Kitabı oku: «Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος», sayfa 21
Κ'
Εν Αθήναις, τη 9 Μαρτίου 1880.
Δόξα τω θεώ και προσκύνημα τω Κυρίω των Δυνάμεων, ότι μας απήλλαξε τέλος πάντων της φοβεράς βασάνου, ήτις ονομάζεται ενδυμασία προς χορόν, της έτι φοβερωτέρας, ήτις ονομάζεται χορός, και της φοβερωτάτης πασών, ήτις ονομάζεται αγρυπνία μέχρι πρωίας και cotillon διαρκούν τέσσαρας ώρας.
Ησυχάσαμεν επί τέλους, αγαπητή μου φίλη, και δυνάμεθα τώρα εν πάση ανέσει, διά μετανοιών και χαβιαροφαγίας, να καθαρισθώμεν από πάσης χορευτικής αμαρτίας και να αποπλύνωμεν πάντα τα από των απόκρεω και των μεταμφιέσεων κρίματα ημών. Θα το κάμωμεν όμως άρα γε; Ή τουλάχιστον θα το κάμωμεν όλαι; Αμφιβάλλω πολύ· και θ' αμφιβάλης και συ μαζή μου, όταν μάθης, ότι χθες ακόμη, σάββατον μόλις της πρώτης εβδομάδος της τεσσαρακοστής, εχόρευον – όχι εγώ, θεός φυλάξη! – αλλά πολλαί φίλαι μας . . . . μέχρις της τρίτης μετά το μεσονύκτιον. Και πώς λοιπόν! θ' αναφωνήσης βέβαια· δεν εχόρτασαν επί δύο ήδη μήνας sandwichs και λεμονάδας; δεν εκουράσθησαν οι πόδες των; δεν εβαρύνθησαν οι ρώθωνές των ροφώντες καπνόν κηρίων και κονιορτόν; δεν εβαρύνθησαν αι γλώσσαι των ομιλούσαι μεταξύ δύο αντιχόρων περί βροχής και ηλίου, περί χειμώνος και αιθρίας, περί υπουργικής κρίσεως και Κωστοπούλου, περί της οδού Πατησίων και του ελληνικού ζητήματος; Όχι, αγαπητή μου! ούτε εκουράσθησαν, ούτε εβαρύνθησαν. Απόδειξις δε τούτου το φοβερόν χθεσινόν πραξικόπημα, το οποίον, ως μανθάνω, πρόκειται να επακολουθήσωσι και άλλα όμοια εντός ολίγου. Δεν ηξεύρω, αν ο κόσμος εν γένει ελωλάθη εφέτος, ή εγώ παραδόξως πρεσβυτίζω. Το βέβαιον όμως είνε, ότι η μανία των διασκεδάσεων, των εσπερίδων και των χορών δεν εξεθύμανεν ακόμη, μ' όλον το δυσάρεστον douche, το οποίον έρριψε κατά των κεφαλών μας ο ανεκδιήγητος χειμών της παρελθούσης εβδομάδος. Ούτω δε, μολονότι κ' εφέτος καθ' όλους τους τύπους εωρτάσαμεν τα Κούλουμα, μολονότι, ως εμάντευον εις το τέλος της παρελθούσης μου επιστολής, ηθρίασεν αίφνης την Καθαράν Δευτέραν ο καιρός, οιονεί από σκοπού καταδεικνύων, ότι ετραχύνθη μεν ίνα κόψη τας αμαρτωλάς ημών διασκεδάσεις, εγλυκάνθη δε πάλιν εν μια νυκτί, ίνα καλέση ημάς εις πανηγυρικήν προϋπάντησιν των νηστειών και της μετανοίας, ημείς όμως ου βουλόμεθα συνιέναι, ούτε σημεία εκτιμώμεν ούτε οιωνούς, εμμένομεν δε σκληροτράχηλοι εις την παραλυσίαν, και ο θεός πλέον. . . . ελεήσαι και οικτειρήσαι ημάς. Αυτά δε περίπου έλεγε και σήμερον εν πολλή κατανύξει καλοθρεμμένος τις ιεροκήρυξ, όστις εφρόντισεν επί τέλους να μνημονεύση επιδεξίως προς τους ακροατάς του και μικρόν τι αυτού συγραμμάτιον, ορίζων συνάμα και το βιβλιοπωλείον, όπου ηδύνατο να το αγοράση ο βουλόμενος προς ψυχικήν αυτού οικοδομήν, αντί ευτελούς τιμής. Γνωρίζετε σεις αυτού, εν Παρισίοις, το είδος αυτό της Réclame, το οποίον υπερβαίνει, ως βλέπεις, παν ό,τι ομοειδές επενόησαν μέχρι τούδε οι Αμερικανοί;
Ουχ ήττον, μολονότι και νηστεύοντες χορεύομεν, μολονότι και μετανοούντες εν τεσσαρακοστή διασκεδάζομεν ως εν απόκρεω, εσπεύσαμεν όμως ως άνθρωποι κατ' εξοχήν τυπικοί ν' αποχαιρετίσωμεν δήθεν τα Κρόνια και πάσαν την πομπήν αυτών, άλλοι μεν εις τας στήλας του Ολυμπίου Διός, άλλοι δε εις το Φάληρον. Εννοείς, ότι αφότου η ακτή του νέου Φαλήρου ήρχισε να κάμνη ανταγωνισμόν εις τας στήλας του Ολυμπίου Διός, ο κόσμος των καθαυτό Κουλούμων έγεινεν αραιότερος και από έτους εις έτος ελαττούται. Μάτην ήθελέ τις και εφέτος αναζητήσει επί των γραφικών καίτοι φαλακρών λόφων, οίτινες δεσπόζουσι των οχθών του ξηρού Ιλισσού, τας ποικίλας