Λοιπόν δεν είδες τίποτε;
Ούτ' ήκουσα, ούτ' είδα,
ούτ' υπωπτεύθηκα ποτέ.
Ναι, πλην μαζή τους είδες,
εκείνην και τον Κάσιον.
Αλλά κακόν δεν είδα,
κ' ήκουσα κάθε συλλαβήν και κάθ' αναπνοήν των.
Κρυφά δεν εψιθύρισαν ποτέ;
Ποτέ, αυθέντα.
Και δεν σε έστειλαν ποτέ να μακρυνθής;
Ποτέ των!
Να φέρης τα χειρόφτια της, ή φυσερόν, ή άλλο;
Ποτέ, ποτέ!
Παράδοξον!
Αυθέντα, βεβαιώσου
είν' η γυναίκα σου πιστή. Την παίρνω 'ς την ψυχήν μου.
Αν άλλο υποπτεύεσαι, από τον νουν σου βγάλ' το
και άδικα κολάζεσαι. Αν το 'βαλε 'ς τον νουν σου
κανένας άνθρωπος κακός, κατάρα να τον εύρη!
Ναι, η κατάρα πώδωσε ο Πλάστης εις τον όφιν!
Αν τιμημένη και σεμνή δεν ήν' αυτή, ποιος άνδρας
θα λογισθή καλότυχος; Και ποιαν σεμνήν γυναίκα
δεν θα λερώση διαβολή;
'Πέ της εδώ να έλθη.
Πήγαινε.
Είπεν αρκετά. Αλλ' όμως ποια μαυλίστρα τα ίδια δεν θα έλεγε; Εξεύρει την δουλειάν της η πόρνη, – τα αισχρά κρυφά να κλειδομανταλόνη. Και κάμνει ταις μετάνοιαίς της, και κάμνει τον σταυρόν της! Την είδα να καμόνεται!
Αυθέντα μου, τι θέλεις;
Έλα, πουλάκι μου, εδώ.
Τι είν' ο ορισμός σου;
Θέλω τα 'μάτια σου να ιδώ. 'Σ το πρόσωπον ιδέ με.
Τι φαντασία σου φρικτή;
Να 'πας εις την δουλειάν σου,
εσύ κυρά, και άφινε μονάχα τα ζευγάρια.
Κλείσε την θύραν. – Κράξε χμ, ή βήξε όποιος έλθη.
Την τέχνην σου! την τέχνην σου! Με ήκουσες; Να φεύγης!
'Σ τα γόνατά μου σου ζητώ να μου ειπής τι έχεις;
Μίαν μανίαν εννοώ 'ς τα λόγια οπού λέγεις,
αλλ' όμως δεν τα εννοώ τα λόγια.
Δεν μου λέγεις
ποια είσαι συ;
Αυθέντα μου, η σύζυγός σου είμαι·
η σύζυγός σου η πιστή και αφοσιωμένη.
Έλα, ορκίσου το λοιπόν ορκίσου και κολάσου,
μη γελασθούν οι δαίμονες, που 'μοιάζεις τους αγγέλους,
και να σ' αρπάξουν φοβηθούν 'ς την Κόλασιν. Ορκίσου,
διά να διπλοκολασθής, πως είσαι τιμημένη.
Ω! το ηξεύρει ο Θεός!
Ναι, ο Θεός το 'ξεύρει,
πως είσαι 'σαν την Κόλασιν και άπιστη και ψεύτρα.
Με ποιόν είμ' άπιστη; με ποιον; Πώς; Άπιστη πώς είμαι;
Αχ, Δυσδαιμόνα, άφες με' φύγ' απ' εμένα· φύγε!
Αλλοίμονον! Ώρα κακή που είν' αυτή! Τι κλαίεις;
Μην είμ' εγώ η αφορμή διά τα δάκρυά σου;
Αν τύχη κ' υποπτεύεσαι πως την ανάκλησίν σου
την έκαμ' ο πατέρας μου, εγώ 'ς αυτό τι πταίω;
Εσύ αν δεν τον αγαπάς, δεν θέλω να τον 'ξεύρω.
Αν την ψυχήν μου ήθελε να μου την δοκιμάση
ο Ουρανός με βάσανα, αν ήθελε να βρέξη
εις την γυμνήν μου κεφαλήν καθ' εντροπήν και πίκραν,
να με βυθίση αν ήθελε 'ς την πτώχειαν ως τα χείλη,
κ' εμέ και τας ελπίδας μου εις την σκλαβιάν να θάψη,
κάπου, 'ς τα βάθη της ψυχής, θα είχα πού να εύρω
σταλαγματιάν υπομονής. Αλλά να καταντήσω
τώρα εγώ, (ω συμφορά!) το σταθερόν σημάδι,
οπού η καταφρόνησις το χέρι θα σηκόνη
να δείχνη, με το δάχτυλον το αργοκινημένον!..
Πλην το υπέφερα κι' αυτό! Ας ήναι, – ναι, ας ήναι!
Αλλά, εκεί που έβαλα να τρέφετ' η καρδιά μου,
έχει απ' όπου προσδοκώ να ζω ή ν' αποθάνω,
την βρύσιν όθεν χύνεται το ρεύμα της ζωής μου,
ή που στειρεύει, – απ' εκεί να με αποτινάξουν!
