Kitabı oku: «Χόρεψε, Άγγελέ Μου», sayfa 2
Η ανάσα μου είναι κοφτή και ακανόνιστη. Τα χέρια μου τρέμουν σαν φύλλο που πέφτει στη γη. Είναι η πρώτη φορά που αυτός ο άνδρας μου ανακοινώνει την πρόθεσή του να έρθει να με βρει· γιατί σίγουρα πρόκειται για άνδρα, δεν υπάρχει αμφιβολία. Τα πρώτα γράμματα που είχα λάβει μου είχαν δώσει την εντύπωση ότι επρόκειτο για έναν κάπως πιο κτητικό θαυμαστή μου. Στα γράμματά του αφηγούνταν τη ζωή μας ως ζευγάρι, όπως αυτός την φανταζόταν, περιγράφοντας γλαφυρά τις πρόστυχες φαντασιώσεις του. Όσο περνούσε ο καιρός, οι περιγραφές άρχισαν να γίνονται πιο ωμές και τα λόγια του πιο απειλητικά. Άφησε το «θέλω να σε πάρω από παντού» και έφτασε στο «θέλω να σε τρυπήσω με τον πούτσο μου και να σε γαμάω μέχρι να ουρλιάζεις από τον πόνο». Επίσης, μου καταλόγιζε την έλλειψη ανταπόκρισης και συμμετοχής στη σχέση μας. Ποια σχέση; Δεν ξέρω κανέναν τόσο διεστραμμένο που θα μπορούσε να επινοήσει μια τόσο καυτή σχέση μαζί μου. Ο τρόπος με τον οποίον με φαντασιώνεται δείχνει ξεκάθαρα πως δεν με γνωρίζει. Προφανώς, αποφάσισε να το αλλάξει αυτό. Βγάζω από την τσάντα το κινητό σε μια προσπάθεια να ανακτήσω τον έλεγχο. Από τότε που τα γράμματα έγιναν πηγή αγωνίας για εμένα, άρχισα να τα παραδίδω στον καλλιτεχνικό διευθυντή, ο οποίος έχει ήδη έρθει σε επαφή με την αστυνομία. Δυστυχώς, μέχρι στιγμής, οι επιθεωρητές δεν έχουν κανένα στοιχείο και σύμφωνα με τα λεγόμενά τους, δεν έχω κανέναν λόγο να ανησυχώ. Απ’ ό,τι φαίνεται, οι ανώνυμοι ενοχλητικοί θαυμαστές δεν περνούν ποτέ στην πράξη. Και οι υπόλοιποι; Για αυτούς δεν πήρα ποτέ απάντηση. Άρχισα να πιστεύω πως είμαι παρανοϊκή. Εντάξει, είμαι λίγο. Ας πούμε ότι έχω μια φυσική τάση να φαντάζομαι διάφορα σενάρια. Είναι, όμως, ώρα να σταματήσουν αυτά τα γράμματα.
«Κέιτλιν! Ήσουν υπέροχη. Τα σχόλια των θεατών ήταν πάρα πολύ καλά». «Ευχαριστώ, κύριε. Δεν σας παίρνω γι’ αυτό όμως».
Τον ακούω να αναστενάζει μέσα από το ακουστικό. Ούτε αυτός με εκτιμάει ιδιαίτερα. Με ανέχεται, γιατί του είμαι χρήσιμη. Του φέρνω πολλά χρήματα και έτσι, νιώθει υποχρεωμένος να κάνει προσπάθειες να με αντέχει.
«Τι μπορώ να κάνω για εσένα;» «Έλαβα ένα καινούργιο γράμμα». «Το έχουμε συζητήσει ήδη αυτό το θέμα. Πρέπει να τα προσπερνάς και να τα πετάς δίχως να τα ανοίγεις. Αυτός ο άνδρας δεν θα περάσει ποτέ στην πράξη». «Βασικά, έλαβα ένα γράμμα στο σπίτι μου και βρήκα ένα ακόμα κάτω από την πόρτα του καμαρινιού μου».
Η σιωπή που ακολουθεί με καθησυχάζει. Ίσως με πάρει επιτέλους στα σοβαρά.
«Άφησε τα γράμματα στο προσωπικό ασφαλείας φεύγοντας από το θέατρο. Θα τα παραδώσω στην αστυνομία».
«Σας ευχαριστώ, κύριε». «Τίποτα, Κέιτλιν. Να περάσεις καλά απόψε. Το αξίζεις. Θα βρεθούμε αύριο για να μιλήσουμε για την έρευνα».
«Εντάξει. Αντίο».
Μετά το τηλεφώνημα νιώθω ανακούφιση. Ελπίζω ότι με αυτά τα καινούργια γράμματα θα υπάρξει εξέλιξη στην υπόθεσή μου. Έχω ήδη αρκετό φόβο για τον κόσμο που με περιβάλλει και το μόνο που μου έλειπε ήταν ένας ψυχοπαθής στη ζωή μου.
Ετοιμάζομαι γρήγορα. Όχι επειδή βιάζομαι να συναντήσω τους γονείς μου, αλλά για να μην βλέπω αυτά τα κακοήθη γράμματα που τώρα βρίσκονται πάνω στην τουαλέτα μου. Ρίχνω μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη, αφήνω τα γράμματα στο προσωπικό ασφαλείας και φεύγω από το θέατρο.
Κεφάλαιο 3
Κέιτλιν
Οι γονείς μου δεν έχουν αλλάξει καθόλου. Ο πατέρας μου έχει όπως πάντα γκρίζα, ανακατεμένα μαλλιά και μπλε διαπεραστικά μάτια όπως τα δικά μου. Η μητέρα μου, με το σινιόν της που δεν ξεφεύγει ούτε τρίχα και τις τέσσερις καρφίτσες που κρατάνε στη θέση τους το αυστηρό παντελόνι του ταγιέρ της, είναι αψεγάδιαστη. Από παιδί ακόμα με κοιτάνε πάντα με τον ίδιο τρόπο. Σαν να είμαι ένα εξωγήινο ον που δεν μπορούν να αποκωδικοποιήσουν.
