Sadece LitRes`te okuyun

Kitap dosya olarak indirilemez ancak uygulamamız üzerinden veya online olarak web sitemizden okunabilir.

Kitabı oku: «Ιστορία των Εθνικών Δανείων», sayfa 5

Yazı tipi:

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'
Βαυαρικά δάνεια και χρέος προς τους κληρονόμους του Όθωνος

Παρ. Α'. – Τα Βαυαρικά Δάνεια (232).

Πηγή των λεγομένων Βαυαρικών Δανείων υπήρξαν, ως υπεδείξαμεν και ανωτέρω, αι εις την έκδοσιν της τρίτης σειράς του δανείου των εξήκοντα εκατομμυρίων επελθούσαι αναβολαί. Η Ελληνική Κυβέρνησις, ήτις πάντας τους υπολογισμούς αυτής εβάσιζεν επί της εκδόσεως ταύτης, ευρέθη, αρχομένου του 1835, εις λίαν στενόχωρον θέσιν, και ο Λουδοβίκος θέλων, ως λέγει ο ίδιος, να δείξη το προς το Ελληνικόν έθνος και την Ελληνικήν μοναρχίαν διηνεκές αυτού ενδιαφέρον (233), έστερξε να προκαταβάλη έν εκατομμύριον φράγκων προς 4 %, αποδοτέον όμως άμα τη εκδόσει των εκ του μεγάλου δανείου υπολειπομένων 20 εκατομμυρίων.

Το επόμενον έτος, της θέσεως των πραγμάτων μη μεταβληθείσης, ο Λουδοβίκος προυθυμήθη και πάλιν να έλθη αρωγός, χορηγών όχι πλέον έν αλλά δύο δάνεια το μεν ενός εκατομ. φράγκων (10 Μαρτίου 1836), το δε ενός εκατομ. φιορινίων (25 Δεκεμβρίου 1836), πάντοτε προς τέσσαρα τοις εκατόν.

Ολίγω βραδύτερον εξεδόθη και η τρίτη σειρά των εξήκοντα εκατομμυρίων, αλλά το εκ της εκδόσεως προκύψαν ποσόν, απερροφημένον ήδη υπό τόκων και επιτοκίων και προεξωφλημένον υπό παντοίων ελλειμμάτων του Ελληνικού προϋπολογισμού, δεν επήρκει προς απόσβεσιν των βαυαρικών δανείων, ανερχομένων εις το σχετικώς σπουδαίον ποσόν των 4,640,000 δραχμών.

Αντί λοιπόν αμέσου αποτίσεως συνήφθη η σύμβασις της 15 Μαρτίας 1838, δι' ης η Ελληνική κυβέρνησις ανελάμβανε να πληρώση εντός του έτους το δάνειον του 1835 (1 εκατ. φρ.), διά δε την εξόφλησιν των άλλων δύο δανείων να πληρώση 500,000 φρ. εντός του 1839 και, μέχρις αποσβέσεως, ανά έν εκατομμύριον κατά τα ακόλουθα έτη.

Μόλις όμως συνεφωνήθησαν οι όροι ούτοι, εφάνησάν πως βαρείς, και διά νέας συμβάσεως αι υποχρεώσεις της Ελληνικής κυβερνήσεως ανεβλήθησαν και ανετράπησαν, απεφασίσθη δηλ. ότι αι πληρωμαί θα ήρχιζον μόνον τω 1840 και ότι θα επληρώνετο πρώτη η δόσις των 500,000 φρ. Η σύμβασις αύτη εξετελέσθη εν μέρει, της Ελληνικής κυβερνήσεως καταβαλούσης τας υποσχεθείσας 500,000 φρ. του 1840, και τας τρεις πρώτας τριμήνους δόσεις (750,000) του 1841, ήτοι εν συνόλω 1,250,000 φρ. Πλην τότε, υποχρεωθείσα να πληρώση εξ ιδίων και τους τόκους του ηγγυημένου μεγάλου δανείου και αποζημίωσιν προς την Τουρκίαν διά τα βακούφια, η Ελλάς ηναγκάσθη να ζητήση νέαν μετατροπήν των μετά της Βαυαρίας συμφωνιών. Αύτη επετεύχθη διά της συμβάσεως της 13 Φεβρουαρίου 1842, δι' ης το κεφάλαιον του δανείου ωρίσθη εις 2,917,711 φρ. αποδοτέα ως εξής: (234)


Εξ όλων των δόσεων τούτων η πρώτη μόνον επληρώθη ελαττώσασα το όλον χρέος εις 2,667,771, πριν δε επέλθη η λήξις της δευτέρας, εξερράγη η αναίμακτος στάσις της γ' Σεπτεμβρίου, ήτις, προκληθείσα μάλλον εκ του κατά της βαυαροκρατίας μίσους (235) ή εξ ειλικρινούς πόθου συνταγματικών θεσμών, δεν ηδύνατο ειμή να έχη τον αντίκτυπον αυτής επί του ζητήματος της πληρωμής των Βαυαρικών δανείων.

