Kitabı oku: «Πολιτεία, Τόμος 3», sayfa 4
ΒΙΒΛΙΟΝ Ζ'
Κατόπιν από αυτά παράστησε τώρα την ανθρωπίνην φύσιν, εν σχέσει προς την παιδείαν και την απαιδευσίαν, με την εξής εικόνα, που θα σου είπω. Φαντάσου ένα υπόγειον σπήλαιον, το οποίον να έχη ανοικτήν προς το φως την είσοδον καθ' όλον το μήκος του, και μέσα εις αυτό το σπήλαιον ανθρώπους αλυσοδεμένους από τους πόδας και τους αυχένας εκ παιδικής ηλικίας, εις τρόπον ώστε να μην ημπορούν να μετακινηθούν από την θέσιν των και ούτε να βλέπουν παρά εμπρός των μόνον^ όπισθεν δε, εις αρκετήν απόστασιν και υψηλότερά των, να υπάρχη αναμμένη φωτιά, από την οποίαν να έρχεται το φως έως αυτούς, μεταξύ δε αυτής και των δεσμωτών ένας δρόμος προς τα επάνω· κατά μήκος αυτού του δρόμου φαντάσου ακόμη κτισμένον ένα τοίχον, όπως εκείνα τα διαφράγματα που χωρίζουν τους θεατάς από τους θαυματοποιούς και άνωθεν των οποίων οι τελευταίοι ούτοι επιδεικνύουν τα θαύματά των. – Τα φαντάζομαι όλα αυτά. – Φαντάσου τώρα ανθρώπους, να περνούν κατά μήκος αυτού του τοίχου, φορτωμένοι παντοειδή αντικείμενα και ανδριάντας και άλλα ζώα κατασκευασμένα από λίθον ή ξύλον ή απ' ό,τι άλλο, εις τρόπον ώστε όλα αυτά να φαίνωνται επάνω από τον τοίχον, και από αυτούς που τας σηκώνουν άλλοι μεν να ομιλούν μεταξύ των, άλλοι δε να σιωπούν· – Είναι πολύ παράξενη η εικών, και παράξενοι και οι δεσμώται σου.
– Και μολαταύτα αυτοί είμεθα ημείς οι ίδιοι· και εν πρώτοις, νομίζεις ότι αυτοί οι δεσμώται έχουν ιδή ποτέ και από τους εαυτούς των και από τους άλλους τίποτε άλλο, εκτός από τας σκιάς των, που σχηματίζει η λάμψις του πυρός επί του βάθους του σπηλαίου, προς το οποίον είναι γυρισμένοι; – Και πώς να ιδούν, αφού είναι αναγκασμένοι να κρατούν καθ' όλην την ζωήν ακίνητον την κεφαλήν των; – Επίσης και από τα αντικείμενα που περνούν αποπίσω των, τι άλλο παρά τας σκιάς των; – Βεβαιότατα. – Και αν ημπορούσαν να συνδιαλέγωνται μεταξύ των, δεν νομίζεις ότι θα εσυμφώνουν να δίδουν εις τας σκιάς, που βλέπουν να παρελαύνουν εμπρός των, τα ονόματα αυτών των ιδίων αντικειμένων; – Κατ' ανάγκην. – Τι δε; εάν είχε η φυλακή των και ηχώ, όταν θα ωμίλει κανείς από εκείνους που θα επερνούσαν, νομίζεις ότι θα εφαντάζοντο τίποτε άλλο, παρά ότι αι σκιαί, που βλέπουν εμπρός των, είναι εκείναι που ομιλούν; – Και τι άλλο βέβαια; – Και εν γένει δεν θα εγνώριζον, ότι υπάρχει καμμία άλλη πραγματικότης, έξω από αυτάς τας σκιάς. – Κατ' ανάγκην.
– Σκέψου τώρα τι ώφειλε να συμβή φυσικά με αυτούς, εάν ήθελον τους λύση από τα δεσμά των και τους θεραπεύση από την πλάνην και την άγνοιάν των· ότε λοιπόν θα ελύετο ένας από αυτούς, και ηναγκάζετο έξαφνα να σηκωθή επάνω και να στρέψη την κεφαλήν και να βαδίση και να παρατηρήση προς το μέρος του φωτός, θα ησθάνετο βεβαίως μεγάλους πόνους από όλα αυτά, και από το εκθαμβωτικόν φως δεν θα ημπορούσε να ιδή καθαρά τα αντικείμενα, των οποίων έβλεπεν έως τώρα τας σκιάς· τι δε νομίζεις ότι ήθελεν ειπή, αν του έλεγε κανείς ότι εκείνα μεν που έβλεπε τότε ήσαν ένα τίποτε, ενώ τώρα βλέπει σωστότερα πράγματα πλησιέστερα προς την πραγματικότητα και μάλλον αληθινά; και αν του εδείκνυε κανείς το καθένα, από εκείνα που περνούν, και τον ηνάγκαζε να απαντήση τι είναι, δεν φρονείς ότι θα περιέπιπτεν εις μεγάλην απορίαν και θα ενόμιζεν ότι εκείνα, που έβλεπε τότε, ήσαν αληθινώτερα από αυτά που του δεικνύει τώρα; – Αυτό βέβαια θα επάθαινε.
