Kitabı oku: «Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος», sayfa 11
Θα ήρχιζαν τότε τα δανεικά – και αγύριστα βεβαίως – και αιτήσεις βοηθείας, και μεμψιμοιρίαι, και δυσαρέσκειαι και υποψίαι ίσως ακόμη, – τις οίδε – περί της πηγής του πλούτου των . . και φθόνος, . . . και χίλια άλλα κακά . . . Έπειτα ο κύριος Μαρής είχε ειπεί να του τα επιστρέψουν, αν πάγουν καλά η δουλειαίς των . . . Δεν έπρεπε να προσέξουν μήπως ζημιωθούν; Χωρίς άλλο! αλλά πώς; . . . απλοί άνθρωποι ως ήσαν; . . .
Και εσκέπτετο ο Δημήτρης, και εσκέπτετο η Μαριώ, και εστρέφοντο με κλειστούς οφθαλμούς επί της κλίνης των, προσποιούμενος έκαστος ότι εκοιμάτο, ίνα μη αφυπνίση τον άλλον, ον υπέθετε κοιμώμενον.
Τέλος εβαρύνθη ο ανήρ να κρατή κλειστά τα όμματά του. Τα ήνοιξε, και είδεν άγρυπνον παρ' αυτώ την γυναίκα του.
– Δεν κοιμάσαι και συ Μαριώ; είπε. Εγώ, τι να σου πω, δεν μου κολλάει ύπνος απόψε, μ' αυτά τα διαβολοχρήματα.
– Αμ' εμένα;
– Πρέπει κάτι να τα κάμωμε . . . να τα βγάλωμε από εδώ μέσα . . . γιατί . . .
– Κ' εγώ το ίδιο συλλογίζομαι.
– Εγώ λέω, γυναίκα . . .
Και ήρχισε συζήτησις μακρά μεταξύ των συζύγου περί της διαθέσεως του σοβαρού εκείνου περιεχομένου του σάκκου· συζήτησις ήρεμος το κατ' αρχάς, ζωηροτέρα κατόπιν, τραχυνθείσα δε βαθμηδόν εις έριδα, και απολήξασα μετά τινα ώραν εις πείσμονα μεγαλόφωνον λογομαχίαν, – την πρώτην ην ήκουον οι ταπεινοί της οικίας των τοίχοι.
Άλλα ήθελεν ο είς και άλλα ήθελεν ο άλλος. Εκείνη γνώμην είχε ν' αγοράσουν χωράφια καλά και να φυτεύσουν αμπέλια· ο Δημήτρης έλεγε καλλίτερα ν' ανοίξη οινοπωλείον, ή καφενείον, ή άλλο τι έργον να επιχειρήση, ήσυχον όμως, καθιστικόν, . . . διότι είχε βαρυνθή πλέον την αξίνην, . . . είχε γηράσει . . . ήθελεν ολίγην ανάπαυσιν.
– Καπελειό ν' ανοίξης; βέβαια! εφώνησεν οξύ η κυρά Δημήτραινα· για να τώχης μπόλικο και χάρισμα!
– Κατάλαβα πως είσαι τρελλή, απήντησεν αγροίκως ο Δημήτρης, και εγερθείς κατέλιπε την κλίνην.
– Εγώ είμαι τρελλή, ή εσύ είσαι τεμπέλης και μεθύστακας;
– Μαριώ! εβρόντησεν εκείνος εξαγριωθείς, κ' επροχώρησεν εγείρων την χείρα κατά της συζύγου του.
– Θέλεις και να με δείρης;
Να την δείρη! ο Δημήτρης να δείρη την Μαριώ! . . την μητέρα δέκα τέκνων του! Ησχύνθη αμέσως, ο ταλαίπωρος, ησχύνθη εαυτόν, και η χειρ του κατέπεσεν αδρανής.
– Κ' εγώ είμαι μασκαράς, είπεν ηπίως, . . . μα και συ καϋμένη είσαι ανόητη.
– Έλα, έλα πλάγιασε, Δημήτρη, να ησυχάσης λιγάκι, απήντησεν εκείνη, κάμπτουσα εις θωπείαν την τρέμουσαν έτι φωνήν της.
– Πού να πλαγιάσω τώρα; μου έφυγε ο ύπνος· ξεύρεις όμως; μου έρχεται μία ιδέα.
– Άφησε τώρα της ιδέαις γι' αύριο, κ' έλα να κοιμηθής
– Μου έρχεται ιδέα . . να μετρήσω τα τάλλαρα.
– Να τα μετρήσης; και γιατί; πού σου ήλθε;
– Να ιδώ, είνε σωστά πεντακόσιας ή με γέλασε ο κυρ Μαρής;
– Να σε γελάση ο άνθρωπος; γιατί να σε γελάση, αφού σου τα χάρισε; Δεν σούδινε, σαν ήθελε, λιγώτερα;
Ο Δημήτρης έμεινεν επί στιγμήν σιγών, κύπτων υπό το βάρος της ακαταγωνίστου εκείνης ευθύτητος.
– Έχεις δίκη ο γυναίκα! είπε ταπεινή τη φωνή, έχεις δίκηο . . . . Και εντρεπόμενος να εξακολουθήση μεγαλοφώνως, συνεπλήρωσεν ενδομύχως την φράσιν του: Τα χρήματα χαλούν τον άνθρωπον.
– Σαλέπι ζεστό! ηκούσθη αίφνης φωνή βραγχώδης από της οδού.
– Νά! ξημέρωσε, είπεν εγειρομένη της κλίνης της η κυρά Μαριώ. Στάσου να σου πάρω λιγάκι σαλέπι να ζεσταθής.
* * *
Ότε μετά τινας ώρας εφάνη πλήρης η ημέρα, και φαιδρός εισεχώρησεν ο ήλιος διά των χαραμίδων του στενού παραθύρου της μικράς οικίας, αθόρυβος επεκράτει εν αυτώ ηρεμία.
Τα μεγαλείτερα και θορυβωδέστερα των παιδίων είχον αποσταλή εις την μάμμην των, η Μαριώ εσάρονε την αυλήν και συνήγεν από των φωλεών των ορνίθων της τα νωπά των ωά, ο δε Δημήτρης, καθήμενος προ της θύρας εκάπνιζε σιωπηλός αλλεπάλληλα σιγάρα κ' έξεεν επιμόνως διά της αριστεράς του χειρός τον αξύριστον αυτού πώγωνα.
