Kitabı oku: «Συμπόσιον : ή περί έρωτος»
I.
Ανάλυσις του διαλόγου
Εις συμπόσιον δοθέν υπό του Αγάθωνος την επομένην της ημέρας κατά την οποίαν ενίκησε με την πρώτην αυτού τραγωδίαν, συνδαιτυμόνες μεταξύ των άλλων είνε ο Σωκράτης, ο Φαίδρος, ο Ερυξίμαχος, ο Παυσανίας και ο Αριστοφάνης. Επειδή δε και την προτεραίαν οι περισσότεροι από αυτούς ήσαν μαζί εορτάζοντες την νίκην, ως εκ τούτου δε διετέλουν ακόμη υπό τους ατμούς του οίνου ο οποίος είχε ρεύσει άφθονος, αποφασίζεται, κατά πρότασιν του ιατρού Ερυξιμάχου, να διεξαχθή η συναναστροφή χωρίς μέθην, ν' αποπεμφθή η αυλητρίς και να ληφθή ως θέμα ομιλίας ο Έρως, του οποίου καθένας με την σειράν θα έπλεκε το εγκώμιον. Ο Σωκράτης δεν έχει καμμίαν αντίρρησιν εις την απόφασιν αυτήν, τόσω μάλλον καθ' όσον αυτός τίποτε άλλο δεν γνωρίζει ειμή τα ερωτικά.
Και έτσι ο Πλάτων εισέρχεται εις το θέμα του.
Σημειωτέον ότι κατά τεχνοτροπίαν όχι ασυνήθη εις τον Πλάτωνα, τα πρόσωπα ταύτα δεν εισάγονται απ' ευθείας διαλεγόμενα, αλλά τα περί του Συμποσίου και των κατ' αυτό λεχθέντων διηγείται, μετά πάροδον χρόνου μακρού, προς φίλους του ο Αθηναίος Απολλόδωρος, ο οποίος πάλιν δεν παρευρέθη ο ίδιος εις το Συμπόσιον, αλλά τα ήκουσε μεν προ καιρού παρά τινος Αριστοδήμου παρευρεθέντος, τα ενθυμείται όμως καλά, διότι προσφάτως είχε λάβει αφορμήν να τα διηγηθή εις κάποιον άλλον φίλον του. Εις τρόπον ώστε τα κυρίως πρόσωπα του διαλόγου είνε δύο, ο Απολλόδωρος ούτος και ένας από τους φίλους εις τους οποίους τα διηγείται, μη ονομαζόμενος.
***
Κατά την αφήγησιν λοιπόν αυτήν, πρώτος ομιλεί περί του Έρωτος ο Φαίδρος, έπειτα ο Παυσανίας, ο Ερυξίμαχος, ο Αριστοφάνης, ο Αγάθων. Τελευταίος εις την σειράν έρχεται ο Σωκράτης.
Καθένας από τους πρώτους παρουσιάζει κάποιαν μονομερή φιλοσοφικήν αντίληψιν. Βεβαίως δι' όλας αυτάς τας πνευματικάς υπεροχάς ο Έρως δεν είνε απλώς το κτηνώδες αίσθημα του κοινού όχλου. Είνε κάτι περισσότερον τούτου. Αλλά τι; Όλοι φαίνονται προσπαθούντες να υψωθούν έως εις ένα σημείον υψηλοτέρας αντιλήψεως. Η πλουσία ελληνική μυθολογία τους βοηθεί εις τούτο με περισσήν πολυτέλειαν. Τίποτε εν τούτοις το άρτιον, το συστηματικόν, το συνθετικόν δεν βλέπει κανείς. Εις τους λόγους των ο Έρως φαίνεται ωσάν να έχασε μέρος από τα πτερά του και είνε ανίκανος να πετάξη εις πολύ μεγάλα ύψη μαζί των. Χελώνη βεβαίως δεν είνε. Αλλ' ούτε αετός.
Ο Πλάτων, ο οποίος είνε ο ανυπέρβλητος αριστοτέχνης εις την διαγραφήν των χαρακτήρων, έχει διά τον καθένα ιδιαίτερον τρόπον σκέψεως, αντιλήψεως, διατυπώσεως, σύμφωνον προς τον χαρακτήρα και την ειδικότητα του ομιλούντος.
Διά τον νεαρόν Φαίδρον ο Έρως είνε ο πρεσβύτατος των θεών, διότι γονείς αυτού δεν αναφέρονται από κανένα ούτε ποιητήν ούτε πεζόν, πρόξενος δε μεγίστων αγαθών εις τους ανθρώπους, ως εμπνέων αισθήματα ευγενή, την αισχύνην διά τα αισχρά, την φιλοτιμίαν προς τα καλά, την αυταπάρνησιν και την αυτοθυσίαν υπέρ του αγαπωμένου. Υπό το κράνος αυτού η Άλκηστις προσφέρεται ν' αποθάνη υπέρ του ανδρός της, ο Αχιλλεύς διά να εκδικήση τον θάνατον του Πατρόκλου. Εις τρόπον ώστε ιδεώδης τύπος μιας πολιτείας ή ενός στρατοπέδου θα ήτο ν' αποτελήται από εραστάς και αγαπωμένους.
Με τον Παυσανίαν, ο οποίος ομιλεί κατόπιν, γίνεται ένα βήμα προς τα εμπρός. Ο Έρως είνε διπλούς, διότι και Αφροδίται δύο υπάρχουν· η Ουρανία και η Πάνδημος. Αφού λοιπόν ο Έρως είναι ακόλουθος της Αφροδίτης, πρέπει και εις αυτόν κατ' ανάγκην να διακρίνωμεν τον Πάνδημον από τον Ουράνιον. Ο πρώτος είνε ο Έρως των φαύλων ανθρώπων ο αποβλέπων εις τα σώματα μάλλον των αγαπωμένων, γυναικών ή νέων, ενώ ο δεύτερος αποβλέπει εις το ηθικόν και επομένως αντικείμενον έχει το άρρεν, το φύσει ρωμαλεώτερον και μάλλον νουν έχον.
