Kitabı oku: «Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος», sayfa 23
Αλλά δυστυχώς . . .
Ας συμπληρώση ο αναγνώστης την φράσιν. Το πράγμα είνε ευκολώτατον σήμερον, ότε γενική σχεδόν πάντων ασχολία είνε η απόδοσις του φοβερού αυτού α λ λ ά.
Το κακόν είνε ότι οι αγαθοί εκείνοι άνθρωποι απέμαθον πλέον να εργάζωνται, και περιφέρονται ακόμη, αληθή κ α μ ό ν τ ω ν είδωλα, εις τας παρόδους του χρηματιστηρίου, ονειρευόμενοι ενίοτε το παρελθόν, και πλάττοντες πάντοτε πιτυρίτην άρτον διά της φαντασίας των.
Και όμως αυξάνουσιν ολονέν τα πίτυρα εν Αθήναις.
Χθες έτι μόλις ενέσκηψεν ως τυφών επί τας κεφαλάς ημών το άκουσμα του βουλγαρικού τολμήματος, ούτινος κατά μέγα μέρος είμεθα ημείς πρώτοι συνένοχοι· διότι επί μακρόν χρόνον εφαντάσθημεν, – ίσως δε το φανταζόμεθα και σήμερον ακόμη – ότι το ασφαλέστερον μέσον προς ενίσχυσιν και προαγωγήν του ελληνισμού εν Μακεδονία και Θράκη είνε να στέλλωμεν αποφοίτους τινάς του Αρσακείου εις νηπιαγώγησιν των βουλγαροφώνων ελληνοπαίδων, – ούτως αποκαλούμεν συγκαταβαίνοντες τους βουλγαρόπαιδας, – να γράφωμεν χαρτία πολλά και υπομνήματα προς διεκδίκησιν των εν Μακεδονία προπατορικών ημών δικαιωμάτων, και να ζητώμεν εθνικούς εράνους, όπως εκτυπώσωμεν εις μυριάδας αντιτύπων τας εικόνας του μεγάλου Αλεξάνδρου και του Αριστοτέλους, και διανείμωμεν αυτάς εις τους κατοίκους της, προς αναρρίπισιν εθνικού φρονήματος. Διά τοιούτων μωρών πιτύρων εφαντάσθημεν, ότι ήτο δυνατόν να παρασκευάσωμεν ελληνικόν άρτον εν Μακεδονία. Διά τοιούτων πιτύρων υπεθέσαμεν και σήμερον έτι εν τω αφελεί ημών ενθουσιασμώ, ότι ήτο δυνατόν να εξορκίσωμεν τον κίνδυνον και να αποτρέψωμεν την καταιγίδα. Οι βυζαντηνοί έκαμνον λειτουργίας· ημείς κάμνομεν συλλαλητήρια. Οι βυζαντηνοί συνέτασσον τροπάρια· ημείς συντάσσομεν ψηφίσματα. Συναζόμεθα το εσπέρας, επιστρέφοντες από του περιπάτου, περίεργοι και μη περίεργοι, περί την εξέδραν της μουσικής. Διώκομεν τους μουσικούς και ανάπτομεν αυθαιρέτως τους φανούς, πραξικοπούντες και ημείς εν μικρώ, ως λαός ενθουσιώδης εννοών να υποτάξη τα πάντα εις τον πατριωτικόν αυτού πυρετόν, και . . . χαίνομεν έπειτα προς τους λόγους του πρώτου τυχόντος υπαιθρίου ρήτορος, όστις μας διαβεβαιοί, εν πάση σπουδαιότητητι και κατανύξει, ότι ο θεός και η πατρίς και η συνείδησίς του παρήγγειλαν εις αυτόν να υπομνήση τους Έλληνας, ότι η Μακεδονία είνε χώρα ελληνική. Χειροκροτούμεν έξαλλοι εκ πατριωτισμού – τι άλλο να κάμωμεν; – ψηφίζομεν έπειτα ψηφίσματα φλογερά, διατρέχομεν τας οδούς εν φωναίς και σημαίαις, και την επαύριον αρχίζομεν πάλιν τα ίδια, και αι επαρχίαι μας μιμούνται, και φρονούμεν αδιστάκτως, ότι η Ευρώπη αδύνατον είνε να μη λάβη υπ' όψιν τα ελληνικά συλλαλητήρια. Αν δε τυχόν εν ώρα μικροψυχίας διστάσωμεν επί στιγμήν περί της εντυπώσεως, ην δύνανται να παραγάγωσιν εν Ευρώπη τα πατριωτικά ημών ψηφίσματα, εύκολον πρόκειται και πρόχειρον του δισταγμού ημών το ιατρικόν. Στέλλομεν τους υπαιθρίους ημών ρήτορας αποστόλους του ελληνισμού εις την Εσπερίαν, και αναμένομεν εν ιλαρά προσδοκία την άφθονον συγκομιδήν ευρωπαϊκών συμπαθειών, απαράλλακτα ως οι επίτροποι των εκκλησιών αναμένουσι προ του παγκαρίου των τα διά των δίσκων περισυναγόμενα κέρματα των πιστών.