Πράγματι, ενώ η αναστολή της υπηρεσίας του δανείου των εξήκοντα εκατομμυρίων παρουσιάσθη πάντοτε ως γεγονός προσωρινόν υπ' ανωτέρας ανάγκης επιβληθέν, των βαυαρικών δανείων συνεζητήθη αυτή η νομιμότης. Κατόπιν δε εμπαθών συζητήσεων, οφειλομένων κυρίως εις την γραφίδα του διευθυντού της Ελπίδος Λεβίδου, η κοινή γνώμη επίεσε την Εθνοσυνέλευσιν να εκδώση ψήφισμα, ου αι δύο κυριώτεραι διατάξεις ήσαν αι εξής:

Α') Η Κυβέρνησις οφείλει, τη ευθύνη του Υπουργικού Συμβουλίου, να λάβη υπ' όψιν όλα τα διαμειφθέντα έγγραφα μεταξύ της Αυλής της Βαυαρίας και του εν Λονδίνω συμβουλίου των τριών Μεγάλων Δυνάμεων, αφορώντα εις την εγκατάστασιν της βασιλείας εις την Ελλάδα, και να καθυποβάλη λεπτομερή έκθεσιν εντός της πρώτης βουλευτικής περιόδου περί της εκκαθαρίσεως παντός λογαριασμού εξ αυτών των εγγράφων πηγάζοντος.

Β') Επιβάλλεται το χρέος εις την βουλήν να εξετάση τον λογαριασμόν τούτον και να επιμεληθή, διά της διπλωματικής οδού και τη μεσολαβήσει των τριών προστατίδων Δυνάμεων, περί της απαιτήσεως του εξ αυτού πηγάζοντος χρέους της Βαυαρίας προς την Ελλάδα.

Το ψήφισμα τούτο αινίσσεται τας υποχρεώσεις, ας είχεν αναλάβη η Βαυαρία, και αίτινες κατεχωρίσθησαν εις τα από 26 Απριλίου 1832 πρωτόκολλα της διασκέψεως του Λονδίνου, όσον αφορά εις τον κλήρον (apanage), συμβούλιον της αντιβασιλείας, την ακολουθίαν του πρίγκιπος και το στρατιωτικόν σώμα (236).

Αλλά προς κατάρριψιν του επιχειρήματος τούτου ήρκει να παρατηρηθή, ότι η Βαυαρία είχε μεν αναλάβη να πέμψη εν Ελλάδι Βαυαρούς ανωτέρους πολιτικούς και στρατιωτικούς υπαλλήλους ως διοργανωτάς, εξακολουθούσα σύναμα να πληρώνη εις αυτούς τους μισθούς ους ελάμβανον εν τη πατρίδι αυτών, δεν είχεν όμως απαλλάξη την Ελλάδα της πληρωμής τακτικής αμοιβής, τοσούτω μάλλον δεδικαιολογημένης, καθ' όσον οι εν λόγω υπάλληλοι ανελάμβανον εν ξένη χώρα υπηρεσίας εξαιρετικώς βαρείας και επικινδύνους.

Επίσης, το λεχθέν τω 1843 και επαναληφθέν κατά τον συμβιβασμόν του 1880 (237), ότι η διαχείρισις των αντιβασιλέων επεβάρυνε τον εκλέξαντα αυτούς Λουδοβίκον, είναι υπό νομικήν έποψιν ήκιστα σοβαρόν επιχείρημα· καθ' ότι η αντιβασιλεία δεν ήτο επίτροπος του Λουδοβίκου, αλλ' αντιβασιλεία της Ελλάδος, κράτους ανεξαρτήτου, και κατ' ακολουθίαν δεδεσμευμένου υπό των πράξεων αυτής.

Και είναι μεν αληθές ότι η αποδοχή, ης ετύγχανον τοιαύτα επιχειρήματα, εξηγείτο εκ του ότι το κοινόν συνέχεε την ανύπαρκτον νομικήν προς την πραγματικήν ηθικήν ευθύνην, ην φέρουσιν ο μεν Λουδοβίκος διά τας ατυχείς του εκλογάς, οι δε αντιβασιλείς διά την ασύνετον αυτών πολιτείαν. Αλλ' είναι επίσης αναμφισβήτητον ότι, εάν τοιαύται συγχύσεις επιτρέπονται εις τους πολλούς, δεν συγχωρούνται δ' όμως εις πολιτικούς άνδρας και κοινοβουλευτικάς συνελεύσεις.

Το συμπέρασμα του ψηφίσματος απετέλει άλλως τε καθ' εαυτό είδος νομικού τέρατος, διότι, όπως παρετήρησεν ορθότατα ο Καλλιγάς (238), δι' αυτού προετείνετο εις συμψηφισμόν δανείου απαιτητού ανεκκαθάριστος απαίτησις.

Εν τούτοις η Βαυαρία δεν διεμαρτυρήθη αμέσως. Ότε δε δύο έτη βραδύτερον ο πρεσβευτής αυτής Gesser εξέφρασε παράπονα διά τε την καθυστέρησιν των πληρωμών και διά την μη αναγραφήν εν τω προϋπολογισμώ του αναλογούντος τω δανείω ποσού, ο Κωλέττης απήντησε διαβιβάζων την γνωστήν έκθεσιν του Μεταξά περί του γενικού λογαριασμού των εσόδων και των εξόδων από του 1833 – 1843 (239). Η απάντησις ήτο εύστοχος, αν και υπό νομικήν έποψιν τρωτή, έκτοτε δε παρήλθον δεκατέσσαρα έτη, χωρίς να γίνη σχεδόν λόγος περί των Βαυαρικών δανείων (240), ότε αίφνης τη 11 Σεπτεμβρίου 1859 η Βαυαρική κυβέρνησις ανήγγειλε τη Ελληνική, ότι από του 1849 είχε παραχωρήση τα δικαιώματα αυτής εις τον πρώην βασιλέα Λουδοβίκον (241) και εζήτει την πληρωμήν των οφειλομένων κεφαλαίων και τόκων, ήτοι 1,933,333 φλορίνια και 20 κρέυτζερ.

