Kitabı oku: «Αμλέτος», sayfa 10
ΣΚΗΝΗ ΣΤ’
Άλλο Δωμάτιον εις το ΚΑΣΤΕΛΙ
Εισέρχονται ΟΡΑΤΙΟΣ και ΥΠΗΡΕΤΗΣ
ΟΡΑΤΙΟΣ
Αυτοί, 'πού με ζητούσαν, τίνες είναι;
ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Ναύταις,
Κύριε, – λέγουν ότι γράμματα σού φέρνουν.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Ας έλθουν. – [ΥΠΗΡΕΤΗΣ εξέρχεται.
Ασπασμούς από κανένα μέρος
δεν περιμένω, ειμή του Πρίγκιπος Αμλέτου.
Εισέρχονται ΝΑΥΤΑΙΣ
Α’ ΝΑΥΤΗΣ
Κύριε, ο Θεός να σε πολυχρονίση.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Και σε ομοίως.
Α’ ΝΑΥΤΗΣ
Θα με πολυχρονίση, Κύριε, αν το θέλη. Ιδού ένα
γράμμα, Κύριε, διά σε – είναι του απεσταλμένου, οπού
ήταν κινημένος διά την Αγγλίαν, – αν αληθεύη ότι ονο-
μάζεσαι Οράτιος, καθώς μ' επληροφόρησαν.
ΟΡΑΤΙΟΣ
[Αναγινώσκει] Οράτιε, άμα διατρέξης το γράμμα μου,
κάμε ώστε τούτοι οι άνθρωποι να παρουσιασθούν εις τον
Βασιλέα· έχουν γράμματα δι' αυτόν. Δεν είχαμε ζήση
ακόμη δυο ημερόνυκτα εις την θάλασσαν, όταν ένα πει-
ρατικό καράβι καλά αρματωμένο μας εκυνήγησε· επειδή
το καράβι μας δεν ήταν καλοθάλασσο, αναγκασθήκαμε
να ανδρειευθούμε και να πολεμήσωμε· καθώς επιασθή-
καμε, εγώ επήδησα μέσα εις το πειρατικό, κ' ευθύς εκεί-
νοι το εξεκόλλησαν από το δικό μας, κ' εγώ έμεινα μό-
νος εις τα χέρια τους. Αυτοί εφέρθηκαν προς εμέ ως
πειραταί γενναίοι· αλλά ήξευραν τι έκαμναν· εγώ θα
τους ευεργετήσω. Κάμε να λάβη ο Βασιλέας τα γράμ-
ματά μου, και συ τρέξε προς εμέ με όσην σπουδήν ήθελε
φεύγης από τον θάνατον. Έχω να σου προφέρω λόγια
οπού άμα τ' ακούσης θα μείνης άλαλος, και μ' όλον
τούτο είναι πολύ ελαφρά, αν συγκριθούν με το βάρος
της υποθέσεως. Αυτοί οι καλοί άνθρωποι θέλει σε οδη-
γήσουν εκεί οπού είμαι. Ο Ροζενκράς και ο Γυιλδεν-
στέρνης εξακολουθούν το ταξείδι τους διά την Αγγλίαν·
δι' αυτούς έχω πολλά να σου ειπώ. Υγίαινε. Ο γνω-
στός σου φίλος
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ελάτε να σας δείξω πού τα γράμματά σας θα δώσετε, κ' ευθύς να γίνετε οδηγοί μου να εύρωμεν εκείνον 'που σας τα 'χει δώση.
[Εξέρχονται
ΣΚΗΝΗ Ζ'
Άλλο δωμάτιον εις το ΚΑΣΤΕΛΙ
Εισέρχονται ΒΑΣΙΛΕΑΣ και ΛΑΕΡΤΗΣ
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Τώρα (33) η συνείδησίς σου την απόλυσίν μου
χρεωστεί να σφραγίση, και μες την καρδιά σου
να με βάλης ως φίλον, άμα εβεβαιώθης
με τ' αυτιά σου ότι εκείνος, 'πού τον ευγενή σου
πατέρα εφόνευσεν, εμέ να θανατώση
είχε σκοπόν.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Βεβαίως, είναι αποδειγμένο.
Αλλ' ειπέ μου διατί δεν έχεις κατατρέξη
εγκλήματα ως αυτά θανάσιμα και μαύρα,
οπόταν σε ανάγκαζαν η ασφάλειά σου,
η φρόνησις και τόσα πράγματ' αλλ' ακόμη;
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Είχα δυο λόγους μερικούς 'πού δεν μ' αφίναν·
θα σου φανούν ίσως μικροί, και όμως μεγάλο
έχουν δι' εμέ το βάρος· η βασίλισσά μου,
η μητέρα του, ζη και βλέπει με το φως του·
και ως προς εμέ (δεν ξεύρω πώς να τ' ονομάσω
αρετήν μου ή πληγήν), τόσο μ' αυτήν δεμένη
είναι η ζωή μου και η ψυχή, 'πού, καθώς (34) τ' άστρο
δεν κινείται ειμή μέσα εις την δικήν του σφαίραν,
κ' εγώ πνοήν δεν έχω ειμή με την πνοήν της.
Ο άλλος λόγος, 'πού μ' εμπόδιζε ν' ανοίξω
μιαν κρίσιν δημοσίαν, ήταν η μεγάλη
αγάπη, 'πού ο κοινός λαός 'ς εκείνον έχει,
ώστε τα πταίσματά του χρωματίζ' εις τρόπον,
οπού, καθώς το ξύλο (35) η βρύση αλλάζ' εις πέτραν,
ήθελε μετατρέψ' εις χάρες τα δεσμά του (36),
και 'ς την ορμήν του τόσου άνεμου τα ελαφρά μου
ακόντια θα 'σαν λυγιστά και θα εγυρίζαν
'ς το τόξο μου χωρίς να φθάσουν 'ς το σημάδι.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Ένα ευγενή πατέρα ωστόσο εγώ στερούμαι,
έχω μιαν αδελφήν 'ς απελπισμένην θέσιν,
κ' η αρετή της – αν οι έπαινοι εμπορούσαν
εις ό,τι εχάθη να στραφούν – ήταν στημένη
'ς την κορυφήν της γενεάς μας, να προβάλη
με θάρρος εις τον κόσμον την εντέλειάν της.