– Αν δε τον ηνάγκαζαν να στρέψη τα βλέμματά του και προς αυτό το φως, δεν θα του επονούσαν οι οφθαλμοί και δεν θα έφευγε διά να γυρίση πάλιν προς εκείνα που ημπορεί να βλέπη, και δεν θα ενόμιζεν, ότι αυτά είναι πολύ σαφέστερα και καθαρώτερα, από τα άλλα που του έδειξαν; – Βεβαίως. – Εάν δε τώρα ήθελε τον αποσπάση κανείς από το σπήλαιον, και τον ανέβαζε διά της βίας από τον τραχύν εκείνον και ανηφορικόν δρόμων εις το φως του ηλίου, τι μαρτύριον θα ήτο δι' αυτόν και ποίαν αγανάκτησιν θα ησθάνετο να τον σύρουν κατ' αυτόν τον τρόπον! και όταν θα έφθανε τέλος εις το φως, πλημμυρισμένοι οι οφθαλμοί του από την άπλετον εκείνην λάμψιν της ημέρας, θα ημπορούσαν να ίδουν κανένα από τα αντικείμενα που λέγομεν ημείς τώρα πραγματικά; – Όχι βέβαια, έτσι τουλάχιστον έξαφνα. – Θα εχρειάζετο αναμφιβόλως να συνηθίση πρώτα, διά να κατορθώση να τα διακρίνη· και εις την αρχήν μεν θα έβλεπε ευκολώτατα τας σκιάς, έπειτα επί της επιφανείας των υδάτων τα είδωλα των ανθρώπων και των άλλων αντικειμένων, και τέλος αυτά τα ίδια· ακολούθως θα ημπορούσε να στραφή προς τον ουρανόν, τον οποίον κατ' αρχάς θα ήτο εις θέσιν να παρατηρήση την νύκτα ευκολώτερον, με το φως των άστρων και της σελήνης, παρά την ημέραν με το φως του ηλίου. – Πώς όχι; – Τελευταίον δε, νομίζω, θα ημπορούσε να ατενίση όχι μόνον την εικόνα του ηλίου επί των υδάτων, είτε τα είδωλα αυτού εις άλλας θέσεις, αλλά αυτόν τον ίδιον εις την πραγματικήν του θέσιν και να παρατηρήση πώς είναι. Μάλιστα.
– Και μετά ταύτα θα ήρχιζε να σκέπτεται και θα κατέληγεν, εις το συμπέρασμα, ότι ο ήλιος είναι εκείνος, που κάμνει τας εποχάς και τα έτη, που κυβερνά και επιτροπεύει τα πάντα εις τον ορατόν κόσμον, και είναι τρόπον τινά η αιτία όλων εκείνων, όσα έβλεπον εκεί κάτω εις το σπήλαιόν των. – Είναι πράγματι φανερόν ότι εις αυτά τα συμπεράσματα θα καταντούσε βαθμηδόν.
– Όταν δε θα ενθυμείτο την πρώτην του κατοικίαν και την σοφίαν, που είχαν οι συνδεσμώται του εκεί κάτω, τι νομίζεις; δεν θα εμακάριζε μεν τον εαυτόν του διά την μεταβολήν αυτήν, θα ελεεινολογούσε δε εκείνους; – Και πολύ μάλιστα.
– Εάν δε υπήρχον εκεί κάτω μεταξύ των τίποτε αμοιβαί και έπαινοι και τιμητικαί διακρίσεις δι' εκείνον που έβλεπε οξύτατα κατά την παρέλασίν των τας σκιάς, και ενθυμείτο ακριβέστατα ποίαι περνούν πρώται, ποίαι κατόπιν ή μαζί, και επομένως ήτο εις θέσιν καλύτερα από κάθε άλλον, να προείπη ποία σκιά έμελλε να παρουσιασθή εις ωρισμένην στιγμήν, τι λέγεις; θα τας επευφημούσεν ακόμη, και θα εζήλευε πλέον εκείνους που ετιμώντο εκεί κάτω και υπερείχον κατ' αυτόν τον τρόπον από όλους τους άλλους; ή θα επάθαινεν εκείνο, που λέγει ο Όμηρος διά τον Αχιλλέα και θα επροτιμούσε μυριάκις να ζη εις τον επάνω κόσμον, έστω και να είναι δούλος ενός άλλου πτωχού ανθρώπου και να υποφέρη ό,τι άλλο και αν είναι, παρά να εξακολουθή να ζη όπως τότε εκεί κάτω και να έχη τας ιδίας δοξασίας – Κάθε άλλο και εγώ παραδέχομαι ότι θα επροτιμούσε, παρά να εξακολουθή να ζη κατ' εκείνον τον τρόπον.
– Πρόσεξε ακόμη και εις αυτό· εάν ο τοιούτος ήθελε καταβή εκ νέου εκεί κάτω και αναλάβη την πρώτην του θέσιν, από την εξαφνικήν αυτήν μετάβασιν εκ του ηλίου εις το σκότος δεν θα εγίνετο πάλιν ωσάν τυφλός; – Εννοείται. – Και εάν, ενώ ακόμη δεν διακρίνη τίποτε και πριν αποκατασταθή τελείως η όρασίς του, πράγμα διά το οποίον θα εχρειάζετο βέβαια όχι και πολύ ολίγος χρόνος, εάν, λέγω, εγίνετο ανάγκη να διαγωνισθή με τους άλλους τους παντοτινούς δεσμώτας και να λέγη την γνώμην του διά τας σκιάς που περνούν, δεν θα τους επροξένει μεγάλον γέλωτα και δεν θα έλεγον περί αυτού, ότι επέστρεψεν από εκεί επάνω, που ανέβηκε, με χαλασμένους τους οφθαλμούς και ότι δεν αξίζει τον κόπον ούτε να επιθυμήση κανείς να αναβή εις τον επάνω κόσμον; και αν κανείς ήθελεν επιχειρήση να τους λύση από τα δεσμά και να τους ανεβάση, δεν θα ήσαν ικανοί και να τον σκοτώσουν, αν ημπορούσαν να τον πιάσουν στα χέρια τους; – Χωρίς άλλο.
