Kitabı oku: «Επικίνδυνες Καταστάσεις», sayfa 2

Yazı tipi:

Κεφάλαιο 2

Ο Άντονι βημάτιζε αδιάκοπα στο μαρμάρινο πάτωμα του γραφείου του. Πέρασε το χέρι του μέσα από τα σκούρα μαλλιά του, μπερδεμένος και θυμωμένος. Ήξερε πως είχε χάσει την ψυχραιμία του όταν σκότωσε τον Άρθουρ και τώρα είχε σχεδόν χάσει το πλεονέκτημα για να δέσει την Τζούελ μαζί του και να την κάνει ταίρι του...όχι ότι αυτό θα τον σταματούσε.

Ήθελε να παραμείνει ήρεμος...αλλά όταν ο Άρθουρ ανέφερε τον πατέρα του, ο λυκάνθρωπος μέσα του βγήκε στην επιφάνεια και διαλύθηκαν όλα. Τώρα ήταν αναγκασμένος να χρησιμοποιήσει διαφορετικού είδους εξαναγκασμό για την υποψήφια νύφη του που το είχε βάλει στα πόδια. Το μόνο του πρόβλημα ήταν πως έπρεπε να την βρει πρώτα.

Κάποιος χτύπησε την πόρτα και ο Άντονι σταμάτησε να βηματίζει, ίσιωσε τα μαλλιά του και τα ρούχα του. Ήταν ο Άλφα και έπρεπε να διατηρεί άψογη την εμφάνιση του.

'Περάστε,' είπε με παγωμένη φωνή.

Η πόρτα άνοιξε και ένας από τους λύκους του μπήκε μέσα, κλείνοντας την πόρτα πίσω του.

'Τι ανακάλυψες;' Ρώτησε ο Άντονι.

Το μέλος της αγέλης φαινόταν πολύ νευρικό και ξερόβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του. 'Έμεινα πίσω όπως με διέταξες για να δω αν ο παπάς επέστρεψε στην εκκλησία. Δε πέρασε πολύ ώρα και ξαφνικά έγινε χαμός και στην εκκλησία και στο νεκροταφείο από πίσω της. Άνθρωποι από το πουθενά εμφανίστηκαν, δεξιά και αριστερά.' Έκανε μια παύση και κατάπιε νευρικά πριν προσθέσει, 'Τότε πρόσεξα πως η Τζούελ ήταν μαζί τους.'

'Και λοιπόν που είναι;' Ο Άντονι απαίτησε να μάθει καθώς προχωρούσε προς το μέρος του λύκου με μεγάλες δρασκελιές. 'Γιατί δεν την έφερες πίσω μαζί σου;'

Ο λύκος έκανε προς τα πίσω με πανικό στα μάτια του, γνωρίζοντας καλά πως το να φέρνεις κακά νέα στον Άλφα δεν ήταν καλό πράγμα. 'Δε μπορούσα,' είπε τρέμοντας από το φόβο.

Το χέρι του Άντονι τινάχτηκε απότομα πιάνοντας τον λύκο από το λαιμό και σηκώνοντας τον στον αέρα. 'Είσαι λυκάνθρωπος. Γιατί δεν την πήρες απλώς με το ζόρι;'

'Ήταν περικυκλωμένη από λυκανθρώπους...ήταν πάρα πολλοί,' εξήγησε ο λύκος, σηκώνοντας τα χέρια του προσπαθώντας να μειώσει λίγο την πίεση γύρω από το λαιμό του.

Το χέρι του Άντονι έσφιξε και τα μάτια του άλλαξαν σε χρυσαφί χρώμα. Ο αδελφός του είχε γυρίσει τελικά από την Ιταλία, ήταν σίγουρος γι' αυτό. 'Δε σου έμαθα να πολεμάς άλλη αγέλη μόνος σου;' Ο αδελφός μου δεν πιάνει μια μπροστά σου. Ήταν ψέματα. Ο λύκος πιθανότατα θα βρισκόταν σε κάποιο χαντάκι νεκρός αν τολμούσε να τα βάλει με τον Αντρέα Βαλάτσι.

'Δεν ήταν λύκοι,' είπε ξέπνοα ο λύκος προσπαθώντας να πάρει ανάσα.

Ο Άντονι έστρεψε την προσοχή του πίσω στον άντρα που πνιγόταν και έβγαλε το χέρι του από το λαιμό του, βλέποντας πως παραλίγο θα τον σκότωνε. 'Ποιος ήταν;' Απαίτησε να μάθει καταπιέζοντας λίγο την οργή που ένιωθε.