Αλλ' η εκδίκησις θα έλθη.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Μη διά τούτο
τους ύπνους σου ταράξης· μη πιστεύσης ότι
τόσο είμασθε χοντροί και αναίσθητοι πλασμένοι,
ώστε ν' αφίνωμε (37) απ' τα γένεια να μας πιάνη
ο κίνδυνος, κ' εμείς να τό' χωμε παιγνίδι.
'Σ ολίγο (38) κάτι περισσότερο θ' ακούσης·
τον αγαπούσα τον πατέρα σου, κ' εμένα
τον ίδιον δεν μισώ, και απ' όλ' αυτά, νομίζω,
μπορείς (39) να φαντασθής, —
Εισέρχεται ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ
Τι τρέχει; τι 'ναι νέο;
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ
Γράμματ' απ' τον Αμλέτον, Κύριέ μου· τούτο
διά την Μεγαλειότητά σου και το άλλο
διά την Βασίλισσαν.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Απ' τον Αμλέτον! ποίος
τα 'φερε;
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ
Ναύταις, καθώς μου 'παν, Κύριέ μου·
αλλ' εγώ δεν τους είδα· ο Κλαύδιος τα 'χει λάβη
από τον κομιστήν και τα δωκε 'ς εμένα.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Λαέρτη, θα τ' ακούσης. – Μόνους άφησέ μας.
[Εξέρχεται ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ
[Αναγινώσκει] Υψηλότατε και Κραταιότατε! Μάθε ότι
είμαι βγαλμένος γυμνός εις το βασίλειό σου. Αύριο θα
ζητήσω την άδειαν ν' απαντήσω τους βασιλικούς σου
οφθαλμούς· θα σε παρακαλέσω ταπεινώς ν' ακούσης τα
περιστατικά 'πού έφεραν την έξαφνην και τόσο θαυμα-
στήν επιστροφήν μου.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Τι να σημαίνη τούτο; Επέστρεψαν κ' οι άλλοι;
Μη τάχα υπάρχη δόλος κ' είναι τούτο μύθος;
ΛΑΕΡΤΗΣ
Το χέρι το γνωρίζεις;
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Είναι ο χαρακτήρας
του Αμλέτου· «γυμνός!» κ' εδώ κάτω προσθέτει
«μόνος» – δεν με βοηθείς;
ΛΑΕΡΤΗΣ
Κύριε, τον νουν μου χάνω.
Όμως ας έλθη· τούτ' η άρρωστη καρδιά μου
μέσα ζεσταίνεται, 'πού θα τον ανταμώσω,
και θα του ειπώ· «Συ τούτο μώκαμες».
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Λαέρτη,
εάν (40) το πράγμα τρέχει ως τρέχει, – κ' είναι ακόμη
αμφιβολία; – στέργεις οδηγόν να μ' έχης;
ΛΑΕΡΤΗΣ
Ναι, Κύριέ μου, αρκεί να μη με οδηγήσης
εις την ειρήνην.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
'Σ την ειρήνην της ψυχής σου.
Αν εγύρισε τώρα και απεστράφη τούτο
τα ταξείδι, ουδέ θέλει να το κάμη πλέον,
θε να τον σπρώξω εγώ να επιχειρήση αγώνα
κάποιον, 'πού ωρίμασεν ο νους μου, και όπου θαύρη
τον εξολοθρευμόν του αφεύκτως, και ουδέ χείλος
γογγυσμόν θε να βγάλη διά τον θάνατόν του,
και το μηχάνημα ποσώς δεν θα νοήση
μήτε η μητέρα, και θα ειπή πώς πταί' η Τύχη.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Με ζήλον θα σ' ακολουθήσω, Κύριέ μου,
αν να οργανίσης ημπορούσες όλα εις τρόπον
ώστε να γίν' ο εκτελεστής εγώ.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Το πράγμα
συντρέχει θαυμαστά! Εις τον καιρόν 'πού ήσουν
'ς την ξενιτειά, πολλαίς φοραίς έγινε λόγος
'ς τον Αμλέτον εμπρός δι' ένα χάρισμά σου,
'πού εξόχως, λέγουν, σε στολίζει· και αυτό μόνο
τον φθόνον του εκινούσεν, όσο δεν μπορούσαν
όλα σου τ' άλλα προτερήματα ενωμένα,
αν κ' είναι, ως εγώ κρίνω, το μικρότερό σου.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Τι πράγμα, Κύριε;
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
'Σ της νεότητος τον σκούφον
απλό γαϊτάνι, και όμως χρήσιμο στολίδι·
ότ' η φαιδρή και αμελημένη ενδυμασία
'πού η νεότης φορεί, την χάριν της αυξαίνει,
καθώς η γούνα και τα μαύρα ρούχα δίδουν
υγείαν κ' ήθος σοβαρό του ωρίμου ανθρώπου.
Είναι δυο μήνες, κάποιος εδώ πέρα ευρέθη
ευγενής Νορμανδός· – εγώ τους Γάλλους είδα
κ' εναντίον τους έχω υπηρετήση· ξεύρω
πόσο λαμπρά 'ς τ' άλογο στέκουν· αλλ' ο νέος
πως είχε μαγικά θαρρούσες· φυτεμένος
'ς την σέλλαν έδειχνεν αυτός, και το γενναίο
τετράποδον εις τόσα θαυμαστά και ωραία
κινήματα ωδηγούσε, οπού τα δυο κορμιά τους
και η δυο ψυχαίς ακόμη εφαίνοντο ενωμένα,
και όσα παιγνίδια και μορφαίς και αν ημπορούσε
να πλάση ο νους μου, εμέναν όλα οπίσω απ' ό,τι
εκατόρθον' εκείνος.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Νορμανδός δεν ήταν;
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Ναι, Νορμανδός.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Είναι ο Λαμόνδος, 'ς την ζωήν μου!