Ή στέρναν να την έχω 'γώ διά βρωμοβατράχους
να ζευγαρόνωνται εκεί και να γεννοβολούνται!..
Ω! Άλλαξε την όψιν σου, υπομονή, και γίνου
από αφράτον Χερουβήμ με δροσερά χειλάκια,
γίνου αγριοπρόσωπη και μαύρη 'σάν τον Άδην!
Ελπίζω ο αυθέντης μου διά τιμίαν μ' έχει
Ω, ναι· 'σάν μυίγαν μακελειού 'ς το καλοκαίρι μέσα,
που μόνον με το φύσημα γγαστρόνεται… Ω άνθος,
χαριτωμένον κ' εύμορφον και γλυκομυρωδάτον,
τόσον που αν σε μυρισθή κανείς 'λιγοψυχίζει,
ω! να μην είχες γεννηθή ποτέ, ποτέ!
Η μαύρη,
τι κρίμα είναι πώκαμα, χωρίς να το γνωρίζω;
'Σ αυτό το κάτασπρον χαρτί, το εύμορφον βιβλίον
πώς έγεινε νάχη κανείς να γράψη μέσα: «πόρνη»!
Τι κρίμα, λέγει, έκαμε! Τι κρίμα! – Δημοσία!
Θα μ' άναπταν τα μάγουλα 'σάν φλογερά καμίνια
να καύσουν κάθε εντροπήν και να την κάμουν στάκτην,
αν είχα στόμα να ειπώ τι έκαμες! Τι κρίμα;
Κρίμα, που τα ρουθούνια του ο Ουρανός τα φράζει,
και η Σελήνη κρύπτεται, κι' ο ασελγής Αέρας
που ό,τι απαντά φιλεί, εχώθη εντροπιασμένος
μέσα 'ς τα τάρταρα της γης, μη τύχη και τ' ακούση!
Τι κρίμα, λέγει, έκαμε! Ξεντροπιασμένη πόρνη!
Μα τον Θεόν με αδικείς!
Τι; μη δεν ήσαι πόρνη;
Ω! Να μην ήμαι χριστιανή αν ήμαι τέτοιον πράγμα!
Εάν διά τον άνδρα μου αυτό εδώ το σκεύος
να το κρατώ αμόλυντον κι' ανέγγικτον, – αν τούτο
πόρνη δεν λέγεται, κ' εγώ δεν είμαι τέτοια! Όχι!
Δεν είσαι πόρνη;
Όχι, ή – να μη σωθή η ψυχή μου!
Συμπάθησέ με το λοιπόν σ' επήρα δι' εκείνην
την βρώμαν την παμπόνηρην από την Βενετίαν,
που του Οθέλλου έγεινε γυναίκα.
Συ κυρία,
που κάμνεις την αντίθετην δουλειάν τ' Αγίου Πέτρου,
και που φυλάγεις τα κλειδιά του Άδου, – 'σένα λέγω·
ιδού διά τον κόπον σου· 'τελείωσ' η δουλειά μας·
γύρισε τώρα το κλειδί και… λέξιν να μη' βγάλης!
Αλλοίμονον, τι είν' αυτά; τι έχει μέσ' τον νουν του; -
Τι έπαθες Κυρία μου! Τι έπαθες Κυρία!
Μισοκοιμούμαι· τίποτε.
Κυρία μου, τι έχει
ο κύριός μου;
Ποιος σου;
Ο κύριός μου λέγω,
Και ποιον έχεις κύριον;
Ποιον; τον ιδικόν σου,
γλυκειά κυρία μου.
Εγώ δεν έχω ιδικόν μου.
Μη, Αιμιλία, μου λαλείς. Δεν ημπορώ να κλαύσω,
και όμως άλλην δεν 'μπορώ απόκρισιν να δώσω,
παρά με μόνον δάκρυα. – Παρακαλώ, απόψε
τα νυμφικά σεντόνια μου να στρώσης. Μη ξεχάσης.
Και κράξε μου τον άνδρα σου.
Να αλλαγή, αλήθεια!
Μ' αυτόν τον τρόπον να φερθή τ' αξίζω· ναι, τ' αξίζω.
Ω! πώς εστραβοπάτησα και έδωσα αιτίαν
να του περάση απ' τον νουν πως ημπορώ να πταίω;
Τι αγαπάς, Κυρία μου; Τι έχεις;
Δεν ηξεύρω. Όταν κανείς μωρόν παιδί να δασκαλεύση έχει,
με εύκολα μαθήματα, με το καλόν αρχίζει.
Κ' εμένα ας μ' εμάλονε με το καλόν διότι
είμαι 'ς το μάλωμα παιδί.
Τι έτρεξε, Κυρία;
Καλέ, την εξεντρόπιασε, την είπε πόρνην, Ιάγο! 31
Τόσαις της έρριξε 'βρυσιαίς και τόσα χονδρά λόγια,
που μια ευαίσθητη ψυχή ποτέ δεν υποφέρει.