Δεν είνε πιτυρίτης και αυτός;
* * *
Αλλ' αρκεί.
Όπου και αν στρέψη τις κύκλω βλέμμα παρατηρητικόν, πανταχού σχεδόν θα απαντήση μικρόν ή μέγα εργαστήριον παρασκευάζον άρτον εκ πιτύρων, πανταχού θα ίδη μικράν ή μέγα οπτανείον, μαγειρεύον το ψεύδος ίνα κενώση αυτό ως αλήθειαν. Αδύνατον είνε να τ' αριθμήση τις όλα· τι δ' άλλως ήθελεν ωφελήσει και η απαρίθμησις; Να προφυλάξη τους καταναλωτάς; αλλ' οι πλείστοι των καταναλωτών τούτο ιδίως θέλουσι· να σιτίζωνται αέρα και να φαίνωνται τρώγοντες ουσίαν, να ενδύωνται ψεύδος και να υπολαμβάνωνται περιβεβλημένοι αλήθειαν. Μήπως κ' εξ αυτών οι πλείστοι δεν παράγουσι πιτυρίτην, όπου και όπως έκαστος δύναται; Μη δεν είνε και μένει και θα μένη πάντοτε η ελληνικωτάτη των παροιμιών: Γέλα με να σε γελώ;
Πομφόλυγες στιλπναί και μεγάλαι, φυσώμεναι καθ' εκάστην υπό της ιδίας ημών μωρίας, αντιπαρερχόμεθα αλλήλους εν ταις οδοίς και ταις τριόδοις, και θαυμαζόμεθα, και φθονούμεν αι μικρότεραι τας μεγαλειτέρας.
Ενίοτε πνέει αίφνης ο άνεμος, και διαρρήγνυνται μερικαί και γελώσιν αι άλλαι. Το δε τέλος;
Το αγνοώ, αλλά το εύχομαι. Έστω οιονδήποτε.
ΦΙΛΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΜΙΣΕΛΛΗΝΕΣ14
Α'
Αι δύο αύται λέξεις, και αι έννοιαι ας εκφράζουσιν, αποτελούσιν αναντιρρήτως εν των περιεργοτέρων φαινομένων εν τω βίω της νεωτέρας Ελλάδος.
Δεν γνωρίζω, αλλ' αμφιβάλλω ειλικρινώς, αν υπάρχει έθνος εκ των συγχρόνων οίον δήποτε, όπερ να διήρεσε πάντας σχεδόν τους αλλοεθνείς εις τας δύο ταύτας κατηγορίας, και κατατάσσον έκαστον εις μίαν εξ αυτών να παρεδέχθη, ότι αδύνατον είνε να υπάρχη ξένος οίος δήποτε, όστις να μη ήνε φίλος του ένθερμος και φανατικός ή εχθρός του θανάσιμος. Και σημειωτέον ότι αι απλαί αύται και άκακοι λέξεις φίλος και εχθρός ουδόλως αποδίδουσι την ειδικήν εκείνην έννοιαν, ην συνδέομεν ημείς οι νεώτεροι Έλληνες προς τας πολυσημάντους και βαρείας λέξεις φιλέλλην και μισέλλην, ας και εδημιουργήσαμεν, βλέπετε, επίτηδες προς έκφρασιν του πράγματος.
