Sadece LitRes`te okuyun

Kitap dosya olarak indirilemez ancak uygulamamız üzerinden veya online olarak web sitemizden okunabilir.

Kitabı oku: «Αντώνιος και Κλεοπάτρα», sayfa 5

Yazı tipi:

ΣΚΗΝΗ Η'

Πεδιάς παρά το Άκτιον.

ΚΑΙΣΑΡ, ΤΑΥΡΟΣ, ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ.

ΚΑΙΣΑΡ. Ταύρε.

ΤΑΥΡΟΣ. Τι διατάσσει ο Καίσαρ;

ΚΑΙΣΑΡ. Μη προσβάλης κατά ξηράν· συγκράτησε όλας τας δυνάμεις· μη προκαλέσης μάχην πριν ή τελειώσωμεν την ναυμαχίαν. Συμμορφού προς τας διαταγάς του εγγράφου τούτου. Η τύχη ημών εξαρτάται εκ του τολμήματος τούτου. (Εξέρχονται),

(Εισέρχεται ο Αντώνιος μετά του Αινοβάρβου).

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ας παρατάξωμεν τας μεραρχίας μας προς το κάτω μέρος του λόφου απέναντι του στρατού του Καίσαρος· εκ της θέσεως ταύτης δυνάμεθα να βλέπωμεν τον αριθμόν των πλοίων και να ενεργήσωμεν αρμοδίως. (Εξέρχονται. Εισέρχεται ένθεν μεν ο Κανίδιος ηγούμενος των στρατευμάτων του, ένθεν δε ο υπασπιστής τον Καίσαρος Ταύρος μετά των ιδικών του, αφού δε απομακρυνθώσιν ακούεται ο κρότος της ναυμαχίας. Ο θόρυβος εξακολουθεί, εισέρχεται ο Αινόβαρβος).

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Τετέλεσται, τετέλεσται, το παν εχάθη· ούτε να παρατηρήσω περισσότερον αντέχω. Η ναυαρχίς των Αιγυπτίων Αντωνιάς, ανακρούσασα πρύμναν, τρέπεται εις φυγήν μετά των εξήκοντα Αιγυπτιακών πλοίων το θέαμα τούτο επέπεσεν ως κεραυνός επί των οφθαλμών μου. (Εισέρχεται ο Σκάρος).

ΣΚΑΡΟΣ. Θεοί Ολύμπιοι!

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Τι σημαίνει η παραφορά αύτη;

ΣΚΑΡΟΣ. Ένεκα της αμαθείας μας χάνομεν το μεγαλείτερον μέρος του κόσμου! Ερωτοτροπούντες εχάσαμεν βασίλεια και επαρχίας17.

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Πώς φαίνεται η μάχη;

ΣΚΑΡΟΣ. Το μέρος ημών φαίνεται ως προσβληθέν υπό της λοιμικής εκείνης, ήτις επιφέρει βέβαιον θάνατον. Η ασελγής εκείνη φορβάς της Αιγύπτου – πού να την θερίση λέπρα! – εν τω μέσω της μάχης, ότε το αποτέλεσμα, όμοιον προς διδύμους αδελφούς, εφαίνετο έν και το αυτό εκατέρωθεν, μάλλον δε κλίνον υπέρ ημών, κεντηθείσα υπό μυίας, ως αγελάς τον Ιούνιον, υψώνει τα ιστία και τρέπεται εις φυγήν.

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Το είδα, και οι οφθαλμοί μου έπαθον τόσον εκ της θέας αυτού, ώστε δεν ηδυνήθην να το υποφέρω πλειότερον.

ΣΚΑΡΟΣ. Μόλις αύτη ανέκρουσε πρύμναν, και ο Αντώνιος, το ευγενές τούτο θύμα της μαγικής της δυνάμεως, υψώνει τα ιστία και ως παράφορος νήσσα, εγκαταλείπων την μάχην εις την ακμήν αυτής, φεύγει όπισθεν εκείνης. Ουδέποτε είδα αισχροτέραν πράξιν· ουδέποτε εμπειρία, ανδρεία, τιμή, επρόδωκεν εαυτήν τοιουτοτρόπως.

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Αλλοίμονον, αλλοίμονον! (Εισέρχεται ο Κανίδιος).

ΚΑΝΙΔΙΟΣ. Η τύχη ημών πνέει τα λοίσθια κατά θάλασσαν, βυθίζεται δε κατά τρόπον αξιοθρήνητον. Αν ο στρατηγός ημών εδεικνύετο οποίος ήτο άλλοτε, τα πάντα θα απέβαινον κατ' ευχήν. Ω! μας έδωκε το παράδειγμα της φυγής, αισχρώς φεύγων ο ίδιος!

