Kitabı oku: «Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος», sayfa 22
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΝΥΠΟΜΟΝΗΣΙΑ12
Όστις ποτέ, υπομονής περισσεύων και θάρρους ευπορών, θελήση να συγγράψη την ηθικήν νοσολογίαν της νέας ελληνικής κοινωνίας, και ιδίως των ούτω καλουμένων ανωτέρων αυτής στρωμάτων, βεβαίως και αναποδράστως θέλει τάξει μεταξύ των πρώτων και κυριωτάτων αυτής ηθικών αρρωστιών την ανυπομονησίαν. Το νόσημα είνε γενικόν δυστυχώς, ευρύτατα διαδεδομένον, ως επιδημία μεγάλη και πολυπλόκαμος, αλλ' εθνικώτατον όμως και ενδημικώτατον. Μηδέ τις υπολάβη, ότι εισήχθη και αυτό μετά πολλών άλλων φραγκικών – ως λέγομεν – πληγών εκ της αλλοδαπής, και παρηγορήση μεν ούτω προχείρως την εθνικήν αυτού φιλαυτίαν, καταρασθή δε πατριωτικώς της ελληνικής διοικήσεως, ότι ωλιγώρησε δήθεν καθάρσεων και υγειονομικών φραγμών κατά της εισβολής του μολύσματος. Πάσχει και η σύγχρόνος ευρωπαϊκή κοινωνία ανυπομονησίαν· αλλ' η ανυπομονησία αυτή είνε ειδική ειδικωτάτη εκδήλωσις του καθολικού νοσήματος, όπερ λυμαίνεται τον ελληνικόν κόσμον. Ανυπομονούσιν εν τη Δύσει οι άνθρωποι· αλλ' ανυπομονούσιν ιδίως να πλουτήσωσι. Του εκατομμυρίου το όνειρον είνε της νόσου αυτών η αιτιολογία, και αν από μικρών έως μεγάλων, από γερόντων μέχρι παίδων, φέρονται πάντες ακατάσχετοι υπό του στροβίλου της κερδοσκοπίας και αναρριχώνται τετραποδητί πολλάκις την ανάντη κλιτύν του χρυσοφόρου βουνού, και σχίζουσιν· ασθμαίνοντες τας χείρας των εις τας τριβόλους και τας ακάνθας της ατραπού, και παρακάμπτουσιν οσάκις δεν δύνανται να υπερβώσι τους σκοπέλους του νόμου, και φιμούσιν οσάκις δεν δύνανται να στραγγαλίσωσι την ηθικήν, ένα πάντες έχουσι σκοπόν: το χρήμα, το πολύ χρήμα. Εκεί από μακρού ήδη λέγεται, ότι το χρήμα δεν έχει οσμήν, και ολίγοι πλέον περισώζονται μωροί αμφισβητούντες του ρητού την ορθότητα. Διά τούτο εκεί των πολλών ο βίος είνε συνεχής και ακάματος κερμάτων θήρα· διά τούτο, – πλην ολίγων, ολιγίστων εξαιρέσεων, προκατακλυσμιαίων ίσως λειψάνων άλλης εποχής – πάντες εκεί των νέων ιδεών οι άνθρωποι, επιστήμονες και βιομήχανοι, καλλιτέχναι και έμποροι, ποιηταί και τραπεζίται, γραμμάτων άνθρωποι και κυβευταί, μίαν μόνην έχουσι του σταδίου αυτών βαλβίδα: το τι εξοδεύεται, και ένα μόνον πάσης των εργασίας σκοπόν: τα εκατομμύρια. Ανυπομονούσι δε φυσικώ τω λόγω να τα αποκτήσωσι, διότι κάλλιστα γνωρίζουσι και εκ των καθ' ημέραν παραδειγμάτων διδάσκονται, ότι διά της χρυσής εκείνης κλειδός πάσης δόξης το τέμενος ανοίγεται και πάσης δυνάμεως αλίσκεται η ακρόπολις.