«Σε ευχαριστούμε που μας έκανες την τιμή με την παρουσία σου, Κέιτλιν. Βλέπω ήρθες με το πάσο σου στη συνάντησή μας! Γνωρίζεις, ωστόσο, πως η μητέρα σου δεν μπορεί να στέκεται όρθια για πολλή ώρα».
Η μητέρα μου έχει πράγματι πρόβλημα στα γόνατα λόγω αδύναμων αρθρώσεων, αλλά πονάει μόνο όταν ο καιρός είναι ψυχρός και βροχερός. Ωστόσο, απόψε ο ουρανός είναι ξάστερος.
«Καλησπέρα, μπαμπά. Έχει πολύ γλυκό καιρό για την εποχή, δεν νομίζεις; Μπορείς να δεις ακόμα και τα αστέρια».
«Μην είσαι αναιδής, Κέιτλιν».
Φυσικά. Οι γονείς μου πάντα έκαναν κόμμα, ειδικά για να μου πάνε κόντρα. Η γιαγιά μου αποφασίζει να παρέμβει, προτού το δείπνο τελειώσει πριν την ώρα του. Βασικά, προτού καν φτάσουμε στο εστιατόριο.
«Λοιπόν, ας πάμε για φαγητό. Πεθαίνω της πείνας».
Η γιαγιά μου με πιάνει αγκαζέ και περπατάμε μαζί στο πεζοδρόμιο χωρίς να μιλάμε, με τους γονείς μου να μας ακολουθούν. Έχω τη δυσάρεστη αίσθηση ότι με παρακολουθούν. Νιώθω ότι ένα βλέμμα μου καίει την πλάτη και αμέσως κρύος ιδρώτας διαπερνά την σπονδυλική μου στήλη. Σίγουρα, θα μπορούσα να σκεφτώ ότι αυτή η αίσθηση οφείλεται στην παρουσία των γονιών μου, αλλά ποτέ δεν μου έχουν προκαλέσει παρόμοια σωματική αντίδραση. Με πιάνει ανατριχίλα, καθώς κοιτάω τριγύρω μήπως εντοπίσω ποιος θα μπορούσε να με παρακολουθεί. Όμως, το αδύναμο φως του φεγγαριού και οι αραιά τοποθετημένοι φανοστάτες δημιουργούν απειλητικές σκιές στο ημίφως και δεν με βοηθούν να διακρίνω καλά, αν υπάρχει κάποιος στο ημίφως.
«Κρυώνεις, αγάπη μου;» «Όχι, γιαγιά. Είμαι εντάξει. Απλώς ανυπομονώ να επιστρέψω σπίτι. Είμαι κουρασμένη».
Δεν έχω αναφέρει τίποτα για τα γράμματα στη γιαγιά μου. Δεν ήθελα να ανησυχήσει. Η ζωή της είναι ήρεμη και ειρηνική και δεν θα ήθελα να αλλάξει αυτό.
«Πότε θα με επισκεφτείς στη Βιρτζίνια; Ο καθαρός αέρας και η άπλα θα σου κάνουν σίγουρα καλό». «Δεν αμφιβάλλω καθόλου, γιαγιά, αλλά η σεζόν μόλις ξεκίνησε και οι παραστάσεις της Ωραίας Κοιμωμένης θα συνεχιστούν για αρκετές εβδομάδες». «Και στη συνέχεια, θα γίνουν οντισιόν για ένα καινούργιο μπαλέτο και προφανώς, εσύ θα πάρεις τον πρώτο ρόλο, έπειτα θα αρχίσουν οι πρόβες για τη νέα παράσταση και ξανά παραστάσεις. Κατ, δεν πρόκειται να τελειώσει ποτέ όλο αυτό».
Χαμηλώνω το κεφάλι, νιώθοντας ντροπιασμένη που είμαι τόσο κακιά εγγονή. Οι παρατηρήσεις της είναι πέρα για πέρα δικαιολογημένες.
«Λυπάμαι που σε απογοητεύω, γιαγιά».
Σταματάει τόσο απότομα για να με κοιτάξει μέσα στα μάτια που οι γονείς μου πέφτουν πάνω μας.
«Ποτέ δεν θα με απογοητεύσεις, γατούλα μου. Το ακούς; Είμαι τόσο περήφανη για εσένα, το ίδιο και οι γονείς σου».
Τους ρίχνει μια έντονη ματιά που δεν τους αφήνει άλλο περιθώριο από το να απαντήσουν καταφατικά.
«Φυσικά, Κέιτλιν. Είμαστε χαρούμενοι για εσένα».
Δεν είναι βέβαια το ίδιο πράγμα με το να είναι περήφανοι, αλλά μου φτάνει και αυτό. Γνωρίζω καλά πως δεν θα πάρω κάτι καλύτερο από αυτούς. Αρχίζουμε ξανά να περπατάμε με αργό βήμα.
«Θα ήθελα μόνο να μπορούσα να σε κάνω να ανακαλύψεις και κάτι άλλο πέρα από τον χορό. Και έπειτα θέλω να σου γνωρίσω και τον Βαρακιήλ». «Τον γείτονά σου;»
Συγκατανεύει με ένα κούνημα του κεφαλιού.
«Δεν μου είχες πει ποτέ το όνομά του. Είναι πολύ παράξενο». «Μην τον κρίνεις, αν δεν τον γνωρίσεις πρώτα. Είναι ένας άγγελος, αγάπη μου».
Μα φυσικά! Η γιαγιά μου αγαπάει όλον τον κόσμο χωρίς να κάνει καμία διάκριση. Η συζήτηση θα μπορούσε κάλλιστα να έχει τελειώσει εκεί. Αλλά όχι! Η μητέρα μου ήθελε προφανώς να ανακατευτεί και ξανάπιασε το θέμα από την αρχή, μόλις καθίσαμε στο τραπέζι.
«Όπως και να’ χει, γνωρίζετε πως η Κέιτλιν δεν έχει χρόνο για έρωτες, μητέρα. Θα χρειαστεί να ενδιαφερθεί για κάποιον άλλον πέρα από τον εαυτό της και αυτό δεν φαίνεται να συμβαίνει σύντομα».