Ο ιατρός Ερυξίμαχος ανοίγει ορίζοντας ευρυτέρους. Αποδεχόμενος την διάκρισιν του Παυσανίου, ευρίσκει τον Έρωτα όχι μόνον εις τους ανθρώπους και τα ζώα και τα φυτά, αλλά και εις πολλά άλλα πράγματα υπάρχοντα ως αρμονίαν των εναντίων. Εν πρώτοις εις την τέχνην του, εις την ιατρικήν δηλαδή· διότι η ιατρική, κατά τον ορισμόν τον οποίον δίδει, είνε επιστήμη των του σώματος ερωτικών ορμών προς πλησμονήν και κένωσιν, και ο καλύτερος ιατρός είναι ο δυνάμενος να διαγνώση εις αυτάς τον καλόν και τον αισχρόν έρωτα και έχων την επιτηδειότητα να καταστήση φίλα και αγαπώμενα αμοιβαίως τα εχθρικώτατα μέσα εις το σώμα διακείμενα, δηλαδή το ψυχρόν και το θερμόν, το ξηρόν και το υγρόν και όσα άλλα τοιαύτα. Έπειτα εις την μουσικήν, η οποία είνε επιστήμη των ερωτικών σχέσεων των αναφερομένων εις την αρμονίαν και τον ρυθμόν διότι αρμονία είνε η συνδιαλλαγή του βαρέος και του οξέος τόνου, όπως ρυθμός είνε η συμφωνία του ταχέος και βραδέος. Εις την σύστασιν των ωρών του έτους επίσης, εις τας οποίας ο κόσμιος έρως συνίσταται εις σώφρονα συγκερασμόν των στοιχείων που ανέφερεν ήδη, του θερμού και ψυχρού, του υγρού και ξηρού. Η μαντική ακόμη και αι θυσίαι, τα μέσα αυτά διά των οποίων ο άνθρωπος έρχεται εις επικοινωνίαν με το θείον, δεν έχουν άλλον σκοπόν ειμή την διατήρησιν και θεραπείαν του κοσμίου έρωτος. Ο Έρως λοιπόν υπάρχει παντού, κόσμιος και ευεργετικός εις ανθρώπους και ζώα και φυτά όταν υπάρχη αρμονική συνδιαλλαγή των στοιχείων, αισχρός και ολέθριος όταν επικρατή εις αυτά η ακολασία. Τοιουτοτρόπως διά του Ερυξιμάχου ο Έρως, από του ψυχολογικού επιπέδου εις το οποίον εφαίνετο τείνων να περιορισθή μέχρις αυτού, ευρύνεται τόρα πολύ, τείνει, μέσα εις κάποιον ημίφως μυστικοπαθείας τρόπον τινά, όπου ο ακροατής παύει να βλέπη καθαρά τα πράγματα και, μόλις διακρίνει σκιάς παρασυρομένας εις ένα ακατανόητον χορόν ερωτικής μέθης, να περιλάβη ολόκληρον τον φυσικόν και τον ηθικόν κόσμον.
Με τον Αριστοφάνη γίνεται φως ιλαρόν. Αι σκιαί διαλύονται τόρα· και διαλύονται με τον τρόπον ακριβώς που οι εξορκισταί του μεσαιώνος μεταχειρίζονται διά ν' αποδιώξουν τα φαντάσματα με ολίγον αλάτι δηλαδή, με το περίφημον αττικόν άλας το οποίον τόσον αφειδώς εσκόρπισεν εις τα έργα του ο μέγας της αρχαιότητος κωμικός. Ο Αριστοφάνης, πριν εισέλθη εις το θέμα του, σχετίζει την θεωρίαν του Ερυξιμάχου μ' ένα πτάρνισμά του, διά του οποίου, κατά συμβουλήν του τελευταίου τούτου, θεραπεύει τον λόξυγκα από τον οποίον είχε καταληφθή, και εκφράζει την απορίαν του πώς οι ψόφοι και οι γαργαλισμοί ενός πταρνίσματος συνετέλεσαν ώστε ν' αποκατασταθή ο κόσμιος έρως μέσα εις τον οργανισμόν του. Και κατόπιν διηγείται ένα χαριέστατον μύθον. Εις τον παλαιόν καιρόν οι άνθρωποι δεν ήσαν όπως οι σημερινοί. Εν πρώτοις τα γένη δεν ήσαν δύο, αλλά τρία, διότι υπήρχε κ' ένα τρίτον γένος εξ ανδρός και γυναικός συγκείμενον και διά τούτο ανδρόγυνον καλούμενον. Έπειτα δε και όλοι γενικώς οι άνθρωποι ήσαν διπλοί, δύο άνδρες μαζί, δύο γυναίκες μαζί, ένας άνδρας με μίαν γυναίκα, ηνωμένοι εις ένα σώμα με μίαν κεφαλήν, πρόσωπα δυο αντιθέτως βλέποντα, χείρας τέσσαρας και πόδας ισαρίθμους. Και ήσαν φοβεροί εις ρώμην οι άνθρωποι αυτοί, και διά τούτο ετόλμησαν να τα βάλουν και με τους θεούς ακόμη. Τότε ο Ζευς οργισθείς διά την αυθάδειάν των, αλλά και μη θέλων να εξαφανίση τελείως το ανθρώπινον γένος, απεφάσισε, διά να τους καταστήση ασθενεστέρους, να τους διαχωρίση εις δύο. Τοιουτοτρόπως κάθε άνθρωπος τόρα είνε μια τσέτουλα ανθρώπου κομμένου εις δύο· και επειδή τείνει να επανέλθη εις την αρχικήν του φύσιν την διπλήν, εγεννήθη ο Έρως. Ο Έρως λοιπόν δεν είνε τίποτε άλλο παρά η αναζήτησις του ημίσεως. Εάν δε η αρχαία εκείνη φύσις του ανθρώπου είνε η αρίστη, εκείνο που μας πλησιάζει περισσότερον προς αυτήν είνε επίσης το άριστον.