Πλην παρ' όλην την επιμονήν του Όθωνος, όπως το ζήτημα κανονισθή δι' αναγραφής επί τούτω ενός εκατομμυρίου εν τω προϋπολογισμώ (442), η τότε Ελληνική κυβέρνησις ηρνήθη να προβή εις οριστικά προς τούτο διαβήματα, περιορισθείσα να απαντήση τη Βαυαρία, ότι το δάνειον των εξήκοντα εκατομμυρίων προηγείτο υπό πάσαν έποψιν του βαυαρικού, και ότι, άμα τω προσεχεί κανονισμώ του πρώτου, θα ελαμβάνετο φροντίς και περί του δευτέρου (243).

Αι βαυαρικαί απαιτήσεις εφαίνοντο τεθαμμέναι διά παντός, ότε τω 1880 ο Βίσμαρκ, νέος θεός από μηχανής, βλέπων ότι η Ελλάς είχεν αναγνωρίση τα παλαιά της χρέη και θέλων κατά το σύστημά του να παράσχη προσωπικήν υπηρεσίαν προς οικογένειαν αποτελούσαν μέρος της γερμανικής αυτοκρατορίας, ενετείλατο τω γερμανώ πρεσβευτή Ράδοβιτζ ν' απαιτήση παρά της Ελληνικής κυβερνήσεως τον κανονισμόν του προς τους κληρονόμους του Λουδοβίκου χρέους. Ο δε σιδηρούς καγκελλάριος, όπως υποβάλη τας απαιτήσεις του, είχεν εκλέξη στιγμήν, καθ' ην η Ελλάς, ζητούσα την εκπλήρωσιν της Βερολινίου συνθήκης, δεν ηδύνατο ν' αναδράμη εις τας συνήθεις αντιρρήσεις· τούτο εννοήσαντες αμέσως οι ημέτεροι, παρεδέχθησαν μεν κατ' αρχήν την αίτησιν, έπεμψαν δ' εις Γερμανίαν τον κ. Στέφ. Στρέιτ, όστις μετά περισσής δεξιότητος χειρισθείς το ζήτημα κατώρθωσεν όπως η Ελλάς επιτύχη πλήρη εξόφλησιν του Βαυαρικού χρέους, υπολογισθέντος εις 5,600,000 φρ., πληρώνουσα εις τον πρίγκιπα Φερδινάνδον της Βαυαρίας εφάπαξ το ποσόν των 2,600,000 φρ.

Τούτου δε γενομένου, επινευούσης και της Ελληνικής βουλής (244), τα βαυαρικά δάνεια ανήκουσι του λοιπού μόνον εις την δημοσιονομικήν ιστορίαν.

Παρ. Β'. Χρέος προς τους Κληρονόμους του Όθωνος (245).

Το χρέος τούτο συχνάκις συγχέεται μετά του προηγουμένου, την δε σύγχυσιν προκαλεί το γεγονός ότι εις αμφοτέρας τας περιπτώσεις αι κατά του Ελληνικού έθνους απαιτήσεις περιήλθον εις χείρας της οικογενείας των Βιττελσβάχων. Πράγματι δ' όμως τα δύο δάνεια έχουσιν εντελώς διάφορον φύσιν· το μεν οφείλεται εις προκαταβολάς του Λουδοβίκου τη Ελληνική κυβερνήσει, το δε εις διάφορα έξοδα, άτινα έκαμεν εξ ιδίων ο Όθων προς ανέγερσιν των ανακτόρων, προς αποκατάστασιν των ανακτορικών κήπων, προς οικοδομήν του βασιλικού φαρμακείου (246) και του βασιλικού ιπποστασίου, καθώς και εις άλλας τινάς απαιτήσεις (247), άς ο μακαρίτης βασιλεύς είχε κατά του Ελληνικού δημοσίου.

Το σύνολον των απαιτήσεων του βασιλέως κατά την ημέραν της εξώσεώς του υπελογίζετο ποικιλοτρόπως: υπό τινων μεν εις 4, υπ' άλλων δε εις 7 1/2 εκατομμύρια (248). Η δε νομιμότης των συνεζητήθη εις την εθνοσυνέλευσιν, χωρίς όμως να καταλήξη το σώμα εκείνο εις ουδέν θετικόν συμπέρασμα (249).

Εν τούτοις οι αντιπρόσωποι των τριών Δυνάμεων συνελθόντες εις Λονδίνον εζήτουν όπως το προς τον Όθωνα χρέος αναγνωρισθή εν τη συνθήκη, δι' ης παρεχωρείτο τη Ελλάδι η Επτάνησος. Και τούτο μεν αληθώς δεν εγένετο, αλλ' η Ελληνική κυβέρνησις, καίπερ δηλώσασα διά του Χ. Τρικούπη ότι δεν υπήρχεν ιδέα ν' αδικηθή ο έκπτωτος βασιλεύς, δεν ηδυνήθη να εμποδίση τας Δυνάμεις να προσκαλέσωσιν αυτήν επισήμως να προβή εν τάχει εις την αποζημίωσιν ταύτην (250).