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. (Κατ' ιδίαν). Αυτού λοιπόν έφθασαν τα πράγματα; Τότε καλή νύκτα.

ΚΑΝΙΔΙΟΣ. Έφυγον προς την Πελοπόννησον.

ΣΚΑΡΟΣ. Δεν είναι δύσκολον να τους ακολουθήσω· θα μεταβώ εκεί και θα

περιμένω ό,τι και αν συμβή.

ΚΑΝΙΔΙΟΣ. Τας λεγεώνας και το ιππικόν μου θα παραδώσω εις τον

Καίσαρα· έξ βασιλείς μου έδωκαν ήδη το παράδειγμα της υποταγής.

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Θα ακολουθήσω ακόμη την πληγωμένην τύχην του Αντωνίου,

μολονότι η λογική μου υπαγορεύει να πράξω το εναντίον.

(Εξέρχονται).

ΣΚΗΝΗ Θ'

Αλεξάνδρεια. Δωμάτιον εν τοις ανακτόροις.

Εισέρχεται ο ΑΝΤΩΝΙΟΣ μετά πολλών υπηρετών.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ακούσατε· η γη μου απαγορεύει να βαδίσω πλέον επ' αυτής, αισχύνεται να με φέρη! – Πλησιάσατε, φίλοι. Τόσον πολύ εβραδυπόρησα εις τον κόσμον, ώστε έχασα διά παντός τον δρόμον. Έχω ένα πλοίον με φορτίον χρυσού. Λάβετε αυτό, μοιράσατέ το, φύγετε και συμφιλιωθήτε με τον Καίσαρα.

ΥΠΗΡΕΤΑΙ. Να φύγωμεν! ποτέ!

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Κ' εγώ αυτός έφυγα διδάξας τους ανάνδρους να δραπετεύουν και να στρέφουν τα νώτα. Πηγαίνετε, φίλοι. Απεφάσισα να ακολουθήσω πορείαν, ήτις δεν έχει χρείαν υμών· απέλθετε· οι θησαυροί μου είναι εις τον λιμένα· λάβετε αυτούς. Ω, ηκολούθησα εκείνο ούτινος η θέα μόνη μου προξενεί τώρα ερύθημα! Και αι τρίχες της κεφαλής μου στασιάζουσι, διότι αι μεν λευκαί ελέγχουσι τας μαύρας επί θρασύτητι, αύται δε πάλιν τας λευκάς επί φόβω και τρέλλα. Πηγαίνετε, φίλοι· θα σας δώσω επιστολάς προς φίλους, οίτινες θα διευκολύνουν τα της πορείας σας. Μη λυπήσθε, σας παρακαλώ, και μη λέγετε ότι δεν θέλετε. Ακολουθήσατε ό,τι σας συμβουλεύει η απελπισία μου· εγκαταλείψατε εκείνον όστις εγκαταλείπει εαυτόν· πηγαίνετε κατ' ευθείαν εις την παραλίαν· θα σας δώσω το πλοίον εκείνο και τους θησαυρούς. Άφετέ με δι' ολίγον, σας παρακαλώ. – Ναι, σας παρακαλώ. – Ναι, άφετέ με, διότι αληθώς δεν έχω πλέον την εξουσίαν να σας διατάξω. – Θα σας ίδω μετ' ολίγον, (Κάθηται. Εισέρχονται ο Έρως και η Κλεοπάτρα οδηγουμένη υπό του Χαρμίου και της Ειράδος).

ΕΡΩΣ. Πήγαινε, καλή μου κυρία, και παρηγόρησέ τον.

ΕΙΡΑΣ. Παρηγόρησέ τον, αγαπητή βασίλισσα.

ΧΑΡΜΙΟΝ. Και τι άλλο ημπορείς να κάμης;

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Αφήσατέ με να καθήσω. Ω Ήρα!

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Όχι, όχι, όχι, όχι, όχι.

ΕΡΩΣ. Πώς δεν στρέφεις το βλέμμα να ίδης, στρατηγέ;

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ουφ· όχι όχι.

ΧΑΡΜΙΟΝ. Κυρία.

ΕΙΡΑΣ. Κυρία, καλή μου αυτοκράτειρα!

ΕΡΩΣ. Στρατηγέ, στρατηγέ.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ναι, φίλε μου, ναι. Εις Φιλίππους, αυτός έφερε το ξίφος εις την θήκην ως χορευτής, ενώ εγώ εκτύπων τον ισχνόν και ερρυτιδωμένον Κάσσιον. Εγώ κατέφερα το τελευταίον τραύμα εις τον παράφορον Βρούτον, ενώ αυτός, ουδεμίαν έχων στρατιωτικήν εμπειρίαν, επολέμει μόνον διά των υπασπιστών αυτού. Και όμως τώρα… αλλά τι με τούτο;

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Απομακρυνθήτε.