Δεν μένει πλέον, εξαιρουμένου του Σωκράτους, παρά ο Αγάθων, τραγικός ποιητής τρυφερός και κομψοεπής, αλλ' αερολόγος οπωσδήποτε, του οποίου δεν διεσώθη μεν κανέν έργον μέχρις ημών, πλην του τίτλου ενός πρωτοτύπου, φαίνεται, εις το είδος του δράματος επιγραφομένου Άνθος, αλλ' εάν κρίνωμεν εκ της εικόνος πού μας δίδει, περί αυτού ο Πλάτων, η ζημία δεν είνε πολύ μεγάλη. Φαίνεται μάλιστα ότι και κατά το σώμα ήτο τρυφερός την όψιν και θηλυπρεπής, αν κρίνωμεν από τας Θεσμοφοριαζούσας του Αριστοφάνους, εις τας οποίας παριστάνεται ο Ευριπίδης προτείνων εις αυτόν να ενδυθή γυναικεία φορέματα, με τα οποία να διαλάθη τας βουλευομένας θάνατον κατ' αυτού γυναίκας και χρησιμεύση πλησίον αυτών ως συνήγορός του. Ο Αγάθων λοιπόν ευρίσκει ένα κενόν εις τους λόγους των άλλων. Όλοι περιωρίσθησαν να καλοτυχίζουν τους ανθρώπους διά τα αγαθά των οποίων αίτιος είνε ο Έρως· τι πράγμα δε είνε εκείνος ο οποίος εδώρησε τα αγαθά αυτά, δεν είπε κανείς. Την έλλειψιν αυτήν θα την αναπληρώση αυτός. Λοιπόν ο Έρως είνε ο ευδαιμονέστατος των θεών, διότι είνε ο ωραιότατος. Και είνε ωραιότατος, διότι πρώτον είνε νεώτατος και πάντοτε νέος, αντιθέτως προς όσα είπεν ο Φαίδρος, όστις τον θέλει τον πρεσβύτατον των θεών· απόδειξις δε της νεότητός του είνε ότι αποφεύγει το γήρας· έπειτα είνε απαλώτατος και λεπτότατος, διότι την οίκησιν αυτού εγκαθιστά μέσα εις τα ήθη και τας ψυχάς θεών και ανθρώπων. Δίκαιος προς τούτοις, διότι η βία είνε ξένη προς τον Έρωτα και μόνον θεληματικώς δουλεύει καθένας προς αυτόν. Είνε σώφρων, ανδρείος, αφού κρατεί υπό την εξουσίαν του τον ανδρειότατον όλων, τον Άρην, σοφός, αφού έχει την δύναμιν να μεταβάλλη τους άλλους εις ποιητάς και τεχνίτας. Και ο Αγάθων τελειώνει εις ένα ρητορικόν λυρισμόν με ηχηράς λέξεις και φράσεις.
***
Τελευταίος μένει ο Σωκράτης, εις τα λεγόμενα δε αυτού ακριβώς πρέπει να ζητηθή η Πλατωνική περί του Έρωτος θεωρία. Ζητεί εν πρώτοις την άδειαν ν' απευθύνη ολίγας ερωτήσεις εις τον Αγάθωνα, τον οποίον αναγκάζει να ομολογήση ότι ο Έρως δεν είνε ούτε ωραίος ούτε αγαθός, διά τον απλούστατον λόγον ότι ποθεί το ωραίον και μαζί με αυτό και τα αγαθά, τα οποία είνε επίσης ωραία· δεν ποθεί δε κανείς παρά εκείνο του οποίου στερείται. Επομένως ο Έρως στερείται και δεν έχει κάλλος. Και ο Σωκράτης αφίνει εδώ τον Αγάθωνα, ομολογούντα ότι, δεν ημπορεί να τα βάλη μαζί, του, διά να εκθέση όσα περί του Έρωτος εδιδάχθη από μίαν σοφήν ξένην, την εκ Μαντινείας Διοτίμαν. Αποτελεί ίσως τούτο σιωπηράν διαμαρτυρίαν διά την μέχρι της στιγμής εκείνης παραγνώρισιν της σημασίας της γυναικός επί τοιούτου θέματος.
Λοιπόν κατά την Διοτίμαν αυτήν ο Έρως δεν είνε ούτε ωραίος ούτε αγαθός, όπως απεδείχθη ήδη. Έπεται εκ τούτου ότι ο Έρως είνε άσχημος και κακός; Καθόλου, αφού υπάρχει και μέσον τι μεταξύ ωραιότητος και ασχημίας, μεταξύ αγαθότητος και κακίας.
Ουδέ καν θεός είνε ο Έρως, αφού στερείται των αγαθών και των ωραίων, πράγμα το οποίον δεν ημπορεί να λεχθή διά τους θεούς. Είνε λοιπόν θνητός; Ούτε· αλλ' όπως είνε μέσον τι μεταξύ ωραιότητος και ασχημίας, κατά τον αυτόν τρόπον είνε μέσον τι μεταξύ θνητού και αθανάτου. Με άλλας λέξεις ο Έρως είνε δαίμων μέγας, διότι παν δαιμόνιον είνε μέσον τι μεταξύ θεού και θνητού, μέσον διά του οποίου συμπληρώνεται το μεταξύ κενόν, εις τρόπον ώστε το σύμπαν αυτό συνδέεται προς εαυτό τοιουτοτρόπως, και διά του οποίου ο άνθρωπος επικοινωνεί με το θείον.
Είνε δε ο Έρως του Πόρου και της Πενίας υιός, δηλαδή θεού και θνητής. Εντεύθεν εξηγείται και η φύσις αυτού. Από την μητέρα του έχει σύντροφον παντοτεινόν την ένδειαν, και αντί ωραίος και απαλός, είνε, εξ εναντίας, ξηρός και ταλαιπωρημένος και ανυπόδητος και άστεγος, μικρός και ταπεινός ων πάντοτε και μη έχων πού την κεφαλήν κλίναι. Ως εκ του πατρός του δε πάλιν, είνε ανδρείος, άφοβος, ορμητικός, επινοητικώτατος δε, δεινός γόης και μάγος και σοφιστής, αποβλέπων πάντοτε εις τα ωραία και τα αγαθά και φιλοσοφών διά παντός του βίου.