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Μάλιστ', αυτός.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Καλά τον ξεύρω, και τωόντι
εις το γένος του λάμπει ως πρώτος μαργαρίτης.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Την αξιότητά σου ωμολογούσε εις όλους·
και 'ς την περιγραφήν της τέχνης, οπού εξέχεις,
της οπλασκίας, κ' εξαιρέτως του σπαθιού σου,
εκήρυττε πως θαύμα το 'χε να ημπορούσε
άλλος με σε να συγκριθή· κ' έκαμνεν όρκον
'πού, αντίπαλον αν σ' είχαν, ως και οι ξιφομάχοι
του γένους του θα έχαναν όσην τέχνην έχουν
εις την ορμήν, εις την προφύλαξιν, 'ς το μάτι.
Τούτ' η περιγραφή του, Κύριε, τον Αμλέτον
έκαυσε τόσο με του φθόνου το φαρμάκι,
ώστ' άλλο δεν παρακαλούσε ειμή να φθάσης
πάλιν εδώ κ' ευθύς να μετρηθή με σένα.
Τώρα με τούτο —
ΛΑΕΡΤΗΣ
Τι με τούτο, Κύριέ μου;
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Είχες αγάπην, ω Λαέρτη, του πατρός σου;
ή μήπως είναι μόνον λύπης ζωγραφιά,
θωριά χωρίς καρδιά;
ΛΑΕΡΤΗΣ
Τι το ερωτάς;
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Δεν λέγω
πως του πατρός σου αγάπην συ δεν είχες· όμως
γνωρίζω πως με τον καιρόν (41) γεννάτ' η αγάπη,
και πάλιν βλέπω τον καιρόν να μετριάζη
του αισθήματος το πυρ εις την δοκιμασίαν.
Αυτού 'ς την φλόγα της αγάπης μέσα υπάρχει
κάτι ωσάν φτίλ' ή ωσάν στουππί, που την χωνεύει·
πράγμα 'ς την ίδιαν στάσιν του καλού δεν μένει,
διότι το καλό, 'ς την κορυφήν του αν φθάση,
απ' την υπερβολήν του πρέπει ν' αποθάνη.
Ό,τι να πράξης θέλεις πρέπει να το πράξης
όταν το θέλης· ότι αυτό το «θέλω» πάσχει
μεταλλαγαίς, αναβολαίς κ' εμπόδια τόσα,
όσα 'ναι χείλη, χέρια και συμβάντα εμπρός του·
ώστ' εκείνο το «πρέπει» στεναγμόν (42) ομοιάζει,
'πού με τα ανάσαμά του βλάπτει· αλλά 'ς την ρίζαν
της πληγής μας· ο Αμλέτος, βλέπεις, επανήλθε·
συ τι θα επιχειρούσες διά να δείξης, όχι
με λόγια, μ' έργα, 'πού 'σαι του πατρός σου γόνος;
ΛΑΕΡΤΗΣ
Μες τ' Άγιο Βήμα να τον σφάξω.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Ναι, τωόντι,
τόπος, ουδ' ιερός, δεν πρέπει να φυλάξη
δολοφόνον· να έχ' η εκδίκησις δεν πρέπει
περιορισμόν· αλλ' αν, Λαέρτη, αυτό θα κάμης,
πρέπει κλειστός να μείνης 'ς το δωμάτιόν σου.
Ο Αμλέτος άμα φθάση θέλει μάθη ότ' είσαι
εις την πατρίδα· ωστόσο εμείς θα βάλωμ' άλλους
να σε υπερεπαινούν και στίλβωμα να δίδουν
διπλό 'ς την φήμην, οπού ο Γάλλος σώχει κάμη·
θέλει σας φέρουν 'ς τον αγώνα· θέλει βάλουν
στοιχήματα, και αυτός, αστόχαστος, γενναίος,
οπού ποσώς δεν βάζει δόλον εις τον νουν του,
δεν θα εξετάση τα σπαθιά, και συ με τέχνην
έν' ακούμπωτο παίρνεις, κ' έπειτα 'ς την μάχην
μ' εκείνο τον περνάς, εκδίκησιν να λάβης
διά τον πατέρα σου.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Θα γίνη, και διά τούτο
θ' αλείψω το σπαθί μου· αγορασμένην έχω
από αγύρτην αλοιφήν θανατηφόρον,
ώστε κοπίδα 'πού 'ς αυτήν βουτήση μόλις,
αν ένα μέρος αιματώση δεν υπάρχει
κατάπλασμα εκλεκτό πλασμένο απ' όσα τρέφει
βότανα το φεγγάρι, να ημπορή να σώση
από τον θάνατον το σώμα, 'πού εχαράχθη
καν ελαφρά. Κ' εγώ μ' εκείνην την πανούκλαν
θα χρίσω το σπαθί μου, και άμεσον θα φέρη
τον θάνατον, και αν μόνον ξώδερμα τον πάρω.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Το πράγμα πρέπει να εξετάσωμεν ακόμη·
να ιδούμε ποιος αρμόζει τρόπος 'ς τον σκοπόν μας,
ποια μέσα, ποιος καιρός· αν τούτο θ' αποτύχη
κ' η εκτέλεσις κακή το σχέδιο μας προδώση,
κάλλιο αρχή να μη γίνη· και δι' αυτόν τον λόγον
το στρατήγημα τούτο πρέπει να 'χη οπίσω
δεύτερο 'πού να στέκη ολόρθο, αν ξεθυμάνη
το πρώτο μες την δοκιμήν. – Γειά! στάσου – αγάλι!
στοίχημα επίσημο 'ς την τέχνην σας επάνω
θα κηρύξωμ' εμείς· – το ηύρα! – μες την ώραν
οπού ζεστοί, φρυγμένοι θα 'σθε απ' τον αγώνα
(κ' επίτηδες γοργά συ θα κινής τα ξίφος),
και αυτός να πιή ζητήση, θα' χω ετοιμασμένο
ποτήρι, οπού, και αν τύχη την φαρμακωμένην
κεντιά σου να ξεφύγη αυτός, αρκεί να πάρη
μιαν ρουφησιά κ' επίτυχε ο σκοπός μας. – Στάσου!
