Sadece LitRes`te okuyun

Kitap dosya olarak indirilemez ancak uygulamamız üzerinden veya online olarak web sitemizden okunabilir.

Kitabı oku: «Πολιτεία, Τόμος 2», sayfa 3

Yazı tipi:

– Είναι επομένως φανερόν ότι οι νέοι, μεταχειριζόμενοι την απλήν εκείνην μουσικήν, που γεννά καθώς είπομεν την σωφροσύνην, θα το θεωρούν βέβαια εντροπήν των να λαμβάνουν ανάγκην των δικαστών. – Πως όχι; – Εάν λοιπόν ο έχων τοιαύτην μουσικήν ανατροφήν θελήση να ακολουθήση τα αυτά ίχνη και εις την γυμναστικήν, δεν θα προτιμήση να μη χρειασθή ποτέ την ιατρικήν, εκτός απολύτου ανάγκης; – Μου φαίνεται. – Ώστε θα υποβάλλεται εις τας ασκήσεις αυτάς και τους σωματικούς κόπους όχι τόσον διά να αυξήση την σωματικήν του δύναμιν, αλλά μάλλον αποβλέπων εις το θυμοειδές της ψυχής και εις την ανάπτυξιν αυτού, κατ' αντίθεσιν προς τους άλλους τους κοινούς αθλητάς, οι οποίοι ακολουθούντες ωρισμένον είδος ασκήσεως και διαίτης αποβλέπουν μόνον να γίνουν ρωμαλέοι. – Ορθότατα.

– Αλλ' άραγε πιστεύεις και συ, Γλαύκων, όπως το φαντάζονται και πολλοί άλλοι, ότι εκείνοι που εθέσπισαν εις την εκπαίδευσιν των νέων την μουσικήν και την γυμναστικήν, τας εθέσπισαν διά να διαπλάττουν με την μίαν μεν το σώμα, με την άλλην δε την ψυχήν; – Αλλά διά τι άλλο; – Διότι εμένα μου φαίνεται ότι εθέσπισαν και τας δύο κυριώτατα διά την ψυχήν. – Και πώς τάχα; – Δεν παρετήρησες ποτέ ποίαν τροπήν λαμβάνει και ο χαρακτήρ εκείνων, που επιδοθούν αποκλειστικώς καθ' όλην των την ζωήν εις την γυμναστικήν, χωρίς να γευθούν διόλου από μουσικήν; ή και εκείνοι, εις τους οποίους συμβή το εναντίον; – Περί τίνος λέγεις; – Περί της αγριότητος και σκληρότητος των πρώτων, και περί της μαλακότητος και ημερότητος των δευτέρων. – Πράγματι το παρετήρησα και εγώ, ότι όσοι μεν επιδοθούν αποκλειστικώς εις την γυμναστικήν, γίνονται τραχύτεροι του δέοντος, όσοι δε εις την μουσικήν, μαλακώτεροι παρ' όσον θα τους ήρμοζε. – Και όμως αυτή η τραχύτης δεν ημπορεί να προέρχεται παρά από το θυμοειδές της φύσεως, το οποίον με την ορθήν μεν ανατροφήν μεταβάλλεται εις ανδρείαν, όταν όμως επιταθή περισσότερον του δέοντος, καταντά φυσικώ τω λόγω εις την τραχύτητα και την βαναυσότητα. – Έτσι φαίνεται. – Τι δε; την ημερότητα δεν την έχει έμφυτον η φιλοσοφική φύσις; η οποία όταν μεν χαλαρωθή ακόμη περισσότερον καταντά εις την χαυνότητα, όταν όμως καλλιεργηθή όπως πρέπει γίνεται ημερότης και κοσμιότης; – Και αυτό σωστόν. – Αλλά είπομεν ότι οι φρουροί μας πρέπει να έχουν και τους δύο τούτους χαρακτήρας. – Πρέπει μάλιστα. – Ώστε πρέπει να είναι συνδυασμένοι αρμονικώς μεταξύ των. – Πώς όχι; – Διότι όπου μεν υπάρχει αυτός ο αρμονικός συνδυασμός καθιστά την ψυχήν και εγκρατή και ανδρείαν. – Μάλιστα. – Ενώ η μεταξύ των δυσαρμονία την καθιστά και δειλήν και βάναυσον. – Και πολύ μάλιστα.

– Όταν λοιπόν κανείς παραδίδη εις την μουσικήν την ψυχήν του, να του την ποτίζη και να την γλυκοπεριχύνη διά μέσου της ακοής, με τας γλυκάς εκείνας και μαλακάς και θρηνώδεις αρμονίας που ελέγαμεν, και περνά όλην του την ζωήν με τα τραγούδια και με τα θέλγητρα του άσματος, αυτός κατ' αρχάς μεν, εάν είχε μέσα του τίποτε το θυμοειδές, αρχίζει να το μαλακώνη, και όπως ο σίδηρος εις το πυρ, να το κάμνη χρήσιμον, ενώ πριν ήτο σκληρόν και άχρηστον· αλλ' αν δεν μετριάση το πράγμα και εξακολουθή να υφίσταται την αυτήν γοητείαν, τότε το θυμοειδές εκείνο αρχίζει πλέον να λυώνη και να στάζη σιγά σιγά, έως ότου εξ ολοκλήρου αναλυθή, και εις το τέλος γίνεται η ψυχή του ως να της έκοψαν τα νεύρα και ο ίδιος καταντά μαλθακός αιχμητής, καθώς λέγει ο Όμηρος. – Έτσι είναι. – Και αν μεν εξ αρχής λάβη ψυχήν εκ φύσεως μαλακήν, το αποτέλεσμα δεν αργεί να επέλθη μίαν ώραν αρχύτερα· εάν δε απεναντίας θυμοειδή, εξασθενίζει την ψυχήν και την κάμνει οξύθυμον, η οποία, αρκεί ένα τίποτε, να ερεθισθή αμέσως και πάλιν αμέσως να κατευνασθή· ώστε γίνονται οι τοιούτοι ευερέθιστοι και οργίλοι, από ανδρείοι που ήσαν, και πολύ δυσμεταχείριστοι. – Είναι αληθέστατον.