Εις ολίγας λέξεις, έρως είνε η επιθυμία του κατέχειν το αγαθόν διά παντός, το διακρίνον δε αυτόν πάσης άλλης επιθυμίας του αγαθού, ήτις άλλως είνε κοινή εις όλους τους ανθρώπους, είνε τούτο, ότι δι' αυτού επιδιώκει τις να γεννήση, είτε κατά το σώμα είτε κατά την ψυχήν, μέσα εις το ωραίον. Αιτία δε τούτου είνε ότι η θνητή φύσις ζητεί κατά το δυνατόν την διακόνισιν και την αθανασίαν, διότι ο πόθος του αγαθού συνυπάρχει αναγκαίως μετά του πόθου της αθανασίας, αφού έρως είνε η επιθυμία του έχειν το αγαθόν διά παντός. Και τούτο μόνον διά της γεννήσεως είνε δυνατόν να το επιτύχη, καθόσον δι' αυτής καταλείπει άλλο νέον αντί του παλαιού. Ακολουθία τούτου είνε ότι οι μεν κατά τα σώματα εγκύμονες όντες τρέπονται προς τας γυναίκας, διά παιδογονίας αθανασίαν και μνήμην και ευδαιμονίαν, όπως νομίζουν, ποριζόμενοι διά τον έπειτα χρόνον πάντα· οι δε κατά τας ψυχάς, προς όσα αρμόζουν εις της ψυχής τας συλλήψεις και τα γεννήματα, προτιμώντες μεν και ούτοι, ως κυοφορούντες, τα ωραία σώματα από τα άσχημα, αλλ' επιδιώκοντες προ παντός το ψυχικόν κάλλος, μέσα εις το οποίον, όταν το εύρουν, θα γεννήσουν όσα εγκυμονούν, γινόμενοι αμέσως εύγλωττοι εις λόγους περί αρετής προς τον άνθρωπον τούτον και επιχειρούντες να τον διδάξουν.
Έως εδώ τα ερωτικά αποτελούν απλήν προπαρασκευήν διά να χωρήση τις προς τον τελικόν σκοπόν, όστις είνε η διά του έρωτος εξύψωσις του ανθρώπου μέχρι του θείου και όστις αποτελεί την ουσίαν της περί έρωτος πλατωνικής θεωρίας.
Η εξύψωσις αυτή γίνεται δι' αναβάσεως τρόπον τινά από βαθμίδος εις βαθμίδα, αρχής γινομένης εκ των κάτω. Πρώτην δε βαθμίδα αποτελεί η προσήλωσις προς ένα μόνον ωραίον σώμα. Αφού γεννήση τις ενταύθα λόγους καλούς και εννοήση ότι το εις ένα οιονδήποτε σώμα υπάρχον κάλλος είνε αδελφόν του εις άλλο σώμα υπάρχοντος, αναβαίνει εις τα δύο σώματα και από τούτων εις όλα τα ωραία σώματα. Έπειτα από των ωραίων σωμάτων αναβαίνει εις το ψυχικόν κάλλος, αρκούμενος εις αυτό και αυτό μόνον επιζητών, από τούτον δε, αφού αντιληφθή ότι το ωραίον είνε παντού το αυτό, προχωρεί εις τα ωραία έργα και από τούτων εις την ωραιότητα της μαθήσεως, έως ότου από μαθήσεως εις μάθησιν καταλήξη εις την γνώσιν αυτού του απολύτου καλού, του αναλλοιώτου και αιωνίου, του απηλλαγμένου από ανθρωπίνας σάρκας και χρώματα και την άλλην περισσήν ματαιότητα της ανθρωπίνης φύσεως, αυτού δηλαδή του θείου κάλλους του μοναδικού εις το είδος του.
Μόνον ο φθάσας μέχρι του τέλους αυτού ημπορεί να γεννήση όχι είδωλα αρετής, ως ερχόμενος εις συνάφειαν όχι με είδωλον, αλλ' αληθινήν αρετήν, ως ερχόμενος εις συνάφειαν με το αληθές.
***
Εδώ φαίνεται λήγον το θέμα του διαλόγου και επιπολαίως κρίνων τις θα ενόμιζεν ότι τα παρακάτω αποτελούν προσθήκην έξω του θέματος. Δεν έχει όμως ούτω το πράγμα. Εξ εναντίας, ο διάλογος δεν θα ήτον πλήρης, εάν ετελείωνεν εδώ. Διότι δεν ήρκει να εκτεθή μία τόσον αλλόκοτος διά τον αμύητον θεωρία περί έρωτος, αλλ' έπρεπε να προστεθή και οποίον απεργάζεται τον άνθρωπον ο πλατωνικός αυτός έρως.
Και ιδού εισβάλλει μεθυσμένος ο Αλκιβιάδης, υποβασταζόμενος από μίαν αυλητρίδα και από άλλους φίλους των οργίων του.
