Kitabı oku: «Αγαμέμνων», sayfa 4
Yazı tipi:
σαν άνθρωπο, όχι σαν θεό να με τιμούνε·
και δίχως τα στρωσίματα κι αυτά τα ξόμπλια
η δόξα διαλαλεί· κ' η μετρημένη η γνώση
δώρο μεγάλο του θεού· να μακαρίζης
τον άνθρωπο απ' τα τέλη του τα ευτυχισμένα
κι αν έτσι πάντα φέρνομαι, φόβο δε θάχω!
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Όμως τώρα κι αυτή μη μου αρνηθής τη χάρη.
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Ξέρε το, δε θα ιδής τη γνώμη μου ναλάξω.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Μην τύχης τάμμα στους θεούς, για κάπιο φόβο;
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Παρά καθ άλλον, ξέροντας το λόγο μου είπα.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Και τι λες τάχα ο Πρίαμος, αν ενικούσε;.
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Και βέβαια θα πατούσε πάνω στις πορφύρες
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Λοιπόν μη ντηρηθής το τι θα πη ο κόσμος.
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Όμως και του λαού η φωνή πολύ βαραίνει.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Τον άνθρωπο που δε φθονούν, μην τον ζηλεύης.
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Δεν πάει και στη γυναίκα να γυρεύη αμάχες.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Μα πρέπει κάπου κι ο ευτυχής να τον νικούνε.
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Τόσο λοιπόν να με νικήσης επιμένεις;
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Σε με, μα με το θέλημά σου, ας μείνη η νίκη.
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Μ' αφού το θες.. γοργά ας μου λύσουν τις αρβύλες,
που ως σκλάβους τις πατάει και πορπατάει το πόδι·
κ' ενώ πάνω σ' αυτές θα φεύγω τις πορφύρες
ας μη με ιδή κανείς θεός με φθόνου μάτι·
ντροπή, σταλήθεια, τέτοια να ρημάζης πλούτη
κι ασημοζυγιασμένα φάδια μες στους δρόμους.
Τόσο γι' αυτά· την ξένη τώρα ετούτη δέξου
με καλωσύνη· από ψηλά θα καλοβλέπουν
πάντα οι θεοί, όποιος σκληρός δεν είναι αφέντης·
γιατί ποιος πέφτει στη σκλαβιά με θέλημά του;
αυτή, διαλεχτόν άνθος από τόσα πλούτη,
την έφερα μαζί μου, δώρο του στρατού μου·
κι αφού στο θέλημά σου μ' έχεις τέλος φέρη
πατόντας σε πορφύρες στο παλάτι ας εμπώ!
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Έχει κι αν έχει η θάλασσα! ποιος θα την σώση;
που ασημοζύγιαστη πολλήν πορφύρα θρέφει
καινούργια πάντα, για όσα θες να βάφης φάδια.
Και το σπίτι σου, ρήγα μου, τόχει για νάχη,
και πρώτα ο θεός φτώχεια τι πάει να πη δε ξέρει·
κι αν τέτοιο μου έφερναν χρησμό απ' τα μαντεία
θάταζα τόσα κι άλλα φάδια να πατιόνταν
για τα καλά σου, νάθε ταξιωθώ, δεξίμια·
γιατί σαν μένη η ρίζα, τα κλωνιά φουντώνουν
κι απλώνουν ήσκιο του σπιτιού, στο βαρύ κάμμα·
έτσι και σένα ο γυρισμός σταρχοντικό μας
σαν να μας φέρνη από χειμώνα καλωσύνη·
κι όταν γυαλίση απ' τη ξυνή την αγουρίδα
κρασάτη ρόγα, τότε πια η δροσιά γλυκειά 'ναι,
σαν κυβερνάει το σπίτι του ο ίδιος ο αφέντης.
Ω Δία μου τέλειε, δίνε στις ευχές μου τέλος
κι όπως συ θέλεις κάμε ό,τι να κάμης θέλεις.
ΧΟΡΟΣ
ΤΡΙΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ
Γιατί με τόσο πείσμα πάντα εμπρός
στη 'λαφροΐκιωτή μου τη καρδιά
αυτός ο φόβος να πηδά
κι ακάλεστος κι αλέρωτος
μου ψέλνει προφητείες;
Γιατί σαν τα όνειρα τα σκοτεινά
να μην μπορώ να τον ξορκίσω
και το καλό το θάρρος μου ξανά
στο θρόνο της καρδιάς να στήσω;
κι όμως καιρός επέρασ' από τότε,
που σέρνοντας τα παλαμάρια
αφήσανε την αμουδένια ακρογιαλιά,
όταν κατά την Τροία ξεκίνησαν
με το στρατό μας τα καράβια.