– Εάν τώρα πάλιν εις την γυμναστικήν, υπερβολικά γυμνάζεται, υπερβολικά τρώγη, παραμελή δε τελείως την μουσικήν και την φιλοσοφίαν, κατ' αρχάς μεν δεν θα δυναμώση το σώμα του, δεν θα αποκτήση μίαν αυτοπεποίθησιν και τόλμην, και εν γένει δεν θα γίνη ανδρειότερος από πριν; – Χωρίς άλλο βέβαια. – Αφού όμως θα εξακολουθή να μη κάμνη τίποτε άλλο και να μην έχη καμμίαν κοινωνίαν με την Μούσαν, η ψυχή του, και αν είχε και μικράν φιλομάθειαν πριν, επειδή θα μένη άγευστος πάσης μαθήσεως και ερεύνης, και αμέτοχος παντός λόγου και άλλης μουσικής μορφώσεως, δεν θα εξασθενήση τελείως και θα καταντήση τυφλή και κωφή, όταν παύση κάθε φροντίς να την διεγείρη και την αναπτύσση και να καθαρίζη, τας αισθήσεις του; – Αυτό μάλιστα θα γίνη.

– Εχθρός λοιπόν των γραμμάτων και των μουσών γίνεται, νομίζω, ο τοιούτος, ο οποίος δεν γνωρίζει πλέον να μεταχειρίζεται την πειθώ και τον λόγον, αλλά όλο με το άγριον και με την βίαν έχει να κάμη, ως θηρίον, και ζη εις την αμάθειαν και την χυδαιότητα βυθισμένος, χωρίς καμμίαν χάριν και αρμονίαν. – Πράγματι είναι όπως το λέγεις. – Θα ημπορούσα λοιπόν να ισχυρισθώ εγώ, ότι τας δύο αυτάς τέχνας, την μουσικήν και την γυμναστικήν, εχάρισε κάποιος θεός εις τους ανθρώπους, όχι, καθώς κοινώς λέγεται, την μίαν διά την ψυχήν και την άλλην διά το σώμα (εκτός μόνον εν παρέργω διά το τελευταίον τούτο), αλλά και τας δύο αποκλειστικώς διά την ψυχήν, όπως εντός αυτής συνδυάζωνται αρμονικώς η ανδρεία και η σοφία, εντεινόμεναι ή χαλαρούμεναι μέχρι του προσήκοντος βαθμού. – Φαίνεται πράγματι. – Εκείνος λοιπόν ο οποίος συνδυάζει άριστα την γυμναστικήν μετά της μουσικής και τας εφαρμόζει με το προσήκον μέτρον εις την ψυχήν του, αυτός θα άξιζε να ονομασθή ορθότατα τελείως μουσικός και επιστήμων της αρμονικής, πολύ περισσότερον από τον χορδιστήν των μουσικών οργάνων. – Και πολύ φυσικά. – Δεν θα χρειασθή λοιπόν, Γλαύκων, και εις την πόλιν μας ένας επιστάτης, ο οποίος να το έχη αυτό έργον, εάν εννοούμεν να διατηρηθή η πολιτεία; – Θα χρειασθή και πάρα πολύ μάλιστα.

– Αυτοί λοιπόν περίπου θα είναι οι τύποι της ανατροφής και της εκπαιδεύσεως των νέων μας· διότι περιτττόν θα ήτο να εκτεινώμεθα τώρα περί των χορών και των κυνηγίων και των γυμνικών και ιππικών αγώνων· είναι προφανές ότι και επί τούτων θα ακολουθήσωμεν τας αρχάς, που καθωρίσαμεν, και δεν είναι δύσκολον να διαγράψωμεν και αυτών τους κανόνας. – Δεν θα είναι βέβαια δύσκολον.

– Έστω λοιπόν· τι ζήτημα μας υπολείπεται τώρα να διευκρινήσωμεν; δεν πρέπει τάχα να εξετάσωμεν ποίοι απ’ αυτούς θα κυβερνούν και ποίοι θα υπακούουν; – Πώς όχι; – Δεν είναι εν πρώτος φανερόν ότι άρχοντες μεν πρέπει να είναι οι πρεσβύτεροι, υπήκοοι δε οι νεώτεροι; – Φανερόν. – Και ότι πάλιν μεταξύ των πρεσβυτέρων οι καλύτεροι; – Και αυτό. – Καλύτεροι μεταξύ των γεωργών δεν είναι εκείνοι που κατέχουν εις την εντέλειαν την τέχνην των; – Μάλιστα. – Αφού λοιπόν και εκείνοι πρέπει να είναι οι καλύτεροι μεταξύ των φρουρών, δεν πρέπει να γνωρίζουν εις την εντέλειαν το πως φρουρείται μία πόλις; – Βέβαια. – Ώστε προς τούτο δεν πρέπει να είναι συνετοί και δραστήριοι, ακόμη δε να έχουν και μέγαν ζήλον υπέρ της πόλεως; – Εννοείται. – Περισσότερον δε ζήλον έχει, νομίζω, κανείς δι’ ένα πράγμα που αγαπά. – Κατ' ανάγκην. – Αλλά βέβαια θα αγαπούσε κανείς περισσότερον εκείνο, μετά του οποίου θα είχε κοινά τα συμφέροντα, ούτως ώστε την ευτυχίαν αυτού να την θεωρή και ιδικήν του, και τανάπαλιν. – Έτσι είναι. – Πρέπει λοιπόν να εκλέξωμεν μεταξύ όλων των φρουρών εκείνους τους οποίους, μετά μακράν εξέτασιν, θα ευρίσκαμεν προθυμοτάτους καθ' όλην την ζωήν των να πράττουν μεν ό,τι θα ενόμιζαν συμφέρον της πόλεως, να αποφεύγουν δε κατά πάντα τρόπον ό,τι θα έκριναν ασύμφορον. – Αυτοί πράγματι θα μας εχρειάζοντο. – Μου φαίνεται δε ότι πρέπει να τους παρακολουθήσωμεν καθ' όλας τας ηλικίας, διά να βεβαιωθούμεν αν πράγματι είναι ικανοί να φυλάττουν απαρεγκλίτως αυτό το δόγμα, ή μήπως ημπορεί να υποκύψουν εις κανένα πειρασμόν ή βίαν, ώστε, λησμονούντες, να αποβάλουν την ιδέαν, που έχουν, ότι πρέπει να εργάζωνται πάντοτε διά το συμφέρον της πόλεως. – Πώς να την αποβάλουν; – θα σου το εξηγήσω· μου φαίνεται ότι αποβάλλομεν μίαν ιδέαν από τον νουν μας, είτε εκουσίως είτε ακουσίως· εκουσίως μεν όταν πεισθώμεν ότι είναι ψευδής· ενώ τας αληθείς τας παραιτούμεν ακουσίως. – Ενόησα το πρώτον, θέλω όμως να καταλάβω σαφέστερα πώς παραιτούμεν ακουσίως τας αληθείς; – Πώς; δεν εννοείς και μόνος σου, ότι οι άνθρωποι τα αγαθά τα στερούνται όχι με την θέλησίν των, ενώ απεναντίας τα κακά με όλην των την ευχαρίστησιν; ή δεν είναι κακόν να απαρνηθή κανείς την αλήθειαν, καλόν δε να την εγκολπούται; δεν την εγκολπούται δε, όταν έχη μίαν ορθήν ιδέαν περί παντός πράγματος; – Έχεις δίκαιον, και εννοώ τώρα ότι ακουσίως οι άνθρωποι αποβάλλουν μίαν ορθήν ιδέαν. – Και δεν το παθαίνουν αυτο ή δι’ υφαρπαγής, ή διά τινος γοητείας, ή δι’ εξαναγκασμού; – Ούτε τώρα δεν εννοώ. – Φαίνεται πως μεταχειρίζομαι την γλώσσαν των τραγικών· δι’ υφαρπαγής όταν λέγω, εννοώ όταν πεισθούν και αλλάξουν ιδέαν, ή όταν λησμονήσουν· επειδή, ούτως ειπείν, τους υπεξαιρεί την ιδέαν των εις μεν την πρώτην περίστασιν ο λόγος, εις δε την δευτέραν ο χρόνος· τώρα βέβαια θα ενόησες. – Ναι. – Δι’ εξαναγκασμού δε εννοώ, όταν με τα βασανιστήρια, σωματικά ή ηθικά, αναγκασθή κανείς να αλλάξη γνώμην. – Και αυτό το ενόησα και έχεις δίκαιον. – Όσον διά την γοητείαν, και εσύ νομίζω καταλαβαίνεις, ότι πρόκειται δι’ εκείνους που αλλάζουν ιδέαν, ή σαγηνευθέντες από την ηδονήν, ή και υποκύψαντες εις κάποιον φόβον. – Πραγματικώς, φαίνεται πως μας σαγηνεύουν όσα μας εξαπατούν.