– Αυτήν λοιπόν την εικόνα, αγαπητέ μου Γλαύκων, πρέπει να εφαρμόσης εις όλα εκείνα, που είπαμεν πριν^ το υπόγειον δεσμωτήριον είναι αυτός ο κόσμος, που βλέπομεν διά της οράσεως· το φως, από το οποίον φωτίζεται το σπήλαιον, είναι ο ήλιος μας· εάν τώρα δεχθής, ότι ο δεσμώτης εκείνος, που ανεβαίνει εδώ επάνω και βλέπει, όσα βλέπει, παριστάνει την ψυχήν που ανεβαίνει από τον ορατόν εις τον νοητόν κόσμον, θα είσαι μέσα εις την ιδέαν μου, αφού επιθυμείς να την ακούσης· ο θεός όμως μόνον γνωρίζει, αν είναι και αληθινή· εμένα εκείνο που μου φαίνεται, είναι αυτό: εις τον κόσμον της νοήσεως την τελευταίαν και ανωτάτην θέσιν κατέχει η ιδέα του αγαθού, η οποία ένεκα τούτου μετά δυσκολίας καθοράται· όταν όμως την ίδη κανείς, δεν ημπορεί να μη συμπεράνη, ότι αυτή είναι η αιτία παντός εν γένει εν τω σύμπαντι καλού και ωραίου, διότι και εις τον ορατόν κόσμον αυτή γεννά και το φως και την πηγήν του φωτός, τον ήλιον, και εις τον νοητόν είναι αυτή η δέσποινα, που παρέχει την αλήθειαν και την νόησιν^ και ότι προς αυτήν πρέπει να αποβλέπη εκείνος, που θέλει ορθώς και με φρόνησιν να κυβερνήση και τον ιδιωτικόν και τον δημόσιον αυτού βίον. – Συμμερίζομαι και εγώ την ιδέαν σου, καθόσον τουλάχιστον ημπορώ να την εννοήσω.
– Έλα λοιπόν να συμμερισθής και αυτό ακόμη, και να μην παραξενεύεσαι πλέον, ότι εκείνοι που έφθασαν έως αυτό το σημείον, δεν ημπορούν να ευρίσκουν καμμίαν ευχαρίστησιν με τας συνήθεις ασχολίας των ανθρώπων, αλλά πάντοτε αι ψυχαί αυτών τείνουν να διατρίβουν εκεί επάνω υψηλά^ και είναι πολύ φυσικόν αυτό, εάν είναι σύμφωνον με την εικόνα εκείνην, που εδώσαμεν πριν. – Πράγματι, φυσικόν.
– Τι λοιπόν; σου φαίνεται τίποτε παράξενον, εάν ένας, που κατέρχεται από την θείαν εκείνην θεωρίαν εις τας ανθρωπίνους αθλιότητας, δεν γνωρίζη πώς να φερθή και φαίνεται φοβερά γελοίος, όταν, πριν ακόμη εξεικειωθή αρκετά εις το σκότος αυτού του κόσμου, αναγκασθή είτε εις τα δικαστήρια, είτε όπου αλλού, να υποστηρίξη την ιδέαν του περί των σκιών του δικαίου, ή περί των αγαλμάτων, των οποίων είναι αι σκιαί, που είπαμεν εις την εικόνα μας, και να αντικρούση τας δοξασίας, που έχουν περί δικαιοσύνης εκείνοι, οι οποίοι ποτέ των δεν την είδαν την ιδίαν; – Καθόλου βέβαια παράξενον.
– Αλλ' αν κανείς έχη νουν, θα ενθυμηθή, ότι είναι δύο ειδών και από δύο διαφορετικάς αιτίας προέρχεται η διατάραξις της οράσεως, είτε όταν μεταβαίνη κανείς από το φως εις το σκότος, είτε το εναντίον από το σκότος εις το φως· το ίδιον λοιπόν οφείλει να παραδεχθή και περί της ψυχής, και όταν ίδη καμμίαν να είναι ταραγμένη και να μην ημπορή να διακρίνη καθαρά, δεν πρέπει να γελά ανοήτως, αλλά να εξετάση τι από τα δύο συμβαίνει, τάχα επειδή ήλθεν από άλλον βίον φωτεινότερον έχει παραζαλισθή με το ασυνήθιστον εδώ σκότος, ή μήπως έρχεται από περισσοτέραν αμάθειαν εις κάπως ζωηρότερον φως και έχει θαμβωθή από την μεγαλυτέραν του λάμψιν και ανταύγειαν; και τότε βέβαια, εις μεν την πρώτην περίστασιν θα ώφειλε να την μακαρίση δι' αυτήν την παραζάλην της και τον τρόπον της, εις δε την δευτέραν να την ελεεινολογήση, και αν είχε την διάθεσιν να γελά μαζί της, ο γέλως του θα ήτο ολιγώτερον καταγέλαστος, παρά αν εγελούσε με την ψυχήν, που έχει φθάση άνωθεν από την χώραν του φωτός. – Είναι πολύ λογικά αυτά, που λέγεις.