Τι θόρυβος;
Έρχεται ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Βασίλισσά μου, τι συμβαίνει;
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Μια συμφορά πατεί κατάφτερνα την άλλην,
τόσο έρχονται γοργά. – Λαέρτ', η αδελφή σου
επνίγη.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Επνίγη! Ω! πού;
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
'Σ ένα ρυάκι επάνω
ιτιά γυρμένη τα χλωμά της φύλλα δείχνει
μες τον καθρέφτην του νερού 'πού αγάλι ρέει·
έφερε η κόρη αυτού φανταστικά στεφάνια
από τσουκνίδαις, χρυσολούλουδα και κρίνα,
και από τα κόκκιν' άνθη, 'πού οι βοσκοί διακρίνουν
μ' επίθετο χοντρό, και 'πού η ψυχραίς παρθέναις
τα λέγουν δάκτυλα νεκρών· και ως προσπαθούσε
αυτού σκαρφαλωμένη τα πλεκτά της άνθη
'ς τα κλωνάρια, 'πού έκλιναν, να κρεμάση, εκόπη
έν' άσπλαχνο κλαδί, και αυτή με τα χλωρά της
τρόπαια πέφτει 'ς το ποτάμι οπού την κλαίει.
Το απλομένο φόρεμά της την βαστούσε
επάν' ως νύμφην του νερού, κ' εκείνη ωστόσο
άσματα παλαιά κομμένα ετραγουδούσε,
ως αίσθησιν της συμφοράς της να μην είχε,
ή ωσάν πλάσμα εκ γενετής του μαθημένο
'ς εκείνο το στοιχείον· αλλ' αγάλι, αγάλι
ποτισμένα βάρυναν τα φορέματά της,
και την δυστυχισμένην κόρην κάτω εσύραν
απ' το γλυκό της άσμα εις βουρκωμένο μνήμα.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Αλοίμονον! λοιπόν επνίγη;
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Επνίγη, επνίγη.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Τόσον έχεις νερό, καϋμένη μου Οφηλία,
ώστε τα δάκρυα μου να ρεύσουν δεν θ' αφήσω
Όμως η φύσις θέλει το δικαίωμά της,
κ' η εντροπή δεν ημπορεί να την κρατήση·
με τούτ', άμα στερέψουν, θέλει φύγη ό,τ' είναι
γυναίκει' αδυναμία. Κύριέ μου, χαίρε·
γλώσσαν είχα πυρός, 'πού ν' αναδώση φλόγα
ήθελε, αλλά την πνίγει τούτ' (43) η ανοησία.
[Εξέρχεται.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Γελτρούδη μου, κατόπιν ας του πάμε· πόσο
είχα κοπιάση να ημερώσω την οργήν του!
Τώρα φοβούμαι μήπως την ξυπνήση τούτη
η αφορμή· λοιπόν κατόπιν ας του πάμε. [Εξέρχονται.
ΠΡΑΞΙΣ ΠΕΜΠΤΗ
ΣΚΗΝΗ Α'
ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΟ. Εισέρχονται δύο ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΑΙΣ
με δίκοπαις κλ.
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Γίνεται να δοθή χριστιανική ταφή εκείνης, οπού θελη-
ματικώς ηθέλησε να σωθή; (1)
Β’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Γίνεται, σου λέγω· σκάψε της λοιπόν ογλήγορα τον λάκ-
κον· ο βασιλικός κριτής εκάθισε να την κρίνη κ' ευρίσκει
ότι τούτος ο ενταφιασμός είναι χριστιανικός.
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Πώς γίνεται αυτό; εκτός αν αυτή επήγε να πνιγή διά
να υπερασπίση τον εαυτόν της.
Β’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Έλα τώρα, αυτό ηύραν.
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Πρέπει εξ ανάγκης να ήταν εις θέσιν προσβολής του
εαυτού της, – διαφορετικά δεν γίνεται· διότι ιδού πώς
στέκει το πράγμα· αν εγώ 'ξάργου πηγαίνω να πνιγώ,
τούτο αποδείχνει μίαν πράξιν, και η πράξις (2) έχει κλάδους
τρεις· πράξιν, ενέργειαν, εκτέλεσιν· αραγούν αυτή 'ξάργου
επήγε να πνιγή.
Β’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Καλά, μόν' άκουσε, αγαθέ μου σκαφτιά.
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Άσε με να ομιλήσω· εδώ είναι το νερό· εξαίρετα· εδώ
στέκει ο άνθρωπος· εξαίρετα· αν ο άνθρωπος πηγαίνη προς
τούτο το νερό και πνιγή, τούτο πάει να ειπή ότι, θέλει δεν
θέλει, επήγε· αυτό να σημειώσης· αλλ' αν το νερό πηγαίνη
προς αυτόν και τον πνίξη, τότε δεν πνίγει αυτός τον εαυ-
τον του· αραγούν οποίος δεν είναι πταίστης διά τον θάνα-
τον του, εκείνος δεν συντομεύει την ζωήν του.
Β’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Αλλ' αυτός είναι ο νόμος;
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Βεβαιότατα, είναι του βασιλικού κριτού ο νόμος.
Β’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Θέλεις να πιάσης την αλήθειαν; Αν αυτή δεν ήταν αρ-
χοντοπούλα, θα την έθαπταν έξω από τον τόπον των Χρι-
στιανών.
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Ναι, τώρα ωμίλησες σωστά· και είναι τωόντι αμαρτία,
οι τρανοί εις τούτον τον κόσμον να έχουν θάρρος να πνί-
γωνται και να κρεμιώνται, περισσότερο παρά οι εις Χρι-
στόν αδελφοί των. – Κόπιασε, δίκοπή μου. Άλλοι άρ-
χοντες αρχαίοι δεν είναι παρά οι κηπουροί, οι σκαφτιάδες
και οι νεκροθάπταις· κρατούν ακόμη την επιστήμην του
Αδάμ.
Β’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Ήταν άρχοντας ο Αδάμ;
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Ήταν ο πρώτος οπού εφόρεσεν άρματα.
Β’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Καλέ, δεν είχε άρματα.
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Τι; είσαι αβάπτιστος; Πώς εννοείς την Αγίαν Γραφήν;
η Αγία Γραφή μας λέγει «ο Αδάμ έσκαπτε»· χωρίς άρ-
ματα ημπορούσε να σκάπτη; Θα σου βάλω και ένα άλλο
ζήτημα· εάν δεν μου δώσης σωστήν απόκρισιν, τότε εξο-
μολογήσου (3) πρώτα και —
Β’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Λέγε λοιπόν.