ΕΡΩΣ. Η βασίλισσα, στρατηγέ, η βασίλισσα.

ΕΙΡΑΣ. Πήγαινε και μίλησέ του, κυρία· τάχασε από την εντροπήν του.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Καλά λοιπόν. – Βοηθήσατέ με. – Ω!

ΕΡΩΣ. Σήκω, γενναίε Αντώνιε· η βασίλισσα πλησιάζει· η κεφαλή της είναι γυρμένη· ο θάνατος είναι επάνω της και μόνη η παρηγοριά σου δύναται να την σώση.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Εκηλίδωσα την τιμήν μου18 διά της αισχράς φυγής μου.

ΕΡΩΣ. Η βασίλισσα, στρατηγέ.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πού με κατήντησες, ω Αιγυπτία; Ιδέ πώς αποκρύπτω από σου το αίσχος μου, στρέφων τα βλέμματα εις τα οπίσω, εις τας πράξεις εκείνας τας οποίας περιβάλλει η ατιμία.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Συγχώρησε, συγχώρησε, ω άρχον, τα δειλιάσαντα πλοία μου!

Ουδέποτε εφανταζόμην ότι ήθελες ακολουθήση.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Εγνώριζες κάλλιστα, ω βασίλισσα, ότι αι ίνες της καρδίας μου ήσαν δεδεμέναι επί του πηδαλίου σου, και ότι φεύγουσα θα με έσυρες όπισθέν σου. Εγνώριζες την επί του πνεύματός μου μεγίστην δύναμίν σου, και ότι εις το νεύμα σου ηδυνάμην και των θεών αυτών τας διαταγάς να παρακούσω.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ω, συγχώρησέ με!

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Τώρα πρέπει να στείλω ταπεινωτικάς προτάσεις εις τον νεανίαν, και εις μέσα ποταπά και χαμερπή να περιστρέφομαι, εγώ, ο κατ' αρέσκειαν διευθύνας το ήμισυ του κόσμου, και τύχας ανυψών και καταβιβάζων. Εγνώριζες πόσον με είχες υποδουλώση, και ότι το ξίφος μου αμβλυνθέν υπό του έρωτος, θα υπήκουεν εις αυτόν εις πάσαν περίστασιν.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ω συγχώρησε, συγχώρησε!

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Μη χύσης ούτε έν δάκρυ. Ένα σου δάκρυ αξίζει όλα όσα εκερδήσαμεν και απωλέσαμεν. Δος μου ένα φίλημα· τούτο με αποζημιώνει. Εξαπέστειλα τον παιδαγωγόν ημών· δεν επανήλθεν ακόμη; Αισθάνομαι εμαυτόν καταβεβλημένον, φιλτάτη· ας μου φέρουν οίνον και ολίγον κρέας. Γνωρίζει η τύχη ότι όσον δριμύτερον επιτίθεται εναντίον μου, τόσον περισσότερον την περιφρονώ, (Εξέρχονται).

ΣΚΗΝΗ Ι'

Στρατόπεδον τον Καίσαρος εν Αιγύπτω.

ΚΑΙΣΑΡ, ΔΟΛΟΒΕΛΛΑΣ, ΘΥΡΣΟΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ.

ΚΑΙΣΑΡ. Φέρετε τον απεσταλμένον του Αντωνίου. – Τον γνωρίζετε;

ΔΟΛΟΒΕΛΛΑΣ. Είναι ο παιδαγωγός των τέκνων του, Καίσαρ. Απόδειξις ότι εμαδήθη, όταν στέλλη εδώ τόσον ασήμαντον πτερόν της πτέρυγός του, ο προ μικρού έτι έχων βασιλείς ως αγγελιαφόρους.

ΚΑΙΣΑΡ. Πλησίασε και ομίλησε.

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. Τοιούτος οποίος είμαι, έρχομαι εκ μέρους του Αντωνίου. Τελευταίον ακόμη ήμην τόσον ασήμαντος εις τα σχέδιά του, όσον είναι η επί των φύλλων της μυρσίνης πρωινή δρόσος παραβαλλομένη προς τον ωκεανόν.

ΚΑΙΣΑΡ. Έστω. Ανακοίνωσέ μας την εντολήν σου.

