Sadece LitRes`te okuyun

Kitap dosya olarak indirilemez ancak uygulamamız üzerinden veya online olarak web sitemizden okunabilir.

Kitabı oku: «Ιστορία των Εθνικών Δανείων», sayfa 4

Yazı tipi:

ΒΙΒΛΙΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ
ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟΝ ΧΡΕΟΣ ΕΠΙ ΤΗΣ ΒΑΥΑΡΙΚΗΣ ΔΥΝΑΣΤΕΙΑΣ

Ο Όθων από της ενηλικιώσεως αυτού ουδέν σχεδόν συνομολόγησε δάνειον ουδέ ανεγνώρισε τα δάνεια της ανεξαρτησίας, εν τούτοις όμως το δημόσιον χρέος επί της βασιλείας του απετέλει σπουδαίον μέρος του προϋπολογισμού, συνιστάμενον το μεν εκ του δανείου των εξήκοντα εκατομμυρίων και των Βαυαρικών δανείων (163), το δε εκ του εσωτερικού χρέους και των συντάξεων, ήτοι ουσιαστικώς (164) εξ αποζημιώσεων και ανταμοιβών, λόγω υπηρεσιών από του Αγώνος χρονολογουμένων.

Η απλή δ' όμως αύτη διαίρεσις, εις χρέος εξωτερικόν και εις χρέος εσωτερικόν, θα περιέπλεκεν αντί να διευκολύνη την παρούσαν μελέτην επειδή δε ούτε η τύχη των δύο ανίσων τμημάτων του εξωτερικού χρέους υπήρξεν η αυτή, ούτε το εσωτερικόν και αι συντάξεις απηρτίζοντο πάντοτε εκ των αυτών στοιχείων, εθεωρήσαμεν αναγκαίον ν' ακολουθήσωμεν σχέδιον αναλυτικώτερον, διαιρέσαντες το θέμα εις τέσσαρα κεφάλαια, ήτοι: κεφ. α') Δάνειον των εξήκοντα εκατομμυρίων· κεφ. β') Βαυαρικά δάνεια. – Εις το κεφάλαιον τούτο προσηρμόσθη φυσικώτατα και το προς τους κληρονόμους του Όθωνος χρέος· κεφ. γ') Εσωτερικόν χρέος και συντάξεις· κεφ. δ') Χρέος προς τας τρεις ναυτικάς νήσους. – Το χρέος τούτο συμπεριελήφθη εις το εσωτερικόν χρέος μόνον τω 1853, εκανονίσθη δε μόνον προ ολίγων μηνών (νόμος ΓΚΕ' της 16 Ιουνίου 1904), έδει άρα να μελετηθή ιδιαιτέρως.

Παρατηρητέον προς τούτοις ότι το σχέδιον τούτο όχι μόνον διευκολύνει την εξέτασιν του προκειμένου θέματος, αλλ' άγει ημάς και εις την μελέτην παρεμφερών θεμάτων, οία ακριβώς είναι τα προς τους κληρονόμους του Έθνους και τας ναυτικάς νήσους χρέη και άτινα, ακριβώς κρινομένων των πραγμάτων, δεν συμπεριλαμβάνονται ίσως εν τω δημοσίω χρέει της Βαυαρικής δυναστείας, αλλ' εξετάζονται αφ' ετέρου ενταύθα προσφορώτερον ή εν άλλω τινί τμήματι του παρόντος έργου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'
Δάνειον των εξήκοντα εκατομμυρίων. (165)

Η ανάγκη μεγάλου εξωτερικού δανείου ήτο εκ των μάλλον επειγουσών διά το αρτισύστατον Ελληνικόν βασίλειον. Και πράγματι, εν ώ αι παραγωγικαί, δυνάμεις του τόπου, εξαντληθείσαι υπό πολυετούς αγώνος, δεν επήρκουν καν εις τα τακτικά έξοδα, το νέον κράτος ώφειλε ν' αντιμετωπίση πλείστας εξ αυτού του αγώνος προελθούσας εκτάκτους δαπάνας, διότι δεν ηδύνατο να εγκαταλείψη χιλιάδας ψυχών, αίτινες είχον τα πάντα θυσιάση υπέρ του έθνους και αίτινες εστερούντο και αυτού του επιουσίου άρτου (166).

Αλλ', εάν η ανάγκη δανείου ήτο καταφανής, η εξεύρεσις αυτού δεν ήτο εύκολος καθ' ότι εις μεν το εσωτερικόν δεν υπήρχον οι δυνάμενοι, εις δε το εξωτερικόν ένεκα των δανείων του 1824 και 1825 δεν υπήρχον οι διατεθειμένοι να δανείσωσιν εις την Ελληνικήν κυβέρνησιν. Τότε μόνον ηδύνατο να εξευρεθή δάνειον, εάν αι τρεις Δυνάμεις, αι τα μέγιστα συντελέσασαι εις την ίδρυσιν ανεξαρτήτου Ελλάδος, έστεργον να εγγυηθώσι το δάνειον τούτο. Ευτυχώς δε αι προστάτιδες Δυνάμεις πολλούς λόγους είχον να μη αρνηθώσιν εις την Ελλάδα τοιαύτην υπηρεσίαν (167):

α) Λόγους αισθηματικούς. – Αφ' ου συνετέλεσαν εις την γέννησιν νέου κράτους, εθεώρουν άτοπον να μη παράσχωσιν αυτώ τα μέσα να ζήση. Ο εν Ευρώπη ζωηρότατος έτι φιλελληνισμός δεν θα επέτρεπεν άλλως τε εις τας Δυνάμεις να τηρήσωσι τοιαύτην στάσιν και τα ανακτοβούλια προσεχώρουν τοσούτου μάλλον εις την κοινήν γνώμην, καθ' όσον υπήρχε γενική ιδέα, ότι οι πόροι του νέου τούτου κράτους ταχέως θ' ανεπτύσσοντο και ταχέως θα τω επέτρεπον ν' αναλάβη την υπηρεσίαν του νέου δανείου (168).