Η ακαριαίως σχεδόν υπέρ του Όθωνος αναπτυχθείσα αντίδρασις συνέτεινεν αφ' ετέρου ουκ ολίγον όπως το ζήτημα μη διαιωνισθή. Ολίγον δε μετά τον θάνατον του αγαθού εκείνου ανδρός υπεγράφετο υπό της Ελληνικής κυβερνήσεως και των κληρονόμων αυτού (251) σύμβασις, δι' ης το προς τον Όθωνα χρέος υπολογιζόμενον εις 4,500,000 (252) ανεγνωρίζετο επισήμως.

Το κεφάλαιον τούτο, συναποφέρον τόκον 4 %, υπεχρεούτο η Ελληνική κυβέρνησις να πληρώση όσον ένεστι θάττον και ει δυνατόν εντός 8 ετών. Οι περί χρεωλυσίας όμως τεθέντες όροι δεν ετηρήθησαν κατά γράμμα και το χρέος τούτο αναγράφεται εισέτι εν τω πίνακι του Δημοσίου χρέους. Πλην η επιτευχθείσα ελάττωσις είναι τόσον σπουδαία (253), ώστε δεν θα βαρύνη τον προϋπολογισμόν ειμή επ' ολίγα ακόμη έτη (254).

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'
Εσωτερικόν χρέος και συντάξεις

Α'. Εσωτερικόν χρέος.

Επί του θέματος τούτου ολίγον θα ενδιατρίψωμεν, διότι, εξαιρέσει της προς τας τρεις ναυτικάς νήσους αποζημιώσεως, περί ης πραγματευόμεθα εν τω επομένω κεφαλαίω, και μικρών προκαταβολών της Εθνικής Τραπέζης (255), το εσωτερικόν χρέος συνίστατο εξ υποχρεώσεων των παρελθουσών κυβερνήσεων, εξαργυρώσεων χαρτονομίσματος, τόκων εγγυοδοσιών και αποδόσεων κεφαλαίων της πρώτης Εθνικής Τραπέζης. Ένεκα δε της αποσβέσεως των παλαιών χρεών και της προϊούσης εξαργυρώσεως του χαρτονομίσματος, το χρέος τούτο προέβη τάχιστα ελαττούμενον. Από 158,148 δρ. τω 1833 περιωρίσθη εις 103,750 τω 1836, 32,198 δρ. τω 1839, και 1,460 τω 1842 (256). Από του 1843 και εντεύθεν παρατηρείται αληθώς μικρά τις αύξησις, αλλά και αύτη περιορίζεται εις ομολογίας απέναντι παλαιών απαιτήσεων και τόκους εγγυοδοσίας υπολόγων, ως εμφαίνει ο εκ του προϋπολογισμού του 1862 ερανισθείς πίναξ, αναλύων το εσωτερικόν χρέος εις:



Β'. Συντάξεις.

Συντάξεις επί μακρόν δεν ήτο δυνατόν να υπάρχωσι, και πράγματι δεν καθιερώθησαν ειμή μετά το 1852. Εν τούτοις ανεγράφοντο εις τον προϋπολογισμόν και ήσαν μετά το 1843 το σπουδαιότερον τμήμα του δημοσίου χρέους. Τούτο δε, διότι υπό τον τίτλον τούτον εσημειούντο ανταμοιβαί ή αποζημιώσεις, άς το έθνος εθεώρει καθήκον να αποτίνη μετά τον Αγώνα.

Αι Συντάξεις διηρούντο εις τάξεις πέντε:

1) Εις την των Απομάχων, εις ους απενέμοντο συντάξεις δι' ονομαστικών διαταγμάτων.

Κατά τον προϋπολογισμόν του 1845 (258), υπήρχον 396 απόμαχοι λαμβάνοντες σύνταξιν μηνιαίαν δρ. 7,305.

2) Εις την των Χηρών και ορφανών ανδρών προσενεγκόντων εκτάκτους προς την πατρίδα υπηρεσίας.

Τω 1845 η τάξις αύτη περιελάμβανε 1788 άτομα (259) και προϋπέθετεν έξοδα μηνιαία δρ. 19,064.

3) Εις την των Πρεσβυτών της Φάλαγγος. Η τάξις αύτη περιελάμβανεν ελαχίστους φαλαγγίτας (260) προβεβηκότας και αναγνωρισθέντας διά βασιλικού διατάγματος αξίους ιδιαιτέρας βοηθείας.

4) Εις Χορηγήματα απέναντι παλαιών απαιτήσεων. Τα χορηγήματα ταύτα εδίδοντο εις παλαιούς πιστωτάς του κράτους, ως επί το πολύ θυσιάσαντας τα πάντα υπέρ του έθνους (261).

Τω 1845 η τάξις αύτη περιελάμβανεν:



Ήτοι σύνολον 111 ατόμων. – Η μηνιαία επιχορήγησις ήτο δρ. 9,304.