– Πρέπει λοιπόν, εάν αυτά είναι αληθινά, να συμπεράνωμεν, ότι η παιδεία δεν είναι τοιαύτη, όπως διισχυρίζονται μερικοί που την έχουν επάγγελμά των· λέγουν δηλαδή πως, ενώ δεν υπάρχει μέσα εις την ψυχήν επιστήμη, αυτοί την εισάγουν, καθώς επάνω κάτω θα εισήγον την όρασιν εις οφθαλμούς τυφλούς. – Αυτό πράγματι λέγουν. – Αλλά ο τωρινός μας λόγος μας δίδει να εννοήσωμεν, ότι έκαστος έχει εις την ψυχήν του την δύναμιν του να μανθάνη και το προς τούτο κατάλληλον όργανον· και όπως, εάν δεν ήτο δυνατόν να γίνη διαφορετικά, θα έπρεπε να στρέφη κανείς τον οφθαλμόν του με όλον το σώμα μαζί από το σκοτεινόν προς το φωτεινόν, τοιουτοτρόπως πρέπει να στρέφη και το όργανον τούτο της μαθήσεως μαζί με όλην του την ψυχήν από εκείνο το οποίον γεννάται και φθείρεται προς το καθ' εαυτό ον, έως ότου κατορθώση επί τέλους να ημπορή να προσηλώνη τα βλέμματα εις το φωτεινότατον του όντος, το οποίον καθ' ημάς είναι το αγαθόν ή όχι; – Ναι.
– Εις τούτο λοιπόν συνίσταται όλη η τέχνη της περιστροφής ταύτης, πώς δηλαδή να στραφή η ψυχή κατά τρόπον ευκολώτατον και προς μεγαλυτέραν αυτής ωφέλειαν, και να ευρεθή μέσον όχι διά να της εμβάλλη κανείς την όράσιν, διότι αυτήν την έχει ήδη, αλλά διά να διορθώση την διεύθυνσιν αυτής της οράσεως, που είναι εστραμμένη όχι ορθώς και βλέπει όχι εκεί που έπρεπε. – Αυτό φαίνεται το σωστόν.
– Λοιπόν αι μεν άλλαι ιδιότητες της ψυχής ομοιάζουν επάνω κάτω με τας ιδιότητας του σώματος· διότι ενώ πράγματι δεν προϋπάρχουν από πριν, αναπτύσσονται έπειτα με την εκπαίδευσιν και την εξάσκησιν· ενώ η ιδιότης του γιγνώσκειν φαίνεται ότι έχει από όλα τα άλλα θειοτέραν τινά φύσιν, και ουδέποτε μεν χάνει την δύναμίν της, αποβαίνει δε χρήσιμος και ωφέλιμος, ή πάλιν άχρηστος και βλαβερά, αναλόγως της διευθύνσεως, που ήθελε λάβη· ή δεν έχεις προσέξη ακόμη, αυτών των ανθρώπων, που ονομάζονται πονηροί μεν, σοφοί δε συγχρόνως, πόσον η μικρά των ψυχή βλέπει οξύτατα και διακρίνει με θαυμασίαν διορατικότητα εκείνα, που την ενδιαφέρουν, διότι δεν έχει χαλασμένην την όράσιν, αλλ' επειδή την αναγκάζει να εξυπηρετή την κακίαν της, όσον οξύτερα βλέπει τόσον και μεγαλύτερα κακά εργάζεται; – Βεβαίως το έχω παρατηρήση.
– Εάν όμως εις τας τοιαύτας φύσεις ήθελέ τις ευθύς εκ παιδικής ηλικίας αποκόψη τας εμφύτους εκείνας κακίας, αι οποίαι, καθώς μολύβδινα βαρίδια, έλκουν την ψυχήν προς τας χυδαίας και ταπεινάς απολαύσεις της γαστριμαργίας και της λαγνείας και τας τοιαύτας εν γένει ηδονάς και την αναγκάζουν να βλέπη πάντα προς τας κάτω, εάν, λέγω, ήθελον απαλλαγή από αυτά και εστρέφοντο προς την αλήθειαν, βεβαίως θα την διέκρινον και αυτήν με την αυτήν εκείνην οξύτητα, με την οποίαν τώρα βλέπουν όσα τους ενδιαφέρουν. – Πολύ φυσικόν.
– Τι δε; και τούτο δεν είναι πολύ φυσικόν, ή μάλλον αναγκαίον συμπέρασμα εκ των προλεχθέντων, ότι μήτε οι απαίδευτοι και οι παντελώς άπειροι της αληθείας ημπορούν ποτέ να κυβερνήσουν την πολιτείαν, μήτε εκείνοι που τους άφησαν να περάσουν όλην την ζωήν των εις την σπουδήν και την μελέτην; διότι οι μεν πρώτοι δεν έχουν εις την ζωήν των ένα ωρισμένον σκοπόν, τον οποίον επιδιώκοντες να ρυθμίζουν σύμφωνα με αυτόν όλον και τον ιδιωτικόν και τον δημόσιον αυτών βίον^ οι άλλοι πάλιν, διότι ποτέ δεν θα συγκατένευον να αναμιχθούν εις τον πρακτικόν βίον, νομίζοντες ότι, αν και ζωντανοί ακόμη, ευρίσκονται ήδη εις τας Νήσους των μακάρων. – Δίκαιον έχεις.
