Kitabı oku: «Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος», sayfa 12
– Του λόγου σου είσαι, ηρώτησε πλησιάσας εις αυτόν, που ξεύρεις και κτυπάς τόσον καλά τα παιδιά, 'σαν να ήσαν μουλάρια, απ' εκείνα που βοσκούσες εις την πατρίδα σου;
Ο διδάσκαλος ηθέλησε κάτι να απαντήση, αλλά τόσον έτρεμεν όλος, και τόσον ετραύλιζεν η γλώσσα του, ώστε δεν ηκούσαμεν τίποτε, μολονότι σιγή βαθεία επεκράτει εις όλην την τάξιν, διότι η συγκίνησις είχε δέσει όλων μας τας γλώσσας.
– Δεν ξεύρεις να δέρνης καλά! Επρόσθεσε δυνατώτερα ο άγνωστος, τον οποίον από τους λόγους του εννοήσαμεν, ότι ήτο ο πατήρ του Αλεξάνδρου. Εγώ να σε μάθω να δέρνης καλλίτερα.
Και υψώσας ταχέως την χείρα του – θεέ μου! τι χειρ ήτο εκείνη, και τι κρότον έκαμε! – κατέφερεν αυτήν τόσον βιαίως εις το πρόσωπον του διδασκάλου, ώστε τον εσφενδόνισε κάτω της έδρας του.
– Βοήθεια! εκραύγασεν εκείνος εγειρόμενος, και προσεπάθησε να κινηθή προς την θύραν του σχολαρχείου.
Αλλά την δεξιάν χείρα του πατρός Σοφή παρηκολούθησε ταχεία η αριστερά, και ταύτην εκείνη, και εκείνην πάλιν η άλλη, και δεν ηξεύρω μα την αλήθειαν πού ήθελε φθάσει η φοβερά εκείνη εκδίκησις, αν σχολάρχης και διδάσκαλοι και κλητήρες δεν επλήρουν εντός ολίγου την παράδοσιν.
– Είμαι ο πατέρας του Αλεξάνδρου Σοφή, είπεν εκείνος ατάραχος, στρεφόμενος απαθώς προς τους εισελθόντας, και ήλθα να μάθω αυτόν τον κύριον πώς δέρνουν.
Και ανεχώρησεν ησύχως, όπως είχεν έλθει.
Το μάθημα, εννοείται, διεκόπη, και ημείς ωρμήσαμεν φαιδροί προς την κλίμακα, και κατέβημεν πηδώντες ανά δύο τας βαθμίδας της.
Την άλλην ημέραν εμάθαμεν, ότι ο διδάσκαλος επαύθη, και επί πολύν καιρόν δεν ηξεύραμεν τι απέγεινε. Μετά χρόνους μόνον πολλούς ήκουσα ότι ο βουλευτής του τον διώρισε κάπου έπαρχον, αργότερα δε πολύ τον είδα βουλευτήν εις τας Αθήνας. Τίποτε απίθανον να διώρισε και εκείνος έπαρχον τον παλαιόν του βουλευτήν.
Εσιχαινόμεθα όλοι και εγώ ίσως περισσότερον των άλλων τον χυδαίον εκείνον διδάσκαλον· εννοείς δε με πόσην ευχαρίστησιν και παιδικήν χαράν έσπευσα να διηγηθώ το βράδυ εις τους γονείς μου τα συμβάντα εις το σχολείον, και να περιγράψω ιδίως λεπτομερώς το ηρωικόν κατόρθωμα του πατρός του συμμαθητού μας. Ο πατήρ μου, σοβαρός συνήθως και ολιγόλογος, κατέκρινε με ολίγας λέξεις την διαγωγήν του διδασκάλου, απεδοκίμασεν επίσης τον πατέρα του Σοφή, απέφυγε δε να απαντήση εις την περίεργον ερώτησιν, την οποίαν του απέτεινα, ζητών να μάθω τι ήτο ο πατήρ του Σοφή, και τι έργον είχε.
– Κύτταζε τα μαθήματά σου, μου απήντησε ζωηρώς, και αυτά τα πράγματα δεν σ' ενδιαφέρουν.