Εδημιουργήσαμεν, είπον, καίτοι εύρομεν αληθώς τας λέξεις ετοίμους εν τη γλώσση, από των κλασικών ήδη χρόνων πλασθείσας υπό των ημετέρων προγόνων. Αλλά μετεχειρίζοντο άρα γε και εκείνοι τους όρους αυτούς, όπου και όπως εφαρμόζομεν ημείς αυτούς σήμερον; Ήτο άραγε ο πρώτος αυτών φιλέλλην Άμασις και ο πρώτος των μισέλλην Τισαφέρνης ό,τι είνε οι σημερινοί φιλέλληνες και μισέλληνες; Αληθεύει και επί του προκειμένου ό,τι έλεγέ ποτε γάλλος τις πρόξενος εις τον λόρδον Βύρωνα, ότι δηλαδή είμεθα πάντοτε la mê me canaille que temps de Périclès; Καλή ή κακή, θα ήτο παρηγορία όπως δήποτε, αν ηλήθευεν η ρήσις. Αλλ' έχω, το κατ' εμέ, πολλούς περί τούτου δισταγμούς· φρονώ δε μάλλον, ότι παραλαβόντες τας λέξεις εκείνας, παρελάβομεν αυτάς ως και τόσας άλλας, μεταβαλόντες το νόημά των. Εδημιουργήσαμεν νέας εννοίας και τας ενεδύσαμεν διά των παλαιών λέξεων. Πόσον δε νέαι αληθώς και ειδικαί και πάντη άσχετοι προς την γραμματικήν των λέξεων σημασίαν είνε αι έννοιαι ας αποδίδομεν εις αυτάς οι νεώτεροι Έλληνες, θέλει αμέσως μετ' ολίγον καταδειχθή. Ας μείνωμεν λοιπόν και των λέξεων δημιουργοί. Δεν βλάπτει.
Ούτε οι Γάλλοι, ούτε οι Άγγλοι, ούτε οι Γερμανοί, ούτε αυτοί οι Ιταλοί οι πλείστην έχοντες προς ημάς ομοιότητα, έχουσιν εν τη γλώσση αυτών λέξεις ανάλογους προς τας λέξεις εκείνας, διά τον απλούστατον λόγον, ότι ουδέποτε συνέλαβον τας εννοίας, αίτινες ήθελον υπαγορεύσει την δημιουργίαν των λέξεων. Διακρίνουσι βεβαίως μεταξύ των ξένων τους ορθώς ή εσφαλμένως περί αυτών κρίνοντας, τους μάλλον ή ήττον γνωρίζοντας τα κατ' αυτούς, τους πλειότερον ή ολιγώτερον ασχολουμένους εις τα του βίου των υφ' οιανδήποτε έποψιν, πολιτικήν, φιλολογικήν ή άλλην. Αλλ' ουδέποτε όμως διενοήθησαν να χωρίσωσι τους ξένους εις δύο μεγάλας τάξεις, να ορύξωσι τάφρον μεταξύ αυτών, και ν' απονείμωσιν εις τούτους μεν τιμητικάς εις εκείνους δε ονειδιστικάς προσωνυμίας. Ουδέν ποτε έθνος, πλην του νεωτέρου ελληνικού, εθεώρησε τους ξένους ως μη δυναμένους να κριθώσιν άλλως ή κατ' αναφοράν προς αυτό και μόνον, ως ει αυτό κατ' εξοχήν απετέλει το κέντρον του πλανητικού συστήματος των εθνών.
Αλλά διατί λοιπόν πράττομεν τούτο ημείς;
Διατί κατηντήσαμεν σήμερον, από ετών τελειοποιούμενοι, εις το αναντιρρήτως κωμικόν σημείον να μη ακούωμεν όνομα ξένου προφερόμενον, χωρίς να ερωτώμεν αμέσως αν είνε φιλέλλην, και να χαρακτηρίζωμεν αυτόν μισέλληνα εν περιπτώσει αποφατικής απαντήσεως;
Υπολαμβάνομεν άρα γε ημάς αυτούς τοσούτον μεγάλους και σημαντικούς, ώστε να υποθέτωμεν ότι αδύνατον είνε να υπάρχωσι και άνθρωποι αδιαφορούντες περί ημών; Ή μη τυχόν ομοιάζομεν τους παροδίους εκείνους επαίτας, τους τείνοντας διαρκώς την χείρα προς τους διαβάτας, και διακρίνοντας φυσικώ τω λόγω ολόκληρον το ανθρώπινον γένος εις δύο μόνον μεγάλας τάξεις, εις δίδοντας και μη δίδοντας;
Ηδύνατό τις ίσως να πιστεύση το δεύτερον μάλλον ή το πρώτον· αλλ' ασφαλέστερον και ορθότερον, πάντως δε πατριωτικώτερον νομίζω να παραδεχθή τις αμφότερα τα κατ' επιφάνειαν τοσούτον δυσσυμβίβαστα φαινόμενα μέρη του διλήμματος. Ολίγοι τάχα είνε οι μεγάλην μεν και επιβάλλουσαν έχοντες την αναβολήν, επαιτικόν δε κατά βάθος το φρόνημα; Μήπως δεν έχομεν και λέξιν ελληνικήν, την πτωχαλαζονείαν, θαυμασίως εκφράζουσαν τον περίεργον αυτόν σύνδεσμον εννοιών τοσούτον αντιθέτων, και αμετάφραστον εις οιανδήποτε ξένην γλώσσαν;
Αλλά περί της νεοελληνικής πτωχαλαζονείας άλλοτε και ευκαιρότερον πλείονα.
