Sadece LitRes`te okuyun

Kitap dosya olarak indirilemez ancak uygulamamız üzerinden veya online olarak web sitemizden okunabilir.

Kitabı oku: «Πολιτεία, Τόμος 2», sayfa 6

Yazı tipi:

ΒΙΒΛΙΟΝ Ε'

Αυτό λοιπόν το είδος του πολιτεύματος, είτε εις τας πόλεις είτε εις τα άτομα, ονομάζω εγώ καλόν· και αν επομένως αυτό είναι το μόνον ορθόν είδος, πάντα τα άλλα θα είναι κακά, είτε περί διοικήσεως πόλεων πρόκειται είτε περί χαρακτήρος της ψυχής ιδιωτών· είναι δε τέσσαρα τον αριθμόν αυτά. – Και ποία είναι;

Και εγώ έμελλον να τα απαριθμήσω κατά σειράν, όπως μου εφαίνετο ότι παρουσιάζονται το ένα κατόπιν του άλλου, ότε ο Πολέμαρχος, ο οποίος εκάθητο ολίγον παραπέρα από τον Αδείμαντον ήπλωσε το χέρι του εις τον ώμον του και τον έσυρε από το φόρεμα; έγυρε και ο ίδιος εμπρός και έτσι σκυμμένος ήρχισε κάτι να του ψιθυρίζη από τα οποία δεν ακούσαμεν άλλο, παρά τούτο μόνον: Θα τον αφήσωμεν λοιπόν να προχωρήση ή θα κάμωμεν τίποτε; – Διόλου μάλιστα, απεκρίθη ο Αδείμαντος, μεγαλοφώνως πλέον. – Τι λοιπόν δεν θα αφήσετε; τον ηρώτησα εγώ τότε. – Εσένα. – Εμένα; και διατί παρακαλώ; – Μας φαίνεται ότι αρχίζεις και χάνεις την διάθεσίν σου και θέλεις να μας στερήσης ολόκληρον τμήμα της συζητήσεως και όχι το ολιγώτερον ενδιαφέρον· ενόμισες φαίνεται ότι θα μας διαφύγης, λέγων απλώς ότι, όσον διά τας γυναίκας και τα τέκνα φανερόν ότι θα είναι κοινά μεταξύ των φίλων. – Και πώς; δεν σου φαίνεται τάχα πως έχω δίκαιον; – Βεβαίως· αλλ' αυτό το δίκαιον όπως και τα άλλα, έχει ανάγκην επεξηγήσεως· διότι αυτή η κοινότης δύναται να εννοηθή κατά πολλούς και διαφόρους τρόπους· δεν πρέπει λοιπόν να παραλείψης να μας είπης ποίον παραδέχεσαι συ· είναι ώρα τώρα που περιμένομεν με την ελπίδα ότι πάντα θα μας ανέφερες κάπου περί αυτού του ζητήματος, πώς θα γίνεται η τεκνοποίησις, πώς θανατρέφωνται τα παιδιά άμα γεννηθούν και εν γένει περί της κοινότητος αυτής των γυναικών και των τέκνων, που λέγεις· διότι νομίζομεν ότι έχει πολύ να κάμη, ή μάλλον ότι το παν εξαρτάται από αυτό εις την πολιτείαν· τώρα λοιπόν, επειδή συ μεταβαίνεις εις άλλο είδος πολιτεύματος, πριν να διευκρινήσης επαρκώς αυτό το ζήτημα, ελάβαμεν αυτήν την απόφασιν, που ήκουσες, να μη σε αφήσωμεν να προχωρήσης πριν να αναπτύξης και αυτό όπως όλα τα άλλα. – Και εγώ συμμερίζομαι την απόφασίν σας αυτήν, είπεν ο Γλαύκων. – Και όλοι μας εδώ να γνωρίζης ότι είμεθα σύμφωνοι, Σωκράτη, είπε και ο Θρασύμαχος.

– Τι μου εκάμετε, που με εσταματήσετε! τι λόγους και συζητήσεις περί πολιτείας κινείτε πάλιν εξ αρχής! Και εγώ ενόμιζα πως το είχα πλέον διαφύγη και ήμουν πολύ ευχαριστημένος που το παραδεχθήκατε έτσι όπως το είπα τότε· αλλά τώρα με αυτάς σας τας παρακλήσεις δεν ηξεύρετε τι πλήθος συζητήσεων ανακινείτε! και αυτό ακριβώς προέβλεπα εγώ και εζήτησα να το αποφύγω τότε, διά να μη καταντήση πολύ κουραστικόν το πράγμα. – Και τι, είπεν ο Θρασύμαχος, νομίζεις τάχα πως όλοι αυτοί εδώ ήλθαν να λυώσουν μάλαμα, και όχι να ακούσουν λόγους; – Ναι βέβαια, αλλά με το μέτρον. – Δι’ ανθρώπους που έχουν νουν, είπεν ο Γλαύκων, και ολόκληρος η ζωή δεν θα ήτο αρκετή, Σώκρατες, διά να ακούουν τοιούτους λόγους· ώστε μη σε μέλη δι’ ημάς, μόνον μην αποφεύγης εσύ αυτά που σε ερωτώμεν και ανάπτυξέ μας την ιδέαν σου, πώς εννοείς ότι θα γίνεται αυτή η κοινότης των γυναικών και των τέκνων μεταξύ των φρουρών μας, και πώς θα τρέφωνται τα τέκνα από την στιγμήν που θα γεννηθούν, έως να αρχίση η εκπαίδευσίς των, καθ' ην εποχήν ακριβώς έχουν ανάγκην και των επιπονωτέρων φροντίδων^ αυτά λοιπόν προσπάθησε τώρα να μας εξηγήσης.

