Kitabı oku: «Η Μοίρα Των Τεσσάρων», sayfa 5

Yazı tipi:

Κεφάλαιο 4

Λέρος 1920 – 1935

Το νησί της Λέρου – όπως πολλά από τα περισσότερα ελληνικά νησιά που ήταν υπό την κατοχή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας για αιώνες- είχε διατηρήσει τον ελληνικό χαρακτήρα του όλα αυτά τα χρόνια. Οι περισσότεροι από τους ντόπιους κατοίκους ήταν Έλληνες, και οι Τούρκοι σε μεγάλο βαθμό, δεν τους είχαν δημιουργήσει προβλήματα. Είναι γνωστό στην Ελλάδα ως «το νησί της Αρτέμιδος», της θεάς του κυνηγιού, που ήταν γνωστή στους Ρωμαίους με το όνομα Ντιάνα.

Από τότε που οι Ιταλοί είχαν καταλάβει το νησί και άρχισαν να χτίζουν την αεροναυτική βάση στην Λέπιδα, στον μεγάλο όρμο που αποκαλούσαν Πόρτο Λάγκο, προσέλαβαν ντόπιους για να βοηθήσουν. Αυτή η εργασία ήταν ευπρόσδεκτη για τους ανθρώπους που έβγαζαν τα προς το ζην ως αλιείς ή αγρότες υπό το οθωμανικό καθεστώς.

Υπήρχαν μερικοί ειδικευμένοι τεχνίτες που είχαν εξωραΐσει τα νεοκλασικά σπίτια στην πρωτεύουσα του νησιού, τον Πλάτανο, και κάτω στην προκυμαία της Αγίας Μαρίνας στα τέλη του 19ου αιώνα. Ο Σπύρος Ραφτόπουλος ήταν ένας από αυτούς. Ήταν άριστος οικοδόμος και όταν οι Ιταλοί ζήτησαν εργατικά χέρια για να κατασκευάσουν τη νέα βάση, έκανε αίτηση και έγινε δεκτή. Αυτό σήμαινε σημαντική αύξηση στο εισόδημά του και κατάφερε τότε και να ανακαινίσει το σπίτι του, που ο πατέρας του είχε αφήσει σε άθλια κατάσταση λόγω έλλειψης χρημάτων. Κατάφερε μάλιστα να παντρευτεί την αγαπημένη του Δέσποινα, και προσκάλεσε την οικογένεια και τους φίλους του στο όμορφο εκκλησάκι του Αγίου Ισιδώρου, σε ένα νησάκι στον βόρειο βραχίονα του κόλπου Γουρνά, στα βόρεια του Πόρτο Λάγκο. Το παρεκκλήσι συνδέθηκε με το κυρίως νησί μέσω ενός στενού διαδρόμου, που ήταν όμως συχνά αδιάβατος, όταν οι χειμερινές καταιγίδες έφταναν από το νότο. Το καλοκαίρι του 1920 η Δέσποινα γέννησε τον γιο τους Γιάννη, που πήρε το όνομα του πατέρα του Σπύρου, σύμφωνα με τις ελληνικές παραδόσεις.

Ο Σπύρος είχε εξελιχθεί έως τότε σε κάτι παραπάνω από έναν απλό οικοδόμο. Είχε φυσικό ταλέντο στο σχέδιο και έγινε πολύ καλός στον τεχνικό σχεδιασμό δομικών έργων. Η δουλειά του ήταν να βοηθά στο σχεδιασμό των θεμελίων των τεράστιων ρυμουλκών που κατασκευάστηκαν για να στεγάσουν τα ιπτάμενα σκάφη που προσγειώνονταν στον κόλπο της Λέπιδας, απέναντι από την ολοκαίνουργια ιταλική πόλη, την οποία οι Ιταλοί ονόμασαν Πόρτο Λάγκο. Αν και ήταν ένα πολύτιμο και σεβαστό μέλος του συνεργείου, δεν τα κατάφερνε με τα ιταλικά και μπορούσε να επικοινωνήσει με τους Ιταλούς εργοδηγούς μόνο μέσω ενός διερμηνέα. Αυτό περιόρισε τη δυνατότητα αξιοποίησής του στο έργο, ιδίως αφού οι διερμηνείς τους δεν είχαν εμπειρία στον κατασκευαστικό τομέα και συχνά δυσκολεύονταν να μεταφράσουν τους τεχνικούς όρους.

Μελετώντας τα σχεδιαγράμματα, ο Σπύρος είχε παρατηρήσει ένα ελάττωμα στοn κατασκευαστικό σχεδιασμό. Έλεγξε και επανέλεγξε τους υπολογισμούς του για να είναι απόλυτα βέβαιος, αλλά διέκρινε ότι υπήρχε ένα ενδεχόμενο σφάλμα στις προδιαγραφές. Πήγε σπίτι εκείνο το βράδυ προβληματισμένος. Δεν μπορούσε να αποφασίσει αν μπορούσε να επισημάνει το σφάλμα στους ανωτέρους του. Δεν ήταν αποκλειστικά δικό του τμήμα, αλλά θα ένιωθε ανεύθυνος αν δεν τους είχε μιλήσει για το λάθος. Αποφάσισε να βρει την ευκαιρία το επόμενο πρωί.

Ο Τζιουζέπε δούλευε στο γραφείο του εργοταξίου όταν ο Σπύρος ήρθε να του αναφέρει τις ανησυχίες του για τον σχεδιασμό του υπόστεγου. Κοίταξε τριγύρω για να δει τον διερμηνέα και όταν είδε ότι δεν ήταν εκεί, έχασε το κουράγιο του και ξεκίνησε να φύγει.

«Καλημέρα», είπε ο Τζιουζέπε, στα ελληνικά. «Μπορώ να σας βοηθήσω;».

«Όχι, δεν είναι τίποτα». Έκανε να φύγει, αλλά ξαφνικά γύρισε πίσω. «Μιλάτε ελληνικά;».

«Λίγο. Προσπαθώ να μάθω περισσότερα. Τι θα θέλατε;».

«Δουλεύω στα θεμέλια του υπόστεγου. Δεν μου πέφτει λόγος, το ξέρω, αλλά φοβάμαι ότι μπορεί να υπάρχει πρόβλημα με το μέγεθος των υποστηριγμάτων στέγασης. Μάλλον κάνω λάθος, όμως. Δεν πειράζει».