Την ειδικήν ταύτην ανυπομονησίαν πάσχομεν εν μέρει και ημείς, αλλά πάσχομεν αυτήν εν μικρώ. Μη κατορθώσαντες έτι – ευτυχώς ή δυστυχώς, αδιάφορον – να φθάσωμεν εις την περιωπήν εκείνην του δυτικού πολιτισμού, καθ' ην πάντα σχεδόν διατιμώνται εις χρήματα, καθ' ην πάσα ευφυία και πάσα ικανότης, παν αίσθημα και παν φρόνημα, και αυτή η αρετή και αυτή η κακία εισίν αξίαι ανταλλακτικαί, έχουσαι την θέσιν αυτών εν τοις τιμολογίοις ειδικών εμπόρων, και εν τοις καταλόγοις χρηματιστηρίων, υπολειπόμεθα βεβαίως του ευρωπαϊκού μεγαλείου ως προς την ειδικήν ταύτην όψιν του γενικού εκείνου νοσήματος. Υπάρχουσι μεν και παρ' ημίν αραιά τινα, πού και πού παρατηρούμενα κρούσματα χρηματιστικής ανυπομονησίας, ολίγα εκ πλειόνων περισωθέντα, μετά το προ διετίας μέγα θανατικόν· αλλά δεν είνε, ως λέγουσιν οι ιατροί, περιπτώσεις άξιαι της κλινικής νοσολόγου, ουδ' έχουσι σημασίαν καθιστώσαν επίφοβον την εις επιδημίαν τροπήν του νοσήματος.
* * *
Η ανυπομονησία ημών, ως προείπομεν, είνε γενική της κοινωνίας ημών αρρώστια· εγγενής ούτως ειπείν εις τον εθνικόν ημών χαρακτήρα, τον ελαφρόν και αψίκορον, εκδηλουμένη δε επί πάσης σχεδόν οιασδήποτε εργασίας του νεωτέρου Έλληνος, και λυμαινομένη δίκην φυτού παρασίτου πάντα μεν κλάδον υλικής και διανοητικής παραγωγής και δραστηριότητος, ιδία δε και προ πάντων την ανίκανον αδράνειαν και την αυτάρκη αργίαν. Και δεν άγει μεν ταχέως εις βιαίαν καταστροφήν η καθολική αυτή καχεξία, ως ο κακοήθης εκείνος πυρετός της χρηματιστικής ανυπομονησίας, περί ου ανωτέρω ελέγομεν· αλλ' υπονομεύει όμως δυστυχώς την εθνικήν ημών ύπαρξιν, και εκλύει παντελώς τας ασυντάκτους έτι και σχεδόν ασυνειδήτους παραγωγικάς ημών δυνάμεις. Αν δεν κεραυνοβολεί ως αποπληξία, τήκει όμως ως φθίσις.
* * *
Δύο απλαί και σύντομοι αλλά βαρείαν έχουσαι την έννοιαν φράσεις δύνανται ασφαλώς να θεωρηθώσιν ως παριστώσαι τα μικρόβια ή βακτηρίδια της πρώτης και αρχικής μορφής του νοσήματος, αι φράσεις· Δεν πειράζει! και Δεν βαρηέσαι! Σπόροι μικροί, μικροί ως κόκκοι σινάπεως, εφύησαν εις δένδρα ακμαία, χάρις εις την παχείαν γην της ελληνικής φυγοπονίας και απαθείας, ανεκλαδώθησαν εις εύρος και ύψος, και κινδυνεύουσι να πνίξωσιν υπό την βαρείαν αυτών σκιάν πάσαν υγιά και εύρωστον βλάστησιν.
– Δεν πειράζει, λέγει ο ανυπομονήσας να περάνη οπωσδήποτε το έργον του και ατελές παραδίδων αυτό εις τον παραλαμβάνοντα, πεποίθησιν έχων αδιάσειστον, ότι το δεν πειράζει εκείνο καλύπτει πάσαν της εργασίας του ατέλειαν.
– Δεν βαρηέσαι! απαντά ο παραλαμβάνων, ανυπομονών και αυτός να αποκτήση το παραγγελθέν όπως όπως, και χριστιανικόν αυτού καθήκον υπολαμβάνων να διαλύση πάσαν τυχόν ανησυχίαν του παραδίδοντος.
Σφίγγουσιν ούτως εν κατανυκτική ευφροσύνη τας χείρας η ανυπομονησία του παραγωγού και του καταναλωτού η ανυπομονησία, κυρούται της ημιμαθείας το κράτος και ανακηρύσσεται της ημιτελείας το βασίλειον.