Η μητέρα μου γίνεται ολοένα και πιο επικριτική. Αναρωτιέμαι γιατί πιέζεται και έρχεται να με δει, αφού είναι ξεκάθαρο πως δεν έχει καμία διάθεση. Η γιαγιά μου σίγουρα έχει παίξει ρόλο σε αυτό. Ξέρει να πείθει τους άλλους. Θα ήθελα να μπορούσα να πω στην οικογένειά μου ότι τους αγαπώ, αλλά θα έπρεπε πρώτα οι γονείς μου να με δεχτούν όπως είμαι και αυτό είναι κάτι που δεν κατόρθωσαν ποτέ. Απόψε έχει πάει αργά, είμαι κουρασμένη και η σιωπή μου θεωρείται κάθε φορά σαν απόρριψη. Στην πραγματικότητα, είναι μια αποδοχή της κατάστασης. Όπως πάντα, η γιαγιά μου κάνει τον διαιτητή στις διενέξεις μας. Πιστεύω πως αν δεν ήταν η γιαγιά μου, δεν θα υπήρχε καμία επικοινωνία μεταξύ μας.
«Ας παραγγείλουμε. Είναι αρκετά αργά για μια ηλικιωμένη κυρία σαν εμένα».
Κοιτάζοντας τον κατάλογο, νιώθω να με πνίγει η σιωπή που επικρατεί στο δικό μας τραπέζι και έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη φασαρία των πελατών στα άλλα τραπέζια. Η γιαγιά μου με γνωρίζει καλά και μου σφίγγει το χέρι κάτω από το τραπέζι.
«Πήγαινε, έχεις χρόνο».
Σηκώνομαι βιαστικά, αγνοώντας τη μητέρα μου που ήδη άρχισε τις διαμαρτυρίες. Ο καθαρός αέρας μού κάνει πολύ καλό. Το ελαφρύ αεράκι μού χαϊδεύει τα πόδια και κάνει τα μάγουλά μου να κοκκινίσουν. Επωφελούμαι από την ηρεμία της νύχτας και κάνω λίγα βήματα πιο μακριά από την είσοδο του εστιατορίου. Ακουμπάω στον τοίχο και σηκώνω ψηλά τα μάτια μου στον ουρανό. Δεν υπάρχει ούτε ένα σύννεφο. Τα αστέρια λάμπουν πάνω σε αυτό το υπέροχο χαλί από μαύρο βελούδο. Θα μπορούσα να μείνω εκεί με τις ώρες και να αφήσω αυτή τη γαλήνη να γεμίσει την αναστατωμένη ψυχή μου. Μικρότερη ονειρευόμουν να μπορώ πετάξω ψηλά και να χορέψω πάνω σε ένα σύννεφο. Ένας θόρυβος από βήματα στα αριστερά μου με κάνει να πεταχτώ και να συνειδητοποιήσω πού βρίσκομαι. Είμαι μια γυναίκα μόνη σε ένα σκοτεινό δρομάκι της Νέας Υόρκης. Μια ανησυχία αρχίζει να διαπερνά το κορμί μου. Στέκομαι ακίνητη. Παίρνω τον δρόμο της επιστροφής. Θέλω να φτάσω γρήγορα στο εστιατόριο. Δεν έχω απομακρυνθεί ιδιαίτερα, αλλά η απόσταση μού φαίνεται τώρα τεράστια. Αισθάνομαι ότι κάποιος με ακολουθεί. Είμαι σίγουρη. Θόρυβος από βήματα. Και μια δυνατή ανάσα. Δεν μου αρέσει καθόλου αυτό. Το στομάχι μου σφίγγεται από την αγωνία και η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή. Επιταχύνω το βήμα μου και νιώθω ανακούφιση, όταν φτάνω στον προορισμό μου. Ευχαριστώ τον πορτιέρη που προλαβαίνει να ανοίξει την πόρτα και με αφήνει να περάσω χωρίς να χρειαστεί να καθυστερήσω. Προστατευμένη πια πίσω από τις γυάλινες πόρτες, κοιτάω πίσω μου, αλλά το μόνο που βλέπω είναι ο έρημος και ήσυχος δρόμος. Κανένας δεν φαίνεται. Η καρδιά μου ξαναβρίσκει τον φυσιολογικό της ρυθμό, αλλά το κεφάλι μου ακόμα βουίζει από την αγωνία. Νιώθω ότι το χάος των συναισθημάτων ξυπνάει το αυτιστικό παιδί μέσα μου. Βρίσκομαι στα πρόθυρα μιας κρίσης πανικού όπως αυτές που πάθαινα σε πολύ μικρή ηλικία. Βρίσκω καταφύγιο στις γυναικείες τουαλέτες. Κλειδώνω την πόρτα και κουλουριάζομαι στο πάτωμα με τον κορμό μου να γέρνει μπρος-πίσω. Νιώθω την ανάγκη να χορέψω για να εξωτερικεύσω τον φόβο που με κατατρώει, αλλά αυτό είναι αδύνατο αυτή την στιγμή. Προσπαθώ να συγκεντρωθώ σε εμένα και να αδειάσω το μυαλό μου. Πιο εύκολο είναι να το λες παρά να γίνει όμως!
Ακούγεται θόρυβος από τακούνια στα πλακάκια μπροστά από την πόρτα. Κάνω ενστικτωδώς ένα βήμα πίσω, αλλά με εμποδίζει η λεκάνη που βρίσκεται πίσω μου.
«Γατούλα μου; Είσαι καλά; Σε είδα να μπαίνεις, αλλά δεν επέστρεψες στο τραπέζι».
Το άκουσμα της φωνής της γιαγιάς μου μού κάνει καλό. Αποφασίζω να συγκεντρωθώ σε αυτό, στην ίδια και τη φωνή της, μετρώντας παράλληλα από μέσα μου. Εισπνοή, 1, 2, 3, 4. Εκπνοή, 1, 2, 3, 4. Επαναλαμβάνω την άσκηση πέντε φορές συνεχόμενα. Η γιαγιά μου, αφού βημάτισε πάνω-κάτω για λίγη ώρα, κοντοστάθηκε έξω από την πόρτα της τουαλέτας που βρισκόμουν εγώ.
«Άνοιξέ μου, Κατ. Το ξέρω ότι είσαι εδώ».