– Διά να επανέλθωμεν λοιπόν εις το ζήτημά μας, πρέπει να εξετάσωμεν ποίοι θα είναι ικανοί να φυλάξουν απαρεγκλίτως το δόγμα αυτό· ότι οφείλουν να πράττουν πάντοτε εκείνο που θεωρούν συμφέρον της πόλεως· και να τους παρακολουθήσωμεν από της παιδικής των ηλικίας, δοκιμάζοντες αυτούς εις τοιαύτας περιστάσεις, εις τας οποίας κυρίως θα ήτο δυνατόν να το λησμονήσουν ή να εξαπατηθούν· και όσοι μεν ευρεθούν ικανοί να το φυλάττουν πάντα εις την μνήμην των, και να μη εξαπατώνται ευκόλως, θα τους εγκρίνωμεν, τους δε λοιπούς θα τους απορρίπτωμεν· δεν είναι έτσι; – Μάλιστα. – Ακόμη θα τους υποβάλωμεν εις κόπους και εις πόνους και αγώνας, εις τα οποία όλα οφείλουν να φυλάξουν αυτά που είπαμεν. – Πολύ σωστά. – Τέλος να τους υποβάλωμεν και εις την δοκιμασίαν ενός τρίτου είδους επιδράσεων. Όπως δηλαδή εκθέτουν τους νεαρούς ίππους εις κρότους και θορύβους, διά να ιδούν κατά πόσον επηρεάζονται από τον φόβον, τοιουτοτρόπως και αυτούς, όταν είναι ακόμη νέοι, να τους οδηγούμεν έξαφνα εμπρός εις πράγματα φοβερά, ή να τους ρίπτωμεν εν μέσω ηδονών, διά να εξακριβώσωμεν πολύ ασφαλέστερον, παρ' όταν δοκιμάζωμεν τον χρυσόν εις το πυρ, εάν εις όλας αυτάς τας περιστάσεις η φυσική των ευσχημοσύνη φανή ανωτέρα παντός πειρασμού, εάν είναι εις θέσιν να συγκρατήσουν τους εαυτούς των όπως τους εδίδαξεν η μουσική που έμαθαν, και αν εν γένει αποδείξουν ότι όλη των η διαγωγή είναι σύμφωνος με τους νόμους του ρυθμού και της αρμονίας, ούτως ώστε να είναι χρησιμώτατοι και διά τον εαυτόν τους και διά την πόλιν. Και όστις εξέλθη καθαρός από όλας αυτάς τας δοκιμασίας, και κατά την παιδικήν και την νεανικήν και την ανδρικήν ηλικίαν, θα τον διορίζωμεν άρχοντα και φρουρόν της πόλεως, θα του παρέχωμεν πάσας τας τιμάς εφ' όσον ζη, και αφού αποθάνη θα τύχη τάφου μεγαλοπρεπούς και πάσης ενδείξεως του οφειλομένου εις την μνήμην του σεβασμού· πάντας δε τους μη τοιούτους θ' απορρίπτωμεν. Τοιαύτη λοιπόν θα είναι, όχι βέβαια με όλας τας λεπτομερείας, αλλ' ως εν σχεδίω, η εκλογή και ο διορισμός των αρχόντων και φρουρών μας. – Και εγώ είμαι σύμφωνος μαζί σου. – Δεν θα είχαμεν άραγε πληρέστατον δίκαιον αυτούς κυρίως να ονομάσωμεν αληθινούς και πραγματικούς φρουρούς της πόλεως, τόσον ως προς τους εξωτερικούς εχθρούς όσον και προς τους ιδίους πολίτας, διά να αφαιρούν από αυτούς μεν την θέλησιν, από εκείνους δε την δύναμιν να την βλάπτουν; τους δε άλλους τους νέους, τους οποίους μέχρι τούδε ωνομάζαμεν φρουρούς, βοηθούς και εκτελεστάς των αποφάσεων των αρχόντων; – Έτσι λέγω και εγώ.