* * *
Ποσάκις άρα γε οι τας γραμμάς αυτάς αναγινώσκοντες δεν ηγανάκτησαν, ακούσαντες αίφνης, εν παραδείγματι, τον ράπτην των λέγοντα μετά ιλαρού μειδιάματος· δεν πειράζει! διότι παρετήρησαν εις αυτόν, ότι αι χειρίδες του καινουργούς των επενδύτου ήσαν βραχύτεραι του πρέποντος, ή ότι τα κομβία του ήσαν παράχροα; Ποσάκις δεν ωργίσθησαν, ακούσαντες το αυτό παρά του χρωματιστού της οικίας των, κηλιδώσαντος διά του χονδρού του χρωστήρος τας ζωγραφίας του τοίχου, ή παρά του κηπουρού των, καταστρέψαντος εν βία διά της σκαπάνης του τρυφερόν δενδρύλλιον, ή παρά του υπηρέτου των αλλ' αντ' άλλων εκτελέσαντος;
Πάντες εν παντί το ευλογημένον αυτό δεν πειράζει φέρουσι διά στόματος, ως πανάκειαν πάσης αυτών παραδρομής και βίας, ως αλεξιτήριον πάσης κατακρίσεως και μομφής. Δουλειά να γίνεται, λέγει ο Έλλην, επειγόμενος να περάνη ή κάλλιον ειπείν να καταπαύση την εργασίαν του. Εμπρός και γρήγορα, ιδού το γενικόν σχεδόν σύνθημα του παρ' ημίν εργαζομένου. Τι το άπορον, αν η εργασία γίνεται ως επί το πολύ κακή και ατελής, αφού κεντρίζει μεν αυτήν αδιαλείπτως η ανυπομονησία, σκέπει δε και προστατεύει η ανοχή, ήτις και αυτή, ως ελέγομεν, την ανυπομονησίαν έχει ρίζαν και φύτραν;
Διότι, αν ηγανάκτησε και εξωργίσθη πολλάκις ο αναγνώστης ημών, ακούσας το φοβερόν εκείνο δεν πειράζει χωρίς να το περιμένη, δεν πρέπει, αν είνε δίκαιος, να λησμονήση, ποσάκις είπεν αυτός: δεν βαρηέσαι, χωρίς να το προσδοκά ο εις ον απετείνετο.
– Δεν βαρηέσαι, αδελφέ!
Γλυκεία και μελιτώδης φράσις, αναπαύουσα προχείρως την συνείδησιν του Έλληνος, βαυκαλώσα την αβελτηρίαν αυτού, παρηγορούσα την ατέλειαν των έργων του, εγκαρδιούσα το αψίκορόν του, και αδελφούσα των ανυπομόνων την ποίμνην εις αιωνίαν μακαριότητα.
– Ανέγνωσες το βιβλίον του Χ . . . ; έχει πολλάς απροσεξίας. Εβιάσθη, φαίνεται, ο συγγραφεύς, αλλέως ημπορούσε να τας αποφύγη . . . και η γλώσσα του είνε εις πολλά μέρη . . .
– Δεν βαρηέσαι!
– Είδες το νέον πατριωτικόν ποίημα του Ψ . . . ; Το εννόησες;
– Δεν βαρηέσαι!
– Καλέ πού τα έκαμες αυτά τα υποδήματα; τι σχήμα είνε αυτό; πώς τα εκράτησες;
– Δεν βαρηέσαι!
– Είδες δα, τι λαμπράν θέσιν επέτυχεν ο Κ . . ., χθεσινό μόλις παιδί; Πώς τα κατάφερε; Δεν νομίζεις ότι κάπως γρήγορα . . .
– Δεν βαρηέσαι!
Και διά της φράσεως ταύτης συγχωρούμεν παν αμάρτημα, και απολύομεν πάντα πταίστην. Αφίενταί σοι αι αμαρτίαι λέγομεν περί παντός λέγοντος καθ' εαυτόν: δεν πειράζει. Αφίενταί σοι αι αμαρτίαι, διότι βιαζόμεθα και ημείς ως και συ. Αν συ δεν έχεις καιρόν να εργασθής όπως πρέπει, νομίζεις ότι έχομεν καιρόν ημείς να σε κρίνωμεν όπως πρέπει; Συ βιάζεσαι να παραγάγης, και ημείς βιαζόμεθα ν' απολαύσωμεν. Αλλά παράγεις και συ κακώς και ημείς κακώς απολαύομεν· αδιάφορον· το σπουδαίον είνε να τελειόνωμεν γρήγορα. Κάμε ό,τι θέλεις και άφινέ μας ησύχους.