Τεντώνω το χέρι μου για να ξεκλειδώσω και η γιαγιά μου ανοίγει την πόρτα μαλακά. Τα μάτια της με κοιτούν λυπημένα. Κάθεται οκλαδόν μπροστά μου και μου χαϊδεύει τα μαλλιά, όπως κάνει πάντα όταν είμαι αναστατωμένη.
«Τι συμβαίνει, αγάπη μου;»
Δεν θέλω να μιλήσω. Όχι τώρα. Και κυρίως, όχι εδώ. Θα της τα πω όλα όμως. Το έχω ανάγκη. Θα το κάνω, όμως, στο σπίτι μου, εκεί που νιώθω ασφαλής. Αν πραγματικά είμαι και εκεί ασφαλής. Έχω πια αρχίσει να αμφιβάλλω.
«Οι γονείς σου σε αγαπούν, γατούλα μου. Απλώς δεν ξέρουν πώς να σου φερθούν. Δεν μπορούν να σε καταλάβουν».
«Το ξέρω, γιαγιά. Δεν πειράζει».
Προτιμώ να θεωρήσει την αντίδρασή μου ως τη λήξη αυτού του άβολου δείπνου.
«Λοιπόν, πάμε, αγάπη μου. Μην κάθεσαι κάτω. Θα αρπάξεις κανένα κρύωμα σε αυτά τα παγωμένα πλακάκια».
Με βοηθάει να σηκωθώ και κατεβάζει το φόρεμά μου που έχει σηκωθεί ελαφρώς.
«Έχει περάσει η ηλικία που μπορούσες να δείχνεις το βρακάκι σου, αγάπη μου».
Το σχόλιό της με κάνει να χαμογελάσω. Με κρατάει από το χέρι και επιστρέφουμε μαζί στο τραπέζι.
«Επιτέλους! Το φαγητό έχει σερβιριστεί εδώ και πόση ώρα. Έχουν κρυώσει πια. Τι έκανες, Κέιτλιν; Μοίραζες αυτόγραφα;»
Θα είχα βάλει τα γέλια, αν δεν ήθελα στην πραγματικότητα να κλάψω. Η μητέρα μου έχει πείσει τον εαυτό της ότι προτίμησα να γίνω διάσημη από το να ζω με την οικογένειά μου. Πόσο έξω πέφτει! Αυτό που ουσιαστικά έχω επιλέξει είναι το φυσιολογικό, είναι η ελευθερία μου. Στο κάτω-κάτω, επέλεξα να απελευθερώσω το μυαλό μου από όλα εκείνα τα συναισθήματα που με βομβαρδίζουν για χρόνια και προσπαθούν να μου επιβάλλουν μια ανιαρή ζωή, αν και οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουν την ίδια άποψη με εμένα. Είναι αλήθεια πως η φωτογραφία μου κάνει τον γύρο της πόλης, αφού βρίσκεται σχεδόν στα μισά λεωφορεία και εμφανίζομαι τακτικά σε όλα τα περιοδικά που αφορούν τον χορό. Ωστόσο, όπως το βλέπω εγώ, αυτό που κάνω είναι αυτό που πραγματικά αγαπώ. Και μέχρι πολύ πρόσφατα, είχα καταφέρει να μην ασχολούμαι καθόλου με την πολυπλοκότητα και τον σαματά που με περιβάλλουν.
«Τουλάχιστον, θα μπορούσες να καθίσεις για να αρχίσουμε επιτέλους το φαγητό!»
«Συγγνώμη».
Φυσικά. Όπως πάντα, ήμουν χαμένη στις σκέψεις μου και είχα μείνει ακίνητη δίπλα από το τραπέζι χωρίς να καθίσω. Κάθομαι, λοιπόν, στη θέση μου και το δείπνο ξεκινά. Η βραδιά εκτυλίσσεται ακριβώς όπως και όλες οι άλλες, μέσα σε μια σχεδόν νεκρική σιωπή, που διακοπτόταν μόνο από φράσεις της γιαγιάς μου, η οποία απελπισμένα προσπαθούσε να μας κάνει να ξαναμιλήσουμε.
«Θα μπορούσαμε ίσως να πάμε όλοι μαζί μια βόλτα στην πόλη αύριο».
«Φυσικά και όχι. Η εθνική μας σταρ έχει σίγουρα καλύτερα πράγματα να κάνει για να περάσει τον χρόνο της».
Σίγουρα. Η μητέρα μου δεν θα με συγχωρήσει ποτέ για αυτό που είμαι: ανεξάρτητη. Μετά τη διάγνωση των γιατρών, η μητέρα μου είχε έντονες διαφωνίες ότι οι κρίσεις θυμού προέρχονταν από τον αυτισμό και όχι από το γεγονός ότι απλώς ήμουν απείθαρχη. Επιπλέον, είχε δηλώσει πως θα την χρειαζόμουν πάντα στο πλάι μου για να τα καταφέρω στη ζωή και πραγματικά της άρεσε αυτή η ιδέα. Πίστευε πως θα ήμουν για πάντα το κοριτσάκι της μαμάς του. Ωστόσο, το μέλλον τής απέδειξε το αντίθετο. Προτιμώ να απαντήσω στη γιαγιά μου για να αποφύγω τη διαμάχη με τη μητέρα μου.
«Δεν δουλεύω αύριο. Μας αφήνουν πάντα μια μέρα ελεύθερη. Πρέπει μόνο να πάω στην προπόνησή μου το πρωί και μετά είμαι όλη δική σου». «Θαύμα! Αυτό πρέπει να είναι πολύ σπάνιο, μιας και δεν βρίσκεις ούτε τον χρόνο να μας πάρεις τηλέφωνο!»
Η γιαγιά παρεμβαίνει όπως πάντα.
«Θα ήθελα πολύ να επισκεφθώ το νησί Έλις. Δεν έχουμε πάει ποτέ».
Ούτε εγώ έχω πατήσει το πόδι μου εκεί. Η ιδέα του να βρεθώ στριμωγμένη σε ένα φέριμποτ δεν με ενθουσίασε ποτέ, αλλά το να ξεφύγω έστω και λίγο από το Μεγάλο μήλο και τις έγνοιες μου παρέα με τη γιαγιά μου είναι μια ιδιαίτερα ελκυστική ιδέα.