ΘΥΡΣΟΣ. Σε προσαγορεύει ως κύριον της τύχης του, και παρακαλεί να του επιτρέψης να ζήση εις την Αίγυπτον, απορριπτομένης δε της αιτήσεώς του, περιορίζεται να σε ικετεύση να του επιτρέψης να αναπνέη ελευθέρως, ως ιδιώτης, τον αέρα του ορίζοντος των Αθηνών. Ταύτα ως προς τον Αντώνιον. Ως προς την Κλεοπάτραν, αύτη ανομολογεί το μεγαλείον σου, και υποτασσομένη εις την ισχύν σου, ζητεί παρά σου υπέρ των διαδόχων αυτής, το διάδημα των Πτολεμαίων, όπερ είναι τώρα εις την διάθεσίν σου.

ΚΑΙΣΑΡ. Ουδεμία των αιτήσεων του Αντωνίου θα εισακουσθή. Ως προς την Κλεοπάτραν, συναινώ ν' ακούσω αυτήν, και να της χορηγήσω ό,τι επιθυμεί, υπό τον όρον του να εκδιώξη εκ της Αιγύπτου τον καταισχυνθέντα εραστήν αυτής, ή να του αφαιρέση την ζωήν· αν τούτο πράξη, θα εισακουσθώσιν αι παρακλήσεις της. Ανακοίνωσον ταύτα εις αμφοτέρους.

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. Είθε η τύχη να ακολουθή τα βήματά σου!

ΚΑΙΣΑΡ. Οδηγήσατέ τον διά του στρατού. (Εξέρχεται ο Ευφρόνιος. Προς τον Θύρσον). Ιδού ευκαιρία να δοκιμάσωμεν την ευγλωττίαν σου· σπεύσε, απόσπασε την Κλεοπάτραν από τον Αντώνιον. Υποσχέθητι εξ ονόματός μου ό,τι σου ζητήση· πρόσθες και ιδικάς σου προσφοράς. Ουδ' εις τας μεγαλειτέρας ευτυχίας είναι σταθεραί αι γυναίκες, η δε στέρησις δύναται να καταστήση επίορκον και την εναρετωτάτην των Εστιάδων. Μεταχειρίσθητι όλην σου την πανουργίαν, όρισε μόνος την αμοιβήν σου· η θέλησίς σου θα εκτελεσθή ως νόμος.

ΘΥΡΣΟΣ. Πηγαίνω, Καίσαρ.

ΚΑΙΣΑΡ. Παρατήρησε πώς εκλαμβάνει ο Αντώνιος το δυστύχημά του, και τι εικάζεις εκ του ήθους και των ψυχικών αυτού διαθέσεων.

ΘΥΡΣΟΣ. Θα εκτελέσω τας διαταγάς σου, (Εξέρχεται)

ΣΚΗΝΗ ΙΑ'

Αλεξάνδρεια, Δωμάτιον εν τοις ανακτόροις.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ, ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ, ΧΑΡΜΙΟΝ, ΕΙΡΑΣ.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Τι πρέπει να πράξωμεν, Αινόβαρβε;

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Να σκεφθώμεν και ν' αποφασίσωμεν ν' αποθάνωμεν.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Τις πταίει διά ταύτα, ο Αντώνιος ή εγώ;

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Αντώνιος μόνος, όστις επέτρεψεν εις19 τo πάθος του να υποδουλώση το λογικόν του. Και τι σημαίνει αν έφυγες εκ του φοβερού εκείνου θεάτρου του πολέμου, όπου ο τρόμος διεδίδετο από τάξεως εις τάξιν; Διατί να σε ακολουθήση; Δεν έπρεπεν ο κνισμός του έρωτος να επηρεάση την στρατιωτικήν του δεινότητα, καθ' ην στιγμήν, χάριν αυτού και μόνου, το ήμισυ του κόσμου εμάχετο κατά του ετέρου. Το δε αίσχος του ν' ακολουθήση τα φεύγοντα πλοία σου ενώπιον του εκπεπληγμένου στόλου, δεν ήτο μικρότερον του ολέθρου του.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Σιώπα, σε παρακαλώ, (Εισέρχεται ο Αντώνιος μετά τον

Ευφρονίου).

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Αύτη είναι η απάντησίς του;

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. Ναι, άρχον.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Λοιπόν η βασίλισσα θα τύχη πάσης περιποιήσεως, επομένως θα με παραδώση.

