποιηταί· όλοι δηλαδή με ένα στόμα κηρύττουν ότι είναι μεν ωραίον πράγμα η σωφροσύνη και η δικαιοσύνη, δύσκολον όμως και επίπονον· ενώ η αδικία και η ακολασία είναι μεν ευχάριστα και δεν στοιχίζουν τίποτε να τα αποκτήση κανείς, είναι όμως επονείδιστα μόνον κατά την ιδέαν του κόσμου και επειδή έτσι το θέλει ο νόμος· ότι όμως είναι τα άδικα ωφελιμώτερα από τα δίκαια κανείς, λέγουν, δεν ημπορεί να το αρνηθή· και οι περισσότεροι δεν δυσκολεύονται να μακαρίζουν και να τιμούν και κατ' ιδίαν και δημοσία τους φαύλους εκείνους που έχουν τα πλούτη και την δύναμιν, ενώ απεναντίας ελεεινολογούν και περιφρονούν τους άλλους, όταν τύχη να είναι αδύνατοι και πτωχοί, όσον και αν παραδέχονται πως είναι καλύτεροι από τους αδίκους· αλλ' απ' όλους αυτούς τους λόγους οι πλέον παράξενοι είναι εκείνοι που λέγονται σχετικώς με τους θεούς και με την αρετήν, ότι τάχα και οι ίδιοι οι θεοί παρέχουν πολλάκις όλα τα κακά και τας δυστυχίας της ζωής εις τους εναρέτους ανθρώπους, ενώ εις τους κακούς επιφυλάττουν την εναντίαν μοίραν· αφ' ετέρου πάλιν γόητες και μάντεις, κρούοντες συχνάκις τας θύρας των πλουσίων, τους πείθουν ότι έχουν την δύναμιν, κατά θείαν παραχώρησιν, εάν υπέπεσαν εις καμμίαν αμαρτίαν ή αυτοί και οι πρόγονοί των, να την εξιλεώνουν με θυσίας και με διαβάσματα, με τελετάς και άλλα τοιαύτα· και αν θέλουν να βλάψουν κανένα εχθρόν των, δίκαιον ή άδικον αδιάφορον, με μικράν δαπάνην ημπορούν να το επιτύχουν, διότι αυτοί με μαγικούς εξορκισμούς και με άλλας μαγγανείας καταφέρνουν ώστε να τους εξυπηρετούν οι θεοί· όλων δε αυτών των λόγων μάρτυρας φέρουν πάλιν τους ποιητάς, διά να αποδείξουν μεν πόσον εύκολον πράγμα είναι η κακία,

 
γιατί μπορείς με το σακκί να πάρης την κακία
εύκολα· ίσια η στράτα της, δεν καίγεται δι' αλάργου
μα μπρος στην αρετή οι θεοί έχουν ιδρώτα βάλη
 

και ένα δρόμον μακρόν και ανηφορικόν· άλλοι δε φέρουν μάρτυρα τον Όμηρον, ότι ημπορούν οι άνθρωποι να στρέψουν με το θέλημά των τους θεούς, διότι και εκείνος είπεν ότι

 
και των θεών γυρνάει η γνώμη,
κι αυτούς μπορούν με προσευχές και ευπρόσδεκτες θυσίες
με κνίσσα και με τις σπονδές οι άνθρωποι να λυγίζουν
παρακαλόντας, αν κανείς καμμιά αμαρτία κάμη.
 

Ακόμη δε παρουσιάζουν ένα σωρόν βιβλία του Μουσαίου και του Ορφέως – οι οποίοι, λέγουν, ότι κατάγονται από τας Μούσας και από την Σελήνην – που περιέχουν τας ιεροτελεστίας αυτών των θυσιών, και πείθουν όχι μόνον τους ιδιώτας αλλά και ολοκλήρους πόλεις ακόμη ότι με θυσίας και με τερπνά παιγνίδια ημπορούν να επιτύχουν τον εξαγνισμόν και την άφεσιν των αμαρτημάτων όχι μόνον των ζωντανών αλλά και των αποθαμμένων· ονομάζουν δε τελετάς όλα αυτά τα μέσα με τα οποία μας απαλλάττουν από τα βασανιστήρια του άλλου κόσμου, που δεν θα τα διαφύγουν όσοι τας παραμελούν.