Ο λύκος βρισκόταν πεσμένος στο πάτωμα προσπαθώντας να αναπνεύσει. Σηκώθηκε με δυσκολία στα τέσσερα προτού ξαναπέσει με το μέτωπο να ακουμπά στο κρύο μαρμάρινο πάτωμα. Αποκάλυψε το πίσω μέρος του λαιμού του δείχνοντας υποταγή στον αρχηγό του και ευχόταν να το είχε βάλει στα πόδια όταν είχε την ευκαιρία.

'Γάτες...μύρισα γάτες,' είπε μετά από λίγα δευτερόλεπτα, 'Κούγκαρ και τζάγκουαρ...πολλά.' Σήκωσε το κεφάλι του και είδε τα μάτια του Άντονι να σμίγουν απειλητικά. Γρήγορα πρόσθεσε, 'Υπήρχε ένα κούγκαρ που ήταν συνέχεια δίπλα της. Το μέρος ήταν γεμάτο από βρικόλακες επίσης. Ένα κομμάτι της εκκλησίας ανατινάχτηκε και μετά εμφανίστηκε και ένα μπατσικό.'

Ο Άντονι στάθηκε εκεί προσπαθώντας να καταλαγιάσει τον θυμό του. Όμως, όσο στεκόταν τόσο πιο πολύ εκνευριζόταν. Το σχέδιο του να αρπάξει το ταίρι του που είχε ξεφύγει γινόταν συνέχεια σκατά είτε από δικά του λάθη ή από λάθη που έκαναν οι άσχετοι κατώτεροι του.

Έκανε νόημα στους προσωπικούς του φρουρούς να πλησιάσουν. 'Να τον πάτε κάτω στο υπόγειο για να τιμωρηθεί για την αποτυχία του.

Ο λύκος σηκώθηκε στα γόνατα με παρακλητική έκφραση στο πρόσωπο του. Είχε ακούσει ιστορίες για το υπόγειο και τι γινόταν εκεί. Κάποιοι από τους λύκους είχαν επιβιώσει τα βασανιστήρια αλλά ακόμη είχαν τις ουλές στα σώματα τους που έδειχναν τι πέρασαν εκεί. Κλαψούρισε όταν οι φρουροί τον άρπαξαν από τα μπράτσα και τον σήκωσαν.

Οι φρουροί δεν κοίταξαν καν το πρόσωπο του, ούτε είπαν τίποτα καθησυχαστικό ή υποτιμητικό. Αν ήταν στο χέρι τους, θα τον είχαν αφήσει να φύγει. Για εκείνους, η Τζούελ είχε κάθε λόγο να τρέξει μακριά από τον Άλφα τους. Ήταν δυστυχισμένη και παρά τις προσπάθειες του Άντονι, δεν θα τον αγαπούσε ποτέ. Το να ζεις έτσι, να ακμάζεις από τη δυστυχία των άλλων δεν ήταν ο αληθινός τρόπος ζωής των λυκανθρώπων... ήταν ο τρόπος της Μαφίας.

Κάποτε, προστάτευαν την ανθρωπότητα από το κακό που απειλούσε να κατακτήσει τον κόσμο. Τώρα, με εξαίρεση κάποιες φυλές που βρισκόταν στις ΗΠΑ και σε κάποια μέρη του εξωτερικού, αυτοί ήταν το κακό. Δεν ήταν παράλογο που οι θνητοί έκαναν ταινίες που τους παρουσίαζαν ως λυσσασμένα σκυλιά που προκαλούν θάνατο και καταστροφή.

Ο Άντονι ακολούθησε τους φρουρούς στο υπόγειο και γέλασε σαρκαστικά όταν ο νεαρός λυκάνθρωπος κλαψούρισε σιγανά. Το υπόγειο της έπαυλης είχε μεταμορφωθεί σε ένα τεράστιο θάλαμο βασανιστηρίων. Αλυσίδες κρεμόταν από τον απέναντι τοίχο με χειροπέδες για να κρατούν όποιον ήταν εκεί κολλημένο πάνω στην κρύα πέτρα του τοίχου.

Από τα δεξιά υπήρχε ένα τραπέζι γεμάτο με μαστίγια σε διάφορα μεγέθη. Ένα καζάνι πάνω σε φωτιά που έκαιγε και μέσα του υπήρχαν σίδερα, το χρησιμοποιούσαν για να μαρκάρουν, κάτι που ο Άντονι χρησιμοποιούσε σπάνια. Τέλος, στον τοίχο απέναντι ακριβώς υπήρχε μια σειρά από κελιά μέσα στα οποία ήταν φυλακισμένοι κάποιοι.