εκείνας συστάδας των σταυροποδητί καθημένων πέριξ τρυβλίου ελαιών, κρομμύων, θριδάκων και της απαραιτήτου πλώσκας· μάτην ήθελέ τις ζητήσει τα παλαιά εκείνα και παροιμιακά όρη των στραγαλίων, άτινα έφρασσε κυκλοειδής πορτοκαλλίων παράταξις, και το απειράριθμον τάγμα των κουλουρτζήδων, πέριξ των οποίων εσκίρτων εκ χαράς των νηπίων τα ροδοπάρεια στίφη, και τους σκοροδοστεφείς βιολιστάς, και τους όπισθεν της κεφαλής των φέροντας την προσωπίδα μετημφιεσμένους, και των υπό τας στήλας του Ολυμπιείου ορχουμένων παλληκαρίων τον όμιλον, και το πυκνόν, πυκνότατον εκείνο πλήθος των θεατών, οίτινες κατέκλυζον τον πέριξ χώρον, δίκην μυρμήκων στρατιάς. Όλα εκείνα τα παλαιά, όλη εκείνη η φαιδρά αληθώς πανήγυρις, ήτις έτι τοσαύτα έτη αντείχεν επίμονος εις παν εκκλησιαστικόν ανάθεμα και πάσαν επισκοπικήν προγραφήν, παρήλθε πλέον σήμερον ανεπιστρεπτεί, και ό,τι δεν κατώρθωσεν η εκκλησία κατώρθωσεν ούτως ειπείν ο πολιτισμός. Λέγω ούτως ειπείν, διότι μετέθηκεν απλώς ό,τι μάτην εκείνη προσεπάθει να εξοντώση. Δεν γίνεται πλέον εις τας στήλας του Ολυμπίου Διός το προσκύνημα της Καθαράς Δευτέρας, αλλά γίνεται όμως από πέντε ήδη ετών εις το Φάληρον. Εις τους λόφους του Ιλισσού απέμειναν πιστοί αποδημηταί ολίγιστοι μόνον, μη πολιτισμένοι και εις τας κατωτέρας του λαού τάξεις ανήκοντες. Αυτοί μεταφέρουσιν ακόμη εκεί, ως είχον μεταφέρει την παρελθούσαν Δευτέραν, τας ελαίας των και τα σκόροδά των και τα πενιχρά των όστρεα και τον απαραίτητον ρητινίτην, και τραγουδούσιν ακόμη εύθυμοι, και χορεύουσι προς τον ήχον βραχνού τινος και παραχόρδου βιολίου. Αλλ' είνε ολίγοι δυστυχώς, ως είνε ολίγοι και οι θεαταί των. Οι πολλοί, ων η πολιτιζομένη και νεωτερίζουσα στρατιά πληθύνεται οσημέραι, καταβαίνουσιν εις το Φάληρον, όπου υπάρχει εστιατόριον της Εταιρίας του σιδηροδρόμου, όπου υπάρχει καφενείον, όπου κτίζονται μέγαρα εξοχικά, όπου δύναταί τις τέλος να περιπατήση ώρας ολοκλήρους εις διακοσίων μέτρων έκτασιν, θαυμάζων τας πασσαλοστοιχίας, ας οι φαληρισταί αποκαλούσι κήπους, το μελαγχολικόν παράπηγμα, όπερ το θέρος ονομάζεται θέατρον, και . . . . . την περίεργον ανεμαντλίαν, ήτις ως γίγαντος σκελετός αναπτύσσει προς την θαλασσίαν αύραν τας ερυθράς της πτέρυγας. Τα πολλά ταύτα και ποικίλα θέλγητρα του Φαλήρου, εις τα οποία μη λησμονήσης να προσθέσης το μέγιστον εκείνο, όπερ συνοψίζουσιν αι γαλλικαί λέξεις: voir et ê tre vu, συγκαλούσι συνήθως την Καθαράν Δευτέραν παρά τον φαληρικόν αιγιαλόν τον ούτω καλούμενον καλόν κόσμον των Αθηνών, όστις, αφού περιπατήση ώρας τινάς, και ακούση ρακένδυτόν τινα και άνιπτον ιταλόπαιδα παίζοντα διά της άρπας του την Mandolinata και την Stelle Confidente, επιστρέφει οίκαδε κατευχαριστημένος, και διηγείται την επιούσαν ότι επέρασε θαυμάσια εις το Φάληρον. Εφέτος όμως και του Φαλήρου τα Κούλουμα ήσαν πενιχρά και μέτρια. Ο κόσμος ήτο ολίγος, ίσως διότι ο άφθονος πηλός των οδών εμπόδισε τους περισσοτέρους να επιχειρήσωσι την από της οικίας των εις τον σιδηροδρομικόν σταθμόν οδοιπορίαν, πολύ μακροτέραν και δυσαρεστοτέραν της από του σταθμού εις το Φάληρον· το δε εστιατόριον του σιδηροδρόμου ήτο κλειστόν, διότι πιθανώς η χιών της προτεραίας είχε παγώσει τους κερδοσκοπικούς υπολογισμούς του ξενοδόχου. Ούτω πάσαι αι διασκεδάσεις, τας οποίας προ μικρού ανέφερα, έγειναν μεν, αλλ' έγειναν κατά πολύ μικροτέρας διαστάσεις, και ως greatest attraction της ημέρας έμεινεν η ανεμαντλία του σιδηροδρόμου, ήτις αντικατέστησεν από τινων μηνών το δυστυχές ονάριον, ούτινος οι αφιλοκερδείς αγώνες επότιζον άλλοτε τον κήπον της Εταιρείας.