– Επιβάλλεται λοιπόν εις ημάς, οι οποίοι είμεθα οι ιδρυταί, της πολιτείας, να αναγκάσωμεν τας εξαιρετικάς φύσεις να επιδοθούν εις την μάθησιν εκείνην, που την ανεγνωρίσαμεν ως, την ανωτάτην όλων, να ιδούν το αγαθόν και να επιχειρήσουν την ανάβασιν εκείνην διά να το γνωρίσουν επαρκώς εκ του πλησίον, και κατόπιν να μη τους επιτρέψωμεν, εκείνο που επιτρέπεται σήμερον. – Το ποίον δηλαδή; – Αφού αναβούν, να κατακαθίσουν εκεί και να μην εννοούν πλέον να καταβούν προς τους πρώην συναδέλφους των δεσμώτας, μηδέ να συμμερίζωνται πλέον μαζί των τους αυτούς πόνους και τας τιμάς, είτε τας θεωρούν ταπεινοτέρας είτε σπουδαιοτέρας. – Και πώς; θα τους αδικήσωμεν τόσον, ώστε να τους καταδικάσωμεν εις μίαν ζωήν χειροτέραν, ενώ θα ημπορούσαν να ζουν πολύ ευτυχέστερα;
– Ελησμόνησες πάλιν, φίλε μου, ότι δεν είναι υποχρεωμένος ο νόμος να φροντίζη, πώς να εξασφαλίση ιδιαιτέρως την ευτυχίαν μιας μόνον τάξεως πολιτών, αλλ' επιδιώκει τούτο γενικώς δι' ολόκληρον την πόλιν και προς τον σκοπόν τούτον συνδυάζει αρμονικώς τα διάφορα στοιχεία και υποχρεώνει τους πολίτας διά της πειθούς ή και διά της βίας να μεταδίδουν προς αλλήλους τας ωφελείας, που είναι εις θέσιν έκαστος να παρέχη εις το κοινόν, μορφώνει δε και ο ίδιος τοιούτους άνδρας εις την πόλιν, όχι διά να τους αφήνη να παίρνουν τον δρόμον που θέλει ο καθένας των, αλλά διά να τους μεταχειρίζεται αυτός προς τον σύνδεσμον της πόλεως. – Έχεις δίκαιον· το είχα λησμονήση.
– Εκτός τούτου όμως σκέψου, αγαπητέ Γλαύκων, ότι και δεν θα τους αδικήσωμεν επί τέλους τους φιλοσόφους της πόλεώς μας, αλλά θα έχωμεν να προβάλωμεν αποχρώσαν δικαιολογίαν, όταν τους αναγκάζωμεν να αναλάβουν την φροντίδα και την φύλαξιν των άλλων· θα τους είπωμεν δηλαδή, ότι εις μεν τας άλλας πόλεις οι φιλόσοφοι πολύ ευλόγως δεν λαμβάνουν μέρος εις τους κόπους και τας φροντίδας της διοικήσεως, διότι εκεί γεννώνται ούτως ειπείν αυτομάτως και παρά την θέλησιν της πολιτείας, ένα δε πράγμα αυτοφυές και το οποίον εις κανένα δεν χρεωστεί την γέννησίν του και την εκπαίδευσιν, είναι πολύ δίκαιον να μην έχη καμμίαν υποχρέωσιν να πληρώση τροφεία εις κανένα· εσάς όμως σας εμορφώσαμεν εμείς προς το συμφέρον σας και προς το συμφέρον της πόλεως, διά να γίνετε, όπως εις σμήνη μελισσών, οι ηγεμόνες μας και οι βασιλείς μας, και προς τον σκοπόν τούτον σας εδώσαμεν καλυτέραν και τελειοτέραν μόρφωσιν από τους άλλους, διά να ημπορήτε να κάμνετε και τα δύο· πρέπει λοιπόν ο καθένας σας να κατεβαίνη με την σειράν του εις την κοινήν των άλλων κατοικίαν και να συνηθίση μαζί με τους άλλους να βλέπη και τα σκοτεινά· διότι, όταν οπωσδήποτε εξοικειωθήτε, θα βλέπετε τα πράγματα ασυγκρίτως καλύτερα από τους άλλους τους εκεί, και θα γνωρίζετε έκαστον είδωλον, τι και τίνος είναι, διότι έχετε ιδή την αλήθειαν σχετικώς με το ωραίον, – το δίκαιον και το αγαθόν· και τοιουτοτρόπως προς το συμφέρον και το ιδικόν σας και το ιδικόν μας η διοίκησις της πολιτείας μας θα είναι πραγματικότης και όχι όνειρον, όπως εις τας πλείστας των σημερινών πολιτειών, εις τας οποίας οι άρχοντες πολεμούν μεταξύ των διά μίαν καθαράν σκιάν και διαφιλονεικούν την εξουσίαν, ως να ήτο κανένα σπουδαίον αγαθόν· το αληθές όμως είναι ότι, εις μίαν πόλιν, οπού οι ενδεδειγμένοι να κυβερνώσι δεν δεικνύουν καμμίαν μεγάλην σπουδήν ν' αναλάβουν την αρχήν, κατ' ανάγκην η πόλις αύτη θα διοικήται άριστα και θα βασιλεύη εις αυτήν η ομόνοια· ενώ όπου, οι άρχοντες πράττουν τα εναντία, θα συμβαίνουν και τα εναντία. – Έχεις πολύ δίκαιον.