– Δεν είναι, καλέ μου, εύκολον το πράγμα· και θα κινήση πολύ περισσοτέραν απιστίαν, παρά όλα όσα είπαμεν προηγουμένως· πρώτον κανείς δεν θα πιστεύση, ότι είναι δυνατόν να γίνουν αυτά τα πράγματα, έπειτα, και αν το πιστεύση, δεν θα παραδεχθή ότι είναι το καλύτερον που ημπορεί να γίνη. Δι’ αυτό και εγώ διστάζω να αρχίσω την συζήτησιν, μήπως θεωρηθούν ως ματαία ευχή όσα έχω να είπω. – Μη διστάζης μολαταύτα· αυτοί που πρόκειται να σε ακούσουν, ούτε ανόητοι βέβαια είναι, ούτε άπιστοι, ούτε δα και τόσον κακώς διατεθειμένοι μαζί σου. – Ω καλέ μου, μήπως τάχα θέλης να μου δώσης θάρρος με αυτά που μου λέγεις; – Και βέβαια. – Αι λοιπόν, κάθε άλλο κατορθώνεις με αυτό· διότι αν είχα την πεποίθησιν ότι γνωρίζω αυτά που πρόκειται να ειπώ, θα είχε τότε τον τόπον της και η ενθάρρυνσίς σου· διότι μεταξύ ανθρώπων φρονίμων και φίλων ημπορεί κανείς να ομιλή με βεβαιότητα και θάρρος, όταν έχη να κάμη λόγον περί πραγμάτων σπουδαιοτάτων και ενδιαφερόντων αυτούς, περί της αληθείας των οποίων είναι πεπεισμένος· όταν όμως δεν έχη αυτήν την πεποίθησιν και ζητή να εύρη όσα έχει να είπη, όπως το κάμνω τώρα εγώ, είναι πράγμα επισφαλές, και κινδυνεύει, όχι βέβαια να γίνη γελοίος – διότι αυτός ο φόβος θα ήτο παιδαριώδης – αλλά να παραπλανηθή εις την ζήτησιν της αληθείας και ο ίδιος και να συμπαρασύρη εις την πτώσιν του και τους φίλους του περί πραγμάτων, διά τα οποία δεν επιτρέπεται καμμία πλάνη. Επικαλούμαι δε την Νέμεσιν δι’ όσα πρόκειται να είπω· διότι πιστεύω ότι είναι μικρότερον έγκλημα να γίνη κανείς φονεύς ακουσίως, παρά να εξαπατήση άλλον εις τα ζητήματα αυτά περί του ωραίου, του καλού, του δικαίου και του νομίμου· και να επρόκειτο να διατρέξη κανείς αυτόν τον κίνδυνον απέναντι εχθρών, καλά οπωσδήποτε· αλλ' απέναντι φίλων; ώστε βλέπεις, φίλε Γλαύκων, δεν είναι θάρρος αυτό που μου δίδεις.

Και ο Γλαύκων εμειδίασε και είπεν· – Αλλ' ω Σώκρατες, αν πάθωμεν τίποτε κακόν από τους λόγους σου, υποσχόμεθα να μη σε καταδιώξωμεν, όπως επί φόνου, και να μη σε θεωρήσωμεν απατεώνα· πάρε λοιπόν θάρρος και άρχισε. – Αλλά πράγματι προκειμένου και περί φόνου θεωρείται αθώος ο συγχωρηθείς, συμφώνως με τον νόμον· είναι λοιπόν ίσως εύλογον το ίδιον να συμβαίνη και με την ιδικήν μας περίστασιν. – Λέγε λοιπόν τώρα χωρίς αυτόν τον φόβον.

– Είμαι λοιπόν ηναγκασμένος να γυρίζω τώρα πάλιν οπίσω εις ζήτημα, το οποίον έπρεπεν ίσως να πραγματευθώ τότε, που παρουσιάσθη εις την σειράν του. Ημπορεί ίσως να είναι αυτό και ορθόν, αφού ετελείωσε πλέον όλως διόλου το ανδρικόν δράμα, να τελειώνωμεν τώρα και το γυναικείον, αφού άλλως τε συ το προκαλείς. Δι’ ανθρώπους λοιπόν και εκ φύσεως και εξ ανατροφής τοιούτους, όπως ημείς τους ελάβαμεν, δεν έχομεν κατά την ιδέαν μου να ορίσωμεν τίποτε άλλο, ως προς την κτήσιν και την χρήσιν των γυναικών και των τέκνων, παρά να ακολουθήσουν τον ίδιον δρόμον, που εχαράξαμεν εκ μιας αρχής· επεχειρήσαμεν δε να παραστήσωμεν τους άνδρας ως φύλακας μιας αγέλης. – Μάλιστα. – Ας ακολουθήσωμεν λοιπόν αυτήν την ιδέαν και ας παραδεχθώμεν και διά τας γυναίκας την αυτήν φύσιν και ανατροφήν διά να ίδωμεν αν θα μας επιτύχη ή όχι. Πώς δηλαδή; – Κατ' αυτόν τον τρόπον· τα θηλυκά των σκύλων νομίζομεν ότι πρέπει να φυλάττουν τα ποίμνια, όπως και τα αρσενικά, και να κυνηγούν μαζί και να κάμνουν τα πάντα από κοινού, ή απεναντίας να μένουν μέσα, διότι προορισμός των είναι να γεννούν και να τρέφουν τα μικρά τους και δεν έχουν επομένως την δύναμιν να συμμετέχουν εις τους κόπους, που απαιτεί η φύλαξίς των ποιμνίων; – Όλα από κοινού· εκτός ότι μεταχειριζόμεθα πάντα τα θηλυκά ως ασθενέστερα, τα δε αρσενικά ως ισχυρότερα. – Και είναι δυνατόν να μεταχειρισθώμεν εις την ιδίαν εργασίαν ένα ζώον, αν δεν το αναθρέψωμεν και το γυμνάσωμεν κατά τον ίδιον τρόπον; – Δεν είναι δυνατόν. – Εάν θέλωμεν λοιπόν να μεταχειρισθώμεν και τας γυναίκας, όπως τους άνδρας, πρέπει να διδάξωμεν τα ίδια και αυτάς. – Ναι. – Τους άνδρας τους ανεθρέψαμεν διά της μουσικής και της γυμναστικής. – Ναι. – Πρέπει επομένως και εις τας γυναίκας να εφαρμόσωμεν αυτάς τας δύο τέχνας, να τας γυμνάσωμεν εις τα πολεμικά και να τας χρησιμοποιούμεν εις όλα, όπως και τους άνδρας. – Αυτό τουλάχιστον εξάγεται από όσα λέγεις.