Θέλεις τώρα και έν νέον; Έφθασε προχθές ο ιταλικός μελοδραματικός θίασος, όστις πρόκειται να τέρψη τα αθηναϊκά ώτα κατά την τεσσαρακοστήν από της σκηνής του χειμερινού θεάτρου. Λέγεται δε ήδη περί αυτού ότι η πρώτη κυρία είνε . . . . πολύ ωραία. Συ θα ερωτήσης ίσως, αν τραγουδεί εύμορφα. Περί τούτου ουδείς έγεινε λόγος μέχρι τούδε υπό του φιλομούσου κοινού.
Α! αλήθεια· ολίγου δειν να λησμονήσω και έν άλλο νέον. Έπεσε το Υπουργείον.
ΠΤΩΧΕΙΑ ΚΑΙ ΠΛΟΥΤΟΣ,
ΛΙΤΟΤΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΥΤΕΛΕΙΑ11
Ο αναγινώσκων τας τέσσαρας ταύτας λέξεις της επιγραφής της προκειμένης μελέτης θέλει κατά πάσαν πιθανότητα συνάψει αυτάς φυσικώς και κατά τάξιν ανά δύο, την μεν πτωχείαν μετά της λιτότητος, την πολυτέλειαν δε μετά του πλούτου. Σκεπτόμενος βεβαίως κατά λογικωτάτην ακρίβειαν, ότι οι νεοφανείς ασπάραγοι τιμώνται τριών δραχμών κατά δέσμην, ότι οι ασπάραγοι είνε λίχνευμα μάλλον ή φαγητόν, και ότι τα λιχνεύματα προϋποθέτουσι τα φαγητά, θέλει συμπεραίνει, κατά λογικωτάτην επίσης ακρίβειαν, ότι εκείνοι μόνον δύνανται να τρώγωσι και τρώγουσι συνήθως νεοφανείς ασπαράγους, όσοι περισσεύουσι φαγητού και αφθονούσιν, εννοείται, χρήματος. Περί ορέξεως δεν πρόκειται, καθότι η όρεξις των προσφάτων ασπαράγων δεν είνε προνόμιον εξαιρετικόν τάξεώς τινος ανθρώπων, και αν η μοίρα εδημιούργησε διάφορα τα βαλάντια και το περιεχόμενον αυτών, η φύσις όμως εδημιούργησεν ομοίους τους ουρανίσκους των ανθρώπων και ομοίους σχεδόν αυτών τους στομάχους. Αν δε μετά της αυτής λογικής ακριβείας εξακολουθήση σκεπτόμενος ο ημέτερος αναγνώστης, θέλει επίσης σκεφθή, ότι, επειδή αι μεταξωταί εσθήτες και τα τρίχαπτα είνε ακριβαί συνήθως και βαρύτιμοι, δεν είνε δυνατόν να φορώσιν αυτάς ειμή μόνον των πλουσίων αι γυναίκες, εκείνων δηλαδή, οίτινες τοσούτον έχουσι στρογγύλον το πουγγίον αυτών, ώςτε, αφού φάγωσι μέχρι κόρου προσφάτους ασπαράγους, δύνανται να ενδύσωσι και τας συζύγους αυτών μέχρι κόρου δι' εσθήτων μεταξωτών.
Τας σκέψεις ταύτας επιβάλλει η λογική· και δι' αυτό ελέγομεν ανωτέρω, ότι ο λογικός ημών αναγνώστης θέλει συνάψει τον πλούτον μετά της πολυτελείας και την πτωχείαν μετά της λιτότητος, αναλογιζόμενος και συμπεραίνων, ότι, όπως η πολυτέλεια είνε ακολούθημα του πλούτου, ούτω και η λιτότης είνε της πτωχείας ανάγκη. Δυστυχώς όμως η λογική δεν συμφωνεί πάντοτε και πανταχού προς τα πράγματα· εν Ελλάδι δε ιδίως, και μάλιστα εν Αθήναις, ψεύδει συνήθως η των πραγμάτων αλήθεια την αυστηρότητα της λογικής. Είνε δε φυσική η τοιαύτη παρ' ημίν ανωμαλία, ουδέ πρέπει να ξενίζη τον προσεκτικόν παρατηρητήν. Όπως τα εν ζυμώσει διατελούντα ρευστά φέρουσι συνήθως επί της επιφανείας αυτών όλην εκείνην την ιλύν, ήτις εις τρύγα μεταβαλλομένη θέλει μετ' ολίγον καταβή εις τον πυθμένα – την φυσικήν αυτής θέσιν, – ούτω και εις τας αστάτους και ζυμουμένας έτι κοινωνίας ανατρέπεται ως επί το πολύ η φυσική των πραγμάτων θέσις, και πολλά γίνονται άνω κάτω, και απορεί προς το παράδοξον ο επιπολαίως τα πράγματα μελετών. Τοιούτο τι συμβαίνει σήμερον και εν τη ελληνική κοινωνία, ιδίως δε τη Αθηναϊκή, ήτις ως πρωτευούσης κοινωνία ου μόνον ευλόγως αξιοί να νομοθετή και διά την λοιπήν Ελλάδα, αλλά και ήρχισεν από τινος πράγματι να γίνεται πρότυπον των επαρχιών.