Γύρισε πάλι προς την πόρτα, αλλά ο Τζιουζέπε τον φώναξε πίσω. «Πώς σε λένε;».

«Σπύρο Ραφτόπουλο. Δουλεύω στα θεμέλια που θα μπουν τα στηρίγματα. Μάλλον κάνω λάθος. Δεν πειράζει».

«Εγώ τα σχεδίασα. Ποιο είναι το πρόβλημα;», ρώτησε με σκεπτικισμό ο Τζιουζέπε. «Δείξε μου».

Ο Σπύρος πήγε κοντά του και ξεδίπλωσε το σχέδιο που κουβαλούσε πάνω σε ένα γραφείο. Έδειξε τις τεράστιες δοκούς που θα κρατούσαν την οροφή. «Βλέπεις, αυτά δεν είναι αρκετά δυνατά για να σηκώσουν τόσο μεγάλο βάρους. Οι προδιαγραφές που έχετε καθορίσει είναι εβδομήντα πέντε χιλιοστά, αλλά για αυτό το άνοιγμα νομίζω ότι θα πρέπει να έχουμε εκατόν πενήντα χιλιοστά».

Ο Τζιουζέπε κοίταξε το σχέδιο για πολλή ώρα, παίρνοντας τον υπολογιστικό του κανόνα για να κάνει τον υπολογισμό. Έκανε πίσω και χτύπησε το χέρι στο κούτελο. «Ω, κατάλαβα. Έχεις δίκιο, έχω σημειώσει λάθος μέγεθος!», είπε, νιώθοντας αμηχανία.

«Δεν υπάρχει πρόβλημα. Ακόμη μπορούμε να τα αλλάξουμε», δήλωσε ο Σπύρος. «Οι χάλυβες δεν έχουν παραδοθεί ακόμα. Θα μπορούσαμε απλώς να αλλάξουμε την παραγγελία».

«Σ’ ευχαριστώ». Ο Τζιουζέπε, φανερά ανακουφισμένος, χτύπησε φιλικά στον ώμο τον Σπύρο με ευγνωμοσύνη. «Παρακαλώ να μου το πείτε αν βρείτε άλλα προβλήματα».

«Ελπίζω να μην σας πειράζει που έρχομαι σε σένα».

«Φυσικά και όχι», είπε ο Τζιουζέπε. «Δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα!».

Ο Έλληνας έγνεψε καταφατικά. «Ωραία, ευχαριστώ», είπε με σοβαρό ύφος. Δίπλωσε το χαρτί και έφυγε. Ο Τζιουζέπε ξεδίπλωσε το αντίγραφο του σχεδίου και το διόρθωσε. Δεν θα άρεσε καθόλου στα αφεντικά του αν το λάθος δεν είχε διορθωθεί και η κατασκευή της στέγης είχε αποτύχει.

Εκείνο το βράδυ, καθώς έφευγε για το σπίτι, ο Τζιουζέπε είδε τον Σπύρο να φεύγει. «Σπύρο», του φώναξε. «Θέλεις να σε κεράσω ένα ποτό;».

Ο Σπύρος χαμογέλασε και πήγε κοντά του. «Ευχαριστώ, καλοσύνη σας».

Πήγαν σε ένα από τα νέα μπαρ του Πόρτο Λάγκο. Αφού ο Τζιουζέπε έκανε μια πρόποση στην υγεία του Σπύρου, άρχισαν να συζητούν για το έργο που εργάζονταν και οι δύο. Ο Ιταλός εντυπωσιάστηκε από τις τεχνικές γνώσεις του Σπύρου, και απολαμβάνοντας το ούζο τους συμφώνησαν ότι θα ήταν καλό να συνεργαστούν στον σχεδιασμό.

«Θα με προσέχεις για να μην κάνω κι άλλα λάθη», είπε ο Τζιουζέπε.

«Είμαι σίγουρος ότι θα το είχες αντιληφθεί ο ίδιος εγκαίρως», είπε μεγαλόψυχα ο Έλληνας.

«Σ’ ευχαριστώ πολύ. Ίσως και να το έκανα, αλλά στην περίπτωση που δεν το έβλεπα, θα είχα μπλέξει άσχημα». Χτύπησε το ποτήρι του στο τραπέζι και μετά το τσούγκρισε με το ποτήρι του Σπύρου, κάνοντας την ελληνική πρόποση ''γεια μας''.

Το επόμενο πρωί, ο Τζιουζέπε μίλησε στον προϊστάμενό του για τη συζήτησή του με τον Σπύρο, χωρίς να αναφέρει το δικό του λάθος. «Είναι καλός άνθρωπος, πολύ έμπειρος, και καλός στο σχέδιο. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι δεν μιλάει ιταλικά, αλλά μιας και μιλάω εγώ ελληνικά, αυτό δεν είναι πρόβλημα. Θα μας ήταν πολύ χρήσιμος. Μπορείς να τον αναθέσεις σε μένα;».

Ο διευθυντής συμφώνησε: «Έχω ακούσει καλά πράγματα γι' αυτόν. Το μόνο άσχημο σχόλιο που είχα γι’ αυτόν ήταν ότι είναι οξύθυμος, γι' αυτό πρόσεχέ το αυτό».

Είπαν στον Σπύρο να αναφέρει τώρα στον Τζιουζέπε και τις επόμενες εβδομάδες οι δύο άνδρες συνεργάστηκαν στενά μαζί. Μετά τη δουλειά, απέκτησαν τη συνήθεια να σταματούν στο μπαρ για ένα τελευταίο ποτό πριν επιστρέψουν στο σπίτι τους, στις οικογένειές τους.

****

Όταν ήταν μόνο πέντε ετών, ο Γιάννης βρήκε ένα μικρό μεταλλικό καλούπι σε μια από τις παραλίες. Όταν αναποδογύρισε άφησε σχήμα κοχυλιού όταν το γέμισε με άμμο.

Έπαιζε κοντά σε ένα από τα κτίρια που εργαζόταν ο Σπύρος και βρήκε ένα σακί τσιμέντο. Έχωσε μέσα το μικρό του καλούπι και το γέμισε με τσιμέντο, και μετά έτρεξε ενθουσιασμένος να το δείξει στον πατέρα του.