Μερικοί λυκάνθρωποι κινήθηκαν μέσα στις σκιές ετοιμάζοντας περισσότερα μηχανήματα, για έναν ιδιαίτερο καλεσμένο τον οποίο ο Άντονι είχε την τύχη να πιάσει λίγες εβδομάδες πριν. Σταμάτησαν και κοίταξαν με περιέργεια όταν ο Άλφα τους μπήκε στο θάλαμο με τους φρουρούς του και έναν καινούριο λύκο που έπρεπε να συμμορφωθεί.

Ο Άντονι στάθηκε πίσω καθώς οι φρουροί πέρασαν τις χειροπέδες, έδεσαν τον λύκο στον τοίχο και έφυγαν από τη μέση μόλις τελείωσαν.

'Τι θέλεις να κάνουμε, Άρχοντα Άντονι;' Ρώτησαν οι γηραιότεροι λύκοι.

'Θέλω να σιγουρευτείτε πως ο συγκεκριμένος θα πάρει το μάθημά του, Μπόρις,' απάντησε ο Άντονι. 'Απέτυχε να φέρει τη νύφη μου πίσω, και πρέπει να μάθει πως δεν ανέχομαι την αποτυχία.'

Ο Μπόρις κοίταξε το αγόρι πίσω τους και αναστέναξε σιωπηλά. 'Μα είναι μόνο ένα μικρό αγόρι.'

'Τότε λοιπόν θα μάθει εύκολα,' είπε ο Άντονι χωρίς κανένα συναίσθημα στη φωνή του.

Ο Μπόρις σήκωσε το χέρι του που ήταν γεμάτο ουλές και έκανε νόημα στους άλλους λυκανθρώπους. Εκείνοι πλησίασαν και έσκισαν το πουκάμισο του νεαρού λύκου. Ο Μπόρις σήκωσε ένα από τα μαστίγια, αυτό με τα εννιά λουριά και το τίναξε στον αέρα. Ο δεμένος λύκος ζάρωσε και ο Άντονι χαμογέλασε σατανικά.

Ο Μπόρις στάθηκε λίγα μέτρα πίσω από τον νεαρό δεμένο λύκο και τίναξε το μαστίγιο στην πλάτη του. Ο νεαρός λύκος ούρλιαξε μόλις το μαστίγιο χτύπησε την πλάτη του. Τα ουρλιαχτά συνεχίστηκαν καθώς ο Μπόρις συνέχισε να χτυπά το κάποτε άψογο δέρμα του αγοριού. Τελικά, σταμάτησε και ένας άλλος λυκάνθρωπος πήρε τη θέση του κρατώντας ένα μεγάλο μπολ γεμάτο αλάτι. Ακολούθησαν ακόμη περισσότερα ουρλιαχτά και κραυγές καθώς το αλάτι έπεφτε πάνω στις ανοιχτές πληγές.

Ο νεαρός λύκος έπεσε αποκαμωμένος πάνω στον τοίχο πιστεύοντας πως το βασανιστήριο του είχε τελειώσει, αλλά άρχισε να ουρλιάζει ξανά μόλις το μαστίγωμα ξεκίνησε από την αρχή...με τη διαφορά πως είχαν προστεθεί άλλα δυο λουριά στο μαστίγιο.

Ο Άντονι σήκωσε το δεξί του χέρι έτσι ώστε να μπορεί να βλέπει καλύτερα και συνοφρυώθηκε όταν είδε πως έπρεπε να λιμάρει ξανά τα νύχια του. Ανασηκώνοντας τους ώμους του, έφυγε από το θέαμα και πήγε στο πιο μακρινό κελί στο τέλος του υπογείου. Ένα χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπο του όταν άκουσε τις βαριές αλυσίδες να τρίζουν.

Ο άντρας μέσα στο κελί σηκώθηκε όρθιος προσπαθώντας να τραβήξει τις αλυσίδες και να φτάσει κοντά στον Άντονι.

Η κακή διάθεση του Άντονι ξαφνικά εξαφανίστηκε βλέποντας το περήφανο αρσενικό μέσα στο κελί. Το χαμόγελο του έγινε πιο πλατύ όταν σκέφτηκε έναν τρόπο να πάρει την Τζούελ πίσω στην αγκαλιά του και μακριά από τα κούγκαρ στα οποία είχε βρει καταφύγιο.

'Χαίρομαι που σε πυροβόλησα μόνο μια φορά Μάικλ... μου είσαι μάλλον χρήσιμος σε κάτι.'