Η ανατροπή αυτή της φυσικής των κοινωνικών φαινομένων αναπτύξεως είνε δυστύχημα πάντως όπου και αν επέλθη, πολύ δε μείζον και λυπηρότερον αναντιρρήτως, οσάκις επέρχεται εις έθνη μικρά, εις πολιτείας πτωχάς και μόλις την βρεφικήν αυτών ηλικίαν καταλιπούσας. Τοιαύτη νηπιώδης έτι κοινωνία είνε η ελληνική, και διά τούτο μέγα δι' αυτήν δύναται να κληθή δυστύχημα το φαινόμενον εκείνο, περί ου επιλαμβανόμεθα να ανακοινώσωμεν εις τον αναγνώστην ολίγας σκέψεις και παρατηρήσεις.
Η πολυτέλεια εκρίθη πάντοτε και κρίνεται σήμερον έτι διαφόρως και ποικίλως υπό των κοινωνιολόγων. Πολλοί αποκαλούσιν αυτήν λέπραν εν πάση οιαδήποτε περιπτώσει, και παρ' αυτοίς έτι τοις πλουσίοις, και την καταδικάζουσιν ανεπιφυλάκτως, ισχυριζόμενοι, ότι η εφ' α μη δει δαπάνη, η θεραπεία ουχί πραγματικών αλλ' ανυπάρκτων, συνθηματικών και φαντασιωδών μόνον αναγκών, και αυτή τέλος η εκ του περιττού των περιττών προμήθεια είνε νόσημα κοινωνικόν, παραλύον τα νεύρα και την παραγωγικήν δύναμιν των εθνών, μαραίνον τα ευγενή των αισθήματα, καταστρέφον διά της αβροδιαίτης το γενναίον του φρονήματος και αποπνίγον εν εκείναις μάλιστα ταις πολιτείαις, όσων ο εθνικός προορισμός διατελεί έτι ανεκπλήρωτος, πάσαν περί του μέλλοντος σκέψιν και πάσαν περί εθνικού μεγαλείου μέριμναν.
Άλλοι δε τουναντίον, ουχί δυστυχώς οι ασημότεροι ούτε οι ολιγώτερον έχοντες το κύρος του λόγου, αντεδοξούσιν ότι η πολυτέλεια είνε ου μόνον ανάγκη των πλουσίων κοινωνιών, αλλ' αυτόχρημα καθήκον των ευπορούντων.
Η πολυτέλεια, λέγουσιν ούτοι, ανοίγει πόρους εις την βιομηχανικήν των εθνών παραγωγήν, προκαλούσα την άμιλλαν των βιομηχάνων και κεντρίζουσα την εφευρετικότητα του πνεύματός των, ασχολούσα τας εργατικάς δυνάμεις της πολιτείας, πληρούσα εκ του περισσεύματος των πλουσίων ταμείων το κενόν του πτωχού βαλαντίου, και διατιθεμένη τα ψιχία της αφθονούσης τραπέζης εις χορτασμόν του πεινώντος πένητος.
Αλλ' οπωςδήποτε και αν κρίνωσι περί της πολυτελείας οι περί τας κοινωνίας σήμερον φιλοσοφούντες, αι περί αυτών κρίσεις των δεν ανάγονται εις το προκείμενον ημών θέμα του λόγου, καθότι περιστρέφονται εις την εύλογον και φυσικήν και ευεξήγητον πολυτέλειαν, την εκ του περιττού πολυτέλειαν των ευπόρων και πλουσίων. Το να δαπανά ο πλούσιος όσα και όπου και όπως θέλει, είνε λίαν φυσικόν. Δεν βλάπτει μεν εαυτόν, ωφελεί δε μάλλον ή ζημιοί, αμέσως τουλάχιστον, τους άλλους. Κάμνει μεν την επίδειξίν του, διότι τέλος πάντων είνε κύριος να ζη κάλλιον των άλλων, να τρώγη ό,τι θέλει, να ενδύεται όπως θέλη, να έχη αμάξας και θεωρεία, να δίδη γεύματα και χορούς· αλλ' η επίδειξις αύτη, όσον αυστηρώς και αν κριθή υπό βαθυτέραν ηθικολογικήν έποψιν, δεν δύναται να καταλογισθή εις κοινωνικόν έγκλημα, εν μέσω τουλάχιστον μεγάλων και κατηρτισμένων κοινωνιών, όπου και αι κοινωνικαί κλάσεις εισίν ακριβώς και δυσυπερβάτως διακεκριμέναι, και ο της μιμήσεως πειρασμός δεν είνε πλέον νόσημα κοινωνικόν, και οι άνθρωποι εν γένει ου μόνον γνωρίζουσι τι είνε και τι έχουσιν, αλλά και αν το λησμονήσωσιν ενίοτε, αναγκάζονται να το ενθυμηθώσιν υπό την χλεύην και την επιτακτικήν πίεσιν της κοινής γνώμης.