Ο Σπύρος του έβαλε τις φωνές. «Τι κάνεις εκεί; Θα μπορούσε να μπει στο μάτι σου έτσι που τρέχεις. Δώσ' το μου!». Πήρε το καλούπι και το πέταξε σε ένα σωρό από μπάζα. Μετά είπε στο αγόρι να απλώσει το χέρι του, έβγαλε τη ζώνη του και τον χτύπησε τρεις φορές. Το αγόρι έτρεξε μακριά, κλαίγοντας.

Εκείνο το βράδυ, η γυναίκα του, η Δέσποινα, τον ρώτησε τι είχε συμβεί. «Ο Γιάννης ήρθε σπίτι κλαίγοντας και είπε ότι πέταξες το παιχνίδι του και τον χτύπησες. Τι έγινε;».

«Ήταν άτακτος. Βρήκε κάπου τσιμέντο και περιφερόταν τριγύρω με αυτό. Φοβόμουν μην μπει στο μάτι του».

«Ναι, το ξέρω, αλλά γιατί τον χτύπησες;».

«Πρέπει να του γίνει μάθημα. Είναι αγόρι και πρέπει να διδαχθεί πειθαρχία.

«Πειθαρχία; Είναι μόλις πέντε ετών! Είσαι πολύ σκληρός μαζί του».

Ο Σπύρος βλαστήμησε κάτι και βγήκε από το σπίτι. Κοπάνησε την πόρτα και έφυγε μουτρωμένος για να πάει σε ένα μπαρ. Κάποιοι φίλοι του ήταν εκεί, αλλά στην αρχή δεν πήγε κανένας κοντά του, έτσι που τον είδαν αγριεμένο. Κάποια στιγμή, ένας από αυτούς τον ρώτησε τι συμβαίνει.

«Γυναίκες!», είπε. Ο φίλος του κούνησε το κεφάλι του σε ένδειξη συμπαράστασης «Θέλουν να έχουν τα παιδιά στα πούπουλα. Η Δέσποινα παίρνει το μέρος του γιου της κάθε φορά. Αλλά πρέπει να μάθει από τώρα που είναι μικρός». Τους είπε τι είχε συμβεί.

Αν και ο φίλος του συμφωνούσε μαζί του, υπαινίχθηκε ότι ίσως δεν θα έπρεπε να είναι τόσο σκληρός. «Δεν είναι κακό παιδί και αυτό που έκανε δεν ήταν και τόσο μεγάλη αταξία. Ίσως θα έπρεπε να επανορθώσεις, για να ηρεμήσει η κατάσταση. Και συγνώμη που στο λέω αυτό, αλλά πρέπει να προσπαθήσεις να μην τσαντίζεσαι.

«Τι λες ότι θα έπρεπε να κάνω;».

«Δεν μου είπες ότι ήθελες να του μάθεις κολύμπι; Γιατί δεν το κάνεις; Ο καιρός είναι καλός ακόμα». Ήταν Οκτώβριος και η καλοκαιρία συνεχιζόταν. «Πέρασε λίγο χρόνο μαζί του. Αυτό θα του δείξει -και στη μητέρα του- ότι νοιάζεσαι. Είσαι καλός κολυμβητής, μπορείς να του μάθεις στο άψε-σβήσε».

Το επόμενο σαββατοκύριακο, ο Σπύρος πήρε τον Γιάννη με το γαϊδουράκι του και πήραν το μονοπάτι που οδηγούσε έξω από το λιμάνι στη βόρεια πλευρά, κάτω σε μια αμμώδη παραλία. Εκεί έδωσε στον Γιάννη ένα κομμάτι φελλού που είχε μαζέψει από την παραλία και έδειξε στο αγόρι πώς να το χρησιμοποιήσει σα σημαδούρα. Έβαλε τον γιο του στη ζεστή θάλασσα και τον κρατούσε. Έδειξε στο αγόρι πώς να κλωτσά τα πόδια του και να κινείται μέσα στο νερό. Μετά, έδεσε τον φελλό με μια κορδέλα στο στήθος του Γιάννη και του έδειξε πώς να κουνάει τα χέρια και τα πόδια του ταυτόχρονα.

Ο νεαρός αποδείχθηκε γεννημένος κολυμβητής και μετά από μερικά μαθήματα κολυμπούσε χωρίς βοήθεια. Ο πατέρας του ήταν περήφανος για τον γιο του, και το περιστατικό με το τσιμέντο ξεχάστηκε.

Αν και ήταν ακόμα πολύ μικρός, ο Γιάννης άρχισε να βοηθά τον Σπύρο στην οικοδομή. Ο πατέρας έφτιαχνε μόνος του τσιμεντένια τούβλα χρησιμοποιώντας ένα καλούπι και ο Γιάννης, από την ηλικία των οκτώ ετών, βοηθούσε τον πατέρα του να τα πουλάει και σε άλλους χτίστες. Ήταν κοπιαστική δουλειά, ειδικά για ένα μικρό αγόρι. Έπαιρνε τούβλα από τις τακτοποιημένες στοίβες που είχαν παραδοθεί στον χώρο με φορτηγό, και τα φόρτωνε σε ένα κάρο. Στη συνέχεια, το έσπρωχνε γρήγορα εκεί όπου εργαζόταν ο χτίστης, τα έβγαζε από το κάρο και τα στοίβαζε, έτοιμα για χρήση.

Μέσα από σκληρή δουλειά, ο Γιάννης εξελίχθηκε σε έναν γερό και δυνατό νεαρό άντρα. Ήταν κοντός, όπως πολλοί Έλληνες, αλλά μυώδης, με σκούρα μαλλιά και δέρμα, όμορφο πρόσωπο και ήταν σοβαρός και ώριμος, μιας και είχε αναγκαστεί να μεγαλώσει πολύ γρήγορα.

Τα αγόρια του χωριού που ήξεραν κολύμπι αψηφούσαν το κρύο και βουτούσαν στα νερά του λιμανιού την ημέρα των Θεοφανίων. Αυτή την ημέρα του Ιανουαρίου, οι νεαροί Έλληνες βουτάνε για τον σταυρό που ρίχνει ο ιερέας στο νερό, κατά μίμηση της Βάπτισης του Θεανθρώπου. Κάθε εκκλησία – και στο νησί υπήρχαν πολλές – γιόρταζαν με τον ίδιο τρόπο. Οι νέοι του τόπου στέκονται ανατριχιάζοντας από τον παγωμένο αέρα στην αποβάθρα, τυλιγμένοι σε πετσέτες προτού πέσουν στο νερό και όλοι περιμένουν να δουν ποιος θα μπορέσει να ανασύρει τον σταυρό. Μετά κολυμπούν πίσω και ο νικητής κρατά τον σταυρό ψηλά, πάνω από το κεφάλι του, για να τον ευλογήσει ο ιερέας.