*****

Η Τάμπαθα κοίταξε ολόγυρα το διαμέρισμα που μοιραζόταν με τον Κρις και ανατρίχιασε. Συνήθως δεν την πείραζε να είναι μόνη, για πολλούς λόγους, αλλά απόψε δε μπορούσε να το διαχειριστεί. Κοίταζε έξω από το παράθυρο όποτε άκουγε έναν ήχο πιστεύοντας πως ο Κρις είχε επιστρέψει. Σκεφτόταν πως ήταν καλά όταν η Ένβι και ο Ντέβον την άφησαν στο σπίτι, στο δρόμο τους για το σπίτι του Τσαντ, αλλά τώρα αντιλαμβανόταν πόσο είχε ανάγκη την παρέα τους.

Η Ένβι την είχε ρωτήσει αν ήθελε να πάει μαζί τους, στην περίπτωση που χρειαζόταν βοήθεια για να αντιμετωπίσει τον αδελφό της. Αλλά, η Τάμπι είχε σκεφτεί πως ίσως ο Κρις γύριζε σπίτι σύντομα και ήθελε να τον ρωτήσει τι συνέβη, γι' αυτό δεν αποδέχτηκε την πρόσκληση της Ένβι...και τώρα ευχόταν να είχε πάει μαζί τους.

Σκεφτόταν τον Κρις και οι σκέψεις της πήγαν στον Ντιν και πως είχε συμπεριφερθεί στην εκκλησία. Μπορούσε ακόμη να δει το ύφος στο πρόσωπο του όταν είδε τον Κέιν.

Η Τάμπαθα κούνησε το κεφάλι της όταν η εικόνα του Κέιν εμφανίστηκε στο μυαλό της, προσπαθώντας να μην τον σκέφτεται. Βλέποντας τον κάτω, νεκρό, είχε διαλύσει κάτι στην καρδιά της και στην ψυχή της. Δεν καταλάβαινε γιατί, αλλά η σκέψη και μόνο ότι είχε πεθάνει, την έκανε να θέλει να ξαπλώσει κάτω και να κουλουριαστεί σαν μπάλα.

'Σύνελθε,' ψιθύρισε για να σπάσει την σιωπή. 'Πρέπει να κάνεις κάτι για να ξεχαστείς.'

Σηκώνοντας το τηλέφωνο αποφάσισε να καλέσει τον Τζέισον στη δουλειά για να δει μήπως έγινε τίποτα ασυνήθιστο από την ώρα που ο Κρις είχε πάει στη Φλόριντα.

Το τηλέφωνο χτύπησε τρεις φορές πριν το απαντήσουν.

'Δασική Προστασία, Αξιωματικός Φοξ στο τηλέφωνο,' ακούστηκε μια σέξι φωνή.

'Έλα Τζέισον, η Τάμπι είμαι.' Χαμογέλασε για πρώτη φορά από την ώρα που είχε μπει στο σπίτι.

'Τάμπι;' Ο Τζέισον έβγαλε μια κραυγή και η Τάμπι άκουσε κάτι να πέφτει, μάλλον η καρέκλα, γιατί συνήθως ο Τζέισον καθόταν με τη καρέκλα να γέρνει προς τα πίσω και να στηρίζεται μόνο στα δυο πόδια. 'Που στα κομμάτια ήσουν;'

'Ο Κρις σχεδόν απήγαγε εμένα και την Ένβι και μας πήγε στη Φλόριντα για μερικές μέρες.' Απάντησε η Τάμπι. 'Μόλις γύρισα σπίτι και σκέφτηκα να τηλεφωνήσω για να μάθω τι έχασα.'

Ο Τζέισον αναστέναξε, 'εκτός από τα συνηθισμένα περίεργα που συμβαίνουν, δεν έχασες και πολλά. Το μόνο συναρπαστικό που συνέβη είναι τις προάλλες το βράδυ που μας πήρε τηλέφωνο ένας τρελάρας.'

Η Τάμπι χαμογέλασε και κάθισε στον καναπέ της. 'Για πες!'

'Ο Τζέικομπ και εγώ καθόμασταν εδώ, ήταν ήσυχη βραδιά και ξαφνικά χτύπησε το τηλέφωνο. Το σήκωσα και ήταν ένας τύπος που άρχισε να μου λέει πως είδε ένα τζάγκουαρ να κυνηγάει ένα κούγκαρ μέσα στην πόλη με ένα κινητό τηλέφωνο δεμένο γύρω από τα πόδια του.'

Η Τάμπαθα δεν άντεξε και άρχισε να γελάει. Αν ήταν στη θέση του Τζέισον πριν από μερικές εβδομάδες, θα σκεφτόταν ακριβώς το ίδιο πράγμα. 'Ωραία πράγματα,' αναφώνησε.