β') Λόγους πολιτικούς. – Εκάστη των Δυνάμεων εφρόνει πράγματι ότι, και εάν η Ελλάς δεν ήθελε δυνηθή να εκπληρώση τας υποχρεώσεις αυτής, υπήρχον άλλοι λόγοι όπως δοθή η εγγύησις (169), και τούτο διότι, εν ώ αφ' ενός η ενδεχομένη ζημία δεν ηδύνατο να είναι μεγάλη (170) η άρνησις εγγυήσεως εκ μέρους αυτής θα επέτρεπεν εις άλλην Δύναμιν να εγγυηθή μόνη το δάνειον και ν' αποκτήση αποκλειστικήν επιρροήν εν Ελλάδι. Ο δε κίνδυνος ούτος εφαίνετο μέγας εις εποχήν, καθ' ην αι αντιζηλίαι περί ιδρύσεως κόμματος και αναπτύξεως επιρροής εν τω νέω βασιλείω ήσαν τοσούτον ζωηραί, ώστε εκάστη των τριών Δυνάμεων ουδενός εφείδετο μέσου, όπως υποσκελίση τας άλλας (171).

Τοιούτοι είναι εν ολίγαις λέξεσιν οι λόγοι, διά τους οποίους το ελληνικόν βασίλειον ηναγκάσθη, άμα συσταθέν, να προσδράμη εις δάνειον, και δι' ους αι τρεις Δυνάμεις έσπευσαν να εγγυηθώσι το δάνειον τούτο. Πρέπει να εξετάσωμεν νυν:

α') Πώς συνωμολογήθη το νέον δάνειον; β') Πώς διετέθη; γ') Ποία είναι η σημερινή κατάστασις αυτού;

Παρ. Α'. Συνομολόγησις και έκδοσις του δανείου των εξήκοντα εκατομμυρίων.

Κατά Φεβρουάριον 1830 ο πρίγκιψ Λεοπόλδος είχε ζητήση όπως «αι Μεγάλαι Δυνάμεις κατανεύσωσι να εξασφαλίσωσιν εις το νέον Ελληνικόν κράτος, μέχρις ου τούτο αναλάβη νέας δυνάμεις, χρηματικήν επικουρίαν ανάλογον προς τας ανάγκας αυτού, όντος άλλως τε πασιγνώστου ότι η προσωρινή κυβέρνησις ηδυνήθη να ζήση μόνον διά της γενναιοδωρίας των Μεγ. Δυνάμεων (172)».

Η αίτησις αύτη εγένετο δεκτή υπό του Συνεδρίου του Λονδίνου και, διά του υπ' αριθμόν 17 της 8/20 Φεβρουαρίου 1830 πρωτοκόλλου, οι πληρεξούσιοι εδήλωσαν ότι «αι τρεις Δυνάμεις απεφάσισαν να εξασφαλίσωσιν εις το νέον κράτος χρηματικάς επικουρίας διά της εγγυήσεως δανείου συνομολογηθησομένου υπό της Ελληνικής Κυβερνήσεως, και ούτινος σκοπός έσται να καλύψη τα έξοδα της συντηρήσεως του στρατού, τον οποίον ο Κυρίαρχος Ηγεμών θα έχη εις την υπηρεσίαν αυτού».

Αλλ' ο Λεοπόλδος ήγειρεν αντιρρήσεις εις τους όρους του πρωτοκόλλου και απήτησεν όπως το ποσόν αφιερωθή ουχί εις τας στρατιωτικάς μόνον, αλλ' εις τας γενικάς ανάγκας του Ελληνικού κράτους.

Τούτο παρεδέχθησαν οι πληρεξούσιοι διά του πρωτοκόλλου της 7 Μαΐου, δι' ου συνάμα ωρίζετο «ότι το μέλλον δάνειον θα ανήρχετο εις 60 εκατομμύρια, εξ ων εκάστη των Δυνάμεων θα ηγγυάτο το τρίτον, και ότι η Ελληνική κυβέρνησις θα ήτο ως προς την χρήσιν του δανείου εντελώς ανεξάρτητος».

Δυστυχώς ο Λεοπόλδος παρητήθη του Ελληνικού θρόνου τη 21 Μαΐου 1830, μέχρι δε της εκλογής του Όθωνος κατά την 13 Φεβρουαρίου 1832 δεν ανεκινήθη το ζήτημα του δανείου.

Ευθύς δ' όμως ως εκανονίσθη η τύχη του Ελληνικού θρόνου, οι πληρεξούσιοι των τριών Δυνάμεων δι' εμπιστευτικής ανακοινώσεως ανέπτυξαν εις τον αντιπρόσωπον της Βαυαρίας τους όρους, υφ' ους το στέμμα της Ελλάδος προσεφέρετο εις τον Όθωνα, μεταξύ δε των άλλων η ανακοίνωσις αύτη περιείχε και τα εξής σχετικά προς το δάνειον: Το συνέδριον προέτεινε να εγγυηθή υπέρ του Όθωνος δάνειον ίσον προς εκείνο, το οποίον είχεν υποσχεθή εις τον Λεοπόλδον· το δάνειον τούτο έμελλε να εκδοθή κατά τμήματα και εφ' όσον επέβαλον τούτο αι ανάγκαι της Ελλάδος· η δ' Ελλάς ώφειλεν εκ των ιδίων αυτής εσόδων να πληρώνη τους τόκους και το χρεωλύσιον του δανείου.

Το άρθρον 12 της μεταξύ της Βαυαρίας και των τριών Δυνάμεων συνθήκης της 7 Μαΐου 1832, επικυρούν τους προμνησθέντας όρους, προσέθετεν (βλ. αρθρ. 12 παρ. 6), ότι ο Ηγεμών της Ελλάδος και το Ελληνικόν κράτος υποχρεούνται να αφιερώσι προ παντός άλλου εξόδου εις την πληρωμήν των τόκων και του χρεωλυσίου του δανείου τας πρώτας εισπράξεις του δημοσίου ταμείου, και τέλος ώριζεν ότι «οι διπλωματικοί αντιπρόσωποι των τριών Αυλών θέλουσιν ειδικώς επιφορτισθή να επαγρυπνώσιν εις την εκτέλεσιν του τελευταίου τούτου όρου».