Τον άνθρωπον αυτόν η μοίρα εμοίρανε με ό,τι δύναται θνητός να ποθήση εις τον κόσμον αυτόν· κάλλος τοιούτον, ώστε ο Ξενοφών να λέγη περί αυτού ότι ήτον αδύνατον να του αντισταθή και η σεμνοτέρα των γυναικών· γένος περίλαμπρον – Αιακίδης εκ πατρός, Αλκμαιωνίδης εκ μητρός· πλούτον, επαυξηθέντα κατόπιν διά γενναίας προικός· σωματικήν διάπλασιν και ρώμην τοιαύτην, ώστε να του είνε εύκολος πάσα δίαιτα, από της Σπαρτιατικής σκληραγωγίας μέχρι της Περσικής τρυφηλότητος και πολυτελείας· ευφυίαν και ευστροφίαν πνεύματος, την οποίαν μετεχειρίσθη εις κορεσμόν της αχαλινώτου φιλοδοξίας του και εις καταστροφήν της πατρίδος του, εξωθήσας τους πρέσβεις των Λακεδαιμονίων εις την διάπραξιν της μοναδικής εκείνης εις την διπλωματικών ιστορίαν του κόσμου αστοχίας, άλλα να ειπούν εις την βουλήν και άλλα εις την εκκλησίαν του δήμου· ανδρείαν, της οποίας δείγματα έδωκεν από της πρώτης αυτού νεότητος, διακριθείς κατά την εις Ποτίδαιαν εκστρατείαν, ουδέποτε δε νικηθείς ως στρατηγός. Αλλά μαζί με τα χαρίσματα αυτά, ωσάν να μετενόησε διά το έργον της, τον επροίκισε με περισσήν αναισχυντίαν, της οποίας ενωρίτατα επίσης έδωκε δείγμα, όταν, μαθών ότι ο μέγας Περικλής, ο και κηδεμών του, δεν ηυκαίρει να τον δεχθή διότι εσκέπτετο πώς να δώση λόγον εις τους Αθηναίους, είπε: «Και δεν σκέπτεται καλύτερα πώς να μη δώση λόγον;»
Ο αναίσχυντος λοιπόν αυτός άνθρωπος είνε ο μόνος κατάλληλος διά να δειχθή με την ζωηροτέραν αντίθεσιν ο χαρακτήρ του Σωκράτους. Είνε δε προς τούτοις και μεθυσμένος, διά να ειπή όλην την αλήθειαν, με όλην την ωμότητα του γυμνού. Και έτσι η μεγάλη, η υπεράνθρωπος, η αληθώς θεοείκελος εκείνη μορφή του μεγάλου της αρχαιότητος φιλοσόφου, όστις, όπως έλεγε, δεν εγνώριζε τίποτε άλλο από τα ερωτικά, ευρίσκει εις το στόμα του Αλκιβιάδου τον ακούσιον τρόπον τινα υμνητήν της. Χωρίς άλλο την εικόνα αυτήν του Σωκράτους είχεν υπ' όψιν, πολλούς αιώνας βραδύτερον, ο Χριστιανός Έρασμος, όταν ανεφώνει εν κατανύξει:
– Άγιε Σωκράτη, προσευχήσου υπέρ ημών.
Μετά το εγκώμιον του Σωκράτους υπό του Αλκιβιάδου εισελαύνει όμιλος κωμαστών και η μέχρι της στιγμής εκείνης κρατήσασα εις το συμπόσιον τάξις και ευκοσμία πνίγεται μέσα εις όργια μέθης, υπό τους ατμούς της οποίας οι συμπόται υποκύπτουν ο ένας μετά τον άλλον και ή ανεχώρησαν πλέον ή απεκοιμήθησαν. Οι μόνοι, εκτός του Σωκράτους, αντέχοντες ακόμη, ο Αριστοφάνης και ο Αγάθων, νυστάζουν τόρα και αυτοί και επί τέλους αποκοιμώνται. Εν τω μεταξύ ο ήλιος ανατέλλει, το φως των λύχνων ωχριά, και μόνον ανέσπερον εν μέσω τόσων ηθικών συντριμμάτων εξακολουθεί να λάμπη μέχρι τέλους του Συμποσίου το φως της μεγαλοφυίας του Σωκράτους.
ΙΙ
ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤOΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΛΑΤΩΝΙΚΗΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΝ
Ας το είπωμεν ευθύς εξ αρχής. Ο έρως αποτελεί μέρος ολοκληρωτικόν του όλου συστήματος της Πλατωνικής φιλοσοφίας. Δεν είνε τι ανεξάρτητον του όλου συστήματος, μία βιολογική τρόπον τινα παρένθεσις μέσα εις αυτό, αλλά συνάπτεται στενώτατα με όλας τας κυριαρχούσας εις τούτο θεμελιώδεις ιδέας, είνε η κλεις, αν θέλετε, η ανοίγουσα την θύραν εις ό,τι έχει σκοτεινότερον και μυστηριωδέστερον η Πλατωνική φιλοσοφία. Αφηρέσατε απ' αυτής τον έρωτα; Είνε ως να εσβύσατε το φως. Δεν απομένει πλέον παρά ένα σύνολον αυθαίρετον με πολλά χάσματα. Και τωόντι τοιαύτα χάσματα διέκριναν σοβαρώτατοι μελετηταί της Πλατωνικής φιλοσοφίας, τα οποία και έσπευσαν να επικρίνουν με την ευκολίαν εκείνην με την οποίαν επικρίνεται συνήθως το έργον των μεγάλων.
Θ' αρκεσθώμεν εδώ εις ένα μόνον παράδειγμα, διότι η εξέτασις της ως άνω τεθείσης αρχής καθ' όλην την έκτασιν της εφαρμογής αυτής εις τας λεπτομερείας θα ήτον έργον ειδικής μελέτης υπερβαινούσης τα στενά όρια ενός προλόγου, όστις σκοπόν έχει να δώση εις χονδράς γραμμάς ιδέαν, όσον το δυνατόν περισσότερον εύληπτον και απηλλαγμένην από τα σκότη της μεταφυσικής, της σημασίας του έρωτος εις την πλατωνικήν φιλοσοφίαν.
Ούτως εις το ουδείς εκών κακός του Σωκράτους, όστις επρέσβευεν ότι η διάπραξις του κακού είνε αποτέλεσμα αγνοίας, λέγων, κατά τον Ξενοφώντα, «και την δικαιοσύνην και την πάσαν άλλην αρετήν σοφίαν είναι», αντετάχθη η ηθική καλουμένη ελευθερία, ως εκ της οποίας, μολονότι γνωρίζοντες το καλύτερον, είνε δυνατόν εν τούτοις να προτιμήσωμεν το χειρότερον (video meliora probo"ue; deteriora se"uor). Κατά την ιδέαν αυτήν ο Σωκράτης, και μαζί με αυτόν ο Πλάτων, όστις πιστώς ηκολούθησε την σωκρατικήν αυτήν θεωρίαν (μολονότι ηναγκάσθη δήθεν να την μετριάση οπωσδήποτε, προσθέσας τον θυμόν),παρεγνώρισαν εντελώς την ηθικήν ελευθερίαν, και τούτο εις εποχήν κατά την οποίαν ο Ευριπίδης έθετεν εις το στόμα της Μηδείας τους στίχους:
Και μανθάνω μεν οία δραν μέλλω κακά,
θυμός δε κρείσων των εμών βουλευμάτων,
όσπερ μεγίστων αίτιος κακών βροτοίς.