– Τώρα πώς θα κάμωμεν να εύρωμεν τρόπον, διά να πείσωμεν προ πάντων μεν αυτούς τους άρχοντας, ειδεμή τους άλλους τουλάχιστον πολίτας, να παραδεχθούν ένα από τα γενναία εκείνα ψεύδη, τα οποία δικαιολογούνται, καθώς ελέγαμεν, από την ανάγκην των περιστάσεων; – Ποίον είναι αυτό το ψεύδος; – Δεν είναι και τίποτε νέον, έλκει την καταγωγήν του από την Φοινίκην, καθώς δε λέγουν μετά πειστικότητος οι ποιηταί, είναι πράγμα που συνέβη μάλιστα πολλάκις εις παλαιοτέρας εποχάς· επί της εποχής μας, είναι η αλήθεια, δεν συνέβη, ουδέ γνωρίζω αν ημπορή να συμβή, και χρειάζεται βέβαια πολύ διά να το πιστεύση κανείς. – Πόσας περιστροφάς κάμνεις διά να μας το ειπής! – Και θα ιδής που έχω δίκαιον, όταν το ακούσης. – Έλα, λέγε το και μη φοβάσαι. – Το λέγω λοιπόν· αν και δεν γνωρίζω πού να εύρω την τόλμην που χρειάζεται, και ποίας εκφράσεις να μεταχειρισθώ, διά να πείσω πρώτον μεν αυτούς τους άρχοντας, έπειτα δε και τους στρατιώτας και τους άλλους πολίτας, ότι η ανατροφή και η εκπαίδευσις, που τους εδίδαμεν, δεν ήτο τίποτε άλλο παρά ένα όνειρον, που έβλεπαν, καθώς και όλα όσα συνέβαιναν γύρω τους· ενώ πραγματικώς, ευρίσκοντο τότε μέσα εις την γην, και εκεί από κάτω επλάσθησαν και ανετράφησαν και αυτοί οι ίδιοι, και εκεί επίσης κατεσκευάσθησαν όλα τα πράγματα των, όπλα και λοιπά, αφού δε συνεπληρώθη η επεξεργασία των, τους έβγαλεν επί τέλους η μητέρα Γη εις το φως· και επομένως πρέπει να θεωρούν την χώραν, που κατοικούν, ως μητέρα και τροφόν και να την υπερασπίζωνται, εάν κανείς επέλθη εναντίον της, επίσης δε και τους άλλους πολίτας ως αδελφούς και τέκνα της αυτής μητρός Γης. – Δεν είχες άδικον να διστάζης πριν, να μας ειπής αυτό το ψεύδος.

– Και πολύ ευλόγως· άκουε όμως τώρα την συνέχειαν του μύθου· είσθε αδελφοί όλοι οι πολίται, θα τους είπωμεν, αλλ' ο θεός, όταν σας έπλαττεν, ανέμιξε χρυσόν μέσα εις τα συστατικά εκείνων που ήσαν ικανοί να κυβερνούν τους άλλους, και διά τούτο είναι πολυτιμότατοι· άργυρον δε μέσα εις τους βοηθούς των πολεμιστάς· σίδηρον δε και χαλκόν εις τους γεωργούς και τους άλλους τεχνίτας· επειδή λοιπόν όλοι είσθε συγγενείς, θα γεννάτε ως επί το πλείστον τέκνα όμοιά σας, ημπορεί όμως ενίοτε από το χρυσούν γένος να γεννηθή τέκνον αργυρούν, και από αυτό πάλιν να γεννηθή χρυσούν, και κατ' αυτόν τον τρόπον και από όλα τα άλλα. Διατάσσει λοιπόν ο θεός εις τους άρχοντας, ως πρώτιστον και κυριώτατον αυτών καθήκον, τίποτε άλλο να μη εξετάζουν με περισσοτέραν φροντίδα και προσοχήν, παρά ποίον εκ των άλλων μετάλλων ευρίσκεται αναμεμιγμένον εις την ψυχήν των γεννωμένων τέκνων. Και αν ακόμη εις τα ιδικά των τέκνα ευρεθή κράμα σιδήρου ή χαλκού, να μη τους κάμουν καμμίαν χάριν, αλλά να τους απορρίψουν αμέσως εις την τάξιν, που ανήκουν, ως εκ της κατασκευής των, των γεωργών δηλαδή και των τεχνιτών· και αν πάλιν ευρεθή κανείς από αυτούς με περισσοτέραν αναλογίαν χρυσού ή αργύρου, να τον αναβιβάσουν, όπως αξίζει, εις την τάξιν των φρουρών ή των επικούρων, επειδή υπάρχει χρησμός ότι θα χαθή η πόλις τότε, όταν την φυλάξη ο χαλκός ή ο σίδηρος. Γνωρίζεις λοιπόν κανένα τρόπον να τους πείσωμεν ότι είναι αληθινός αυτός ο μύθος; – Κανένα, όσον αφορά αυτούς τους ιδίους· διά τα τέκνα των όμως, και διά τους απογόνους των, και διά τους λοιπούς ανθρώπους κατόπιν, δεν θα ήτο ίσως δύσκολον. – Αλλά και αυτό θα ήτο αρκετόν, διά να τους εμπνεύση μεγαλύτερον ενδιαφέρον και προς την πόλιν και προς αλλήλους· διότι εννοώ επάνω κάτω τι θέλεις να είπης. Και αυτό μεν το επινόημά μας θα το αναβιβάση η φήμη όπου της αρέση· ημείς δε ας εξοπλίσωμεν τώρα αυτά τα τέκνα της γης, και με τους αρχηγούς επί κεφαλής ας τους παρουσιάσωμεν εμπρός· ας πλησιάσουν και ας εκλέξουν το καταλληλότερον μέρος διά να στρατοπεδεύσουν, ώστε να ημπορούν και τους εντός της πόλεως να συγκρατούν, αν ήθελον δείξη αντιπειθαρχικάς προς τους νόμους διαθέσεις, και τον εξωτερικόν εχθρόν να αποκρούσουν, εάν επήρχετο κατά της πόλεως καθώς λύκος εναντίον της ποίμνης· και αφού εκλέξουν τον χώρον του στρατοπέδου, και θυσιάσουν εις εκείνους που πρέπει, ας στήσουν τέλος τας σκηνάς των· δεν είναι έτσι; – Πώς όχι; – Και βέβαια τοιαύτας, ώστε να ημπορούν να τους στεγάζουν και χειμώνα και θέρος. – Βεβαίως· διότι εννοείς, μου φαίνεται, πραγματικάς κατοικίας. – Ναι, αλλά κατοικίας διά στρατιώτας και όχι έξαφνα διά τραπεζίτας. – Και ποία είναι η διάκρισις που κάμνεις; – θα προσπαθήσω να σου το εξηγήσω· δεν θα υπήρχεν, υποθέτω, φοβερώτερον πράγμα διά τους ποιμένας παρά, τους σκύλους που έχουν προς φύλαξιν των ποιμνίων, να τους έχουν αναθρέψη κατ' αυτόν τον τρόπον, ώστε να μην ημπορούν να κρατήσουν τα άγρια φυσικά των και ή από πείναν ή από άλλην κακήν συνήθειαν, αυτοί οι ίδιοι να προξενούν καταστροφάς εις τα ποίμνια και από σκύλοι να γίνωνται λύκοι σωστοί. – Φοβερόν βέβαια θα ήτο· και πως όχι;