Η έκτη αύτη παράγραφος του άρθρου 12 της συνθήκης του 1832 είνε αξία πάσης προσοχής, καθ' ότι περιέχει εν σπέρματι τον θεσμόν του διεθνούς ελέγχου. Και είνε μεν αληθές ότι το κείμενον τούτο δεν εφηρμόσθη ποτέ, αλλ' αφ' ετέρου, ότι από του 1832 προεβλέπετο διά συνθήκης, συναφθείσης μετά τρίτου (173) η επιβολή διεθνούς έλεγχου εις ελεύθερον κράτος, είναι πράγμα ικανώς καινοφανές, άκρως δε χαρακτηριστικόν της μελλούσης ημών δημοσιονομικής ιστορίας.

Το ούτως υπό των τριών Δυνάμεων εγγυηθέν δάνειον συνήφθη μετά των κ.κ. Ρόσχιλδ εν Παρισίοις. Ο τόκος ωρίσθη εις πέντε τοις εκατόν, το δε χρεωλύσιον εις 1 %. Εφαρμοζομένου του συστήματος της συνθέτου χρεολυσίας, το δάνειον απεσβέννυτο εντός 36 ετών. Οι αναλαβόντες το δάνειον τραπεζίται ηγόρασαν αυτό προς 94 %, επεφυλάσσοντο δε προς τούτοις δικαίωμα μεσιτείας 2 % και άλλα τινά ωφελήματα (174).

Είχεν αφ' ετέρου αποφασισθή ότι το δάνειον θα εξεδίδετο εις τρεις σειράς εξ είκοσιν εκατομμυρίων· αι δύο πρώται σειραί εξεδόθησαν πολύ ταχέως, η έκδοσις όμως της τρίτης προσέκοψε, εις πολλάς δυσκολίας εκ μέρους της Ρωσίας, ήτις αντεπολιτεύετο τον Άρμανσπεργ αγγλίζοντα. Ούτω προετάθη κατ' αρχάς μεν να εκδοθή μέρος μόνον της τρίτης σειράς (175), έπειτα δε να εκδοθώσι και τα τελευταία είκοσιν εκατομμύρια, αλλά το εκ της εκδόσεως προκύπτον ποσόν ν' αφιερωθή αποκλειστικώς εις την πληρωμήν των τόκων και χρεωλυσίων των ήδη εκδοθέντων τεσσαράκοντα εκατομμυρίων (176). Μετά μακράς διαπραγματεύσεις επετεύχθη τέλος χάρις εις τον Palmerston να εκδοθή και η τρίτη σειρά όπως και αι δύο πρώται, υπό τον όρον όμως να γίνωσιν οικονομίαι εις διάφορα κεφάλαια του ελληνικού προϋπολογισμού (177).

Παρ. Β'. Χρήσις του Δανείου.

Και ταύτα μεν ως προς την συνομολόγησιν και την έκδοσιν του δανείου· έλθωμεν δε νυν εις την χρήσιν αυτού. Είδομεν ότι κατ' απαίτησιν του Λεοπόλδου είχεν ορισθή ότι το ποσόν των 60 εκατομμυρίων θ' αφιερούτο ουχί μόνον εις τας στρατιωτικάς αλλά και εις τας εν γένει ανάγκας του ελληνικού κράτους. Γενικώς δ' ηλπίζετο ότι διά του δανείου μεγάλη θα παρείχετο εμψύχωσις εις την πλουτοπαραγωγήν της χώρας, ότι το δάνειον τούτο θα επέτρεπε να κατασκευασθώσιν οδοί, ν' αναπτυχθή η γεωργία, να ιδρυθώσι Τράπεζαι, ν' αποκατασταθή επί εδραιοτέρων βάσεων η δημοσία ασφάλεια, να διοργανωθή μικρός πλην αξιόμαχος στρατός κτλ., δυστυχώς όμως τα πράγματα διέψευσαν τας χρυσάς ταύτας ελπίδας.

Τω όντι εκ των υφ' εκάστης των Δυνάμεων εγγυηθέντων 20 εκατομμυρίων εξεδόθησαν:


Ήτοι μετοχαί αξίας ονοματικής 57 εκατομμυρίων φράγκων και 63 εκατομμυρίων των τότε Ελληνικών δραχμών. Αλλ', ως γνωρίζομεν, το δάνειον ανέλαβον να εκδώσωσιν οι Ρόσχιλδ προς 94 τοις εκατόν, υπήρχον δ' αφ' ετέρου και άλλα έξοδα μεσιτείας και εκδόσεως, ήτοι εν συνόλω:



Ιδού λοιπόν αμέσως 6,986,013 δρ., άς πρέπει ν' αφαιρέσωμεν εκ του ονοματικού κεφαλαίου των 63,924,559 δρ. (179).

Εκ δε του απομένοντος καθαρού κεφαλαίου 56,948,546 δρ. μόνοι οι τόκοι και τα χρεολύσια απερρόφησαν μέχρι της 31ης Δεκεμβρίου 1843 το μέγα ποσόν 33,080,795 δρ. Υπελείφθησαν λοιπόν μόνον 23,867,751 δραχμ., αίτινες εξήλθον πράγματι των χειρών των δανειστών, αλλ' ουδ' αύται φευ! αφιερώθηκαν εις τας ανάγκας του τόπου. Διότι αφ' ενός μεν εδέησε να πληρωθώσιν:



Αφ' ετέρου δε τα λείψανα του δανείου, ήτοι 9,098,017 δρ. και 45 λεπτά διετέθησαν, όπως καλυφθώσι δαπάναι, αίτινες δυσκόλως δύνανται να θεωρηθώσιν ως ωφελήσασαι τον τόπον· τοιαύται δε είναι αι της Αντιβασιλείας και του στρατού.