– Ίσως όμως πολλά από αυτά, που λέγομεν τώρα, εις την πράξιν να εφαίνοντο γελοία, διότι είναι εναντία προς τας συνηθείας μας. – Πολύ μάλιστα. – Και τι βλέπεις εις όλα αυτά το πλέον γελοίον; δεν θα είναι βέβαια το να γυμνάζωνται εις τας παλαίστρας γυμναί μαζί με τους άνδρας αι γυναίκες, όχι μόνον αι νέαι, αλλά και αι ηλικιωμέναι ακόμη, καθώς οι γέροντες εκείνοι που ευρίσκουν ακόμη ευχαρίστησιν εις αυτά τα γυμνάσια, αν και είναι καταζαρωμένοι και όχι πολύ ευχάριστοι να τους βλέπη κανείς; – Ναι, μα την αλήθειαν πολύ γελοίον θα εφαίνετο με τα τωρινά μας ήθη. – Αλλ' αφού μίαν φοράν εξεκινήσαμεν, δεν πρέπει βέβαια να μας σταματήσουν τα σκώμματα των αστείων και των εξύπνων, όσα και αν έχουν να λέγουν δι’ αυτήν την μεταβολήν, όταν θα βλέπουν τας γυναίκας να καταγίνωνται με τα γυμνάσια και την μουσικήν, με τον χειρισμόν των όπλων και με την ιππασίαν. – Σωστά λέγεις. – Αφού λοιπόν εξεκινήσαμεν, ας μη λαμβάνωμεν υπ’ όψιν την τραχύτητα του νόμου αυτού, αλλ' ας ακολουθήσωμεν τον δρόμον μας· θα παρακαλέσωμεν μόνον τους κυρίους αυτούς, να αφήσουν την συνειθισμένην των εργασίαν, διά να σπουδαιολογήσουν μίαν φοράν, και θα τους υπενθυμίσωμεν, ότι δεν είναι πολύς καιρός, που εθεώρουν και οι Έλληνες, όπως ακόμη σήμερον οι περισσότεροι των βαρβάρων, αισχρόν και γελοίον το θέαμα ενός ανθρώπου γυμνού, και όταν ήρχισαν να ασκούνται γυμνοί, πρώτοι μεν οι Κρήτες, έπειτα δε οι Λακεδαιμόνιοι, είχον κάποιον δικαίωμα οι αστείοι της εποχής εκείνης να διακωμωδούν όλα αυτά· ή δεν το παραδέχεσαι; – Βεβαίως. – Αφού όμως η πείρα κατέδειξεν ότι ήτο προτιμότερον να ασκούνται γυμνοί παρά να συγκαλύπτουν όλα εκείνα τα μέρη του σώματος, έπαυσε πλέον να θεωρήται αισχρόν διά τους οφθαλμούς εκείνο το οποίον ο ορθός λόγος εφανέρωσεν ως καλύτερον· και τοιουτοτρόπως απέδειξε συνάμα ότι είναι ανόητος και επιπόλαιος εκείνος, ο οποίος θεωρεί άλλο τίποτε γελοίον παρά το κακόν, και εκείνος όστις ζητεί να διακωμωδή τα πράγματα από άλλην όψιν ή την όψιν της κακίας και ανοησίας, και εκείνος ο οποίος επιδιώκει το καλόν αποβλέπων προς άλλο τι ή προς αυτό το καλόν. – Έχεις απολύτως δίκαιον.

– Δεν πρέπει λοιπόν εις αυτό πρώτον να συμφωνήσωμεν περί των συζητουμένων, εάν είναι πράγματα δυνατά ή όχι, και να δώσωμεν ελευθερίαν, όποιος θέλει, είτε άνθρωπος φιλοπαίγμων είτε σοβαρός, να εξετάση μαζί μας αν η ανθρωπίνη φύσις η γυναικεία είναι ικανή να λάβη μέρος εις όλα τα έργα του ανδρός, ή εις κανένα, ή εις μερικά μεν είναι ικανή, εις άλλα δε όχι, και τέλος εις ποίαν από αυτάς τας δύο κατηγορίας ανήκει και η περί τα πολεμικά ενασχόλησις και αν κατ' αυτόν τον τρόπον αρχίσωμεν τόσον καλά την εξέτασιν αυτήν, δεν είναι επόμενον επίσης καλά και να την τελειώσωμεν; – Και πολύ μάλιστα. – Θέλεις λοιπόν ημείς μεταξύ μας να αναλάβωμεν και το πρόσωπον των αντιφρονούντων, διά να μη πολεμούνται τα επιχειρήματά των ανυπεράσπιστα; – Τίποτε δεν μας εμποδίζει. – Θα ημπορούσαμεν λοιπόν να είπωμεν ως από μέρους των: ω Σωκράτη και Γλαύκων, δεν είναι καμμία ανάγκη να αναιρέσουν άλλοι τους ισχυρισμούς σας· διότι σεις οι ίδιοι εξ αρχής, όταν εθεμελιώνετε την πόλιν σας, ωρίσατε, ότι συμφώνως έκαστος προς την φύσιν του πρέπει να περιορίζεται εις ένα και μόνον έργον. – Πράγματι αυτό ωρίσαμεν· και πώς όχι; – Αλλά δύναται να υπάρξη μεγαλυτέρα διαφορά από αυτήν που υφίσταται μεταξύ της φύσεως του ανδρός και της γυναικός; – Υπάρχει πράγματι μεγίστη. – Δεν πρέπει λοιπόν να τους αναθέσωμεν όλως διόλου διάφορα έργα αναλόγως της φύσεως αυτών; – Πώς όχι; – Δεν περιπίπτετε λοιπόν εις προφανή αντίφασιν με τους εαυτούς σας και δεν σφάλλεσθε, όταν ισχυρίζεσθε τώρα, ότι πρέπει να επιδίδωνται άνδρες και γυναίκες εις τα ίδια έργα, παρ' όλην την μεγίστην φυσικήν διαφοράν που τους χωρίζει; θα έχης τίποτε να απαντήσης εις αυτά, αγαπητέ Γλαύκων; – Έτσι βέβαια εξ απρόοπτου δεν είναι πολύ εύκολον· αλλά θα σε παρακαλέσω και σε παρακαλώ να αναλάβης συ να απαντήσης και εκ μέρους μας ό,τι έχεις να απαντήσης.