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Ποίος είναι εκείνος οπού οικοδομεί στερεώτερα και από
τον κτίστην, και από τον ναυπηγόν και από τον ξυλουργόν;
Β’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Ο κρεμαλοφτειάστης· διότι εκείν' η οικοδομή, και χι-
λιάδαις ανθρώπους αν φιλοξενήση, όλους τους τρώγει.
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Μα την πίστιν μου, το πνεύμα σου μ' αρέσει· καλή
είναι η κρεμάλα· αλλά πώς καλή; καλή δι' αυτούς οπού
κάμνουν το κακό· τώρα συ κάμνεις κακά να λέγης ότι η
κρεμάλα είναι κτίσμα στερεώτερο από την εκκλησίαν· αρα-
γούν η κρεμάλα είναι καλή διά σε. Εις το προκείμενο πάλι·
εμπρός.
Β’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
«Ποίος (4) είναι εκείνος οπού οικοδομεί στερεώτερα και
από τον κτίστην, και από τον ναυπηγόν και από τον ξυ-
λουργόν;»
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Έλα, ειπέ μου αυτό, και κατόπι (5) λύσε το ζευγάρι σου.
Β’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Μα τον Θεόν, τώρα το εύρηκα.
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Εμπρός λοιπόν.
Β’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Μα το βάπτισμα, δεν το εύρηκα· μου έφυγε.
Εισέρχονται ΑΜΛΕΤΟΣ και ΟΡΑΤΙΟΣ εις απόστασιν.
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Μη στραγγίζης περισσότερο το μυαλό σου μ' αυτό· τ'
οκνό σου γαϊδούρι, όσο και αν το ξυλοκοπάς, δεν αλλάζει
το πάτημά του και αν σε ξαναερωτήση κανείς, αποκρίσου·
ο νεκροθάπτης· τα σπίτια οπού κατασκευάζει εκείνος κρα-
τούν έως την ημέραν της Κρίσεως. Έλα πήγαινε εις το
καπηλειό και φέρε μου ένα γυαλί ρακή.
[Εξέρχεται Β' ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
[Σκάπτει και τραγουδά]
Ω πόσον ήταν ιλαρός (6) της νειότης μου ο καλός καιρός, οπ' αγαπούσα! Με την αγάπην 'ς την ψυχήν, με την αγάπην μοναχήν, γλυκοπερνούσα.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Δεν έχει αυτός ο άνθρωπος αίσθησιν απ' ό,τι κάμνει, και
τραγουδά ενώ σκάπτει τάφον;
ΟΡΑΤΙΟΣ
Τόσο εσυνήθισε ώστε αυτή η εργασία του έγινε φυσική
και εύκολη.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Αυτό είναι· το χέρι (7) όσο ολιγώτερο εργάζεται τόσο
τρυφερώτερα αισθάνεται.
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ [Τραγουδά] Αλλά με κλεφτοπάτημα, τρεκλίζοντας οπίσω, το γήρας αχ! μ' επρόφθασε χωρίς να το νοήσω, μ' άρπαξε από τον κούτικα με τα παληονυχά του και 'ς το καράβι μ' έρριξε 'πού είναι του θανάτου.
[Ρίχνει έξω ένα κρανίον]
ΑΜΛΕΤΟΣ
Εκείνο το καύκαλο μια φορά είχε γλώσσαν μέσα του,
και ημπορούσε να τραγουδά· κύττα πώς εκείνος ο κακούρ-
γος το πετά κατά γης ως να ήταν το σαγονοκόκκαλο του
Κάιν, οπού έκαμε τον πρώτον φόνον! Ίσως ενδέχεται να
ήταν η κεφαλή κανενός διπλωμάτη, και τούτος ο γάιδαρος
τώρα τον καταδυναστεύει, – ανθρώπου ικανού να περι-
πλέξη και τον Θεόν, – δεν ενδέχεται;
ΟΡΑΤΙΟΣ
Ενδέχεται, Κύριέ μου.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ή κανενός αυλικού, οπού εσυνηθούσε να λέγη· «Καλή
σας ημέρα, γλυκέ μου Κύριε! Πώς είσθε, αγαθέ μου Κύ-
ριε;» Τούτος ενδέχεται να ήταν ο Κύριος Δείνα, οπού
επαινούσε τα πουλάρι του Κυρίου Δείνα, ενώ είχε σκοπόν
να το ζητήση· δεν ενδέχεται;
ΟΡΑΤΙΟΣ
Μάλιστα, Κύριέ μου.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ακριβώς αυτό· και τώρα είναι της Κυράς Σκουλήκας,
άσαρκος, και κτυπημένα τα κατακλείδια του από την δί-
κοπην ενός νεκροθάπτη! Ε! ωραίο αναποδογύρισμα οπού
συμβαίνει εδώ, αν είχαμε μάτια να το βλέπωμε! Τόσο
ολίγο άξιζαν να μορφωθούν τούτα τα κόκκαλα, ώστε να
μη χρησιμεύουν εις άλλο ειμή να (8) παίζουν με αυτά ταις
αμάδαις; Μου πονούν τα δικά μου, ενώ το συλλογίζομαι.
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ [Τραγουδά] Φτυάρια, δουλεύτε, και τσαπιά, για τον σαβανωμένον· την γην ανοίξετε βαθυά· τον σκότους είναι η κατοικιά καλή για τέτοιον ξένον.
[Ρίχνει ένα άλλο κρανίον]
ΑΜΛΕΤΟΣ
Εδώ έχομε ένα άλλο· διατί αυτό να μην είναι το καύ-
καλο ενός δικηγόρου; Πού είναι τώρα η ακριβολογίαις του,
η λεπτολογίαις του, τα προηγούμενά του, τα κατοχικά
του ζητήματα και τα σοφίσματά του; Πώς υποφέρει τώρα
να του κοπανίζη το κεφάλι τούτος ο κακούργος μ' ένα βρώ-
μιο φτυάρι, και δεν του κάμνει μήνυσιν διά σωματικά
τραύματα; Ουφ! Τούτος πάλιν ήταν ίσως εις τον καιρόν
του αγοραστής πολλής γης, με τα προκαταρκτικά έγγραφά
του, με τα ομόλογά του, με τα αποξενωτικά δικαιόγραφά
του, με ταις διπλαίς ασφάλειαίς του, με ταις εξαγοραίς
του· τούτ' είναι η αποξένωσις των αποξενώσεων του, η εξα-
γορά των εξαγορών του, το εκλεκτό του καύκαλο να φιλο-
ξενή ξένην εκλεκτήν βρώμα; η ασφάλειαίς του, και δι-
πλαίς μάλιστα, δεν του ασφαλίζουν, απ' όλα του τα απο-
κτήματα, διάστημα γης κάτι μεγαλήτερο από το μάκρος
και τα πλάτος μιας διπλογραφημένης συμφωνίας; Τα κτη-
ματικά του δικαιόγραφα μόλις θα εχωρούσαν μέσα εις τούτο
το κιβώτιον, και ο ιδιοκτήτης δεν έπρεπε να πιάνη αυτός
κάτι περισσότερον τόπον; Α!