– Δεν πρέπει λοιπόν να λάβωμεν όλας μας τας προφυλάξεις μήπως συμβή το ίδιον και με τους πολεμιστάς απέναντι των πολιτών; μήπως, επειδή θα έχουν όλην την δύναμιν εις τας χείρας των, από φρουροί και προστάται καταντήσουν να γίνουν δεσπόται και άγριοι τύραννοι; – Βέβαια θα το προβλέψωμεν. – Και ποίαν μεγαλυτέραν εγγύησιν ασφαλείας θα δυνάμεθα να έχωμεν, παρά αν έχουν λάβη πράγματι την προσήκουσαν ανατροφήν; – Αλλά την έχουν ήδη λάβη. – Αυτό δεν ημπορώ να το διισχυρισθώ ακόμη, φίλε μου· εκείνο που επιμένω, είναι, καθώς ελέγαμεν και πριν, ότι πρέπει να λάβουν την προσήκουσαν ανατροφήν, οποιαδήποτε και αν είναι αύτη, διά να έχουν το σπουδαιότερον που τους χρειάζεται, ημερότητα δηλαδή και μεταξύ των και προς εκείνους που ανέλαβον να φυλάττουν. – Και πολύ σωστά. – Εκτός λοιπόν εκείνης της ανατροφής, κάθε άνθρωπος με νουν θα παραδεχθή ότι πρέπει να τους παρασκευάζωμεν και τοιαύτας κατοικίας και τοιαύτην εν γένει περιουσίαν, ώστε τίποτε να μην τους βιάζη να παύσουν ποτέ να είναι άριστοι φρουροί και να αρχίσουν να βλάπτουν τους άλλους πολίτας. – Και πολύ σωστά.

– Πρόσεξε λοιπόν τώρα αν σου φαίνεται κατάλληλος αυτός ο τρόπος της ζωής και της κατοικίας, διά να είναι πάντοτε τοιούτοι· πρώτον μεν κανείς να μην έχη καμμίαν ιδιαιτέραν περιουσίαν ούτε τίποτε αποκλειστικώς διά τον εαυτόν του, εκτός απολύτου ανάγκης· έπειτα κανείς να μην έχη κατοικίαν καμμίαν ή αποθήκην, εις την οποίαν να μην ημπορή να εισέρχεται όποιος θέλη· όσον διά τα τρόφιμα που χρειάζονται άνθρωποι πολεμισταί, εγκρατείς και ανδρείοι, θα ορίσωμεν να τα λαμβάνουν από τους άλλους πολίτας ως μισθόν διά τας υπηρεσίας των, τόσα όμως ώστε μήτε να περισσεύουν μήτε και να τους λειφθούν δι’ ένα χρόνον να τρώγουν όλοι εις κοινάς τράπεζας και να ζουν μαζί όπως οι πολεμισταί εις το στρατόπεδον· να διδαχθούν ότι οι θεοί έχουν βάλη μέσα εις την ψυχήν των θείον χρυσόν και άργυρον, και δεν έχουν επομένως καμμίαν ανάγκην του χρυσού και του αργύρου των ανθρώπων, ούτε τους είναι συγχωρημένον να μιαίνουν το θείον εκείνο δώρον με την ανάμιξιν του γηίνου χρυσού, διότι το εν χρήσει νόμισμα έχει γίνη πολλών και μεγάλων κακουργημάτων αφορμή, ενώ το ιδικόν των είναι καθαρόν και αμόλυντον· και είναι επομένως εις αυτούς μόνους εξ όλων των πολιτών απηγορευμένον να μεταχειρίζωνται και να εγγίζουν τον χρυσόν και τον άργυρον, ουδέ υπό την αυτήν στέγην να ευρίσκωνται μαζί, ουδέ επάνω των να φορούν, ούτε να πίνουν από χρυσά ή αργυρά ποτήρια· και ότι μόνον τοιουτοτρόπως θα σωθούν και αυτοί και η πόλις. Όταν όμως αποκτήσουν αυτοί ιδίαν περιουσίαν, είτε εις κτήματα, είτε εις οικοδομάς, είτε εις χρήματα, θα καταντήσουν, από φρουροί που είναι, επιχειρηματίαι ή γεωργοί· από υπερασπισταί των πολιτών, εχθροί και τύραννοι· θα διέρχωνται την ζωήν των με αμοιβαία μίση και επιβουλάς και πολύ περισσότερον φόβον θα έχουν από τους εσωτερικούς παρά από τους εξωτερικούς εχθρούς και ακράτητοι πλέον θα φέρωνται προς τον όλεθρον και οι ίδιοι και όλη η πόλις. Δι’ όλους λοιπόν τους λόγους τούτους πρέπει να λάβωμεν, φρονώ, αυτά τα μέτρα όσον αφορά την κατοικίαν και τα άλλα σχετικά των φρουρών και σύμφωνα με αυτά να νομοθετήσωμεν· ή όχι; – Είμαι συμφωνότατος, είπεν ο Γλαύκων.