Επί του παρόντος τούτο και μόνον αρκεί να σημειωθή, εις εξήγησιν της εθνολογικής ημών εκείνης ιδιοσυγκρασίας, περί ης έλεγον εν αρχή των γραμμών τούτων· ότι, μη παραδεχόμενοι δυνατήν την ύπαρξιν ξένου οιουδήποτε, πλην των φιλελλήνων ή μισελλήνων, και επαιτούμεν χωρίς να το αισθανώμεθα, και κομπούμεθα εις όγκον, ούτινος ουδ' η σκιά καν μας προσήκει.
* * *
Πριν ή δε προχωρήσω εξετάζων το νοσολογικόν τούτο φαινόμενον του νεωτέρου ελληνισμού, – διότι νόσος αληθώς πρέπει τούτο να κληθή – ανάγκην απαραίτητον αισθάνομαι να εξαιρέσω ευθύς εν αρχή του πολυαρίθμου τάγματος των νεοτευχών φιλελλήνων, ους εδημιουργήσαμεν οι νεώτεροι Έλληνες εις θεραπείαν ημών αυτών, την σεμνήν εκείνην χορείαν των ευγενών ξένων, οίτινες δραμόντες από περάτων του κόσμου εις αρωγήν της αγωνιζομένης ημών ελευθερίας, εβάπτισαν αυτοί εαυτούς φιλέλληνας εν αίματι και πυρίτιδι, και έσπειραν προ εξήκοντα ετών τα οστά των εν Πέτα και Χαϊδαρίω, εν Καρύστω και Καματερώ. Ιερά έστω αυτών η μνήμη, και εύφημον εις αιώνας το όνομα!
Αλλ' άλλοι τότε ήσαν οι καιροί, και πολύ έκτοτε μετεβλήθησαν.
Τότε εφονεύετο εν Σφακτηρία ο Σάντα Ρόζας και έθνησκεν ο Νόρμαν εν Μεσολογγίω. Σήμερον. . . .
Αλλά μη προτρέχωμεν.
Οι σημερινοί φιλέλληνες, εκείνοι δηλαδή ους ημείς ούτω καλούμεν, διαφέρουσι πολύ των παλαιών, περί ων κυρίως ο σοφός μου φίλος κ. Κουμανούδης τοσαύτα εχαριτολόγησεν άλλοτε εν τω Αθηναίω. Εκείνους έπλαττε φιλέλληνας αληθείς η αληθινή των προς την Ελλάδα αγάπη, και την προσωνυμίαν των ταύτην, ην μόνοι των αυτοί ελάμβανον εν υπερηφανεία, εκύρουν μεν περιφανώς τα έργα αυτών, εταμειεύομεν δ' ημείς κατόπιν ευγνώμονες εν τη ημετέρα καρδία. Ήσαν εκείνοι φαινόμενα επί του πολιτικού ορίζοντος της ποιητικής εποχής της παλινορθώσεως, ούτινος η αίγλη ωχράνθη μικράν κατά μικρόν, και εσβέσθη τέλος μετά της σεμνής κορυφής του φαεινότατου αυτής αντιπροσώπου, του Βίκτωρος Ουγώ. Ήσαν ούτως ειπείν αυτοχειροτόνητοι μεσαιωνικοί ιππόται, στρατεύοντες πάνοπλοι εις ανόρθωσιν της αδικίας και προστασίαν των τυραννουμένων, διότι ήσαν τότε καιροί, καθ' ους υπήρχον και άνθρωποι αισθανόμενοι την ανάγκην ταύτην.
Τους σημερινούς όμως φιλέλληνας, τους ακόπους φιλέλληνας των εφημερίδων και των περιηγήσεων, τους δημιουργούμεν ημείς ως επί το πλείστον· ημείς τους βαπτίζομεν, και ημείς επί τέλους, διά του υπουργείου των Εξωτερικών, τους χειροτονούμεν και ιππότας.