Τον επόμενο χρόνο που είχε μάθει να κολυμπάει, ρώτησαν τον Γιάννη αν θα μπορούσε να συμμετάσχει στο βούτηγμα για τον σταυρό. Στη μητέρα του δεν άρεσε η ιδέα. «Είναι πολύ μικρός για να το κάνει αυτό και δεν κολυμπάει για πολύ καιρό».

«Ανοησίες», είπε ο Σπύρος. «Είναι δυνατός για την ηλικία του και κολυμπάει πολύ καλά τώρα. Θα είναι μια χαρά. Μπορείς να τον πας στην πόλη και να τον κρατήσεις ζεστό μέχρι να βουτήξει και εγώ θα περιμένω στο καΐκι για να τον πάρω αμέσως».

Έφτασε η μέρα. Η εκκλησία είχε ετοιμάσει ένα είδος πέργκολας σε μια ξύλινη πλατφόρμα που είχαν τοποθετήσει στην αποβάθρα, κοντά στη θάλασσα. Ήταν διακοσμημένη με κλήματα και κλαδιά πορτοκαλιάς και λεμονιάς, που καρποφορούσαν ακόμα. Ο ιερέας, ακολουθούμενος από το εκκλησίασμά του, έφθασε ντυμένος με την πλήρη εκκλησιαστική του αμφίεση, φορώντας ένα ελαφρώς βρώμικο λευκό ράσο πάνω από το κανονικό μαύρο ράσο του, και το παραδοσιακό ορθόδοξο κυλινδρικό μαύρο καπέλο με το επίπεδο κυκλικό κομμάτι πάνω από αυτό, σαν ένα αναποδογυρισμένο καπέλο. Πάνω από το λευκό ράσο φορούσε ένα χρυσό κεντημένο επιτραχήλιο και ένα μεγάλο σταυρό γύρω από το λαιμό του, και κρατούσε έναν άλλο σταυρό με ευλάβεια στα χέρια του. Προηγούνταν ο γέροντας ιερέας, που περπατώντας ανάποδα κουβαλούσε ένα μεγάλο προσευχητάρι ανοιχτό στη σελίδα για τη συγκεκριμένη ημέρα. Απάγγελε τη λειτουργία καθώς ερχόταν στην πέργκολα, και το εκκλησίασμα στην αποβάθρα ανταποκρινόταν όπου ήταν απαραίτητο, και σταυροκοπιούνταν με θέρμη καθώς έψελνε.

Σήκωσε ψηλά τον σταυρό και τον κούνησε δεξιά και αριστερά ευλογώντας τα νερά και μιμούμενος το βάπτισμα του Ιησού από τον Ιωάννη τον Βαπτιστή. Μόλις έκανε αυτό, όλα τα αγόρια, τρέμοντας δίπλα στη θάλασσα, πέταξαν τις πετσέτες που τους κρατούσαν ζεστούς και προετοιμάζονταν για να βουτήξουν στο κρύο νερό. Ο Γιάννης έδωσε την πετσέτα του στη μητέρα του και στεκόταν ανυπόμονος, με τα δόντια του να κροταλίζουν από το κρύο, μέχρι που ο ιερέας κράδαξε για τελευταία φορά τον σταυρό και τον πέταξε στη θάλασσα. Όλα τα αγόρια όρμησαν στο νερό και έτρεξαν στο σημείο όπου ο σταυρός είχε βυθιστεί.

Ο Γιάννης είχε εξασκηθεί για τη σημερινή μέρα και κατάφερε να φτάσει στο σημείο ταυτόχρονα με τα περισσότερα αγόρια. Ήταν αρκετά ρηχά εκεί, και αυτός και οι άλλοι έψαξαν μέσα στο καθαρό νερό για να βρουν τον λαμπερό ασημένιο σταυρό. Τα πλατσουρίσματά τους τάραζαν την επιφάνεια του νερού, και έτσι ήταν πραγματικά δύσκολο να δουν πού ήταν. Κάποια παιδιά βούτηξαν εκεί που νόμιζαν ότι είχε πέσει. Ο Γιάννης προσπάθησε να κοιτάξει πού βουτούσε ο καθένας, αλλά τα μεγαλύτερα αγόρια τον έσπρωξαν στην άκρη για να βγει από τη μέση. Καθώς προσπάθησε να ξαναμπεί στο κέντρο της ομάδας, παρατήρησε μια λάμψη από κάτω του και βούτηξε. Ψηλάφησε γύρω από τις πέτρες στον πάτο, με τα αυτιά του να σκάνε από την πίεση, και τα δάχτυλά του ξεχώρισαν το σχήμα του σταυρού. Τον άρπαξε και ώθησε τον εαυτό του για να βγει στην επιφάνεια όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Τον κρατούσε θριαμβευτικά πάνω από το κεφάλι του, καθώς το πλήθος στην ακτή επευφημούσε.

Ο Σπύρος τον βοήθησε να βγει από το νερό, τυλίγοντάς τον με υπερηφάνεια σε μια πετσέτα. Ο Γιάννης, περιχαρής, αψηφώντας τώρα το κρύο, κούνησε τον σταυρό πάνω από το κεφάλι του καθώς μεταφερόταν πίσω στην αποβάθρα, όπου τον σήκωσαν στα χέρια οι παρευρισκόμενοι. Πήγε στον παπά και του έδωσε τον σταυρό. Ο ιερέας του είπε: «Είσαι ιδιαίτερα ευλογημένος αυτή τη σημερινή μέρα», και σχημάτισε ένα σύμβολο πάνω από το κεφάλι του.

Όταν η μητέρα του τον στέγνωσε, πήγαν με το υπόλοιπο εκκλησίασμα σε μια τοπική ταβέρνα και έφαγαν κατσίκα, ψημένη έξω στη σούβλα, ντόπιο χταπόδι και άφθονη σαλάτα. Οι άντρες ήπιαν ούζο και τσίπουρο και οι κυρίες πήραν ρετσίνα ντόπιας παραγωγής. Ο Σπύρος επέμεινε ότι ο Γιάννης ήταν τώρα αρκετά άντρας για να πιει λίγο τσίπουρο και ο Γιάννης, που ήταν ζαλισμένος από τη χαρά του για τον άθλο του, μέθυσε αρκετά πίνοντας το δυνατό, αρωματικό ποτό.