ΒΙΒΛΙΟΝ Δ'

Αλλά, διέκοψεν ο Αδείμαντος, τι θα έχης να απολογηθής, Σωκράτη, εάν κανείς σου παρατηρήση, ότι δεν κάμνεις και πάρα πολύ ευτυχείς τους πολεμιστάς σου, και τούτο από σφάλμα ιδικόν των, αφού εις αυτούς ανήκει πραγματικώς η πόλις; και όμως αυτοί δεν απολαμβάνουν κανένα καλόν από την πόλιν, όπως άλλοι, που έχουν γαίας, που κτίζουν σπίτια ωραία και μεγάλα, και τα επιπλώνουν αναλόγως, και είναι εις θέσιν να κάμνουν θυσίας ιδιωτικάς εις τα μέγαρά των και να φιλεύουν ξένους, και έχουν, αυτά δα που έλεγες και συ, χρυσόν και άργυρον και όλα εν γένει όσα κοινώς νομίζονται ότι αποτελούν την ευτυχίαν του ανθρώπου· και με ένα λόγον, θα έλεγέ τις, δεν φαίνονται να κάθωνται εις την πόλιν παρά ως επίκουροι μισθωτοί, διά να την φρουρούν.

– Ναι, και πρόσθεσε ακόμη, ότι απέναντι τούτου λαμβάνουν απλώς και μόνον την τροφήν των, χωρίς καμμίαν άλλην αντιμισθίαν, όπως τα συνήθη μισθοφορικά στρατεύματα· ώστε και να θελήσουν έξαφνα να κάμουν κανένα ταξείδι, δεν θα είναι εις θέσιν, ούτε να διασκεδάσουν με γυναίκας, ούτε κανένα άλλο έξοδον να κάμουν, όπως οι πλούσιοι και οι θεωρούμενοι ευτυχείς· αυτά λοιπόν και άλλα τέτοια πολλά παρέλειψες εις το κατηγορητήριόν σου. – Πρόσθεσέ τα λοιπόν εσύ. – Τώρα λοιπόν με ερωτάς τι θα έχω να απολογηθώ; – Ναι. – Χωρίς να απομακρυνθώμεν από τον δρόμον, που ηκολουθήσαμεν μέχρι τούδε, θα εύρωμεν εύκολα, νομίζω, τι πρέπει να απαντήσωμεν· θα είπωμεν εν πρώτοις ότι δεν θα ήτο διόλου παράδοξον αν, και μ' όλα ταύτα, ήσαν ευτυχέστατοι οι πολεμισταί μας ούτοι· ότι επί τέλους, όταν εκτίζαμεν την πόλιν μας, δεν απεβλέψαμεν εις την αποκλειστικήν ευτυχίαν μιας μόνον τάξεως, αλλ' ολοκλήρου της πόλεως· διότι ενομίσαμεν ότι εις μίαν τοιαύτην πόλιν θα κατωρθώναμεν να εύρωμεν την δικαιοσύνην, όπως πάλιν και εις την κακώς ωργανωμένην την αδικίαν, και τοιουτοτρόπως θα ημπορούσαμεν να λύσωμεν το ζήτημα που μας απασχολεί απ’ αρχής· τώρα λοιπόν καταγινόμεθα να ιδρύσωμεν την ευδαίμονα, όπως τουλάχιστον την φανταζόμεθα, πόλιν, εις την οποίαν δεν θα έχουν την ευτυχίαν αποκλειστικόν τους προνόμιον ολίγοι τινές, αλλά όλοι κοινώς οι πολίται· έπειτα κυττάζομεν και διά την άλλην την αντίθετον όψιν.

Εάν λοιπόν, ενώ ησχολούμεθα να ζωγραφίζωμεν ένα άγαλμα, μας επλησίαζε κάποιος και ήρχιζε να μας κάμνη παρατηρήσεις, ότι τάχα δεν μεταχειριζόμεθα τα ωραιότερα χρώματα διά τα ωραιότερα μέρη του σώματος· ότι έξαφνα τους οφθαλμούς, που είναι το ωραιότερον απ’ όλα, δεν τους ζωγραφίζομεν με πορφυρούν χρώμα, αλλά με μαύρον· νομίζω ότι θα του απαντούσαμεν όπως θα εχρειάζετο, αν του ελέγαμεν· Μη φαντάζεσαι, καλέ μας άνθρωπε, ότι είναι ανάγκη να ζωγραφίζωμεν τόσον εύμορφα τα μάτια, ώστε να μη μοιάζουν ούτε μάτια πλέον, καθώς και τα άλλα μέρη· μόνον βλέπε αν βάζωμεν το χρώμα που ταιριάζει εις το καθένα, ώστε να φαίνεται ωραίον το σύνολον και συ λοιπόν τώρα μην έχης την απαίτησιν να περιβάλλωμεν τους φρουρούς με τοιαύτην ευτυχίαν, η οποία αποτέλεσμα θα έχη να τους κάμη κάθε άλλο πλέον να είναι παρά φρουροί· ημπορούσαμεν βέβαια, αν ηθέλαμεν, να ενδύσωμεν και τους γεωργούς με ποδήρη χιτώνα και να τους τον κεντήσωμεν μάλιστα με χρυσά γαλόνια και να τους αναθέσωμεν να καλλιεργούν την γην προς ευχαρίστησίν των· ημπορούσαμεν επίσης να ξαπλώσωμεν και τους αγγειοπλάστας κοντά στη φωτιά βολικά, να τρώγουν και να πίνουν, και πλάγι των να βάλωμεν τον τροχόν, να τον γυρνούν οπόταν τους έρχεται η όρεξις· και όλους τους άλλους τεχνίτας με τον ίδιον τρόπον να τους κάμωμεν ευτυχείς, διά να είναι ευτυχής και όλη η πόλις. Μη μας δίδης όμως, εμάς, αυτήν την συμβουλήν· διότι, αν σε ακούσωμεν, ούτε ο γεωργός θα μείνη πλέον γεωργός, ούτε ο αγγειοπλάστης, ούτε κανείς άλλος θα μείνη εις την σειράν και την θέσιν που έχει εις την οικονομίαν της πόλεως· και όσον μεν αφορά τους άλλους δεν έχει και μεγάλην σημασίαν το πράγμα· διότι αν ο υποδηματοποιός δεν κάμνη καλά την εργασίαν του και διαφθαρή και προσποιήται τον τεχνίτην χωρίς να είναι, δεν έχει να πάθη και μεγάλον κακόν η πόλις· αν όμως οι φύλακες των νόμων και της πόλεως δεν είναι παρά μόνον με το όνομα, βλέπεις ότι θα παρασύρουν εις την καταστροφήν και ολόκληρον την πόλιν, καθόσον μάλιστα από αυτούς αποκλειστικώς εξαρτάται η καλή της διοίκησις και η ευδαιμονία. Εάν λοιπόν ημείς θέλωμεν να παρασκευάσωμεν αληθινούς φρουρούς, δεν πρέπει να τους κάμωμεν τοιούτους, ώστε να ημπορούν να βλάψουν και κατ' ελάχιστον την πόλιν· όστις δε πάλιν εννοεί να τους κάμη γεωργούς ή φαιδρούς πανηγυριστάς εις καμμίαν δημοσίαν πανήγυριν, κάθε άλλο βέβαια έχει υπ’ όψιν του παρά πόλιν· ημείς αυτό έχομεν να κυττάξωμεν, αν ο σκοπός μας είναι, όταν μορφώνωμεν τους πολεμιστάς, να τους καταστήσωμεν όσον το δυνατόν ευτυχεστέρους, ή εάν οφείλωμεν μάλλον να αποβλέψωμεν εις την ευτυχίαν ολοκλήρου της πόλεως και να αναγκάσωμεν επομένως τους επικούρους αυτούς και τους φύλακας, καθώς και όλους τους άλλους εν γένει, να κάμνη ο καθένας την εργασίαν, που του ανετέθη, όσον ημπορεί καλύτερα· ούτως ώστε, όταν η πόλις αναπτυχθή και ευημερή με την καλήν της διοίκησιν, να αφήνωμεν τον καθένα να απολαμβάνη το μερίδιόν του της κοινής ευτυχίας, όπως το επιτρέπει η φύσις της τάξεως και του επαγγέλματός του.