Όλα λοιπόν αυτά, αγαπητέ μου Σωκράτη, τα οποία λέγονται περί της αρετής και της κακίας και περί της ιδέας την οποίαν έχουν δι' αυτά οι θεοί και οι άνθρωποι, ποίαν εντύπωσιν νομίζεις ότι θα έχουν επί της ψυχής των νέων, όσοι εκ φύσεως είναι πεπροικισμένοι με την ικανότητα να ημπορούν να εξάγουν συμπεράσματα εξ όσων ακούουν, εν σχέσει με αυτό το ζήτημα; οποίος τις πρέπει να είναι ο άνθρωπος και ποίαν οδόν να ακολουθήση διά να είναι ευτυχής εις την ζωήν του; Δεν είναι πιθανόν ότι θα ειπή προς τον εαυτόν του εκείνο που λέγει ο Πίνδαρος;

 
Ποίο δρόμο νακλουθήσω
για νανεβώ στον πύργο ψηλά και πιο ψηλά;
της δικιοσύνης τον ίσιο
ή τη λοξή γυροβολιά;
 

και αφού ανεβώ και κλεισθώ εκεί μέσα να διέλθω ασφαλής την ζωήν μου; διότι απ' όλα όσα ακούω να λέγουν, τίποτε δεν θα με ωφελήση να είμαι δίκαιος, αν δεν θεωρούμαι και τοιούτος, ζημίας δε μόνον και βάσανα φανερά θα έχω· επειδή λοιπόν αρκεί να θεωρήται μόνον κανείς δίκαιος, όπως με διαβεβαιούν οι σοφοί, και αυτό είναι ανώτερον από την αλήθειαν και το μόνον που δίδει εις τον άνθρωπον την ευτυχίαν, προς αυτό λοιπόν και εγώ θα στραφώ εξ ολοκλήρου· θα περιβληθώ λοιπόν ολόγυρα μου με όλα τα προσχήματα και την επίφασιν της αρετής και θα σέρνω από πίσω μου την πονηράν εκείνην και πανούργον αλώπεκα, που λέγει ο σοφώτατος Αρχίλοχος· θα μου ειπή ίσως κάποιος, ότι δεν είναι εύκολον να είναι κανείς πάντα κακός χωρίς να τον πάρουν είδησιν· ναι, αλλά και όλα τα μεγάλα πράγματα έχουν τας δυσκολίας των, θα του απαντήσωμεν· και ό,τι και αν είναι, αν θέλωμεν να ευτυχήσωμεν, ας πάρωμεν αυτόν τον δρόμον, του οποίου τα ίχνη τα χαράζουν αυτοί οι λόγοι που ακούομεν· άλλως τε, διά να μείνωμεν ασύλληπτοι, θα συγκεντρώσωμεν γύρω μας συντρόφους και συνενόχους, υπάρχουν δε και διδάσκαλοι να μας μάθουν πώς να εξαπατώμεν και τα πλήθη και τους δικαστάς με την τέχνην της ρητορικής, και τοιουτοτρόπως, άλλοτε με την απάτην, άλλοτε με την βίαν, θα κατορθώνωμεν να μένωμεν ατιμώρητοι διά τα αδικήματά μας· ναι, τους θεούς όμως δεν ημπορούμεν ούτε να τους διαφύγωμεν ούτε να τους εκβιάσωμεν· αλλ' αν δεν υπάρχουν θεοί, ή εάν δεν εν διαφέρωνται διόλου διά τους ανθρώπους, τι μας μέλει και ημάς αν μας νοιώσουν ή δεν μας νοιώσουν; εάν πάλιν υπάρχουν και ενδιαφέρωνται, γνωρίζομεν την ύπαρξίν των εξ ακοής και από τους λόγους των ποιητών, οι οποίοι μας έκαμαν και την γενεαλογίαν των· αλλ' οι ίδιοι πάλιν οι ποιηταί μας διδάσκουν, ότι τους θεούς ημπορούμεν να τους εξιλεώσωμεν και να εξευμενίσωμεν την οργήν των με θυσίας και με ευπρόσδεκτα ταξίματα και με προσευχάς· ή λοιπόν πρέπει να τους πιστεύσωμεν εις όλα όσα λέγουν, ή εις τίποτε από αυτά· και αν επομένως τους πιστεύσωμεν, ας είμεθα άδικοι· δεν έχομεν παρά να προσφέρωμεν θυσίας και εις τους θεούς από τους καρπούς της αδικίας μας· είναι αληθές ότι, αν είμεθα δίκαιοι, δεν έχομεν να φοβώμεθα τίποτε εκ μέρους των θεών, θα απαρνηθώμεν όμως συγχρόνως και όλα τα κέρδη που προέρχονται από την αδικίαν· ενώ, εάν είμεθα άδικοι, πρώτον δεν θα χάσωμεν αυτά τα κέρδη, έπειτα εξαγοράζοντες τα κρίματά μας με προσευχάς και θυσίας, θα την περάσωμεν ατιμώρητοι· ναι, αλλά θα πληρώσωμεν εις τον Άδην, ή ημείς οι ίδιοι ή τα τέκνα μας, όσας αμαρτίας εκάμαμεν εις αυτήν την ζωήν· υπάρχουν όμως πάλιν οι εξαγνισμοί και αι τελεταί, που έχουν μεγάλην δύναμιν διά τους θεούς του κάτω κόσμου, όπως το παραδέχονται και ολόκληροι πόλεις και όπως το διακηρύττουν οι ποιηταί, οι οποίοι είναι τέκνα και προφήται συγχρόνως των θεών. Με ποίαν λοιπόν λογικήν θα ημπορούσαμεν πλέον να προτιμήσωμεν την δικαιοσύνην από την μεγίστην αδικίαν, την οποίαν εάν περικαλύψωμεν εύμορφα με το κίβδηλον πρόσχημα της αρετής, όλα θα μας έρχονται κατ' ευχήν και εκ μέρους των θεών και εκ μέρους των ανθρώπων και εις αυτήν την ζωήν και εις την άλλην, κατά την κοινήν ομολογίαν και των πολλών και των σοφών;