– Δεν θα πας σήμερα σε δουλειά; ηρώτησεν αίφνης, διακόπτουσα το έργον της και ανακύπτουσα η Μαριώ.
– Τώρα πειά; πέρασε η ώρα. Έπειτα έχομε και να μιλήσωμε, γυναίκα . . . πρέπει να ιδούμε τι θα κάμωμε . . .
– Έχομε καιρό . . . να μιλήσωμε, απήντησεν εκείνη μελαγχολικώς, ενθυμουμένη τα νυκτερινά. Σήκω τώρα! σήκω! Πήγαινε να πάρης λίγο αέρα 'ς το παζάρι . . . να ψωνήσης κι' όλα. Ψωμί έχομε ολίγο . . . δεν θα μας φτάση. Πάρε ένα καρβέλι . . . λίγο τυρί και κρασί.
– Δεν βράζεις καμπόσα αυγά λέω εγώ; Τι θα τα κάμης που τα κρύβεις;
– Και τη λαμπρή τι θα βάψωμε; Έλα, έλα, σήκω.
– Πώς βαρηέμαι, καϋμένη! απήντησεν ο Δημήτρης, διατείνων εις ύψος τους βραχίονας.
– Βαρηέσαι; γιατί τάχα γεινήκαμε πλούσιοι, βαρηέσαι;
– Πλούσιοι! αμή δε γενήκαμε πλούσιοι! Πεντακόσια τάλλαρα, . . . μεγάλο πράγμα!
Η κυρά Δημήτραινα ενόμισεν ότι παρήκουσε.
– Με τα σωστά σου είσαι; είπεν έκπληκτος.
– Αι! κατάλαβα πως έχεις πάλι όρεξι για καυγά. . . . Δος μου το φέσι μου.
– Έτσι γεια σου!
Και ο Δημήτρης εξήλθεν εις την οδόν.
– 'Σ το καλό! εφώνησεν η σύζυγός του, και κλείσασα την θύραν εισήλθεν εις τον οίκον της.
Εργασία δεν έλειπε ποτέ εις την πτωχήν οικοδέσποιναν· και αν της έλειπεν, εδημιούργει, διότι αδύνατον της ήτο να κάθηται, ως έλεγε. Παρήρχετο δε ούτω η ώρα, και πάντοτε σχεδόν ήκουε χωρίς να περιμένη το σήμαντρον της Μητροπόλεως αγγέλλον την μεσημβρίαν. Αλλά την ημέραν αυτήν δεν ήθελεν η ώρα να περάση. Εσυγύριζεν η Μαριώ, έπλυνεν ολίγα φορέματα των μικρών της, διώρθονεν άλλα, ήρχιζε το πλέξιμόν της, . . . αλλ' ο καιρός δεν παρήρχετο. Τι να κάμη; Της ήλθεν όρεξις ν' ανοίξη το βαρύ εκείνο κιβώτιον, και να ιδή ολίγον, να ιδή μόνον – τα τάλληρα του σάκκου. Ποτέ της δεν είχεν ιδεί πολλά μαζή, . . . ουδέ ολίγα, η αγαθή γυνή. Αλλ' ενθυμήθη αμέσως ότι είχε το κλειδίον ο Δημήτρης. «Κρίμα!» είπε καθ' εαυτήν, και εξήλθεν εις την αυλήν, όπου τα νεώτατα των παιδιών της έπαιζον μετά του οικοφύλακος μολοσσού, σύροντα αυτόν άλλο από των ώτων και άλλο από της ουράς.
Τέλος εσήμανε μεσημβρία, και ο Δημήτρης δεν είχεν έτι επιστρέψει από της αγοράς.
– Κάπου θάμπλεξε, διενοήθη η Μαριώ. Καλά που δεν είνε εδώ τα παιδιά, . . . θα τάφινε νηστικά.
Και λαβούσα από του ερμαρίου τεμάχιον άρτου, λείψανον της προτεραίας, το εμοιράσθη με τα μικρά της.
– Εκείνος θάφαγε βέβαια, είπε καθ' εαυτήν.
Αληθώς δε είχε φάγει ο κυρ Δημήτρης, και είχε πίει μάλιστα.
Εξελθών της οικίας του ησθάνθη, και αυτός δεν ήξευρε διατί, ελαφρότερον τον εαυτόν του. Ενόμισεν, ότι είχε γείνει διά μιας νεώτερος, ότι αι κνήμαι του ήσαν ευσταλέστεραι και το βήμα του κουφότερον, και έβαινεν ανατείνων την κεφαλήν και υποτονθορύζων το δημοτικόν άσμα της απόκρεω:Κατηγορούν τη γάτα μας, αμέριμνος, σχεδόν υπόπτερος. Μετ' ολίγας στιγμάς είχεν εντελώς λησμονήσει ότι κατηυθύνετο εις την αγοράν. Εσκέπτετο, υπελόγιζε, εσχεδιάζε . . . Πάντα δε ταύτα μειδιών, κατευχαριστημένος. Χωρίς να το εννοήση, ευρέθη μετ' ολίγον εις το καφφενείον του. Παρήγγειλε καφέν, εκέρασε και μερικούς φίλους, τους οποίους εύρεν εκεί, έπιε κατόπιν έν δύο ρακιά, φιλευθέντα υπό των φίλων, και εξήλθε του καφενείου έτι ευθυμότερος, θωπεύων ενίοτε έξωθεν του θυλακίου του το μεγάλο κλειδί της κασσέλας. Ενθυμήθη τότε την παραγγελίαν της Μαριώς, ενθυμήθη ότι έπρεπε ν' αγοράση άρτον διά τα τέκνα του· και ετράπη προς την αγοράν. Αλλά – κακή μοίρα! – εκεί προ της αγοράς έχαινε παρά την οδόν η θύρα καπηλείου, και προ της θύρας ίστατο φίλος παλαιός, βλάμης του Δημήτρη, ο κυρ Θοδωρής.
– Βρε, καλό 'ς το Μήτρο! Σκόλη έχεις και συ; Κάτι χαρούμενος;
Η από πολλού ήδη εν σιγή πνιγομένη χαρά του Δημήτρη ολίγου δειν εξώρμα αθυρόστομος.
– Πού να σ' τα . . . είπε, αλλ' ανεκόπη αμέσως. Άλλη ώρα τα λέμε, . . . έλα τώρα να σε κεράσω! υπέλαβε ταχέως, θέλων να διορθώση διά της ελευθεριότητος την παραδρομήν της γλώσσης του.