'Εμένα μου λες;' είπε ο Τζέισον χαχανίζοντας. 'Ο Τζέικομπ και εγώ βάζουμε στοιχήματα αν θα υπάρχουν και γραπτά μηνύματα όταν βρούμε τον ταραξία.'

'Είσαι σίγουρος ότι δε πίνεις κανένα από τα σπέσιαλ κοκτέιλ της Κατ;' Ρώτησε η Τάμπι γελώντας.

'Δε πίνω ποτέ εν ώρα υπηρεσίας!' Αναφώνησε ο Τζέισον και η Τάμπαθα άκουσε το γέλιο του Τζέικομπ από το βάθος. 'Λοιπόν πότε θα επιστρέψεις στη δουλειά;'

Η Τάμπαθα ανασήκωσε τους ώμους της, 'δε ξέρω ακόμη.' Χρειάζομαι μερικές μέρες ακόμα και έχω αρκετές μέρες άδειας να σπαταλήσω.

'Τέλεια, παρόλαυτα μας λείπεις. Δεν είναι το ίδιο χωρίς το όμορφο προσωπάκι σου που φωτίζει το μέρος αυτό. Το μόνο που έχω τώρα είναι ο Τζέικομπ και δεν είναι και τόσο της προκοπής όταν τον κοιτάς.'

'Και εμένα μου λείψατε παιδιά,' είπε η Τάμπι και το εννοούσε. 'Θα βρεθούμε σε μερικές μέρες.'

Ο Τζέισον σώπασε για λίγο και η Τάμπαθα ενστικτωδώς γνώριζε τι θα ρωτήσει. 'Πως είναι η ΄Ενβι;'

'Καλά είναι και αυτή. Όπως εγώ, χρειάζεται και εκείνη μερικές μέρες μακριά.' Δάγκωσε το κάτω χείλος της όταν επακολούθησε σιωπή για λίγα δευτερόλεπτα.

'Είναι αλήθεια;' ρώτησε ο Τζέισον.

'Τι να είναι αλήθεια;' Η Τάμπαθα προσπάθησε να φανεί ότι δεν έχει ιδέα για ποιο πράγμα τη ρωτούσε.

'Είναι αλήθεια πως η Ένβι βγαίνει με τον Ντέβον Σάντος;' Ο Τζέισον έσφιξε το τηλέφωνο τόσο δυνατά που οι αρθρώσεις στα δάχτυλα του άσπρισαν.

Η Τάμπαθα αναστέναξε, ήξερε πως αυτό θα πληγώσει πολύ τον Τζέισον αλλά ως ένα σημείο ήταν και δικό του φταίξιμο. Κάποιος τόσο ωραίος όπως εκείνος δεν έπρεπε να είναι κολλημένος με το μόνο κορίτσι το οποίο τον έβλεπε ως καλύτερο φίλο και αδελφό.

'Ναι, είναι αλήθεια.' Είπε η Τάμπαθα μαλακά. 'Ξέρω πως δεν είχε σκοπό να σε πληγώσει. Σε αγαπάει...ξέρεις.'

Ο Τζέισον αναστέναξε ήρεμα και η Τάμπαθα τον λυπήθηκε. Κυνηγούσε την Ένβι τόσο καιρό και ήταν το μόνο κορίτσι το οποίο είχε κοιτάξει ποτέ. Τώρα δεν είχε καμία ελπίδα πια μαζί της αλλά η Τάμπαθα δεν είχε σκοπό να του το πει αυτό. Αυτό ήταν δουλειά της Ένβι.

'Το ξέρω πως δεν ήθελε να με πληγώσει,' είπε ο Τζέισον μετά από λίγο. 'Φαντάζομαι πως θα έπρεπε να το είχα πάρει χαμπάρι όταν εκείνη δεν καταλάβαινε καν πως φλέρταρα μαζί της.'

'Το καταλάβαινε, Τζέισον,' είπε η Τάμπαθα. 'Αλλά δεν ήθελε να χαλάσει τη φιλία σας.'

Ο Τζέισον μουρμούρισε, 'Ναι, το πιο πιθανό είναι να τη χαλούσε, αλλά δε μπορείς να κατηγορήσεις κάποιον που κάνει όνειρα, σωστά;'

'Μπορώ να σε κατηγορήσω για πολλά πράγματα,' άκουσε η Τάμπαθα τον Τζέικομπ να λέει από το βάθος.

