Kitabı oku: «Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος», sayfa 20
ΙΗ'
Εν Αθήναις τη 24 Φεβρουαρίου 1880.
Τι κόσμος! τι θόρυβος! τι οχλοβοή! Τι πλήθος συνωθουμένων εις τους δρόμους! Πόσοι και ποίοι μετημφιεσμένοι! Πόσαι και ποίαι φωναί, και πόσος πάταγος, και πόσα συρίγματα, και πόσος κονιορτός! – Και κονιορτός; – Και κονιορτός, αγαπητή μου, μ' όλην την προ τριών ημερών βροχήν, ήτις είχεν απελπίσει τους Αθηναίους, βλέποντας πνιγομένην σχεδόν εντός του πηλού την από των Κρονίων προσδοκωμένην διασκέδασίν των.
Προ μικρού μόλις επέστρεψα παραζαλισμένη και κεφαλαλγούσα εις την οικίαν μου, αφού επί δύο σχεδόν ολoκλήρους ώρας περιήλθον την οδόν Αιόλου από της πλατείας της Ομονοίας μέχρι της μακαρία τη λέξει Ωραίας Ελλάδος, και εκείθεν την οδόν Ερμού μέχρι της πλατείας του Συντάγματος, και εκείθεν την οδόν Σταδίου μέχρι του Σολωνείου, και εκείθεν πάλιν την οδόν Αιόλου, και πάλιν την οδόν Ερμού, και καθεξής και καθεξής, ως έλεγεν ο μακαρίτης Ασώπιος. Το τι επατήθην κατ' αυτήν μου την περιήγησιν, το τι διεσκέδασα, και εξεκωφάθην, και εγέλασα, και . . . . αηδίασα, δεν περιγράφεται. Φαντάσου, . . πλην είνε αδύνατον να φαντασθής. Έπρεπε να ήτο μαζή μου προ ολίγων ωρών, να πάθης ό,τι έπαθα, να ιδής ό,τι είδα, να ακούσης ό,τι ήκουσα, διά να συλλάβης αμυδράν τινα ιδέαν της διασκεδάσεως, την οποίαν απήλαυσεν η αθηναία φίλη σου κατά τας εφετεινάς απόκρεω. Θα προσπαθήσω μολοντούτο να σου μεταδώσω ατελώς τας εντυπώσεις μου, διότι τας έχω νωπάς ακόμη, και μη με συνερισθής, αν σου γράψω άτακτα και συγκεχυμένα, διότι συγκεχυμένον και άτακτον είνε εις την κεφαλήν μου ό,τι ούτε τάξιν ηδύνατο να έχη, πολύ φυσικώς, ούτε ειρμόν, ούτε μέθοδον.
Εν πρώτοις και προ πάντων γενική και όχι λίαν ευχάριστος εντύπωσις των Κρονίων της σημερινής Κυριακής είνε δι' εμέ η παντελής σχεδόν έλλειψις ευφυών μεταμφιέσεων. Εκτός δύο ωραίων εξαιρέσεων, τας οποίας θ' απαντήσωμεν μετ' ολίγον, το πολύ και αμέτρητον πλήθος των εφετεινών ειδώλων περιελάμβανε μεταμφιεσμένους κοινούς, ουδέν παριστάνοντας, ουδέν λέγοντας, νομίσαντας δε, φαίνεται, ότι αρκετή διασκέδασις ήτο και δι' αυτούς και διά το θεώμενον πλήθος, να φορέσουν έν ενοικιασμένον domino, κατά το μάλλον ή ήττον κομψόν και καθάριον, να ακριβοπληρώσωσι μίαν άμαξαν, και να περιέρχωνται ούτω τας λεωφόρους σκορπίζοντες φασόλια κατά του πλήθους – η σπατάλη των δεν προέβη μέχρι κουφέτων – ή μοιράζοντες τυπωμένην την ευφυίαν των δι' επισκεπτηρίων φερόντων την φράσιν· «Μ. Rigolopulo et Cie· Να μας γράφετε», και ακούοντες κύκλω του τα πλήθη φωνούντα εν χορώ την φράσω του συρμούΚόφ' το! Κόφ' το! Μη μ' ερωτάς επί του παρόντος, τι σημαίνει η περίεργος αύτη φράσις, την οποίαν, μιμούμενον τους παρισινούς, καθιέρωσεν εφέτος το αθηναϊκόν κοινόν. Θα την ακούσωμευ μετ' ολίγον εντονωτέραν, και τότε θα σου την εξηγήσω.