-–

Στην πολύβουη προκυμαία μπροστά από τον αεροναυτικό σταθμό όλα ήταν σε πυρετική δραστηριότητα. Είχαν φτάσει αεροπλάνα και ανεφοδιάζονταν για να επιστρέψουν στην Ιταλία. Άλλα τα έσερναν με τους μεγάλους γερανούς στο μπροστινό μέρος και τα μετέφεραν πίσω στα υπόστεγα αναμονής για επισκευές. Διέρχονταν ακόμα σκάφη με δομικά υλικά για τη νέα ναυτική βάση από και προς το λιμάνι.

Ο γιος του Τζιουζέπε, ο Μάρκο, παρακολουθούσε τον πατέρα του να επιβλέπει στην αποβάθρα την εκφόρτωση ενός φορτηγού που παρέδιδε οικοδομικά υλικά. Ήταν δέκα ετών, ένα σοβαρό, φιλομαθές αγόρι και αρκετά ψηλός για την ηλικία του – ιδιαίτερα σε σύγκριση με τα Ελληνόπουλα που δεν ήταν τόσο καλοθρεμμένα – με τα σκούρα χρώματα του πατέρα του και τη λεπτή σιλουέτα του, και με τα ξανθά μαλλιά που κληρονόμησε από τη μητέρα του.

Ένα από τα φορτηγά που περνούσαν μετέφερε στοίβες από τσιμεντένια τούβλα. Όπως ερχόταν προς τον Τζιουζέπε και τον Μάρκο, ο οδηγός του φρέναρε ξαφνικά και έκανε ελιγμό για να αποφύγει τους ανθρώπους που είχαν συγκεντρωθεί και πήγαιναν σε ένα από τα υδροπλάνα που ήταν έτοιμα για αναχώρηση. Ένα από τα τούβλα στην κορυφή του σωρού έπεσε και έσπασε στην προκυμαία, και παραλίγο να χτυπήσει τον Τζιουζέπε και τον Μάρκο. «Τι στο…», φώναξε ο Τζιουζέπε. Ο Μάρκο πήδηξε για να το αποφύγει κι έπεσε από την προκυμαία κατευθείαν στη θάλασσα. «Μάρκο!», φώναξε ο πατέρας του. «Δεν ξέρει κολύμπι, βοήθεια!». Είδε ένα σωσίβιο που κρεμόταν σε ένα στύλο εκεί κοντά και έτρεξε για να το πετάξει στο νερό.

Ο Γιάννης, που καθόταν στην καρότσα, είδε τι έγινε. Χωρίς δεύτερη σκέψη, άνοιξε την πόρτα και πήδηξε κατευθείαν από την αποβάθρα μέσα στο νερό. Κολύμπησε γρήγορα μέχρι το σημείο που βρισκόταν ο Μάρκο που είχε αρχίσει να βουλιάζει κάτω από το νερό και βούτηξε για να αρπάξει τον Μάρκο από το πουκάμισο και να τον ανασύρει, όπως είχε κάνει με τον σταυρό. Όμως δυσκολεύτηκε πολύ να τον βγάλει έξω, γιατί το πανικόβλητο αγόρι χτυπιόταν μέσα στην θάλασσα. Λαχανιάζοντας από την προσπάθεια, βγήκε στην επιφάνεια και πήρε μια ανάσα πριν ο Μάρκο τον τραβήξει κάτω. Προσπάθησε να βγει από το νερό, και τότε το βαρύ σωσίβιο από φελλό που έριξε ο Τζιουζέπε τον χτύπησε στο κεφάλι όπως έβγαινε στην επιφάνεια. Κατάφερε να τον αρπάξει με το ελεύθερο χέρι του και να τον ανασύρει με δυσκολία στην επιφάνεια της θάλασσας. Τελικά, κατάφερε να βγει στην επιφάνεια βγάζοντας νερό από το στόμα και προσπαθώντας να αναπνεύσει. «Ηρέμησε, σε κρατάω», του είπε ο Γιάννης, όσο ο Μάρκο κλωτσούσε και πλατσούριζε απεγνωσμένα.

Είχε μαζευτεί κόσμος στην προκυμαία που κοίταζε με αγωνία, και όταν ο Γιάννης τράβηξε επιτέλους το αγόρι στην ακτή ξέσπασαν σε χειροκροτήματα. Ο Τζιουζέπε και ο οδηγός του φορτηγού περίμεναν να τους τραβήξουν έξω.

«Τι στο διάολο σκεφτόσουν;», φώναξε ο Τζιουζέπε στον οδηγό καθώς αγκάλιαζε τον γιο του. «Θα μπορούσες να μας είχες σκοτώσει. Και ποιος φόρτωσε αυτά τα τούβλα; Θα έπρεπε να ήταν δεμένα!».

Ο Γιάννης τον κοίταξε. «Εγώ τα φόρτωσα. Λυπάμαι πολύ, αυτοί οι άνθρωποι μπήκαν μπροστά μας».

«Εσύ; Ποιος είσαι εσύ;», γύρισε για να δει το βρώμικο και ατημέλητο ελληνόπουλο, που είδε ότι ήταν γυμνασμένο, αλλά ένα κεφάλι κοντύτερος από τον γιο του.

«Είμαι ο Γιάννης Ραφτόπουλος. Ο πατέρας μου χτίζει τα νέα κτήρια του στρατώνα εκεί πέρα», έδειξε τα κτήρια που βρίσκονταν κατά μήκος της αποβάθρας. «Μου είπε να παραδώσω αυτά τα τούβλα».

«Ραφτόπουλος; Είσαι ο γιος του Σπύρου;».

«Ναι».

«Τον ξέρω, είναι καλός άνθρωπος. Αλλά δεν πρέπει να αφήνει ένα μικρό παιδί να κάνει τέτοια δουλειά. Αυτά τα τούβλα δεν ήταν σφιχτά δεμένα».

«Το ξέρω, λυπάμαι, δεν το κατάλαβα». Ο Γιάννης κρατιόταν να μην βάλει τα κλάματα. «Δεν θα έπεφταν αν δεν έπρεπε να στρίψουμε τόσο απότομα».