Μ' αξίζει, Ιάγο, τ' όνομα;
Τι όνομα, Κυρία;
Αυτό, που η γυναίκα σου σού λέγει πως με είπε
ο άνδρας μου;
Να την ειπή μιαν πόρνην! Τέτοιον λόγον
δεν θα 'λεγε ς' το ταίρι του ζητιάνος μεθυσμένος.
Και διατί να το ειπή;
Δεν ξεύρω· πλην δεν είμαι
τέτοια γυναίκα βέβαια!
Μη κλαίης, ω! μη κλαίης.
Αλλοίμονον!
Παραίτησε τόσους που την 'ζητούσαν,
αφήκε τον πατέρα της και φίλους και πατρίδα,
διά να εξυβρίζεται! …Πώς θέλεις να μην κλαίη;
Ήτον της Μοίρας μου κι' αυτό!
Θα το μεταννοήση!
Πλην πώς του εκαταίβηκε;
Αχ, ο Θεός το 'ξεύρει.
Κακόν να μ' έλθη αν κανείς αχρείος κατεργάρης,
κανένας επιτήδειος εις το να βάζη λόγια,
κανένας ασυνείδητος κ' αισχρός δεν εφευρήκε
αυτήν την βρωμοδιαβολήν διά σκοπούς 'δικούς του.
Αν δεν ήν' έτσι, να χαθώ!
Πώς γίνεται; Δεν έχει
'ς τον κόσμον τέτοιον άνθρωπον. Αδύνατον!
Αν ήναι
τέτοιος κανείς, απ' τον Θεόν συγχώρησιν να εύρη!
Κρεμάλ' αντί συγχώρησιν! Και να του καταφάγη
τα κόκκαλα η κόλασις! Πώς να την κράξη πόρνην;
Ποιος είν' ο φίλος της; Πού; πώς; πού 'φάνηκε; ποιον
['μοιάζει;
Τον Μαύρον τον εγέλασε κανένας κατεργάρης·
κανείς βρωμάνθρωπος κακός και κνώδαλον αχρείον!
Τέτοιους ανθρώπους, ω Θεέ, πώς δεν τους ξεσκεπάζεις;
Κ' εις κάθε χέρι τίμιον πώς βούνευρον δεν βάζεις,
να τους ξυλίζουν 'σάν σκυλιά, ολόγυμνους 'ς τους
[δρόμους,
'ς τα τετραπέρατα της γης, 'ς Ανατολήν και Δύσιν;
Λέγε τα μέσα σου αυτά.
Κατάρα να τους εύρη!
Κανένας τέτοιος σύμβουλος περίφημος, κ' εσένα
σου 'γύρισε ανάποδα τον νουν, τα μέσα έξω,
οπόταν υποπτεύθηκες εμένα με τον Μαύρον.
Τα 'χεις χαμένα; Σώπαινε.
Αλλοίμονον, ω Ιάγο,
πώς ημπορώ τον άνδρα μου να τον ξανακερδίσω;
Πήγαινε, φίλε, κ' εύρε τον. Ναι, μα το φως που βλέπω,
δεν 'ξεύρω πώς τον έχασα. Ιδέ με· γονατίζω.
Εάν εις την αγάπην του ημάρτησα ποτέ μου,
εάν ποτέ με στοχασμόν, εάν ποτέ με πράξιν,
αν με τα 'μάτια μου, τ' αυτιά, με πάσαν αίσθησίν μου
ηύρα ποτέ μου ηδονήν 'ς άλλην μορφήν ανθρώπου,
ή αν και τώρα, ή και πριν, κι' όσον ακόμη ζήσω,
(και αν να με ξεφορτωθή θελήση, και με ρίψη
'ς την συμφοράν του χωρισμού), αν 'ς όλην την ζωήν μου
δεν τον ηγάπησα πιστά και μ' όλην την καρδιάν μου,
τότ' ο Θεός παρηγοριάν κ' ελπίδα μη μου δώση!
Ω! η σκληρότης ημπορεί παραπολύ να κάμη,
και η σκληρότης του 'μπορεί να κόψη την ζωήν μου,
πλην την αγάπην μου ποτέ δεν θα μου την αλλάξη!
Την λέξιν π ό ρ ν η δεν 'μπορώ να την προφέρω. Φρίκην,
φρίκην μου φέρνει μοναχά και να την λέγω τώρα!
Αλλά, να κάμω το κακόν διά να την αξίζω…
όχι, δι' όλα τα καλά τα μάταια του κόσμου!
Ησύχασε, παρακαλώ· Θα ήτον συγχυσμένος.
Θα του ετάραξαν τον νουν τα πράγματα του κράτους,
κ' εξέσπασεν επάνω σου.
Αυτό να ήτο μόνον!
Αυτό είν', είμαι βέβαιος.
Ακούεις, που σημαίνει του γεύματος η πρόσκλησις; Θα σε προσμένουν τώρα 'ς την τράπεζαν οι άρχοντες από την Βενετίαν. Πήγαινε μέσα· μη θρηνείς, και διορθόνοντ' όλα.
(Εισέρχεται ο ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ).
Τι γίνεσαι, Ροδερίκε;
Δεν μου φαίνεται να μου φαίρνεσαι καλά, Ιάγο.