Και εισήλθεν εις το καπηλείον ο Δημήτρης, . . . και έμεινεν εκεί μέχρι νυκτός.
Ότε δε αργά επέστρεψεν εις τον οίκον του, κλονούμενος και παραπαίων, υποστηριζόμενος υπό του βλάμη του Θοδωρή, είχεν ήδη κατά μήκος πλάτος διηγηθή τα κατ' αυτόν εις όμιλον φίλων ευωχητών, εις τους οποίους, κενώσας το τελευταίον του ποτήριον, είχε κενώσει και όλα του τα μυστικά, και αυτό το μυστικώτατον και νωπότατον, το του θησαυρού του.
Η πτωχή Μαριώ εκάθητο εις το κατώφλιον της εξωθύρας, ανήσυχος, εναγωνίως ανιχνεύουσα διά του βλέμματος την οδόν και συμπλέκουσα τας χείρας επί των γονάτων. Είδε τον άνδρα της, φερόμενον μάλλον ή ερχόμενον, κ' ερράγισεν η καρδία της.
– Χαρά 'ς το! εφώνησε, χαρά 'ς το! Τέτοια ώρα έρχεσαι 'ς το σπίτι σου; Πού ήσουν όλην την ημέρα;
– Τίποτα, . . . τίποτα! απήντησεν η δυσκίνητος γλώσσα του Δημήτρη. Μη . . . μου θυμόνης . . . κυρά Μαριώ . . . και σου λέω . . .
– Καλησπέρα, κυρά Δημήτραινα, προσεφώνησε φιλοφρόνως ο Θοδωρής. Δεν είνε τίποτε· λίγη ευθυμία! Αλήθεια δα, . . . τα συχαρήκια μας. Σας έφεξε πάλι. Μα να μη το πάρετε κι' απάνω σας όμως . . . και δεν μας καταδέχεσθε, . . . τώρα που γινήκατε πλούσιοι, . . κυρά Δημήτραινα! Καληνύχτα σας!
Και παραδούς τον Δημήτρην εις χείρας της συζύγου του, κατάπληκτον εξ όσων έβλεπε και ήκουεν, ανεχώρησεν ο βλάμης.
– Σε καλό σου, Δημήτρη μου, σε καλό σου! έλεγεν η ταλαίπωρος γυνή, σύρουσα ηρέμα τον σύζυγόν της προς την θύραν του οίκου. Τέτοιο πράμμα δεν τώπαθες άλλη φορά . . . Πού σου ήλθε;
– Πατέρα, πού 'νε το ψωμί; εφώνησεν έν των πεινώντων παιδίων, προστρέχον ευθύμως εις απάντησιν του πατρός του.
– Ψω . . μί; Νά! απήντησε βαναύσως ο μέθυσος, και πριν ή προφθάση η μήτηρ να κρατήση την χείρα του, κατέπεσεν αύτη βαρεία επί της παρειάς του παιδός.
Το μικρόν εκυλίσθη χαμαί ολολύζον, ο δε Δημήτρης κατέπεσε μετ' ολίγον βαρύς εις την κλίνην του, όπου απεκοιμήθη.
Μετά δύο ημέρας ο κύριος Μαρής και η κυρία Μαρή έπινον μετά το πρόγευμα τον καφέν των εν τη αιθούση, όπου ήδη τους απηντήσαμεν.
– Το είδες λοιπόν, Ερμιόνη, ότι οι γείτονές μας ησύχασαν; Ούτε χοροί πλέον, ούτε τραγούδια, ούτε μουσική, ούτε τίποτε . . . Πού και πού μόνον καμμία λογομαχία . . .
– Μα πώς αυτό, Αγησίλαε; τι συνέβη; μήπως τους έκαμες τίποτε; ηρώτησεν ανησύχως η κυρία Μαρή. Μήπως τους εφοβέρισες; μήπως τους κατήγγειλες; Δεν έκαμες καλά!
– Έννοια σου, έννοια σου . . . μην ανησυχής! ούτε τους κατήγγειλα ούτε τους εφοβέρισα. Χρήματα μόνον τους έδωκα . . . να τα κάμουν ό,τι θέλουν· και τα χρήματα βλέπεις πώς τους άλλαξαν.
– Είνε δυνατόν;
– Φαίνεται. Διότι τα χρήματα, πρέπει να ηξεύρης, Ερμιόνη. . . .
Και ο κύριος Αγησίλαος ητοιμάζετο να αυτοσχεδιάση πρόχειρόν τινα ομιλίαν περί της επιδράσεως, την οποίαν κατ' αυτόν ηδύνατο ν' ασκήση το χρήμα επί τον χαρακτήρα του ανθρώπου, ότε εκρούσθη σιγά η θύρα, εισελθών δε υπηρέτης ανήγγειλεν, ότι ο κυρ Δημήτρης εζήτει να ιδή τον Κύριον.
– Ας έλθη, είπεν εκπλαγείς ο Αγησίλαος.
Και μετά μικρόν εφάνη ο ταλαίπωρος Δημήτρης, ωχρός, ισχνός, ερυθρούς έχων τους οφθαλμούς εκ της αϋπνίας, παρηλλαγμένος υπό της αργίας και της μερίμνης, και κρατών υπό μάλης τον γνωστόν ημίν ήδη σάκκον.
– Τι είνε κυρ Δημήτρη; τι τρέχει; ηρώτησεν ο χρηματιστής.
– Με το συμπάθειο, αφέντη, σας έφερα 'πίσω τα χρήματα, . . δεμένα όπως ήτανε . . .
– Διατί;
– Δεν μας κάνουν, αφέντη.
– Πώς; σας είνε ολίγα;
– Όχι, αφέντη, . . με το συμπάθειο· μας είνε πολλά. Δεν είμαστ' εμείς άνθρωποι για χρήματα . . . μας χαλούν εμάς τα χρήματα. Εμένα με χάλασαν. Μ' έκαμαν κακό άνθρωπο. Μ' έκαμαν να δείρω τα παιδιά μου, δίχως αφορμή, . . . να σηκώσω χέρι 'ς τη γυναίκα μου! . . . μ' έκαμαν να υποψιασθώ, την αφεντειά σου πως μ' εγέλασες . . . μ' έκαμαν να μεθύσω . . . να γείνω τάβλα . . πρώτη φορά 'ς τη ζωή μου. Αφίνω πως μας αρρώστησαν από την αϋπνία, κ' εμένα και τη γυναίκα μου . . . αφίνω πως τα καϋμένα τα παιδιά μου ούτε χορεύουν πεια ούτε τραγουδούν . . , γιατί δεν έχω κέφι να παίξω το μπουζούκι μου. Το λοιπόν, αφέντη, με το συμπάθειο . . . σας είμαι υπόχρεως, πολύ υπόχρεως, . . μα . . νά κρατήστε του λόγου σας τα χρήματα σας, κ' εγώ . . . τη φτώχια μου.