Ο Τζιουζέπε ηρέμησε κάπως. «Να είσαι πιο προσεκτικός την επόμενη φορά. Τέλος πάντων, πρέπει να σε ευχαριστήσω. Τουλάχιστον έσωσες τον Μάρκο».

Ο Μάρκο, που εκείνη τη στιγμή του έδινε μια κουβέρτα ένας φροντιστής από το υδροπλάνο για να μην κρυώσει, είπε: «Ευχαριστώ. Φαντάζομαι ότι ήρθε η ώρα να μάθω κολύμπι!». Έδωσε το χέρι του στον Γιάννη. «Είμαι ο Μάρκο και αυτός είναι ο μπαμπάς μου».

«Θα μπορούσα να σου μάθω, αν θέλεις. Σου υπόσχομαι ότι δεν θα σε πετάξω στη θάλασσα».

Ο Τζιουζέπε, εντελώς ήρεμος τώρα, είπε: «Αυτό ακούγεται πολύ καλή ιδέα. Είσαι καλά τώρα, γιε μου;».

«Ναι, είμαι μια χαρά».

«Τότε ας πάμε σπίτι. Μπορούμε να συζητήσουμε γι' αυτό αύριο, όταν έρθει ο Σπύρος».

Ο Σπύρος ήθελε να ενθαρρύνει τον Γιάννη να κάνει φιλίες με τα παιδιά των Ιταλών που συναναστρεφόταν. Παρότρυνε τον Γιάννη να μάθει τη γλώσσα, έτσι ώστε να μην νιώσει κι εκείνος σε μειονεκτική θέση, όπως ένιωσε ο ίδιος όταν οι Ιταλοί είχαν πρωτοφτάσει στη Λέρο, έτσι χάρηκε όταν ο Γιάννης γνώρισε τον γιο του Τζιουζέπε, παρά τις συνθήκες. Την επόμενη μέρα οι πατεράδες και οι γιοι συναντήθηκαν. Ο Σπύρος ένιωθε ακόμα άσχημα από το χθεσινό συμβάν, αλλά ο Τζιουζέπε τον καθησύχασε: «Είναι εντάξει, ήμασταν τυχεροί. Κανείς δεν τραυματίστηκε και το αγόρι σου θα έχει πάρει το μάθημά του».

«Ναι, το ξέρω. Του έδωσα ένα καλό χέρι ξύλο. Θα είναι πιο προσεκτικός στο μέλλον».

Ο Τζιουζέπε τρόμαξε λιγάκι όταν το άκουσε αυτό. «Ήταν απλά ένα ατύχημα».

«Σίγουρα, αλλά το καθαρματάκι πρέπει να βάλει μυαλό. Δεν θα ξανασυμβεί».

«Θα δεχτώ την προσφορά του. Μπορεί να κάνει με το Μάρκο μερικά μαθήματα κολύμβησης;».

«Δεν ξέρω. Έχουμε πολλή δουλειά και χρειάζομαι τον Γιάννη να με βοηθάει».

«Πόσο χρονών είναι το αγόρι;».

«Δέκα. Γιατί ρωτάτε;».

«Ίδια ηλικία με τον Μάρκο, αλλά δεν είναι λίγο μικρός για να εργάζεται τόσο σκληρά; Αυτό υποθέτω είναι δική σου δουλειά, αλλά νομίζω ότι θα έπαιρνε το μάθημά του καλύτερα αν έπρεπε να επανορθώσει. Γι ' αυτό θα ήθελα να κάνει με τον Μάρκο μερικά μαθήματα. Τι λες;».

Ο Σπύρος συμφώνησε πρόθυμα, και κανόνισαν τα δυο αγόρια να συναντηθούν στην παραλία αργότερα εκείνη την ημέρα.

Ο Γιάννης αποδείχτηκε σχεδόν τόσο καλός δάσκαλος όσο ο πατέρας του, και βοήθησε τον Μάρκο να ξεπεράσει τους φόβους του γρήγορα και να μάθει κολύμπι. Μετά τα μαθήματα, όποτε τον Γιάννη δεν τον χρειαζόταν ο πατέρας του για να φτιάξει ή να παραδώσει τούβλα, πήγαιναν για ψάρεμα, βγάζοντας ψάρια από την προκυμαία χρησιμοποιώντας αγκίστρια πάνω στα οποία είχαν δέσει λεπτά κυρτωμένα καρφιά για γάντζους. Για δόλωμα έβαζαν μπουκίτσες μπαγιάτικου ψωμιού ή, αν δεν έβρισκαν, τη γλοιώδη σάρκα των μυδιών που κολλούσαν στον μόλο. Ο Γιάννης έδειξε στον Μάρκο πώς να σκοτώνει γρήγορα ένα ψάρι, βάζοντας τα δάχτυλά του στα βράγχια και χτυπώντας το λαιμό του, και μετά πώς να το βγάζει και να το ξεκοιλιάζει.

Όταν μεγάλωσαν, σουλατσάριζαν στον παραλιακό δρόμο της νέας πόλης, φλερτάροντας τα κορίτσια που περνούσαν από δίπλα τους και μαζί με άλλους νέους κοκορευόντουσαν για τις επιτυχίες τους. Η πόλη αναπτυσσόταν πιο γρήγορα σε σχέση με άλλες στην Ελλάδα. Μεγάλοι καμπυλωτοί δρόμοι διέσχιζαν την πόλη, περικλείοντας φουτουριστικά καμπυλωτά κτήρια από σκυρόδεμα, για να ταιριάζουν με τους δρόμους. Μεγάλα οικοδομικά τετράγωνα χτίστηκαν, τόσο στο Πόρτο Λάγκο όσο και στον κόλπο, για να στεγάσουν το προσωπικό του Ναυτικού και του Αεροναυτικού. Ο Μάρκο, επειδή ο πατέρας του εργαζόταν για τον ιταλικό στρατό, είχε μεγαλύτερη πρόσβαση στις νέες εγκαταστάσεις από τα άλλα αγόρια και μπορούσε να βάλει μέσα κρυφά τον Γιάννη για να δει τις απαγορευμένες περιοχές – τα αντιαεροπορικά όπλα, τα κανόνια και τα στρατιωτικά παρατηρητήρια στους λόφους και στις σήραγγες που κατασκευάστηκαν για την προστασία του προσωπικού του στρατού σε περίπτωση πολέμου.