Και τι κακόν σου έκαμα;
Με τραβάς εμπρός από ημέραν εις ημέραν, πότε
με το ένα και πότε με το άλλο. Και από ό,τι εκατάλαβα,
αντί να μου πληθαίνης τας ελπίδας μου, μου
ολιγοστεύεις το έχειν μου. Αλλά μου φθάνει έως εδώ.
Και ακόμη δεν το απεφάσισα, αν πρέπη να καθίσω
ήσυχος, ύστερον από όσα εξ αιτίας σου υπέφερα, σαν
κουτός.
Θέλεις να με ακούσης, Ροδερίκε;
Σε ήκουσα με το παρεπάνω· και τα λόγια σου δεν
είναι εξαδέλφια με τα έργα σου.
Έχεις άδικον να με κατηγορής.
Σου λέγω εκείνο οπού είναι. Εξωδεύθηκα περισσότερον
από τα μέσα μου. Τα διαμαντικά, τα οποία μου
επήρες να τα δώσης της Δυσδαιμόνας, ήσαν καλά να
πλανέσουν και μίαν ασκήτριαν. Μου είπες, ότι τα
εκαλοδέχθηκε και ότι μου λέγει να παρηγορούμαι και να
ελπίζω, ότι θα με καλοδεχθή κ' εμένα. Πού είναι όλα
αυτά; δεν τα βλέπω.
Καλά· πολύ καλά· εξακολούθει.
Πολύ καλά! Εξακολούθει! – Δεν ημπορώ να εξακολουθώ,
άνθρωπε, και δεν είναι καθόλου π ο λ ύ κ α λ ά.
Εξ εναντίας, πολύ βρώμικα τα βλέπω, και αρχίζω να
καταλαμβάνω, ότι με παίζεις.
Πολύ καλά.
Σου λέγω, ότι δεν είναι πολύ καλά! Θα 'πάγω να
την ιδώ, την Δυσδαιμόναν. Αν μου δώση οπίσω τα
διαμαντικά μου, θα παραιτηθώ από το κυνήγημά της
και θα μετανοήσω, ότι έβαλα κακόν εις τον νουν
μου. Αν όχι, ήξευρέ το καλά, ότι θα λογαριασθώ
μαζή σου.
Τα είπες όλα;
Μάλιστα· και δεν είπα τίποτε, το οποίον να μην
ήμαι αποφασισμένος και να κάμω.
Α! Τώρα το βλέπω, ότι δεν σου λείπει νεύρον, και
από αυτήν την στιγμήν σε παίρνω εις υπόληψιν,
περισσότερον από πριν. Δος μου το χέρι σου, Ροδερίκε.
Είχες δίκαιον να τα βάλης μαζή μου, και όμως σου
ορκίζομαι, ότι την δουλειάν σου την εκύτταξα καλά.
Αυτό δεν εφάνηκε διόλου.
Τ' ομολογώ, ότι δεν εφάνηκε. Και η υποψία σου έχει
τον λόγον της. Αλλά, Ροδερίκε, αν έχης μέσα σου
εκείνο, το οποίον μου έδωσες τώρα περισσότερον από
πριν αφορμήν να πιστεύω, ότι το έχεις, – αν έχης απόφασιν,
θάρρος και ανδρείαν, – απόδειξέ το απόψε,
και αν αύριον δεν την χαρής την Δυσδαιμόναν, ξεπάστρευσέ
με από τον κόσμον, και σοφίσου πώς να μου
κόψης την ζωήν.
Και τι έχει να γείνη; Είναι πράγμα, οπού έρχεται
εις τον λογαριασμόν;
Ήλθε προσταγή από την Βενετίαν να λάβη ο Κάσιος
την θέσιν του Οθέλλου.
Αλήθεια; Λοιπόν θα γυρίσουν εις την Βενετίαν ο
Οθέλλος και η Δυσδαιμόνα;
Όχι· πηγαίνει εις την Μαυριτανίαν ο Μαύρος, και
παίρνει μαζή του την ωραίαν Δυσδαιμόναν εκτός εάν
συμβή τίποτε και εμποδισθή. Και τι εμπόδιον καλλίτερον,
παρά να έβγη από την μέσην ο Κάσιος;
Τι λογής να έβγη από την μέσην;
Εις τρόπον ώστε να μην ημπορή να πάρη την θέσιν
του Οθέλλου. Να ξεπατωθή!
Και θέλεις εγώ να το κάμω;
Εσύ, αν έχης την καρδιάν να εύρης με μιαν και το
δίκαιόν σου και το κέρδος σου. – Απόψε δειπνά με μίαν
προκομένην, και θα υπάγω κ' εγώ να τον σμίξω. Ακόμη
δεν έμαθε τον προβιβασμόν του. Αν τον παραμονεύσης
όταν φεύγη απ' εκεί, (και θα καταφέρω να φύγη από
τα μεσάνυκτα έως την μίαν), ημπορείς εύκολα εύκολα
να τον διορθώσης. Θα ήμαι εκεί κοντά να σε βοηθήσω,
και οι δύο μας μαζή σου τον τελειόνομεν. Έλα· μη
στέκεσαι και χάσκεις. Έλα μαζή μου και θα σε καταπείσω
τόσον, ότι πρέπει ν' αποθάνη, ώστε θα το ιδής και
συ, ότι είναι χρέος σου να τον σκοτώσης. Κοντεύει η ώρα
του δείπνου, και η νύκτα περνά. Μη χάνωμεν καιρόν.