Ουδόλως απίθανον, πιθανώτατον δε μάλιστα είνε, ότι οι παλαιοί εκείνοι, οι αφιλοκερδείς, οι πλήρεις ποιητικού ενθουσιασμού και γενναίων αισθημάτων φίλοι της Ελλάδος, παρήγαγον βαθμηδόν την φυλήν των σημερινών φιλελλήνων· αλλ' εξεφυλίσθη κατά μικρόν το είδος από γενεάς εις γενεάν, και οι σήμερον ούτω καλούμενοι είνε επίγονοι αληθείς, ως επίγονοι είμεθα ημείς των παλαιών εκείνων ανδρών της μεγάλης εποχής του μεγάλου ημών αγώνος.
* * *
Τους φιλέλληνας της σήμερον δημιουργούμεν, ως προέλεγον, ημείς αυτοί ως επί το πλείστον, κατά φυσικήν και αναπόδραστον ανάγκην της νοσηράς ημών εθνικής ιδιοσυγκρασίας. Ημείς αυτοί δημιουργούμεν και τους μισέλληνας. Οι πλείστοι και τούτων και εκείνων ουδ' ενόησαν ίσως ουδέ συνησθάνθησαν την ιδιότητα, ην απεδώκαμεν ημείς εκάστοτε εις αυτούς, πριν ή μάθωσιν εξ ελληνικής φήμης τας υπό της δημοσιογραφίας ημών διασαλπισθείσας αρετάς των, ή τας κακίας όσας εφορτώσαμεν εις την ράχιν των. Πολλοί δε και ηπόρησαν ίσως βαθυτάτην απορίαν, ακούσαντες τους πανηγυρισμούς ημών ή ονειδισμούς, και ηρώτησαν εαυτούς, τι αγαθόν άρα ή κακόν εποίησαν, όπως αξιωθώσι τοσούτου πάταγου τα ονόματά των, συνειδότες οι ταλαίπωροι, ότι δεν
mérité ni cet excès d' honneur ni cette indignité.
Aλλά τι ταύτα προς ημάς; Hμείς είχομεν και έχομεν απαραίτητον ανάγκην φίλων και εχθρών, και τους πλάττομεν και τους φανταζόμεθα οσάκις μας λείπουσιν, ως οι μικρομέγαλοι εκείνοι άνθρωποι, οίτινες ονειρεύονται παντού προστάτας και πάτρωνας και υπερασπιστάς και φίλους, και τόσον σπουδαίως κατορθόνουσιν επί τέλους να πείσωσιν εαυτούς περί της αληθείας των ονείρων των, ώστε υπολαμβάνουσιν εχθρούς των ασπόνδους πάντας τους οπωσδήποτε αγνοούντας αυτούς. Ότι είμεθα και ημείς μικροί, ουδείς δύναται ν' αμφισβητήση, ουδ' αυτοί οι αισιοδοξότατοι του ελληνισμού υμνογράφοι. Αλλ' ουδ' έγκλημα είνε τούτο, ουδ' αμάρτημα καν· ατύχημα μόνον. Το κακόν είνε ότι είμεθα μικροί και φανταζόμεθα ότι είμεθα μεγάλοι, το δε χείριστον ότι έχομεν πάσας τας κακίας της αληθούς ημών μικρότητος και της ψευδούς ημών μεγαλειότητος.
Του λυπηρού δε τούτου κράματος αποτέλεσμα υπήρξε και υπάρχει η περί των ξένων πάντων γενική ημών γνώμη, η διαιρέσασα αυτούς εις ποίμνην προβάτων και ποίμνην αιγών, εις τάγμα φιλελλήνων και τάγμα μισελλήνων.