Παρ' ημίν όμως σπανίζει μεγάλως η φυσική εκείνη και εύλογος πολυτέλεια, αφθονεί δε τουναντίον η άλογος και η παράδοξος. Παρ' ημίν δαπανώσιν ως επί το πολύ αφθόνως και σπατάλως οι δυσαναλόγους προς την σπατάλην ταύτην έχοντες τους οικονομικούς αυτών πόρους, οι πτωχοί απλώς ειπείν ή καν μετρίας περιουσίας άνθρωποι, οι πλούσιοι δε τουναντίον φειδωλεύονται και χρηματίζονται έτι μάλλον.
Πλην ολίγων, ολιγίστων εξαιρέσεων, αίτινες παρέχουσιν εν τη καθ' ημάς κοινωνία το θέαμα της ελλόγου πολυτελείας, ο πλούτος εν Ελλάδι σπανίως που συναντάται μετ' αυτής, και αν που συναντηθή, αφορμή ως επί το πλείστον της τοιαύτης συμπτώσεως είνε η οψιμότης του πλούτου, ή επιδείξεως πυρετός, ή κενόδοξον σχέδιον πολιτικής και κοινωνικής προαγωγής. Ουδέν σχεδόν απαντά τις παρ' ημίν παράδειγμα του σοβαρού εκείνου, του εαυτόν σεβομένου και την αποστολήν του συνειδότος πλούτου, όστις εν ταις ανωτέραις τάξεσι των ευρωπαϊκών κοινωνιών μεταβάλλει σχεδόν πάντοτε τους οίκους των πλουσίων διά της λογικής και ευκόσμου πολυτελείας εις κυψέλας ευεργετικάς, αφ' ων ου μόνον αμέσως ή εμμέσως σιτίζεται κόσμος ολόκληρος εργατικός και βιομήχανος, αλλά και άλλος κόσμος, ανώτερος μεν διανοητικώς αλλά πενιχρόν παρά της μοίρας λαχών του χρήματος το τάλαντον, αποδέχεται φως και θερμότητα, εμψύχωσιν υλικήν και νοήμονα υποστήριξιν. Σπάνιον δυστυχώς εύρημα είνε παρ' ημίν έστω και πενιχρά τις βιβλιοθήκη εις οίκον πλουσίου, έτι δε σπανιώτερον πινακοθήκη εξ ολίγων αλλά καλών εικόνων ή εύμορφόν τι γλυπτικόν καλλιτέχνημα. Και αυτά δε τα εξωτερικά και καταφανέστερα του πλούτου δείγματα, τα ανετωτέραν μεν την απόλαυσιν του υλικού βίου μαρτυρούντα, κατελέγχοντα δε συνάμα και την συναίσθησιν της φυσικής εκείνης ανάγκης του πλούτου εις μετάδοσιν αυτού και κοινολόγησιν, είνε επίσης σπάνια εν τη ελληνική κοινωνία, ή, αν που αναφαίνωνται, υπεμφαίνουσιν, ουχί την ειλικρινή εκείνην πολυτέλειαν των πλουσίων, αλλά τον τύφον μάλλον και τον επιδεικτικόν πυρετόν των οψιπλούτων.
Τι τούτο βλάπτει; ίσως ερωτήση τις. Ουδέν, αποκρινόμεθα, ουδέ μνημονεύομεν του πράγματος όπως το κατακρίνωμεν. Είνε μεν αληθές, ότι est modus in rebus, ήτοι ότι το καλόν ουκ έστι καλόν εάν μη καλώς γένηται, και ότι επομένως και αυτή η των πλουσίων πολυτέλεια, κακώς γινομένη, ζημιοί μάλλον ή ωφελεί την κοινωνίαν, διότι και τον φθόνον κινεί, και της μιμήσεως τον πειρασμόν διεγείρει, και εις ευολίσθους παράγει ατραπούς τους ανοήτους. Αλλά τέλος πάντων, τι μας μέλει, δύνανται ευλόγως να παρατηρήσωσιν οι ούτω δαπανώντες πλούσιοι, τι μας μέλει, αν υπάρχουσι φθονεροί και ανόητοι, τι πταίομεν ημείς αν σκάσωσιν ολίγοι βάτραχοι, διότι θέλουσι και καλά να γείνωσι βόες ως ημείς. Ουδέν βεβαίως τους μέλει, ούτε πρέπει να τους μέλη εκ της ατομικής των επόψεως. Μέλει όμως πολύ τον πολύν κόσμον, έτι δε περισσότερον μέλει και πρέπει να μέλη τον περί της εν γένει καλής ή κακής, υγιούς ή νοσηράς καταστάσεως της ημετέρας κοινωνίας μελετώντα και ευλόγως περί αυτής ενδιαφερόμενον.
Αλλά το θέμα τούτο, όπερ μακράς και σπουδαίας μελέτης ηδύνατο να καταστή υποκείμενον, είνε ξένον της σημερινής ημών διατριβής. Δεν αδιαφορούμεν μεν, αν και πώς δαπανώσιν οι πλούσιοι παρ' ημίν, αφίνομεν όμως εις άλλην ευκαιρίαν την περί τούτου μελέτην, επιλαμβανόμεθα δε του δευτέρου μέρους του κοινωνικού ημών παραδόξου, τουτέστι της πολυτελείας των μη πλουσίων, ήτις και παριστά τα συμπτώματα πολύ σπουδαιοτέρας και κινδυνωδεστέρας κοινωνικής νόσου, θέλει δε, δεινουμένη, καταστή αναποδράστως θανατηφόρος γάγγραινα της Ελλάδος.