Αλλ' εγώ, εννοείς, ήμην περίεργος, ουδ' εννόουν, κατά τι θα εβλάπτοντο τα μαθήματά μου, αν εμάνθανα τέλος πάντων τα οικογενειακά του μυστηριώδους συμμαθητού μου. Διά τούτο, ευθύς ως έμεινα μόνος με την μητέρα μου, επανέλαβον ικετευτικώς και με πολλά θωπεύματα την ερώτησίν μου, και τόσον επέμεινα, ώστε αφήκεν η αγαθή γυνή προς στιγμήν το πλέξιμόν της, μ' εκύτταξε τρυφερώς, και απήντησε·
– Ο συμμαθητής σου ο Αλέξανδρος, παιδί μου, είνε ορφανός, . . δεν έχει μητέρα. Ο πατέρας του είνε ένας κακορρίζικος άνθρωπος. Είχε περιουσίαν και καλόν όνομα, και τα έχασε και τα δύο από το κεφάλι του. Ήτον από τους καλούς κτηματίας των Αθηνών. Εκαλλιεργούσε τα κτήματά του και εζούσε καλά. Έπειτα υπανδρεύθη, εκακόπεσε, επήρε γυναίκα σπάταλη, κακή νοικοκυρά, . . και τα κτήματά του ένα ένα πήγαν εις την δημοπρασίαν. Σιγά σιγά εδυστύχησε, . . . έχασε και την γυναίκα του, και τώρα είνε πτωχός και άθλιος, . . ζη από τα χαρτιά.
– Χαρτιά; ηρώτησα εγώ απορών. Τι πράγμα είνε, μητέρα, τα χαρτιά; Α! ανεφώνησα αμέσως, πριν ή προφθάση ν' απαντήση η προδήλως απορούσα και στενοχωρουμένη μήτηρ μου. Α! ενθυμούμαι! θα είνε απ' εκείνα, που μας έφερε ταις προάλλαις εις το σχολείον ο Αλέξανδρος.
– Σας έφερε εις το σχολείον ο Αλέξανδρος! εφώναξεν έντρομος η μήτηρ μου. Και τα επιάσατε σεις εις τα χέρια σας; Μη παιδί μου! μη, να σε χαρώ! Μην πιάσης ποτέ χαρτιά! Είνε αφανισμός! Είνε κατάρα! Αυτά τα χαρτιά κατήντησαν τον πατέρα του Σοφή εκεί που τον κατήντησαν.
– Μα πώς λοιπόν μου είπες, ότι ζη από τα χαρτιά; ηρώτησα εγώ περιέργως.
Εστενοχώρησε δε, φαίνεται, πολύ την μητέρα μου η ερώτησίς μου, διότι μετά τινας στιγμάς δισταγμού επανέλαβε το διακοπέν πλέξιμόν της, και είπε με σιγαλοτέραν αλλά πολύ σοβαρωτέραν φωνήν.
– Νά! βλέπεις που δεν έπρεπε να σου ειπώ τίποτε; Αυταίς δεν είνε ομιλίαις διά παιδιά. Πήγαινε τώρα να κοιμηθής, διότι είνε αργά.
Από τους λόγους της μητρός μου ολίγα τότε εννόησα περί του έργου του πατρός του Σοφή. Έμαθα όμως, ότι ο Αλέξανδρος δεν είχε μητέρα, και τότε εξήγησα, διατί ήρχετο πολλάκις εις το σχολείον με το φόρεμά του σχισμένον ή χωρίς κομβία.
Επήγα εις την κλίνην μου βαρύθυμος, και επλάγιασα σκεπτόμενος, πώς ήτο δυνατόν έν παιδίον να μην έχη μητέρα. Ποτέ δε άλλοτε, όσον την εσπέραν εκείνην, δεν μου εφάνη γλυκύ το φίλημα, διά του οποίου μου ηυχήθη καλήν νύκτα η μήτηρ μου, ούτε έσφιγξα ποτέ περισσότερον τον τράχηλόν της με τας χείρας μου.