Πρέπει να μου ειπής και άλλα διά να καταπεισθώ.
Θα σε καταπείσω!
Παρακαλώ, αυθέντα μου, μακρύτερα μην έλθης.
Ω, άφησε· με ωφελεί περίπατος ολίγος.
Ευχαριστώ σε ταπεινώς, Κυρία· καλήν νύκτα.
Καλώς μας ώρισες εδώ.
Λοιπόν περιπατούμεν; —
Αι, Δυσδαιμόνα.
Πρόσταξε.
Πήγαινε να πλαγιάσης ευθύς. Τώρα θα γυρίσω. Να
διώξης την παραστεκάμενήν σου αυτήν. Κύτταξε να
κάμης ό,τι σου λέγω.
Ορισμός σου, αυθέντα μου.
Πώς τα πηγαίνει; φαίνεται ημερωμένος τώρα.
Μου είπεν, ότι γρήγορα οπίσω θα γυρίση,
κι' αμέσως 'ς το κρεββάτι μου να 'πάγω να πλαγιάσω,
κ' εσένα με διέταξε να διώξω.
Να με διώξης;
Μου το επρόσταξε. Λοιπόν, καλή μου Αιμιλία,
τα νυκτικά μου δόσε μου και πήγαινε. Δεν πρέπει
αιτίαν να του δώσωμεν δυσαρεσκείας τώρα.
Να μη τον είχες 'δει ποτέ!
Ω! Δεν το λέγω τούτο,
διότι η αγάπη μου τον στέργει καθώς είναι.
Ως κ' εις το πείσμα, 'ς τον θυμόν, και 'ς τα μαλώματά του
(ξεκάρφωσέ μ' εδώ να ζης·) εις όλα του μ' αρέσει.
Καθώς μου είπες έστρωσα εκείνα τα σεντόνια.
Και τι εβγήκε απ' αυτό; Αλήθεια, τι κεφάλια
ανόητα που έχομεν! – Αν τύχη κι' αποθάνω
πριν απ' εσέ, μ' έν απ' αυτά τα ίδια τα σεντόνια
σαβάνωσέ μ' αν μ' αγαπάς.
Τι λόγια! Έλα, έλα.
Μιαν δούλαν είχ' η μάνα μου· την έλεγαν Βαρβάραν.
Ηγάπησε, κι' απίστησεν ο αγαπητικός της
και την 'παραίτησε. Αυτή συνείθιζε να λέγη
ένα τραγούδι της ιτιάς, – παμπάλαιον τραγούδι,
πλην έλεγε τον πόνον της. Κι' απέθαν' η καϋμένη
μ' εκείνο εις το στόμα της. Δεν 'ξεύρω πώς απόψε
δεν μου εβγαίνει απ' τον νουν διόλου, κι' όλον θέλω
να γείρω το κεφάλι μου, και να το τραγουδήσω
'σάν την Βαρβάραν την πτωχήν… Πλην μην αργής, να
[ζήσης.
Το νυκτικόν σου φόρεμα να σου το φέρω;
Όχι.
Ξεκάρφωσέ μου το αυτό. Αυτός ο Λοδοβίκος
τι καθώς πρέπει άνθρωπος.
Και τι ωραίος νέος!
Τι νόστιμα που ομιλεί.
Γνωρίζω μίαν αρχόντισσαν εις την Βενετίαν· θα επήγαινε
γυμνοπόδι εις την Παλαιστίνην, διά ν' αξιωθή να
του εγγίση τα χείλη.
«Η αθλία ψυχή καθήμενη σε χόρτο, σε λουλούδι, »με μια φωνή νεκρώσιμη αρχίναε το τραγούδι. »Ελάτε, τραγουδήσετε την πράσινην ιτιά. »Ακίνητο το χέρι της εις την καρδιά βαστάει, »την κεφαλήν 'ς τα γόνατα τ' αδύνατ' ακουμπάει. »κι' ο ρύαξ εκεί 'ς τα πόδια της εφλοίσβιζε τερπνά.
Κρύψε μου τα αυτά.
»Ελάτε τραγουδήσετε την πράσινην ιτιά.
Κάμε γρήγορα, σε παρακαλώ. Θα έλθη όπου και αν ήναι.
»Όλοι, όλοι τραγουδήσετε ιτιά, ιτιά, ιτιά.
»Έως που 'μιλεί το χείλι μου δεν φταίει θε να φωνάζη.
Όχι· δεν έρχεται αυτός ο στίχος τώρα. – Ακούεις;
ποίος κτυπά;
Αέρας ήτον.
»Μια 'μέρα εγώ του 'κλαύθηκα πως πέφτει 'ς άλλα στήθη,
»κ' εμένα με παράτησε· κ' εκείνος απεκρίθη,
»μιμήσου με κι' αγάπησε άλλη και συ αγκαλιά.»
Πλην φύγε· Καλήν νύκτα σου. Τα 'μάτια μου με τρώγουν.
Αυτό σημαίνει δάκρυα;
Μήδ' άλλο, μήτε τούτο.
Κάπου το ήκουσα θαρρώ. – Οι άνδρες, ω! οι άνδρες!..
Νομίζεις, – εις την πίστιν σου, ειπέ μου, Αιμιλία, —
είναι γυναίκες πού γελούν ξεντροπιασμένα τόσον
τους άνδρας των;
Ω, βέβαια! Ευρίσκονται και τέτοιαις.
'Πέ μου, το έκαμνες εσύ, διά τον κόσμον όλον.
Συ δεν το έκαμνες;
Ποτέ, μα τ' Ουρανού την λάμψιν.
Κ' εγώ 'ς την λάμψιν τ' Ουρανού δεν το 'καμνα ποτέ μου.
'Σ τα σκοτεινά καλλίτερα 'μπορούσα να το κάμω.
Ημπορούσες να κάμης τέτοιον πράγμα, δι' όλον τον
κόσμον;
Ο κόσμος είναι θεώρατον πράγμα. Θα ήτο μεγάλη
η πληρωμή διά τόσον μικρόν κρίμα.
Αληθινά, πιστεύω ότι δεν το έκαμνες.
Αληθινά, πιστεύω, ότι το έκαμνα, …διά να το
ξεκάμω έπειτα. Δεν σου λέγω, – δεν το έκαμνα ούτε
δι' ένα δακτυλίδι, ούτε δι' ένα κομμάτι πανί, ούτε διά
φορέματα, ή φούσταις, ή σκούφιαις, ούτε διά μικρά
στολίδια, αλλά… δι' όλον τον κόσμον!.. Καλέ, ποία
είναι εκείνη, οπού δεν έβαζε κέρατα του ανδρός της,
αν ήτο να του βάλη και μίαν κορώναν μαζή! Διά
τόσον κέρδος, εγώ έτρεχα την τύχην να μην ιδώ τον
παράδεισον.
Να μην έχω καλόν αν έκαμνα εγώ αυτό το άδικον,
διά τον κόσμον όλον;
Το άδικον θα ήναι άδικον μέσα εις τον κόσμον.
Όταν έχης όμως ιδικόν σου τον κόσμον, το άδικον θα
γίνεται μέσα εις τον ιδικόν σου κόσμον, και εύκολα
το διορθόνεις.
Τέτοια γυναίκα εις την γην εγώ θαρρρώ δεν έχει.
Έχει καμμιά δωδεκαριά, και όσαις παρεπάνω
χωρεί ο κόσμος σου αυτός, αν πληρωμήν τον βάλης.
Πλην, να σου 'πώ την γνώμην μου; Αν σφάλουν αι γυναίκες
πταίουν οι άνδρες των. – Εάν μας αμελούν εκείνοι,
εάν εις ξέναις αγκαλιαίς σκορπούν τον θησαυρόν μας,
με ζήλειαν χωρίς νόημα εάν μας βασανίζουν,
και κλειδωμέναις μας κρατούν, ή αν σηκώσουν χέρι,
ή αν από το πείσμα των 'ς το έξοδον μας σφίξουν,
χολήν δεν έχομεν κ' ημείς; Η γλύκα δεν μας λείπει,
πλην έχομεν κ' εκδίκησιν. – Οι άνδρες ας το' ξεύρουν,
πως έχουν αι γυναίκες των καθώς αυτούς αισθήσεις.
Μυρίζομεν, και βλέπομεν, και νοιώθομεν την γεύσιν
και του ξυνού και του γλυκού, το ίδιον με τους άνδρας. —
Και όταν άλλαις κυνηγούν εκείνοι, τι γυρεύουν;
Γυρεύουν διασκέδασιν; Αυτό νομίζω θέλουν.
Και ποία είν' η αφορμή; Η κλίσις των νομίζω.
Και η αδυναμία των τους σπρώχνει; Έτσι λέγουν. —
– Κλίσεις δεν έχομεν κ' ημείς, κ' ημείς αδυναμίας,
κ' ημάς η διασκέδασις δεν μας αρέσει τάχα;
Ας μας μεταχειρίζωνται καλά, και ας το μάθουν
πως αν τους αδικήσωμεν, αυτοί μας δασκαλεύουν.
Καλήν σου νύκτα! Του Θεού την χάριν την γυρεύω
να μην ξεπέφτω 'ς το κακόν, πλην να καλλιτερεύω.
Οδός εν Κύπρω.
(Εισέρχονται ο ΙΑΓΟΣ και ο ΡΟΔΕΡΙΚΟΣ).
Κρύψου οπίσω απ' εδώ. Να έλθη δεν θ' αργήση.
Βάστα το ξίφος σου γυμνόν, και χώσ' το καθώς πρέπει.
Εμπρός, εμπρός! Μη φοβηθής· θα ήμαι 'ς το πλευρόν σου.
Μ' αυτό ή εχαθήκαμεν ή θα σωθούμεν, ώστε
να πάρης την απόφασιν, και σφίξε την καρδιάν σου.
Κοντά να ήσαι. Ημπορώ να μη τον επιτύχω.