– Δεν μου φαίνεται να έχης άδικον. – Θα σου φανή άραγε και κάτι ανάλογον, που θα σου ειπώ τώρα, ολιγώτερον ορθόν; – Λέγε ν' ακούσωμεν. – Σκέψου αν δεν είναι αυτά, που διαφθείρουν και τους άλλους επίσης τεχνίτας, ώστε να γίνωνται κακοί εις την εργασίαν των. – Ποία αυτά; – Ο πλούτος και η πτώχεια. – Πώς τάχα; – Ιδού πώς· αν ένας αγγειοπλάστης γίνη πλούσιος, νομίζεις ότι θα έχη πλέον ενδιαφέρον διά την τέχνην του; – Καθόλου. – Δεν θα γίνεται λοιπόν από ημέρας εις ημέραν περισσότερον οκνηρός και αμελής; – Πολύ μάλιστα. – Και επομένως δεν θα καταντήση χειρότερος αγγειοπλάστης; – Αυτό ν' ακούεται. – Αλλά, και αν απεναντίας δεν έχη, ένεκα της πτωχείας του, να προμηθεύεται τα εργαλεία ή ό,τι άλλο του χρειάζεται διά την τέχνην του, και η εργασία του θα γίνεται χειροτέρα, και τους υιούς του, ή τους άλλους μαθητευομένους που έχει, θα τους κάμη χειροτέρους τεχνίτας. – Πώς όχι; – Ώστε και από τα δύο αυτά, και από τον πλούτον και από την πτωχείαν, γίνονται χειρότερα μεν τα έργα των τεχνιτών, χειρότεροι δε και αυτοί οι ίδιοι. – Φαίνεται. – Ώστε νά που ευρήκαμεν και δύο άλλα πράγματα, που πρέπει με κάθε τρόπον να προσέξουν οι άρχοντές μας, μήπως τους γελάσουν και τρυπώσουν κρυφά εις την πόλιν. – Ποία πράγματα; – Ο πλούτος και η πτωχεία, διότι εκείνος μεν γεννά την πολυτέλειαν και την οκνηρίαν και διαφόρους καινοτομίας, η δε πτωχεία πάλιν, εκτός αυτών των καινοτομιών, την ταπεινότητα και την κακοτεχνίαν.