Εις βεβαίωσιν του λυπηρού τούτου φαινομένου αρκεί μικρά τις μόνον, έστω και επιπολαία, παρατήρησις της αθηναϊκής κοινωνίας, κατά τας δημοσίας αυτής συναθροίσεις. Ας εξέλθη ο παρατηρητικός ημών αναγνώστης κυριακήν τινα ή μουσικής ημέραν εις τας πλατείας του Συντάγματος και της Ομονοίας· ας παρακολουθήση τον περίπατον των Πατησίων· ας πορευθή θερινήν τινα εσπέραν εις του Απόλλωνος και του Φαλήρου τα ύπαιθρα θέατρα· ας παραμείνη τέλος εν αυτή τη αιθούση του χειμερινού ημών θεάτρου, περιάγων επί τινας στιγμάς το βλέμμα του από θεωρείου εις θεωρείον. Είμεθα ολίγοι δυστυχώς και γνωριζόμεθα. Γνωριζόμεθα δε ου μόνον προσωπικώς, αλλά και βαθύτερον έτι και λεπτομερέστερον, σπανίως αγνοούντες τις έκαστος και πόθεν, τι πράττει, και – το σπουδαιότερον – τι έχει.
Ας παρατηρήση ο αναγνώστης ημών ο περίεργος. Εκεί μεν θα ίδη διακοσιοδράχμου τινος δημοσίου μισθοφόρου την σύζυγον μετακαλούσαν εις εσθήτα μεταξωτήν ολόκληρον του ανδρός της μηνιαίον· εδώ δε της πλυντρίας αυτού την θυγατέρα – εκείνην ακριβώς, ήτις χθες έτι το εσπέρας του έφερεν εντός κανίστρου τα υποκάμισά του, και εις ην εδώρησεν ολίγα κέρματα διά τον κόπον της, μεταμορφωμένην μεν εις περίκοσμον κυρίαν, και φέρουσαν επάνω της τους κόπους εβδομάδων όλων της ταλαίνης μητρός της, ελέγχουσαν όμως συνάμα διά της χροιάς της μορφής της – αν τυχόν δεν είνε και αυτή εορτάσιμος – ότι μακράς ημέρας ενήστευσε χάριν του κυριακού εκείνου περιπάτου. Παρέκει θ' απαντήση μικρόν τινα υπάλληλον εμπορικού γραφείου, αναβοκαταβαίνοντα μόνον εντός αμάξης του Σταδίου και των Πατησίων την λεωφόρον με άνθος εις την κομβιοδόχην και την λαβήν του ραβδίου του εις τα χείλη, οφείλοντα δε, βεβαίως μεν τον κομψόν του επενδύτην εις δυστυχή τινα ράπτην, πιθανώτατα δε και εβδομάδων όλων γεύματα εις ελεήμονα τινα ξενοδόχον. Εις του Φαλήρου την ακτήν και του θεάτρου τα εδώλια θα εύρη συχνότατα ο παρατηρητής ημών πολυπληθείς οικογενείας – πατέρα, μητέρα, θυγατέρας και υιούς, μικρούς και μεγάλους – προσέχοντας εις το άσμα της σκηνής ή τρώγοντας παγωτά, ενώ βεβαίως ανεπαρκώς εγευμάτισαν. Εις του χειμερινού μας τέλος θεάτρου τα θεωρεία θα ίδη ανέτως αναπαυομένας και επιχαρίτως μειδιώσας οικοδεσποίνας, αίτινες κατέλιπον βεβαίως οίκοι σωρείαν παιδίων ατημελήτων και φωνασκούντων, κυλιομένων πιθανώς επί του εδάφους εν μέσω τεμαχίων άρτου και τυρού, υπό την επιτήρησιν ρυπαράς τινάς ανδρίας υπηρέτιδος. Πανταχού δε απλώς ειπείν, πανταχού όπου αν στρέψη το βλέμμα, θα καταπλαγή προς την μεγαλοπρεπώς κεκοσμημένην και επιδεικτιώσαν πτωχείαν, την υπό αυτάρκες μειδίαμα σοβούσαν εν μέσω του πλήθους, την εκ της ελλείψεως του άρτου δαπανώσαν εις το περίσσευμα της εσθήτος, την αφελώς πιστεύουσαν, ότι εκλαμβάνεται αντί πλούτου. Τις όμως εν τη μικρά ημών κοινωνία, απατάται εκ της προς το θεαθήναι παράφρονος δαπάνης; τις ο αγνοών το περιεχόμενον και θαμβούμενος εκ του περιέχοντος; τις ο αφελής εκείνος, όστις παραγνωρίζει το σεσηπός ξύλον υπό τον καλύπτοντα ψευδόχρυσον; Ουδείς βεβαίως, διότι, ως προείπομεν, είμεθα ολίγοι δυστυχώς και γνωριζόμεθα. Διά τούτο δε, όσον και όπως αν ενδυθώσιν, όσον και όπως αν επιδειχθώσι δημοσία, όσον και όπως αν καλύψωσιν αληθή και έντιμον πολλάκις πενίαν υπό πλούτον ψευδή οι νομίζοντες αρκούσαν των πολλών την γνώμην εις ευτυχίαν των ολίγων, ματαία πάντως είνε η προσπάθεια, και ανωφελείς οι αγώνες των· διότι βλέποντες αυτούς μειδιώσι μεν εξ οίκτου οι απαθέστεροι, ερωτώσι δε περιέργως αλλήλους οι νευρικώτεροι: «Πού τα βρίσκει λοιπόν κ' εξοδεύει;» οι δε απερισκεστότεροι και αναφωνούσιν ίσως δυσάρεστόν τι και προπετές επιφώνημα εν μέσω της οδού. Πάντες δε γελώσιν, οι μεν ενδομύχως, οι δε και εκφανώς προς την παράδοξον εκείνην μωρίαν, ήτις αφίνει νήστιν τον ίδιον στόμαχον, ίνα τέρψη τους ξένους οφθαλμούς. Ίσως και διά τους γελώντας γελώσιν οι άλλοι. Ουδέν παράδοξον, διότι ο μύθος της ξένης δοκού, όσον παλαιός και αν ήνε, έχει επίκαιρον πάντοτε και πανταχού την εφαρμογήν. Τούτο όμως αποδεικνύει, ότι οι ανοήτως παρ' ημίν σπαταλώντες είνε πολύ πλείονες των υποτιθεμένων, και ότι η επιδημία είνε πολύ μάλλον διαδεδομένη.