Ο Μάρκο άρχισε να ενδιαφέρεται για τα αεροπλάνα. Παρακολουθούσε τα υδροπλάνα που πηγαινοέρχονταν στο λιμάνι και μπορούσε να τα αναγνωρίσει όλα. Λαχταρούσε να γίνει πιλότος. Η ζωή του πιλότου φάνταζε εξωτική στα μάτια του. Τα αεροπλάνα μετέφεραν επιβάτες από την Ιταλία στο νησί και συχνά από και προς τις νέες ιταλικές αποικίες που δημιουργούνταν στην Αφρική.

Έπεσε στα χέρια του ένα αμερικάνικο βιβλίο που περιέγραφε πώς να φτιάχνεις ένα μοντέλο ανεμόπτερου από ξύλο μπάλσα με φτερά από ενισχυμένο χαρτί. Δεν ήταν εύκολο να βρει ξύλο μπάλσα, αλλά ο πατέρας του είχε μερικά ξύλινα φύλλα από τα αρχιτεκτονικά μοντέλα του και επέτρεψε στον Μάρκο να τα πάρει. Ο Μάρκο έκοψε με σχολαστικότητα τα ξύλα σε κατάλληλο σχήμα για να φτιάξει φτερά, στηρίγματα και άτρακτο. Στην αρχή είχε απογοητευτεί αρκετά επειδή, αν δεν ήταν προσεκτικός όσο έκοβε το απαλό ξύλο, χωριζόταν στη μέση και κατέστρεφε το σχήμα που είχε φτιάξει, κι έτσι έπρεπε να το πετάξει και αρχίσει από την αρχή.

Μόλις έκοψε όλα τα σχήματα που χρειαζόταν, ζήτησε από τον Γιάννη να τον βοηθήσει να τα κολλήσουν μαζί. «Θα σου δείξω πώς κόβονται αυτά τα πτερύγια. Πρέπει να ενωθούν μαζί με αυτό το μακρύ κομμάτι. Εφαρμόζει στις εγκοπές που είναι από πάνω».

Ο Γιάννης προσπάθησε να ενώσει τα κομμάτια, αλλά ήταν πολύ αδέξιος. «Τι ακριβώς κάνουμε εδώ, τέλος πάντων;», ρώτησε.

«Κατασκευάζουμε ένα μοντέλο ανεμόπτερου», του εξήγησε ο Μάρκο υπομονετικά.

«Αλλά γιατί, ποιο είναι το νόημα; Γιατί δεν πάμε για ψάρεμα;».

«Εντάξει, Γιάννη, δίνε του τώρα. Θα το κάνω μόνος μου. Πήγαινε για ψάρεμα».

Ο Γιάννης που βαριόταν πολύ, δεν ήθελε να τσακωθεί με τον φίλο του, έτσι στεκόταν αδρανής και παρακολουθούσε τον Μάρκο να ενώνει προσεκτικά τα κομμάτια και να τα κολλάει στη θέση τους. Μετά, έβαλε δυνατό απορροφητικό χαρτί πάνω από τα φτερά και τα κόλλησε με βερνίκι που μύριζε πολύ έντονα. Άφησαν το μοντέλο να στεγνώσει και την επόμενη μέρα ο Μάρκο είπε στον Γιάννη να έρθει και να το πετάξει μαζί του.

Έδωσε στον Γιάννη ένα μακρύ λάστιχο στερεωμένο σε ένα γάντζο στο κάτω μέρος του μοντέλου και του είπε να κρατήσει το άλλο άκρο πάνω από το κεφάλι του, ενώ περπατούσε προς τα πίσω με το ανεμόπτερο. Μετά γύρισε και τον ρώτησε: «Έτοιμος;», και άφησε το αεροπλανάκι να πετάξει. Πέταξε κατευθείαν πάνω στον Γιάννη, που έσκυψε για να μην τον χτυπήσει. Αλλά όταν σηκώθηκε στον αέρα και πέρασε από πάνω τους έκανε έναν μεγάλο κύκλο πάνω από τα κεφάλια τους πριν σταματήσει και μετά έπεσε σε ένα βράχο και έσπασε.

Ο Μάρκο βλαστήμησε και έτρεξε να το σηκώσει. Ο Γιάννης γελούσε. «Ιταλική τεχνολογία είναι αυτή; Θες μήπως να πάμε σπίτι σου να το ξαναφτιάξουμε;», τον ρώτησε καθώς ο Μάρκο μάζεψε όλα τα κομμάτια του πολύτιμού του μοντέλου.

«Γαμώτο, γαμώτο, γαμώτο», είπε, και προσπάθησε να τα ενώσει ξανά. Είδε ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα εκεί, γιατί χρειαζόταν τα εργαλεία που είχε στο σπίτι και είπε στον Γιάννη να πάνε για ψάρεμα». Στενοχωρήθηκε που έγινε αυτό, αλλά χάρηκε πολύ που είχε καταφέρει να το πετάξει έστω και για λίγο.

****

Όταν ο Τζιουζέπε σταμάτησε να εργάζεται στα τεράστια υπόστεγα για τα υδροπλάνα, τον κάλεσε ο Γκραμάτικα για να του δώσει συγκεκριμένες οδηγίες για την ανάθεση της νέας του εργασίας.

«Σκοπεύουμε να εγκαταστήσουμε μια μεγάλη πυροβολαρχία στην είσοδο του Πόρτο Λάγκο». Έδειξε το σημείο πάνω στον χάρτη που άπλωσε μπροστά τους στο τραπέζι. «Όπως μπορείτε να δείτε η νότια είσοδος βρίσκεται σε απόκρημνη περιοχή. Έχουμε ένα φάρο εκεί, αλλά δεν υπάρχει εύκολος τρόπος για να φτάσουμε σε αυτό, παρά μόνο με σκάφος. Από την άλλη πλευρά υπάρχει ένα καλντερίμι που οδηγεί γύρω από το νησί και υπάρχει μια πεδινή έκταση κοντά στην είσοδο και αυτός ο πολύ ψηλός λόφος εδώ». Έδειξε το σημείο στον χάρτη. «Λέγεται Πατέλλα και έχει μια σχετικά επίπεδη κορυφή όπου μπορούμε να χτίσουμε τις θέσεις των πυροβόλων μας. Τι λες;».