ε') Εις Προικίσεις ορφανών ανδρών διακριθέντων κατά τον Αγώνα. Τοιαύται προικίσεις είχον εγκριθή:



Εκ του συνόλου τούτου των 150,950 δρ., 73,595 επληρώθησαν και 10,020 ηκυρώθησαν, έμενον λοιπόν τω 1845 δρ. 67,335 πληρωτέαι εις 522 άτομα (262). Αλλ' επειδή αφ' ετέρου είχεν ορισθή ότι αι ανώτεραι των 200 δρ. προικίσεις θα επληρώνοντο εις γαίας, ο προϋπολογισμός ανέγραφε διά την ε' τάξιν απλούν κονδύλιον 3000 δρ.

Το σύνολον των συντάξεων συμποσούμενον τω 1833 εις 172,515 δρ., ανήλθε ταχέως εις 239,329 (1834), 357,976 (1839), και 426,031 δρ. (1842) Έκτοτε περιωρίσθη πως (263), δύναται δέ τις να λάβη ως μέσον όρον δια τα μετέπειτα έτη το ποσόν των 400,000 δρ. Ανάγκη δε να ομολογήσωμεν, ως πράττει και αυτός ο About, ότι τοιούτον ποσόν δεν ήτο υπερβολικόν, λαμβανομένων υπ' όψιν και των εκτάκτων προς το έθνος υπηρεσιών και της άκρας πενίας, εις ην υπέπεσον μετά την επανάστασιν και οι προ αυτής πλουσιώτεροι (264).

Δυστυχώς όμως το κεφάλαιον των συντάξεων δεν περιελάμβανε πάσας τας πληρωνομένας αποζημιώσεις και όλα τα χορηγήματα, έτεραι δε εύρηνται εν τοις προϋπολογισμοίς των διαφόρων υπουργείων. Ούτως (265) αναγράφονται:



Εν όλω δρ. 686,016, εις ας προσθέτοντες τας 400,000 δρ. των συντάξεων έχομεν άθροισμα 1,086,016, ήτοι ποσόν υπέρογκον εν παραβολή προς τα άλλα έξοδα του κράτους (267). Αλλά το πράγμα δεν περιορίζεται εν τούτω. Είδομεν προ στιγμής ότι ο προϋπολογισμός του υπουργείου των Εσωτερικών ανέγραφεν 75,000 δρ. διά χορηγήματα, προς τούτοις τμήμα του προϋπολογισμού των ναυτικών ουδέν άλλο ήτο ουσιαστικώς ή απλούν χορήγημα. Ιδού τι γράφει ο Κωνσταντίνος Κανάρης, υπουργός των ναυτικών ων, περί δύο σπουδαιοτάτων κονδυλίων του υπουργείου, ό διηύθυνεν (268):

« Αξιωματικούς εχομεν 400, εξ ων 306 μένουσι διαθέσιμοι. Διά δε τους διαθεσίμους τούτους δαπανώμεν κατ' έτος δραχμ. 264,492. Το κεφάλαιον τούτο είναι μεν μέγα, διότι εξισούται με την του εν υπηρεσία στόλου ολικήν μισθοδοσίαν, και κατ' έτος βαίνει αυξάνον, αλλ' όλοι σχεδόν οι διαθέσιμοι αξιωματικοί είναι άνθρωποι, προς ους το Έθνος οφείλει κατά μέγα μέρος την ελευθερίαν και ανεξαρτησίαν του.

«Ο λόχος των αποστράτων, αποτελούμενος εκ των μη εντελώς ανικάνων ναυμάχων, συνεστήθη τω 1833, απαρτίζεται εξ ανδρών 46, και απαιτεί ενιαυσίαν δαπάνην 24,142 δρ.».

Η Φάλαγξ υπήρξε πηγή άλλων καταχρήσεων. Ο θεσμός ούτος είχε διπλούν σκοπόν, ον είχε κάλλιστα καθορίση το ιδρύον την Φάλαγγα βασιλικόν διάταγμα της 18/30 Σεπτεμβρίου 1834. «Η Φάλαγξ ιδρύεται, λέγει το διάταγμα, διά να δοθή δείγμα της Βασιλικής ευνοίας και της ευγνωμοσύνης της πατρίδος εις τους γενναίους άνδρας, οίτινες εχρησίμευσαν ως οδηγοί των συστρατιωτών των εις τον υπέρ της Ελληνικής ανεξαρτησίας αγώνα, και διά να τοις δοθή ευκαιρία να διαπρέψωσιν εις την φωνήν του Βασιλέως των διά νέων εκδουλεύσεων». Ούτως εννοουμένη η Φάλαγξ, ουχί μόνον εδικαιολογείτο τελείως, αλλά και σπουδαιοτάτας ηδύνατο να προσενέγκη προς το έθνος υπηρεσίας. Δυστυχώς ούτε υπηρεσίας αξίας λόγου προσήνεγκεν ούτε διωργανώθη συνετώς.