«Τέλεια ιδέα, γιαγιά. Θα επιστρέψουμε μετά το μεσημεριανό. Θα αναλάβω εγώ να βγάλω τα εισιτήρια, πριν πάω στην πρόβα». «Και δεν θα μας ρωτήσεις, αν θέλουμε να έρθουμε και εμείς μαζί σας, φυσικά!»
Καταπίνω τον κόμπο που μου στέκεται στον λαιμό. Η μητέρα μου δεν δείχνει έλεος απόψε. Νομίζω ότι έχει έρθει η ώρα να ξεκαθαρίσουμε τις σχέσεις μας. Δυστυχώς, όμως, δεν είμαι σε θέση να αντέξω κάτι τέτοιο σήμερα. Προτιμώ να παριστάνω την πειθήνια κόρη και να εκτονώνομαι χτυπώντας τα δάχτυλά μου στο μπράτσο της καρέκλας.
«Μπαμπά, μαμά, θέλετε να έρθετε και εσείς μαζί μας στο νησί Έλις αύριο;»
«Ε, λοιπόν, μάντεψε! Δεν μπορούμε. Δουλεύουμε αύριο. Δεν είμαστε στη διάθεση της κυρίας, όταν το αποφασίσει να μας αφιερώσει λίγο από τον χρόνο της!»
Τόσος χαμός για αυτή την απάντηση! Και έπειτα θα με κατηγορούν ότι δεν κάνω καμία προσπάθεια. Δαγκώνω την γλώσσα μου για να μην ουρλιάξω από τον θυμό που νιώθω να με πνίγει. Άντε να τελειώσει γρήγορα αυτό το δείπνο για να μπορέσω να βρεθώ και πάλι στο καταφύγιό μου και να εκτονώσω όλη την πίεση που με περικυκλώνει. Για αυτόν και μόνο τον σκοπό έχω διαμορφώσει έναν ειδικό χώρο με καθρέφτη και μπάρα κατά μήκος του τοίχου. Μια μίνι αίθουσα χορού μόνο για εμένα που με εξυπηρετεί τα βράδια, όταν δεν μπορώ να κλείσω μάτι.
Επιτέλους σπίτι μου! Με το παχυλό μου εισόδημα καταφέρνω να διατηρώ το μεγάλο μου τεσσάρι στην καρδιά της Νέας Υόρκης, κοντά στο Αμερικανικό Θέατρο Μπαλέτου χωρίς να χρειάζεται να μετακινούμαι με τα μέσα μεταφοράς. Μια πραγματική πολυτέλεια για εμένα. Πάω παντού με τα πόδια και αυτό με βολεύει πάρα πολύ. Ξεκλειδώνω την πόρτα και κάνω νόημα στη γιαγιά μου να περάσει μπροστά. Μπορεί να κρατιέται σε καλή φόρμα για την ηλικία της, αλλά βλέπω ότι έχει κουραστεί και είμαι σίγουρη ότι δεν θα αργήσει να αποσυρθεί στο δωμάτιό της. Γιατί έχει, φυσικά, το δικό της δωμάτιο στο σπίτι μου. Δεν προσκαλώ ποτέ κανέναν άλλον εκτός από εκείνη και έτσι, το τρίτο δωμάτιο είναι ειδικά διακοσμημένο σύμφωνα με τα γούστα και τις προτιμήσεις της.
«Κοίτα, γατούλα μου. Ένα γράμμα βρίσκεται στο κατώφλι της πόρτας. Μήπως έχεις κρυφό θαυμαστή και μου τον κρύβεις;»
Κεφάλαιο 4
Κέιτλιν
Νιώθω ότι έχω χάσει το χρώμα μου, η καρδιά μου παγώνει μέσα στο στήθος μου και τα χέρια μου είναι καταϊδρωμένα. Δεν χρειάζεται να κοιτάξω τον φάκελο που κρατάει η γιαγιά μου για να μάθω περί τίνος πρόκειται και ποιος είναι ο αποστολέας. Τρία μέσα στην ίδια μέρα. Αυτό ξεπερνάει κάθε προηγούμενο.
«Κέιτλιν; Υπάρχει κάποιο πρόβλημα;»
«Όχι. Κανένα».
Τα χέρια μου τρέμουν. Το ίδιο και η φωνή μου. Το σώμα μου δείχνει ακριβώς το αντίθετο από τα λεγόμενά μου. Πιάνω τον φάκελο, που είναι κόκκινος σαν το αίμα που κυλάει στις φλέβες μου.
«Σε γνωρίζω καλύτερα απ’ όσο γνωρίζεις εσύ τον εαυτό σου. Θα μου πεις τι συμβαίνει, επιτέλους; Ε, εντάξει! Μην μου απαντάς!»
Βλέποντας ότι δεν αντιδρώ ούτε απαντάω, η γιαγιά μου αποφασίζει να αναλάβει δράση. Αρπάζει τον φάκελο, τον ανοίγει και διαβάζει δυνατά. Την βλέπω να συνοφρυώνεται.
«Ετοιμάσου, θα έρθω σύντομα. Πολύ σύντομα».
Ξαναδιαβάζει την επιστολή αρκετές φορές από μέσα της, ενώ εγώ στηρίζομαι στην διπλοκλειδωμένη πόρτα για να μην σωριαστώ κάτω. Κλειδώνω και ξεκλειδώνω πολλές φορές συνεχόμενα και νιώθω την πίεση στο κεφάλι μου να φέρνει μια νέα κρίση.
«Κέιτλιν, τι σημαίνουν όλα αυτά; Αυτό το γράμμα σίγουρα δεν είναι ρομαντικό. Κάνω λάθος;»
Κουνάω το κεφάλι αριστερά και δεξιά. Είμαι στα πρόθυρα νευρικής κρίσης. Αρχίζω να χτυπάω το πίσω μέρος του κεφαλιού μου στο σκληρό ξύλο που βρίσκεται πίσω μου με την ελπίδα ότι θα καταφέρω να απαλλαγώ από τις μαύρες σκέψεις και το άγχος που με έχουν τσακίσει. Ο θόρυβος από τα χτυπήματα αντηχεί σε όλο το διαμέρισμα.
«Όχι, Κέιτλιν. Δεν λύνεται τίποτα έτσι».