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ. Αυτό λέγει.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ανακοίνωσε αυτό εις την βασίλισσαν. (Προς την Κλεοπάτραν). Στείλε την πολιάν ταύτην κεφαλήν εις τον παίδα Καίσαρα, και θα σου δώση όσα βασίλεια επιθυμήσης.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Την κεφαλήν αυτήν, Αντώνιε;

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Επίστρεψε και ειπέ εις αυτόν ότι φέρει τα ρόδα της νεότητος, και ότι εκ της ηλικίας ταύτης ο κόσμος προσδοκά τι έκτακτον. Τους θησαυρούς, τα πλοία και τας λεγεώνας του δύναται και άνανδρος να έχει, οι δε αξιωματικοί αυτού να νικώσιν υπό την υπηρεσίαν ενός παιδός όσον και από την υπηρεσίαν του Καίσαρος. Προκαλώ λοιπόν αυτόν να αφήση τα λαμπρά ταύτα πλεονεκτήματα, και με γυμνόν ξίφος να έλθη μόνος να διαγωνισθή προς εμέ εν τη παρακμή ταύτη της ισχύος και ηλικίας μου20. Πηγαίνω να γράψω την πρόκλησιν· ακουλούθει με. (Εξέρχεται ο Αντώνιος μετά του Ευφρονίου).

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Α μάλιστα! είναι πολύ πιθανόν ο νικηφόρος Καίσαρ να διακινδυνεύση την ευτυχίαν του, και να εκτεθή εις τα όμματα του κόσμου εναντίον ενός ξιφομάχου. Βλέπω ότι η κρίσις των ανθρώπων είναι μέρος της τύχης των, και ότι η εξωτερική κατάστασις μεταβάλλει και τας ψυχικάς διαθέσεις. Είναι δυνατόν, σώας έχων τις τας φρένας, να φαντασθή ότι ο πανίσχυρος Καίσαρ θα δεχθή πρόκλησιν ανδρός στερουμένου πάσης αρχής; Και την κρίσιν του υπεδούλωσες, ω Καίσαρ!

(Εισέρχεται υπηρέτης).

ΥΠΗΡΕΤΗΣ. Αγγελιαφόρος εκ μέρους του Καίσαρος.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Πώς! χωρίς καμμίαν άλλην εθιμοτυπίαν; – Ιδέτε, ω θεράπαιναί μου! Οι προ του κάλυκος μετά σεβασμού κλίνοντες το γόνυ, φράττουσι τώρα την ρίνα προ του μαραμένου ρόδου. – Δεχθήτε τον.

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. (Κατ' ιδίαν). Αρχίζω να φιλονεικώ με την συνείδησίν μου. Πίστις εις τρελλούς, είναι καθαρά τρέλλα. Και όμως, εκείνος όστις δύναται να υποφέρη και να ακολουθήση αγογγύστως τον δυστυχήσαντα κύριον, νικά τον νικήσαντα τον κύριόν του, και καταλαμβάνει θέσιν εν τη ιστορία. (Εισέρχεται ο Θύρσος).

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ποία είναι η θέλησις του Καίσαρος;

ΘΥΡΣΟΣ. Άκουσον αυτήν κατ' ιδίαν.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Όλοι εδώ είναι φίλοι· ομίλει ελευθέρως.

ΘΥΡΣΟΣ. Ώστε είναι ίσως φίλοι και του Αντωνίου.

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Έχει ανάγκην τόσων, όσους έχει και ο Καίσαρ, άλλως δε ουδ' ημείς του αναγκαιούμεν. Αν ο Καίσαρ ευαρεστήται, ο κύριός μας θα δεχθή προθύμως την φιλίαν του. Ως προς ημάς, γνωρίζεις ότι είμεθα φίλοι των φίλων του, επομένως δε και του Καίσαρος.

ΘΥΡΣΟΣ. Έστω. – Ούτω λοιπόν, ονομαστή βασίλισσα, ο Καίσαρ σε παρακαλεί, οσάκις σκέπτεσαι περί της παρούσης θέσεώς σου, να ενθυμήσαι ότι είναι Καίσαρ.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Εξακολούθει. Αληθώς βασιλική γενναιότης.

ΘΥΡΣΟΣ. Γνωρίζει ότι από φόβον και όχι από έρωτα προσκολάσαι εις τον

Αντώνιον.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ω!..

ΘΥΡΣΟΣ. Τούτου ένεκα λυπείται διά τας εις την τιμήν σου προσαφθείσας

κηλίδας, και θεωρεί αυτάς ως ύβριν επιβληθείσαν, ουχί δε αξίας σού.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Είναι θεός και γνωρίζει το αληθές δίκαιον. Η τιμή μου δεν

υπεχώρησε, εκυριεύθη.

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. (Κατ' ιδίαν). Θα ερωτήσω τον Αντώνιον διά να βεβαιωθώ περί τούτου. – Αντώνιε, Αντώνιε· βλέπω ότι τόσα πολλά νερά κάμνεις, ώστε πρέπει να σε αφήσω να βυθισθής, διότι και οι αγαπητότεροί σου σε εγκαταλείπουν. (Εξέρχεται).