Και αι μεν δαπάναι της Αντιβασιλείας (Μισθοί και έξοδα οδοιπορίας, αποκαταστάσεως, επίπλων κ.τ.λ.), συμπεριλαμβανομένων και των εξόδων της καθόδου των Αντιβασιλέων, ανήλθον εις 1,397,654 δρ. και δεν χρήζουσι πολλών σχολίων (182), αλλ' αι περιτταί στρατιωτικαί δαπάναι απαιτούσι πλείονας εξηγήσεις.

Στρατούς από του 1832 μέχρι του 1843 η Ελλάς έσχε δύο ειδών, τον καθαρώς βαυαρικόν στρατόν, τον οποίον ανέλαβεν ο Λουδοβίκος να στείλη εις Ελλάδα (183), και τον μετέπειτα οργανωθέντα και κληθέντα Ελληνικόν. Ο πρώτος εκ 3,500 ανδρών συγκείμενος ήκιστα χρήσιμος εδείχθη (184), και εκτός των δαπανών της συντηρήσεως εστοίχισε και ουκ ολίγα διά κάθοδον εις Ελλάδα και επιστροφήν εις Βαυαρίαν, απορροφήσας εν συνόλω 4,748,000 δρ. (185). Μετά δε την αναχώρησίν του υπήρξε προς στιγμήν ελπίς σημαντικής βελτιώσεως της καταστάσεως, αποφασισθείσης της συγκροτήσεως στρατού εξ Ελλήνων απαρτιζομένου, ου την διοργάνωσιν έμελλον ν' αναλάβωσι Βαυαροί.

Δυστυχώς οι Βαυαροί, αντί να προσληφθώσι διά την διοργάνωσιν του στρατού, εκλήθησαν διά τον καταρτισμόν αυτού, και εν χώρα όπου δεν έλειπον βεβαίως οι στρατεύσιμοι άνδρες, επί στρατού 8,205 ανδρών, οίος ήτο ο ελληνικός κατά το θέρος του 1835, άπαντες σχεδόν οι 5,142 τακτικοί ήσαν Βαυαροί (186).

Όπως λέγει ο κ. Κυριακίδης (187), οι διδάσκαλοι υπήρχον, οι μαθηταί είχον εκδιωχθή.

Αλλά δεν αρκεί τούτο, ο κατ' ουσίαν και πάλιν βαυαρικός στρατός υπέρ το δέον πολυάριθμος ήτο και υπέρ το δέον δαπανηρός. Οι Βαυαροί εθελονταί ελάμβανον 25 λεπτά την ημέραν (188), και οι Βαυαροί αξιωματικοί, οίτινες, κατά τον Finlay τουλάχιστον (189), ούτε πείραν ούτε ικανότητα είχον, προεβιβάζοντο αιφνιδίως εις τα ανώτατα αξιώματα.

Την κατά την περίοδον ταύτην γενομένην σπατάλην εν τω υπουργείω των στρατιωτικών ο Leconte αποδεικνύει διά του εξής απλουστάτου υπολογισμού:

Κατά τους προϋπολογισμούς του 1845 και 1846, 4,400,000 δρ. ήρκουν διά την συντήρησιν του αναγκαίου στρατού. Ουδείς δε λόγος υπήρχεν όπως ο μέσος όρος των στρατιωτικών εξόδων κατά τα δύο ταύτα έτη ή κατώτερος του της ενδεκαετούς περιόδου 1833 – 1843. Εν τούτοις βλέπομεν ότι τα στρατιωτικά έξοδα από του 1833 – 1843 ανήλθον εις 67,344,044 δρ. ήτοι εις 6,122,185 δρ. ετησίως· ήρκει λοιπόν να είχον απ' αρχής περιορισθή εις 4,400,000 κατ' έτος, όπως το όλον άθροισμα περιορισθή εις 48,400,000 δρ. και κατ' ακολουθίαν η Ελλάς οικονομήση 19,000,000 δρ. (190).

Επιβάλλεται άρα το συμπέρασμα ότι το αρτισύστατον ελληνικόν κράτος, καταβαλόν 6,986,013 δρ. εις μεσιτείας και παραπλήσια, 14,769,733 δρ. εις αποζημιώσεις, 33,080,795 εις τόκους και χρεωλύσια, 1,397,654 δρ. εις έξοδα αντιβασιλείας, και 19 εκατ. περίπου εις περιττάς στρατιωτικάς δαπάνας, ουχί μόνον δεν επορίσθη ουδεμίαν πραγματικήν ωφέλειαν εκ δανείου προωρισμένου να τω επιτρέψη ν' αναλάβη οικονομικώς (191), αλλ' εκπληρώσαν τας υποχρεώσεις του μέχρι του 1843 υπεβλήθη εις θυσίας ουχί μικράς (192).

Εις τας θυσίας ταύτας προσετέθησαν, και οφείλομεν να ομολογήσωμεν τούτο, αρωγαί της Βαυαρίας (193) και των τριών προστατίδων Δυνάμεων (194). Πλην όμως ούτε αι προρρηθείσαι θυσίαι ούτε αι σχετικώς μικραί αύται αρωγαί ηδύναντο να μεταβάλωσι την αληθή θέσιν των πραγμάτων. Όπως ορθότατα γράφει ο About (195), «κατά τα έτη 1841, 1842 και 1843 η Ελλάς, με μικρά βοηθήματα εξωτερικά, ηδυνήθη να επαρκέση εις την υπηρεσίαν του δανείου, πληρώσασα εξ ιδίων 6,300,000 δρ. Μετά την προσπάθειαν ταύτην, ην είναι δίκαιον να λάβη τις υπ' όψιν, ευρέθη πτωχοτέρα πως ή κατά την ημέραν, καθ' ην ηναγκάσθη να καταφύγη εις δάνειον, εχρεώστει δε προς τούτοις και 66,842,126 δρ. 46 λεπτά».