Αν θέλης δος μου τώρα διανοητικώς τον βραχίονά σου, και πηγαίνωμεν προς στιγμήν ν' αναμιχθώμεν εις το ρεύμα του πλήθους, όπερ φέρεται πυκνόν από της πλατείας της Ομονοίας προς την οδόν του Αιόλου. Προσοχή μη μας πατήσουν, ή μη πατήσωμεν ημείς κανέν εκ των απειραρίθμων νηπίων, τα οποία σύρουσι κατόπιν των αι φιλόστοργοι αυτών μητέρες διά να τα διασκεδάσωσι.
Περιττόν, υποθέτω, να σταθώμεν ενώπιον του μικρού αυτού θεατριδίου, το οποίον περικλείει ολόκληρον μία και μόνη ρυπαρά σινδών, και εις του οποίου την ανοικτήν θυρίδα κινούνται ένθεν κακείθεν δυο τρεις πλαγγόνες, συνδιαλεγόμεναι ακατανόητα διά του στόματος του κινούντος αυτάς θεατρώνου. Είνε τόσον αδέξιαι, ώστε ουδέ να δαρώσι καν προσηκόντως δεν κατορθόνουσιν. Ας προχωρήσωμεν. Α! Ιδού ευθύς έν κάρρον, του οποίου οι κάτοικοι διασκεδάζουσιν αναντιρρήτως, αδιαφορούντες αν διασκεδάζουν και οι θεαταί των. Ηλείφθησαν προχείρως ό,τι χρώμα είχε πρόχειρον ο γείτων των βαφεύς, άλλος κυανούν, άλλος ερυθρόν, άλλος κίτρινον, και άλλος ολιγαρκέστερος ολίγην ασβόλην από της εστίας του. Εφόρεσαν ό,τι εύρον· οι μεν το πάπλωμά των, οι δε των συζύγων των τα φορέματα, άλλοι πίλους υψηλούς, και άλλοι σπυρίδας ανεστραμμένας. Έζευξαν εις το ταραχώδες των άρμα έν έτι άλογον περιπλέον, εκάθισαν επ' αυτού ένα των σύντροφον, όστις σοβαρός και ατάραχος επιδεικνύει τας μέχρι μηρού γυμνάς και κιτρινοβαφείς ρωμαλέας του κνήμας, και αφού δι' ολίγων οκάδων ρητινίτου εκανόνισαν προσηκόντως την ψυχικήν των διάθεσιν, εκίνησαν θριαμβευτικοί, άδοντες και αλαλάζοντες, ουδόλως δε ανησυχούντες περί του παρισταμένου πλήθους, όπερ ουδέ να κυττάξωσι καν καταδέχονται. Δεν ειξεύρω διατί, αλλά μ' αρέσκουσιν οι μιλτοπάρειοι αυτοί αρματηλάται. Ουδέν εμπαίζουσιν, ουδ' έχουσι την αξίωσιν να εμπαίξωσι. Διασκεδάζουσι μόνον, διότι τούτο και μόνον ηθέλησαν, και εννοούσι τας Απόκρεω κατά την αληθή και φυσικήν αυτών σημασίαν, απαράλλακτα όπως εννόουν τα Κρόνια του οι παλαιοί Ρωμαίοι. Τους προτιμώ μυριάκις των ανόστων δομινοφόρων, δι' ων ο αύξων πολιτισμός του ελληνικού και η ξενική μίμησις αντικατέστησαν σήμερον τους παλαιοτέρους μακηδόνους, τους κουδουνάτους, τους διαβόλους, τους ψαράδες και τους τουρκαλάδες.
Ολίγον περαιτέρω, επί της πλατείας της Τραπέζης, παίζουσι τα πασίγνωστα ρόπαλα. Τα γνωρίζεις βεβαίως εν πάση αυτών τη αηδία και ρυπαρότητι, ώστε περιττόν είνε να σταματήσωμεν. Non guarda e passa· ας ρίψωμεν δε μόνον, αν θέλης, μίαν δεκάραν εις τον τενεκέν του θεατρώνου. Παρέκει προφαίνεται από της παρόδου των Αγίων Θεοδώρων το γεγηρακός ήδη αλλά παραδόξως ανανεωθέν εφέτος Γαϊτανάκι. Κερδοσκοπική και αυτή μεταμφίεσις, ως τα ρόπαλα και το διά πλαγγόνων θέατρον, άτινα προ μικρού απηντήσαμεν. Διαφέρει δε μόνον κατά τούτο εκείνων, ότι οι θιασώται του είνε εφέτος καθαριώτερον και ευπρεπέστερον ενδυμένοι, μολονότι τα λευκά σανδάλια των κυριών των, όσον ευρείας και αν έχωσι τας διαστάσεις, υποφέρουσι τα πάνδεινα υπό των έτι ευρυτέρων ποδών τους οποίους περικλείουσι.