ΟΡΑΤΙΟΣ
Ουδέ ένα ιώτα περισσότερο, Κύριέ μου.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Η περγαμηνή δεν γίνεται από τραγοτόμαρο;
ΟΡΑΤΙΟΣ
Μάλιστα, Κύριέ μου, και από βωδοτόμαρο ακόμη.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ειπέ ότι είναι τράγοι και βώδια όσοι νομίζουν πως με
αυτήν ασφαλίζονται. – Θα ομιλήσω αυτού του ανθρώ-
που. – Τίνος είναι ο τάφος, άνθρωπε;
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Δικός μου, Κύριε.
[Τραγουδά] Την γην ανοίξετε βαθυά·
του σκότους είναι, η κατοικιά
καλή για τέτοιον ξένον.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Πραγματικώς δικός σου είναι, όσο στέκεσαι αυτού μέσα.
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Συ στέκεσ' έξω, Κύριε, και επομένως δεν είναι δικός
σου· εγώ στέκομαι μέσα, και, μ' όλον ότι δεν κείτομαι δί-
πλα, όμως είναι δικός μου.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Αν δεν κείτεσαι δίπλα, όμως διπλά ομιλείς, όταν λέ-
γης ότι είναι δικός σου, αλλ' όχι διότι τώρα στέκεσαι μέσα·
αυτά είναι διά τους απεθαμένους, όχι διά τους ζωντανούς·
άρα είπες ψέμα.
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Και ψέμα ζωντανό τόσο 'πού από εμέ πετά να εύρη σε.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ποίου τον λάκκον σκάπτεις;
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Κανενός, Κύριε.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ποίας λοιπόν;
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Κανενός και καμμίας.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ποίος θα ενταφιασθή λοιπόν;
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Ένα τι οπού ήταν γυναίκα, Κύριέ μου, αλλά – ο Θεός
να αναπαύση την ψυχήν της – απέθανε.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Είδες ο κατεργάρης πώς σου σχίζει την τρίχα! πρέπει
να ομιλούμε με το νυ και με το σίγμα, ειδεμή μας ξεκά-
μνουν με την αμφιλογίαν. Οράτιε, μα τον Θεόν, το έχω
παρατηρήση, εις αυτά τα τρία ύστερα χρόνια, ο κόσμος
ετροχίσθη τόσον ώστε ο χωρικός πατεί την πτέρναν του
αυλικού, και του γδέρνει την χιονίστραν. – Πόσον καιρόν
έχεις νεκροθάπτης;
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Απ' όσαις ημέραις έχει ο χρόνος, εμπήκα εις αυτήν την
τέχνην την ημέραν οπού ο μακαρίτης βασιλέας Αμλέτος
ενίκησε τον Φορτιμπράς.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Πόσος καιρός είναι από τότε;
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Δεν το συμπεραίνεις; και ένας μωρός ημπορεί να το
συμπεράνη· είναι σωστά σωστά η ημέρα οπού εγεννήθη
ο Αμλέτος ο νέος, αυτός οπού ετρελλάθη και τον έστει-
λαν εις την Αγγλίαν.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Ε! καλό. Και διατί τον έστειλαν εις την Αγγλίαν;
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Διότι ήταν τρελλός· εκεί θα έλθη εις τα λογικά του,
κ' εάν δεν έλθη εις τα λογικά του, ολίγο το κακό εκεί.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Διατί;
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Εκεί δεν του φαίνεται· εκεί όλοι οι άνθρωποι είναι τρελ-
λοί καθώς είναι αυτός.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Πώς του συνέβη να τρελλαθή;
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Με τρόπον πολύ παράδοξον, ως λέγουν.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Πώς «παράδοξον;»
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Ωιμένα! με το να χάση τα λογικά του.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Και πόθεν έλαβε αρχήν;
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Από εδώ, από την Δανίαν. Έχω τριάντα χρόνους νε-
κροθάπτης, πρώτα κοπέλι, μάστορας κατόπι.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Πόσον καιρόν θέλει ο άνθρωπος μέσα εις το χώμα διά
να σαπή;
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Μα την αλήθειαν, αν δεν είναι σάπιος πριν αποθάνη (κα-
θώς μας έτυχαν αυταίς ταις ημέραις κάμποσα μολυσμένα
κουφάρια, οπού σωριάζονται όσο να ενταφιασθούν), ημπορεί
να μείνη άλυτος οκτώ χρόνους ή και εννέα· ο τομαράς σού
μένει εννέα.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Διατί αυτός περισσότερο;
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Διότι, Κύριέ μου, τα δέρμα του είναι τόσο εργασμένο
από την τέχνην του, ώστε σου διώχνει το νερό διά πολύν
καιρόν, και το νερό, ηξεύρεις, είναι φοβερός καταλύτης του
βρωμερού κορμιού μας. Ιδού, πάλι ένα καύκαλο εδώ· τούτο
το καύκαλο έμεινε από κάτω από την γην εικοσιτρία χρόνια.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Τίνος ήταν;
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Ήταν ενός… υιού! Τι θεότρελλος ήταν! Τον μαν-
τεύεις;
ΑΜΛΕΤΟΣ
Όχι, δεν τον μαντεύω.