Και ταύτα μεν περί της νόσου και της αιτιολογίας της, ίνα λαλήσωμεν επί το παθολογικώτερον. Τα δε περί της προγνώσεως αυτής και της εκβάσεως, ως λέγουσιν οι ιατροί, είνε βεβαίως πολύ δυσαρεστότερα και απαισιώτερα. Αν η ανόητος πολυτέλεια είνε καθόλου λέπρα και φαγέδαινα των μικρών και ασυμπήκτων έτι κοινωνιών, η των απόρων όμως σπατάλη, η εκ χρεών συνήθως, εκ στερήσεως των αναγκαίων και εξ ασιτίας πολλάκις ή εκ κρυφίων άλλων και δυσομολογήτων ενίοτε μέσων τρεφομένη, είνε νόσημα κοινωνικόν ανίατον, φέρον εις παντελή εκφαύλισιν ηθικήν, εις σήψιν και διάλυσιν την ατυχή εκείνην κοινωνίαν, ης υπονομεύει το σώμα.
Πόθεν – αληθώς – επληρώθη χθες, ή πόθεν θα πληρωθή αύριον ή μεθαύριον, ή την άλλην εβδομάδα το μεταξωτόν εκείνο φόρεμα της συζύγου του διακοσιοδράχμου υπαλλήλου; Σήμερον ίσως εκ της τοκογλυφικής προεξοφλήσεως του μισθού του, αύριον εκ βαρυτόκου συναλλάγματος, μεθαύριον εκ καταχρήσεως, και την άλλην εβδομάδα εξ άλλης αρρήτου πηγής.
Πώς επληρώθη ή θα πληρωθή ο αμαξηλάτης, ο ράπτης, ο ξενοδόχος του μικρού εκείνου υπαλλήλου εμπορικού γραφείου; Διά μικράς τινος σήμερον προκαταβολής, δι' υποσχέσεων και ψεύδους αύριον, διά κρυπτού μεθαύριον, και μετ' ολίγον διά δικαστικού κλητήρος.
Πώς κατορθόνει ο ταλαίπωρος εκείνος οικογενειάρχης να οδηγή τρις και τετράκις της εβδομάδος την οικογένειάν του εις τα θερινά θέατρα, και να παρέχη αυτή απαραιτήτως την διασκέδασιν εκείνην, ης κάλλιστα εστερούντο άλλοτε οι αθηναίοι αστοί, – ότε δεν είχον αι Αθήναι Φάληρον και Απόλλωνα – ήτις όμως κατέστη πλέον αναπόφευκτος εις την υγείαν των; Ουδ' αυτός ακριβώς το γνωρίζει. Γνωρίζει τούτο μόνον· ότι χρειάζεται πάσαν εσπέραν τοιαύτης θεατρικής ψυχαγωγίας δέκα περίπου δραχμάς, ότι δαπανά ούτως έκαστον μήνα υπέρ τας διακοσίας, ότι εσπατάλησε βαθμηδόν μικρόν τι αποταμίευμα, όπερ είχε διαφυλάξει δι' απευκταίαν ενδεχομένην ανάγκην, και ότι . . . . πρό τινων εβδομάδων έχασεν έν τέκνον του, διότι δεν είχε τα μέσα να το νοσηλεύση. Χάριν της υγείας των άλλων, τα φέρει εις το θέατρον του Φαλήρου!
Πόθεν τέλος στολίζεται η δέσποινα εκείνη, και ενοικιάζει πάσαν σχεδόν εσπέραν θεωρείον; Ερωτήσατε τα πολυπληθή της τέκνα, άτινα κατακλίνονται άδειπνα και οιμώζοντα· ερωτήσατε τον σύζυγόν της, όστις αναγκάζεται να επαιτή δεξιά και αριστερά κλειδία θεωρείου, όστις χθες έτι σας εζήτησε δάνειον πεντήκοντα δραχμών, και αύριον θα έχη μόλις να προμηθευθή τα τρόφιμα της ημέρας.