'Εσύ να βγάλεις το σκασμό,' γρύλισε ο Τζέισον φιλικά και η Τάμπαθα τον άκουσε να κοπανάει την καρέκλα στο πάτωμα στην αρχική της σωστή θέση. 'Τάμπαθα, θα σε πάρω μετά.' Το παιδάκι εδώ άρχισε να μου πετάει χαρτάκια.'

Η Τάμπαθα χαχάνισε και κούνησε το κεφάλι της, 'Έγινε, τα λέμε μετά.'

Έκλεισε το τηλέφωνο και κάθισε για λίγο κρατώντας το στο χέρι πριν το βάλει πίσω στη φόρτιση. Κοίταξε γύρω της στο διαμέρισμα ξανά, και δεν ένιωθε πια τόσο μόνη. Ο Τζέισον θα χρειαζόταν τη φιλία της τώρα περισσότερο από ποτέ και το να την έχει κάποιος ανάγκη την έκανε να αισθάνεται μεγαλύτερη σταθερότητα.

Σηκώθηκε, τέντωσε τα χέρια της πίσω από το κεφάλι της και προχώρησε στο χολ που οδηγούσε στο δωμάτιο της. Ξεντύθηκε και φόρεσε ένα αντρικό μποξεράκι και ένα μπλουζάκι πριν βουλιάξει στο μαλακό, γνώριμο, δροσερό κρεβατάκι της.

Αυτή τη φορά δεν σταμάτησε την ανάμνηση στο μυαλό της καθώς βυθιζόταν στον ύπνο. Άλλωστε, έπρεπε να καταλάβει τι συνέβη, και δε θα έφευγε η εικόνα μέχρι να καταλάβει...οπότε γιατί να το πολεμήσει; Βυθίστηκε στο σκοτάδι του ύπνου βλέποντας ακόμη την εκκλησία και τα μάτια του Κέιν.

*****

Η Τζούελ βημάτιζε πάνω κάτω στο δωμάτιο του Στίβεν. Είχε σταυρώσει τα χέρια της στο στήθος της και έτρωγε τα νύχια της, κάτι που είχε να κάνει από όταν ήταν μικρό παιδί.

'Εγώ φταίω,' είπε μαλακά προσπαθώντας να βγάλει από το μυαλό της την εικόνα του πατέρα της, σταυρωμένο πάνω από την Αγία Τράπεζα της εκκλησίας στην οποία πήγαινε όλη του τη ζωή. Πόσες φορές είχε προσευχηθεί ακριβώς κάτω από εκεί που είχε πεθάνει; Ήξερε πως ο Άντονι ήταν διεστραμμένος αλλά αυτό ήταν και σαδιστικό.

Ο Στίβεν παρακολουθούσε τη γυναίκα να βηματίζει πέρα δώθε και μπορούσε να δει τα χείλη της να κινούνται χωρίς να βγαίνει ήχος από το στόμα της, καθώς το μυαλό της έτρεχε και παραμιλούσε. Άπλωσε το χέρι του και το ακούμπησε μαλακά στον ώμο της σε μια προσπάθεια να την ηρεμήσει. 'Τζούελ, τίποτα από όλα αυτά δεν είναι δικό σου λάθος.'

Κοίταξε το χέρι του και μετά κοίταξε και τον ίδιο. 'Έχεις λίγο δίκιο. Είναι δικό σου λάθος όσο είναι και δικό μου. Και τώρα ο μπαμπάς είναι νεκρός, δεν είμαι αναγκασμένη να παντρευτώ τον Άντονι πια και σίγουρα δεν είμαι υποχρεωμένη να παραμείνω παντρεμένη μαζί σου.'

Η Τζούελ απομακρύνθηκε και το χέρι του έπεσε στο κενό. Το τελευταίο πράγμα που χρειαζόταν τώρα ήταν να συγχωρεθεί για της αμαρτίες της...ήταν ένοχη εντελώς. Είχε δώσει τα καρφιά στον Άντονι για να σταυρώσει τον πατέρα της.

Ο Στίβεν δε θα το παραδεχόταν αλλά τα λόγια της τον πόνεσαν βαθιά. Απάντησε με το μόνο τρόπο που ήξερε, πως αυτή τη στιγμή μάλλον δεν ήθελε εκείνη να ακούσει λόγια καλοσύνης και δεν ήθελε κανέναν να της δώσει κουράγιο.

'Πιστεύεις ειλικρινά πως ο Άντονι θα σταματήσει να σε ψάχνει επειδή σκότωσε τον πατέρα σου;' Φώναξε ο Στίβεν. Ήξερε πως είχε δίκιο και πως εκείνη δε θα τον άκουγε.