Καίτοι κατεβλήθησαν πράγματι πολλαί προσπάθειαι, προκαλέσασαι και σπασμωδικάς μεταβολάς εν τη οικονομική διοικήσει (196), το έτος 1842 έκλεισε με έλλειμμα τριών εκατομμυρίων, και η αναστολή των πληρωμών επήρχετο μοιραία. Όπως προλάβωσι ταύτην αι τρεις προστάτιδες Δυνάμεις έπεμψαν αντιπροσώπους εις συνέδριον, συνελθόν εν Λονδίνω τη 1η Μαΐου 1843. Το συνέδριον τούτο, εξετάσαν τα οικονομικά της Ελλάδος, απεφήνατο διά πρωτοκόλλου (197), ότι ήσαν δυναταί εν τω προϋπολογισμώ ενιαύσιαι οικονομίαι 3,742,000 δρ., και ότι προς εγγύησιν της υπηρεσίας του δανείου έπρεπε να παραχωρηθώσιν εις τας προστάτιδας Δυνάμεις αι εισπράξεις του τελωνείου Σύρου. Ο Όθων αναγκάσθη να παραδεχθή το πρωτόκολλον τούτο, η επισυμβάσα δ' όμως μεταπολίτευσις ημπόδισε την εφαρμογήν αυτού και συνεπήγαγε προς τούτοις την αναστολήν της πληρωμής παντός τόκου και παντός χρεωλυσίου.

Η ιστορία του δανείου των εξήκοντα εκατομμυρίων δεν λήγει δ' όμως ενταύθα.

Είναι λοιπόν ανάγκη, αφ' ου εξητάσαμεν πώς συνωμολογήθη και πώς εξωδεύθη το δάνειον, να ίδωμεν ποία εξ αυτού προέκυψαν μετά ταύτα, γεγονότα.

Παρ. Γ'. Διασπραγματεύσεις προς κανονισμόν του Δανείου.

Αι διαπραγματεύσεις αύται διαιρούνται εις δύο περιόδους, εις την από της γ' Σεπτεμβρίου μέχρι της Κατοχής και εις την μετά τον Κριμαϊκόν πόλεμον. Κατά την πρώτην, αι Δυνάμεις συναισθανόμεναι την μεγάλην ευθύνην ην έφερον, προκειμένου περί δανείου όπερ, καθώς παρατηρεί ο Finlay (198), «συνωμολογήθη άνευ της συγκαταθέσεως του Ελληνικού λαού και εξωδεύθη κατά τον αυτόν τρόπον, περιωρίσθησαν εις διπλωματικάς διάμαρτυρίας. Η δε Ελληνική κυβέρνησις, επωφελουμένη εκ των μεταξύ των Δυνάμεων κρατουσών διχονοιών, αντί να προσπαθήση παντί σθένει να επιδιώξη λογικόν συμβιβασμόν, περιωρίζετο εις το να δίδη υποσχέσεις και ν' αναγράφη εν τω προϋπολογισμώ ποσά, ποικίλλοντα κατά τας περιστάσεις, αλλά ουδέποτε πληρωνόμενα, ή μάλλον πληρωθέντα άπαξ μόνον, και τούτο, ως θέλομεν ίδη αμέσως, κατόπιν ενεργητικής αλλά μονομερούς επεμβάσεως της Αγγλίας. Η περίοδος αύτη ενθυμίζει πως άλλην περίοδον, την από του 1893 μέχρι του 1897.

Μετά τον Κριμαϊκόν πόλεμον όμως αι Δυνάμεις, κρατούσαι την Ελλάδα εις την διάκρισίν των, επωφελήθησαν εκ τούτου, όπως τη επιβάλωσιν, ους όρους εθεώρουν αύται δικαίους. Η δε τοιαύτη διαγωγή υπενθυμίζει και αυτή πρόσφατά τινα γεγονότα.

Περίοδος 1843 – 1856. – Κατά την περίοδον ταύτην αι τρεις προστάτιδες Δυνάμεις περιωρίσθησαν, ως είδομεν, εις απλάς διαμαρτυρίας. Η μόνη δε ενεργητική πως επέμβασις εγένετο κατά την πρωθυπουργίαν του Κωλέττη, οπότε η Αγγλική κυβέρνησις παρείχεν αδιακόπως πράγματα εις το γαλλικόν κόμμα. Πάντων δε των Άγγλων δριμύτατος ήτο ο Πάλμερστων. Ούτος από του 1845 (199), ως αρχηγός της αντιπολιτεύσεως, εδήλου ότι είχε καθήκον η Αγγλική κυβέρνησις, έστω και μόνη, ν' απαιτήση την εκτέλεσιν της συνθήκης του 1832 και να κάμη χρήσιν του δικαιώματος της επεμβάσεως, όπερ, κατ' αυτόν, παρείχεν εις την Αγγλίαν το άρθρον 12 § 6. Ο τότε πρωθυπουργός Ροβέρτος Πηλ αντέκρουσε μεν εν τη βουλή τον Πάλμερστων (200), αλλά διά του υπουργού επί των εξωτερικών Aberdeen επίεζε μεγάλως τον Κωλέττην (201), όπως επαναλάβη η Ελλάς την υπηρεσίαν του δανείου. Η δε πίεσις αύτη, επαναληφθείσα κατά το 1847, ηνάγκασε την Ελληνικήν Κυβέρνησιν να καταφύγη εις τον φιλέλληνα τραπεζίτην Εϋνάρδον, όστις έστερξε να προκαταβάλη 500,000 φράγκων, προς προσωρινήν κατεύνασιν των Αγγλικών απαιτήσεων (202). Προς τούτοις τη 18/30 Αυγούστου 1847 ο Κωλέττης δι' ανακοινώσεώς του προσεπάθησε να πείση τας Δυνάμεις, ότι η μη πληρωμή των τόκων του δανείου ωφείλετο εις τους βουλευτάς και γερουσιαστάς, οίτινες εν σώματι μεν προσεπάθουν να ελαττώσωσι τους φόρους, ατομικώς δε ηγωνίζοντο όπως αυξηθώσιν αι δαπάναι εν ταις ιδίαις αυτών επαρχίαις. Ο Κωλέττης εδήλου ότι προετίθετο να συλλέξη χρήματα διά της πωλήσεως των εθνικών γαιών. Υπισχνείτο δε προς τούτοις ότι κατά το 1848 θα πληρώση το τρίτον του τόκου του δανείου, και ότι το προς τον σκοπόν τούτον ενιαυσίως αφιερούμενον ποσόν θ' αυξήση προοδευτικώς μέχρι του 1860, οπότε, έλεγεν, η Ελλάς θα ήτο εις θέσιν να πληρώση ολόκληρον τον οφειλόμενον τόκον. Συνωδά προς την ανακοίνωσιν του Κωλέττη (203), ανεγράφη εις τον προϋπολογισμόν του 1848 ποσόν 1,278,491 δρ., ίσον προς το τρίτον του διά την υπηρεσίαν του δανείου υπό των Δυνάμεων προκαταβαλλομένου. Και εδόθησαν μάλιστα εκτενείς σχετικαί πληροφορίαι υπό του τότε υπουργού των Οικονομικών Κορφιωτάκη (204). Παρ' όλα ταύτα δ' όμως ουδέ λεπτόν επληρώθη κατά το 1848. Τα δε ακόλουθα έτη έπαυσε μάλιστα να γίνηται μνεία εν τω προϋπολογισμώ και του χρεωστουμένου κεφαλαίου, το οποίον επί τινα έτη ανεγράφετο ως απόδειξις ότι η Ελλάς δεν ενόει ν' απαρνηθή τας υποχρεώσεις αυτής (205).