Δόξα τω Θεώ! Ιδού και είς ευφυής μασκαράς. Είνε αψόγως ενδεδυμένος μελανήν αναξυρίδα και μελανόν επενδύτην, κομβωμένον μέχρι πώγωνος, φορεί υψηλά μέχρι γονάτων υποδήματα, φέρει πτερνιστήρας ηχηρούς και μεγάλους, και κρατεί μάστιγα. Έχει το ήθος αύταρκες και το βήμα βαρύ, πάλλει δε την μάστιγά του, ως άνθρωπος έτοιμος να μαστίση τον πρώτον, ούτινος ήθελε τον δυσαρεστήσει το ήθος. Αντί παντός προσωπείου, καλύπτει την κεφαλήν αυτού ολόκληρον ωραία και επιτυχεστάτη όνου κεφαλή. Μαντεύεις βεβαίως, τι ήθελε να σατυρίση· πολύ φοβούμαι όμως, μη το μαντεύσωσι και άλλοι εντός ολίγου, και ο τολμηρός σατυριστής επιστρέψη εις την οικίαν του μώλωπας φέρων πολλούς από τινός αρειμανίου χειρός και μετάνοιαν πλείονα της τόλμης του.
Ας προχωρώμεν εν τούτοις, καταστέλλουσαι όσον δυνατόν την περιέργειάν μας, διότι το πλήθος είνε πυκνόν, και το ρεύμα του δεν επιτρέπει ανέτους παρατηρήσεις. Άλλως τε και δεν έχομεν τι περίεργον να παρατηρήσωμεν. Ούτε ο νεανίσκος αυτός, όστις θέλει δήθεν να σατυρίση τους γυναικείους συρμούς, και περιεβλήθη προς τούτο παν δυνατόν και ακατονόμαστον ράκος· ούτε οι εφ' αμάξης εκείνοι δύο, οίτινες έκρυψαν τας μικράς των κεφαλάς εντός μεγαλειτέρων εκ ναστοχάρτου, τας οποίας αναγκάζονται να υποκρατώσι διά των χειρών των· ούτε ο μείραξ αυτός, όστις εφόρεσε πορφυρούν επώμιον και πορφυράν φενάκην και διευθύνει μόνος του το κομψόν του αμάξιον, είνε θεάματα παρατηρήσεως άξια. Ας κάμψωμεν λοιπόν την γωνίαν της Ωραίας Ελλάδος, και ας τραπώμεν την οδόν Ερμού.
Πλήθος συμπαγές, εντός του οποίον μόλις κατορθόνει να κινήται η δεξιά πάντοτε βαίνουσα σειρά των αμαξών, εξώσται πλήρεις περιέργων, αλλ' ουδ' είς σχεδόν μετημφιεσμένος, εκτός των εποχουμένων δομινοφόρων. Αδύνατον να στραφώμεν προς τα οπίσω· ας αφήσωμεν να μας κινή το ρεύμα.
Α! τέλος πάντων ας αναπνεύσωμεν! εφθάσαμεν εις την πλατείαν του Συντάγματος. Εδώ ημπορούμεν κάπως να κινηθώμεν και μόναι μας. Ημπορούμεν δε και να σταθώμεν εις καμμίαν γωνίαν, διά ν' απολαύσωμεν την χαριτωμένην θέαν του θαυμασίου αυτού επικηδείου ρήτορος, όστις οτέ μεν εν περιπαθεί κατανύξει οτέ δε μετά ζωηρού ενθουσιασμού εκφωνεί επικήδειον λόγον εις τεθνεώτα . . . . όνον, τον οποίον σύρει μεθ' εαυτού εντός κάρρου, και εξαίρει τας πολυειδείς του μακαρίτου υπηρεσίας προς την πατρίδα. Σημείωσε και αυτόν ως δεύτερον ευφυά μετημφιεσμένον, και ας προχωρήσωμεν προς την οδόν Σταδίου.
Τι είνε αυτοί; Φουστανελλοφόροι αρειμανείς, πάλλοντες τα κυρτά των ξίφη, στρήφοντες τον μύστακά των, και περικυκλούντες εν αλαλαγμώ τον αρχηγόν αυτών, όστις ιππεύων σοβαρώτατον όνον και ανέτως επί μαλακών προσκεφαλαίων αναπαυόμενος, αρκείται καπνίζων την καπνοσύριγγά του εν πλήρει ψυχική γαλήνη. Τίνα εκστρατείαν άρα γε παρωδεί η κωμική αυτή πομπή; Το παριστάμενον πλήθος φαίνεται κατενθουσιασμένον. Φωνάζει, επευφημεί, κροτεί τας χείρας, και κραυγάζει μετά παραφοράς την φράσιν του συρμού: Κόφ' το! Κόφ' το!