Βάζει το χέρι της πίσω από τον αυχένα μου για να με εμποδίσει από το να αυτοτραυματιστώ και με οδηγεί με το ζόρι στην αίθουσα χορού, τραβώντας με από το χέρι.
«Σου δίνω μισή ώρα για να ηρεμήσεις. Έπειτα, θέλω να κάτσουμε οι δυο μας και να κάνουμε μια σοβαρή συζήτηση. Με κατάλαβες;»
Κουνάω το κεφάλι και δεν χάνω ούτε δευτερόλεπτο. Βάζω κατευθείαν μουσική. Ο χώρος έχει ηχομόνωση για να μην ενοχλούνται οι γείτονες, ακριβώς για τις περιπτώσεις όπως η αποψινή όπου χρειάζεται να εκτονωθώ σε αρκετά προχωρημένη ώρα. Αμφιβάλλω ότι θα το εκτιμούσαν αν άκουγαν τη μουσική και τον θόρυβο από τα πηδήματα στις 11 τη νύχτα. Ο ρυθμός είναι γρήγορος, δυναμικός. Το ταμπούρο μου δίνει πίσω τη χαμένη λογική μου. Είναι ακριβώς αυτό που έχω ανάγκη. Κάνω πηδήματα, πιρουέτες και συνδυάζω τις κινήσεις αυτοσχεδιάζοντας για να καταφέρω να εξωτερικεύσω την οργή και το άγχος που μου προκαλούν αυτά τα γράμματα. Δεν τα αντέχω πια. Και δεν αντέχω ούτε το γεγονός ότι πλέον έρχονται σπίτι μου. Δεν αντιλαμβάνομαι πόσο γρήγορα πέρασε η ώρα, όταν η γιαγιά μου κλείνει τη μουσική.
«Αυτό είναι πολύ βίαιο, Κατ».
Δεν είχα αντιληφθεί ότι η γιαγιά μου είχε μείνει μαζί μου αντί να πάει να ξεκουραστεί. Ούτε αμφιβάλλω ότι τα λόγια της απευθύνονται στον τρόπο που χόρευα.
«Δεν είναι η πρώτη φορά που λαμβάνεις τέτοιο γράμμα, σωστά;»
Πιάνω μια από τις καθαρές πετσέτες που έχω πάντα στην αίθουσα για να σκουπίζω το πρόσωπό μου. Αυτό μου δίνει λίγο χρόνο για να πάρω μια ανάσα και να χαλαρώσω τους παλμούς της καρδιάς μου.
«Όχι. Λαμβάνω τέτοια γράμματα από τότε που πήρα τον ρόλο της Ωραίας Κοιμωμένης. Άρχισαν να έρχονται πιο τακτικά, όσο πλησίαζε η πρεμιέρα. Αυτό είναι το τρίτο της ημέρας».
Με πλησιάζει και με παίρνει αγκαλιά για να με παρηγορήσει.
«Ω, γατούλα μου. Έπρεπε να μου έχεις μιλήσει. Θα είχα έρθει πολύ νωρίτερα για να σε στηρίξω, εάν το γνώριζα».
«Το ξέρω, γιαγιά. Αλλά, έχεις και εσύ τη ζωή σου. Επιπλέον, είμαι ενήλικη. Πρέπει να αναλάβω τις ευθύνες μου. Και έπειτα, είναι απλώς γράμματα. Ξέρεις καλά ότι μου είναι δύσκολο να διαχειρίζομαι άγνωστες καταστάσεις και φυσικά δεν καταλαβαίνω καθόλου γιατί να στείλει κάποιος αυτά τα γράμματα».
«Αναλαμβάνω τις ευθύνες μου δεν σημαίνει απομονώνομαι, αγάπη μου. Εξάλλου, τα γράμματα αυτά δεν είναι ανώδυνα για εσένα. Έχεις ενημερώσει την αστυνομία;»
«Ο καλλιτεχνικός διευθυντής ειδοποίησε την αστυνομία, μιας και τα γράμματα πήγαιναν μέχρι τώρα στο θέατρο. Όμως, η έρευνα καθυστερεί. Δεν έχουν κανένα στοιχείο και, επειδή δεν έχω δεχτεί σωματική απειλή, δεν παίρνουν την υπόθεση στα σοβαρά. Εξάλλου, ο διευθυντής πιστεύει ότι είμαι υπερβολική».
«Κατάλαβα. Μόνο που σήμερα τα γράμματα ήρθαν σπίτι σου. Αυτό τα αλλάζει όλα». «Ναι, σήμερα το πρωί ήρθε γράμμα εδώ για πρώτη φορά. Ο διευθυντής θα ειδοποιήσει τους ερευνητές για αυτή την εξέλιξη». «Καλώς. Μέχρι να τακτοποιηθεί αυτή η ιστορία, θα μείνω εδώ για να είμαι σίγουρη ότι δεν διατρέχεις κανέναν κίνδυνο».
«Μα, γιαγιά...» «Δεν το συζητώ. Είσαι η εγγονή μου και αποκλείεται να αφήσω κάποιον να σε απειλεί, ακόμα κι αν το κάνει για εκφοβισμό».
«Όμως, μπορεί να πάρει μήνες, προτού συλλάβει κάποιον η αστυνομία».
«Ε, λοιπόν, θα κάνω διακοπές διαρκείας. Κατ, είμαι συνταξιούχος, πράγμα που σημαίνει ότι έχω όσο χρόνο χρειάζομαι στη διάθεσή μου. Επιπλέον, ο Βαρακιήλ μπορεί να φροντίσει το σπίτι μου για όσο διάστημα λείψω. Θα του τηλεφωνήσω αυτή την στιγμή για να τον ενημερώσω».
Ήταν ανώφελο να σπαταλήσω έστω και μια σταγόνα σάλιου για να προσπαθήσω να την μεταπείσω. Η γιαγιά μου ήταν αγύριστο κεφάλι και κατά βάθος, ένιωθα περισσότερο ασφαλής που θα έμενε μαζί μου για λίγο καιρό. Έτσι κι αλλιώς, είχε ήδη βγάλει το κινητό της και σχημάτιζε τον αριθμό.
«Καλημέρα, Βαρακιήλ. Συγγνώμη που σε ενοχλώ τέτοια ώρα, αλλά σε ξέρω πολύ καλά, οπότε σίγουρα δεν κοιμάσαι».
«...»
«Θα χρειαστεί να παραμείνω για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στη Νέα Υόρκη. Θα μπορέσεις να φροντίσεις το σπίτι το διάστημα που θα απουσιάζω;»
«...»
«Ναι, όλα καλά. Υπάρχουν μόνο ορισμένες εκκρεμότητες που πρέπει να τακτοποιηθούν». «...»
«Ευχαριστώ. Είσαι ένας άγγελος, αλλά αυτό το γνωρίζεις ήδη. Θα σε ειδοποιήσω, μόλις μάθω την ημερομηνία επιστροφής μου. Εις το επανιδείν».
Κλείνοντας το τηλέφωνο, η γιαγιά μου είχε ένα πλατύ χαμόγελο.
«Αγαπάς πολύ τον γείτονά σου». «Μα, στο έχω πει. Είναι ένας άγγελος».
«Σε λατρεύω, γιαγιά, αλλά το ξέρεις ότι δεν πιστεύω, οπότε οι άγγελοι και όλα αυτά που έχουν να κάνουν με...»
Με είχε πάει πολλές φορές στην εκκλησία, όταν ήμουν μικρή, ειδικά μετά από κάποια νευρική κρίση, με την ελπίδα ότι θα βρω υποστήριξη και κάπου αλλού εκτός από εκείνη. Αμφέβαλλε ότι τελικά θα καταφέρω να ανοίξω τα φτερά μου. Έτσι, σκεφτόταν ότι έπρεπε να βρω κάποιον που να μπορώ να απευθύνομαι, όταν τον είχα ανάγκη, όπου κι αν βρισκόμουν. Δυστυχώς, η ευσέβεια του χώρου, λίγο αυστηρή για τα γούστα μου, δεν μου ταίριαξε και έτσι διαπίστωσα ότι δεν θα μπορούσα να ανήκω εκεί. Η γιαγιά μου με αγγίζει απαλά στο χέρι για να μου δείξει ότι καταλαβαίνει.
«Γατούλα μου, είσαι ακόμα νέα. Δεν τα έχεις δει ακόμα όλα. Έχω μεγάλη εμπειρία. Πίστεψέ με. Λοιπόν, πάω να ξαπλώσω. Είμαι εξουθενωμένη. Καληνύχτα, αγάπη μου». «Καληνύχτα, γιαγιά. Θα φύγω νωρίς αύριο το πρωί για την πρόβα, αλλά θα έχω επιστρέψει για να φάμε μαζί μεσημεριανό».
«Τέλεια! Θα φάμε παρέα και μετά μπορούμε να φύγουμε για την εκδρομή μας. Θα σου κάνει πολύ καλό μια μέρα με καθαρό αέρα, μακριά από τη βαβούρα της πόλης».
Λατρεύω τη γιαγιά μου. Η παρουσία της με κάνει να νιώθω ασφαλής, ικανή να ελέγχω τα συναισθήματά μου. Ελπίζω μόνο να μην την θέτω σε κίνδυνο. Τα ανώνυμα γράμματα μπορεί να είναι απλώς γράμματα, αλλά το περιεχόμενό τους έχει γίνει ανησυχητικό και δεν θέλω να της συμβεί τίποτα κακό.
Το να τρώγομαι φυσικά με αυτές τις σκέψεις είναι εντελώς ανώφελο και θα με κάνει να ξαγρυπνήσω. Αποφασίζω, λοιπόν, να επικεντρωθώ στη θετική πλευρά αυτής της μέρας. Μπαίνω στο Ίντερνετ για να κλείσω εισιτήρια για την εκδρομή μας την επόμενη μέρα. Μόλις τελειώνω με την κράτηση, γλιστράω στο κρεβάτι μου και κλείνω τα μάτια με την ελπίδα ότι θα κατορθώσω να κοιμηθώ έστω και λίγες ώρες. Δυστυχώς, ο ύπνος μου είναι ανήσυχος και ελάχιστα ξεκούραστος. Στην πραγματικότητα, η σκοτεινή φιγούρα ενός άνδρα εισέβαλε στον ύπνο μου. Προσπαθούσε να με πιάσει για να μου κάνει κακό. Τραυμάτισε τη γιαγιά, όταν ήρθε να με βοηθήσει. Ξύπνησα με δυσκολία στις έξι το πρωί, μετά από μόλις πέντε ώρες ύπνου, και οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια μου είναι η τρανή απόδειξη του αναστατωμένου μου ύπνου. Ένα χλιαρό ντους ξυπνάει τους πονεμένους μυς μου, προτού φύγω για την πρόβα στο θέατρο παρέα με τον καλύτερό μου φίλο, έναν καφέ στο χέρι. Το πρόσωπο της Αγκάθα που μορφάζει, όταν με βλέπει, σίγουρα δεν μου ανεβάζει το ηθικό. Ούτε και οι σκέψεις της, που τις εκφράζει μεγαλοφώνως για να τραβήξει την προσοχή.
«Τι φρικτή εμφάνιση είναι αυτή; Σου είναι πολύ δύσκολο να πάρεις το μπαλέτο στα σοβαρά; Προτίμησες να γιορτάσεις τη μέτρια παρουσία σου στη σκηνή με κανέναν μυστήριο τύπο σε ένα άθλιο μπαρ;»
Σίγουρα, δεν με ξέρει καθόλου. Θα μπορούσε να είναι αστείο, αν δεν ήταν τόσο αξιολύπητη.
«Ασχολήσου με τη δική σου εμφάνιση και άφησε εμένα ήσυχη». «Η δική μου επίδοση είναι πάντα τέλεια σε αντίθεση με τη δική σου».
Τέλεια ναι, αλλά μονότονη, άψυχη, χωρίς συναίσθημα. Ένα ρομπότ που χορεύει θα μπορούσε ίσως να εκφραστεί περισσότερο από εκείνη πάνω στην σκηνή.
«Είναι άξιο απορίας, λοιπόν, πώς δεν έχεις αποκτήσει ποτέ τον πρώτο ρόλο από τότε που μπήκα και εγώ στην ομάδα».
Το πρόσωπό της, κατακόκκινο από ντροπή και θυμό, είναι σαν μια ένεση ενέργειας για εμένα, προτού ριχτώ στον λάκκο με τα λιοντάρια υπό το διαπεραστικό βλέμμα του χορογράφου.
Η ώρα περνάει αργά. Παρά την απόλαυση που νιώθω, όταν χορεύω στην σκηνή, είμαι εξουθενωμένη και ανακουφίζομαι στο τέλος της πρόβας. Το καλό νέο της ημέρας είναι ότι δεν έχει φτάσει νέο γράμμα, ούτε στο σπίτι, αλλά ούτε και στο καμαρίνι μου. Ο διευθυντής μού υποσχέθηκε να με κρατάει ενήμερη σε περίπτωση που έχει νεότερα από την αστυνομία. Ελπίζω ότι ο διώκτης μου τα παράτησε, όταν κατάλαβε ότι δεν έχω σκοπό να αντιδράσω. Είναι πάντα καλό να κάνεις όνειρα και εγώ έχω σίγουρα πολλή φαντασία. Αντίθετα με τους περισσότερους καλλιτέχνες, έχω δείκτη νοημοσύνης ανώτερο του μέσου όρου και η ευφυΐα μου εκδηλώνεται μέσω του εύστροφου μυαλού μου και της ιδιαίτερα ζωηρής φαντασίας, η οποία προσφέρεται και ως καταφύγιο την ώρα που χορεύω. Βγαίνω από το θέατρο και απολαμβάνω τις αχτίδες του ηλίου που μου ζεσταίνουν το πρόσωπο. Λατρεύω αυτή την αίσθηση. Είναι η ώρα του μεσημεριανού και οι περισσότεροι δρόμοι είναι ήσυχοι, σε αντίθεση με τα εστιατόρια. Διασχίζω με το κεφάλι ψηλά τον διπλό δρόμο που με οδηγεί έξω από το διαμέρισμά μου, όταν το στρίγκλισμα από λάστιχα αυτοκινήτου στα δεξιά μου με κάνει να γυρίσω το κεφάλι. Ένα αυτοκίνητο ορμάει με ιλιγγιώδη ταχύτητα στο σημείο που βρίσκομαι. Μένω παγωμένη στη θέση μου σαν την ελαφίνα που τυφλώνεται από τα φώτα ενός αυτοκινήτου. Το μόνο που κατορθώνω να κάνω είναι να γυρίσω για να κινηθώ προς τα πίσω, αλλά το αυτοκίνητο ήδη έρχεται κατά πάνω μου. Πέφτει πάνω μου με απίστευτη δύναμη. Το έχετε σίγουρα ακούσει ότι, όταν κάποιος βρίσκεται κοντά στον θάνατο, βλέπει όλη τη ζωή του να περνάει μπροστά στα μάτια του. Μάλλον εγώ δεν βρίσκομαι κοντά στον θάνατο, γιατί δεν μου συμβαίνει κάτι τέτοιο. Αντιθέτως, έχω την εντύπωση ότι έχω βγει από το σώμα μου. Βλέπω τον εαυτό μου εκτιναγμένο μπροστά, πάνω στο καπό του αυτοκινήτου, μέχρι που το ακούω να φρενάρει απότομα και εγώ εκσφενδονίζομαι μερικά μέτρα πιο πέρα μετά από ένα βολπλανέ. Προσκρούω με δύναμη στην άσφαλτο και νιώθω τον πόνο σε όλο μου το σώμα. Αφού καταφέρνω να συνειδητοποιήσω τι συνέβη μόλις πριν λίγο, η πρώτη μου αντίδραση είναι να προσπαθήσω να σηκωθώ και να κοιτάξω τα πόδια μου, ενώ οι περαστικοί τρέχουν βιαστικά προς το μέρος μου για να με βοηθήσουν. Προσπαθώ να σηκωθώ και ουρλιάζω από τον πόνο. Ακούω τη μοναδική φωνή που μπορεί να με καθησυχάσει.
«Κέιτλιν!»
Το γεγονός ότι η γιαγιά ουρλιάζει δεν είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικό στην κατάσταση που βρίσκομαι, αλλά τουλάχιστον η παρουσία της με ανακουφίζει κάπως.
«Μην κουνηθείς καθόλου, αγάπη μου. Έρχεται το ασθενοφόρο. Ήθελα να σου κάνω έκπληξη και να έρθω να σε βρω. Συγγνώμη που καθυστέρησα. Εγώ φταίω».
Σφίγγω τα δόντια για να μην ουρλιάξω από τον πόνο και αρχίζω να μιλάω με δυσκολία.
«Ήταν ατύχημα, γιαγιά. Δεν θα μπορούσες να έχεις κάνει τίποτα».
Την βλέπω να δαγκώνει τα χείλη, αλλά δεν το σκέφτομαι παραπάνω. Ένα και μόνο πράγμα με απασχολεί. Ένα ζήτημα ζωής και θανάτου.
«Γιαγιά, πώς είναι τα πόδια μου; Δεν καταφέρνω να τα κουνήσω».
«Είναι και τα δύο στη θέση τους, αγάπη μου. Μόνο αυτό έχει σημασία».
Εμένα αυτό όμως δεν μου αρκεί καθόλου. Δάκρυα έρχονται στα μάτια μου. Οι λυγμοί με ταράζουν και εντείνουν τον πόνο. Νιώθω μια δυνατή πίεση στον θώρακά μου.
«Όχι! Όχι, γιαγιά!» «Ησύχασε, αγάπη μου. Πρέπει να ηρεμήσεις. Χειροτερεύεις την κατάστασή σου».
Η γιαγιά μου προσπαθεί δειλά να μου χαϊδέψει τα μαλλιά. Πρέπει να είμαι σίγουρα σε τραγική κατάσταση. Μου είναι δύσκολο να σκεφτώ. Οι ιδέες χορεύουν μπερδεμένες μέσα στο κεφάλι μου από το σοκ. Διακρίνω αόριστα τα χείλη της γιαγιάς μου να κινούνται, αλλά δεν μπορώ να ακούσω κανένα ήχο. Και έπειτα, μαύρο σκοτάδι.
Ücretsiz ön izlemeyi tamamladınız.