– Αυτά και άλλα πολλά τοιαύτα είναι που προέβλεπα εγώ εξ αρχής και εδίσταζα να εγγίσω αυτό το θέμα περί των γυναικών και των τέκνων. – Και πράγματι, μα την αλήθειαν, δεν ομοιάζει πολύ εύκολον. – Όχι βέβαια· το πράγμα όμως είναι έτσι· είτε πέση κανείς μέσα εις μικράν δεξαμενήν είτε μέσα εις το μεγαλύτερον πέλαγος, ουχ' ήττον όμως κολυμβά και εις την μίαν και εις την άλλην περίστασιν. – Βεβαίως. – Και ημείς λοιπόν πρέπει να κολυμβήσωμεν και να δοκιμάσωμεν να σωθούμεν από αυτήν την συζήτησιν, με την ελπίδα ότι ημπορεί να ευρεθή κανένας δελφίν να μας πάρη εις την ράχιν του, ή να παρουσιασθή καμμία άλλη απροσδόκητος σωτηρία. – Πολύ ενδεχόμενον. – Έλα λοιπόν, μήπως εύρωμεν καμμίαν διέξοδον· είμεθα αληθώς σύμφωνοι, ότι εκάστη φύσις έχει και ίδιον προορισμόν και ότι άλλη είναι η φύσις του ανδρός και άλλη της γυναικός· και μολαταύτα λέγομεν τώρα ότι αυταί αι διαφορετικαί φύσεις πρέπει να επιδίδωνται εις τα ίδια έργα· αυτά δεν είναι που μας κατηγορείτε; – Μάλιστα.

– Τι θαυμασίαν δύναμιν που έχει, Γλαύκων, η τέχνη της αντιλογίας! – Διατί το λέγεις αυτό; – Διότι, μου φαίνεται, πολλοί περιπίπτουν εις αυτήν χωρίς να το εννοούν και νομίζουν ότι συζητούν, ενώ πράγματι απλώς αντιλέγουν ο ένας εις τον άλλον· και τούτο συμβαίνει διότι δεν ημπορούν να αναλύσουν μίαν έννοιαν εις τα διάφορα στοιχεία της, αλλά την λαμβάνουν κατά γράμμα και προσπαθούν να της εύρουν αντιλογίαν, μεταβάλλοντες τοιουτοτρόπως την συζήτησιν εις έριδα. – Πράγματι πολλοί το παθαίνουν αυτό· αλλά μήπως συμβαίνει τάχα και με ημάς το ίδιον τώρα; – Όλως διόλου· και κινδυνεύομεν, χωρίς να το θέλωμεν, να παρασυρθώμεν εις αυτό το πάθημα. – Πώς; – Την έννοιαν, ότι τα επιτηδεύματα πρέπει να είναι διάφορα αναλόγως της διαφοράς των φύσεων, την λαμβάνομεν, ως γενναίοι οπαδοί της αντιλογικής, κατά γράμμα, χωρίς διόλου να έχωμεν εξετάση προηγουμένως εις τι έγκειται η διαφορά αύτη, ούτε τι είχαμεν υπ’ όψιν μας όταν ωρίζαμεν, ότι αι διαφορετικαί φύσεις πρέπει να έχουν διαφορετικά έργα και αι αύται φύσεις τα αυτά έργα. – Πραγματικώς δεν το εξετάσαμεν. – Και κατά συνέπειαν έχομεν πλήρες το δικαίωμα, καθώς φαίνεται, να ερωτήσωμεν, εάν είναι της αυτής φύσεως οι φαλακροί και οι μαλλιαροί, και αφού συμφωνήσωμεν, ότι είναι διαφορετικής φύσεως, εάν οι φαλακροί έξαφνα καταγίνωνται εις την υποδηματοποιίαν, να μην επιτρέπωμεν αυτήν την ιδίαν εργασίαν εις τους μαλλιαρούς και τανάπαλιν. – Θα ήτο όμως γελοίον το πράγμα. – Και θα είναι δι’ άλλον λόγον άραγε γελοίον, παρά διότι δεν ελαμβάναμεν τότε την ιδίαν ή την διαφορετικήν φύσιν απολύτως, αλλά την περιωρίζαμεν εις εκείνο μόνον το είδος της διαφοράς και της ομοιότητος, το οποίον απέβλεπεν εις τα αυτά επαγγέλματα; παραδείγματος χάριν ελέγαμεν τότε, ότι είναι της αυτής φύσεως ο ιατρός και ο άνθρωπος που είναι κατάλληλος διά την ιατρικήν ή δεν είναι έτσι; – Μάλιστα. – Και διαφορετικής φύσεως ο άνθρωπος ο κατάλληλος διά την ιατρικήν, και ο άνθρωπος ο κατάλληλος διά την ξυλουργικήν; – Αναμφιβόλως. – Εάν λοιπόν ευρέθη ότι η φύσις του ανδρός και της γυναικός διαφέρουσιν ως προς τέχνην τινά ή άλλην εργασίαν, θα συμπεράνωμεν ότι δεν δύνανται να είναι αύται κοιναί και εις τα δύο φύλα· εάν δε η διαφορά έγκειται απλώς και μόνον εις το ζήτημα της τεκνοποιήσεως, δεν θα θεωρήσωμεν διά τούτο ως αποδεδειγμένον πράγμα, ότι η γυναίκα διαφέρει από τον άνδρα ως προς το σημείον, περί του οποίου τώρα κάμνομεν ημείς εδώ λόγον, και δεν θα επιμείνωμεν ολιγώτερον εις τον ισχυρισμόν μας, ότι πρέπει να καταγίνωνται εις τα αυτά και οι πολεμισταί μας και αι γυναίκες των. – Και πολύ σωστά.