Ούτω περιελήφθησαν εν αυτή 900 αξιωματικοί, ων πολλοί ουδέ κατά φαντασίαν υπήρξαν οδηγοί των συστρατιωτών των. Εκ δε της εξογκώσεως ταύτης των στελεχών προέκυψεν η υπερβολική ενιαυσία δαπάνη ενός εκατομμυρίου. Εδέησε λοιπόν ταχέως να μετριασθή το κακόν, και εξεδόθη προς τούτο τω 1838 νόμος θεσπίζων ότι, όσοι εκ των φαλαγγιτών δεν ήθελον να μείνωσιν εις τετραρχίας ενεργητικάς, ηδύναντο να λάβωσι προικοδοτήσεις εις γαίας αναλόγους προς το σύνολον των μισθοδοσιών των. Τα αποτελέσματα του νόμου τούτου υπήρξαν κατ' αρχάς λίαν ευεργετικά· ο αριθμός των φαλαγγιτών περιωρίσθη από 900 εις 350 (269) και η εν τω προϋπολογισμώ αναγραφομένη δαπάνη από ενός εκατομμυρίου εις 400,000 δρ. Δυστυχώς πολλοί φαλαγγίται δεν εφρόντισαν ν' ανταλλάξωσι τα εις αυτούς δοθέντα γραμμάτια αντί γαιών, αλλά πωλήσαντες αυτά αντί 25 και 30 % της αξίας, και σπαταλήσαντες τα συλλεχθέντα, ταχέως περιέπεσον εις την εσχάτην ένδειαν (270). Τότε δε αντί να υποστώσι τα αντίποινα της ατασθαλίας των, ήγειραν νέας κατά του δημοσίου απαιτήσεις και έχοντες ισχυρούς πολιτικούς προστάτας, επέτυχον, πράγμα απίστευτον, νέαν αυτών κατάταξιν εις την Φάλαγγα, ης ο προϋπολογισμός ανήλθε και πάλιν από 400,000 εις σχεδόν 500,000 δραχμών (271).

Έτη δέ τινα μετά ταύτα, ότε πλέον ο αριθμός των φαλαγγιτών είχε περιορισθή εις 240, εψηφίσθη ο νόμος «Περί συντάξεως και προικοδοτήσεως της εν ενεργεία Φάλαγγος» της 12 Οκτ. 1856, όστις, ισοδυναμών εν τοις πράγμασι προς διάλυσιν της Φάλαγγος, μετέτρεψε τον εις τους φαλαγγίτας πληρωνόμενον μισθόν εις σύνταξιν και συμπεριέλαβεν αυτόν εις τας υπό του υπουργείου των Στρατιωτικών πληρωνομένας συντάξεις.

Και ταύτα μεν καθ' όσον αφορά εις τας συντάξεις μέχρι του 1852. Αλλ' από της εποχής εκείνης ομολογουμένως τα πράγματα μετεβλήθησαν. Πρώτον παρερχομένων των ετών επέστη η ανάγκη εγκαθιδρύσεως αληθούς συστήματος συντάξεων στρατιωτικών, ναυτικών και πολιτικών, και επί τούτω εψηφίσθη σειρά νόμων. Δεύτερον αι συντάξεις δεν διηρούντο πλέον εις πέντε τάξεις, αλλ' ανεγράφοντο κατά είδος. Ο δε προϋπολογισμός του 1862, ο τελευταίος της Βαυαρικής Δυναστείας, υπολογίζων την υπηρεσίαν του δημοσίου χρέους εις 2,848,889, περιλαμβάνει τον εξής Αναλυτικόν Πίνακα:



Οπωσδήποτε, όμως, παρ' όλας τας εξωτερικάς αλλαγάς, σπουδαίον μέρος των νέων συντάξεων εξηκολούθει να μη είναι άλλο ή ανταμοιβή παρελθουσών και κατά το μάλλον ή ήττον πραγματικών πατριωτικών υπηρεσιών (273).

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'
Xρέος προς τας ναυτικάς νήσους

Γνωστόταται είναι αι προς το Έθνος υπηρεσίαι των τριών νήσων Ύδρας, Σπετσών και Ψαρών, αίτινες, υποστάσαι σχεδόν όλον το βάρος του κατά θάλασσαν αγώνος, εκλήθησαν και ναυτικαί. Γνωστόταται δ' είναι επίσης αι μεγάλαι χρηματικαί θυσίαι, δι' ων αι νήσοι αύται ηδυνήθησαν να καλύψωσι τα έξοδα του αρίστου στόλου, ον είχον καταρτίση.

Το δε μέγεθος των θυσιών εκείνων δύναταί τις ν' αντιληφθή κάλλιον, αναλογιζόμενος αφ' ενός μεν ότι αι θυσίαι αύται ανήρχοντο εις 18 εκατ. δρ. νέων (274), ήτοι εις ποσόν ακόμη σήμερον υπέρογκον διά τρεις μικράς νήσους, αφ' ετέρου δε ότι τα εξ άλλων πηγών καθ' όλην την Επανάστασιν εις το δημόσιον εισαχθέντα συμποσούνται περίπου εις 37,800,000 δρ. Επειδή δε πάλιν εκ των 37,800,000 δρ. τούτων, μόνον 22,500,000 δρ. κατεβλήθησαν υπό Ελλήνων (αι 15,300,000 άλλαι προήλθον εκ των εξωτερικών δανείων), άγεταί τις, μετά του Παπαρρηγοπούλου (275), εις το συμπέρασμα, ότι το σύνολον των χρηματικών εισφορών της όλης Ελλάδος ολίγον υπερβαίνει τας των τριών νήσων.

Παρατηρητέον προς τούτοις ότι αι θυσίαι αύται εγένοντο εν ταις ναυτικαίς νήσοις, ουχί, όπως εν τη λοιπή Ελλάδι, υφ' όλων των τάξεων, αλλά μόνον υπό των προκρίτων (276), ιδίως δε υπό των Κουντουριωτών (277)·

Το όλως έκτακτον των προς την πατρίδα υπηρεσιών των τριών νήσων συνησθάνθησαν ανέκαθεν αι Ελληνικά κυβερνήσεις, αποζημιώσασαι μεν αυτάς κατά την επανάστασιν (278), βραδύτερον δε αναγνωρίσασαι τας απαιτήσεις αυτών, εν ώ οι λογαριασμοί των θυσιών της Πελοποννήσου και της Στερεάς μένουσιν εισέτι ανεκκαθάριστοι (279).