Η αρετή είνε γνώσις, είνε επιστήμη· ιδού η βάσις της Σωκρατικής και Πλατωνικής ηθικής. Αλλ' είνε επιστήμη απορρέουσα εκ του θείου έρωτος, είνε η διά του έρωτος επίγνωσις του απολύτου καλού, και υπό την έποψιν αυτήν έρως, επιστήμη, ηθική συγχέονται ή μάλλον ταυτίζονται. Με άλλας λέξεις ο έρως ενταύθα συμπίπτει προς την θριαμβεύουσαν χάριν των θεολόγων. Και είνε μεν αληθές ότι και οι θεολόγοι άλλοτε μεν εθεώρησαν την θείαν χάριν ανίκητον και άλλοτε αντέταξαν εις αυτήν την ηθικήν ελευθερίαν, αλλ' επίσης βέβαιον είνε ότι οι εξοχώτεροι αντιπρόσωποι της ταυτίσεως του θείου έρωτος και της καθαράς επιστήμης, οι συνδυάσαντες εις την ζωήν των θεωρίαν και πράξιν, ο Σωκράτης και ο Σπινόζας, διά ν' αναφέρωμεν μόνον αυτούς, έζησαν βίον όσιον.
Ελέχθη επίσης ότι οι Αλεξανδρινοί, διά να συμβιβάσουν τον Πλάτωνα μετά του Αριστοτέλους, επενόησαν την έκστασιν. Αλλ' η έκστασις του νεοπλατωνισμού δεν είνε τίποτε άλλο παρά ο έρως εν ενεργεία τρόπον τινά, και την έκστασιν αυτήν την βλέπομεν διαρκούσαν κάποτε, κατά την εις Ποτίδαιαν εκστρατείαν, επί ολόκληρον εικοσιτετράωρον, κατά το οποίον ο Σωκράτης έμεινε, κατά την αφήγησιν του Αλκιβιάβου, όρθιος και ακινητών, προσηλωμένος εις κάτι.
Εκ των ανωτέρω εννοείται ποίαν σημασίαν είχεν η παροιμιώδης κατάστασης διαβεβαίωσις του Σωκράτους ότι τίποτε δεν γνωρίζει και ότι όλαι αι γνώσεις του περιορίζονται εις τα ερωτικά, εις τον έρωτα διά του οποίου και μόνου, όπως λέγει, είνε κατορθωτή η γέννησις αληθινής αρετής και όχι ειδώλων αρετής. Διά τον Σωκράτη «ο μεν περί τα τοιαύτα [τα ερωτικά ιδίως] σοφός, δαιμόνιος ανήρ, ο δε άλλο τι σοφός ων ή περί τέχνας ή χειρουργίας τινάς, βάναυσος». Ο Εκκλησιαστής βεβαίως δεν έχει διάφορον γνώμην, όταν λέγη:
«Του πονήσαι βιβλία πολλά ουκ έστι περασμός, και μελέτη πολλή κόπωσις σαρκός».
***
Αλλ' η λέξις έρως είνε τόσον πολυσήμαντος και τόσον ποικίλας και διαφόρους περιλαμβάνει εννοίας, ώστε ορισμός αυτού δυνάμενος να περιλάβη όλας αυτάς τας εννοίας είνε αδύνατος. Ο Βολταίρος, νομίζω, επεχείρησεν απαρίθμησιν των σημασιών αυτού αρχίσας από την ζωολογίαν και καταλήξας εις την θεολογίαν, ο δε Σπένσερ περιωρίσθη εις ανάλυσιν των στοιχείων από τα οποία αποτελείται το αίσθημα αυτό, περιέχον θαυμασμόν, στοργήν, την ευφροσύνην που προξενεί η καλλονή κλπ., ενώ ο Λειβνίτιος, κλείων τον έρωτα μέσα εις ασφυκτικώς στενόν ηθικόν κύκλον, περιορίζει αυτόν εις χαράν διά την ευτυχίαν του άλλου και εις αίσθησιν της ευτυχίας του άλλου ως ιδίας. Ο Σοπενάουερ είνε οπωσδήποτε γενικώτερος, θεωρών τον έρωτα επάνω κάτω ως ένστικτον διά του οποίου η θέλησις εκδηλώνει την αιωνιότητά της εις τα είδη.
Αλλ' όλαι αύται αι απόψεις και όσας άλλας θα ήτον δυνατόν ν' αναφέρωμεν ενταύθα, περιορίζονται εις κύκλον κατά το μάλλον ή ήττον στενόν, άλλοτε βιολογικόν, άλλοτε ηθικόν, μεταφυσικόν, ψυχολογικόν κλπ. Αυτός είνε ίσως ο λόγος διά τον οποίον και ο Πλάτων απέφυγε πάντα ορισμόν του έρωτος. Διότι το μορφήν ορισμού έχον συμπέρασμα, κατά το οποίον έρως είνε η επιθυμία του κατέχειν το αγαθόν διά παντός, δεν είνε ορισμός, αφού αμέσως κατωτέρω εξετάζεται το ζήτημα, εις τι πρέπει ν' αναβλέπη η προσπάθεια των διωκόντων το αγαθόν διά να χαρακτηρισθή ως έρως. Επίσης δεν πρέπει να νομισθή ότι έρως κατά την πλατωνικήν αντίληψιν είνε γενικώς ο πόθος της αθανασίας. Διότι μη λησμονώμεν ότι του έρωτος μετέχει και το θείον, όπερ αποτελεί τον έτερον των πόλων των αναγκαίων εις γέννησιν της αληθινής αρετής, και επομένως τοιαύτη αντίληψις ήθελεν εξωθήσει τον Πλάτωνα εις ταπεινόν ανθρωπομορφισμόν αναιρούντα αυτήν την υπόστασιν του Απολύτου. Διά τούτο αρκείται απλώς να ειπή ότι ο έρως, ο έρως της θνητής φύσεως, είνε και της αθανασίας έρως.
Προ παντός όμως πρέπει να εννοηθή ότι ο Πλατωνικός έρως δεν είνε ποτέ, υπό οσονδήποτε περιωρισμένην ηθικήν έποψιν και αν εξετασθή, το απλούν στοργικόν αίσθημα, το άγονον και στείρον. Ο Πλατωνικός έρως, είτε εις τον οργανικόν κόσμον είτε εις τον ηθικόν ή μεταφυσικόν αναφέρεται, είνε δύναμις γονιμοποιός. Και διά να εννοηθή καλύτερον οπωσδήποτε η έκτασις, η σημασία, ακόμη δε και η αρχή αυτού, επιβάλλεται ευρυτέρα κάπως επισκόπησις.