– Κατόπιν λοιπόν τούτων δεν θα ερωτήσωμεν τους αντιλέγοντας να μας διδάξουν, ποία είναι η τέχνη ή ποίον είναι το επάγγελμα εκ των εξασκουμένων εις μίαν πόλιν, ως προς το οποίον δεν είναι η αυτή, αλλά διαφέρει η φύσις του ανδρός και της γυναικός; Δικαία ερώτησις. – Μήπως όμως ευρεθή και άλλος, όπως έκαμες και συ προ ολίγου, να μας απαντήση, ότι δεν είναι μεν εύκολον να δοθή ικανοποιητική απόκρισις εκ του προχείρου, κατόπιν όμως μικράς σκέψεως δεν θα ήτο καθόλου δύσκολον; – Ίσως. – Θέλεις όμως να τον παρακαλέσωμεν να μας παρακολουθήση, μήπως κατορθώσωμεν ημείς να του αποδείξωμεν, ότι δεν υπάρχει κανένα έργον εις την πόλιν, το οποίον να ανήκη ειδικώς εις την γυναίκα; – Μάλιστα. – Έλα λοιπόν, θα του ειπούμεν, να μας απαντήσης· δεν είναι αυτή, κατά την ιδέαν σου, η διαφορά μεταξύ ενός ευφυούς και ενός αφυούς ανθρώπου, ότι ο μεν πρώτος μανθάνει εύκολα ένα πράγμα, ο δε άλλος δύσκολα; και ότι ο ένας, από το μικρόν που έμαθε, είναι ικανός να δημιουργήση ολόκληρον σειράν σχετικών γνώσεων, ενώ ο άλλος μ' όλην του την μεγάλην μάθησιν και επιμέλειαν δεν ημπορεί ούτε όσα έμαθε να συγκρατήση; και ότι ακόμη του μεν πρώτου και αι σωματικαί του διαθέσεις εξυπηρετούν την διάνοιαν, του δευτέρου δε απεναντίας της παρεμβάλλουν προσκόμματα; αυτά είναι, ή τίποτε άλλα, που διακρίνουν, κατά την ιδέαν σου, τον ευφυή άνθρωπον από τον αφυή; – Κανείς δεν θα έχη να ειπή άλλα. – Γνωρίζεις τώρα τίποτε από όσα καταγίνονται οι άνθρωποι, εις το οποίον να μην έχουν οι άνδρες όλας αυτάς τας ιδιότητας εις πολύ ανώτερον βαθμόν από τας γυναίκας; ή νομίζεις πως θα άξιζε τον κόπον να κάμωμεν μακρότερον λόγον περί της υφαντουργίας και μερικών ειδών της μαγειρικής, εις τα οποία κάτι δα φαίνεται πως είναι και αι γυναίκες, και όπου θα ήτο η μεγαλυτέρα των εντροπή να φαίνωνται κατώτεραι από τους άνδρας; – Έχεις δίκαιον πράγματι να λέγης ότι εις όλα, γενικώς ειπείν, υπολείπονται κατά πολύ αι γυναίκες από τους άνδρας· βεβαίως υπάρχουν πολλαί γυναίκες ανώτεραι εις πολλά από τους άνδρας· το γενικόν όμως είναι όπως συ λέγεις.

– Δεν υπάρχει επομένως, φίλε μου, κανένα, έργον, από όσα εξασκούνται εις μίαν πόλιν, το οποίον να προσιδιάζη αποκλειστικώς εις την γυναίκα, ούτε αποκλειστικώς εις τον άνδρα, αλλ' αι φυσικαί προδιαθέσεις έχουν εξ ίσου απονεμηθή και εις τα δύο φύλα, και δι’ όλα μεν τα έργα είναι εκ φύσεως ικανή η γυναίκα, δι’ όλα δε και ο άνδρας, απλώς μόνον ότι η γυναίκα είναι εις όλα κατωτέρα και ασθενεστέρα του ανδρός. – Αυτό είναι βέβαιον. – Τα πάντα λοιπόν θα τα αναθέσωμεν εις τον άνδρα, και τίποτε δεν θα αφήσωμεν διά την γυναίκα; – Πώς γίνεται; – Δεν υπάρχουν πράγματι, θα είπωμεν, και γυναίκες κατάλληλοι διά την ιατρικήν και την μουσικήν, και άλλαι το εναντίον; – Πώς όχι; – Και άλλαι που έχουν φυσικήν προδιάθεσιν διά την γυμναστικήν, διά τον πόλεμον, και άλλαι πάλιν που δεν έχουν καμμίαν; – Το πιστεύω. – Η και φιλόσοφοι και ανδρείαι, και άλλαι όλως διόλου το εναντίον; – Σωστόν και αυτό. – Υπάρχουν επομένως και γυναίκες ικαναί εκ φύσεως διά την φρούρησιν της πόλεως, και άλλαι όχι· διότι η φιλοσοφία και η ανδρεία δεν είναι αι δύο ιδιότητες επί τη βάσει των οποίων εξελέξαμεν και τους φρουρούς μας; – Μάλιστα. – Ώστε η φύσις της γυναικός είναι επίσης κατάλληλος διά την φρούρησιν της πόλεως, όπως και του ανδρός, και η μόνη διαφορά έγκειται εις τον μεγαλύτερον ή μικρότερον βαθμόν της ικανότητος. – Φαίνεται.

– Τοιαύτας λοιπόν γυναίκας πρέπει να εκλέγουν οι τοιούτοι άνδρες διά να συνοικούν μαζί των και να συμμετέχουν εις την φρούρησιν της πόλεως, αφού είναι ικαναί προς τούτο και έχουν την αυτήν φυσικήν προδιάθεσιν. – Χωρίς άλλο. – Εις τας αυτάς δε φυσικάς προδιαθέσεις δεν πρέπει να ορίζωμεν και τας αυτάς ενασχολήσεις και τα αυτά έργα; – Τα αυτά.

– Ιδού λοιπόν που επεστρέψαμεν εις το σημείον, από το οποίον ανεχωρήσαμεν, και ευρέθημεν σύμφωνοι πάλιν, ότι δεν είναι εναντίον της φύσεως να επιδίδωνται αι γυναίκες των φρουρών μας εις την μουσικήν και την γυμναστικήν. – Βεβαιότατα. – Ώστε ο νόμος, τον οποίον ηθέλαμεν να θεσπίσωμεν, αφού είναι σύμφωνος προς την φύσιν, δεν αποβλέπει εις πράγματα αδύνατα, ουδέ ομοιάζει με ευσεβή απλώς πόθον· αλλ' απεναντίας, όπως γίνονται τα πράγματα σήμερον, είναι, καθώς φαίνεται, παρά φύσιν. – Φαίνεται. – Το ζήτημά μας λοιπόν ήτο να εξετάσωμεν, εάν είναι δυνατά αυτά τα πράγματα, και αν συγχρόνως είναι και τα καλύτερα. – Μάλιστα. – Και ότι μεν είναι δυνατά το παρεδέχθημεν ήδη και εσυμφωνήσαμεν. – Ναι. – Δεν υπολείπεται λοιπόν τώρα να αποδειχθή, ότι είναι και τα καλύτερα; – Φανερόν. – Λοιπόν, διά να καταστήσωμεν την γυναίκα ικανήν προς φρούρησιν της πόλεως, άλλη ανατροφή θα μας χρειασθή, παρά διά τους άνδρας, αφού μάλιστα πρόκειται να επενεργήση επί της αυτής φυσικής προδιαθέσεως; – Όχι βέβαια άλλη, – Και τι φρονείς, παρακαλώ, δι’ αυτό που θα σε ερωτήσω; – Ποίον; – Παραδέχεσαι ότι όλοι οι άνδρες είναι όμοιοι κατά την αξίαν, ή άλλος είναι καλύτερος και άλλος χειρότερος; – Αυτό βέβαια. – Εις την πόλιν λοιπόν, που εθεμελιώσαμεν, φρονείς ότι τους φρουρούς, με την εκπαίδευσιν που τους εδώσαμεν, τους εκάμαμεν καλυτέρους από τους υποδηματοποιούς, όπως εξεπαιδεύθησαν και εκείνοι εις την τέχνην των; – Γελοία είναι η ερώτησίς σου – Εννοώ· και από τους άλλους πολίτας δεν είναι αυτοί οι καλύτεροι; – Και πολύ μάλιστα. – Και αι γυναίκες των δεν θα είναι καλύτεραι από τας γυναίκας όλων των άλλων; – Πολύ καλύτεραι και αυταί. – Και υπάρχει τίποτε συμφερώτερον διά μίαν πόλιν, παρά να ευρίσκωνται εις αυτήν όσον το δυνατόν καλύτεροι άνδρες και γυναίκες; – Δεν υπάρχει. Και εις αυτό το αποτέλεσμα δεν θα φθάσουν καλλιεργούντες την μουσικήν και την γυμναστικήν, καθ' όν τρόπον ημείς είπομεν; – Πώς όχι; – Ώστε βλέπεις ότι ο νόμος, που εθέσαμεν, όχι μόνον δυνατός είναι, αλλά και άριστος διά την πόλιν. – Μάλιστα.