θα ήμ' εδώ, 'ς το πλάγι σου, Καρδιά! Και ετοιμάσου.
Διά το επιχείρημα πολύ ζεστός δεν είμαι·
και όμως μου απέδειξε πως πρέπει να το κάμω.
Αι! Ένας ολιγώτερος 'ς την γην! Σπαθί μου έξω!
Τον έτριψα ως το κόκκαλον εκεί που επονούσε,
και τον ερέθισα καλά. – Είτε αυτός σκοτώση
τον Κάσιον, είτε αυτόν ο Κάσιος σκοτώση,
είτε κ' οι δύο σκοτωθούν, θα έβγω κερδισμένος.
Ο Ροδερίκος ζωντανός, θα μου γυρεύη 'πίσω
διαμαντικά και χρήματα, που έχω σουφρωμένα
να τα προσφέρω απ' αυτόν 'ς την Δυσδαιμόναν δώρα.
Δεν μου συμφέρει. – Αλλ' εάν ο άλλος απομείνη,
μια αιωνία ευμορφιά θα ήναι η ζωή του,
που θα με κάμνη άσχημον εμένα! Κ' εκτός τούτου
ο Μαύρος έξαφνα 'μπορεί να του τα ξεσκεπάση,
και τότε τρέχω κίνδυνον μεγάλον. Όχι, όχι!
Πρέπει αυτός να σκοτωθή. – Σιμόνει. Τον ακούω.
Το πάτημά του· – Είν' αυτός. – Σ' εσκότωσα, αχρείε!
Α! Η σπαθιά σου μ' έτρωγε τω όντι, αν δεν είχα
τον θώρακα καλλίτερον απ' ό,τι εθαρρούσες.
Τον ιδικόν σου να ιδώ.
Ω! Είμ' αποθαμένος!
φεύγει.)
Βοήθεια! Μ' εκολόβωσαν! ω! Φονικόν! Βοήθεια!
Ο Κάσιος! Τον λόγον του εφύλαξεν ο Ιάγος.
Ω! κακορρίζικος εγώ!
Αλήθεια είναι τούτο.
Βοήθεια! Αι! Φέρετε φως! Ένα ιατρόν! Βοήθεια!
Εκείνος είναι. – Δίκαιε, πιστέ, γενναίε Ιάγο,
που τ' άδικον του φίλου σου επάνω σου το 'πήρες.
Μου δίδεις το παράδειγμα. – Ο αγαπητικός σου
να τος, ω άπιστη, νεκρός! Η μαύρη σου η Μοίρα
σε κυνηγά. Επλάκωσεν η ώρα! – Ήλθα, πόρνη!
Ιδού! Τα εξερρίζωσα τα μάγια της καρδιάς μου,
τα 'μάτια σου! Την κλίνην σου, που 'λέρωσ' ανομία,
με τ' άνομον το αίμα σου απόψε θα την βάψω!
Εδώ! Τι έγειν' η φρουρά; ποιος είν' εκεί; Βοήθεια!
Κάποιος 'κακόπαθε· ακούς; Κραυγαί απελπισίας.
Εδώ! Βοήθεια!
Ηχούσες;
Ω! κακομοιριασμένος!
Δύο ή τρεις βογγούν εδώ. Είναι βαθύ σκοτάδι·
μην ήναι παραμόνευμα; Της γνώσεως δεν είναι
να πολυπλησιάσωμεν πριν έλθη κανείς άλλος.
Ποιος είν' εκεί; Το αίμα μου το έχασα.
Ακούεις;
Να ένας χωρίς φόρεμα· δαυλόν κρατεί και όπλα.
Ποιος είν' εκεί; Ποιος φονικόν φωνάζει και βοήθεια;
Δεν 'ξεύρω
Δεν ηκούσατε να κράζουν εδώ κάτω;
Εδώ δι' όνομα Θεού! Εδώ. Βοήθησέ με.
Τι έτρεξε;
Είν' άνθρωπος νομίζω του Οθέλλου.
Είν' ο σημαιοφόρος του. Γενναίον παλλικάρι!
Εσύ ποιος είσαι, που εκεί με τόσον πόνον κράζεις;
Ω Ιάγο, έλα· μ' έσφαξαν, μ' αφάνισαν κακούργοι.
Βοήθησέ με·
Συμφορά! Εσύ, υπασπιστά μου!
Ποιος σου το έκαμεν αυτό;
Εδώ νομίζω κάπου
είναι ο ένας απ' αυτούς, και δεν 'μπορεί να φύγη.
Ω τους προδότας!
Αι, εσείς, ελάτε, βοηθήτε.
Εδώ, βοήθεια!
Να! Αυτός είν' ένας απ' εκείνους.
Μαχαιροβγάλτη, μιαρέ!
Ω Ιάγο κολασμένε,
ω σκύλε άπιστε!
Ακούς! Τον κόσμον να σκοτόνουν
'ς τα σκοτεινά! – Τι έγειναν, πού είν' οι σύντροφοί του; —
'Σ όλην την χώραν σιωπή! – Αι, φονικόν! Σκοτόνουν!
Ποιοι είσθε σεις; Καλοί; κακοί; Τι είσθε; τι ζητείτε;
Δοκίμασέ μας να ιδής.