Αναγνώρισις τον Χρέους – Ο Νόμος του 1853

Η ιστορία της αναγνωρίσεως των προς τας τρεις νήσους υποχρεώσεων είναι μακρά. Από της 14 Απριλίου 1823 αι νήσοι ζητούσι παρά της εν Άστρει συνελεύσεως, όπως η Πελοποννησιακή γερουσία αναλάβη την αποζημίωσιν αυτών (280). Μετά μακράν συζήτησιν, καθ' ην ανεγνώσθη και έγγραφον διαφόρων πελοποννησίων στρατηγών προς τας τρεις νήσους (281), η πρότασις αυτών εγένετο δεκτή. Ολίγω δε βραδύτερον η εν Επιδαύρω εθνική συνέλευσις απεφάσισε ν' αναγνωρισθώσιν ως δημόσια χρέη και τα από του 1823 μέχρι του 1826 γενόμενα και αποδεδειγμένα έξοδα (282).

Ο Κυβερνήτης βαίνων έτι πρόσω συνέστησεν εις την Δ' εθνικήν συνέλευσιν να λάβη υπ' όψιν τας αναφοράς των τριών νήσων (283), έδωκε δε εις αυτάς και προσωρινάς μικράς αποζημιώσεις (284).

Ο Καποδίστριας όμως εδολοφονήθη πριν ή κανονισθή το ζήτημα και επί μακρόν ενομίσθη ότι αι απαιτήσεις των τριών νήσων θα ελάμβανον την τύχην των αξιώσεων της λοιπής Ελλάδος. Τούτο εγέννησε μάλιστα και ταραχάς εν Ύδρα (285). Πλην, ως είπομεν, το έθνος είχε την συναίσθησιν ότι αι υποχρεώσεις αυτού προς τας τρεις ναυτικάς νήσους είχον τι το εξαιρετικόν. Προς τούτοις οι έχοντες απαιτήσεις νησιώται, εκτός του ότι ήσαν ολίγοι και κάτοχοι αναμφισβητήτων τίτλων, ήρχισαν να λαμβάνωσι, λόγω των υπηρεσιών αυτών, παντοίας χορηγήσεις και συντάξεις (286). Εθεωρήθη λοιπόν εν ταυτώ επάναγκες και δίκαιον ν' αποκατασταθή ποια τις ισότης μεταξύ των δικαιούχων, δι' ειδικού νόμου, όστις εψηφίσθη τη 22α Ιανουαρίου 1853 (287). Τρία έτη βραδύτερον, τη 12η Ιουλίου 1856, Βασιλικόν Διάταγμα ώρισε τας απαιτήσεις των νήσων εις δρ. παλαιάς 20,000,000 (288) (18,000,000 δρ. νέας), απέναντι των οποίων εδίδετο το υπό του νόμου ορισθέν ενιαύσιον χορήγημα δρ. παλ. 200,000, ήτοι τόκος 1 %.

Η προσωρινή αύτη κατάστασις, ήτις παρετάθη μέχρι του παρόντος έτους, υπ' ουδεμίαν έποψιν ήτο ικανοποιητική. Διότι αφ' ενός μεν ούτε αι προς τας τρεις νήσους πολλάκις επισήμως αναγνωρισθείσαι υποχρεώσεις εξετελούντο, και πράγματι τόκος 1 % δυσκόλως δύναται να υποληφθή ως αρκούσα αποζημίωσις, ούτε το κεφάλαιον του χρέους του δημοσίου ωρίζετο μετά τινος ακριβείας. Αφ' ετέρου δε παρατεινομένης της καταστάσεως και αυτός ο νόμος του 1853 εστερείτο καθ' ημέραν του πατριωτικού εκείνου χαρακτήρος, όστις εδικαιολόγει το εξαιρετικόν αυτού· καθ' ότι παρερχομένων των ετών οι αρχικοί δικαιούχοι απεξενούντο των δικαιωμάτων και υπήρχε κίνδυνος μήπως θάττον ή βραδύτερον πάντα τα χορηγήματα και μετ' αυτών αι απαιτήσεις εξοφλήσεως εις το άρτιον περιέλθωσιν εις οικογενείας, προς ας ουδεμίαν το έθνος ώφειλεν ευγνωμοσύνην.

Ούτως εχόντων των πραγμάτων, εδέησεν η Κυβέρνησις να επέμβη. Υπεβλήθη δε υπ' αυτής νομοσχέδιον, διά του οποίου ανεγνωρίζοντο αι προς τας ναυτικάς νήσους υποχρεώσεις και ελαμβάνετο φροντίς προς απόσβεσιν αυτών, χωρίς όμως να επιβαρυνθή σπουδαίως ο προϋπολογισμός.