Και χαιρετίσας ο κυρ Δημήτρης επανήλθε φαιδρός εις τον οίκον του, περιεπτύχθη τα μικρά του, και εξεκρέμασεν αμέσως το μπουζούκι του.
Ο Κύριος Μαρής ενόμισε περιττόν να εξακολουθήση την ομιλίαν του περί της επιδράσεως του χρήματος επί του χαρακτήρος του ανθρώπου.
ΥΙΟΣ ΕΚ ΠΑΤΡΟΣ
Πρωίαν τινά του χειμώνος του έτους 1880 ηγέρθην της κλίνης δύσθυμος άνευ λόγου, και αφού ενεδύθην τρέμων εκ του ψύχους εις τον ανήλιον κοιτώνα μου, προσεπάθουν να θερμάνω σώμα και καρδίαν διά του πρωινού καφέ, ότε βίαιος αίφνης κωδωνισμός της θύρας με διέκοψεν. Εταράχθην, αγνοώ διατί, ως ταρασσόμεθα πολλάκις αλόγως λαμβάνοντες απροσδόκητον τηλεγράφημα, και τρέμομεν να το ανοίξωμεν. Ευθύς δε μετ' ολίγον εισήλθεν ή μάλλον εισώρμησεν εις το δωμάτιόν μου ο στενός μου φίλος Δημήτριος Κ . ., ωχρός, τεταραγμένος, και πριν ή προφθάσω να τον ερωτήσω τον λόγον της τόσον πρωινής του επισκέψεως·
– Δεν ηξεύρεις; . . . μου είπε, μόλις κατορθών να αρθρώση τας λέξεις του. Ο Σοφής ηυτοκτόνησε!
– Ο Σοφής; ποιος Σοφής; ηρώτησα εγειρόμενος εν ταραχή.
– Ο Αλέξανδρος.
– Πώς; πότε; διατί;
– Με πιστόλι, χθες την νύκτα εις την κοίτην του Ιλισσού. Το διατί είνε μυστήριον. Μικρά σημείωσις, η οποία ευρέθη επάνω του, φέρει ως λόγον της αυτοκτονίας του χρόνιον και ανίατον, ως λέγει, νόσημα· αλλ' ο λόγος αυτός βεβαίως είνε πρόφασις.
– Ανίατον νόσημα; υπέλαβον εγώ· τι νόσημα; Δεν μου φαίνεται να έπασχε. Η όψις του τουλάχιστον . . .
– Τίποτε δεν είχε, διέκοψεν ο Δημήτριος· ήτον υγιέστατος, ευκίνητος πάντοτε και δραστήριος, ως τον εγνώριζες. Ολίγον μόνον μελαγχολικός ήτον εσχάτως, και η φαιδρά του μεγαλαυχία είχε κάπως ελαττωθή· ήτο κάμποσος καιρός, που δεν τον ήκουα πλέον να δημιουργή τα αιώνια εκείνα – ηξεύρεις; – σχέδιά του περί πλουτισμού και εκατομμυρίων, με τα οποία τόσον μας διεσκέδαζε.
– Δεν εδικηγόρει πάντοτε; Είχε μάλιστα, νομίζω, καλήν πελατείαν.
– Ναι· είχεν άλλοτε· αλλ' εσχάτως η πελατεία του είχε πολύ ελαττωθή.
– Δεν ήτο, θαρρώ, και μιας τραπέζης δικηγόρος;
– Ναι· είχεν αρχίσει να επιζητή τοιούτου είδους εμμίσθους δικηγορίας, διά να έρχεται, καθώς έλεγεν, εις πλειοτέραν συνάφειαν με τα γεμάτα χρηματοκιβώτια, των οποίων ήθελε να μετακενώση, ει δυνατόν, το περιεχόμενον εις τα θυλάκιά του. Είχε την μανίαν και αυτός να γείνη γρήγορα εκατομμυριούχος. Έπασχε δίψαν χρήματος, και αυτό ίσως ήτο το ανίατον νόσημά του.
– Περίεργος άνθρωπος! Με τόσην ευφυίαν και τόσην ικανότητα, και να τελειώση . . .
Εμείναμεν προς στιγμήν και οι δύο σιγώντες.
Ο Δημήτριος εκάθισε, εζήτησε καφέν, έστρηψε μηχανικώς έν σιγάρον, και αφού έτριψε το μέτωπον διά της χειρός του, είπε με σιγαλήν φωνήν.
– Αι! ίσως δεν έκαμεν άσχημα ν' αυτοκτονήση.
– Πώς; τι εννοείς; ηρώτησα έκπληκτος.
– Ενθυμείσαι, υπέλαβεν ο φίλος μου, μίαν εσπέραν προ τριών ή τεσσάρων ετών, ότε συνηντήθημεν μαζή του εις το ζυθοπωλείον του Μπερνιουδάκη, εκεί εις το στενόν της Μητροπόλεως, και μας ανέπτυξε λεπτομερώς τας περί ευτυχίας και πλούτου ιδέας του;
– Δεν ενθυμούμαι, απήντησα.
Και δεν ενθυμούμην αληθώς. Τον Αλέξανδρον Σοφήν σπανίως είχον αφορμάς να βλέπω, ένεκα της διαφοράς των έργων μας. Μας είχε συνδέσει άλλοτε παλαιά νεανική φιλία, εγνώριζα κάπως την οικογένειάν του, είχα δε γνωρίσει ολίγον και τον προ δεκαετίας αποθανόντα πατέρα του, όστις από πλουσίου κτηματίου των Αθηνών είχε πτωχύνει – διά του χαρτοπαιγνίου ως ελέγετο, – αλλ' από ετών ήδη πολλών αι σχέσεις μας είχον αραιωθή, και μάλιστα αφότου εκ δικηγορικής του αμελείας είχεν απολεσθή σπουδαία οικογενειακή μου δίκη.