Από όλα λοιπόν όσα είπαμεν, πώς ημπορεί ποτε, Σωκράτη, να προτιμήση την δικαιοσύνην ένας άνθρωπος με ανώτερα ψυχικά και σωματικά προτερήματα, με καταγωγήν, με περιουσίαν, και να μην την περιγελά απεναντίας όταν ακούη να την εγκωμιάζουν, αφού μάλιστα, και αν ημπορή ακόμη να αποδείξη κανείς ότι όλα αυτά που είπαμε είναι ψεύματα, και είναι τελείως πεπεισμένος ότι η δικαιοσύνη είναι το καλύτερον πράγμα, πάλιν δεν ημπορεί παρά να είναι συγκαταβατικός προς τους αδίκους και να τους συγχωρή εν μέρει· διότι γνωρίζει ότι, εκτός ίσως εκείνων οίτινες προικισθέντες με εξαιρετικήν τινα και θείαν φύσιν ή γνώσιν αποτροπιάζονται την αδικίαν, κανείς άλλος δεν είναι δίκαιος εκουσίως, αλλά είτε από ανανδρίαν είτε από γηρατειά είτε από άλλην καμμίαν αδυναμίαν κατηγορεί την αδικίαν, επειδή δεν ημπορεί, ο ίδιος να αδικήση· και ιδού η απόδειξις· ο πρώτος από αυτούς που θα ελάμβανε την δύναμιν, αμέσως θα τον έβλεπες να αδική, όσον θα του επερνούσε.

Και όλων αυτών καμμία άλλη αιτία δεν είναι, παρά εκείνη ακριβώς από την οποίαν ωρμήθη και η συζήτησίς μας, του Γλαύκωνος και εμού, μαζί σου· ότι δηλαδή κανείς από σας που παρουσιάζεσθε εξυμνηταί της δικαιοσύνης, αν αρχίσωμεν από τους παλαιοτάτους ήρωας, των οποίων λόγοι έχουν διασωθή εις την μνήμην των ανθρώπων, έως σήμερα, κανείς, λέγω, δεν κατηγόρησε την αδικίαν ούτε εγκωμίασε την δικαιοσύνην αλλέως πως παρά διά τας δόξας και τας τιμάς και τας αμοιβάς αυτών. Κανείς όμως έως τώρα δεν εξήτασε την δικαιοσύνην και την αδικίαν όπως ενυπάρχουν καθ' εαυτάς εις την ψυχήν των ανθρώπων και με την ιδιαιτέραν των εκείνην ουσίαν την άγνωστον και εις τους θεούς και εις τους ανθρώπους, και κανείς ακόμη δεν επραγματεύθη επαρκώς είτε διά της ποιήσεως είτε εν πεζώ λόγω, ότι η μεν δικαιοσύνη είναι το μέγιστον αγαθόν απ' όσα έχει μέσα της η ψυχή, η δε αδικία το μέγιστον κακόν. Διότι αν το εκάμνετε αυτό απ' αρχής και μας επείθετε από νεαράς ηλικίας, δεν θα ήτο ανάγκη να φυλάττη ο ένας τον άλλον μήπως αδικήση, αλλ' έκαστος θα ήτο φύλαξ του εαυτού του, διότι θα εφοβείτο να τρέφη μέσα εις την ψυχήν του το μέγιστον αυτό κακόν, την αδικίαν.