Αλλά τι λοιπόν σημαίνει η παράδοξος αυτή φράσις; Ουδέν άλλο ή: Αρκεί! Φθάνει! Αρμόζει δεν αρμόζει, ο λαός υποδέχεται δι' αυτής και συνοδεύει πάντα παρερχόμενον μετημφιεσμένον και ιδίως τους κομψούς δομινοφόρους των αμαξών, προς τους οποίους, μα την αλήθειαν, δεν φαίνεται αδίκως αποτεινομένη η κραυγή του πλήθους. Είνε τόσον άνοστοι! τόσον άνοστοι! . . . Αν δε θέλης να μάθης και πόθεν η καταγωγή του Κόφ' το, λυπούμαι μη δυναμένη να σου μεταδώσω ακριβές τι και οριστικόν. Συζήτησις γίνεται μεγάλη τας ημέρας αυτάς εν Αθήναις, γνώμαι συγκρούονται πολλαί περί της φύτρας και ρίζης του πράγματος, λογομαχία αυτόχρημα βυζαντηνή ανεπτύχθη μεταξύ των αρμοδίων, αλλά δεν κατωρθώθη έτι να διαλευκανθή, ως λέγουσιν οι φιλόλογοι, το ζήτημα. Πιθανώτατον φαίνεται, ότι αφορμήν έδωκε πρώτην εις το Κόφ' το γηραιός τις εφημεριδοπώλης, αγαπών υπερβολικά τα πνευματώδη ποτά, και σταματών συχνά πυκνά προς της θύρας των οινοπωλείον, ίνα δροσίζη τον κουραζόμενον λάρυγγά του δι' αλλεπαλλήλων ρακοποτίων. Τα ζιζάνια των οδών, άτινα εβαπτίσθησαν προσφάτως επί το ποιητικώτερον υποδηματοσμήκται, – οι άλλως αμαθέστερον και ευνοητότερον λούστροι καλούμενοι, – ήρχισαν φωνούντα Κόφ' το εις τον δυστυχή εφημεριδοπώλην, και εκ τούτου η φράσις. Άλλοι, ως προείπον, λέγουσιν άλλα· αλλ' ημείς και αι δύο είμεθα απερίεργοι, και δεν ανησυχούμεν, εννοείται, πολύ προς την τύρβην των πολυπραγμονούντων, εις τους οποίους πολύ φοβούμαι, ότι πρέπει επί τέλους, αρμοδιώτατα αυτήν την φοράν, να φωνήση τις Κόφ 'το.
ΙΘ'
Εν Αθήναις τη 2 Μαρτίου 1880.
Είνε σήμερον η τελευταία Κυριακή των Απόκρεω, και η πόλις ολόκληρος, μεταμφιεσθείσα σύσσωμος από της χθες εσπέρας . . . καλύπτεται σήμερον διά παχείας χιόνος. Μετημφιέσθη, βλέπεις, η πόλις αντί των κατοίκων της, οι δε κάτοικοί της θρηνούσι και ολοφύρονται και κόπτονται και βλασφημούσι, διότι ο καιρός εχάλασε τας διασκεδάσεις των.
Αν ανήκον εις τους ευλαβείς εκείνους και θεοσεβεστάτους θεολόγους, οίτινες προτείνουσι να κρεμασθή ο καθηγητής Ζωχιός, διότι αναπτύσσει τας θεωρίας του Δαρβίνου από της πανεπιστημιακής καθέδρας, και τον πρόσφατον θάνατον χρηστού ανδρός απέδωκαν εις οργήν του θεού, τιμωρήσαντος δήθεν τον υποστηρίζοντα την διάλυσιν των μοναστηριακών κηφηνείων, θα απέδιδα και εγώ τον αιφνίδιον αυτόν χειμώνα εις οργήν θεϊκήν, τιμωρούσαν επί τη παραλυσία των τους από ενός ήδη και ημίσεος μηνός διασκεδάζοντας και μη χορτάσαντας ακόμη Αθηναίους. Αν ήμην μετεωρολόγος, θα έλεγον το πράγμα φυσικόν και προσδοκώμενον, συνδυάζουσα, εννοείται, το βαρόμετρον και τα μετεωρολογικά τηλεγραφήματα, τα ρεύματα των άνω και κάτω στρωμάτων της ατμοσφαίρας, και δεν ηξεύρω πόσα άλλα πράγματα ακόμη. Αλλ' ουδέν εκ τούτων είμαι, και αρκούμαι επομένως οδυρομένη και εγώ διά τον αιφνίδιον αυτόν και φοβερόν χειμώνα, όστις μας περιετύλιξε διά μιας εις σινδόνα λευκήν, και εσαβάνωσεν ούτως ειπείν τας εφετεινάς απόκρεω, πριν ακόμη ξεψυχήσωσι.