ΘΥΡΣΟΣ. Να αναγγείλω εις τον Καίσαρα τας αιτήσεις σου; διότι είναι πρόθυμος να χορηγήση άμα παρακληθή. Μεγάλην θα ησθάνετο χαράν, αν την τύχην αυτού μετεχειρίζεσο ως βακτηρίαν προς στήριγμά σου· αλλά μετ' ενθουσιασμού θα ήκουε παρ' εμού, ότι κατέλιπες τον Αντώνιον, και ότι ετέθης υπό την σκέπην του κυριάρχου του κόσμου.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Πώς ονομάζεσαι;

ΘΥΡΣΟΣ. Ονομάζομαι Θύρσος.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ειπέ, αγαπητέ αγγελιαφόρε, εις τον μέγαν Καίσαρα, ότι διά σου φιλώ την νικηφόρον αυτού χείρα, ότι είμαι πρόθυμος να καταθέσω εις τους πόδας του το στέμμα μου, και να γονατίσω ενώπιόν του· ειπέ εις αυτόν ότι εκ της πανισχύρου φωνής του περιμένω την τύχην της Αιγύπτου.

ΘΥΡΣΟΣ. Η απόφασίς σου είναι λίαν γενναιόφρων. Όταν εν διαμάχη

μεταξύ φρονήσεως και τύχης, πράξη η πρώτη ό,τι δύναται, ουδέν συμβάν

δύναται να ταράξη αυτήν. Κάμε μου την χάριν να φιλήσω μετά σεβασμού

την χείρα σου.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ο πατήρ του ιδικού σας Καίσαρος, μετά τας σκέψεις αυτού

περί κατακτήσεως βασιλείων, προσεκόλλα συνεχώς τα χείλη του επί της

ασημάντου ταύτης χειρός, και τα φιλήματα έπιπτον ως βροχή,

(Εισέρχεται ο Αντώνιος μετά τον Αινοβάρβον).

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ευνοίας δείγματα, μα τον ερίγδουπον Δία! – Ποίος είσαι, ω

άνθρωπε;

ΘΥΡΣΟΣ. Ο εκτελεστής των διαταγών του ισχυροτάτου των ανδρών, εις ον

προ πάντων εμπρέπει η υποταγή.

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Θα μαστιγωθής.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ε, έλθετε! – Ε, συ αρπακτικόν πτηνόν! – Θεοί και δαίμονες! – Η εξουσία μου εξαφανίζεται! Προ μικρού ακόμη εις την ελαχίστην μου πρόσκλησιν, οι βασιλείς έσπευδον ως παίζοντες παίδες και εφώναζον «τι διατάσσεις;» Είσθε κωφοί; (Εισέρχονται υπηρέται). Είμαι ακόμη ο Αντώνιος. Πάρετε απ' εδώ τον αγύρτην τούτον, και μαστιγώσατέ τον.

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Καλύτερα να παίζη τις με λεοντιδέα, παρά με γερολέοντα αποθνήσκοντα.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Σελήνη και αστέρες! – Μαστιγώσατέ τον. – Και είκοσι των μεγαλειτέρων υποτελών, των εις την εξουσίαν του Καίσαρος υποτασσομένων, αν εύρισκον εδώ αυθαδιάζοντας τόσω, ώστε να λάβωσι την χείρα εκείνης – πώς ονομάζεται αφ' ότου δεν είναι πλέον Κλεοπάτρα; – Μαστιγώνατέ τον, παιδιά, έως ου αλλοιωθή το πρόσωπόν του, και κλαίων ζητήση έλεος. Πάρετέ τον απ' εδώ.

ΘΥΡΣΟΣ. Μάρκε Αντώνιε!..

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Σύρατέ τον απ' εδώ, και φέρετέ τον πάλιν αφού μαστιγωθή, υπηρέτης ούτος του Καίσαρος θα εκτελέση εντολήν μου προς εκείνον, (Εξέρχονται οι υπηρέται μετά του Θύρσου. – Προς την Κλεοπάτραν), Ήσο ημιμαραμένη πριν ή σε γνωρίσω. Α! αφήκα λοιπόν άθικτον εν Ρώμη το προσκέφαλόν μου, απέφυγα την απόκτησιν νομίμου γόνου εκ του αδάμαντος των γυναικών, όπως απατηθώ υπό γυναικός κατερχομένης μέχρις υπηρετών;

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Καλέ μου άρχον!

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ήτο πάντοτε υποκρίτρια. – Αλλ' όταν τα ελαττώματα ριζόνωνται εν ημίν – ω συμφορά! – οι σώφρονες θεοί μας αποτυφλούσι, βυθίζουσι το λογικόν μας εις τον ίδιον ημών βόρβορον, κάμνουσιν ημάς να λατρεύωμεν τα σφάλματά μας, και μας σκώπτουσι βαδίζοντας την οδόν της καταισχύνης!