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
'Πού να τον θερίση η πανούκλα! τον παλαβόν, τον κα-
κούργον! Μια φορά μου έσπασε ένα φλασκί κρασί του Ρή-
νου εις το κεφάλι! Τούτο το ίδιο καύκαλο, Κύριε, ήταν
του Τόρικ το καύκαλο, του γελωτοποιού του Βασιλέως.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Τούτο;
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ
Αυτό, αυτό.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Άφησε να ιδώ. [Πέρνει το κρανίον] – Ωιμέ! καϋμένε Τό-
ρικ! Τον εγνώρισα, Οράτιε· τι πνεύμα απέραντο εις το με-
τώρισμα! τι εκλεκτή φαντασία! Μ' έχει σηκώση εις τους
ώμους του αμέτρηταις φοραίς, και τώρα εκείνο, ω! πόσο
το αποστρέφεται το πνεύμα μου! μου βάζει το στομάχι
άνω κάτω. Εδώ (9) εκρεμιώνταν εκείνα τα χείλη, οπού δεν
ηξεύρω πόσαις φοραίς τα έχω φιλήση. Πού είναι τώρα τα
νοστιμόλογά σου; τα πηδήματά σου; τα τραγούδια σου
που η αστραψιαίς της ιλαρότητός σου, οπού κάθε φορά εις
το τραπέζι ετρικύμιζαν όλην την συντροφιά των καλεσμέ-
νων; Απ' όλα εκείνα δεν σου μένει ουδέ ένα διά να ανα-
παίξης τώρα αυτό σου το πικρόγελο; ξεμαγούλωτος τε-
λείως; – Πηγαίνετε τώρα εις την κάμαραν της σεβαστής
μου κυράς και ειπέτε της να βάφεται με ένα δάκτυλο φτεια-
σίδι, και πάλιν τέτοια θα καταντήση η θωριά της· κάμε
την να γελάση με τούτο. – Οράτιε, παρακαλώ σε, ειπέ
μου ένα πράγμα.
ΟΡΑΤΙΟΣ
Τι, Κύριέ μου;
ΑΜΛΕΤΟΣ
Στοχάζεσαι ότι τέτοιος εφαίνετο και ο Αλέξανδρος μέσα
εις την γην;
ΟΡΑΤΙΟΣ
Τέτοιος.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Και να εμυρίζ' έτσι; Πα! [Βάζει κάτω το κρανίον]
ΟΡΑΤΙΟΣ
Έτσι, Κύριέ μου.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Εις πόσα αχρεία πράγματα συμβαίνει να χρησιμεύσωμε,
Οράτιε! Διατί τάχα δεν θα ήταν συγχωρημένο της φαν-
τασίας να αναζητήση την εξαισίαν σκόνην του Αλεξάνδρου
έως να την εύρη να στουμπόνη κάποιο βαρέλι;
ΟΡΑΤΙΟΣ
Να εξετάζωμε τα πράγματα κατ' αυτόν τον τρόπον θα
ήταν σπρωγμένη ακριβολογία.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Καθόλου, σε βεβαιόνω· ημπορούμε χωρίς καμμίαν υπερ-
βολήν να τον ακολουθήσωμε, και με πολλήν ομοιαλήθειαν
να τον φέρωμε έως αυτού· λόγου χάριν, ο Αλέξανδρος
απέθανε, ο Αλέξανδρος ετάφη, ο Αλέξανδρος εξαναγίνηκε
σκόνη· η σκόνη είναι χώμα, από το χώμα γίνεται ο πη-
λός· και διατί με αυτόν τον πηλόν, όπου εκείνος εκατάν-
τησε, δεν ημπορούν να σφαλίσουν μίαν κρασοβαρέλαν;
Καίσαρ ο κοσμοκράτορας, νεκρός και χώμα καμωμένος, εις κάποιαν τρύπαν έτυχε ως φραγμός του ανέμου διωρισμένος· θαύμα! ο πηλός εκείνος, 'πού την γην είχε κατατρομάξη, τοίχον, ιδέ, σου χρίζει απ' τον Βορειά τους άλλους να φυλάξη.
Πλην στάσου! στάσου! παραμέρισε! Δεν βλέπεις;
ο Βασιλέας, η Βασίλισσα και όλοι
Εισέρχονται ΙΕΡΕΙΣ οπού προπορεύονται με το λείψανο της
ΟΦΗΛΙΑΣ, ακολουθούν ΛΑΕΡΤΗΣ και ΛΥΠΗΜΕΝΟΙ· ΒΑΣΙΛΕΑΣ
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ με την συνοδίαν των.
έρχοντ' οι Αυλικοί! Ποιόν τάχα συνοδεύουν με τέτοιο ξόδι κολοβό; Τούτο σημαίνει ότι με χέρι απελπισμένο εις την ζωήν του τέλος έδωκε αυτός, 'πού φέρουν εις τον τάφον· θα ήταν και από γένος· ας σταθούμε οπίσω εδώ να ιδούμε. [Αποσύρεται με τον Οράτιον.]
ΛΑΕΡΤΗΣ
Τελετή δεν γίνετ' άλλη;
ΑΜΛΕΤΟΣ
Αυτός είναι ο Λαέρτης· ευγενής ο νέος!
Πρόσεχε τώρα.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Τελετή δεν γίνετ' άλλη;
Α’ ΙΕΡΕΑΣ
Έκτασις, όση μας εσυγχωρείτο, εδόθη
εις τον ενταφιασμόν της· ύποπτος εφάνη
ο θάνατός της· και αν ανώτερη εξουσία
'ς τον ιερόν μας νόμον δεν μεσολαβούσε,
απ' τ' άγια χώματα μακράν θα κατοικούσε
ως 'πού να ηχήση της δευτέρας παρουσίας
η σάλπιγγα· και αντί των ευσεβών ευχών μας,
επάνω της θα ερρίχναν τρίψαλα και πέτραις·
αλλ' εδώ δεν της λείψαν μήτε τα στεφάνια
της παρθενίας, μήτε τ' άνθη οπού σκορπίζουν
'ς ταις κορασίδαις, μήτε η νεκρική καμπάνα.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Δεν μένει τίποτ' άλλο;
Α’ ΙΕΡΕΑΣ
Τίποτ άλλο· ασέβεια
προς την νεκρώσιμην θα ήτο ακολουθίαν
δι' αυτήν το α ν ά π α υ σ ο ν τ η ν δ ο ύ λ η ν σου να
[ειπούμε,
ωσάν διά ταις ψυχαίς εκείνων 'πού εν ειρήνη
ετελειώσαν.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Θέσετε την εις το χώμα,
και γιούλια (10) να βλαστήσουν, αχ! από τ' ωραίο
και αμόλυντό της σώμα! Και συ, ρασοφόρε
σκληρόκαρδε, να μάθης ότ' η αδελφή μου
άγγελος λειτουργός του Υψίστου θα καθίζη,
ενώ συ θα κυλιέσαι και θα ουρλιάζης.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Θε μου!