Την επομένην ημέραν, και πολλάς άλλας κατόπιν, η μόνη ομιλία μας εις το σχολείον ήτο, εννοείται, ο πατήρ του Σοφή και το ανδραγάθημά του. Πολλοί δε από τους συμμαθητάς μου, και ιδίως εκ των μεγάλων, διηγούντο περίεργα και παράδοξα δι' αυτόν πράγματα, τα οποία είχον μάθει, φαίνεται, και αυτοί από τους γονείς των. Είς εδιηγείτο, ότι τόσην είχε δύναμιν ο υψηλός εκείνος και σωματώδης άνθρωπος, ώστε έθραυε τραπέζια με τον γρόνθον του. Άλλος, ότι έτρωγεν ολόκληρον αρνίον και έπινεν οκάδας χωρίς να πάθη τίποτε. Άλλος, ότι την νύκτα όλην δεν εκοιμάτο, διότι οι γείτονες έβλεπον φως εις τα παράθυρά του έως το πρωί. Μερικοί ισχυρίζοντο, ότι τόσον ήτο παράφορος και οργίλος, ώστε εμαύριζεν από τον θυμόν του και οι οφθαλμοί του εγέμιζαν αίμα, και δεν ήξευρε πλέον ούτε τι έλεγεν, ούτε τι έκαμνεν. Εψιθύριζον δε άλλοι δειλώς και με τρόμον, ότι και αυτή η σύζυγός του, η μήτηρ του Αλεξάνδρου, τον οποίον δεν επανείδαμεν πλέον, είχε πέσει θύμα του αγρίου θυμού του, κτυπηθείσα ίσως, όπως είχε κτυπηθή προ ολίγων ημερών και ο γεωγράφος μας.
Όλη αυτή η ιστορία δεν ήτο δυνατόν, εννοείται, να διατηρηθή πολύ εις την διάνοιαν παιδίων, και μετ' ολίγας εβδομάδας είχε λησμονηθή εντελώς, όπως ελησμονήθη βαθμηδόν και ο Αλέξανδρος.
Ετελείωσα το ελληνικόν σχολείον, ετελείωσα το γυμνάσιον, μετέβην εις το πανεπιστήμιον, κατόπιν εις την Ευρώπην, και μόνον ότε επέστρεψα, μετά χρόνους πολλούς, τον απήντησα μίαν ημέραν καθ' οδόν. Τον ανεγνώρισα αμέσως. Το ήθος του δεν είχε διόλου μεταβληθή, το βλέμμα του ήτο το παλαιόν εκείνο εμπαικτικόν συγχρόνως και λογιστικόν βλέμμα του συμμαθητού μου, και οι τρόποι του ενέπνεον πάντοτε δυσπιστίαν και απέτρεπον πάσαν φιλικήν διάχυσιν. Τον ηρώτησα, τι έγεινε τόσον καιρόν, και η μόνη του απάντησις ήτο: Μην ερωτάς!
Δεν επέμεινα, εννοείται, διότι ήξευρα κάλλιστα, ότι ματαία θα ήτο η επιμονή μου. Ήκουσα όμως μετ' ολίγας ημέρας λεπτομερείας τινάς της ζωής του, αι οποίαι μ' ελύπησαν πολύ και με ετρόμαξαν περισσότερον. Είχε, φαίνεται, αρχίσει από τότε να ριζοβολή εις τον νουν του η ολεθρία εκείνη ιδέα του διά παντός μέσου πλουτισμού, και τολμηρά τινα σχέδιά του, αστεία το κατ' αρχάς, είχον αποβή επί τέλους τραγικά εις αυτόν. Έπειτα δεν τον επανείδα, ειμή προ πέντε ή έξ ετών, ότε επέστρεψα από την Αίγυπτον. Εκεί έμαθα, ότι είχε διατελέσει προ ετών υποπρόξενος εις έν από τα μικρά υποπροξενεία της Αιγύπτου, και ότι δεν άφησε πολύ καλάς αναμνήσεις εις την ελληνικήν κοινότητα. Μερικοί μάλιστα έλεγον, ότι είχε παυθή ένεκα καταχρήσεων κατά την απογραφήν μιας κληρονομίας. Ενόμισα τας φήμας αυτάς υπερβολάς, εκ των συνήθων εις τας ελληνικάς κοινότητας, ιδίως του εξωτερικού. Αλλ' ότε τον επανεύρον εδώ δικηγορούντα, έχοντα μάλιστα φήμην ευφυούς δικηγόρου, και ήκουσα μερικά δείγματα της ευφυίας του, τα οποία, ομολογώ, δεν με ενθουσίασαν, ενθυμήθην αμέσως τας φήμας εκείνας. Όσας δίκας του ενεπιστεύοντο, τας εθεώρει ο Σοφής ως είδος τι επιχειρήσεων, από τας οποίας εννόει να κερδήση αυτός οπωσδήποτε περισσότερα των πελατών του. Δεν τον είχες και συ δικηγόρον, νομίζω;
– Ναι, απήντησα· και μου έχασε μίαν σπουδαίαν δίκην.
– Ποίον είχε δικηγόρον ο αντίδικός σου, ηρώτησε περιέργως ο Δημήτριος.
– Πού να ενθυμούμαι; Είνε τόσος καιρός!
– Βέβαια κανένα από τους συνεταίρους του Αλεξάνδρου.
– Είνε φρικτόν αυτό! ανεφώνησα.
– Είνε και άλλα, . . είπεν ο φίλος μου, και εσιώπησε.
– Τον δυστυχή! υπέλαβον μετά τινας στιγμάς, καθ' ας η ανάμνησις της προσφάτου καταστροφής κατέπνιξεν αμέσως την στιγμιαίαν μου αγανάκτησιν. Τον κατέστρεψεν ο ακοίμητος εκείνος πόθος του χρηματισμού, οποίος έβοσκεν άγριος εις τα στήθη του.
– Βεβαίως! . . δεν είνε ζήτημα, απήντησεν ο Δημήτριος, και αυτός χωρίς άλλο θα τον έφερεν επί τέλους εις συνάφειαν με τον ποινικόν νόμον, τον οποίον μόνον εφοβείτο, καθώς μας έλεγεν εκείνο το βράδυ. Αλλά πόθεν εγεννήθη ο σκώληξ αυτός εις την ψυχήν του; Ποίος έβαλεν εκεί το σπέρμα του φοβερού αυτού μολύσματος; Ο πατήρ του και το χαρτοπαικτείον του. Υιός εκ πατρός υπήρξεν αναντιρρήτως ο Αλέξανδρος, αλλά τελειοποιημένος, εννοείται, υπό των προόδων του νεοελληνικού πολιτισμού και των ψευδών αναγκών του.
– Και τώρα τι θα γείνη η οικογένειά του; Δεν είχε, μου είπες, νυμφευθή;
– Ναι· αλλ' ευτυχώς δεν αφίνει τέκνα, . . και ο σκώληξ του θα ταφή μαζή του.
Και αυτός υπήρξεν ο μόνος επί του δυστυχούς Αλεξάνδρου ψυχρός επικήδειος του παλαιού του συμμαθητού.
ΤΟ ΔΩΡΟΝ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ7
Α'
Ήτο παραμονή της πρώτης Ιανουαρίου του 186 . .
Ο Γεώργης, μικρός δωδεκαετής υπηρέτης του κυρίου Λευκοπούλου, ήτο κατάκοπος εκ της προσθέτου εργασίας, ην είχεν απαιτήσει η έκτακτος και πολυάσχολος ημέρα.
Αφού έτριψε και εκαθάρισε τα σκεύη της τραπέζης και τα σκεύη της οικίας, επιμελέστερον του συνήθους, αφού εβοήθησεν, αναλόγως της ηλικίας και της νοημοσύνης του, την οικοδέσποιναν εις παρασκευήν των γλυκυσμάτων της πρώτης του έτους, αφού εκόμισεν ικανά εξ αυτών πινάκια εις τους συγγενείς και φίλους της οικίας, αφού τέλος έστρωσε την εσπέραν την τράπεζαν του δείπνου, και εδείπνησε και αυτός εκ των περισσευμάτων, και έπλυνε τα πινάκια, εκάθισε κεκμηκώς εις μίαν γωνίαν του μαγειρείου.
Ήτο προδήλως μελαγχολικός, ουδέ κατώρθουν να φαιδρύνωσι την μορφήν του αι ολίγαι δεκάραι, ας είχε συλλέξει παρά των γνωρίμων του οίκου, ως κόμιστρα των γλυκυσμάτων του, και τας οποίας μηχανικώς ηρίθμει διά των μικρών του χειρών εντός των θυλακίων της περισκελίδος του. Αν τις τον ηρώτα την στιγμήν εκείνην το αίτιον της δυσθυμίας του, ουδ' αυτός ο ίδιος θα ήξευρε τι ακριβώς να αποκριθή. Ήκουεν εις την εγγύς αίθουσαν σαλπίζοντα και τυμπανίζοντα και θορυβούντα τα παιδία της οικογενείας παρ' η υπηρέτει, άτινα είχον ήδη λάβει προκαταβολικώς τα δώρα των, πριν ή έτι ανατείλη η πρώτη του έτους· αλλ' η μικρά του καρδία δεν συνεσκίρτα προς τα σκιρτήματά των. Είχεν ενώπιον αυτού, επί των γονάτων του, κομψόν καινουργή πίλον, ον είχε χαρίσει εις αυτόν η κυρία του προ μικρού, αλλά και αυτού η θέα δεν ίσχυε να ιλαρύνη το πρόσωπόν του.
Τι είχεν; Ενθυμείτο την μικράν νηπιακήν του ηλικίαν και τον πατρικόν αυτού οίκον.
Γιος πτωχού κορινθίου χωρικού, μη επαρκούντος εις συντήρησιν συζύγου και τριών τέκνων, – αυτού και δύο κορασίδων, – είχεν εκμισθωθή αντί πεντήκοντα δραχμών ετησίως εις αθηναίον επιχειρηματίαν, όστις από πωλητού φωσφόρων μετέβαλλεν αυτόν εναλλάξ εις καθαριστήν υποδημάτων ή κομιστήν οψωνίων.
Αι ημερήσιαι εισπράξεις του μικρού Γεωργίου, όσον πενιχραί και αν ήσαν, θα ήρκουν ίσως, ουχί να παχύνωσιν αλλά να θρέψωσι καν αυτόν, αν δεν επάχυνον το βαλάντιον του αυθέντου του, όστις αντ' αυτών τω εχορήγει μεγαλοδώρως δύο τεμάχια ξηρού άρτου καθ' εκάστην, αρτυόμενα δι' ελαιών μεν ή τυρού αναλόγως της ημέρας, οσάκις υπελάμβανεν εκείνος επαρκή την είσπραξιν του μικρού κορινθίου, διά ραπισμάτων δε και ύβρεων, οσάκις τω εφαίνετο γλίσχρον το προϊόν της εργασίας του παιδός.
Τρία όλα έτη έζησεν ούτω ο ταλαίπωρος Γεώργης, πεινών και γυμνητεύων, φρικιών υπό ρίγους τον χειμώνα και περιφέρων ασκεπή την κεφαλήν του το θέρος υπό τον φλογερόν ήλιον των Αθηνών, κοίτην του έχων την γωνίαν ρυπαρού υπογείου, και νυκτερινούς συντρόφους του – πλην δύο άλλων ομοίων του ατυχών πλασμάτων – ποντικούς υπερμεγέθεις, οίτινες ουχί σπανίως απεθρασύνοντο να τρωγαλίζωσι τας μικράς αυτού πτέρνας, οσάκις ο γάτος του οίκου είχεν άλλας ασχολίας επί των γειτονικών ορόφων.
Και δεν ήρκεσαν αυτά.
Ημέραν τινά ομήλιξ συμπατριώτης, νέηλυς εκ Κορίνθου, του έφερε την μαύρην είδησιν, ότι αι δύο μικραί του αδελφαί απέθανον αίφνης εντός μιας εβδομάδος εξ ευλογίας, και ότι η μήτηρ του, παράφρων σχεδόν εκ της λύπης, κατέκειτο βαρέως νοσούσα. Δεν επρόφθασε να κλαύση τας αδελφάς του, τας οποίας τόσον ηγάπα ο πτωχός, και τοσάκις είχε νανουρίσει, ότε ήσαν βρέφη, και νέον από της πατρίδος μήνυμα του ανήγγειλεν, ότι κακή ώρα εύρε τον πατέρα του. Διεσκέδαζε, του είπον, κυριακήν τινα μετ' άλλων συντρόφων· την διασκέδασιν παρηκολούθησαν έριδες, τας έριδας πυροβολισμοί, και μία σφαίρα τυχαία τον εύρεν εις το στήθος. – Και η μήτηρ του; ηρώτησεν ο ατυχής παις. – Κατάκοιτος πάντοτε.
Δεν παρήλθε καιρός πολύς, και είδεν αίφνης ο Γεώργιος μίαν πρωίαν εμφανιζομένην ενώπιόν του την γραίαν θείαν του, αδελφήν του πατρός του, την κυρά Βαγγελήν.
– Καϋμένο παιδί! του είπε, και τον περιεπτύχθη, καταφιλούσα μετά δακρύων την ακτένιστον κεφαλήν του. Πεντάρφανο απόμεινες· πάει κ' η μάνα σου.
Και τον έσφιξεν εις τας αγκάλας της τόσον, ώστε ο Γεώργης δεν εύρεν αναπνοήν διά να κλαύση.
– Έλα, πάμε! προσέθηκε.
– Πού θα πάμε, θεία; ηρώτησεν ο ορφανός. 'Σ την Κόρθο; Και εσκίρτησεν η καρδιά του.
– Όχι, Γεωργάκη μου, θάρθης να καθίσης μαζή μου. Και στραφείσα προς τον μισθωτήν του παιδός, όστις προσέβλεπεν απαθής τα γινόμενα,
– Το παιδί το παίρνω, είπε. Σου χαρίζομε και το νοίκι της χρονιάς, και ξοφλούμε.
Διενοήθη εκείνος προς στιγμήν να αντιστή. Είχεν υπέρ εαυτού το γράμμα του συμβολαίου. Η δουλεία του Γεώργη έληγε μετά δυο έτη. Αλλά τι τον ήθελε πλέον – εσκέφθη – τον ορφανόν; Η λύπη και τα κλαύματα δεν θα του άφιναν όρεξιν να εργάζεται.
Και απήντησε σχεδόν αμέσως·
– Όσο γι' αυτό, χάρη μου κάνεις, κυρά. Δεν είνε προκοπή απ' το παιδί. Ουδέ το ψωμί του δεν βγάζει. Ας πάη 'ς το καλό.
Ούτως ο Γεώργης κατώκησεν επί τινα χρόνον μετά της αγαθής του θείας, ήτις περισυναγαγούσα την πενιχράν κληρονομίαν του παιδός, όσην απετέλεσεν η πώλησις των οικιακών σκευών, ενός καχεκτικού ιππαρίου και ενός χωλού όνου, ήλθεν εις τας Αθήνας, να κυττάξη, ως έλεγε, τον ανεψιόν της.
Πλην πώς να τον κυττάξη, πως να τον θρέψη και να τραφή και αυτή εκ των ολίγων κερμάτων, άτινα έφερε μεθ' εαυτής εκ Κορίνθου; Πολύ περί τούτου εσκέφθη η θεία, διότι ήτο φρόνιμος και νοήμων γυνή η κυρά Βαγγελή. Αλλ' η σκέψις της δεν εγέννα δυστυχώς χρήματα, και διά τούτο μετά μίαν εβδομάδα εκείνη μεν εμισθούτο επιστάτρια εις μίαν σχολήν κορασίων, ο δε Γεώργης υπηρέτης παρά τω Κυρίω Λευκοπούλω.
– Ήθελα, γυιε μου, να σε μάθω και λίγα γράμματα, είπεν εις αυτόν η καλή γραία· αλλ' ας τ' αφήσωμ' αυτά για παραπέρα. Τώρα πρέπει να πιάσης απάνω σου λίγο κρέας, για να μη μου . . .
Δεν κατώρθωσε να περάνη την φράσιν της· την έπνιξαν οι λυγμοί, και απεχαιρέτισε τον ανεψιόν, σπογγίζουσα τους καταπεπονημένους εκ των δακρύων οφθαλμούς της.
Β'
Ήτο λοιπόν ο Γεώργης μελαγχολικός την παραμονήν της 1 Ιανουαρίου 186., διότι ενθυμείτο τα παλαιά του· την παιδικήν ηλικίαν του, την πατρικήν του καλύβην εν Κορίνθω, τον αδικοθάνατον πατέρα του, όστις του έδιδε πάντοτε αυτήν την ημέραν την ευχήν του κ' έν ζεύγος καινουργών σανδαλίων, την αγαπητήν του μητέρα, ήτις τον εφίλει . . τον εφίλει την πρωτοχρονιάν, και τον έσφιγγεν εις τας αγκάλας της λέγουσα·
– Να μου ζήσης παιδί μου! να μου ζήσης πολύ πολύ, και να μου κλείσουν τα χεράκια σου τα μάτια μου.
Δεν την ήκουσεν ο Θεός την πτωχήν· του Γεώργη της τα χεράκια εκαθάριζαν τα λασπωμένα υποδήματα των Αθηναίων, ότε εκείνη απέθνησκεν.
Ενθυμείτο ακόμη τας μικράς του αδελφάς, μικροτέρας αυτού, τας οποίας συνώδευεν εις την εκκλησίαν, από βαθέος όρθρου του νέου έτους, και ων εκάστην εφίλευεν επιστρέφων ανά μίαν κουλούραν, ην ηγόραζεν εκ των ολίγων φιλοδωρημάτων, άτινα είχε συλλέξει προ μιας εβδομάδος, ψάλλων τα χριστούγεννα εις τους συγγενείς.
Ενθυμείτο τέλος – και αυτή ήτο η νεωτάτη του λύπη – την γραίαν θείαν του, ήτις από δέκα ήδη ημερών κατέκειτο ασθενής εν τω νοσοκομείω.
Εσπέραν τινά βροχεράν του χειμώνος την έστειλεν η διευθύντρια να συνοδεύση μίαν των μαθητριών, και η ασθενής γραία επανήλθεν εις το σχολείον πυρέσσουσα.
Τις είχεν όρεξιν και καιρόν και τόπον να την νοσηλεύση! Την έστειλαν εις το νοσοκομείον. Τι να την κάμουν;
Ο Γεώργης ενθυμήθη, ότι είχε τρεις ημέρας να την ιδή την θειάν Βαγγελήν, και λαβών άδειαν μιας ώρας παρά των κυρίων του έδραμεν εις το νοσοκομείον. Ήθελε να ευχηθή περαστικά και καλόν τον νέον χρόνου εις την αγαθήν γραίαν, ησθάνετο δε ο έρημος παις και την ανάγκην θερμών τινων φιλημάτωυ, εξ εκείνων άτινα τόσον εδαψίλευεν εις αυτόν η θεία του.
Τι άλλο είχε πλέον να του ενθυμίζη του πατέρα, την μητέρα και τας αδελφάς του, ή τα φιλήματα και τας θωπείας της γραίας;
Γ'
Αλλ' η νυξ της παραμονής παρήλθεν ολόκληρος, και ο Γεώργης δεν επέστρεψεν εις τον οίκον των κυρίων του.
– Τι να έγεινεν αυτό το παιδί; ηρώτα ο αυθέντης του. Και η κυρία, δύσπιστος και καχύποπτος γυνή, απήντα·
– Πού ξεύρεις πού θα παραλύη. Εις όλα τα καφενεία παίζουν απόψε χαρτιά. Κάπου θα παίζη. Δεν εκύτταξα να μη μας λείπη και τίποτε.
Ο μικρός του υπηρέτης δεν έπαιζε.
Διά των ολίγων δεκαλέπτων, άτινα εκροτάλιζον εν τω θυλακίω του, είχεν αγοράσει καραμέλλας διά την θείαν του – ήξευρεν ότι έκαμνον καλόν εις τον βήχα, και η γραία έβηχε τόσον άσχημα, – και τας έφερεν ασθμαίνων εις το νοσοκομείον.
Κατηυθύνθη εις την αίθουσαν, όπου ήξευρεν ότι έκεικτο η γραία, και μόλις είχε πνοήν να ερωτήση την νοσοκόμον, ην συνήντησε προ της θύρας.
– Πώς είνε;
– Καλά που ήλθες, απήντησεν εκείνη. Η θειά σου εβάρυνε. Όλη την ήμερα σ' εζητούσε. Τώρα. . . .
Ο Γεώργης δεν ήκουσεν άλλο. Ίστατο ήδη άναυδος και τρέμων προ της κλίνης της κυρά Βαγγέλης, ήτις τον εθεώρει μεν διά βλέμματος απλανούς, αλλά δεν τον έβλεπε.
– Εγώ είμαι, θείτσα μου, Ο Γεώργης. Δεν είσαι καλλίτερα; . . . Καλλίτερα είσαι· δεν βήχεις διόλου.
Και κατεφίλει δακρύων την κρεμαμένην έξω της κλίνης λιπόσαρκον χείρα της.
Αληθώς η γραία δεν έβηχε πλέον, διότι . . . εψυχορράγει.
Αίφνης, ωσανεί τα καταλειβόμενα δάκρυα του παιδός μετέδωκαν εσχάτην τινά θέρμην εις την αποψυχομένην καρδίαν της, το βλέμμα της ανεζωογονήθη, και η νεκρουμένη χειρ αυτής έσφιγξεν ισχυρώς την μικράν χείρα του ορφανού.
– Καλό 'ς το! είπεν ασθενώς· καλό 'ς το!
Και λαβούσα υπό το προσκεφάλαιόν της μικράν δέσμην παλαιών και κιτρινισμένων χαρτίων, τυλιγμένων εις μελανήν μετάξινην κλωστήν.
– Παρ' τ' αυτά προσέθηκε, και φύλαξ 'τα, . . . είνε του παππού σου. Να μάθης γράμματα . . . να τα διαβάσης μόνος σου.
Και η τελευταία της γραίας πνοή εσφράγισε το πρωτοχρονιάτικον σωρόν της.
Δ'
Την επομένην πρωίαν ο Γεώργης έφερεν εις τον κύριόν του τα υποδήματά του, ενώ εσπόγγιζε συνάμα διά της παλάμης του τους ερυθρούς εκ των δακρύων οφθαλμούς αυτού.
– Πού ήσουν χθες όλην την νύκτα; ηρώτησεν αποτόμως ο κ. Λευκόπουλος.
Και προσέθηκεν ευθύς, βλέπων την ηλλοιωμένην μορφήν του παιδός.
– Διατί κλαις;
– Ήμουν εις το νοσοκομείον, αυθέντη, απήντησε δειλός ο μικρός υπηρέτης, που . . . πέθανε η θεια μου.
– Καϋμένο παιδί!
Και πλησιάσας ο κύριος του εθώπευσε πατρικώς την κεφαλήν του παιδός.
Ήτο αγαθός ανήρ ο αυθέντης του Γεώργη, και ο Γεώργης το ησθάνθη την στιγμήν εκείνην. Του εφάνη, δεν ηξεύρω πώς, ότι η χειρ του πατρός του κατήρχετο αοράτως επί της κεφαλής αυτού και τον εθώπευεν. Η καρδία του εσκίρτησεν εξ αγάπης και ευγνωμοσύνης, και θαρρήσας ανέβλεψε προς τον κύριόν του και τω είπεν·
– Αυθέντη,. . . . ήθελα να σας ζητήσω μίαν χάριν.
– Τι θέλεις, παιδί μου;
– Μα μη μου δίδετε μισθόν . . .
– Πώς; χάρισμα θα με δουλεύης; Δεν γίνεται.
– Ήθελα να πάγω εις το σχολείον,. . . . να μάθω γράμματα,. . . . και να υπηρετώ, όταν ήμαι εύκαιρος.
– Να μάθης γράμματα; Ας ήνε. Πώς σου ήλθε αυτή η ιδέα;
– Θέλω να διαβάσω κάτι χαρτιά που μου εχάρισε χθες η καϋμένη η θειά μου.
– Τι χαρτιά; φέρε τα να σου τα διαβάσω εγώ.
Ο παις έστη επί στιγμήν αμήχανος.
Να αρνηθή εις τον αυθέντην του, όστις του έδιδεν άρτον;
Να λησμονήση την ρητήν παραγγελίαν της θνησκούσης θείας του; – Αυθέντη, είπε τέλος, η θειά μου μου παράγγειλε να τα διαβάσω μοναχός μου.
Ο κ. Λευκόπουλος ητένισε βαθύ βλέμμα επί την μορφήν του μικρού υπηρέτου του, και τω είπεν ευμενώς·
– Καλά σου παρήγγειλε. Να πας εις το σχολείον, παιδί μου, . . . . να πας.