Τώρα ο ίδιος μάρτυρας εγώ
το γυρισμό τους με τα μάτια μου είδα·
μα πάλι από μέσα, και με δίχως λύρα,
ψάλλει αυτοδίδακτη η καρδιά μου
των Ερινύων το θρήνο
και γω δεν έχω αλάκερο
το καλό θάρρος της ελπίδας.
Γιατί έτσι μάταια δεν σπαρνούν
τα σπλάχνα μου, ουδέ στρέφει
μ' όχι του κάκου ταραγμούς
σε δίκιους η καρδιά μου λογισμούς.
Μα εύχομαι ψεύτικοι να βγουν
οι φόβοι παναμένω
και να γενούν τανέμου.
Αχόρταγη είναι βέβαια η άκρα υγεία
γιατί η αρρώστεια * * *
γειτόνισσα ενός τοίχου συνορεύει
* * * * * *
και του θνητού η καλοτυχιά που πλέει πρίμα
χτύπησε απάνω στα κρυφά τα βράχια.
Μ' αν απ' τα κερδισμένα πλούτη
δεν ντηρηθή να κάμη χύση
με το πρεπούμενο το μέτρο,
δεν πήε κατά βυθού το σπίτι
μ' όλο της συμφοράς το παραφόρτωμα
και δεν εβούλιαξε το σκάφος.
Πολλά τάφθονα δώρα τουρανού
και της καλόχρονης σοδειάς
διώξαν την πείνα και τη φτώχεια.
Όμως, μια να χυθή χάμω στη γης
το μαύρο αίμα ανθρώπου σκοτωμένου
ποιος να το φέρη πίσω με γητειές;
μήπως και κείνον, που με τη σοφία του
να ξαναζωντανεύη μπόρειε πεθαμένο.
δεν τούδωσε ο Δίας να μάθη;
Αν όμως η ωρισμένη μοίρα απ' τους θεούς
δεν μπόδιζε να ξεπερνούμε
τα σύνορα που έχουνε τάξη,
τη γλώσσα θα προλάβαινε η καρδιά
στο φως αυτά να φέρη·
τώρα στα σκοτεινά κρυφανταριάζει
χωρίς καμμιάν ελπίδα, η πονεμένη,
να ξεσκεπάση τίποτα σωστό
μες απ' τα φλογισμένα φρένα.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Και συ, σε σένα λέω Κασσάνδρα, έμπαινε μέσα,
αφού σούδωκε ο θεός ανόργητα εδώ μέσα
του σπιτιού μας να γίνης και με τόσες δούλες
μαζί να παραστέκης δίπλα στο βωμό μας,
κατέβαινε απ' ταμάξι, δίχως περηφάνεια.
Αφού κι ο γυιός ακόμα λέγουν της Αλκμήνης
ψωμί σκλαβιάς υπόφερε να δοκιμάση·
γιατί αν το φέρη η τύχη τέτοια νάρθη ανάγκη,
χαρά 'ς τον, που αρχαιόπλουτο κύριο θα λάχη.
Μα εκείνοι, όπου ανέλπιστα θερίσουν πλούτη,
πάντα σκληροί στους δούλους και με δίχως μέτρο
έχεις τώρ' από μέρους μας, ότι είναι δίκιο.
ΧΟΡΟΣ
Σούπε λόγια κοφτά και στρογγυλά και παύει·
και μια που στα πλεμμάτια είσαι της τύχης,
ό,τι σου λέει κάμε – αν θες – μα ίσως δεν θέλεις.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Μ' αν ίσως και δεν έχει σαν το χελιδόνι
βαρβαρικιά στη γλώσσα της φωνή και ξένη,
τα φρόνιμά μου νοιώθοντας θακούση λόγια.
ΧΟΡΟΣ
Εμπρός· σου λέει τα πιο καλά στη θέσι που 'σαι
κι ακλούθει αφίνοντας αυτή την έδρα τώρα.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Καιρό δεν έχω πλια εδώ έξω από τη θύρα
να χάνω· γιατί εμπρός εις τους βωμούς, στη μέση
του παλατιού, για σφάξιμο τ' αρνιά προσμένουν.