– Οφείλουν λοιπόν αι γυναίκες των φρουρών και να γυμνωθούν, αφού αντί παντός άλλου φορέματος θα είναι ενδεδυμέναι την αρετήν, και να λαμβάνουν μέρος εις τον πόλεμον και εις την φρούρησιν της πόλεως, χωρίς εις τίποτε άλλο να καταγίνωνται· μόνον, θα αναθέτωμεν εις αυτάς τα ελαφρότερα εκ των έργων τούτων, διά την αδυναμίαν του φύλου των· εκείνος δε ο οποίος θα περιγελά διά την γύμνωσιν των γυναικών, αι οποίαι θα γυμνάζωνται δι’ ένα τόσον καλόν σκοπόν, άμεστον θα τρυγά της γνώσεως του γελοίου τον καρπόν, και δεν γνωρίζει, καθώς φαίνεται, διατί γελά, ούτε τι κάμνει· διότι έχει και θα έχη πάντοτε ισχύν το αξίωμα, ότι το μεν ωφέλιμον είναι καλόν, το δε βλαβερόν αισχρόν. – Βεβαιότατα.

– Αυτό λοιπόν είναι το πρώτον, ούτως ειπείν, κύμα, το οποίον διεφύγαμεν εις την περί των γυναικών συζήτησίν μας, ούτως ώστε να μη καταποντισθώμεν υπ’ αυτού νομοθετούντες, ότι πρέπει από κοινού να πράττουν τα πάντα οι φρουροί μας και αι γυναίκες των, αφού εξήχθη αφ' εαυτού το λογικόν συμπέρασμα ότι και δυνατά είναι αυτά και ωφέλιμα. – Και δεν είναι μικρόν το κύμα, που διέφυγες. – Θα ειπής όμως ότι δεν ήτο και πολύ μεγάλον, όταν θα ίδης αυτό, που έρχεται τώρα. – Λέγε, να το ιδούμεν. – Συνέπεια του νόμου τούτου και των άλλων των προηγουμένων, είναι, καθώς μου φαίνεται, ο εξής. – Ποίος; – Αι γυναίκες των πολεμιστών μας όλαι θα είναι κοιναί δι’ όλους, και καμμία δεν θα συνοική ιδιαιτέρως με κανένα· επίσης και τα τέκνα θα είναι κοινά, και ούτε ο γονεύς θα γνωρίζη το τέκνον του, ούτε το τέκνον τον γονέα του. – Πολύ δυσκολώτερον πράγματι να πιστευθή αυτός ο νόμος, κατά πόσον είναι δυνατός και ωφέλιμος. – Νομίζω ότι ως προς το ωφέλιμον δεν θα γεννηθώσι μεγάλαι αντιρρήσεις, ότι δεν είναι μέγιστον αγαθόν η κοινότης των γυναικών και των τέκνων, εάν είναι δυνατή· αλλά φρονώ ότι περί αυτού ακριβώς του δυνατού θα εγερθώσιν αι μεγαλύτεραι αμφισβητήσεις. – Και τα δύο θα ημπορούσε κάλλιστα ν' αμφισβητηθούν. – Συνεμάχησαν λοιπόν και τα δύο εναντίον μου· και εγώ ενόμιζα ότι θα εγλύτωνα τουλάχιστον από το ένα, εάν ήθελες συμφωνήση ότι είναι ωφέλιμον, και θα μου υπελείπετο μόνον να συζητήσω περί του δυνατού ή μη. – Το επήρα είδησιν, ότι ήθελες να μου διαφύγης· θα δώσης όμως τώρα λόγον και διά τα δύο.

– Θα υποστώ και αυτήν την ποινήν· μόνον μίαν μικράν χάριν θα σου ζητήσω· άφησέ με να δώσω αυτήν την εορτήν εις τον εαυτόν μου, όπως τα νωθρά εκείνα πνεύματα που συνηθίζουν να τρέφωνται με την φαντασίαν των, όταν αφήνουν τον νουν των να τρέχη· γνωρίζεις βέβαια ότι οι τοιούτοι, πριν να καλοεξετάσουν διά τινος μέσου θα επιτύχουν κάτι που έχουν εις την κεφαλήν των, διά να μη κουράζωνται σκεπτόμενοι κατά πόσον είναι τούτο δυνατόν ή όχι, το λαμβάνουν ως υπάρχον ήδη, σύμφωνα με την επιθυμίαν των, και αρχίζουν πλέον να τακτοποιούν τα επίλοιπα, και χαίρουν προκαταβολικώς λογαριάζοντες το τι έχουν να κάμουν κατόπιν, και – αυξάνουν μόνον ακόμη περισσότερον την φυσικήν νωθρότητα της ψυχής των. Έτσι και εγώ τώρα αποδειλιώ εμπρός εις τας δυσκολίας, και θέλω να αναβάλω δι’ άλλοτε να εξετάσω κατά πόσον είναι δυνατά αυτά που λέγω· τα λαμβάνω όμως επί του παρόντος ως δυνατά και έρχομαι να ίδω, αν μου το επιτρέπης, ποία μέτρα θα λάβουν οι άρχοντες διά την εφαρμογήν των, και να αποδείξω ότι τίποτε δεν θα είναι ωφελιμώτερον και διά τους φρουρούς και διά την πόλιν· εις αυτήν λοιπόν πρώτον την εξέτασιν θα προβώ μαζί σου και κατόπιν βλέπομεν και διά τα άλλα, αν το επιτρέπης. – Το επιτρέπω, μόνον άρχισε.