Ο Τζιουζέπε κοίταξε στον χάρτη τα περιγράμματα των λόφων. «Είναι αρκετά απότομο. Μπορεί να έχουμε πρόβλημα στην κατασκευή ενός δρόμου μέχρι την κορυφή».

«Γι ' αυτό θέλω να πας εκεί και να το ερευνήσεις. Θα μου πεις μετά πως είναι».

Ο Τζιουζέπε συναντήθηκε με τον Σπύρο εκείνο το βράδυ. «Γνωρίζεις τον λόφο στην Πατέλλα δίπλα στην είσοδο του κόλπου;».

«Ναι, σίγουρα. Ψαρεύαμε στον όρμο που είναι από κάτω».

«Πρέπει να πάω και να το κοιτάξω. Σκεφτόμαστε να φτιάξουμε ένα δρόμο εκεί. Θέλεις να έρθεις να το δεις μαζί μου;».

Ο Σπύρος συμφώνησε και το επόμενο πρωί πήραν άλογα έφυγαν και πήραν τον χωματόδρομο που οδηγούσε στην βορινή πλευρά του κόλπου. Ο δρόμος ανηφόριζε για τον λόφο και στη συνέχεια έβγαινε σε ένα χωματόδρομο που οδηγούσε στο βόρειο τμήμα του κόλπου. Σ ' αυτό ακριβώς το σημείο πήραν ένα μονοπάτι που ανηφόριζε απότομα ως την κορυφή του λόφου. Έκανε ζιγκ-ζαγκ προς τα πάνω, στένευε προς τα κάτω όπως συνέχιζε και τελικά έφτασαν σε ένα οροπέδιο. Είχε μια υπέροχη θέα από εκεί. Έβλεπε νότια προς την Κάλυμνο, βόρεια προς την Πάτμο, δυτικά προς τις Κυκλάδες και ανατολικά πάνω από το νησί, προς τις τουρκικές ακτές.

«Πω πω! Ένα πυροβόλο όπλο εδώ πάνω θα είχε καθαρό πεδίο πυρός σε όλη την περιοχή. Τίποτα δεν θα μπορούσε να περάσει από το λιμάνι», είπε ο Τζιουζέπε.

Εκείνη τη στιγμή ένα υδροπλάνο ερχόταν από τα δυτικά, πετώντας κάτω στον κόλπο για να προσγειωθεί και να τροχοδρομηθεί στον αεροναυτικό σταθμό. «Εκτός ίσως από ένα αεροπλάνο», παρατήρησε ο Σπύρος. «Θα βρισκόταν από πάνω σου πριν προλάβεις να το δεις».

«Αλλά αν μπορούσαμε να δούμε αρκετά μακριά, θα ξέραμε ότι θα ερχόταν και θα μπορούσαμε να το καταρρίψουμε με αντιαεροπορικά όπλα».

«Ναι, αλλά το οπτικό πεδίο δεν είναι πάντα τόσο καλό. Είναι συχνά αρκετά θολά εδώ, όπως σήμερα και αν το αεροπλάνο έρθει από τη μεριά του ήλιου, θα τους τυφλώνει ο ήλιος».

«Ναι, αλλά και πάλι θα μπορέσουμε να το ακούσουμε, έτσι δεν είναι;».

«Ίσως. Όμως πόσο μακριά θα βρίσκεται όταν θα το πάρεις είδηση;».

Ο Τζιουζέπε διαπίστωσε ότι ο Σπύρος είχε δίκιο. Έλεγξαν όμως την περιοχή και χαρτογράφησαν τα σημεία που θα έπρεπε να εγκατασταθούν τα πολυβόλα για να έχουν το καλύτερο πεδίο βολής. Επέστρεψαν στο γραφείο και ο Τζιουζέπε ανέφερε αυτά που είχε ανακαλύψει. «Είχες δίκιο, είναι ιδανικό σημείο. Μπορούμε να διευρύνουμε το μονοπάτι που οδηγεί σε αυτό, και στην κορυφή υπάρχει μια μεγάλη έκταση όπου θα μπορούσαμε να τοποθετήσουμε σκόπευτρα και να χτίσουμε στρατώνες για τους πυροβολητές. Μπορείς να δεις από μίλια μακριά πλοία και αεροπλάνα. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι ίσως να μην τα δούμε εμείς μέχρι να είναι σχεδόν από πάνω μας, αλλά αυτό είναι πάντα το πρόβλημα με τα αεροπλάνα. Πετάνε πολύ γρήγορα».

Ο Γκραμάτικα τον διέταξε να καταρτίσει μια μελέτη για τον προγραμματισμό και το κόστος κατασκευής της οχύρωσης του λόφου. Στη συνέχεια, όταν εγκρίθηκε από τις στρατιωτικές αρχές, τέθηκε επικεφαλής του έργου. Αλλά όλο αυτό το διάστημα αναρωτιόταν πώς θα μπορούσε να ανιχνευθεί εγκαίρως μια πιθανή αεροπορική επίθεση. Κάθε μέρα πηγαινοερχόταν από τον λόφο, μερικές φορές έπαιρνε και τον γιο του μαζί. Μια μέρα που δούλευε για την τοποθέτηση ενός κανονιού μεγάλου διαμετρήματος, πρόσεξε το γιο του να τον χαιρετάει καθώς δούλευε σκληρά για να τελειώσει την διαπλάτυνση του νέου μονοπατιού για να περνάνε φορτηγά. Χαιρέτησε κι εκείνος και κατάλαβε ότι ο Μάρκο φώναζε κάτι, αλλά δεν μπορούσε να τον ακούσει. Φώναξε στον Μάρκο να φωνάξει πιο δυνατά, και έβαλε τα χέρια του πίσω από τα αυτιά του για να ακούσει αυτό που έλεγε. Τώρα μπορούσε να τον ακούσει καθαρά, αλλά ξαφνικά δεν ενδιαφερόταν να ακούσει τι έλεγε. Γύρισε πίσω με τα χέρια του να είναι ακόμα πίσω από τα αυτιά του. Συνειδητοποίησε ότι μπορούσε να ακούσει σχεδόν όλες τις ομιλίες στην περιοχή.

Yaş sınırı:
0+
Litres'teki yayın tarihi:
17 ağustos 2020
Hacim:
471 s. 3 illüstrasyon
ISBN:
9788835406334
Telif hakkı:
Tektime S.r.l.s.
İndirme biçimi: