Kitabı oku: «Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος», sayfa 10
ΣΤ'
Η κυρία Πηνελόπη, ην αφήκαμεν μόνη προ μικρού, λαμβάνει έν μυθιστόρημα, κάθηται νωχελώς επί του ανακλίντρου και αναγινώσκει. Αλλ' αναγινώσκει μηχανικώς, χωρίς σχεδόν ν' αντιλαμβάνεται. Ο νους της είνε αλλού. Αι εκατόν χιλιάδες παρεμβαίνουσι διαρκώς μεταξύ των οφθαλμών της και των γραμμών του βιβλίου, και η φαντασία της μεθίπταται από σχεδίου εις σχέδιον και από επινοίας εις επίνοιαν. Το προσφιλέστατον όμως των ονείρων, άτινα πλάττει γρηγορούσα η κυρία Περδίκη, είνε να ταξιδεύση. Αφότου ενυμφεύθη, δεν είδεν Ευρώπην. Και την επεθύμει τόσον, ότε ήτο έτι δεσποινίς! Προσεπάθησεν επανειλημμένως να πείση εις τούτο τον σύζυγόν της, αφ' ότου μάλιστα ήρχισαν τιμώμενα και υπερτιμώμενα τα ανακαλυφθέντα εκείνα γήπεδα.
Αλλ' ο Μερδίκης είνε πρακτικός άνθρωπος.
– Τα χρήματα, απήντα πάντοτε, που ξοδεύονται 'ς το ταξίδι, δεν φέρνουν τόκο.
Και η Πηνελόπη παρητείτο άκουσα των σχεδίων της και κατέπνιγε προς ώραν τους πόθους αυτής.
Τώρα όμως, τώρα δεν έχει πλέον ο Γιάγκος να είπη τίποτε. Θα της δώση βεβαίως δέκα χιλιάδας, να μεταβή τουλάχιστον έως τους Παρισίους· εκεί θα κάμη και τα χειμερινά της ενδύματα, καλλίτερα, εννοείται, και ευθηνότερα παρά εις τας Αθήνας, και θα έχη τοιουτοτρόπως και οικονομίαν.
Κατά φυσικώτατον δε συνειρμόν ιδεών αρχίζει αμέσως η κυρία Περδίκη να δημιουργή εσθήτας και επανωφόρια, και πίλους και πετάσσους, και τρίχαπτα και ταινίας, να κόπτη, να ράπτη, να συμφωνή τιμάς, να δοκιμάζη φορέματα ενώπιον μεγάλων κατόπτρων, διπλών και τριπλών, να κομψεύεται επιχαρίτως ενώπιον των παρισινών ραπτριών, και να ακούη μετά προσπεποιημένης και μετριόφρονος αιδούς τας προς τα σωματικά της κάλλη κολακείας των.
Από του ευχαρίστου τούτου ονείρου αφυπνίζει αυτήν αίφνης ο υιός της, επιστρέφων από του καφενείου, όπου έπαιζε σφαιριστήριον, και φωνών από της θύρας·
– Α, μητέρα! ξεύρεις ότι το πράγμα άρχισε να γίνεται αστείον;
– Τι είνε, παιδί μου;
– Όλοι οι φίλοι μου ήθελαν να τους κάμω γεύμα. Άλλοι ήθελαν δανεικά, άλλοι . . .
Ο νέος Περδίκης αποσιωπά, ότι οι άλλοι εκείνοι εζήτουν την επιστροφήν δανεισθέντων.
– 'Σάν να είχα κερδήσει εγώ, προσθέτει μετ' ολίγον, τον πρώτον λαχνόν.
– Τον καϋμένον τον Τηλέμαχον! Έννοια σου, και θα πω εγώ του μπαμπά σου να σου δώση κάτι τι διά τα έκτακτά σου έξοδα.
– Κ' εμένα, μαμάκα; ερωτά η την στιγμήν εκείνην ακριβώς εισερχομένη Ασπασία, δεν θα μου πέση τίποτε από ταις εκατόν;
Πριν ή απαντήση η Κυρία Περδίκη, εισέρχεται ο υπηρέτης, κομίζων δύο επιστολάς και μίαν κολοσσιαίαν ανθοδέσμην.
– Ακόμη γράμματα; φωνεί η οικοδέσποινα. Καλά! Βάλε τα εκεί, επάνω εις το τραπέζι. Και αυτό το μπουκέτο ποίος το έφερε;
– Ο περιβολάρης, κυρία. Σας συγχαίρεται, λέγει· και εις άλλα.
– Το πήρε και αυτός μυρωδιά; μη χειρότερα! παρατηρεί ο Τηλέμαχος.
– Δος του πέντε φράγκα, Νικόλα, και πες του, τον ευχαριστούμεν.
Μόλις εξήλθεν ο Νικόλας, και παρίσταται εις την θύραν του εστιατορίου άνθρωπός τις του λαού, χυδαίαν έχων την όψιν και τα κνήμας γυμνάς, κοντός δε και στενάς φορών αναξυρίδας μέχρι γονάτων, εφεστρίδα με διπλήν σειράν σφαιροειδών και θυσσανωτών κομβίων, και πέτασσον εκ πιλήματος άμορφον και αποτετριμμένον. Διά της μιας αυτού χειρός κρατεί ράβδον χονδράν, διά της άλλης δε αναλικνίζει από των τεσσάρων του άκρων μανδήλιον ρυπαρόν, εις ου το βάθος κροταλίζουσιν ολίγα κέρματα.
– Καλό 'ς τα χαίρεστε, κυρά! λέγει ο νέηλυς, βλέπων εστρωμένην την τράπεζαν. Ο θεός να σας τα πληθαίνη! Το μάθαμε δα κάτω 'ς το παζάρι όλοι μας, και το καταχαρήκαμε, μάρτυς μου ο Θεός! Του άξιζε του κυρ Γιάγκου, αλήθεια, γιατί είνε καλός άνθρωπος και καλός πατριώτης. Αι! 'ς της άλλαις εκλογαίς θα τον έχωμε πρώτο σύμβουλο, χωρίς άλλο.
Ευχαριστούμεν, απαντά δειλώς η κυρία Πηνελόπη, πτοουμένη σχεδόν την προστατευτικήν εκείνην οικειότητα της φράσεως, και προσθέτει αμέσως·
– Τι αγαπάτε; τον Γιάγκο θέλετε; δεν ήλθ' ακόμη.
– Δεν πειράζει, κυρά! αφού είσθε η ευγενεία σας, το ίδιο κάνει. Είνε για μια πτωχή οικογένεια . . . ό,τι προαιρείται ο καθείς.
Και ο μέλλων κομματάρχης του Κ. Περδίκη ανοίγει διά των δύο του χειρών τας άκρας του μανδηλίου και πλησιάζει δύο βήματα προς την οικοδέσποιναν.
– Νικόλα! φωνάζει η κυρία· δόσε πέντε φράγκα του κυρίου . . . – πώς ονομάζεσθε, παρακαλώ;
– Κωστής Φυσέκης, κυρά!
– Δόσε του Κυρίου Κωστή, . . εξακολουθεί η οικοδέσποινα.
– Όχι να μου τα δώση κυρά, όχι! 'Σ το μανδήλι να τα ρίξη, παρακαλώ. Αυτά είνε χρήματα ιερά, και εγώ δεν τα πιάνω εις το χέρι μου.
Ο Νικόλας αποθέτει εις το μανδήλιον το πεντόφραγκον, ατενίζων εκφραστικώτατον και γνώριμον βλέμμα επί τον ευσυνείδητου ερανιστήν, όστις αποχαιρετά και απέρχεται.
– Ξεύρεις, μητέρα, παρατηρεί ο Τηλέμαχος, ότι αν πηγαίνη έτσι το πράγμα, αι εκατόν χιλιάδες θα γείνουν πολύ γρήγορα παραμύθι;
– Αι, καλά! απαντά μειδιώσα η μήτηρ του. Ο άνθρωπος πρέπει να βοηθή, όταν ειμπορή και όσον ειμπορή. Μ' εκατό και με διακόσια φράγκα δεν θα μας λιγοστευτούν, παιδί μου, κ' έννοια σου.
– Εμένα μου έρχεται μία ιδέα, υπολαμβάνει ο νεαρός Περδίκης διαρρηγνύμενος εις γέλωτα. Να βάλωμε μίαν ειδοποίησιν αύριον εις τας εφημερίδας, ότι παρακαταθέτομεν το ποσόν εις ένα συμβολαιογράφον, εις μίαν τράπεζαν, – αδιάφορον πού – και να κοπιάση ο κόσμος να παίρνη, ως που να τελειώσουν. Έτσι, μου φαίνεται, θα ευρούμε τουλάχιστον την ησυχίαν μας.
– Στάσου δα πρώτα να ταις πάρωμεν, και ύστερα σκεπτόμεθα, απαντά γελώσα επίσης η μήτηρ.
– Ου, καϋμένε Τηλέμαχε, λέγει η δεσποινίς Ασπασία, τι ανοησίαις που λες!
– Κύτταξε που το πίστευσε κ' εφοβήθηκε! υπολαμβάνει ο Περδικίδης και γελά έτι θορυβωδέστερον. Έννοια σου, Ασπασάκη! έννοια σου, και ο μπαμπάς τέτοιους χωρατάδες άνοστους δεν τους κάμνει. Αλήθεια, μητέρα, δεν τρώμε; Είνε μία περασμένη.
Ζ'
Η οικογένεια Περδίκη απέκαμε να περιμένη τον αρχηγόν αυτής και κάθηται εις την τράπεζαν.
Το γεύμα, εννοείται, είνε φαιδρότατον, και οι δαιτυμόνες ομιλητικότατοι.
Η κυρία Πηνελόπη υψόνει ήδη το ποτήριόν της προπίνουσα εις υγείαν του συζύγου της και ευχομένη καί εις άλλα, ότε ο Περδίκης ανοίγει παταγωδώς την θύραν και ενσκήπτει ως κεραυνός εις την αίθουσαν. Η μορφή του είνε πορφυρά, οι οφθαλμοί του απλανείς, το βήμα του ασταθές, και αι χείρες του κινούνται ως πτέρυγες ανεμόμυλου. Δεν λέγει λέξιν, αλλά καταπίπτει επί μιας καθέδρας, και ασθμαίνει κοπιωδώς, ως φύσα σιδηρουργείου.
– Τι είνε; φωνεί αναπηδώσα από της έδρας της η σύζυγός του, Τι τρέχει; τι έπαθες;
Ο Περδίκης προσπαθεί να ομιλήση, αλλ' η φωνή του εκπνέει εις τον λάρυγγά του.
– Δος μου εδώ ένα ποτήρι νερό, Ασπασία! κραυγάζει η Κ. Πηνελόπη, Γρήγορα. Έλα!
Και ποτίζει τρυφερώς τον συμβίον της.
– Μα τι τρέχει λοιπόν; Λέγε μου! ερωτά και πάλιν.
– Τι να τρέχη, αδελφή, απαντά τέλος ανακτών την φωνήν του ο Ιωάννης. Το κέρδος μας . . .
– Αι;
– Έγεινε. . . .
– Τι;
– Κα-πνός!
– Με τα σωστά σου είσαι; Τι είν' αυτά; τι θα ειπή, έγεινε καπνός;
– Να είπη, ότι η ομολογία μας . . . δεν είχε πληρωμένην . . . την τελευταίαν δόσιν.
– Και τι μ' αυτό;
Δεν είνε ακριβώς γνωστόν, τι απήντησεν ο Περδίκης εις την ερώτησιν ταύτην της συζύγου του.
ΤΑ ΧΡΗΜΑΤΑ6
Ήσαν δύο οικίαι επί της αυτής οδού, η μία της άλλης αντιμέτωπος.
Η μία μεγάλη, άρχοντος οικία, η άλλη μικρά, ταπεινή, σχεδόν καλύβη, πτωχόν πτωχού ενδιαίτημα.
Εδώ πυλώνες μεγάλοι, και παράθυρα πολλά, διά βαρυτίμων παραπετασμάτων μετριάζοντα το άπλετον φως, και εξώσται κομψοί περικοσμούντες την οικοδομήν, και άνδηρα, αναπεπταμένα το μεν εις τον ήλιον, το δε εις την αύραν την εσπερινήν, και κήπος οπίσω θαλερός και βαθύσκιος, και στρουθίων τάγματα πολυάριθμα, φλυαρούντα υπό των δένδρων το φύλλωμα και ζωογονούντα την βαρείαν σιγήν, ην περιέβαλλε τον οίκον πάσα η σοβαρότης του πλούτου.
Είναι μία μόνη μικρά θύρα, και στενόν παράθυρον μόλις που τας κυριακάς και τας εορτάς δειλώς ανοιγόμενον, και πέραν εκεί, εις το άκρον στενού διαδρόμου και όπισθεν των δύο χαμογείων δωματίων άτινα αποτελούν τον πτωχικόν οίκον, αυλή ευρεία, ης το γεώδες έδαφος συνεκύλων δι' όλης της ημέρας παιδία γυμνόποδα φαιδρώς φωνασκούντα, και όρνιθες κλώζουσαι και ραμφοκοπούσαι το χώμα, ας ένθεν μεν κατεδίωκεν ακάκως πυρρόθριξ μολοσσός, απαθής δ' εκείθεν αλλά προσηνής το φαινόμενον εθεάτο τεφρόχρους όνος, προσδεδεμένος εις φάτνην πενιχράν, υπό την στέγην ολίγων σανίδων.
Του πλουσίου μεγάρου κάτοικοι, πλην των πολλών οικετών, αφώνων και σοβαρών ως ο οίκος, ήσαν δύο μόνοι· ανήρ και γυνή. Ο Θεός δεν είχε δώσει τέκνα εις αυτούς, νομίσας ίσως ότι τους ήρκει ο πλούτος· αλλ' είχεν όμως δώσει φίλους πολλούς εις τον πλούτον των, οίτινες επλήρουν πολλάκις την τράπεζαν αυτών κ' εφαίδρυνον ενίοτε τας αίθουσάς των. Δεν εφαίδρυνον όμως και τον οίκον αυτών οι ξένοι· πολλάκις δε τα όμματα της πλουσίας αλλ' ερήμου οικοδεσποίνης εθόλονε μελαγχολία, και δάκρυ δειλόν ανέβλυζεν υπό τα βλέφαρά της, οσάκις από της σιγής του θαλάμου της εθεώρει διά του παραθύρου εις την απέναντι πτωχικήν αυλήν, και έβλεπε τα ακτένιστα παιδία του γείτονος παίζοντα εν φωναίς και θορύβω το κεράκι και τον κρυπτόν.
Διότι είχε πολλά παιδία ο γείτων' ουδ' αυτός ο ίδιος ήξευρε πόσα, – έλεγεν αστειευόμενος, οσάκις ηρωτάτο. Ότε δε την εσπέραν επέστρεφεν οίκαδε ο ημερόβιος εργάτης, άλλοτε πεζός και άλλοτε σοβαρώς κεντρίζων τον όνον του, και ηνοίγετο προ αυτού η θύρα του οικίσκου, χωρίς καν εκείνος να την ωθήση, αλαλαγμός χαρμόσυνος ηγείρετο από της αυλής, και πάσα παιδιά κατελείπετο εις το μέσον, και όλος των παικτόρων ο εσμός, μικρών και μεγάλων, εκρεμάτο βοτρυδόν από των φορεμάτων του πατρός. Ο ευσταλέστερος ανερριχάτο εις τους ώμους του, η ζωηροτέρα ήρπαζεν από της αγκάλης του τον άρτον της εσπέρας, άλλος ανηρτάτο από του τραχήλου του, και τα μικρότερα ενηγκαλίζοντο τας κνήμας του.
– Έλα, ησυχάστε! αφήστε τον πατέρα σας να ξανασάση! εφώνει προς το στίφος των πολιορκητών η κυρά Δημήτραινα, εύσωμος και πορφυρόχρους μεσήλιξ, ης τα σπαργώντα στήθη, ανέτως αναπτυχθέντα υπό τα λαίμαργα στόματα δέκα ευρώστων νηπίων και ουδένα ποτέ γνωρίσαντα στηθόδεσμον, εκυμαίνοντο μεγαλοπρεπώς μόλις συγκρατούμενα υπό των πτυχών του χιτώνος της.
– Άσ' τα! μη τα μαλόνης! απήντα ο κυρ Δημήτρης, και αναλαμβάνων εις τας αγκάλας του τα δύο δίδυμα μικρά του, εκάθητο κεκμηκώς επί του σάγματος του όνου και εσπόγγιζε τον αδρόν του μετώπου του ιδρώτα διά της ποδιάς των τέκνων του.
Τοιούτων φαιδρών σκηνών πολλάκις εγίνοντο από του εξώστου των θεαταί ο Κύριος Μαρής και η Κυρία Μαρή, του πλουσίου οίκου οι άπαιδες άρχοντες. Και εκείνος μεν, εκατομμυριούχος χρηματιστής, από μακρού ήδη τραχυνθείς την καρδίαν εκ των συγκινήσεων της υψώσεως και του εκπεσμού, δυσθύμως μάλλον προσέβλεπε τας θορυβώδεις εκείνας και προστύχους, ως τας απεκάλει, οικογενειακάς πανηγύρεις, αίτινες ετάραττον την εσπέραν ου μόνον την κοπιώδη συνήθως χώνευσίν του, αλλά και πάσαν την ηρεμίαν των οικονομικών αυτού υπολογισμών. Αλλ' η συζυγός του, γυνή και δις ήδη αποτυχούσα μήτηρ, μακράν πολλάκις ώραν ελησμονείτο θωρούσα την διηνεκή σχεδόν εκείνην τύρβην, και μειδίαμα παράδοξον, χαράς άμα και πόνου μαρτύριον, διέστελλε τα χείλη της. Τι δεν έδιδε διά μικράν τινα μόνον μερίδα της ζωηρότητος εκείνης και ταραχής!
* * *
Εσπέραν τινά, ήτο η πρώτη Κυριακή των Απόκρεω ο Δημήτρης επέστρεψεν ενωρίτερα εις τον οίκον του,
Ήτο κατοφορτωμένος.
Διά του δεξιού βραχίονος έσφιγγεν ενηγκαλισμένον ταβάν, όθεν από παχέος ορύζης στρώματος προέκυπταν πού και πού, ως λόφοι μικροί, τεμάχια κρέατος οπτού· κάτωθεν δ' αυτού ανελικνίζετο δίκην εκκρεμούς από της δεξιάς του χειρός φιάλη μελάγγρους ευμεγέθης, πλήρης ξανθού ρητινίτου. Αριστερόθεν εκράτει μανδήλιον, εγκυμονούν τις οίδε τίνα και ποία έκτακτα τραγήματα, και επί του μανδηλίου έσφιγγε διά του αντίχειρος χάρτινον πρόστυχον προσωπείον είκοσι λεπτών.
– Έλα, Μαριώ, να ζης! ξεφόρτωσέ με! εφώνησεν εισερχόμενος.
Αλλά πού να προφθάση η Μαριώ! Τρία ήρπασαν διά μιας την βαύκαλιν, άλλα τόσα το μανδήλιον, ούτινος διεσπάρησαν χαμαί τα περιεχόμενα – δύο λεμόνια εδώ, πέντε μήλα εκεί, ολίγα μύγδαλα παρέκει – και η γενική κατ' αυτών έφοδος των παιδίων έσωσεν από σοβαρού κινδύνου τον ταβάν, ον κατώρθωσε τέλος να παραλάβη σώον και ακέραιον η μήτηρ.
– Κύτταξε, κύτταξε τα διαβολόπουλα! Εφώνει αύτη, και ηγωνίζετο ασθμαίνουσα να επαναφέρη την τάξιν εν μέσω του αφηνιάσαντος στίφους, ενώ ο πατήρ εκράτει το προσωπείον υψηλά, υψηλότερα των κατ' αυτού αναπηδώντων μικρών, και έλεγεν αταράχως·
– Αι, ησυχία τώρα, ησυχία! Κάμετε φρόνιμα . . . ειδεμή δεν έχει μουτσούνα.
– Μουτσούνα! Μουτσούνα! εκραύγασεν εν χορώ το παιδοθέμιον, θορυβώδη συγκροτούν πυρρίχιον κύκλω του πατρός, ενώ η μήτηρ μόλις κατώρθονε να περισυναγάγη από του πεδίου της μάχης τους από του μανδηλίου πεσόντας τραυματίας.
Τέλος επήλθεν ησυχία εν τω οίκω του κυρ Δημήτρη. Τα παιδία κατηυνάσθησαν, και συναχθέντα περί τον ταβάν ωσφραίνοντο βουλιμιώντα το περιεχόμενον.
Η οικοδέσποινα έστρωσεν εν μέσω την βραχύποδα τράπεζαν του δείπνου, τον σ ο φ ρ ά ν, και ανήψε παρ' αυτώ κλαυθμηρίζοντα λύχνον. Ο κυρ Δημήτρης εκάθισε χαμαί σταυροποδητί, και σταυρώσας διά του μαχαιρίου του τον άρτον έκοψε και διένειμε.
– Δόξα σοι ο Θεός, γυναίκα, είπε σταυροκοπούμενος, η βδομάδα πήγε καλά. Βγάλαμε τριάντα δραχμαίς. Υγεία νάχωμε, και οξωνού! Η φτώχια θέλει καλοπέραση!
Ούτως ευθύμως ήρχισε και ευθύμως επεράνθη το πτωχικόν του πτωχού οίκου δείπνον.
Αφού δε τα παιδία ετραγάνισαν και το έσχατον φαγώσιμον οστούν του ταβά, σκυθρωπάζοντος ευλόγως του παρισταμένου μολοσσού, εις ον σκληρός απέμεινε κλήρος ό,τι μόνον απρόσιτον εις παίδων οδόντας – και αποσμήχοντα διά ψωμίου το πήλινον σκεύος εγάνωσαν αυτό λάμπον και στίλβον, ο κυρ Δημήτρης εμοίρασεν ακριβοδικαίως τα τρωγάλια εις τα τέκνα του, εστράγγισεν εις το ποτήριόν του το κατάλοιπον της μελαψής φιάλης, και σπογγίσας διά της παλάμης τον μύστακα, είπεν εις την σύμβιόν του εν αληθεί ευφροσύνη·
– Δος μου τώρα λιγάκι το μπουζούκι μου, κυρά Μαριώ, να το τραγουδήσωμε·
– Δεν νυστάξατε σεις ακόμη; ηρώτησεν η κυρά Δημήτραινα· αλλά τοσαύτα διά μιας απήντησαν όχι, εις μίαν κορυφωθέντα κραυγήν, ώστε καθησύχασε μεν η μητρική μέριμνα, εξετέλισε δ' αμέσως το παραγγελθέν η συζυγική προθυμία.
Το πρωσαχθέν μπουζούκιον ήτο πατρική κληρονομία τον κυρ Δημήτρη. Ο πατήρ αυτού, βαρελοποιός ποτε και μουσικός κατά τας ώρας της σχόλης του, μόλις είχε κατορθώσει να διδάξη τον υιόν αυτού, πλην τυπικών τινων υποκρούσεων, ένα συρτόν και ήμισυν καλαματιανόν. Αλλά το έν και ήμισυ τούτο ήρκει εις διασκέδασιν των παιδίων, ων αι χορευτικαί γνώσεις περιωρίζοντο κατ' ανάγκην εις το μουσικόν του πατρός των πεδίον.
– Ελάτε τώρα σεις, είπεν ούτος· πιασθήτε από τα χέρια. Εμπρός ο Νικολής, ύστερα ο Γιώργης, και οι άλλοι με την αράδα. Συρτό· Ο Νικολής που τραβάει το χορό φορεί και τη μουτσούνα!
– Κ' εμείς πατέρα; εμείς; εφώνησε δυσθύμως ο λοιπός όμιλος, δεν θα τη φορέσωμε;
– Αγάλια, αγάλια· Ένας ένας θα τραβά το χορό και θα την φορή.
Και ανέκρουσεν ο μουσικός, και ήρχισεν η διασκέδασις.
Ελαφροί των παιδίων οι μικροί πόδες έπληττον, ρυθμικώς ενίοτε, το πάτωμα, αι λάλοι των γλώσσαι συνώδευον κατά διάλείμματα διά προχείρου άσματος τον σκοπόν της ορχήστρας, ο δε πατήρ, διακόπτων ενίοτε την μουσουργίαν, ανέμελπεν έρρινον και βροντόφωνον ωδήν, προς ην αγαλλιών και σκιρτών ανταπήντα ο χορός.
– Κέφι που τώχεις, ευλογημένε! έλεγεν η κυρά Μαριώ, νανουρίζουσα ηρέμα το βρέφος της, – διότι είχε και βρέφος η ευλογημένη. – Κέφι που τώχεις! Δεν πέφτεις να πλαγιάσης, που είσαι κουρασμένος, μόνον κάθεσαι και. . . .
Κτύπος δυνατός εις την εξώθυραν διέκοψε της Δημήτραινας την φράσιν και του Δημήτρη την μουσικήν.
– Ποιος νάνε τέτοια ώρα! είπεν ούτος, αποθέτων το όργανον του και εγειρόμενος. Έλα! σιωπή εσείς και ησυχία! εξηκολούθησεν αποτεινόμενος προς τα παιδία, άτινα εξηκολούθουν ορχούμενα και μετά το πέρας του μέλους, ως θάλασσα σαλευομένη και μετά του ανέμου την πτώσιν.
Και εβάδισε προς την θύραν.
* * *
Καθ' ον χρόνον ηυθύμουν και διεσκέδαζον οι κάτοικοι της πτωχής καλύβης, έπληττον και εχασμώντο του πλουσίου οίκου οι κύριοι.
Περάναντες το γεύμα των, όπερ άφθονον ως συνήθως και ποικίλον ουδέν είχεν ιδιαίτερον γνώρισμα, το δυνάμενον να αναμνήση αυτούς την απόκρεω, ανεκλίθησαν αμφότεροι απέναντι αλλήλων, εκείνος μεν επί σοφά μαλακού, καπνίζων το σιγάρον του, και χειλοποτών ηρέμα τον καφέν του, αυτή δε επί του εγγυτάτου εις την τράπεζαν κλιντήρος, θωπεύουσα νωχελώς διά της λευκής και δακτυλιοφόρου χειρός της το λείον τρίχωμα χονδροκεφάλου γάτου, ρέγχοντος μακαρίως επί των γονάτων της.
Πλην του ρόγχου τούτου σιγή εντελής επεκράτησεν ικανήν ώραν εν τη αιθούση.
Ότε δε τέλος ο κύριος Μαρής ερρόφησε πλην του καφέ του και μικρόν ποτήριον κονιάκ, και ησθάνθη το σιγάρον του εγγίζον εις το τέλος, ανεκάθισε μορφάζων εκ μικρού ρευματικού νυγμού, ον ησθάνετο εις την κνήμην, και είπεν, αφού μεγαλοφώνως εχασμήθη·
– Δεν παίζεις λιγάκι Boccace, Ερμιόνη;
– Ουφ! καϋμένε Αγησίλαε, . . να ήξευρες πώς βαρηούμαι! απήντησεν εκείνη παρατείνουσα μετά κόπου τας λέξεις και οιονεί συλλαβίζουσα αυτάς. Επάνω εις την χώνευσιν . . πού ν' αφήσω τώρα τον καϋμένον των Πλούτωνα, που κοιμάται τόσον εύμορφα.
– Καλά! υπέλαβεν ο Αγησίλαος· και η τελευταία της λέξεως συλλαβή απήχησεν εις δεύτερον και φωβερώτερον του πρώτου χάσμημα.
– Τι; ενύσταξες κι' όλα; ηρώτησεν η σύζυγός του, ακούουσα μάλλον ή βλέπουσα την συζυγικήν εκείνην χασμωδίαν. Μήπως δεν είσαι καλά;
– Καλά είμαι . . . αλλά βαρηούμαι κ' εγώ . . . 'ξεύρεις.
– Δεν πηγαίνεις καμμίαν ώραν εις την λέσχην, να διασκεδάσης;
– Αποκρηά σήμερον, . . . ποιος θα ήνε εις την λέσχην; Έπειτα . . . μπορεί να μας έλθουν και τίποτις μάσκαραις απόψε . .,
– Ο Θεός να τους φωτίση, να σου ειπώ! Διότι αυταίς η βραδυαίς του χειμώνος είνε ατελείωταις.
Την στιγμήν εκείνην εισελθών υπηρέτης άψογος την περιβολήν αφήκεν επί της τραπέζης δέσμην εφημερίδων, ειπών απλώς·
– Ταχυδρομείον!
– Α! τι καλά! εφώνησεν ευθύμως ο Αγησίλαος, και θεις επί της ρινός τας διόπτρας του ανέπτυξε το νεώτατον των φύλλων και ήρχισε την ανάγνωσιν από του τέλους.
Ο Πλούτων αφυπνισθείς επήδησε χαμαί άνευ περαιτέρω διατυπώσεως, και βυθίσας τους εμπροσθίους του όνυχας εις τον παχύν της αιθούσης τάπητα εκύρτωσεν ευαρέστως την ράχιν του, η δε κυρία Ερμιόνη ανεγερθείσα ήνοιξε μίαν των επί της οδού θυρίδων.
– Να πάρωμεν ολίγον αέρα, και κλείω ευθύς, είπε προλαμβάνουσα πάσαν του ανδρός της διαμαρτύρησιν.
Αλλ' από της θυρίδος εκείνης, πλην του δροσερού αέρος, εισέβαλεν απρόσκλητος ξένος και η φαιδρά αντήχησις του μπουζουκιού του κυρ Δημήτρη.
– Νά τα! είπεν ο χρηματιστής, εξακολουθών την ανάγνωσιν του· άρχισαν πάλιν οι αντικρυνοί μας τα συνειθισμένα. Ξεύρεις, Ερμιόνη, ότι κατήντησεν ανυπόφορος αυτός ο κυρ Δημήτρης με το κοπάδι του;
– Διατί οι καϋμένοι; ηρώτησε μετ' αγαθότητος η κυρία. Διασκεδάζουν . . . . δεν κάμνουν κακόν. Τι σε πειράζουν;
– Με ανησυχούν. . . . τι άλλο θέλεις να με πειράξουν; απήντησεν εκείνος, αναγινώσκων πάντοτε.
– Εγώ τους ζηλεύω, να σου ειπώ, υπέλαβε μετά μικρόν η κυρία Μαρή, πλησιάζουσα εις τον σύζυγόν της και θωπεύουσα ηρέμα τον επί της εφημερίδος κύπτοντα τράχηλόν του.
– Τι σου ήλθεν; είπεν εκείνος αναβλέπων.
Την ερώτησιν ταύτην υπέλαβεν η Ερμιόνη αποτεινομένην εις την ζηλείαν μάλλον ή την θωπείαν της, και έσπευσε να προσθέση·
– Αχ, . . . . ζηλεύω τα παιδιά των. Δεν ξεύρεις πόσα είνε, Αγησίλαε, . . . και όλα τόσα . . . τόσα, το ένα μικρότερο και ωραιότερο από το άλλο. Να είχαμε κ' εμείς κανένα! . . . είπε μετ' ολίγον σιγαλή τη φωνή, κύπτουσα το πρόσωπον προς τον σύζυγόν της.
– Χα, χα, χα! εφώνησεν εκείνος γελών· με την ώρα σου ήλθεν η όρεξις! Ποίος σου πταίει; μην τα κάμνης μισά!
Και αποβαλών τας διόπτρας του ηγέρθη και επλησίασεν εις την εστίαν.
– Με τα σωστά σου λοιπόν, αγάπη μου, εξηκολούθησε διά μειλιχίας φωνής, προσπαθών να κολάση την προ μικρού σκαιάν τραχύτητα της φράσεώς του, με τα σωστά σου ζηλεύεις τους γείτονάς μας;
– Και είνε να μην τους ζηλεύση κανείς; Δεν βλέπεις τι ευτυχισμένοι που ζουν! Πως είνε πτωχοί, . . αδιάφορον! Όλοι ροδοκόκκινοι από υγείαν . . . Ανάγκας δεν έχουν. . . . φροντίδας δεν έχουν. . . . Σπίτι γεμάτο ζωήν και χαράν! Όταν είνε να δουλεύσουν δουλεύουν, και όταν είνε να διασκεδάσουν διασκεδάζουν. Όχι . . .
– Όχι 'σάν εμάς; ήθελες να ειπής κ' εστάθης.
– Βέβαια. Ψεύματα; απήντησεν η κυρία Μαρή, υψούσα τους ώμους. Ημείς με όλα μας τα καλά . . . με τα πλούτη μας, με ωραίο σπίτι, με αμάξια, μαγείρους, υπηρέτας, τα έχομεν αιωνίως κατεβασμένα, 'σαν να έχωμεν πένθος· και αν δεν έλθη κανείς ξένος να μας ίδη, δεν ανοίγομεν το στόμα μας ώραις. Εγώ τουλάχιστον, σε βεβαιόνω, εξηκολούθησεν η αγαθή γυνή μετά πικρού μειδιάματος, κατήντησα να μην ομιλώ παρά όταν μαλόνω τους υπηρέτας . . . . Αυτοί οι πτωχοί με το τίποτε είνε πάντα ευχαριστημένοι, εύθυμοι, διασκεδάζουν αδιάκοπα, τραγουδούν, χορεύουν, χαίρονται την ζωήν των τέλος πάντων. Διατί αυτό;
– Διατί! είπε καθ' εαυτόν ο χρηματιστής, περιπατών σιγά άνω κάτω εν τη αιθούση. Είτα δε, ωσεί φαεινή τις ιδέα επήλθεν αίφνης απαντώσα εις το ενδιάθετον αυτό ερώτημα, έστη αποτόμως επιστραφείς ενώπιον της συζύγου του και ηρώτησε·
– Θέλεις, Ερμιόνη μου, να σιωπήσουν οι γείτονές μας, και να παύση όλη αυτή η διασκέδασις και ο θόρυβος;
– Όχι τους καϋμένους! απήντησεν εκείνη περίτρομος, τις οίδεν οποία υποθέτουσα τα σχέδια του συζύγου της. Όχι, . . . μη τους κάμης κακόν! άφησέ τους . . . . Τι μας πειράζουν;
– Κακόν να τους κάμω; απήντησε μειδιών ο κύριος Μαρής. Πού σου εφάνη; Έννοια σου, μην ανησυχής . . . . και δεν θα πάθουν τίποτε. Καλόν θα τους κάμω . . . και θα σιωπήσουν, θα ιδής!
– Μα τι σκοπόν έχεις;
Ο Αγησίλαος ουδέν απήντησεν, αλλ' εξελθών της αιθούσης, και καλέσας τον υπηρέτην του Γιάννην, είπεν εις αυτόν ολίγας λέξεις ταπεινή τη φωνή.
Μετά τινας στιγμάς ο Γιάννης έκρουεν, ως είδομεν ήδη, την θύραν του κυρ Δημήτρη.
Την επαύριον εσπέραν ο κυρ Δημήτρης, δειπνήσας συντομώτερον και του συνήθους, έπλυνε πρώτον τας χείρας αυτού και το πρόσωπον, υπεδύθη κατόπιν έν ζεύγος καινουργών δήθεν σανδαλιών, άτινα από πέντε ήδη ετών εφύλαττεν η Μαριώ εντός παλαιού ερμαρίου διά τας δεσποτικάς εορτάς, εφόρεσε το καλόν του φέσιον, και ευτρεπίσας όσον κάλλιον ηδύνατο την λοιπήν αυτού αναβολήν, ητοιμάσθη να εξέλθη, λέγων·
– Ας πάμε να ιδούμε τι μας θέλει ο κυρ Αγησίλαος.
– Δε θ' αργήσης; ηρώτησεν η σύζυγός του.
– Πώς θ' αργήσω; Μήπως έχομε τίποτε να μοιράσωμε με το γείτονα; Θάχη καμμιά δουλειά να μου παραγγείλη . . . Σε δύο λεπτά είμαι 'πίσω.
– Κύτταξε να μη παραστρατήσης! . . .
– Με το καλό μου φέσι; απήντησεν ο Δημήτρης, εκπλαγείς ότι η συμβίος του υπέθετεν αυτόν ικανόν προς τοιαύτην μωρίαν.
Και εξήλθε λέγων·
– Πλάγιασε τα παιδιά!
Η κυρά Δημήτραινα, μείνασα μόνη, κατέκλινε πρώτον τον πολυάριθμον αυτής τόκον επί δύο ευρέων στρωμάτων, χαμαί ηπλωμένων εντός του παρακειμένου θαλάμου, είτα δε καθεσθείσα παρά τον λύχνου της, ήρχισε πλέκουσα κάλτσαν και διανοούμενη τι άρα γε ήθελε τον σύζυγόν της ο κύριος Αγησίλαος.
– Να τον φώτιζε ο Θεός, έλεγε καθ' εαυτήν, να μας έδιδε καμμιά καλή δουλειά . . . αποκοπή, να βγάλωμε τίποτε. Κανένα χωράφι, να ειπούμε, να το βάλη αμπέλι ο Δημήτρης, . . . καλογερικό, να πάρωμε και 'μείς λιγάκι επάνω μας. Γιατί μ' όλα αυτά τα παιδιά, ζωή νάχουνε! πού να βγη κανείς με το μεροδούλι; . . . ψωμί μοναχά δεν μπορεί να τα προφτάξη ο καϋμένος ο Δημήτρης. Αι! δόξα σοι ο Θεός! είπεν αίφνης, διακόπτουσα μεγαλοφώνως τας σκέψεις της και σταυροκοπουμένη.
Απορούσα δε, ότι ο Δημήτρης δεν επανήρχετο, ανέλαβε πάλιν ανεπαισθήτως τον ειρμόν του τερπνού της ονείρου.
– Θάκανα ένα φουστανάκι της Ελένης μου, εξηκολούθησε διαλογιζομένη, και θάστελνα και τον Νικολή μου 'ς το σχολειό να μη μείνη στραβό το καϋμένο, και με βλαστημάη μια μέρα. Θάκανα και το τάμμα που έχω 'ς τη Βαγγελίστρα για το Σπύρο μου, όταν έβγαλε τη βλογιά, . . . και δεν μπόρεσα ακόμη να το στείλω . . . – με τι να το στείλω; . . . Αν περίσσευε τίποτα, αι! θάκανα κ' εγώ, να σου πω, ένα ρούχο να βάλω επάνω μου, που περπατώ τώρα δυο χρόνια με μπαλώματα . . .
Ούτω δε δειλώς ιστιοδρομούσα διά του πελάγους των ονείρων, δεν ήκουσεν η Μαριώ ανοιγομένην και κλειομένην την αυλόθυραν, ούτε την μετ' ολίγον ημιανοιχθείσαν ηρέμα θύραν του οικίσκου, ούτ' εννόησε του κυρ Δημήτρην, όστις προκύψας διά της θύρας την κεφαλήν, ηρώτησε σιγαλή τη φωνή, πριν εισέλθη·
– Κοιμήθηκαν τα παιδιά;
– Ου! μ' ετρόμαξες, καϋμένε! εφώνησεν η ανανήψασα αίφνης σύζυγός του. Τι στέκεσαι τώρ' αυτού; Τελείωσες; έλα μέσα!
– Μη φωνάζης! υπέλαβε σιγά σιγά και πάλιν ο κυρ Δημήτρης, ιστάμενος πάντοτε επί της φλιάς της θύρας. Κοιμήθηκαν τα παιδιά;
– Σε καλό σου! κοιμήθηκαν βέβαια. Τι θα πη αυτό; Τι ρωτάς; Τι σου ήλθε;
– Μεγάλα πράγματα, Μαριώ μου! απήντησεν εκείνος εισερχόμενος.
Πρέπει δ' αληθώς μεγάλα πράγματα να είχον συμβή εις τον πτωχόν Δημήτρην, διότι και το πρόσωπόν του ήτο ηλλοιωμένον, και οι οφθαλμοί του είχον λάμψιν ασυνήθη, και της φωνής αυτού η κλαγγή ήτο τρομώδης και παρηλλαγμένη.
– Καλέ τι έπαθες; ηρώτησεν εγειρομένη και πλησιάζουσα ανησύχως η κυρά Δημήτραινα. Συ δεν είσαι ο ίδιος.
– Τώρα κ' άλλη μια φορά ο ίδιος! Κύτταξε εδώ!
Και λαβών κάτωθεν της μασχάλης του σακκίδιον πλήρες ταλλήρων, κατήνεγκεν επ' αυτού βαρύν τον γρόνθον του.
Η πτωχή Μαριώ έγεινε κάτωχρος. Ησθάνθη διά μιας λυόμενα τα γόνατά της· ήνοιξε το στόμα της να ομιλήση . . . αλλά πού φωνή! Ενόμισεν ότι ο λάρυγξ της είχε καταβή διά μιας εις τα βάθη του στήθους της . . Ευτυχώς δεν ήτο φύσις αβρά, ην ηδύνατο να νικήση επί μακρόν η συγκίνησις.
– Δημήτρη! ανέκραξε τέλος συνερχομένη, και η φωνή της εβρόντησεν ως φωνή κατηγόρου, και η χειρ της υψώθη απειλητική. Πού τα ηύρες αυτά τα χρήματα;
Ο πτωχός Δημήτρης έμεινε κατ' αρχάς ενεός και κατάπληκτος προ της αιφνιδίας μεταμορφώσεως της συζύγου του. Αλλ' αστραπή ταχεία, η αστραπή της υποψίας της Μαριώς, διέδραμεν αμέσως την διάνοιάν του, και ανακαγχάσας παταγωδώς.
– Χα, χα! χα! εφώνησε· μη θαρρής πως τάκλεψα; Μου τάδωσαν, ματάκια μου, μου τα . . . δωσαν, . . . μου τα χάρισαν!
– Σου τα χάρισαν; Ποιος σου τα χάρισε; Ποιος χαρίζει σήμερα 'ς την 'Αθήνα σακκούλια τάλλαρα; . . . Δημήτρη!
– Έλα, έλα . . . μην ήσαι τρελλή. Μου τα χάρισε ο κυρ Αγησίλαος.
– Σου τα χάρισε ο κυρ Αγησίλαος; . .
– Πού ο θεός να μου κόβη χρόνια να του δίνη μέραις! Κάθισε· κάθισε να σ' τα πω!
Και καθίσας πρώτος εκείνος ήρχισε προσπαθών να διηγηθή τα γενόμενα και ν' απαρτίση εις έν όλον τα πράγματα, τας εντυπώσεις αυτού και τα αισθήματά του.
– Μπήκα, που λες, Μαριώ μου, κ' ένας υπηρέτης, – ντρεπόμουνα που τον κύτταζα, τόσο ωραία ρούχα φορούσε . . .
– Τι τα θέλεις τώρ' αυτά, διέκοψεν ανυπομονούσα η κυρά Δημήτραινα. Λέγε, τι έγεινε!
– Στάσου δα, μη βιάζεσαι. Μπήκα το λοιπόν, και από κάμαρα σε κάμαρα, μπρος ο δούλος πίσω εγώ, βρέθηκα μπροστά 'ς τον κυρ Αγησίλαο. Τι σπίτι, καϋμένη Μαριώ! Καλά που έβαλα τα καινούργια μου παπούτσια.
– Ουφ, καϋμένε . . . λέγε τι σου είπε, και άφησε της φλυαρίαις.
– Τι μου είπε; και θυμάμαι θαρρείς; Τι κάνουμε, πώς περνούμε, πόσα παιδιά έχομε . . . αν είμαστε στενοχωρημένοι, χίλια δυο. Καλώτατος άνθρωπος, Μαριώ μου! χρυσός άνθρωπος! Αύριο ευθύς θα παραγγείλω μία λαμπάδα, ίσα με μπόι του, να την πάω 'ς τον άι Δημήτρη.
– Καλά όλ' αυτά, . . μα πώς σούδωσε τα χρήματα; γιατί σου τάδωσε;
– Ξέρω κ εγώ γιατί; έτσι θέλησε. Μας βλέπει, λέει, από τα παράθυρά του και μας χαίρεται, γιατί έχομε πολλά παιδιά και καλή καρδιά, και ζούμε χαρούμενοι και διασκεδάζομε . . . Κάνομε λιγάκι ανησυχία καμμιά φορά, μα δεν τον πειράζει, λέει . . . η γυναίκα του μας καμαρόνει . . . – δεν έχει, ξεύρεις, παιδί η καϋμένη. . . . Τι έλεγα; . . . α ναι το λοιπόν, μας λυπήθηκε, λέει, εμένα και σένα, να μας βλέπη έτσι να δουλεύωμε όλη μέρα, και του ήρθε, λέει, η ιδέα να μας κάμη ευτυχισμένους. Με ρώτησε, τι θέλω. – Τι να θέλω; υγεία και δουλειά, αφέντη.
– Δουλειά; λέει· εγώ να σου δώσω χρήματα να κάμης δουλειά, ό,τι δουλειά θέλεις. Και σηκόνεται, μωρέ μάτια μου, βάζει ένα κλειδί σε μια ορθή κασσέλα . . . Κρακ! εγώ τρόμαξα, να σου πω!
– Ανοίγει ένα πορτέλλο, χονδρό 'σάν κ' εκείνο που έχουν η μπουκαπόρταις 'ς τα βασιλικά καράβια, και βγάζει αυτή τη σακκούλα.
Ταύτα δε λέγων ο κυρ Δημήτρης κατέφερε και πάλιν τον γρόνθον του επί του προ ποδών του αποτεθειμένου σακκίου.
– Εδώ μέσα, λέει, έχει πεντακόσια τάλλαρα. Μπορείς να κάμης με αυτά ό,τι δουλειά θέλεις. Παρ' τα! Δεν θέλω χαρτί, ούτε απόδειξη. Αν πλουτήσης καμμιά φορά, και παν η δουλειαίς σου καλά, μου τα δίνεις . . . . ειδεμή χάρισμά σου. Μου φάνηκε πως ονειρευόμουνα. Δεν είξευρα τι να πω, . . τι να κάμω. – Χάρισμά μου; λέω, αφέντη, μα πώς . . . – Δεν έχει πώς, λέει· θα τα πάρης! Μου κάνεις χάρη, . . . . Και μου σφίγγει το χέρι. Μου σφίγγει το χέρι, Μαριώ, κατάλαβες; Τι να κάμω το λοιπόν; τα πήρα. Κακά έκαμα; έπρεπε να μη τα πάρω;
Η πτωχή Μαριώ δεν ηδύνατο να απαντήση. Έκλαιε. Το όνειρόν της εκείνο, το προ μικρού, ήρχετο πάλιν μειδιών προ της φαντασίας της, και το μειδίαμά του δεν ήτο πλέον πλάνη ουδέ γοητεία. Ηδύνατο τόρα να στείλη εις το σχολείον τον Νικολή της, . . . . ηδύνατο να κάμη το τάμμα της εις την Ευαγγελίστραν.
Εκεί σιμά της έκαιε μικρόν κανδήλιον προ μικρού εικονίσματος της Θεοτόκου. Ενώπιον της εικόνος αυτής ευρέθη αυτομάτως γονυπετής η κυρά Δημήτραινα.
– Αμ' δεν είπαμε δα, γυναίκα, ν' αρχίσωμε τα κλάμματα! υπέλαβεν ο ανήρ, βλέπων αυτήν σπογγίζουσαν τα δάκρυά της, και προσπαθών να νικήση και αυτός την συγκίνησιν, ήτις τον κατελάμβανεν. Έλα, σήκω τώρα και πάρ' τ' αυτά να τα φυλάξης.
– Πού να τα φυλάξω; είπεν εγειρομένη η Μαριώ, αφού επέρανε την υπέρ του μεγαλοδώρου ευεργέτου θερμήν αυτής δέησιν.
– Ξεύρω' γώ; όπου θέλεις. Να εκεί, 'ς τη μεγάλη κασσέλα, που έχει και μεγάλο κλειδί. Έτσι! εξηκολούθησεν, αφού εξετελέσθη η παραγγελία του. Δος μου τώρα το κλειδί, και βοήθησέ με να βάλωμε την κασσέλα αποκάτω από το κρεββάτι για πειό ασφάλεια.
– Ασφάλεια; και τι φοβάσαι! να μας πατήσουν κλέφταις;
– Δεν ξεύρω εγώ. . . . όποιος φυλάει τα ρούχα του έχει τα μισά· τόρα είμαστε πλούσιοι, κυρά Μαριώ, το κατάλαβες; και χρειάζεται προσοχή και φρόνηση.
– Και ποιος μας ξέρει, Δημήτρη μου;
– Ναι, δε σου λέω, . . . απήντησεν εκείνος ξύων την κεφαλήν του, αλλά πού ξεύρεις; ο διάβολος έχει πολλά ποδάρια, . . και πολλά μάτια. Καλλίτερα έτσι. Α! σβύσε τώρα το φως να πλαγιάσωμε, και αύριο τα λέμε. Αλήθεια, να στείλης από το πρωί τα παιδιά, τα μισά 'ς την αδελφή μου, και τα μισά 'ς τη μάννα σου.
– Γιατί;
– Νάχωμε λίγην ησυχία αύριο . . . θάχωμε ομιλίαις που δεν είνε για παιδιά.
– Τα καϋμένα! δεν τ' αφίνεις και αυτά να χαρούν;
– Έχουν καιρό να χαρούν! επέμεινε λέγων, σκαιότερον ή κατ' αυτόν, ο Δημήτρης. Κάμε αυτό που σου λέω.
– Καλά.
Και το ανδρόγυνον κατεκλίθη· αλλά δεν απεκοιμήθη αμέσως, όπως άλλοτε, ότε ο ύπνος ήρχετο ταχύς αναπαύων τα εκ της εργασίας καταπεπονημένα των μέλη, και ναρκών ευκόλως την αργήν αυτών διάνοιαν.
Είχον τόσα πράγματα να σκεφθούν απόψε, η Μαριώ και ο Δημήτρης! Τι να τα κάμουν αυτά τα χρήματα; διενοείτο εκάτερος· τι ν' αγοράσουν; τι να επιχειρήσουν; Πώς να τα καταστήσουν κερδοφόρα; Και έπειτα . . . να τα κρατούν εις τον πενιχρόν αυτών οίκον, . . . τόσα χρήματα; Ό,τι ήτο να γείνη, έπρεπε να γείνη γρήγορα . . . και να γείνη μάλιστα και με τρόπον, ώςτε να μη φανή . . . να μην εννοήσουν οι συγγενείς των – πτωχοί επίσης ημερόβιοι – ότι επλούτησαν.