– Νομίζω λοιπόν ότι εάν οι άρχοντές μας θα είναι άξιοι του ονόματος τούτου, κατά τον ίδιον δε λόγον και οι πολεμισταί μας, θα θέλουν πάντοτε αυτοί μεν να κάμνουν ό,τι τους προστάττουν, εκείνοι δε να προστάττουν ό,τι επιβάλλει ο νόμος, ή ό,τι συμφωνεί με το πνεύμα του νόμου, εις τας περιστάσεις που θα τους επιτρέψωμεν να το κρίνουν μόνοι των. – Φυσικά. – Συ λοιπόν ο νομοθέτης, όπως εξέλεξες τους άνδρας, τοιουτοτρόπως θα εκλέξης και τα γυναίκας και θα τας παραδώσης να συμφωνούν όσον το δυνατόν κατά τους χαρακτήρας των. Επειδή δε θα έχουν και τας οικίας και τα συσσίτια κοινά, και κανείς δεν θα έχη τίποτε από αυτά ιδιαιτέρως, θα είναι όλοι μαζί, και επειδή θα είναι τοιουτοτρόπως ανακατωμένοι και εις τα γυμνάσια και παντού αλλού, θα οδηγηθούν, νομίζω, από την έμφυτον ανάγκην να ζευγαρωθούν· ή δεν το παραδέχεσαι ότι κατ' ανάγκην θα συμβή αυτό; – Κατ' ανάγκην μάλιστα, όχι γεωμετρικήν βέβαια, αλλ' ερωτικήν, η οποία έχει πολύ μεγαλυτέραν δύναμιν από εκείνην, να πείθη και να ελκύη τον πολύν λαόν.

– Πολύ σωστά· αλλά, Γλαύκων, να γίνωνται αι ενώσεις αύται χωρίς καμμίαν τάξιν, ή να κάμνουν οτιδήποτε άλλο, δεν είναι πράγμα θεμιτόν εις πόλιν ανθρώπων ευτυχών, ούτε θα το επιτρέψουν οι άρχοντες. – Μάλιστα· διότι δεν είναι δίκαιον. – Κατόπιν τούτου είναι προφανές, ότι θα κάμωμεν γάμους όσον ημπορούμεν περισσότερον ιερούς· θα είναι δε ιεροί οι ωφελιμώτατοι. – Βεβαίως. – Αλλά πώς θα είναι ωφελιμώτατοι; αυτό θα μας το ειπής συ, Γλαύκων· διότι βλέπω εις την οικίαν σου και σκύλους κυνηγετικούς και πάμπολλα θηρευτικά πτηνά· άραγε έδωσες καμμίαν προσοχήν εις τους γάμους των και εις τας παιδοποιίας των; – Τι δηλαδή; – Πρώτον μεν μεταξύ των ζώων τούτων, αν και όλα είναι από καλόν γένος, δεν υπάρχουν μερικά τα οποία είναι και γίνονται καλύτερα από τα άλλα; – Μάλιστα. – Και σου τεκνοποιούν όλα αδιακρίτως, ή φροντίζεις να αποκτήσης μικρά από τα καλύτερα ζώα; Από τα καλύτερα. – Από τα νεώτερα, από τα γεροντότερα, ή από εκείνα που ευρίσκονται εις την ακμήν της ηλικίας των; – Από αυτά τα τελευταία. – Και αν δεν λάβης αυτήν την πρόνοιαν, νομίζεις ότι πολύ γρήγορα θα εκφυλισθή το γένος των σκύλων και των πτηνών σου; – Βεβαίως. – Το ίδιον νομίζεις και διά τους ίππους και δι’ όλα εν γένει τα ζώα; – Θα ήτο άτοπον να πιστεύω το εναντίον.

– Πωπώ, αγαπητέ μου φίλε, πόσον μεγάλην ικανότητα λοιπόν πρέπει να έχουν οι άρχοντές μας, εάν το ίδιον συμβαίνη και με τους ανθρώπους! – Αλλά το ίδιον βέβαια· διατί όμως; – Διότι θα γίνη ανάγκη να μεταχειρίζωνται πολλά φάρμακα· ένας ιατρός κοινός, και ο χειρότερος ακόμη, νομίζομεν ότι αρκεί, όταν πρόκειται δι’ ασθενείς, που δεν έχουν ανάγκην από φάρμακα, αλλ' απλώς από δίαιταν· όταν όμως είναι ανάγκη να ορίση και φάρμακα, γνωρίζομεν ότι χρειάζεται μεγαλυτέρας αξίας ιατρός. – Είναι αλήθεια· αλλά διατί τα λέγεις αυτά; – Ιδού διατί· φαίνεται ότι θα γίνη ανάγκη να καταφεύγουν συχνά εις το ψεύδος και την απάτην οι άρχοντές μας, προς ωφέλειαν των πολιτών· είπομεν δε ότι ενίοτε είναι χρήσιμα και αυτά, ως είδος φαρμάκου. – Και πολύ ορθά. – Αυτό λοιπόν το ορθόν, που λέγεις, φαίνεται ότι έχει όχι μικράν πέρασιν εις τους γάμους και εις τας παιδοποιίας. – Πώς δηλαδή; – Είναι ανάγκη, συμφώνως με όσα παρεδέχθημεν, αι ερωτικαί συναντήσεις μεταξύ των αρίστων εκ των δύο φύλων να γίνωνται όσον το δυνατόν συχνότεροι, το εναντίον δε μεταξύ των κατωτέρων· και να ανατρέφωνται μεν τα τέκνα των πρώτων, όχι όμως και των άλλων, εάν δεν θέλωμεν να εκφυλισθή το ποίμνιόν μας· και όλα αυτά πρέπει να γίνωνται χωρίς να γνωρίζη κανείς άλλος τίποτε, εκτός μόνον των αρχόντων, εάν εννοούμεν πάλιν να μείνη αδιατάρακτος η ειρήνη μεταξύ της αγέλης των πολεμιστών. – Ορθότατα.