– Λέγεις λοιπόν να μας παρακούσουν τάχα οι τρόφιμοί μας και να μη θελήσουν να συμμετάσχουν των κόπων της διοικήσεως, έκαστος με την σειράν του, και να είναι ελεύθεροι έπειτα, τον περισσότερον χρόνον, να τον διέρχωνται μαζί εις την χώραν του καθαρού φωτός; – Δεν είναι δυνατόν· διότι δίκαιοι είναι και αυτοί, δίκαια και αυτά που τους επιβάλλομεν ώστε, παρά κάθε άλλον, θα αναλαμβάνη μετά προθυμίας ο καθένας των την αρχήν ως αναγκαίον καθήκον, αντιθέτως προς τα συμβαίνοντα σήμερον εις τας διαφόρους πολιτείας.
– Έτσι είναι πράγματι, φίλε μου· διότι, αν ημπορέσης να εύρης διά τους ενδεδειγμένους να άρχωσι μίαν συνθήκην του βίου προτιμοτέραν από την εξουσίαν, θα ημπορέσης επίσης να εύρης και μίαν πόλιν καλώς διοικουμένην· διότι μόνον εις αυτήν θα κυβερνούν οι πραγματικώς πλούσιοι, όχι πλούσιοι εις χρήματα, αλλά εις αρετήν και σοφίαν, που είναι ο αληθινός πλούτος των ευδαιμόνων· εάν όμως άνθρωποι πτωχοί και πεινασμένοι, που δεν έχουν ιδικά των αγαθά, επιδιώκουν την εξουσίαν νομίζοντες, ότι από αυτήν θα ημπορέσουν να αρπάσουν ό,τι τους λείπει, είναι αδύνατον να υπάρξη καλή διοίκησις· διότι όπου η εξουσία είναι δι' αυτόν τον λόγον περιμάχητος, ο εμφύλιος και εσωτερικός περί αυτής πόλεμος θα επιφέρη επί τέλους τον όλεθρον και αυτών των ιδίων και της όλης πολιτείας. – Σωστότατα. – Γνωρίζεις λοιπόν καμμίαν άλλην συνθήκην βίου, παρά την της αληθινής φιλοσοφίας, που να περιφρονή, τόσον τας πολιτικάς αρχάς και τα αξιώματα; – Όχι, μα την αλήθειαν. – Αλλ' είπαμεν όμως ότι πρέπει να αναλαμβάνουν την εξουσίαν εκείνοι, που δεν είναι ερασταί της· διότι άλλως η μεταξύ εραστών αντιζηλία, θα προκαλέση έριδας και πόλεμον. – Δίχως άλλο. – Ποίους λοιπόν θα εξαναγκάσης να αναδεχθούν την φρούρησιν της πολιτείας παρά εκείνους, οι οποίοι πεπαιδευμένοι σοφώτατα και καλύτερα από κάθε άλλον εις την τέχνην του κυβερνάν, έχουν συγχρόνως και άλλας τιμάς και ένα άλλον βίον κατά πολύ ανώτερον του πολιτικού; – Δεν υπάρχουν βέβαια άλλοι από αυτούς.
– Θέλεις λοιπόν τώρα να εξετάσωμεν, πώς θα σχηματίσωμεν τους τοιούτους ανθρώπους και πώς θα τους φέρωμεν εις το φως, όπως λέγεται διά μερικούς ότι ανέβησαν από τον Άδην εις τους θεούς; – Πώς δεν θέλω; – Εννοείς ότι δεν πρόκειται τώρα εδώ περί, της περιστροφής ενός οστράκου, όπως εις το παιγνίδι των παιδιών, αλλά περί της περιστροφής της ψυχής, περί της επανόδου δηλονότι αυτής από μίαν σκοτεινήν ημέραν εις το αληθινόν φως του όντος, την οποίαν θα ονομάσωμεν αθινήν φιλοσοφίαν. – Πολύ ωραία. – Δεν πρέπει λοιπόν να εξετάσωμεν ποίον από τα μαθήματα έχει αυτήν την δύναμιν; – Πώς όχι;
– Ποίον λοιπόν μάθημα, αγαπητέ μου Γλαύκων, είναι ικανόν ν' ανυψώση την ψυχήν από τα φθαρτά πράγματα εις το καθ' εαυτόν; και τούτο λέγων, έχω ακόμη υπ' όψιν μου και ένα άλλο· δεν είπαμεν ότι οι φρουροί μας κατά την νεότητά των πρέπει να γυμνασθούν εις την τέχνην των όπλων και του πολέμου; – Το είπαμεν πράγματι. – Ώστε πρέπει το μάθημα που ζητούμεν, εκτός του άλλου εκείνου, να έχη ακόμη και αυτήν την ιδιότητα; – Την ποίαν; – Να μην είναι άχρηστον εις ανθρώπους πολεμικούς. – Πρέπει πράγματι, εάν είναι δυνατόν. – Δεν είχομεν προηγουμένως δεχθή εις το εκπαιδευτικόν μας σύστημα ως βάσιν την γυμναστικήν και την μουσικήν; – Μάλιστα. – Αλλ' η γυμναστική αποβλέπει εις πράγμα, που είναι επιδεκτικόν γεννήσεως και φθοράς· διότι έργον έχει να φροντίζη περί της αυξήσεως και της ελαττώσεως των δυνάμεων του σώματος. – Αυτό είναι αλήθεια. – Ώστε δεν ημπορεί να είναι αυτή το μάθημα, που ζητούμεν. – Όχι βέβαια.