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Έως εκεί κατηντήσαμεν;

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Σε εύρον ως ψυχρόν φαγητόν επί του πινακίου του αποθανόντος Καίσαρος. Ναι, ήσο υπόλειμμα του Γναΐου Πομπηίου, χωρίς να λάβω υπ' όψει όσας άλλας ώρας διήλθες ακολάστως, και τας οποίας δεν ανέγραψεν η φήμη· διότι είμαι πεπεισμένος ότι αγνοείς τι εστίν εγκράτεια μολονότι δύνασαι ίσως να το μαντεύσης.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Και προς τι ταύτα;

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Να επιτρέψης εις άνθρωπον, όστις δέχεται φιλοδώρημα και λέγει «ο Θεός να σου τα πληρώση», να λάβη με οικειότητα την χείρα εκείνην, με την οποίαν έπαιζεν η ιδική μου, την βασιλικήν ταύτην σφραγίδα των ευγενών καρδιών! Ω είθε να ήμην επί της κορυφής του Βασανού και να εκβάλλω μηκυθμούς ισχυρότερον αγέλης κερασφόρων ζώων, διότι έχω αφορμήν θυμού αγρίου, την οποίαν εάν εξέθεταν απαθώς, θα ωμοίαζον προς τον κατάδικον εκείνον όστις, τον βρόχον έχων επί του λαιμού, ευχαριστεί τον δήμιον διά την δεξιότητά του. – Εμαστιγώθη; (Εισέρχονται οι υπηρέται μετά του Θύρσου).

Α' ΥΠΗΡΕΤΗΣ. Περίφημα, άρχον.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Εφώναξεν, εζήτησε συγγνώμην;

Α’ ΥΠΗΡΕΤΗΣ. Εζήτησεν έλεος.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Αν ζη ο πατήρ σου θα μεταμεληθή, διότι δεν εγεννήθης κόρη· αλλά και συ θα λυπηθής ακολουθήσας τον θρίαμβον του Καίσαρος, αφού ήδη ένεκα τούτου εμαστιγώθης. Εις το εξής ας σου προξενή πυρετόν η λευκή χειρ της γυναικός· τρέμε όταν βλέπης αυτήν. – Επίστρεψε εις τον Καίσαρα, και ειπέ εις αυτόν τίνι τρόπω σε μετεχειρίσθημεν. Πρόσεξε να του είπης ότι με ερεθίζει φερόμενος προς με ως αλαζών και υπερόπτης, και λαμβάνων μόνον υπ' όψιν τι είμαι τώρα, και όχι τι ήμην. Με ερεθίζει, – και είναι εύκολον κατά την στιγμή ταύτην ότε ο άλλοτε φωτίζων τα βήματά μου αστήρ, αφήσας την τροχιάν του, εβυθίσθη εις τας αβύσσους του Άδου. – Αν οι λόγοι και αι πράξεις μου απαρέσκωσιν εις αυτόν, ειπέ του ότι έχει εις την εξουσίαν του τον απελεύθερόν μου Ίππαρχον, τον οποίον δύναται να μαστιγώση, να κρεμάση, ή να βασανίση κατ' αρέσκειαν όπως λάβη τα ίσα21. Παρακίνησέ τον και συ, και κρημνίσου απ' εδώ με το ξυλοκόπημά σου. (Εξέρχεται και ο Θύρσος).

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ετελείωσες;

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Φευ! έδυσε τώρα η επίγειος ημών σελήνη, και μόνον το σημείον τούτο προμηνύει την πτώσιν του Αντωνίου.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Πρέπει να περιμένω έως ότου τελειώση.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Έπρεπε ν' ανταλλάξης βλέμματα μεθ' ενός υπηρέτου διά να κολακεύσης τον Καίσαρα;

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Δεν με γνωρίζεις ακόμη;

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Προς εμέ λοιπόν ψυχρά καρδία;

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Αχ, φίλτατε, αν είμαι τοιαύτη, ας παραγάγη χάλαζαν ο ουρανός εκ της παγετώδους καρδίας μου, και ας δηλητηριάση αυτήν εν τη πηγή της· ας πέσουν επί της κεφαλής μου οι πρώτοι κόκκοι της χαλάζης ταύτης, και διαλυόμενοι ας εξαφανίσουν την ζωήν μου! ας κτυπήσουν οι δεύτεροι τον Καισαρίωνα! και ούτως εφεξής, έως ότου οι απόγονοί μου άπαντες, και οι ανδρείοι μου Αιγύπτιοι κατακυλισθώσι νεκροί και άταφοι υπό την εκρηγνυμένην ταύτην χαλαζοβόλον καταιγίδα, ταφώσι δε υπό των μυιών και των εντόμων του Νείλου βορά αυτών γενόμενοι!