* * *
Τίνες δε και ποίοι είνε οι σημερινοί φιλέλληνες;
Ας εξετάσωμεν το πράγμα λεπτομερέστερον, εξαιρούντες, εννοείται, της μεγάλης αυτών στρατιάς, – διότι μεγάλην και πολυάριθμον έπλασεν αυτήν πάντοτε και πλάττει και σήμερον έτι η εθνική ημών φιλοτιμία – τους σπανίους εκείνους και αληθείς της Ελλάδος φίλους, τους αγαπήσαντας τα άξια ημών αγάπης και κατακρίναντας τα άξια κατακρίσεως, τους προμαχήσαντας ημών εν δικαίω αλλά και παραινέσαντας και επιτιμήσαντας ημάς μωραίνοντας. Ούτοι εσπούδασαν και εγνώρισαν ημάς, και την αλήθειαν λαλήσαντες, αυτής μάλλον ή υμών υπήρξαν φίλοι. Αν δ' επρόκειτο να υποστώσι τον νεοελληνικόν βάπτισμα, μισέλληνας μάλλον ή φιλέλληνας θα τους εκάλουν οι περί την κολυμβήθραν ετοίμους ορέγοντες τας χείρας πολυάριθμοι ανάδοχοι, ων τα ευγενή στήθη επινέμεται ακοίμητον το άγιον πυρ του νεοελληνικού πατριωτισμού.
Φιλέλληνες σήμερον είνε, ή κάλλιον και ορθότερον ειπείν φιλέλληνες σήμερον καλούνται παρ' ημών οι γράφοντες και δημοσιεύοντες εν τω ευρωπαϊκώ τύπω άρθρα οιαδήποτε και οσαδήποτε υπέρ Ελλάδος· οι εξυμνούντες τας προπατορικάς ημών αρετάς, εξηγούντες δε και δικαιολογούντες τας απογονικάς ημών κακίας – όσας γνωρίζουσιν· οι εκ μικράς ή μεγάλης εν Ελλάδι διαμονής, πολλάκις δε και από του μαλακού κλιντήρος του σπουδαστηρίου των, θαυμάσαντες τας ποικίλας αποχρώσεις του αττικού ορίζοντος περί ηλίου δυσμάς, και του Παρθενώνος τα χρυσίζοντα ερείπια και την φωταυγή διαφάνειαν της αθηναϊκής ατμοσφαίρας· οι ανακηρύξαντες καταπληκτικάς και μονονού θαύματος αποτέλεσμα τας κοινωνικάς προόδους της νέας Ελλάδος· οι αφειδώς σπαταλήσαντες πάντα του λεξιλογίου αυτών τα κοσμητικά επίθετα υπέρ παντός Έλληνος ποτίσαντος αυτούς εν κύπελλον τεΐου· οι ετοίμως χειροκροτήσαντες και ακόπως πανηγυρίσαντες όσα ουδέποτε ανέγνωσαν νεοελληνικά συγγράμματα· οι επιχειρήσαντες τέλος να γράψωσι περί των καθ' ημάς πολιτικών ή κοινωνικών ή φιλολογικών πραγμάτων, χωρίς να γνωρίζωσι καν την γλώσσαν ημών, μόνον δε και μόνον όπως καύσωσιν ολίγον και ευθηνόν θυμίαμα υπό την ρίνα των νεολληνικών Σαλμωνέων, και ευφημηθώσιν έπειτα υπ' αυτών, προθύμως ανταποδιδόντων τα ίσα.
Πόσων εκ τούτων τα ονόματα, δημοτικώτατα παρ' ημίν και κοσμούμενα καθ' εκάστην υπό των εφημερίδων διά των ευηχοτάτων του ελληνικού λεξικού επιθέτων, εισίν άγνωστα σχεδόν εν τη ιδία αυτών χώρα! Πόσοι των υμνητών μας εκείνων εξέλεξαν ως φιλολογικόν των αγρόν την νέαν Ελλάδα και τους νέους Έλληνας, μόνον και μόνον διότι ηδύναντο να γράφωσιν ό,τι ήθελον περί πραγμάτων αγνώστων εις τους αναγνώστας των, και να πιστεύωνται μεν υπ' εκείνων παραδοξολογούντες, να πιστεύωνται δε και υφ' ημών κολακεύοντες; Μηδένα τούτο ξενίση. Η νέα Ελλάς είνε και σήμερον έτι, μ' όσα και αν εγράφησαν περί αυτής, ή μάλλον διότι τόσα περί αυτής εγράφησαν, χώρα άγνωστος εις τους Ευρωπαίους. Υπάρχουσιν εξ αυτών πολλοί, απολαμβάνοντες τον τόπον ημών αποτελούντα μέρος της άκρας Ανατολής (Extrême Orient), άλλοι νομίζοντες ότι η Ελλάς είνε ακόμη μέρος της Τουρκίας, και άλλοι πεποίθησιν έχοντες αδιάσειστον, ότι οι νέοι Έλληνες τρώγουσιν έτι διά των δακτύλων. Ήκουσα εν τη Εσπερία, ανθρώπους ερωτώντας με αν αι οικίαι ημών έχουσι παράθυρα, και είδον εν Αθήναις ξένους απορούντας ότι αι γυναίκες εξέρχονται ακωλύτως εις περίπατον. Ουδέν επομένως άπορον, ότι πιστεύονται ως επί το πολύ οι ο,τιδήποτε περί ημών γράφοντες ξένοι, και ότι τόσον ημείς τιμώμεν και ευλογούμεν τους υπέρ ημών γράφοντας.