– Πώς δεν ενθυμείσαι; ηρώτησεν απορών ο φίλος μου. Είνε δυνατόν να μην ενθυμήσαι τας φοβεράς παραδοξολογίας, όσας μας έλεγε, και τας οποίας συ μεν απέδιδες εις τον ζύθον της Βιέννης, εγώ δε, ο οποίος εγνώριζα τον Σοφήν πολύ καλλίτερά σου, ετρόμαζα να ακούω;
– Ναι, τώρα ενθυμούμαι, απήντησα. Τι δεν μας είπεν εκείνο το βράδυ! Απόφασιν είχεν, έλεγεν, αδιάσειστον να γείνη πλούσιος, διότι μόνον οι ανόητοι κατ' αυτόν έμενον πτωχοί. Οι έξυπνοι, έλεγε, πρέπει να ψαρεύουν το χρήμα όπου το ευρίσκουν, και μόνον ενώπιον του ποινικού νόμου να σταματούν. Εγώ εγελούσα, και συ έφριττες και διεμαρτύρεσο.
– Έφριττα, διότι ησθανόμην, ότι όσα έλεγεν ο Αλέξανδρος τα έλεγε σπουδάζων. Ο ζύθος είχε λύσει την γλώσσαν του, και η γλώσσα του επρόδιδε τους βαθείς μυχούς της διανοίας του. Είχεν ήδη αρχίσει πρό τινων ετών να βαρύνεται το χειρωνακτικόν, ως το απεκάλει, επάγγελμα του δικηγόρου, και να πλησιάζη κάπως εις το χρηματιστήριον. Οι άνθρωποι με τους οποίους εσχετίσθη τον έκαμαν τολμηρότερον, και μερικαί επιτυχίαι εις την αρχήν του ήνοιξαν την όρεξιν. Αλλ' έπειτα ήλθαν φυσικώς αι ατυχίαι, η τόλμη του έγεινε πείσμα, και ο Αλέξανδρος έπεσε κατά κεφαλής εις παν είδος επιχειρήσεων, από τας οποίας ήλπιζε κέρδος. Εν τω μεταξύ είχε νυμφευθή, ως ηξεύρεις, και αι ανάγκαι του είχον αυξήσει. Δεν ηξεύρω ακριβώς τι εργασίας έκαμνε· αλλά δεν ήσαν βεβαίως όλαι καθαραί, ούτε απέσυρεν εξ αυτών καθαράς τας χείρας του ο Σοφής, όπως πολλάκις έλαβον αφορμήν να συμπεράνω εκ των λόγων ανθρώπων, οίτινες είχον συναλλαχθή μετ' αυτού. Εσχάτως μάλιστα είχα μάθει, ότι καθ' εσπέραν σχεδόν εγίνετο χαρτοπαίγνιον εις την οικίαν του . . .
– Ήτο και χαρτοπαίκτης; ηρώτησα.
– Ήτο άλλοτε . . . και πολύ αλλά τελευταίον εδέχετο μόνον χαρτοπαίκτας, και τους εξεμεταλλεύετο.
– Και αυτό ακόμη; Εις τόσον εξευτελισμόν είχε καταντήσει;
– Δυστυχώς· και το λυπηρότερον είνε, ότι αναποδράστως έμελλε να καταντήση εκεί.
– Πώς αυτό;
– Δεν ηξεύρω, . . αλλά κληρονομικότης, αίμα, ανατροφή, περιβάλλον, . . – όπως θέλεις ειπέ το, – είχε κάτι εντός του ο Αλέξανδρος, το οποίον τον έφερεν επί τέλους αναποφεύκτως εις την καταστροφήν. Ήτο προωρισμένος, – δεν αμφιβάλλω δι' αυτό, να γείνη ό,τι έγεινε, και να τελειώση όπως ετελείωσε.
– Δεν εννοώ, . . υπέλαβον· αλλ' ο Δημήτριος, διακόπτων με αμέσως.
– Άκουσε, είπε. Έξω βρέχει, ο καιρός είνε άθλιος, εργασίαν δεν έχεις, ούτε θα εξέλθης βέβαια, καθώς κ' εγώ. Άκουσε λοιπόν να σου διηγηθώ συντόμως την παλαιάν ιστορίαν του Σοφή. Είνε αρκετά χαρακτηριστική, και θα ιδής αν έχω δίκαιον.
Ανήψε νέον σιγάρον, εκάθισεν αναπαυτικώς εις ένα κλιντήρα, και ήρχισε διηγούμενος.
Με τον Αλέξανδρον ήμεθα συμμαθηταί. Παιδία μόλις δωδεκαετή εγνωρίσθημεν προ τριάκοντα περίπου ετών εις το έν και μόνον τότε ελληνικόν σχολείον των Αθηνών, το οποίον ήτο, καθώς ηξεύρεις, εις την Πλάκαν, εις την οικίαν του Δοσίου. Είχε το πνεύμα ζωηρόν και ανήσυχον, εφοίτα ατάκτως εις τας παραδόσεις και σπανίως ήξευρε το μάθημά του εξεταζόμενος. Τα απ' έξω ιδίως, αι τόσον αγαπηταί τότε εις τους διδασκάλους αποστηθίσεις, ήσαν ο εφιάλτης του. Ποτέ δεν κατώρθωσε να απαγγείλη ακριβώς την τερατώδη εκείνην – αν την ενθυμείσαι – περιγραφήν της τοποθεσίας της Ελλάδος εκ της Γεωγραφίας του Βακαλοπούλου, ούτε τον ορισμόν της Ευχαριστίας εκ της Κατηχήσεως του Δαρβάρεως. Δεν ήτο εν τούτοις οκνηρός ούτε αφιλομαθής. Αλλά η ιδιότροπος και δυσυπότακτος φύσις του εφαίνετο αποστρεφομένη την τακτικήν εργασίαν και βδελυττομένη τον ζυγόν. Επροτίμα να αναρριχάται εις τους βράχους της Ακροπόλεως προς αναζήτησιν φωλεών κιρκινεζίων, και να παίζη αμπάριζαν εις το Στάδιον, οπού διέπρεπον η κορδέλλαις του, παρά να κάθηται ώραν πολλήν εις τα θρανία του σχολείου. Και τούτο δε οσάκις του συνέβαινε, σπανίως κατώρθονε να προσέχη εις το βιβλίον του ή εις του διδασκάλου τους λόγους. Η προσφιλής του ενασχόλησις ήτο να συλλαμβάνη μυίας υπό το θρανίον – και είχεν εις τούτο θαυμασίαν αληθώς δεξιότητα, – να τας ανασκολοπίζη με μικρά ξυλάρια, εις των οποίων το άκρον εκόλλα τεμάχια χαρτίου, και να τας αφίνη κατόπιν να πετούν εντός της παραδόσεως, προς θορυβώδη σκανδαλισμόν των επιμελών και μεγίστην αγαλλίασιν των απροσέκτων. Αν τούτο ήτο δύσκολον, είτε διότι εσπάνιζον τα πτερωτά του θύματα, είτε διότι επρόσεχεν εις αυτόν ο διδάσκαλος πλέον του πιθανού, έσκαπτε διά του μαχαιριδίου του σπήλαια εις την σανίδα του θρανίου, ή εχάραττεν επ' αυτής τα αρχικά στοιχεία του ονόματός του, ή ετύπονε φανταστικάς εικόνας εντός των τετραδίων του, σταλάζων επ' αυτών μελάνην, και συμπιέζων έπειτα εις δύο τα φύλλα των. Αν δε διαβόλου συνεργεία επεφοίτα αίφνης εν μέσω των σπουδαίων εκείνων ασχολιών του η ράβδος του διδασκάλου – διότι οι διδάσκαλοι τότε είχον, ως ενθυμείσαι βέβαια, και λόγον και ράβδον, – ο Σοφής δεν εκραύγαζεν εκ πόνου, ούτε εταράττετο, ούτε επορφυρούτο καν εξ αιδούς ή οργής. Απαθής, ύψονε το βλέμμα προς την οροφήν και ηρίθμει τα πολύχρωμά της κοσμήματα, επιφυλασσόμενος, άμα ως παρήρχετο η καταιγίς, να επαναλάβη την διακοπείσαν του εργασίαν.