– Μήπως λοιπόν να είναι η μουσική, όπως την επραγματεύθημεν τότε; – Αλλά, αν ενθυμείσαι, εκείνη πάλιν ήτο αντίστροφος της γυμναστικής, διότι έργον είχε να μορφώνη τον χαρακτήρα των φυλάκων και να μεταδίδη εις αυτούς διά της αρμονίας μίαν ευαρμοστίαν, όχι όμως και επιστήμην, και διά του ρυθμού ευρυθμίαν· δι' ανάλογον δε σκοπόν έχει ακόμη εις την διάθεσίν της και τους λόγους, είτε τους μυθώδεις είτε και τους αληθινωτέρους· μάθημα όμως κατάλληλον προς τοιούτον τι αγαθόν, που ζητείς συ τώρα, δεν περιείχε κανένα. – Ακριβέστατα μου υπενθυμίζεις όλα αυτά· διότι πράγματι δεν είχε κανένα τοιούτον^ αλλά, ευλογημένε μου Γλαύκων, ποίον επί τέλους να είναι αυτό; όχι βέβαια αι μηχανικαί τέχναι, διότι όλας αυτάς πολύ δικαίως τας εχαρακτήρισες βαναύσους. – Πώς όχι; εν τούτοις, αφού αποκλείσωμεν την γυμναστικήν και την μουσικήν και τας τέχνας, τι άλλο μας υπολείπεται; – Αφού δεν έχομεν πλέον τίποτε έξω από αυτά, ας λάβωμεν, λέγω, κανένα από τα γενικά μαθήματα. – Το ποίον; – Νά, αυτό παραδείγματος χάριν το, τόσον κοινόν, που το χρησιμοποιούν όλαι αι τέχναι και αι επιστήμαι και αι διάνοιαι, και που είναι το πρώτον και απαραίτητον μάθημα διά τον καθένα. – Μα ποίον λοιπόν; – Νά, αυτό το τιποτένιο, που μας διδάσκει να διακρίνωμεν το ένα και τα δύο και τα τρία· και το ονομάζω με γενικόν όνομα αριθμητικήν και λογιστικήν· ή δεν είναι αλήθεια, ότι κάθε τέχνη και επιστήμη είναι αναγκασμένη να προσφεύγη εις αυτά: – Και πολύ μάλιστα· λοιπόν και η πολεμική τέχνη; – Και αυτή κατ' ανάγκην. – Και πράγματι ο Παλαμήδης εις τας τραγωδίας εξευτελίζει τον Αγαμέμνονα και τον παρουσιάζει τελείως καταγέλαστον στρατηγόν· δεν είδες που καυχάται ότι αυτός εύρε τους αριθμούς και με την βοήθειαν αυτών έδωσε το σχέδιον του στρατοπέδου προ της Τροίας, εμέτρησε τα πλοία και όλα τα άλλα, ως να ήτο αδύνατον να μετρηθούν πριν και ως να μην εγνώριζεν ο Αγαμέμνων ούτε πόσα πόδια είχε, αφού δεν ήξευρε να μετρά; και μα την αλήθειαν ποίαν ιδέαν θα εσχημάτιζες δι' ένα τοιούτον στρατηγόν; – Όχι πολύ κολακευτικήν, εάν ήτο αυτό αληθινόν.
– Υπάρχει λοιπόν καμμία άλλη επιστήμη αναγκαιοτέρα διά τον στρατηγόν από την αριθμητικήν και την λογιστικήν; – Υπέρ παν άλλο πράγματι του είναι απαραίτητος, αν θέλη τουλάχιστον να καταλαβαίνη και το παραμικρότερον από την τακτικήν, ή μάλλον αν θέλη και απλώς να είναι άνθρωπος. – Συμμερίζεσαι λοιπόν την ιδέαν που έχω και εγώ περί αυτού του μαθήματος; – Ποίαν ιδέαν; – Σαν να μου φαίνεται πως είναι από εκείνα που ζητούμεν και πως έχει την ιδιότητα να ανυψώνη την ψυχήν εις την καθαράν νόησιν και να την ελκύη προς την θεωρίαν του καθ' εαυτό όντος, αν και κανείς δεν ηξεύρη να το μεταχειρίζεται ορθώς. – Τι εννοείς; – Θα προσπαθήσω να σου δώσω να καταλάβης την ιδέαν μου· εφόσον εγώ θα ξεχωρίζω εκείνα, που θεωρώ κατάλληλα να εξηγήσουν την ψυχήν εκεί που λέγομεν, και εκείνα που δεν τα θεωρώ, εσύ παρακολούθει την εξέτασιν και λέγε την γνώμην σου, εφ' όσον συμφωνείς ή όχι μαζί μου, διά να ίδωμεν σαφέστερα και αυτό, αν είναι όπως εγώ το φαντάζομαι. – Λέγε λοιπόν. – Εν πρώτοις σου λέγω, εάν το βλέπης και συ, ότι από τα αισθητά πράγματα πολλά δεν έχουν ανάγκην να προσκαλέσουν και την νόησιν προς επιθεώρησίν των, διότι τους αρκεί και μόνη η αίσθησις να τα κρίνη, ενώ άλλα απεναντίας έχουν απόλυτον ανάγκην να επέμβη και η νόησις, διότι η αίσθησις δεν καταφέρνει τίποτε σωστόν απέναντί των. – Θα εννοής βέβαια τα μακρινά αντικείμενα και όσα φαίνονται αμυδρώς διαγεγραμμένα. – Δεν επέτυχες