* * *
Και τι δεν εγράφη υπέρ ημών κατά τους τελευταίους τούτους χρόνους! Αν από χρόνου ήδη μακρού δεν είχομεν απομάθει
τον υπό βλεφάροις
φοίνικ' ερύθημα προσώπου,
ως λέγει που ο Ευριπίδης, βαθείαν και οχληροτάτην έπρεπε να αισθανώμεθα εντροπήν, αναγινώσκοντες όσους ετόλμησαν και τολμώσιν έτι να γράφωσιν αίνους εις δόξαν ημών οι της Εσπερίας φιλέλληνες. Αλλ' ημείς ομοιάζομεν δυστυχώς τας ασχήμους εκείνας και ερωτοτρόπους γυναίκας, αίτινες ου μόνον ευκόλως πιστεύουσιν ότι είνε Ασπασίαι και Αφροδίται, όταν ακούωσι τούτο λεγόμενον υπό των μαλακοκολάκων, αλλά και θαυμάζουσιν ενδομύχως τους λέγοντας, ως ανθρώπους λεπτήν έχοντας την καλαισθησίαν και άπταιστον την παρατήρησιν. Η άκομψος και σκαιά κολακεία είνε προς τους νοήμονας πολύ πολλάκις επαχθεστέρα του ψόγου και της κατακρίσεως. Υπάρχουσιν όμως ρώθωνες, – και τοιούτους έχουσι δυστυχώς αι ρίνες αι νεοελληνικαί – οι ευαρέστως οσφραινόμενοι και αυτής της χονδροειδεστάτης κολακείας το πυκνόν και ασφυκτικόν θυμίαμα, χωρίς καν να πταρνίζωνται, πλήρη δε και αδιάσειστον έχοντες την πεποίθησιν, ότι ο υπ' αυτούς καιόμενος λίβανος είνε προσήκων και οφειλόμενος φόρος εις το τηλαυγές πρόσωπον, ούτινος έχουσι και αυτοί την τιμήν ν' αποτελώσι μέρος.
Οι ρώθωνες δε ημών ούτοι και η ιδιοσυγκρασία αυτών αποδεικνύουσι, πόσον δίκαιον είχεν ο Μολιέρος, ειπών ότι πάσαν αυθάδειαν και πάσαν μωρίαν δύναταί τις να καταστήση ευκατάποτον, καρυκεύων αυτήν εις κολακείαν.
Διά τούτο δε και ημείς ου μόνον δεν εντράπημεν ουδ' εντρεπόμεθα, ου μόνον δεν ηγανακτήσαμεν ουδ' αγανακτούμεν δι' όσα μωρά και ανούσια κολακεύματα σιτίζουσιν ημάς οι από της Δύσεως νεοφώτιστοι ημών φίλοι, αλλά και κομπάζομεν επ' αυτοίς και βρενθυόμεθα, και απορούμεν πολλάκις, πώς δεν γράφονται περισσότερα και θερμότερα υπέρ του περιουσίου λαού του Κυρίου, και θηρεύομεν αίνους και λιβανωτόν πάση δυνάμει και διά παντός μέσου, και γράφομεν επαιτούντες, και οδοιπορούμεν οδοιπορίας μακράς εις αναζήτησιν συμπαθειών και φίλων, κ' ευτελιζόμεθα εκλιπαρούντες ευνοίας και θωπεύματα, και χαίρομεν χαράν ανεκλάλητον, οσάκις κατορθώσωμεν να αυξήσωμεν δι' ευγενούς τινος νεοσυλλέκτου το τάγμα των φιλελλήνων, και δημοσιευθή που της Ευρώπης νέον άρθρον εις ύμνον των απογόνων του Περικλέους και της περικαλλούς αυτών χώρας.
Ποίος δε τότε και πόσος ο αλαλαγμός ημών και η αγαλλίασις!