Δύο μόνα μαθήματα είλκυον κατ' εξαίρεσιν την προσοχήν του και τον είχον τακτικόν φοιτητήν: η αριθμητική και τα ιερά. Αυτά μεν χάριν του διδασκάλου, εκείνη δε χάριν των αριθμών. Η διδασκαλία των ιερών μαθημάτων ήτο δι' αυτόν θέαμα μάλλον ή μάθημα. Ότε πρωί πρωί ηνοίγετο του σχολαρχείου η θύρα και ο εντός του σχολείου κατοικών διδάσκαλος, ο ιερομόναχος Δανιήλ, ανέβαινεν εις την έδραν του με τον κοντόν κοιτωνίτην και τον μαύρον του σκούφον, σύρων τας εμβάδας του και διευθετών διά της χειρός το ακτένιστον γένειόν του, το πρόσωπον του Αλεξάνδρου ηκτινοβόλει από χαράν και αγαλλίασιν. Ότε δ' εκείνος, ανασύρων προς τον αγκώνα το απαραίτητον κομβολόγιόν του, ήρχιζε με την έρρινόν του φωνήν να αναγινώσκη τον κατάλογον, το παρών, διά του οποίου απήντα εις το όνομά του ο Σοφής, περιελάμβανε κόσμον όλον ελπίδων και φαιδράς προσδοκίας. Αλλ' ό,τι ιδίως επερίμενεν εν εκστάσει, ήτο η στερεότυπος φράσις, διά της οποίας ο διδάσκαλος συνώδευε την κλήρωσιν του πρώτου καλουμένου εις εξέτασιν μαθητού.
– Ούτε του θέλοντος ούτε του τρέχοντος, . . . έλεγεν ο Δανιήλ.
– Αλλά του θεού ευδοκούντος! συνεπλήρου σχεδόν πάντοτε ο μικρός Σοφής.
Ο αγαθός ιερομόναχος εγέλα ενίοτε, οσάκις ήτο ευδιάθετος, – και ήτο τούτο σπάνιον – συχνότερον όμως ωργίζετο και ήρχιζε τότε να σφενδονίζη κατά κεφαλής του Αλεξάνδρου ό,τι πρόχειρον είχε· τον κατάλογόν του κατ' αρχάς, έπειτα το κομβολόγιον, ενίοτε δε τέλος και αυτάς τας συρτάς του εμβάδας, ανά μίαν ή και τας δύο συγχρόνως. Φοβερόν ήτο, ότε τας εμβάδας παρηκολούθει εναέριος και ο σκούφος. Αλλ' ο μαθητής ουδόλως εκ τούτου επτοείτο, ούτε κατέστελλε τον γέλωτα. Ανέτεινε μόνον τας χείρας, και συλλαμβάνων ασφαλώς, μετεώρους ακόμη, τους ακινδύνους του ιερομονάχου κεραυνούς, επέστρεφεν αυτούς εις τον ρασοφόρον Δία, συντετριμμένος μεν το φαινόμενον και κάτω νεύων την κεφαλήν, αλλά σπαίρων όλος εκ του συγκρατουμένου γέλωτος. Ησπάζετο εν μετανοία την χείρα του διδασκάλου, οσάκις εκείνη δεν προκατελάμβανε βιαίως την παρειάν του, και επανήρχετο ούτως ή άλλως εις την θέσιν του, διά να αρχίση ευκαιρίας δοθείσης τα ίδια.
Της αριθμητικής το θέλγητρον ήτο εντελώς διάφορον διά τον Αλέξανδρον. Ο διδάσκαλός της, ισχνός, υψηλός, με κίτρινον αυστηρόν πρόσωπον και μαύρον κομβωμένον επενδύτην, δεν ήτο βεβαίως αντικείμενον διασκεδάσεως διά τον φιλοθεάμονα συμμαθητήν μου· αλλ' εδίδασκεν όμως αριθμητικήν, οι δε αριθμοί ήσκουν ακαταμάχητον γοητείαν εις την νεαράν διάνοιαν του Σοφή. Αι τέσσαρες πράξεις συνώψιζον δι' αυτόν πάσαν γνώσιν ανθρωπίνην και απετέλουν ούτως ειπείν το μη περαιτέρω της μαθήσεως. Παιδίον δωδεκαετές μόλις, είχε παράδοξον λογιστικήν πρωιμότητα, την οποίαν εθαύμαζε πολλάκις και αυτός ο διδάσκαλος. Πρώτος εξ όλων μας έλυε τα διδόμενα εις τους μαθητάς προβλήματα, και μόνος αυτός πολλάκις τα δυσκολώτερα. Εξετέλει δε αγράφως και κατά διάνοιαν προσθέσεις και πολλαπλασιασμούς, αφαιρέσεις και διαιρέσεις, διά τας οποίας εβρέχαμεν ημείς οι άλλοι με άφθονον ιδρώτα τας πλάκας μας. Είχεν αναντιρρήτως λογιστικήν την φύσιν και την διάνοιαν. Εφαίνετο δε τούτο και εις αυτάς ακόμη τας καθημερινάς του σχέσεις μετά των συμμαθητών του, διότι πάντοτε σχεδόν ευρίσκετο εις συναλλαγάς μαζή των. Πότε αντήλασσε μετ' αυτών γραφίδας αντί χάρτου ή μολυβδοκόνδυλα αντί κονδυλοφόρων, πότε επώλει το καθαρόν του τετράδιον ή ηγόραζε το εφθαρμένον άλλου βιβλίον, αφού προηγουμένως εξέκαμνε συμφορώτερον το καινουργές και σχεδόν άθικτον ιδικόν του. Οσάκις νέον διδακτικόν βιβλίον εισήγετο εις την τάξιν, πρώτος αυτός υπελόγιζε, πότε έμελλε να τελειώση η διδασκαλία του, αριθμών τας σελίδας και τα υπολειπόμενα μαθήματα, διαιρών και πολλαπλασιάζων, όχι, εννοείται, δι' εαυτόν, διότι ολίγον εκείνος περί τούτου εφρόντιζεν, αλλά δι' ημάς τους ανοήτους, ως μας, έλεγεν, εις τους οποίους και μετέδιδεν αμέσως των υπολογισμών του το πόρισμα.
Φίλον στενόν και διαρκή, οποίους είχαμεν ημείς οι άλλοι, ουδέποτε απέκτησεν εις το σχολείον ο Αλέξανδρος. Είχε συμπαίκτορας και συντρόφους των εκδρομών του, είχε θύματα της λογιστικής του επιτηδειότητος, τα οποία και ιδιαιτέρως επεριποιείτο, ενόσω διήρκουν αι μετ' αυτών διαπραγματεύσεις του, αλλά φίλον αληθή δεν είχεν. Εδοκίμασαν τινές των συμμαθητών μας να οικειωθώσι προς αυτόν διαρκέστερον, αλλ' απέτυχον όλοι. Εις τας παιδικάς των διαχύσεις ή τας αφελείς αυτών εκμυστηρεύσεις ουδέποτε απεκρίνετο δι' ομοίων ο Σοφής, απήντα δε συνήθως διά γέλωτος ή σιωπής. Έκαστος ημών εγνώριζε του άλλου πάσας σχεδόν τας οικιακάς περιστάσεις· τι ήτο ο πατήρ του, πόσους είχεν αδελφούς, τι έτρωγον συνήθως, πού εκάθηντο, πώς διεσκέδαζον κατ' οίκον, τι έκαμνον, και όσα άλλα. Περί του Σοφή τίποτε δεν ηξεύραμεν. Τούτο δε όχι μόνον εσκανδάλιζε την παιδικήν ημών περιέργειαν, αλλά και εμπόδιζε πάντα δεσμόν οικειότητος μεταξύ ημών και εκείνου. Μας εξένιζε δε ακόμη και πάντοτε ανεξήγητος μας εφαίνετο η ενδυμασία του συμμαθητού μας και η αιφνιδία της πολλάκις μεταβολή. Τα καινουργή του φορέματα διεδέχοντο αίφνης άλλα ωραιότερα, χωρίς τινα λόγον, ταύτα δε επαλαιούντο πάλιν εις τους ώμους του και κατέπιπτον σχεδόν εις ράκη, εν μέσω χειμώνος πολλάκις, χωρίς ποτέ να παρεμβή κλωστή ή βελόνη προς διόρθωσιν ή αναπλήρωσιν της φθοράς. Δεν είχεν άρα μητέρα ο Αλέξανδρος; ήτο αίνιγμα τούτο δι' ημάς, όπως αίνιγμα ήτο και ο πατήρ του.
Των πλείστων εξ ημών οι πατέρες ήσαν γνωστοί εις την τάξιν. Ήρχοντο τρις και τετράκις του έτους εις το σχολείον, διά να ερωτήσωσι τους διδασκάλους περί των προόδων και της επιμελείας μας· του Αλεξάνδρου όμως ο πατήρ ουδέ εις τας εξετάσεις του παρευρέθη ποτέ. Ότε δε άπαξ είς των συμμαθητών του, τολμηρότερος των άλλων, απέτεινεν εις αυτόν πλαγίαν περί τούτου ερώτησιν, ύψωσεν εκείνος τους ώμους, εμειδίασε μειδίαμα παράδοξον, πολύ της ηλικίας του ωριμώτερον, και αντί να απαντήση ηρώτησε·
– Θάλθης απόψε εις την αμπάριζα;
Αίφνης περίστασίς τις απροσδόκητος έγεινεν αφορμή να γνωρίσωμεν τον πατέρα του Αλεξάνδρου και να στερηθώμεν συγχρόνως εκείνον.
Μίαν ημέραν – ήτο μάθημα Γεωγραφίας – ο Σοφής διεσκέδαζεν ως συνήθως χαράττων διά μικρού μαχαιρίου τα προσφιλή του ιερογλυφικά επί του θρανίου, ότε ανεκάλυψεν από της σκοπιάς του ο διδάσκαλος την άτακτον εκείνην ασχολίαν. Προσήλθεν αγριωπός, – ήτο άνθρωπος εντελώς χυδαίος, εμπνέων αληθή τρόμον εις όλους μας – έβαλε τας φωνάς, κατέσχε το μαχαιρίδιον, το οποίον εταμίευσεν εις το θυλάκιόν του ως σώμα του εγκλήματος, και μη αρκεσθείς εις ύβρεις μόνον και επιτιμήσεις βαναύσους, ερράπισε τον δυστυχή Αλέξανδρον με τόσην κτηνωδίαν, ώστε το ταλαίπωρον παιδίον έφερεν αυτομάτως τας δύο του χείρας εις την καταπόρφυρον παρειάν του, και έβαλε πόνου κραυγήν, – την πρώτην που ήκουσεν η τάξις από το στόμα του. Ο διδάσκαλος επέστρεψε βραδυπατών και υβρίζων πάντοτε εις την καθέδραν του· αλλ' ο Αλέξανδρος δεν ήτο εξ εκείνων, τους οποίους καταβάλλει επί μακρόν η δριμεία συναίσθησις ενός ραπίσματος. Μετ' ολίγα μόλις λεπτά έκυπτε πάλιν ενώπιόν του, απαθής μεν κατά το φαινόμενον, αλλά συντόνως ασχολών τας χείρας του υπό το θρανίον. Έκυπτον δε μαζή του οι εκ δεξιών και αριστερών γείτονές του, περίεργοι, θαυμάζοντες και μειδιώντες, ανταλλάσσοντες δε σιγά τας εκ του παραδόξου θεάματος εντυπώσεις των. Έτυχε να κάθημαι όπισθέν του την ημέραν εκείνην, και πολλήν ησθάνθην περιέργειαν να ίδω τι εκίνει τον θαυμασμόν των γειτόνων του Σοφή. Ανωρθώθην ολίγον και έκυψα σιγά προς τα εμπρός, προσέχων να διαφύγω όσον ήτο δυνατόν το άγριον βλέμμα του διδασκάλου. Είδα δε τον Αλέξανδρον κρατούντα εις χείρας του και δεικνύοντα εις τους γείτονάς του ισομεγέθη χαρτίων τεμάχια με περιέργους τύπους σημείων ερυθρών και μελανών, και με διπλάς εικόνας ανδρών, γυναικών και γερόντων.