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ικανοποιήθην. Ο Καίσαρ κατέρχεται εις Αλεξάνδρειαν· εκεί δε θα αντιταχθώ κατά της τύχης του. Ο στρατός ημών αντέστη γενναίως· τα διασκορπισθέντα πλοία συνηθροίσθησαν πάλιν, και ο στόλος ημών παρουσιάζει όψιν απειλητικήν. Τι έγινες λοιπόν, ω θάρρος μου; Ακούεις, δέσποινα! αν άπαξ έτι επανέλθω από του πεδίου της μάχης διά να φιλήσω τα χείλη ταύτα, θα εμφανισθώ αιματόφυρτος. Εγώ και το ξίφος μου θα καταλάβωμεν θέσιν εν τη ιστορία. Υπάρχει ακόμη ελπίς περί τούτου.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ιδού ο ανδρείος μου Αντώνιος!

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Θα τριπλασιασθή η δύναμις των νεύρων της καρδίας και της πνοής μου, και θα κτυπήσω ανηλεώς. Κατά τας στιγμάς της ευτυχίας μου, οι αιχμάλωτοι εξηγόραζον παρ' εμού την ζωήν δι' ενός αστεϊσμού, αλλά τώρα θα τρίξω τους οδόντας και θα στείλω εις τον Τάρταρον πάντα όστις θελήση να μου αντιστή. Ας διέλθωμεν ακόμη μίαν νύκτα εύθυμον· κάλεσε τους μελαγχολικούς ημών αρχηγούς, ας ρεύση άφθονος ο οίνος και ας παρίδωμεν τον κώδωνα του μεσονυκτίου!

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Σήμερον είναι η ημέρα των γενεθλίων μου· είχα αποφασίση να διέλθω αυτήν άνευ πομπής, αλλ' επειδή ο σύζυγός μου έγινε πάλιν Αντώνιος, θα γίνω κ' εγώ πάλιν Κλεοπάτρα.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Θα ευδοκιμήσωμεν ακόμη.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Οδηγήσατε εις τον Αντώνιόν μου πάντας τους γενναίους αρχηγούς του.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ναι, οδηγήσατέ τους· θα ομιλήσω μετ' αυτών απόψε δε θα εκχειλίση ο οίνος διά των ουλών αυτών. – Ελθέ, βασίλισσά μου. Δεν απερροφήθη εισέτι όλη μου η ικμάς. Την πρώτην φοράν καθ' ην θα πολεμήσω, θα αναγκάσω τον θάνατον να με αγαπήση, διότι θα διαγωνισθώ και προς το θανατηφόρον του δρέπανον. (Εξέρχεται ο Αντώνιος, η Κλεοπάτρα και οι υπηρέται).

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Και τον κεραυνόν αυτόν δύναται τώρα να περιφρονήση! Μανιώδης είναι ο εξ υπερβολικού τρόμου γενόμενος ατρόμητος· εν τη περιστάσει δε ταύτη και περιστερά δύναται διά του ράμφους της να προσβάλη στρουθοκάμηλον. Βλέπω ότι ο στρατηγός ημών αναλαμβάνει θάρρος προς βλάβην του εγκεφάλου. Όταν η ανδρεία κρατή της λογικής καταστρέφει το ξίφος διά του οποίου μάχεται. Θα ζητήσω τρόπον να τον αφήσω. (Εξέρχεται).

17.We kissed away kingdoms and provinces: κατά λέξιν· απεφιλήσαμεν βασίλειο και επαρχίας.
18.Unnoble swrving. Κατά λέξιν = Επονείδιστος φυγή ή παρεκτροπή.
19.his will – carnal – desire = σαρκικάς επιθυμίας = πάθη, Schmidt.
20.Απαιτώ λοιπόν παρ' αυτού, να μη στηρίζεται εις την υπεροχήν, ην δύναται να του παράσχη η σύγκριση της διαφόρου ημών τύχης, αλλά, ανήρ προς άνδρα, να μετρηθή μετ' εμού εν παρακμή ταύτη της ηλικίας και ισχύος μου. Jonhson.
21.Συ δε ει μη φέρεις το πράγμα, έφη, μετρίως, έχεις εμόν απελεύθεον Ίππαρχον τούτον κρεμάσας μαστίγωσον ίνα ίσον έχωμεν (Πλουταρ, Αντ.)