Ο νέος και διαπρεπής της Ελλάδος φίλος αίρεται φυσικώ τω λόγω μέχρι τρίτου ουρανού, και πανηγυρίζεται όπως μας επανηγύρισεν. Η νοημοσύνη αυτού και η πολυμάθεια, η του καλάμου του δεινότης και των ιδεών αυτού η αδρότης και η δύναμις, ιδίως δε και προ πάντων η της κρίσεως αυτού ευμένεια και τα φιλελληνικά του αισθήματα – το κυριώτατον αυτού προσόν, – περιάδονται και διασαλπίζονται εν χορδαίς και οργάνοις, το δε κοινόν κροτεί τας χείρας, ή, αν βαρύνεται να πράξη τούτο, παρατρίβει καν αυτάς εξ ευχαριστήσεως, και κρατύνεται φρονούν ακραδάντως, ότι μέγα μέλλον έχει ο λαός ο τοιούτους έχων φίλους, ότι αδύνατον είνε να παρίδη εις τέλος η Ευρώπη την έντονον έκφρασιν της κοινής γνώμης, και ότι περιττή και ανωφελής θα ήτο οιαδήποτε εθνική του εργασία υπέρ βελτιώσεως της τύχης του, αφού περί τούτου μεριμνώσιν άλλοι . . . και μεγάλοι.
Τα ονόματα των νέων εκάστοτε δημοσιογραφικών προμάχων του ελληνισμού ταμιεύει ούτω ευγνώμων η ελληνική δημοσιογραφία, και η μνήμη αυτών αξιοί ευλόγως να καταλάβη θέσιν τιμητικήν εν τω μεγάλω καταλόγω των φίλων της Ελλάδος.
Ως προς τούτο δυνάμεθα καν να παρηγορηθώμεν, ως παρηγορούνται πολλάκις οι πάσχοντες, ακούοντες παρά των ιατρών ότι κληρονομικόν είνε το νόσημά των, και πειθόμενοι, ότι αν νοσούσι, τουλάχιστον δεν πταίουσι. Το ελάττωμα είνε προγονικόν· ουδ' ευρέθη τις μέχρι τούδε, ουδέ θα ευρεθή τις ίσως, ουδέ θα κατορθώση να μας πείση, αν ευρεθή,
ξενικοίς λόγοις μη λίαν εξαπατάσθαι,
μηδ' ήδεσθαι θωπευομένους μήτ' είναι χαυνοπολίτας,
ως έλεγεν ο ποιητής των Αχαρνέων. Όπως δε οι παλαιοί του εκείνοι Αθηναίοι, ους
από των πόλεων οι πρέσβεις εξαπατώντες . . ιοστεφάνους εκάλουν, . .
ευθύς διά τους στεφάνους επ' άκρων των πυγιδίων εκάθηντο,
ούτω και ημείς σήμερον ου μόνον πιστεύομεν όσα μας λέγουσιν οι τη μωρία ημών χαριζόμενοι ξένοι, αλλά και αλαζονευόμεθα επί τω πανηγυρισμώ, και ευθηνόν ευρίσκοντες των επαίνων το νόμισμα, προθύμως ανταποδίδομεν αυτό πολλαπλάσιον.
Μηδέ τις φοβηθή, ότι είνε δυνατόν να αμελήση η νεοελληνική ευγνωμοσύνη του προσήκοντος αντιπανηγυρισμού της ευρωπαϊκής φιλελληνικότητος. Περί την εκπλήρωσιν του ιερού τούτου καθήκοντος είμεθα ακριβέστατοι, και την οφειλήν ημών αποδίδομεν έγκαιρον πάντοτε και έντοκον και δεκαπλήν. Αν δε – ό μη γένοιτο – λησμονήσωμεν ημείς ή οκνήσωμεν, ευκολύνουσιν ημάς εις το έργον, ενίοτε δε και μας αναπληρούσιν αυτοί οι φιλέλληνες φίλοι μας. Ο γράφων τας γραμμάς ταύτας είδεν, ουχί προ πολλού, αρθρίδια επαινετικά μεγάλου φιλελληνικού άρθρου, γεγραμμένα υπ' αυτού του φιλέλληνος συγγραφέως, και αποσταλέντα εις Αθήνας, όπως μεταφρασθώσι και δημοσιευθώσι διά του ελληνικού τύπου εις εγκώμιον του διαπρεπούς ημών φίλου.
Η μέθοδος, βλέπετε, τελειοποιείται βαθμηδόν, ως τελειοποιείται κατά τους χρόνους τούτους και προοδεύει πάσα βιομηχανία.