σαν να ποτέ μην έλπιζαν μια τέτοια χάρη·
και συ στο νου σου αν τόχης κάμε ό,τι θα κάμης
κι αν πάλι δεν τη νοιώθης, ξένη, αυτή τη γλώσσα
μίλησε αντίς με τη φωνή καν με το χέρι.
ΧΟΡΟΣ
Φαίνεται θέλει η ξένη έν' άξιο δραγομάνο
κι ο τρόπος της νεοσκλάβωτο την δείχνει αγρίμι.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Μα είναι τρελλή, κι ακούει κακά στο νου της φρένα,
'π' αφού πάρθηκ' η χώρα της κ' εδώ μας ήρθε,
δε λέει στο χαλινάρι της να συνειθίση
πρι να ξαφρίση τους θυμούς του αίματός της.
Σκοπό δεν τόχω πιότερα να χάνω λόγια.
ΧΟΡΟΣ
Μα εγώ τη συμπονώ και δε θα της θυμώσω·
κατέβα πια ταλαίπωρη κι άφις τ' αμάξι
και κάνε της σκλαβιάς σου αρχή σαν είναι ανάγκη.
ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Συμφορά μου ωιμέ συμφορά,
Απόλλων Απόλλων!
ΧΟΡΟΣ
'Τι θέλουν τάχα οι θρήνοι αυτοί για το Λοξία;
δεν είναι τέτοιος να του πρέπουν μοιρολόγια.
ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Συμφορά μου ωιμέ συμφορά,
Απόλλων Απόλλων!
ΧΟΡΟΣ
Πάλι με στόμα βλάστημο το θεό φωνάζει
που σε γόους να παραστέκη δεν του πρέπει.
ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Απόλλων,
Απόλλων οδηγέ κ' η απώλειά μου!
δεύτερη αυτή φορά και για καλά με χάνεις.
ΧΟΡΟΣ
Για τα δικά της πάθη, λέω, θα προφητέψη.
μένει το θείο το χάρισμα και στη σκλαβιά της.
ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Απόλλων,
Απόλλων οδηγέ κ' η απώλεια μου!
α, που τάχα μ' ωδήγησες; και σε ποια στέγη;
ΧΟΡΟΣ
Στων Ατρειδών τη στέγη· κι αν δε τόχης νοιώση
νά που σου λέω· και ψέμα δε θα πης πως σου είπα.
ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Α, α,
θεομίσητο σπίτι, και πόσα ξέρει
φονικά, σκοτωμούς από δικών χέρι,
ανθρωπομακελλειό αιματορραντισμένο!
ΧΟΡΟΣ
Μοιάζει μύτη καλή σαν σκύλλα νάχη η ξένη,
και ψάχει νάβρη εκεί που οσμίζεται το γαίμα.
ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Γιατί έχω μάρτυρες, νά, ιδού, ετούτα.
Βρέφη που σκούζουν κάτω απ' το μαχαίρι
κρέατα ψητά, απ' τον πατέρα φαγωμένα.
ΧΟΡΟΣ
Τη μαντική σου είχαμε ακουστά τη φήμη,
αλλά γι' αυτά δεν μας χρειάζονται προφήτες.
ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Αλλοί κι απ' αλλοί, το τι έχει στο νου της;
τι 'ναι αυτό το καινούργιο κακό το μεγάλο,
το μεγάλο, που εδώ μέσα ετοιμάζει, κακό
για τους φίλους βαρύ
και δεν έχει γιατρειά
κ' είναι κάθε βοήθεια μακριά.
ΧΟΡΟΣ
Αυτά σου τα μαντεύματα δεν τα γνωρίζω·
τάλλα τα ξέρω· τα κηρύττει όλη η χώρα.
ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Αλλοί σου αθλία, και το κάνεις αυτό;
τον άντρα, το δεξί σου το πλευρό,
ευφραίνεις με λουτρό – πώς να το πω το τέλος;
μα όπου και νάναι γίνεται· κι απλώνει
χέρι το χέρι γοργό.
ΧΟΡΟΣ
Δεν νοιώθω ακόμα· κ' ύστερα απ' τα αινίγματά σου
τώρα τους σκοτεινούς σου τους χρησμούς τρομάζω.
ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Έ, ε, παπαί παπαί, τι 'ναι που φαίνεται;
δεν είναι δίχτυ του Ίδη;
μα δίχτυ 'ναι η γυναίκα του, η φόνισσά του·
κ' η κατάρα η αχόρταγη του γένους
ας κλάψη του φριχτού το θρήνο φονικού.
ΧΟΡΟΣ
Ποια τούτη η Ερινύα που προσκαλείς να υψώση
θρήνο στο σπίτι; δε μ' ευφραίνει αυτός σου ο λόγος
και μαύρη στην καρδιά μ' ανέβηκε σταλιά
το γαίμα – όπως με θανάσιμη πληγή
χυμένο πάει με το φως του βίου που σβύνει,
και δεν αργεί να φτάση το κακό.
ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Α, α· ιδού ιδού· κράτα μακριά
τον ταύρο από την αγελάδα,
με δόλο μες στα βρόχια της τον πιάνει,
βαράει του μαύρου μια, και πέφτει
μες στα λεβέτια του λουτρού, όπως σου λέω.
ΧΟΡΟΣ
Δε θα το καυχηθώ πως νοιώθω τους χρησμούς σου
με κάτι όμως κακά μου φαίνεται να μοιάζουν.
Και πότε απ' τους χρησμούς βγήκε για τους θνητούς
λόγος καλός; – μέσα στις συμφορές
των μάντηδων οι περισσές οι τέχνες
το φόβο έρχουνται να φέρουν.
ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Αλλοίμονο της άμοιρης μαύρη μου τύχη,
βάζω και κλαίω μαζί και τα δικά μου πάθη!
που ηύρες να φέρης την ταλαίπωρη κ' εμένα,
τι άλλο, πάρεξ να πεθάνω εδώ μαζί σου!
ΧΟΡΟΣ
Φρενοπαρμένη θάσαι και θεοπείραχτη,
μόνη σου για να ψάλλης θρήνον άνομο
του εαυτού σου, όπως η ξανθιά
κι αβάρετη στα κλάματα αηδόνα,
που κλαίοντας κλαίει πάντα τον Ίτυν Ίτυ
σ' όλη την πικραμένη τη ζωή της.
ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Καλότυχη της λιγερής μοίρα αηδόνας!
αυτή την ντύσανε οι θεοί με φτερωτό κορμί
και μες τα κλάματα γλυκειά της δώσανε ζωή·
μα εμέ σφαγή με δίκοπο σπαθί προσμένει.
ΧΟΡΟΣ
Πούθ' έρχονται, από ποιο θεό σταλμένοι οι τρόμοι αυτοί,
και τα δεινά με σκούξιμο κακόσυρτο θρηνείς,
και με προφητικούς ψάλλεις μαζί σκοπούς;
πούθε τα μέτρα αυτής της τέχνης μαντικής
έχεις και κακομελετάς;
ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Ω γάμοι γάμοι Πάριδος των φίλων συμφορά,
ω του Σκαμάντρου πατρικό νερό!
που μια φορά στις όχθες σου την άθλια
μ' έθρεφες και με τράνευες
και τώρα γρήγορα θαρρώ γύρω στον Κωκυτό
και στις οχθιές του Αχέροντα θα προφητέψω!
ΧΟΡΟΣ
Τι 'ναι αυτός τώρα ο φανερός πάρα πολύ χρησμός;
κ' ένα μωρό μπορεί να νοιώση·
και στη καρδιά με πλήγωσε σα δάγκαμα φιδιού
καθώς τη μαύρη μοίρα σου μοιρολογάς πικρά
και με σπαράζεις να σ' ακούω.
ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Ω κρίμα οι κόποι, η χώρα μας κ' επήε κατά βυθού!
κρίμα οι θυσίες του πατέρα για τους πύργους
και τα σφαγμένα αρίθμητα παχιά κοπάδια
τίποτε δεν ωφέλησαν
για να μην πάθη ό,τι έπαθεν η πόλη.
Και γω το θερμόν αίμα μου ταχιά στη γη σκορπώ!
ΧΟΡΟΣ
Σύμφωνα μ' όσα μούψαλες κι αυτά που τώρα λες.
Και βέβαια κάποιος δαίμονας σε βάζει,
όπου κακό σου θέλει, πέφτοντας βαρύς,
για να θρηνής πικρά πάθη θανατικά·
και πού θα βγη δε ξέρω.
ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Σε λίγο ακόμη κι ο χρησμός πια δε θα βλέπη
μέσ' από πέπλους σαν την νιόπαντρη τη νύφη·
μα θα χυθή, όπως φαίνεται, μ' ορμή μεγάλη
προς του ήλιου τις ανατολές, και σαν το κύμα
στο φως κακό θα βγάλη πιο μεγάλο απ' τάλλο.
Τώρα όχι πια μ' αινίγματα θα σου τα μάθω!
Και μάρτυρες μου νάσαστε, μαζί ακλουθόντας,
πως των αρχαίων οσμίζομαι κακών τα χνάρια·
γιατί ποτέ δεν απολείπει αυτή τη στέγη
χορός που ψάλλει μια κακόφωνη αρμονία.
Και μια που μάλιστα έχει πιή ανθρώπινο αίμα
κι αποδιαντράπη ολότελα, τόστρωσε μέσα
στο σπίτι για καλά, και πια δε λέει να φύγη
των Ερινύων των συγγενικών ο κώμος.
Κ* έτσι για πάντα θρονιασμένες τραγουδούνε
την πρώτη του κακού αφορμή, και καταριούνται
κλίνη, που ατίμασε αδελφός, προς όλεθρό του.
Αστόχησα ή το ηύρα σαν καλός τοξότης;
Ή ψευτομάντισσα είμαι φλύαρη δερνοθύρα;
αρνήσου το αν μπορής κι ορκίσου πως δε ξέρεις
απ' ακουστά τις πρώτες του σπιτιού αμαρτίες
ΧΟΡΟΣ
Ω και να μπόρειε ο στέρεος δεμένος όρκος
καμμιά θεράπεια νάφερνε! μα εσέ θαυμάζω
που όντας περατινή κι απ' αλλόγλωσση πόλη,
σαν νάσουν μπρος και τάβλεπες τα ξεδιαλύνεις.
ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Το δώρο αυτό απ' το μάντη δέχτηκα το Φοίβο.
ΧΟΡΟΣ
Μην, και θεό, τον λάβωσε η αποθυμιά σου;
ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Πριν, τόχα για ντροπή μου να τ' ομολογούσα.
ΧΟΡΟΣ
Τόχει ο καθείς να 'παίρεται στην ευτυχιά του.
ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Μα είταν για μένα αγωνιστής γιομάτος φλόγα.
ΧΟΡΟΣ
Μην και σε κλίνη γάμου επλάγιασες μαζί του;
ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Αφού είχα πη το ναι, τον γέλασα κατόπι.
ΧΟΡΟΣ
Ενώ είχες πια τη θεϊκιά τέχνη παρμένη;
ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Στην πόλη πια προφήτευα τα ήθελε πάθη.
ΧΟΡΌΣ
Και πώς απλέρωτη έμεινες απ' την οργή του;
ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Κανένας πια σε τίποτε δεν μου επιστεύαν.
ΧΟΡΟΣ
Μα εμείς αυτά που λες μας φαίνεται είν' αλήθεια.
ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Αχ! Αχ!
Πάλι ο φριχτός ο πόνος της ορθομαντείας
μ' απαίσιο προανάκρουσμα μ' αναταράζει.
Βλέπετε εδώ τους νέους αυτούς τους θρονιασμένους
μέσα στο σπίτι ομοίους με μορφές ονείρων,
παιδιά που σαν δικοί τους τάχουνε σφαγμένα;
γιομάτα από φαΐ των σαρκών τους τα χέρια
μαζί άντερα και σπλάχνα – γιόμισμα τρισάθλιο,
φαίνονται να κρατούν, που γεύτηκε ο πατέρας!
Κ' εκδίκησί τους μελετά να πάρη κάποιος
λιόντας δειλός, που στρέφεται μες στα κρεβάτια
και στο σπίτι φυλάει, ωιμέ, πότε να στρέψη
ο αφέντης – ναι, ο αφέντης μου, αφού είμαι σκλάβα.
Κι ο στόλαρχος και νικητής της Τροίας δε ξέρει
τι με της γλώσσας της τα χάδια και τα λόγια
τα πρόσχαρα, του μαγερεύει η μαύρη σκύλλα,
Türler ve etiketler
Yaş sınırı:
12+Litres'teki yayın tarihi:
27 haziran 2017Hacim:
50 s. 1 illüstrasyonTercüman:
Telif hakkı:
Public Domain