Παράδοξος βεβαίως θα σου φανή η αρχή της επιστολής μου, και απροσδόκητος η αγγελία της πέμπτης και έκτης εκδόσεως χιόνος, την οποίαν εδημοσίευσεν αναχωρών ο Φεβρουάριος. Τι θα ειπής όμως, όταν μάθης ότι εντός μιας και μόνης εβδομάδος είχαμεν όλα τα είδη των καιρών, αιθρίαν και ήλιον, άνεμον και βροχήν, χιόνα και πάγους;
Την παρελθούσαν Κυριακήν χαρά θεού, ως λέγει ο λαός· ήλιος λάμπων και θερμαίνων, ουρανός αθηναϊκός, και πλήθος φαιδρόν εις τους δρόμους. Την Δευτέραν άνεμος φοβερός, και την νύκτα θύελλα αληθινή, αναρπάζουσα τας καπνοδόχας των οικιών, εκριζούσα δένδρα και αναποδογυρίζουσα τας κεράμους των ορόφων. Την Τρίτην . . . αλλοίμονον εις όσους εξήλθον της οικίας των! Οι πίλοι των ίπταντο επί πτερύγων του βορρά ως φύλλα φθινοπώρου, αι ράβδοι των εκυλίοντο εις τας οδούς ως κάρφη αχύρων, αι κνήμαι των απέμενον αδρανείς εν μέσω του πεζοδρομίου, και η αναπνοή των εκόπτετο ως υπό αντλίαν πνευματικήν. Την τετάρτην και την πέμπτην ημέραι πάλιν φωτειναί και χλιαραί, ημέραι έαρος, μεταγγίσασαι τας Αθήνας ολοκλήρους εις τας εξοχάς των περιχώρων και τους αγρούς, όπου τρυφερός εσείετο ο νεογενής χόρτος υπό την μαλακήν πνοήν ανεπαισθήτου αύρας. Έλεγέ τις ότι ο Μάιος, ωφελούμενος από τας Απόκρεω, περιεφέρετο incognito εις την χλοεράν πεδιάδα, όπου ευφυείς τινες ανεμώναι τον εννόησαν και προέκυψαν πρώιμοι εις προϋπάντησίν του. Ηπατάτο όμως όστις το έλεγεν. Ήτο ο Φεβρουάριος, ο ελεεινός και δύστροπος Κουτσοφλέβαρος του λαού, όστις εμασκαρεύετο και αυτός προσωρινώς και υπεκρίνετο τον Μάιον, αλλ' έμενεν όμως πάντοτε κατά βάθος ο παροιμιακός μην του ψύχους και του βορρά. Την ιδίαν ευθύς εσπέραν μας έφερε βροχήν παγετώδη, και την επομένην πρωίαν ελαφραί χιόνος νιφάδες απεπειρώντο να στρώσωσι λευκάς των οικιών μας τας στέγας. Δεν το κατώρθωσαν την ημέραν εκείνην, αλλά το κατώρθωσαν όμως την επομένην, καθ' ην ο ορίζων των Αθηνών μετεβλήθη διά μιας εις ορίζοντα του Βερολίνου, και το θερμόμετρον κατέβη εις 6 βαθμούς υπό το μηδέν, και αι μύται μας εκοκκίνησαν ως μήκωνες ανθηραί. Σήμερον τέλος εξυπνήσαμεν, και αι Αθήναι είχον την όψιν πλακούντος αφρώδους, εκ των ωραίων εκείνων, τους οποίους, ενθυμείσαι, τόσον λαιμάργως άλλοτε κατεπίναμεν εις Αϊδελβέργην. Μιας σπιθαμής, – ακούεις; – μιας σπιθαμής είχε πάχος η χιών· και καθ' ην ώραν σου γράφω,
εν πέντε σισύραις εγκεκορδυλημένη,
πίπτει πάντοτε πυκνή και αδρά, ως πίπτουσιν από τινος αι ιδέαι πυκναί και αδραί εντός του ελληνικού βουλευτηρίου, όπου θα έμαθες βέβαια εκ των εφημερίδων, οποίον ηρωικόν θόρυβον παρήγαγεν εσχάτως μία μας ομόφυλος, ανανεώσασα τας παραδόσεις της παλαιάς αγοράς, και τακτικόν συνάψασα διάλογον από των ακροατηρίων προς τους εν τη αιθούση . . . αγορεύοντας.