– Θα γίνη λοιπόν ανάγκη να νομοθετήσωμεν μερικάς εορτάς, εις τας οποίας θα συναθροίζωμεν τους γαμβρούς και τας νύμφας· θα τας συνοδεύωμεν με θυσίας και ύμνους, τους οποίους θα συνθέτουν οι ποιηταί, εμπρέποντας εις την ιερότητα των τελουμένων γάμων· θα αφήσωμεν εις τους άρχοντας το δικαίωμα να κανονίζουν τον αριθμόν των γάμων, διά να διατηρούν πάντοτε τον αυτόν αριθμόν των ανδρών, αποβλέποντες εις τους πολέμους και εις τας ασθενείας και εις τα άλλα τα τοιαύτα, διά να μη γίνεται, όσον το δυνατόν, ούτε πολύ μεγάλη η πόλις μας, ούτε πολύ μικρά. – Σωστά. – Θα προετοιμάζωνται δε επιτηδείως κάποιοι κλήροι, ώστε οι χειρότεροι εκείνοι να μην έχουν να παραπονούνται με τους άρχοντας διά την γυναίκα, που θα τους λάχη, αλλά με την τύχην. – Πολύ ωραίον και τούτο.

– Και εις τους νέους, οι οποίοι θα διεκρίνοντο εις τον πόλεμον ή όπου αλλού, εκτός των άλλων βραβείων και αμοιβών, θα παραχωρηθή και το δικαίωμα να πλησιάζωσι συχνότερον τας γυναίκας, ίνα, με αυτήν συγχρόνως την πρόφασιν, γεννώνται όσον το δυνατόν περισσότερα τέκνα από τους τοιούτους. – Ορθότατα.

– Τα δε εκάστοτε γεννώμενα τέκνα θα παραλαμβάνουν ιδιαίτεροι προς τον σκοπόν τούτον αρχαί, τας οποίας θα αποτελούν είτε άνδρες, είτε γυναίκες, είτε άνδρες ομού και γυναίκες· διότι είπομεν ότι όλοι οι αρχαί θα είναι κοινοί και διά τα δύο φύλα. – Μάλιστα. – Και τα μεν τέκνα των καλυτέρων θα τα φέρουν εις το κοινόν τροφείον και θα τα παραδίδουν εις τας χείρας των τροφών, αι οποίαι θα κατοικούν εις ένα χωριστόν μέρος της πόλεως· των δε χειροτέρων, και όσα και των άλλων τύχη να γεννηθούν ελαττωματικά, θα τα κρύψουν, όπως είναι πρέπον, εις ένα μέρος μυστικόν και απόρρητον. Εάν βέβαια θέλωμεν να διατηρηθή καθαρά η γενεά των πολεμιστών. – Αυτοί οι ίδιοι θα έχουν και την φροντίδα της τροφής των νεογνών, και θα οδηγούν τας μητέρας εις το τροφείον, όταν τας στενοχωρή το γάλα των, λαμβάνοντες όμως όλας τας δυνατάς προφυλάξεις διά να μην αναγνωρίση καμμία το τέκνον της· και αν αυταί δεν αρκούν, θα φροντίσουν να εύρουν και άλλας, που να έχουν άφθονον γάλα, θα προσέχουν όμως να μη θηλάζουν και αύται περισσότερον του δέοντος, τας δε αγρυπνίας και τους άλλους κόπους θα αναθέσουν εις τας τροφούς και εις άλλας γυναίκας. – Τοιουτοτρόπως καθιστάς πολύ εύκολον την παιδοποιίαν διά τας γυναίκας των πολεμιστών. – Διότι αυτό είναι το πρέπον· αλλ' ας εξακολουθήσωμεν εκείνο που ηρχίσαμεν ελέγαμεν ότι η τεκνοποίησις οφείλει να γίνεται εις την ακμήν της ηλικίας. – Μάλιστα. – Δεν σου φαίνεται αρκετόν να ορίσωμεν είκοσιν έτη ακμής διά την γυναίκα και τριάκοντα διά τον άνδρα; – Από ποίας ηλικίας; – Διά μεν την γυναίκα από το εικοστόν μέχρι του τεσσαρακοστού έτους της ηλικίας της· διά δε τον άνδρα, αφού περάση η θερμοτέρα περίοδος της νεότητος, μέχρι του πεντηκοστού πέμπτου. – Πραγματικώς αυτός είναι και δια τους δύο ο χρόνος της ακμής και του σώματος και του πνεύματος. – Εάν λοιπόν κανείς πολίτης, είτε πριν, είτε πέραν της ηλικίας αυτής, παραβή τους περί των κοινών γάμων νόμους της πόλεως, θα τον κηρύξωμεν ένοχον της εσχάτης αδικίας και καθοσιώσεως, διότι έσπειρε τέκνον, το οποίον αν γεννηθή, θα είναι ο λαθραίος καρπός του σκότους και της παρανόμου ακολασίας, και διότι της γεννήσεώς του δεν προηγήθησαν ούτε θυσίαι ούτε ευχαί, τας οποίας οι ιερείς και αι ιέρειαι και ολόκληρος η πόλις απευθύνουν εις έκαστον γάμον προς τους θεούς, διά να γεννηθούν από καλούς γονείς καλύτερα τέκνα και από ωφελίμους ωφελιμώτερα. – Πολύ σωστά.

Yaş sınırı:
12+
Litres'teki yayın tarihi:
13 ekim 2017
Hacim:
150 s. 1 illüstrasyon
Telif hakkı:
Public Domain
Metin PDF
Ortalama puan 0, 0 oylamaya göre
Metin
Ortalama puan 3,5, 2 oylamaya göre
Metin
Ortalama puan 0, 0 oylamaya göre
Metin PDF
Ortalama puan 0, 0 oylamaya göre
Ses
Ortalama puan 5, 1 oylamaya göre
Ses
Ortalama puan 5, 1 oylamaya göre
Ses
Ortalama puan 5, 1 oylamaya göre
Ses
Ortalama puan 5, 2 oylamaya göre
Ses
Ortalama puan 3,5, 2 oylamaya göre
Ses
Ortalama puan 5, 1 oylamaya göre