***
Εις οσονδήποτε μακρυνόν παρελθόν και αν ανατρέξωμεν, θα εύρωμεν μέσα εις το χάος των κοσμογονικών μύθων, αλληγοριών, παραδόσεων, θρησκευτικών δοξασιών και συμβόλων, κυριαρχούσαν αμετάβλητον διά μέσου των αιώνων, από της πλέον σκοτεινής εποχής έως σήμερον, υπό μορφάς εξωτερικεύσεως διαφόρους, άλλοτε φωτεινάς και άλλοτε καλυπτομένας από τον ζόφον της μεταφυσικής ή της μυστικοπαθείας, την ιδέαν του Έρωτος.
Και εν πρώτοις σαφώς ευρίσκομεν εκφραζομένην την ιδέαν του ανδρογύνου της θεότητος εις την αρχαιοτάτην των θρησκειών, την Ινδικήν. Σύμβολον λατρείας εις αυτήν είνε το άνθος του λωτού εν ερμαφροδίτω αναπαραστάσει με τον Λίνγαμ (φαλλόν), το διακριτικόν σημείον της γονιμοποιού δυνάμεως του άρρενος, και τα λοιπά γεννητικά όργανα (1). Εις τους κατακλυσμούς, κατά την ινδικήν μυθολογίαν, ο λωτός λαμβάνει σχήμα λέμβου ιστιοφόρου διά να σώση το ανθρώπινον γένος από του καταποντισμού.
Εις την Αίγυπτον παρά τον Όσιριν ευρίσκομεν την Ίσιδα, εκ της συναφείας των οποίων εγεννήθη ο Ώρος. Όχι δε μόνον τούτο, αλλά και τα τέσσαρα πολυθρύλλητα στοιχεία τα οποία τινές των παλαιοτάτων ελλήνων φιλοσόφων έθεσαν ως κοσμογονικήν αρχήν, δηλαδή το ύδωρ, το πυρ, η γη και ο αήρ, παριστάνονται ως ιδιαιτέρα χορεία θεών, κατά ζεύγη άρρενος και θήλεος έκαστον, με κεφαλήν ανθρωπίνην μεν ή βατράχου οι άρρενες θεοί, όφεως δε αι θέαιναι. Και εις μεν το ζεύγος το παριστάνον το ύδωρ ο θεός καλείται Νουν και η θεά Νουντ – το τ είνε δηλωτικόν του θηλυκού γένους – εις το παριστάνον το πυρ ο θεός καλείται Χεχ και η θεά Χεχτ, εις το ζεύγος της γης Κεκ ο θεός και Κεκτ η θεά, και τέλος το του αέρος φέρει τα ονόματα Νι και Νιτ.
Προκειμένου μάλιστα ενταύθα περί των στοιχείων ως αρχής κοσμογονικής, δεν είνε ίσως άσκοπον να προστεθή ότι ο Αριστοτέλης, ομιλών περί του Θαλού όστις ως αρχήν του παντός εθεώρει το ύδωρ, παρατηρεί ότι εις την υπόθεσιν αυτήν ωρμήθη πιθανώς «διά το πάντων τα σπέρματα την φύσιν υγράν έχειν, το δε ύδωρ αρχήν της φύσεως είναι τοις υγροίς»
Ας μη λησμονώμεν προς τούτοις ότι εις τους Αιγυπτίους η Σφιγξ, η συμβολίζουσα το αίνιγμα της ζωής, έχει μεν σώμα ταύρου, όνυχας λέοντος και μορφήν ανθρωπίνην, αλλά το στήθος της είνε στήθος γυναικός συμβολίζον τον Έρωτα, προς τούτοις δε φέρει και πτέρυγας, όπως και ο Ελληνικός Έρως.
Παρατρέχομεν τους Σίνας με το ζεύγος των Γυάγγ και Γυν και ερχόμεθα εις τους ιδικούς μας προγόνους.
Εδώ πλέον ευρισκόμεθα εις την δυσκολίαν της εκλογής εν μέσω τόσου πλούτου μύθων, παραστάσεων, αλληγοριών. Παρατρέχοντες την θεογονίαν του Ησιόδου, κατά την οποίαν εκ του Χάους εγεννήθησαν πρώτον η Γη και ο Έρως, ερχόμεθα εις την Ορφικήν θεογονίαν.
Εν πρώτοις, κατά Ορφικόν στίχον, ο Ζευς και άρσην γένετο και άμβροτος νύμφη.
Έρχεται έπειτα ο θαυμάσιος μύθος περί του Φάνητος, όστις είνε αυτός ο Έρως υπό άλλο όνομα, καλούμενος ούτω, ότι πρώτος εν αιθέρι φαντός έγεντο. Ο έρως άλλως απαντάται υπό πολλά ονόματα μέσα εις το χάος των περί αυτού μύθων. Τον ευρίσκομεν ως Φάνητα, ως Μήτιν, ως Ηρικαπαίον, ως Διόνυσον, ως Ευβουλήα, ως Ανταύγην κλπ. Ο Φάνης λοιπόν αυτός ή Φαέθων ή απλούστερον Έρως εγεννήθη πρώτος εκ του κοσμογονικού Ωού, του περικλείοντος εν σπέρματι ολόκληρον τον κόσμον, όστις εξ αυτού βαθμηδόν λαμβάνει ύπαρξιν, όπως τα πτηνά εκ των αυγών. Παρίστανον δε τον Έρωτα οι Ορφικοί ως απειρομέγεθες τρόπον τινα ζώον αποτελούν τον κόσμον ολόκληρον, με κεφαλήν μεν τον ουρανόν, πόδας την γην, οφθαλμούς τον ήλιον και την σελήνην, και κέρατα την ανατολήν και την δύσιν. Και εκ μεν των δακρύων αυτού εβλάστησε το οϊζυρόν, το δυστυχισμένον γένος των βροτών, εκ δε του γέλοντος οι αθάνατοι θεοί.