Φαντάζεσαι οποίαν λύπην, οποίαν αγανάκτησιν, οποίαν απόγνωσιν παρήγαγεν η παράδοξος αυτή και απευκταία του χειμώνος εμφάνισις εν τέλει των αθηναϊκών Κρονίων. Εκτός ίσως των οικοδεσποτών και των αμφιτρυώνων, οίτινες εύρον ευπρόσδεκτον αφορμήν να κλείσωσι τους οίκους των προς τον βορράν και τους . . . μετημφιεσμένους, πάντες οι άλλοι, οι θέλοντες να χορεύσωσιν, οι θέλοντες να μεταμφιεσθώσιν, οι θέλοντες να σεριανίσωσιν, οι θέλοντες να ίδωσι τέλος πάντων, είνε απαρηγόρητοι. Δεν σου λέγω το φυσούν και δεν κρυόνει, κατά την παροιμίαν, καθότι περί του τελευταίου τούτου φροντίζει ο βορράς και η χιών, αλλ' αναντιρρήτως το φυσούν και δεν ζεσταίνεται. Δεν εννοούν, πώς είνε δυνατόν να μη διασκεδάσωσι την τελευταίαν Κυριακήν των Απόκρεω, αφού διεσκέδασαν ήδη έξ άλλας Κυριακάς, και έξ άλλα Σάββατα, και έξ άλλας εβδομάδας. Και πώς διεσκέδασαν, και πώς μετημφιέσθησαν! Το γνωρίζεις ήδη αρκετά, διότι όλα μου τα γράμματα από δύο σχεδόν μηνών δεν ήσαν άλλο τίποτε ή χρονικά των αθηναϊκών διασκεδάσεων, και χρονικά ατελή – σημείωσε, – διότι εν μέσω του κατακλυσμού εκείνου της ευθυμίας και της τέρψεως, όπου επί έξ όλας εβδομάδας έπλεεν αμέριμνος η χορευτική των Αθηναίων κιβωτός, πολλάς κατ' ανάγκην ελησμόνησα εσπερίδας και πολλούς παρέλειψα χορούς. Ούτε τας ωραίας εσπερίδας της Κυρίας Σ. σου εμνημόνευσα, αίτινες ανά πάσαν Δευτέραν συνεκέντρουν εντός πολυτελεστάτων αιθουσών το άνθος του αθηναϊκού κόσμου, ούτε τας συναστροφάς της Κυρίας Δ., όπου ολίγος μεν αλλ' οικείος και εύθυμος όμιλος παρέτεινε μέχρι της τετάρτης πρωινής ώρας το ταραχώδες cotillon, ούτε άλλας μεμονωμένας και μικροτέρας νυκτερινάς ομηγύρεις, των οποίων και τώρα πλέον, – κατόπιν εορτής – θ' απέβαινε μακρά και η απλή μόνον απαρίθμησις.
Και αυτήν όμως την τελευταίαν εβδομάδα, ης αι άπληστοι Αθήναι θρηνούσι σήμερον χιονοσκεπείς την τραγικήν καταστροφήν, δεν εμείναμεν άγευστοι πλακούντων ουδέ άποτοι λεμονάδων. Πλην του ωραίου χορού της Κυρίας Λ., δι' ου φαιδρώς εωρτάσθησαν οι πρόσφατοι αρραβώνες ζεύγους νεαρού, πλην του δευτέρου χορού της εν Πειραιεί Λέσχης, όστις επέτυχεν, ως λέγεται, πολύ περισσότερον του πρώτου, η παρά τη Κυρία Ν. Σ. λαμπρά εσπερίς της παρελθούσης πέμπτης υπήρξεν αληθώς η μεγαλοπρεπεστέρα προπομπή των εφετεινών απόκρεω, και αφήκεν ανεξάλειπτον την μαγευτικήν της εντύπωσιν εις πάντων των προσκεκλημένων την μνήμην. Ούτε των ωραίων αιθουσών η πλήρης καλαισθησίας διακόσμησις, ούτε η χάρις των κυριών και των εσθήτων αυτών ο πλούτος, ούτε η περί πάντα τάξις και ευρυθμία, αίτινες εμαρτύρουν ότι τοιούτου είδους υποδοχαί ουδέν ήσαν το ασύνηθες διά τους οικοδεσπότας, ούτε το ωραίου διπλούν δείπνον και το πρωτοφανές διπλούν cotillon ήσαν τα κύρια θέλγητρα της μοναδικής εκείνης συναναστροφής. Υπέρ πάντα ταύτα επέλαμπε και εζωογόνει και εφαίδρυνε την ομήγυριν η ανέκφραστος εκείνη χάρις, ης η οικοδέσποινα κατέχει το μυστήριον, η φυσική εκείνη και εγγενής ούτως ειπείν προσήνεια του ήθους, το ανεπιτήδευτον και όμως διακεκριμένου των τρόπων, η αβρά εκείνη φιλοφροσύνη, ήτις vous met si bien a votre aise, όπως λέγουσιν οι Γάλλοι, και όπως δυστυχώς δεν δυνάμεθα να είπωμεν ημείς ακόμη ελληνιστί, στερούμενοι πιθανώς την έκφρασιν διότι στερούμεθα εν γένει και το πράγμα.