Περίοδος 1856 – 1864. – Μετά τον πόλεμον της Κριμαίας και την ειρήνην των Παρισίων, αι Δυνάμεις, απαυδήσασαι εκ των αενάων διαπραγματεύσεων, απεφάσισαν να λύσωσι το ζήτημα άπαξ διά παντός. Τριμελής επιτροπή εδρεύουσα εν Αθήναις επεφορτίσθη να μελετήση την οικονομικήν κατάστασιν της Ελλάδος και να ορίση το ποσόν, όπερ το Ελληνικόν κράτος ηδύνατο να πληρώση (206). Η επιτροπή αύτη, εκ των κ. κ. Th. Wyse, Α. Ozeroff και Ch. de Monthérot συγκειμένη, υπέβαλε τη 12/24 Μαΐου 1859 έκθεσιν προς τας Δυνάμεις (207), εν η αφ' ου εδεικνύετο αυστηροτάτη προς το εν γένει εν Ελλάδι κρατούν δημοσιονομικόν σύστημα (208), εξεφράζετο περί του δανείου του 1832 ως εξής:

«Επειδή τα έσοδα του ελληνικού δημοσίου αυξάνονται χωρίς να εκτελεσθώσιν αι εκ συνθηκών πηγάζουσαι υποχρεώσεις.

«Επειδή, εφ' όσον αυξάνονται τα έσοδα, αναπτύσσονται και τα έξοδα, χωρίς όμως να δύναται τις να εύρη εις την γενικήν κατάστασιν της χώρας, είτε εις θαρρύνσεις διδομένας εις την βιομηχανίαν, είτε εις οιανδήποτε άλλην εκ του κράτους προερχομένην πρωτοβουλίαν, αντιστάθμισμα των ενιαυσίων θυσιών των προστατίδων Δυνάμεων.

«Η Επιτροπή, λαμβάνουσα υπ' όψιν και το άρθρον XII § 6 της συνθήκης της 7ης Μαΐου 1832, εσχημάτισε την πεποίθησιν ότι η Ελλάς οφείλει να συνεισφέρη εις τας υπέρ αυτής κατ' έτος γιγνομένας θυσίας.

«Όσον αφορά εις το ποσόν όπερ δύναται να αιτηθή παρ' αυτής, η Επιτροπή νομίζει ότι η Ελλάς καλώς διοικουμένη θα ήτο εις θέσιν να τηρήση όλας τας υποχρεώσεις αυτής, και κατ' ακολουθίαν ότι αι τρεις Δυνάμεις θα ηδύναντο, χωρίς να παραβιάσωσιν ουδεμίαν αρχήν δικαιοσύνης, να την υποχρεώσωσι να πληρώση όλους τους υπ' αυτής οφειλομένους τόκους και χρεωλύσια.

«Εν τούτοις θέλουσα να μη παράσχη δυσκολίας εις την χώραν και να μη παραβλάψη τας δημοσίας αυτής υπηρεσίας και την κανονικήν αυτής ανάπτυξιν, η Επιτροπή προτείνει να ορισθή ο ελάχιστος όρος της συνεισφοράς της Ελλάδος εις 900,000 φρ. (209).

«Προβλέπουσα δε την αύξησιν των εσόδων του Ελληνικού δημοσίου, η επιτροπή έχει την γνώμην ότι το ποσόν τούτο πρέπει ν' αυξήση προοδευτικώς κατά περιόδους, αίτινες θα ορισθώσιν, όταν ο τρόπος της πληρωμής και ο προορισμός των υπό της Ελλάδος πληρωνομένων ποσοστών θέλωσι κανονισθή».

Εν άλλαις λέξεσιν, η επιτροπή καθιέρου την υποχρέωσιν της Ελλάδος διά την υπηρεσίαν του δανείου, έχουσα δ' όμως συναίσθησιν αφ' ενός της ευθύνης των Δυνάμεων διά την συνομολόγησιν και την σπατάλην του δανείου, βλέπουσα δ' αφ' ετέρου, ως εμμέσως η ιδία ομολογεί, το δυσανάλογον των πόρων της Ελλάδος και των νομικών αυτής υποχρεώσεων (210), δεν ετόλμησε να επιρρίψη επί του κράτους ολόκληρον το βάρος της υπηρεσίας του δανείου (211), περιωρίσθη δε να επιβάλη εις την Ελλάδα ετησίαν συνεισφοράν προσωρινήν μεν 900,000 φράγκων, αλλ' επιδεχομένην αύξησιν, εφ' όσον προήγετο ο τόπος.

Τα συμπεράσματα της διεθνούς επιτροπής παραδεχθείσαι άνευ συζητήσεως αι Δυνάμεις, ήρχισαν αμέσως πιέζουσαι την Ελλάδα, ίνα τας παραδεχθή και αυτή (212). Μετά τινας διαπραγματεύσεις, η Κυβέρνησις του Όθωνος υπέκυψεν, και τη 9/21 Ιουνίου ο επί των εξωτερικών υπουργός Κουντουριώτης εδήλου (213) ότι, αν και αι προτάσεις των Δυνάμεων ήσαν πολύ διάφοροι των υπό της Ελλάδος υποβληθεισών (214), η Ελληνική κυβέρνησις είχεν υιοθετήση αυτάς και επέτυχε την ψήφισιν αυτών υπό των Βουλών.

Οι γνωρίζοντες ότι και σήμερον ακόμη πληρώνομεν 900,000 φράγκων κατ' έτος διά το δάνειον των εξήκοντα εκατομμυρίων, θα υπολάβωσιν ότι η ανακοίνωσις του Κουντουριώτη έκλεισεν, καθ' όσον αφορά εις τούτο, την βίβλον των διεθνών διαπραγματεύσεων. Και όμως το πράγμα δεν έχει ούτω. Το ποσόν των 900,000 φράγκων δεν επληρώθη επί της Βαυαρικής μοναρχίας ειμή άπαξ, και η επελθούσα μεταπολίτευσις εύρε το ζήτημα εκκρεμές. Ολίγω δε βραδύτερον, διά της υφ' ημερομηνίαν 12/24 Ιανουαρίου 1864 διακοινώσεώς της, η Ελληνική κυβέρνησις εζήτησε παρά των τριών προστατίδων Δυνάμεων τρία τινά (215):

1) Την αναβολήν της πληρωμής των τόκων του 1861, 1862, 1863, ούπω πληρωθέντων.

2) Την παράτασιν επί πέντε έτη της συμβάσεως του 1859, δι' ης η Ελληνική κυβέρνησις υπεχρεούτο να πληρώση μόνον 900,000 φρ. κατ' έτος.

3) Το δικαίωμα διά την Ελληνικήν κυβέρνησιν ν' αφιερώση μέρος των εισοδημάτων της εις την πληρωμήν άλλου χρέους, του της επαναστάσεως (216), πριν ή καλύψη εξ ολοκλήρου τα έξοδα της υπηρεσίας του δανείου του 1832.

Αι τρεις Δυνάμεις (217) παρεδέχθησαν μόνον τα δύο πρώτα εκ των τριών αιτημάτων, απαιτήσασαι σύναμα ως ανταμοιβήν την καθιέρωσιν κλάδου των εσόδων της Ελλάδος εις την αποκλειστικήν υπηρεσίαν της συμφωνηθείσης ενιαυσίας δόσεως. Ηρνήθησαν όμως ρητώς να θυσιάσωσι τα συμφέροντά των χάριν των δανειστών του 1824 και 1825. Η Ελλάς απαντώσα εξέφρασε την ευγνωμοσύνην της προς τας Δυνάμεις, και εδήλωσεν ότι ήτο πρόθυμος ν' αφιερώση εις την υπηρεσίαν του δανείου το τρίτον των εισπράξεων του τελωνείου Σύρου (218). Τούτο εγένετο δεκτόν και επήλθε τέλος το πέρας διαπραγματεύσεων διαρκεσασών σχεδόν 22 έτη.

Σημειωτέον ότι εν τω μεταξύ είχε συνομολογηθή η συνθήκη της ενώσεως των Ιονίων νήσων μετά της Ελλάδος (Λονδίνον, 17 Μαρτίου 1864), εν η είχε καταχωρισθή όρος, διά του οποίου εκάστη των προστατίδων Δυνάμεων υπεχρεούτο να παραχωρήση εις την Α. Μ. Γεώργιον τον Α' τεσσάρας χιλιάδας λιρών στερλινών ετησίως εκ των ποσών, άτινα το Ελληνικόν ταμείον υπεχρεώθη ν' αποτίνη εκάστη αυτών. Το ποσόν τούτο των δώδεκα χιλιάδων λιρών στερλινών ετησίως προσδιορίζεται, λέγει η συνθήκη, εις προσωπικήν προίκισιν της Α. Μ., προς τη ανακτορική χορηγία τη υπό του νόμου του Κράτους οριζομένη.

Εν συνάψει τω 1865, όπως και σήμερον, η νομική θέσις του ζητήματος είναι η εξής:

1) Απέναντι του χρέους των 60 εκατ., χάριν του οποίου αι Δυνάμεις από της συνομολογήσεως μέχρι της αποσβέσεως αυτού κατέβαλον 100,392,833 φράγκα (219), η Ελλάς υποχρεούται να καταβάλλη ενιαυσίως 900,000 φράγκων, ποσόν, εξ ου το τρίτον παραχωρείται υπό των Δυνάμεων εις τον Βασιλέα ως πρόσθετος επιχορήγησις.

2) Το ποσόν τούτο των 900,000 φράγκων είναι ο ελάχιστος όρος (έν minimum), των Δυνάμεων επιφυλαχθεισών το δικαίωμα ν' απαιτήσωσιν αύξησιν του ποσού τούτου, ευθύς ως τα οικονομικά της Ελλάδος βελτιωθώσιν (220).

Υπό πρακτικήν όμως έποψιν, το ποσόν από προσωρινού κατέστη πάγιον (221), παρά δε τας, κατά το 1865, δηλώσεις των Δυνάμεων, ηδυνήθη η Ελλάς να ικανοποιήση τους δανειστάς του 1824 και 1825, πριν ή αι εγγυηθείσαι το δάνειον του 1832 Δυνάμεις αποζημιωθώσιν εντελώς.

Αναπολών δέ τις την όλην ιστορίαν του δανείου δύναται να είπη εν συμπεράσματι ότι το ενιαυσίως υπό της Ελλάδος καταβαλλόμενον ποσόν είναι μικρόν εν σχέσει προς τα ποσά τα καταβληθέντα υπό των Δυνάμεων, δεν είναι δ' όμως δυσανανάλογον παραβαλλόμενον προς τας ωφελείας (222), ας η πατρίς ημών επορίσθη εκ του δανείου των εξήκοντα εκατομμυρίων.