Αι κυριώτεραι διατάξεις του νομοσχεδίου τούτου, νυν νόμου ΓΚΕ' της 16ης Ιουνίου 1904, είναι αι εξής:

Αι απαιτήσεις των τριών νήσων αναγνωρίζονται χρέος δημόσιον, ου το κεφάλαιον ορίζεται άπαξ διά παντός εις 18 εκατ. δρ. Απέναντι του κεφαλαίου τούτου και επί τη βάσει των μέχρι τούδε χρηματικών ενταλμάτων, εκδίδονται τοις δικαιούχοις ονομαστικαί ή και ανώνυμοι ομολογίαι αποφέρουσαι τόκον 1 %.

Κανονισθέντος δε ούτω του κεφαλαίου του χρέους, ο νέος νόμος μεριμνά περί της αποσβέσεως αυτού, προς τούτο δε ορίζει ότι:

α') Διά την υπηρεσίαν του νέου δημοσίου χρέους, εις τας μέχρι τούδε αναγραφομένας εν τω προϋπολογισμώ 180,000 δρ. προστίθεται ενιαυσίως ποσόν 20,000 δρ. αντιπροσωπευουσών το χρεωλύσιον, όπερ θέλει αυξάνεσθαι κατ' έτος διά των τόκων των διά κληρώσεως αποσβεννυμένων ομολογιών. Επειδή δε προφανώς η μέθοδος αύτη της χρεωλυσίας είναι βραδυτάτη, ο νόμος προσθέτει β') Αι νέαι ομολογίαι γίνονται δεκταί έτι τω αρτίω εις προεξόφλησιν ανανεουμένου προς το δημόσιον χρέους, και εις πληρωμήν δόσεων Εθνικών και Εκκλησιαστικών κτημάτων, δηλαδή εν άλλαις λέξεσιν εις απότισην δυσχερώς εισπραττομένων χρεών.

Διά του διπλού τούτου μέσου υπολογίζεται υπό της βραχυτάτης εισηγητικής του νομοσχεδίου εκθέσεως (289), ότι εντός ουχί μακρού χρόνου και άνευ θυσίας διά το δημόσιον θέλουσιν αποσβεσθή αι εκδοθησόμεναι ομολογίαι. Η δε απόσβεσις αύτη επιταχύνεται και διά του άρθρου 8, ορίζοντος ότι, εάν εντός πέντε ετών από της δημοσιεύσεως δεν ήθελε ζητηθή η έκδοσις ομολογιών, παν δικαίωμα επί των διά του νόμου τούτου χορηγουμένου πλεονεκτήματος διαγράφεται.

Ο ούτω συνοψισθείς νόμος της 16 Ιουνίου δεν έτυχε πολύ ευμενούς υποδοχής. Παρετηρήθη πράγματι έν τισιν οργάνοις του τύπου, ότι ήθελεν είναι ίσως χρήσιμος και δίκαιος ψηφιζόμενος προ πεντηκονταετίας, ότε οι τίτλοι ευρίσκοντο έτι εις χείρας των αρχικών δικαιούχων, αλλ' ότι έκτοτε οι τίτλοι ούτοι είχον ως επί το πολύ πωληθή εις ευτελή τιμήν, και συνεπώς ότι ο νέος νόμος, ο σκοπών την αμοιβήν μεγάλων προς την πατρίδα υπηρεσιών, θα ανταμείψη μόνον την οξυδέρκειαν ευφυών κερδοσκόπων.

Υπάρχει βεβαίως ποιά τις αλήθεια εν ταις σκέψεσι ταύταις, αλλά δεν νομίζω αυτήν αρκούσαν, όπως απορριφθή η αρχή του νόμου της 16ης Ιουνίου. Διότι αφ' ενός μεν πλείστοι των αρχικών δικαιούχων, ως επείσθην εκ προχείρου ανακρίσεως, δεν απεξενώθησαν των δικαιωμάτων των, αφ' ετέρου δε πάσα αναβολή εις τον διακανονισμόν του χρέους θα είχεν ακριβώς το αποτέλεσμα να ελαττώνη βαθμηδόν τον αριθμόν των οικογενειών, ων ο νομοθέτης του 1853 ηθέλησε ν' ανταμείψη τας υπηρεσίας. Επειδή δε μοιραίως ώφειλε κανονισμός τις να επέλθη, ήτο σύμφωνον προς το πνεύμα του νόμου να γίνη ο κανονισμός ούτος όσον ένεστι θάττον.

Όσον αφορά νυν εις τας λεπτομερείας του νόμου, πολλά δύναται τις βεβαίως ν' αντείπη. Συνέτεινεν αναμφιβόλως εις την ατέλειαν αυτού η έλλειψις προκαταρκτικής μελέτης (290), και η σπουδή μεθ' ης ο νόμος εψηφίσθη.

Εκ της αμελείας και της σπουδής ταύτης προέκυψαν δυσκολίαι εις την εφαρμογήν του νόμου, το δε προς εκτέλεσιν του νόμου εκδοθέν βασιλικόν διάταγμα περιέπλεξεν, έτι πλέον τα πράγματα (291). Ουχ ήττον όμως ο νέος νόμος, μετά τινων τροποποιήσεων ή άνευ τοιούτων, δεν θα βραδύνη να εφαρμοσθή, εφαρμοζόμενος δε θα έχη, ως είπομεν, το πλεονέκτημα ν' αποσβέση από του προϋπολογισμού βάρος μη ακριβώς καθωρισμένον και όπερ ένα σχεδόν αιώνα μετά την επανάστασιν δεν ανταποκρίνεται πλέον εις τον αρχικόν αυτού σκοπόν.