'Σκότωσε τον πατέρα μου...ήμουν με το διάβολο τόσο καιρό γιατί ήθελα να είναι ο πατέρας μου ζωντανός και ασφαλής. Αν ο Άντονι τολμήσει να έρθει κοντά μου, θα του τινάξω τα μυαλά στον αέρα.' Η Τζούελ αισθανόταν τόσο παράξενα. Ένιωθε απόλυτα ήρεμη εξωτερικά αλλά έτρεμε σαν τρελή από μέσα της.

Είχε κλάψει για ώρες αλλά ο θυμός τελικά την έκανε να συνέλθει. Αρκετά με τα δάκρυα. Τώρα ήταν καιρός να πάρει πίσω τη ζωή της. Είχε ετοιμάσει ένα σχέδιο για να παγιδεύσει τον Άντονι, και προσευχόταν ο Στίβεν να είχε δίκιο... ότι ο Άντονι θα έρθει να την βρει, και ήταν έτοιμη για εκείνον.

'Δε μπορώ να σε αφήσω να φύγεις,' την ενημέρωσε ο Στίβεν. Αν δεν επρόκειτο να προστατέψει τον εαυτό της, τότε αυτός ως ταίρι της θα έπρεπε να το κάνει για εκείνη. Τα βαμμένα με κόκκινο περίγραμμα μάτια της κοίταξαν έντονα μέσα στα δικά του.

'Τότε δεν είσαι καλύτερος από τον Άντονι και θα σε μισώ για όλη μου τη ζωή,' είπε με πείσμα. Ήθελε ο Στίβεν να θυμώσει μαζί της να την πετάξει έξω και να μην έχει καμία ευθύνη για εκείνη. Αν προσπαθούσε να την προστατέψει...τότε ο Άντονι μάλλον θα τον σκότωνε με τον ίδιο τρόπο που είχε σκοτώσει και τον πατέρα της. Δεν ήθελε να είναι υπεύθυνη για άλλους απαίσιους θανάτους εκτός και αν ήταν του ίδιου του Άντονι...σε εκείνη την περίπτωση ευχαρίστως να ήταν εκείνη υπαίτια.

Ο Στίβεν την κοίταξε για λίγο και μετά άνοιξε την πόρτα και στάθηκε δίπλα της. 'Φύγε λοιπόν. Προσφέρομαι να σε προστατέψω και εσύ θέλεις να βγεις έξω για κυνήγι; Φύγε, και για να δούμε πόσο μακριά θα πας ενάντια σε κάτι που δεν έχεις την παραμικρή ιδέα πως να το σκοτώσεις.' Ο Στίβεν χαμογέλασε χαιρέκακα,' Για να ξέρεις, οι ταινίες δεν είναι τίποτα μπροστά στην πραγματικότητα, είναι ένα μάτσο μαλακίες.

'Εσύ θα ξέρεις καλύτερα!' Η Τζούελ φώναξε και προχώρησε μερικά βήματα. Γιατί προσπαθούσε να τη σώσει; Δεν καταλάβαινε πως αυτό θα ήταν ο θάνατος του;

Ο Στίβεν έκλεισε τα μάτια του και κοίταξε μακριά. 'Ναι, ξέρω καλύτερα...έτσι δεν είναι;' Είπε κοροϊδευτικά και κοίταξε πίσω καθώς η Τζούελ προσπάθησε να περάσει δίπλα του. Πανικοβλημένος, ο Στίβεν την έπιασε από τη μέση και την τράβηξε κοντά του, 'Διάολε, περίμενε!' Παραδέχτηκε.

Η Τζούελ άρχισε να τινάζεται αλλά εκείνος την έσφιγγε όλο και περισσότερο στο στήθος του. 'Αν θέλεις να του στήσεις παγίδα καλώς, αλλά δε μπορείς να το κάνεις μόνη σου. Άφησε μας να σε βοηθήσουμε.'

Η Τζούελ τον έσπρωξε και έκανε πίσω για να μπορεί να τον βλέπει. 'Γιατί; Για να σε κρεμάσει και σένα σε κάποιον σταυρό;' Ήθελε να ουρλιάξει καθώς έκανε εικόνα το θέαμα. 'Δε θέλω να συμβεί κάτι τέτοιο.'

Δεν ήταν σίγουρη για το τι ένιωθε για τον Στίβεν αλλά και μόνο η σκέψη εκείνος να πεθαίνει την έκανε να αισθάνεται σαν κάποιος να την μαχαιρώνει στο στήθος. 'Αν με αφήσεις να φύγω τώρα, τότε ο Άντονι δεν έχει κανένα λόγο να σε κυνηγήσει.' Τον άρπαξε από το πουκάμισο με τα μικρά της χέρια. 'Θα είσαι ασφαλής...και ζωντανός.'