Αλλά και ολόκληρος η Διονυσιακή λατρεία, εις την οποίαν οφείλει την αρχήν της η δραματική ποίησις, εις τον έρωτα αναφέρεται, με σύμβολον τον φαλλόν, εκ τον οποίον και το έθιμον της φαλλοφορίας (2).
Θα εμακρύναμεν πολύ τον λόγον, εάν ηθέλαμεν να ενδιατρίψωμεν εις όλους τους μύθους οι οποίοι συνδέονται με την λατρείαν τον Διονύσου. Διά τούτο θα περιορισθώμεν εις τον ορφικόν εκείνον μύθον εις τον οποίον οφείλεται το μέχρις ημών διασωθέν έθιμον του μεταμφιεσμού της Αποκρέου. Κατά τον μύθον αυτόν οι Τιτάνες, χρίσαντες το πρόσωπον αυτών με γύψον διά να μη γνωρισθούν, κατώρθωσαν να πλησιάσουν τον Διόνυσον, τον οποίον ο Ζευς είχεν εγκαταστήσει βασιλέα επί του Ουρανίου θρόνου, και να τον φονεύσουν, διαμοιρασθέντες τα μέλη αυτού μεταξύ των. Η Παλλάς όμως αρπάσασα την καρδίαν αυτού την εκόμισε πάλλουσαν ακόμη εις τον Δία, όστις καταπιών αυτήν ανεγέννησε τον Διόνυσον, κατεκεραύνωσε δε τους Τιτάνας, εκ της τέφρας των οποίων εγεννήθησαν οι άνθρωποι. Ώστε και εις τους ανθρώπους υπάρχει ο Διόνυσος, αλλά διαμελισμένος. Αυτός δε μετά της Κόρης μέλλουν να ελευθερώσουν, κατά τας δοξασίας των Ορφικών, τους ανθρώπους και τας ψυχάς αυτών, καθαριζομένας βαθμηδόν από παντός ρύπου, απαράλλακτα όπως εις την ινδικήν θρησκείαν ο λωτός είνε ο μέλλων να διασώση το ανθρώπινον γένος από του κλυδωνισμού των παθών, έως ότου φθάση εις την αιωνίαν μακαριότητα, εις την ποθητήν νιρβάναν.
Αποφεύγομεν να εξετάσωμεν εδώ, ως μη σχετιζόμενον αμέσως με το θέμα μας, το ζήτημα εάν η ινδική νιρβάνα είνε η πλήρης εκμηδένισις, όπως πιστεύεται γενικώς. Βέβαιον είνε μόνον ότι, όπως εις τους Ορφικούς και εις τον Πλάτωνα (3), ούτω και εις την ινδικήν θεοσοφίαν ευρίσκομεν τον έρωτα στενώς συνδεόμενον προς την μετενσάρκωσιν, αποτελούντα τον αΐδιον και αναλλοίωτον νόμον της κάρμας, όστις διέπει τας διαδοχικάς μέχρι της οριστικής τελειώσεως μετενσαρκώσεις του ανθρώπου, συντελούντα δηλαδή, κατά τους καββαλιστάς, εις τον σχηματισμόν του φλοιού, του υλικού τρόπου τινα αυτού σκηνώματος της ψυχής μετά θάνατον, το οποίον αντιστοιχεί προς το φθαρτόν σώμα της εν τη γη ζωής και εκ του οποίου κρίνεται η τύχη της αμέσως επομένης μετενσαρκώσεως.
Μεταξύ των μύθων αυτών ιδιάζουσαν αναμφιβόλως σημασίαν πρέπει ν' αποδώσωμεν εις τον υπό του Πλάτωνος αναφερόμενον περί της γεννήσεως του Έρωτος, ως συμβολίζοντα την πτώσιν του ανθρωπίνου γένους. Κατά τον μύθον αυτόν, τον οποίον ανεφέραμεν και ανωτέρω, ο Έρως είνε τέκνον του Πόρου και της Πενίας, παρήχθη με άλλας λέξεις εκ της συζεύξεως του κατά Πλάτωνα όντως όντος μετά του μη όντος, της ιδέας δηλαδή μετά της ύλης.
Ανάλογον αναμφιβόλως είνε το εν τη Γενέσει (κεφ. ς') αναφερόμενον:
«Και εγένετο ηνίκα ήρξαντο οι άνθρωποι πολλοί γίνεσθαι επί της γης και θυγατέρες εγεννήθησαν αυτοίς, ιδόντες δε οι άγγελοι του θεού τας θυγατέρας των ανθρώπων ότι καλαί εισίν έλαβον εαυτοίς γυναίκας από πασών ων εξελέξαντο».
Διεξοδικώτερον ακόμη επί του αντικείμενου αυτού είνε το καλούμενον βιβλίον του Ενώχ, το οποίον όμως η Εκκλησία δεν δέχεται μεταξύ των ιερών βιβλίων.
***
Εις την επιτροχάδην αυτήν παρέλασιν των κυριοτέρων επί του Έρωτος μύθων της αρχαιότητος μικρόν, πολύ μικρόν μέρος περιελήφθη ως δείγμα τρόπον τινα της κυριαρχίας του έρωτος. Ουδέ καν περί όλων των εθνών έγεινε λόγος. Παρελείφθησαν οι Βαβυλώνιοι, οι Φοίνικες, οι Ρωμαίοι και τόσοι άλλοι, διά να μη δοθή έκτασις πολύ μεγάλη εις την κατ' ανάγκην σύντομον αυτήν εισαγωγήν.
Τα ολίγα όμως εκτεθέντα πολύ ατελή θα παρείχον ιδέαν του πράγματος, εάν παραλλήλως δεν παρασχεθή ασθενής εικών των οργίων εις τα οποία εξώκειλεν η ανθρωπότης κατά την ερωτολατρείαν αυτήν.
Τωόντι τοιαύτα όργια, όργια πορνείας και μέθης, απετέλουν μέρος αναπόσπαστον της λατρείας της Αφροδίτης και του Διονύσου, των μυστηρίων του Αδώνιδος, της Κυβέλης, του Πριάπου, της Χλωρίδος.