Ως προς τους μετημφιεσμένους, ή μάλλον ειπείν τους θέλοντας να μεταμφιεσθώσι, μη νομίσης ότι τους εζημίωσε και πολύ η χθεσινή και σημερινή χιών. Αν απέκλεισεν αυτούς από τον δρόμον, προς μεγίστην λύπην των κεχηναίων, οίτινες μόνον προς τον συννεφή ουρανόν δύνανται σήμερον ν' αποτείνωσι το ευφυές των Κόφ' το, ήνοιξεν όμως εις αυτούς τας οικίας, όπου εκόντες άκοντες ανοίγουσι τας θύρας του οι οικοδεσπόται προς τα χιονόπαστα στίφη, άτινα, καίτοι ριγούντα και τρέμοντα, εννοούσι να αναπτύξωσιν υπό το προσωπείον τον πενιχρόν της ευφυίας των σπόρον. Τινές μάλιστα των αμφιτρυώνων και προσεκάλουν ήδη προ ημερών τους κομψούς δομινοφόρους διά της ανεκτιμήτου ταύτης φράσεως· «Αύριον δεχόμεθα μασκαράδες. Έρχεσθε και σεις;»
Εννοείς λοιπόν τι έγεινε χθες την νύκτα, και τι θα γείνη πιθανώτατα και απόψε. Φαντάζεσαι οποία ποσότης ευφυολογίας έχει να δαπανηθή, και πόσον θα διασκεδάσουν οι συνάγοντες υπό την στέγην των τα πολύχρωμα εκείνα και πολύστομα σμήνη, άτινα εισέρχονται, τρώγουσι, πίνουσι, χορεύουσι, λέγουσιν ό,τι φθάσωσιν, εντείνοντα μέχρι κρωγμού την φωνήν των, και απέρχονται άγνωστα και κατευχαριστημένα.
Κατευχαριστημένα; Όχι πάντοτε δυστυχώς, διότι και η διασκέδασις αυτή έχει ενίοτε την σκιεράν της όψιν. Άκουσε, να γελάσης. Προ ολίγων ημερών ευάριθμος αλλά φαιδρά δομινοφόρων ομάς περιήρχετο εσπέραν τινά τας οδούς των Αθηνών ζητούσα διασκέδασιν και χορόν εις πάσαν οικίαν, της οποίας έβλεπε φωτισμένα τα παράθυρα. Τοιαύτη έτυχε την εσπέραν εκείνην και οικία τις, όπου κατώκει άλλοτε γνώριμον εις τους φίλους μας πρόσωπον. Οι εύθυμοι νυκτοπλάνητες είδον φως εις τα παράθυρα, υπέθεσαν φυσικώς ότι ο φίλος των έδιδε συναναστροφήν, και χωρίς τινος δισταγμού εζήτησαν διά του αμαξηλάτου των την άδειαν να αναβώσιν. Η άδεια, εννοείται, τοις εδόθη, και μετ' ολίγον οι μετημφιεσμένοι μας ευρίσκοντο εν μέσω ομηγύρεως κυρίων και κυριών, των οποίων . . . . παραδόξως ουδένα κατώρθωσαν ν' αναγνωρίσωσιν. Οι θορυβωδώς υποδεχθέντες αυτούς είχον άψογον την ενδυμασίαν, αλλ' ουχί εντελώς άψογον και την γλώσσαν, ουδέ τους τρόπους υπερβαλλόντως κοσμίους.
– Πού διάβολον επέσαμεν! εψιθύριζεν ο είς των δομινοφόρων.
– Πού είνε ο κύριος Λ; έλεγεν ο άλλος, και εννόει τον προ τεσσάρων μηνών μετοικήσαντα οικοδεσπότην.
– Δεν γνωρίζω ψυχήν! παρετήρει τρίτος, και πάντες έμενον βωβοί και κατάπληκτοι, ότε είς των χορευτών, ρωμαλέος και πορφυρούς την όψιν Ηρακλής, πλησιάζει εις τον παρείσακτον όμιλον, και ερωτά διά βροντώδους φωνής·
– Έχετε άδειαν;
– Βέβαια. Εζητήσαμεν άδειαν, πριν αναβούμεν.