η εύμορφη Οφηλία;
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ [Ρίχνει άνθη]
Τα χαριτωμένα
εις την χαριτωμένην! Χαιρετώ σε! Ελπίδα
είχα του Αμλέτου μου γυναίκα να σε κάμω·
την νυμφικήν σου κλίνην έλεγα να στρώσω,
γλυκειά παρθένα, και όχι την ταφήν σου μ' άνθη
εγώ να ράνω.
ΛΑΕΡΤΗΣ
Οργή τετράδιπλη να πέση
εις την κατηραμένην κεφαλήν του ανθρώπου,
που απ' το λαμπρό σου πνεύμα σ' έχει αποστερήση,
ο κακούργος! – Το χώμα ολίγο αυτού κρατείτε,
[Πηδά μέσα εις τον τάφον]
ως 'πού 'ς την αγκαλιά μου να την κλείσω ακόμη μία φορά! Σωρεύτε χώμα τώρα επάνω 'ς τον ζωντανόν και 'ς την απεθαμένην, όσον απ' το σιάδι τούτο να μορφώσετ' όρος, 'πού με την κορυφήν του να υπερβή το αρχαίον Πήλιον ή την γαλάζιαν κεφαλήν του Ολύμπου.
ΑΜΛΕΤΟΣ [Προχωρεί]
Ποιος είναι αυτός, οπού την θλίψιν του προφέρει
με τόσην έμφασιν, οπού του πόνου η γλώσσα
ξορκίζει τα πλανώμεν' άστρα και τα βιάζει
εκστατικά να στέκουν και ν' ακούν; Εκείνος (11)
εγώ 'μαι, Αμλέτος ο Δανός. [Πηδά μέσα' ς τον τάφον]
ΛΑΕΡΤΗΣ
Την μιαρήν σου
ψυχήν να πάρη ο Πειρασμός. [Πιάνονται]
ΑΜΛΕΤΟΣ
Δεν (12) είναι τούτη
ευχή καλή. Παρακαλώ, τα δάκτυλά σου
μάκρυνε απ' τον λαιμόν μου· αν κ' εγώ δεν είμαι
αράθυμος και προπετής, αλλ' όμως κάτι
επικίνδυνον έχω, 'πού σε συμβουλεύω,
αν είσαι συνετός, να το φοβήσαι. Κάτω
το χέρι σου!
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Χωρίστε τους.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Αμλέτε, Αμλέτε!
ΟΛΟΙ
Ω Κύριοί μου, —
ΟΡΑΤΙΟΣ
Κύριέ μου, να ησυχάσης.
[Οι ΑΚΟΛΟΥΘΟΙ τους χωρίζουν και αυτοί εξέρχονται από τον τάφον]
ΑΜΛΕΤΟΣ
Και πώς; εις τούτον τον αγώνα θα παλαίσω
εγώ μ' αυτόν όσο κινώ τα βλέφαρά μου.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Ποιον αγώνα, παιδί μου;
ΑΜΛΕΤΟΣ
Εγώ την Οφηλίαν
αγαπούσα· χιλιάδες αδελφοί σαράντα
δεν θα ημπορέσουν, και αν ενώσουν της αγάπης
όλο τους τ' άθροισμα, να φθάσουν 'ς το δικό μου.
Τι θα κάμης δι' αυτήν;
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Τρελλός είναι, Λαέρτη.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Συγχώρεσέ τον, προς Θεού.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Θα την ιδούμε!
Δείξε μου τι θέλεις να κάμης; θε να κλάψης;
θα πολεμήσης, θα νηστεύσης; θα ξεσκλήσης
το σώμα σου; θα πιής χολήν; θα φάγης έναν
κροκόδειλον; Τα κάμνω εγώ· να κλαίης ήλθες,
'ς τον τάφον της να πέσης διά να μ' ονειδίσης;
Θάψου μαζί της, μην αργής, κ' εγώ κοντά σας·
και αν για βουνά φλυαρείς, επάνω μας ας ρίξουν
στρέμματα εκατομμύρια γης, ως 'πού η ταφή μας
την κορυφήν της 'ς την καυτήν (13) ζώνην να φρύξη,
κ' η Όσσα χαμοβούνι να φανή! Και αν πάλιν
σ' αρέσει να βοάς, κ' εγώ δεν μέν' οπίσω.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Τούτ' είναι τρέλλα καθαρή, και θα ενεργήση
'ς αυτόν κάμποσην ώραν ο παροξυσμός της,
κ' ευθύς κατόπι πράος κ' ήσυχος θα μείνη
ως είναι η περιστέρα ευθύς 'πού ξεκλωσσήση
το χρυσό της ζευγάρι.
ΑΜΛΕΤΟΣ
Κύριε, θα μ' ακούσης·
διατί να φέρνεσαι μ' εμέ 'ς αυτόν τον τρόπον;
πάντοτ' εγώ σ' έχω αγαπήση· αλλά δεν βλάπτει·
και (14) ο Ηρακλής αν προσμαχή να το εμποδίζη,
θα νιαουρίζ' η γάτα, ο σκύλλος θα γαυγίζη.
[Εξέρχεται.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Οράτιε μου, αν μ' αγαπάς, συνόδευσέ τον.
[Εξέρχεται ΟΡΑΤΙΟΣ
[Προς τον ΛΑΕΡΤ.] Συ πρέπει να στηρίξης την υπομονήν σου 'ς την ύστερήν μας της νυκτός συνομιλίαν· θα τα σπρώξωμ' ευθύς να τελειώσουν. – Βάλε, καλή Γελτρούδη, να φυλάγουν τον υιόν σου. – Μνημείο (15) ζωντανό τούτος ο τάφος θέλει· της γαλήνης την ώραν σύντομα θα ιδούμε· με υπομονήν ωστόσο εμείς να οδηγηθούμε.
[Εξέρχονται.