Ταύτα και άλλα ίσως περισσότερα απ' αυτά θα είχαν να λέγουν ο Θρασύμαχος, και όποιος άλλος, περί της δικαιοσύνης και της αδικίας, συγχέοντες βέβαια, καθώς μου φαίνεται, ολίγον βεβιασμένως την φύσιν της μιας και της άλλης. Εγώ όμως, και δεν έχω καμμίαν ανάγκην να σου το κρύψω, δι' αυτό ακριβώς εξέτεινα τόσον πολύ τον λόγον μου, διότι επιθυμώ να ακούσω εσένα, πώς θα τα αντικρούσης όλα αυτά· μη περιορισθής λοιπόν μόνον να μας αποδείξης ότι η δικαιοσύνη είναι προτιμοτέρα της αδικίας, αλλά να μας εξηγήσης πώς ενεργεί καθ' εαυτήν επί της ψυχής του ανθρώπου, ώστε να είναι αγαθόν η μία και κακόν η άλλη· θα αφαιρέσης, εννοείται, τα φαινόμενα και το τι φρονεί ο ένας και ο άλλος, όπως το εσύστησε και ο Γλαύκων διότι αν δεν αφαιρέσης μεν έστω και τα αληθή, και δεν προσθέσης απεναντίας τα ψευδή, θα είπωμεν ότι δεν επαινείς την δικαιοσύνην, ούτε ότι κατηγορής την αδικίαν, αλλ' εκείνο το οποίον θεωρείται δικαιοσύνη και αδικία· και ότι μας επιτρέπεις επομένως να αδικούμεν, φθάνει μόνον να μη μας παίρνουν είδησιν και ότι εις το τέλος είσαι σύμφωνος με τον Θρασύμαχον, ότι η δικαιοσύνη δεν είναι αγαθόν δι' εκείνον που την έχει, αλλά είναι το συμφέρον του ισχυροτέρου, ενώ απεναντίας η αδικία είναι πράγμα ωφέλιμον και συμφέρον δι' εαυτήν, μόνον δε διά τον ασθενέστερον ασύμφορον. Αφού λοιπόν παρεδεχθής ότι η δικαιοσύνη είναι από τα μέγιστα αγαθά, τα οποία αξίζει να αποκτά κανείς διά τα αποτελέσματά των, αλλά και πολύ περισσότερον δι' αυτά τα ίδια, όπως είναι η όρασις, η ακοή, η φρόνησις, η υγιεία και όσα άλλα αγαθά είναι γόνιμα απ' αυτήν την φύσιν των και όχι διότι τα θεωρούν τοιαύτα οι άνθρωποι, εγκωμίασε λοιπόν την δικαιοσύνην διά την ωφέλειαν την οποίαν παρέχει αυτή καθ' εαυτήν εις τον άνθρωπον και κατηγόρησε την αδικίαν διά την βλάβην της. Τας δε ανταμοιβάς και τας ιδέας του κόσμου περί αυτών, άφες άλλους να τα επαινούν, επειδή εγώ θα ημπορούσα να ανεχθώ κάθε άλλον να εγκωμιάζη κατ' αυτόν τον τρόπον την δικαιοσύνην και να κατηγορή την αδικίαν από τα εξωτερικά των αυτά αποτελέσματα, όχι όμως και σένα – εκτός αν μου το διέτασσες – αφού εσύ επέρασες όλην την ζωήν αποκλειστικώς με αυτήν την μελέτην και την εξέτασιν. Ώστε, μη μας αποδείξης μόνον ότι η δικαιοσύνη είναι προτιμοτέρα από την αδικίαν, αλλά και πώς επενεργεί καθ' εαυτήν επί του ανθρώπου, ώστε να είναι αγαθόν πράγμα η μία, και κακόν η άλλη.

1.Η εορτή, περί της οποίας κάμνει λόγον ευθύς εις την αρχήν του διαλόγου και χάριν της οποίας κατήλθον εις τον Πειραιά, ήτο προς τιμήν της Βενδίδος, θρακικής Θεότητος αναλόγου προς την Αρτέμιδα των Ελλήνων.
Yaş sınırı:
12+
Litres'teki yayın tarihi:
13 ekim 2017
Hacim:
110 s. 1 illüstrasyon
Telif hakkı:
Public Domain

Bu kitabı okuyanlar şunları da okudu