– Καλέ άδειαν από τον οικοκύρην . . . έχετε;
– Δεν ειξεύρομεν πού είνε ο οικοκύρης· ημείς εστείλαμεν τον αμαξάν μας, και μας είπεν ότι ειμπορούμεν . . .
– Α! έτσι; πολύ καλά! Καθίσατε παρακαλώ!
Αλλά πού να καθίσουν οι φίλοι! Τα πράγματα ελάμβανον όψιν παράδοξον και ικανώς ανησυχητικήν. Ως δροσιστικά προσεφέροντο εις τους χορευτάς αμύγδαλα, πορτοκάλλια και ριζόγαλον μετά πολλής κανέλλας, η δε ορχήστρα αποτελουμένη εκ δύο ζυγιών βιολίου και μπουζουκίου ήρχισε μέλπουσα συρτόν! Ούτε ο χορός ούτε τα δροσιστικά ήσαν φαίνεται της ορέξεώς των, ενώ δε η λοιπή ομήγυρις συνεκρότει περί την αίθουσαν τον ορχηστικόν της κύκλον, οι δομινοφόροι ετρέποντο αψοφητί ως φαντάσματα προς την θύραν, και ητοιμάζοντο ήδη να διαβώσι την φλιάν, ότε κυρία τις αποσπάται του συρτού, τοποθετείται δίκην Κερβέρου προ της θύρας, και ερωτά επιχαρίτως μειδιώσα·
– Και πώς, κύριοι, έτσι θα φύγετε, χωρίς να ιδούμεν τα χρυσά σας μούτρα;
– Αλλά, κυρία μου, απαντά είς των νέων, ον είχε φαίνεται περισσότερον προσβάλει ο απρεπής του προσώπου του χαρακτηρισμός, τα μούτρα μας έχουν, βλέπετε, μουτσούναις, και ο αμαξάς μας μας είπεν, ότι είμεθα ελεύθεροι να μη ταις 'βγάλωμεν.
– Κυρ Γιάννη! φωνεί τότε η κυρία πρός τινα των χορευτών, αυτό το πράγμα δεν γίνεται! πρέπει κάποιος να βγάλη την μάσκα του.
– Έννοια σας, κυρία Ουρανία, λέγει σοβαρός προσερχόμενος ο πορφυρούς την όψιν Ηρακλής. Έννοια σας! αφήστε το πράγμα επάνω μου, και θα ιδήτε.
Στρεφόμενος δε προς τους δομινοφόρους, οίτινες πολύ πιθανώς είχον αρχίσει να οσφραίνωνται δυσάρεστα, παρατηρεί μεθ' ικανού μεγαλείου·
– Η κυρία έχει δίκαιον. Ένας τουλάχιστον από σας πρέπει να βγάλη την μάσκα του.
– Αλλά ο αμαξάς μας . . .
– Ο αμαξάς σας, ο αμαξάς σας! Πούν' τος αυτός ο αμαξάς σας;
– Νικόλα! κραυγάζει τότε στεντόρειον από της κλίμακος είς των μετημφιεσμένων, έλα γρήγορα επάνω! Και μετά στιγμήν εμφανίζεται ο Νικόλας.
– Καλό 'ς τον κυρ Νικόλα! φωνεί αίφνης, σύμπασα η ομήγυρις, και ο πορφυρούς την όψιν Ηρακλής τω προσφέρει ποτήριον οίνου.
– Τι σόι πράγμα είν' αυτοί οι λεβέντες; τον ερωτά.
– Καλά παιδιά, κυρ Γιάννη! 'Σ την υγειά σας, αδέλφια, και ο θεός 'ς το καλό!
– Α έτσι; Πολύ καλά, κύριοι! Ευχαριστούμεν και να μας συγχωρήτε!
Οι φίλοι κατέβησαν, εννοείται, τας βαθμίδας ανά δύο, δεν αναφέρει δε η ιστορία αν εξηκολούθησαν την νυκτερινήν αυτών εκδρομήν.
Μαντεύεις τι είχε συμβή; Ο μάγειρος του οικοδεσπότου, λαβών παρά του κυρίου του την άδειαν, είχε συγκαλέσει εν τη κενή οικία τους συναδέλφους και φίλους του εις χορόν. Τα λοιπά εξηγούνται.
Η χιών έπαυσε να πίπτη καθ' ην ώραν κλείω την επιστολήν μου. Ανοίγω το παράθυρόν μου, και βλέπω σχεδόν αίθριον τον ουρανόν. Φαντάσου, αν αύριον είνε ωραία ημέρα! Ας χαίρουν τα Κούλουμα και το Φάληρον.