Πού δε απολήγει ούτως η ποικιλότροπος αυτή αλλά μία πάντοτε κατά βάθος και η αυτή πανταχού παραφροσύνη, η διά της ανοήτου δαπάνης κενή και ματαία επίδειξις, η χωρίς τινος λόγου δημιουργία φανταστών αναγκών και η εκ παντός τρόπου προσπάθεια εις θεραπείαν των;
Εις την ταπείνωσιν εν πρώτοις· κατόπιν εις τον εξευτελισμόν· μετ' ολίγον εις την κοινήν περιφρόνησιν, και τέλος εις τα άρθρα του ποινικού νόμου.
Εις ταύτα δε δυστυχώς και πάντοτε, ταχέως ή βραδέως, λήγει συνήθως το στάδιον της εν τη πτωχεία σπατάλης· τοιαύτη ως επί το πλείστον είνε η λυπηρά έκβασις της μανίας εκείνης, ης τα ατυχή θύματα ουδέν άλλο επιδιώκουσιν ή την στίλβουσαν επιφάνειαν και προς ουδέν άλλο ζώσιν ή προς απάτην του κόσμου.
Πλην, «τι σε μέλει περί των απολωλότων τούτων;» θα αναφωνήσωσιν ίσως πολλοί των αναγνωστών μου. «Τι μεριμνάς περί ανθρώπων προφανώς παραφρόνων, οίτινες πάσχουν μεν βεβαίως ηθικώς και διανοητικώς, αλλ' επί τέλους είνε κύριοι να δαπανώσιν όσα και όπως θέλουσιν, όσα και όπως ευρίσκουσι;» Δικαιοτάτη και ορθή η παρατήρησις· σπεύδω δ' ευθύς να διαβεβαιώσω τους περιέργους μου τούτους αναγνώστας, ότι ουδ' ελαχίστην έχω περί αυτών φροντίδα, ούτε έχω την απλότητα να φρονώ, ότι δύναταί τις, ο,τιδήποτε λέγων και οιαδήποτε μαντευόμενος, να συνετίση αυτούς ή διδάξη· οι παθόντες άπαξ το ηθικόν τούτο νόσημα εισίν ανίατοι δυστυχώς, και μάτην ήθελε τις προσπαθήσει να αποτρέψη το βήμα των της εις το βάραθρον αγούσης. Η οδός είνε τόσον ολισθηρά αλλά και τόσον συνάμα ευάρεστος και ωραία, ώστε εν πλήρει γοητεία διέρχονται αυτήν συνήθως οι της πολυτελείας προσκυνηταί, και όταν η ώρα της απογοητεύσεως σημάνη, το βήμα δεν οπισθοχωρεί πλέον διότι άλλως και ματαία θα ήτο πάσα οπισθοχώρησις. Ουδείς λοιπόν προς αυτούς ο λόγος εις οικοδόμησιν ή συνετισμόν. Non ragioniam di lor. Αφίνομεν τους νεκρούς θάπτειν τους εαυτών νεκρούς, και παρερχόμεθα. Δεν λησμονούμεν όμως τους παλαιούς εκείνους και βαθυσόφους Σπαρτιάτας, οίτινες εμέθυσκον τους είλωτάς των και τους εξέθετον κατόπιν οινοβαρείς και παραπαίοντας εις τα όμματα των υιών των, εις σωτήριον αυτών παραδειγματισμόν. Ο άνθρωπος εν γένει είνε ζώον μιμητικόν· πολύ δε μιμητικώτερον είνε ο Έλλην, και κατά μείζονα έτι λόγον μιμητής είνε ο όμοιος του ομοίου του. Παρ' ημίν δε μάλιστα, όπου και πολιτεύματος πλημμέλειαι και πολιτικής και ηθικής ανατροφής έλλειψις από καιρού ήδη ήρχισαν καταπίπτουσαι και καταρρίπτουσιν οσημέραι τα περισωζόμενα έτι οπωςδήποτε παρ' άλλοις λαοίς διαχωριστικά των κοινωνικών τάξεων όρια, και όπου η ισότητος αξίωσις σπανιώτατα μεν γεννά την ευγενή εκείνην άμιλλαν προς απόκτησιν μείζονος ικανότητος και μαθήσεως, συχνότατα δε τουναντίον παράγει εις την δουλικήν απομίμησιν των εξωτερικών μόνον τρόπων, του ήθους και της ενδυμασίας, παρ' ημίν ο εκ της μιμήσεως του κακού κίνδυνος είνε μέγας και εγκυμονεί αναπόδραστον όλεθρον. Αν δε ανωτέρω, περί της πολιτείας των πλουσίων λαλούντες, εφοβήθημεν τον πειρασμόν της μιμήσεως, και τα απευκταία του επί των απόρων αποτελέσματα, προκειμένου όμως περί της σπατάλης των μη πλουσίων δεν γεννάται πλέον φόβος εν ημίν, αλλ' αυτόχρημα βεβαιότης, ότι το μίασμα της νόσου θέλει διαδοθή εις τα υγιά έτι όμοια στρώματα της κοινωνίας, αν μη πάντες οι δυνάμενοι συντελέσωσιν εις την χάραξιν βαθείας υγειονομικής γραμμής μεταξύ υγιών και νοσούντων. Αποχωρίσωμεν, όπως είνε δυνατόν, τους προσβεβλημένους από των απροσβλήτων, εμπνεύσωμεν εις τούτους τον τρόμον της ασθενείας και των συνεπειών αυτής· εργασθώμεν τέλος να σώσωμεν το δυνάμενον έτι να σωθή, ίνα μη ταχέως μεταβληθή η αθηναϊκή κοινωνία σύμπασα εις «Ηοspice d' Incurables».