– Αυτά είνε χαρτιά, που παίζουν, έλεγε σιγά ο Σοφής.
– Και πώς τα παίζουν; ηρώτα ο γείτων.
– Θα σας το ειπώ ύστερα. Κυττάξετε, τι ωραία που είνε.
Αλλά μόλις είχε τελειώσει την φράσιν του ο πτωχός Αλέξανδρος, και εφάνη εμπρός του ο διδάσκαλος. Έκυψε και αυτός, είδε, και πριν καν εννοήσωσιν οι άλλοι τι συνέβαινε, πριν ή συνέλθη ο ένοχος εκ της καταπλήξεως, έγεινεν ανάρπαστος από το θρανίον του και εβροντοκοπήθη εις το πάτωμα της παραδόσεως ως αν ήτο τόπι ελαστικόν. Ο διδάσκαλός μας είχεν αθλητικόν ανάστημα ως αχθοφόρου και χείρας μεγάλας ως των εικόνων του παντοκράτορος. Ύψωσε καταπόρφυρος εξ οργής την βαρείαν του χείρα, σφιγμένην εις γρόνθον, κατά κεφαλής του Αλεξάνδρου και την κατέφερεν επ' αυτής απανθρώπως, γρυλλίζων·
– Χαρτιά, αι; χαρτοφόρος! . . . από τώρα! Δεν σε φθάνει η άλλη σου προκοπή!
Και ανυψώθη η χειρ του, διά να καταπέση και πάλιν επί το θύμα. Αλλά το αποτέλεσμα του πρώτου γρονθοκοπήματος επτόησε, φαίνεται, την τόλμην του βαναύσου μας διδασκάλου και εψύχρανε διά μιας την οργήν του. Ο μικρός Σοφής είχε πέσει χαμαί, άπνους σχεδόν και ακίνητος, ημείς δε οι άλλοι, ανορθωθέντες διά μιας επί των θρανίων, εκραυγάζαμεν σπαρακτικώς, ως αν εδερόμεθα όλοι ομού. Απερίγραπτος υπήρξεν η επακολουθήσασα ταραχή. Εξ όλων των δωματίων έτρεξαν έντρομοι οι διδάσκαλοι, εισώρμησαν εις την αίθουσαν οι επιστάται, ο δε σχολάρχης, σεβάσμιος φουστανελλοφόρος γέρων, κρατών ακόμη την καπνοσύριγγά του, την οποίαν εκάπνιζε προ μικρού αμέριμνος εις το σχολαρχείον, εφάνη εις την θύραν, και απέμεινεν άφωνος προ του θεάματος.
– Αχ! διδάσκαλε! είπεν αμέσως· τι έκαμες! Και στραφείς προς τους λοιπούς διδασκάλους,
– Ορίστε, είπε, κύριοι, εις τας παραδόσεις σας. Σεις διαλυθήτε! εφώναξε προς τους μαθητάς.
– Διαλυθήτε! επανέλαβεν αμέσως εντονώτερον, βλέπων ότι εδιστάζομεν να κενώσωμεν την παράδοσιν.
Εξήλθομεν όλοι σιωπηλοί· μετ' ολίγον δε ο επιστάτης του σχολείου εσήκωσε τον αναίσθητον Αλέξανδρον και τον επεβίβασεν εις μίαν άμαξαν.
Επλησίασα τρέμων, και ηρώτησα δειλώς·
– Άνοιξε τα μάτια του;
– Τα άνοιξε, . . . δεν έχει τίποτα, απήντησεν εκείνος καθήμενος πλησίον του αμαξηλάτου, και η άμαξα έφυγε δρομαία.
Απήλθομεν βραδυπατούντες εις τας οικίας μας και εσχολιάζομεν καθ' οδόν τα συμβάντα. Δεν είχαμεν, ως σου έλεγα, φίλον του Αλέξανδρον, ούτε είχαμεν κατορθώσει να τον οικειωθώμεν. Αλλ' η ζωηρά του φύσις μας ήτο συμπαθής, και πολύ ηυχαριστήθημεν, ότι δεν είχε πάθει τίποτε. Ηυχαριστήθημεν δε πολύ περισσότερον από την απροσδόκητον σκηνήν, ήτις επηκολούθησε μετά τινας ημέρας.
Ο Σοφής δεν ήλθε πλέον εις το σχολείον, ούτε την επαύριον, ούτε τας επομένας ημέρας. Ησθένησεν άρα γε και έμενε κλινήρης, ή άλλος τις ήτο της απουσίας του ο λόγος; Κανείς δεν ήξευρεν. Αλλά την δευτέραν ημέραν μετά το συμβάν, την αυτήν περίπου ώραν και κατά το αυτό μάθημα, ήνοιξεν αίφνης η προς τον διάδρομον θύρα της παραδόσεως, και ανήρ υψηλός και ρωμαλέος εισήλθεν εις την αίθουσαν. Είχε το βήμα βαρύ και το ήθος άγριον. Ατάραχος και ατενώς βλέπων προς την καθέδραν, εβάδισε κατ' ευθείαν προς τον διδάσκαλον, όστις, δεν ηξεύρω, αλλά μ' εφάνη κάπως ωχριάσας την στιγμήν εκείνην.