Συ είσαι, Λοδοβίκε;
Εγώ.
Συμπάθειον ζητώ. – Επλήγωσαν κακούργοι
τον Κάσιον.
Τον Κάσιον!
Πώς είσαι, αδελφέ μου;
Θεός φυλάξοι! – Φίλοι,
το φως εδώ. – Το δένω 'γώ με το 'ποκάμισόν μου.
Τι είναι τούτο το κακόν; Τι τρέχει; ποιος φωνάζει;
Ποιος φωνάζει;
Κάσιε! Ω Κάσιε, ζωή μου!
Γλυκέ μου Κάσιε, εσύ; Κάσιε, Κάσιέ μου!
Α! Σκρόφα συ πασίγνωστη! – Δεν έχεις υποψίαν
ποιοι τάχα σ' εμαχαίρωσαν, ω Κάσιέ μου;
Όχι.
Με κακοφαίνεται πολύ εδώ να σ' απαντήσω
ς αυτήν την θέσιν, Κάσιε. Να σ' εύρω εζητούσα.
Μιαν καλτζοδέταν δότε μου. Καλά. – Ω! μιαν καθέκλαν
να τον σηκώσωμεν σιγά και χωρίς να πονέση.
Αλλοίμονον! Λιγοθυμά! – Ω Κάσιε, ψυχή μου!
Αυθένται, υποπτεύομαι αυτήν την σιχαμένην,
ότι 'ς αυτό το φονικόν είν' ανακατωμένη. —
Υπομονή, ω Κάσιε! – Ελάτ' εδώ, ελάτε.
Δότε μου φως. Ποιος είν' αυτός; Τον 'ξεύρομεν, ή όχι;
Αλλοί! Ο συντοπίτης μου και ο καλός μου φίλος,
ο Ροδερίκος! Όχι, – ναι! – Ο Ροδερίκος είναι!
Ο Βενετός;
Εκείνος· ναι. Τον 'ξεύρεις;
Αν τον 'ξεύρω!
Ο Γρατιάνος! Σου ζητώ συμπάθειον αυθέντα,
αν με αυτά τα φονικά εφάνηκα χωριάτης,
και δεν σε παρετήρησα.
Δεν βλάπτει. Καλώς σ' ηύρα.
Πώς είσαι τώρα, Κάσιε; – Ω! δότε μιαν καθέκλαν.
Ο Ροδερίκος!
Ναι· αυτός! – Ω! Ήλθεν η καθέκλα.
Ας έχη δόξαν ο Θεός! – Καλά μου παλλικάρια σηκώσατέ τον απ' εδώ με προσοχήν… αγάλια. Εγώ θα τρέξω τον ιατρόν του στρατηγού να φέρω.
Εσύ, Κυρά, τον κόπον σου τον χάνεις. – Κάσιέ μου,
αυτός που κείτεται νεκρός πιστός μου φίλος ήτο.
Πώς εμαλώσατε μαζύ; η αφορμή ποια ήτο.
Ούτε γνωρίζω αφορμήν, ούτε αυτόν τον 'ξεύρω.
Τι εκιτρίνισες εσύ; – Ω, δότε του αέρα!
Σεις, άρχοντές μου, μείνατε. – Κυρά, τι κιτρινίζεις; -
Κυττάξετε το 'μάτι της πώς είναι θολωμένον. —
Κάτι θα 'ξεύρης βέβαια, διά να τρέμης τόσον. —
Παρατηρείτε την καλά· ιδέτε την, αυθένται.
Την είδατε; Έχει φωνήν το κρίμα και φωνάζει,
και αν ακόμ' ήναι βωβή και σιωπά η γλώσσα!
Αλλοίμονον, ω άνδρα μου, τι έγεινε; τι τρέχει;
'Σ τα σκοτεινά τον Κάσιον ο Ροδερίκος, μ' άλλους
που 'ξέφυγαν, τον 'κτύπησε. Μισοθανατωμένος
έμείν' ο Κάσιος. Νεκρός ο Ροδερίκος είναι.
Αχ! Τον καλόν τον Κάσιον! Κρίμα 'ς τον νέον, κρίμα!
Να της πορνείας οι καρποί! – Προσπάθησ', Αιμιλία,
να μάθης πού εδείπνησεν ο Κάσιος απόψε.
Εσύ τι τρέμεις εις αυτό;
Εδείπνησε μαζή μου,
αλλά δεν είναι δι' αυτό που τρέμω.
Α! Μαζή σου;
Τότ' ακολούθει με λοιπόν.
Ω εντροπή σου, βρώμα!
Βρώμα δεν είμαι. Ζω κ' εγώ εξ ίσου τιμημένα
μ' εσένα, που με ύβρισες.
Μ' εμένα; εντροπή σου!
Αυθένται, να φροντίσωμεν τον Κάσιον ελάτε. —
Εσύ, κυρά, έλα μαζή να μας ειπής και άλλα. —
Συ, Αιμιλία, πήγαινε κ' ειπέ του στρατηγού μας
και της κυρίας σου αυτά. Εμπρός! (Αυτήν την νύκτα
ή γίνεται η τύχη μου, ή η καταστροφή μου!)