Ζήτημα δ' όμως λεπτεπίλεπτον εγείρεται, προκειμένου περί της φύσεως της ενιαυσίας αποζημιώσεως των 900,000 φρ. Ερωτάται: το ποσόν τούτο αντιπροσωπεύει μόνον τόκους, ή τόκους και χρεωλύσιον, ή τέλος μόνον χρεωλύσιον: Η σπουδαιότης του ερωτήματος είναι καταφανής· εάν αι 900,000 φρ. αντιπροσωπεύωσι μόνον τόκους, τούτο σημαίνει ότι, του προς τας Δυνάμεις χρέους θεωρηθέντος ως παγίου, πληρώνεται, αντί 5 %, τόκος 0,90 %, και προς τούτοις ότι άνευ νέας συμφωνίας δεν υπάρχει ελπίς ν' απαλλαγώμεν του χρεωστουμένου κεφαλαίου.

Η απορία αύτη προήλθε κυρίως εκ του ότι ουδέποτε έγινεν επίσημος σύμβασις περί του ζητήματος· διότι τω 1859 αι μεν Δυνάμεις απήτησαν απλώς την ενιαυσίαν πληρωμήν ποσού φρ. 900,000, όπερ εθεώρουν αρκούν προς το παρόν, η δε κυβέρνησις αφ' ετέρου περιωρίσθη εις το ν' αναγράψη το ποσόν τούτο εις τον προϋπολογισμόν του επομένου έτους (223).

Η ασάφεια της μεταξύ των Δυνάμεων και της Ελλάδος συμφωνίας είχεν έκτοτε εκπλήξη το κοινόν· η δε επιτροπή της γερουσίας, μεταξύ άλλων πληροφοριών ας εζήτησε παρά του υπουργού των οικονομικών, εξέφρασε και την επιθυμίαν να μάθη «αν η ζητουμένη πίστωσις των 1,005,120 (900,000 φρ.) θέλει επιφέρη ελάττωσίν τινα και ποίαν επί του προκειμένου χρέους.» Αλλ' ο επί των οικονομικών υπουργός Λ. Κουμουνδούρος απήντησεν «ότι η περί τούτου απάντησις ήτο δυσχερής, διότι το ζήτημα δεν υπάρχει λελυμένον» (224). Της δε επιτροπής επιμενούσης να λάβη τουλάχιστον ανακοίνωσιν των σχετικών διπλωματικών εγγράφων, ο υπουργός απήντησεν ότι το συμφέρον του κράτους δεν επιτρέπει επί του παρόντος την κοινοποίησιν των εγγράφων εκείνων, αφ' ου η υπόθεσις δεν επερατώθη εισέτι οριστικώς (225).

Από των δηλώσεων του αειμνήστου Κουμουνδούρου ουδέν συνέβη το δυνάμενον να διασαφήση τα κατά το σπουδαίον τούτο ζήτημα (226), εκ τούτου δε προέκυψαν πλείσται αντιφάσεις. Οι ημέτεροι Kοι Λιακόπουλος και Δυοβουνιώτης (227) φαίνονται νομίζοντες ότι το ποσόν των 900,000 φρ. δεν είναι ειμή χρεωλύσιον, την αυτήν δε γνώμην φαίνεται έχων και ο κ. Stourm (228).

Αλλ' οι κ. κ. Λιακόπουλος και Δυοβουνιώτης δεν υποδεικνύουσιν επί ποίων πληροφοριών βασίζουσι τα πορίσματα αυτών, ο δε κ. Stourm καταλήγει εις προφανώς εσφαλμένους υπολογισμούς (229).

Ευρεθέντες δ' ούτω προ αδιεξόδου και μάτην ζητήσαντες πληροφορίας εις το τμήμα του δημοσίου χρέους (υπουργείον των Οικονομικών) και εις το επί των Εξωτερικών υπουργείον, κατεφύγομεν εις τα γραφεία του Διεθνούς Ελέγχου. Εκεί δ' επληροφορήθημεν ότι το ζήτημα της φύσεως της εξ 900,000 φρ. αποζημιώσεως εκανονίσθη τω 1859 υφ' ενός μυστικού υπομνήματος (mémoire secret) και ότι, καίπερ τα περιεχόμενα εν τω υπομνήματι τούτος δεν είναι γνωστά, υπάρχουσι λόγοι να πιστεύηται ότι τα ενιαυσίως πληρωνόμενα 900,000 φράγκα περιλαμβάνουσι και ποσόν αφιερωνόμενον εις χρεωλυσίαν.

Τας πληροφορίας ταύτας των γραφείων του Ελέγχου επιβεβαιούσι και τα μετά τον συμβιβασμόν του 1898 δημοσιευθέντα έγγραφα. Πράγματι ο εν αυτοίς καταχωρισθείς πίναξ του δημοσίου χρέους, ο περιέχων και τα κεφάλαια των δανείων και τα εισέτι υπολειπόμενα εξ εκάστου ποσά, προκειμένου περί του δανείου των τριών Δυνάμεων αναγράφει μεν εν τη πρώτη στήλη, το κεφάλαιον των 100,392,833 φρ., εν τη στήλη δ' όμως των Μηκέτι αποσβεσθέντων ποσών (Sommes non amorties) αντί ωρισμένου ποσού σημειοί απλώς την λέξιν mémoire (230).

Οφείλομεν λοιπόν να καταλήξωμεν εις το συμπέρασμα, ότι η ενιαυσία δόσις μετέχει τόκου και χρεωλυσίου, χωρίς όμως να δυνάμεθα να ορίσωμεν το ποσόν εκατέρου τούτων. Εις ανάλογον άλλως τε συμπέρασμα κατέληγε προ ενδεκαετίας ο κ. Ε. F. G. Law, όστις δεν συμπεριελάμβανεν εις τον πίνακα του δημοσίου χρέους της Ελλάδος το δάνειον των τριών Δυνάμεων, «καθ' ότι, το ακριβές ποσόν τον χρέους τούτου δεν φαίνεται ακριβώς καθωρισμένον» (231).