ακριβώς εκείνο που θέλω να είπω. – Ποία λοιπόν εννοείς; – Εκείνα που δεν προκαλούν την επέμβασιν της νοήσεως είναι όσα δεν υποπίπτουν συγχρόνως και εις μίαν εναντίαν αίσθησιν· θεωρώ δε ως προκαλούντα την επέμβασιν, εκείνα που γεννούν συγχρόνως δύο αντιθέτους αισθήσεις, και δεν ξεχωρίζομεν αν είναι αυτό ή το όλως διόλου αντίθετον, ανεξαρτήτως του αν το αντικείμενον είναι μακράν ή πλησίον· θα εννοήσης καλύτερα το πράγμα με το εξής παράδειγμα· ιδού, λέγομεν τρεις δάκτυλοι: ο μικρός, ο παράμεσος και ο μέσος. – Πολύ καλά. – Λάβε ότι τους βλέπομεν από πλησίον και πρόσεξε τώρα εις αυτό που θα σου ειπώ. – Το ποίον; – Έκαστος εξ αυτών φαίνεται εξ ίσου δάκτυλος, και υπ' αυτήν την έποψιν δεν υπάρχει μεταξύ των καμμία διαφορά, είτε φαίνεται εις το μέσον ο ένας και εις το άκρον ο άλλος, είτε είναι άσπρος ή μαύρος, παχύς ή λεπτός και ό,τι άλλο τοιούτον· εις όλα αυτά δεν αναγκάζεται η ψυχή των ανθρώπων να ερωτήση την νόησιν τι πράγμα είναι ο δάκτυλος· διότι ουδέποτε η όρασις έδειξεν ότι ο δάκτυλος είναι συγχρόνως κάτι τι άλλο και αντίθετον από τον δάκτυλον. – Ουδέποτε πράγματι. – Ώστε έχω δίκαιον να λέγω ότι εις την περίπτωσιν αυτήν τίποτε δεν προκαλεί ουδ' εξεγείρει την νόησιν. – Φυσικά.
– Αλλ' όμως η όρασις κρίνει άραγε επαρκώς περί του μεγέθους ή της μικρότητος των δακτύλων, και δεν την ενδιαφέρει προς τούτο, αν ο ένας εξ αυτών κείται εις το μέσον ή εις το άκρον; ωσαύτως δε και η αφή περί του πάχους ή της λεπτότητος, της μαλακότητος ή σκληρότητος; και αι άλλαι επίσης αισθήσεις δι' όλα τα τοιαύτα μήπως δεν έχουν την απαιτουμένην ακρίβειαν; ή δεν ενεργεί ως εξής εκάστη εξ αυτών; πρώτον μεν η αίσθησις η ωρισμένη διά το σκληρόν κατ' ανάγκην είναι ωρισμένη και διά το μαλακόν και μεταφέρει εις την ψυχήν ως ένα και το αυτό πράγμα το αίσθημα του σκληρού και του μαλακού; – Μάλιστα αυτό συμβαίνει. – Δεν θα ευρίσκεται λοιπόν κατ' ανάγκην η ψυχή εις απορίαν επί των περιστάσεων τούτων, τι τάχα να είναι εκείνο που της φανερώνει η αίσθησις αυτή ως σκληρόν, αφού της λέγει το ίδιον και ως μαλακόν, καθώς και του βαρέος και του ελαφρού, αφού και το βαρύ της το παριστάνει ελαφρόν, και το ελαφρόν βαρύ; – Πραγματικώς θα φαίνωνται παράδοξοι αι μαρτυρίαι αυταί εις την ψυχήν και θα χρειάζωνται να υποβληθούν εις εξέτασιν εκ μέρους της. – Είναι λοιπόν εύλογον εις αυτάς τας περιστάσεις η ψυχή, προσκαλούσα εις βοήθειάν της την σκέψιν και την νόησιν, να προσπαθή να εξετάση, αν αύται αι μαρτυρίαι, που της έφερεν η αίσθησις, αναφέρωνται εις έν, ή εις δύο πράγματα. – Πώς όχι; – Και αν κρίνη ότι αναφέρονται εις δύο, τότε έκαστον εξ αυτών θα το πάρη ως ένα ιδιαίτερον και ξεχωριστόν πράγμα. – Ναι. – Εάν λοιπόν έκαστον εξ αυτών της φαίνεται ένα, το ένα δε και το άλλο μαζί δύο, αυτά βέβαια τα δύο θα τα αντιληφθή χωριστά· διότι αν ήσαν αχώριστα, δεν θα τα αντελαμβάνετο ως δύο, αλλ' ως ένα. – Σωστά. – Αλλά και η όρασις, καθώς ελέγαμεν, έβλεπε και το μέγα και το μικρόν, όχι όμως ως κάτι τι χωρισμένον αλλ' ως πράγματα συγκεχυμένα ομού· ή όχι: – Μάλιστα. – Και ακριβώς διά να σαφηνίση αυτό, ηναγκάσθη πάλιν να εξετάση η νόησις το μέγα και το μικρόν, όχι πλέον συγκεχυμένα αλλ' απεναντίας ακριβώς χωρισμένα και καθ' εαυτά. – Είναι αληθές. – Από μίαν λοιπόν τοιαύτην περίστασιν δεν επέρχεται κατά πρώτον εις την ψυχήν η ιδέα να ερωτήση, τι τάχα να είναι το μέγεθος και τι πάλιν η μικρότης; – Βεβαιότατα. – Και έτσι λοιπόν εφθάσαμεν να ξεχωρίσωμεν δύο πράγματα, το ορατόν και το νοητόν. – Πολύ σωστά.