'Θα με κυνηγήσει έτσι κι αλλιώς,' την πληροφόρησε ο Στίβεν και πέρασε τα δάχτυλα του πάνω από το σημείο που την είχε μαρκάρει ως ταίρι του. Χαμογέλασε όταν κατάλαβε ότι εκείνη ανατρίχιασε από το άγγιγμα του. 'Όπως είπα πριν, αυτή είναι η αληθινή ζωή. Αν πας πίσω σε εκείνον και δει το μαρκάρισμα, θα με κυνηγήσει όπως και να 'χει, ότι κι αν πεις, ότι κι αν κάνεις.

Η Τζούελ ακούμπησε πάνω στην σταθερή ζεστασιά που της πρόσφερε και έκλεισε τα μάτια της. Ένιωσε τον θυμό της να υποχωρεί μέσα στην αγκαλιά του και ήθελε να χτυπήσει τα πόδια της κάτω απογοητευμένη. Η θλίψη που ένιωθε για το χαμό του πατέρα της είχε αρχίσει να τη κατακλύζει πάλι αλλά δε θα έκλαιγε.

Ο Στίβεν την αγκάλιασε σφιχτά. Δεν την αδικούσε, για τον τρόπο που φερόταν. Αν ο Άντονι είχε σκοτώσει τον δικό του πατέρα, καμία δύναμη του κόσμου αυτού ή του επόμενου δε θα μπορούσε να τον κρατήσει πίσω.

'Κοίτα, τι λες γι' αυτό;' ρώτησε κάνοντας λίγο πίσω και σηκώνοντας το πρόσωπο της για να συναντήσει το δικό του. 'Έχουμε συνάντηση το πρωί και όλοι θα είναι εκεί. Θα σε βοηθήσουμε να σκεφτείς κάτι καλύτερο από το να παραδοθείς στον Άντονι. Όπως και να ‘χει, μαζί μας θα έχεις ένα στρατό δίπλα σου. Χωρίς εμάς, θα αντιμετωπίσεις μια στρατιά από λυκανθρώπους και ότι και να κάνεις...ο Άντονι θα σε κάνει δική του. Της χάιδεψε το μάγουλο και έψαξε μέσα στη ματιά της, 'Και δε θέλω ο Άντονι να σε κάνει δική του.'

Η Τζούελ χαμήλωσε το κεφάλι της πάνω στο στήθος του Στίβεν και πήρε μια βαθιά, τρεμάμενη ανάσα. Είχε δίκιο. Δεν ήθελε να βρίσκεται πουθενά κοντά σε εκείνο το τέρας μετά από αυτό που είχε κάνει στον πατέρα της. Πίεσε το αυτί της στο στήθος του Στίβεν ακούγοντας το δυνατό και σταθερό του καρδιοχτύπι. Πόσες φορές την είχε σώσει από βρικόλακες, από τον Άντονι και τώρα από τον ανόητο εαυτό της;

'Θα με κρατήσεις αγκαλιά απόψε;' Η Τζούελ ψιθύρισε γνωρίζοντας ότι αν την άφηνε, ο τρόμος που ένιωθε για τα γεγονότα των προηγούμενων ωρών θα επέστρεφε και θα τη στοίχειωνε. Τον κοίταξε και κλείδωσε τη ματιά της μέσα στη δική του σταθερή ματιά. Τα χείλη της μισάνοιξαν με απορία καθώς ένιωσε ένα κύμα ζέστης να περνάει μέσα στο σώμα της.

Πως μπορούσε να ηρεμεί την οργή της και να την κάνει να αισθάνεται σα να έχει πάρει φωτιά την ίδια στιγμή; Έστρεψε γρήγορα αλλού το βλέμμα της για να μην αντιληφθεί εκείνος την απορία της.

Χωρίς να απαντήσει, ο Στίβεν τη σήκωσε στην αγκαλιά του, κλώτσησε την πόρτα με το πόδι του και την έκλεισε, προχώρησε στην άλλη πλευρά του δωματίου της και την ακούμπησε στην άκρη του κρεββατιού. Βγάζοντας τα παπούτσια της, γρήγορα ξεφορτώθηκε και τα δικά του και ξάπλωσε δίπλα της. Άκουσε την κοφτή ανάσα της καθώς την τραβούσε κοντά του για την αγκαλιάσει και να την κρατήσει μέσα στο σώμα του. Θα έπαιρνε λίγο καιρό...αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να την αφήσει να φύγει τόσο εύκολα από κοντά του.