– Πολύ καλά· δεν μου λέγεις όμως, Σωκράτη, πώς θα είναι εις θέσιν η πόλις μας να κάμη πόλεμον, εάν δεν έχη χρήματα, όταν μάλιστα αναγκασθή να έλθη εις σύγκρουσιν με πόλιν μεγάλην και πλουσίαν; – Είναι φανερόν, ότι με μίαν πόλιν μόνον θα είναι δυσκολώτερον, αν έχη όμως να κάμη με δύο τοιαύτας ομού, το πράγμα θα είναι πολύ ευκολώτερον. – Τι κάθεσαι και μας λες; – Πρώτον μεν, εάν παρουσιασθή ανάγκη πολέμου, οι ιδικοί μας, άνθρωποι εμπειροπόλεμοι, θα έχουν αντιπάλους πλουσίους. – Αυτό μάλιστα. – Τι λοιπόν, Αδείμαντε; ένας πυγμάχος, γυμνασμένος όσον ενδέχεται καλύτερα, δεν σου φαίνεται ότι εύκολα θα τα έβγαζε πέρα με δύο, όχι πυγμάχους, αλλά πλουσίους και ευτραφείς αντιπάλους; – Δεν το πιστεύω τόσον εύκολα και με τους δύο συγχρόνως. – Ούτε αν είχε την ελευθερίαν, να υποχωρή εμπρός εις εκείνον, που κάθε φορά τον έπαιρνε πρώτος από κοντά, και να γυρίζη έπειτα να τον αρχίζη στις γροθιές, και να έκαμνε το ίδιον πολλάκις, μέσα εις τον ήλιον και την πλέον πνιγηράν ζέστην; δεν θα ημπορούσε άραγε να καταφέρη και πολλούς τοιούτους τον ένα μετά τον άλλον; – Έτσι μάλιστα, δεν θα ήτο και πολύ παράδοξον το πράγμα. – Αλλά πιστεύεις τάχα ότι οι πλούσιοι θα έχουν περισσοτέραν τέχνην και εμπειρίαν εις την πυγμαχίαν, παρά εις τον πόλεμον; – Και βέβαια όχι. – Ώστε, φυσικώ τω λόγω, οι ιδικοί μας αθληταί ευκόλως θα είναι εις θέσιν να αντιπαραταχθούν και προς διπλασίους και προς τριπλασίους ακόμη. – Αναγκάζομαι να συμφωνήσω, διότι μου φαίνεται πως έχεις δίκαιον. – Τι δε; αν στείλουν και πρεσβείαν εις μίαν άλλην πόλιν και τους ειπούν, αυτό που θα είναι και η αλήθεια, ότι: «Ημείς δεν μεταχειριζόμεθα ούτε χρυσίον ούτε αργύριον ούτε μας είναι επιτετραμμένον να έχωμεν. Εις υμάς όμως δεν απαγορεύεται· ελάτε λοιπόν να μας βοηθήσετε, και σας αφήνομεν όλα τα λάφυρα των άλλων»· νομίζεις ότι εκείνοι, εις τους οποίους θα κάμουν τοιαύτας προτάσεις, θα προτιμήσουν να έχουν εχθρούς σκύλους ισχνούς αλλά δυνατούς, ή μάλλον να τους έχουν αυτούς τους σκύλους συμμάχους εναντίων προβάτων τρυφερών και καλοθρεμμένων; – Δεν μου φαίνεται· αλλά πρόσεξε μήπως, αν συσσωρευθούν τα χρήματα των άλλων εις μίαν πόλιν, γίνη αυτή επικίνδυνος και διά την ιδικήν μας την πτωχήν. – Είσαι μακάριος, που νομίζεις ότι αξίζει να ονομάση κανείς πόλιν καμμίαν άλλην, έξω από αυτήν την ιδικήν μας, καθώς την κατεσκευάσαμεν. – Αλλά πώς λοιπόν; – Πρέπει να εύρωμεν κανένα μεγαλύτερον όνομα διά τας άλλας· διότι κάθε μία από αυτάς είναι πάμπολλαι πόλεις και όχι πόλις, καθώς λέγουν και εις το γνωστόν παιγνίδιον^ εν πάση περιπτώσει υπάρχουν τουλάχιστον δύο, εχθραί μεταξύ των, η μία των πτωχών και η άλλη των πλουσίων· κάθε μία πάλιν από αυτάς υποδιαιρείται εις πολλάς άλλας· τας οποίας αν προσβάλης όλας ομού, ως να απετέλουν ένα κράτος, βεβαίως θα αποτύχης τελείως· εάν όμως θεωρήσης την πόλιν αποτελουμένην από πολλάς άλλας, και δηλώσης ότι παραχωρείς εις τούτους τα χρήματα, την δύναμιν και αυτήν την ζωήν των άλλων, θα έχης πάντοτε συμμάχους μεν πολλούς, ελαχίστους δε εχθρούς. Και εφόσον μία πόλις κυβερνάται σωφρόνως, όπως ωρίσαμεν προηγουμένως, θα είναι μεγίστη, δεν εννοώ κατά το φαινόμενον, αλλά πραγματικώς μεγίστη, και αν μόνον χιλίους πολεμιστάς ημπορούσε να παρατάξη· μίαν δε τόσον μεγάλην πόλιν δεν θα ήτο εύκολον να εύρης ούτε μεταξύ των Ελλήνων ούτε μεταξύ των βαρβάρων, αν και υπάρχουν πολλαί που θεωρούνται και πολύ μεγαλύτεραι από την τοιαύτην πόλιν μας· ή μήπως έχεις αντίρρησιν; – Όχι, μα την αλήθειαν.

– Υπάρχει λοιπόν ένα κάλλιστον όριον, συμφώνως με το οποίον να κανονίζουν οι άρχοντές μας, πόσον μεγάλην επιτρέπεται να κάμουν την πόλιν, και πόσην, αναλόγως του μεγέθους της, έκτασιν γης θα χρειασθή να χωρίσουν, δίχως πλέον να ζητούν άλλην κατόπιν. – Και ποίον είναι αυτό το όριον: – Το εξής, καθώς νομίζω· να την αφήνουν να αυξάνη μέχρι του σημείου που θα ημπορή να μένη μία, περαιτέρω όμως όχι. – Πολύ ωραία. – Θα δώσωμεν λοιπόν ακόμη και αυτήν την άλλην εντολήν εις τους άρχοντας, να προνοούν με κάθε τρόπον, να μην είναι μήτε μικρά η πόλις, μήτε μεγάλη κατά το φαινόμενον, αλλά μετρία και μία πάντοτε. – Δεν θα τούς δώσωμεν και πολύ σπουδαίαν εντολήν. – Ολιγώτερον σπουδαία και από αυτήν ακόμη είναι η εξής, την οποίαν ανεφέραμεν και προηγουμένως· ότι δηλαδή πρέπει, εάν και κανενός πολεμιστού το τέκνον γέννηση έκφυλον, να υποβιβάζεται εις τας κατωτέρας τάξεις, και απεναντίας να κατατάσσεται εις τους πολεμιστάς, εάν κανενός από τους άλλους εκρίνετο άξιον· μ' αυτό ηθέλαμεν να δηλώσωμεν, ότι καθένας και από τους άλλους πολίτας δεν πρέπει να επιδίδεται παρά εις ένα μονάχα πράγμα, διά το οποίον και εγεννήθη, και αυτό το ένα πρέπει να εξασκή μόνον, διά να μη γίνεται ο ένας πολλοί, αλλά να μένη πάντα ένας, και επομένως και ολόκληρος η πόλις να μένη μία, και να μη γίνωνται πολλαί. – Πράγματι δεν είναι σπουδαιότερα και αυτή η εντολή από την άλλην.

Yaş sınırı:
12+
Litres'teki yayın tarihi:
13 ekim 2017
Hacim:
150 s. 1 illüstrasyon
Telif hakkı:
Public Domain
Metin
Ortalama puan 0, 0 oylamaya göre
Metin
Ortalama puan 3,5, 2 oylamaya göre
Metin
Ortalama puan 0, 0 oylamaya göre
Metin PDF
Ortalama puan 0, 0 oylamaya göre
Ses
Ortalama puan 5, 1 oylamaya göre
Ses
Ortalama puan 5, 1 oylamaya göre
Ses
Ortalama puan 5, 2 oylamaya göre
Ses
Ortalama puan 5, 1 oylamaya göre
Ses
Ortalama puan 5, 1 oylamaya göre
Ses
Ortalama puan 3,5, 2 oylamaya göre