Ούτω δε αφίνομεν και ημείς ησύχους πάντας τους ασθενείς αλλ' ανυπομόνους σταδιοδρόμους, και αν ενίοτε γελώμεν βλέποντες αυτούς παραπατούντας και πίπτοντας, ουδόλως όμως ξενιζόμεθα, ως επί το πλείστον, οσάκις θεωρούμεν αυτούς ορθουμένους αίφνης εν μέση τη οδώ, ισχυριζομένους ότι επέραναν τον δρόμον των, και αξιούντας να τύχωσι του άθλου.
* * *
Γνήσιος και αναγκαίος τόκος της αδελφικής συναντήσεως των δύο εκείνων φράσεων υπήρξεν η δευτέρα και κυριωτάτη φάσις της νόσου· η προς την δόξαν και τα μεγαλεία, προς την ισχύν και τας υψηλάς δημοσίας λειτουργίας ακράτητος ανυπομονησία της νέας ελληνικής γενεάς.
Αν δόξα και πλούτος, θέσεις και τιμαί, είνε συνήθως πανταχού του πολιτισμένου κόσμου το δίκαιον έπαθλον μακράς, συντόνου και τελειοκάρπου εργασίας, αν αλλαχού αναγκαίον και απαραίτητον είνε να ευφημηθή τις πρώτον ίνα διακριθή, και να φωτίση πρώτον ίνα τεθή επί την λυχνίαν, παρ' ημίν απλουστεύει πάντα ταύτα και ευκολύνει η ευλογημένη εκείνη σύμπτωσις του Δεν πειράζει και του Δεν βαρηέσαι.
Άλλοτε, εν παλαιοτέροις χρόνοις, είχον και εδώ κάπως άλλως τα πράγματα, ουδ' ενομίζετο συζητήσεως αντικείμενον, ότι αναγκαίον ήτο να βαδίση τις, ίνα φθάση εις το άκρον της οδού. Η εργασία εκρίνετο αναγκαίος πρόδρομος της επιτυχίας, ουδ' εφαντάζοντο οι άνθρωποι δυνατόν το Πάσχα χωρίς προηγουμένης τεσσαρακοστής.
Σήμερον όμως αι νηστείαι κατελύθησαν, και ήλλαξαν φυσικώς οι φυσικοί πάσης προόδου όροι. Σήμερον εννοούσιν οι πολλοί να θερίσωσιν άνευ σποράς, και ν' απολαύσωσιν άνευ κόπου. Και διατί να μη το εννοώσι;
Πόσοι παρ' ημίν ήνυσαν το στάδιον αυτών ωθούμενοι μάλλον ή περιπατούντες! Πόσοι πενιχρά πάντως φέροντες της ευφυίας ή της ικανότητος τα εφόδια, έφθασαν εν τούτοις, οτέ μεν έρποντες, οτέ δε υπό φίλης χειρός μετεωριζόμενοι, εις ύψη ου μόνον δυσανάβατα αλλά και δυσθεώρητα εις τους συνωστιζομένους κάτω αληθείς εργάτας! Πόσοι από μηδενικών ορμηθέντες και διά μηδενικών βαδίσαντες σοβούσι σήμερον ως πολυψήφιοι αριθμοί! Πόσοι τέλος, βιώσαντες εν τη μακαρία ραστώνη του Δεν πειράζει, επροχώρησαν πάντοτε και έφθασαν οπού έφθασαν, ακούοντες οπίσω των την διαρκή ενθάρρυνσιν του Δεν βαρηέσαι!
Τι ηθέλατε να διδάξη τους νεωτέρους το ποικίλον τούτο και πολυμερές φαινόμενον, ούτινος καθ' εκάστην επαναλαμβάνονται τα παραδείγματα; Τι άλλο, ή ότι μωρία είνε πάσα ενδελεχής εργασία, και βλακεία πας κόπος καρποφόρος; Τι άλλο, ή ότι προτιμότερον είνε να σαλπίζη τις την ικανότητά του διά των εφημερίδων – οσάκις δεν υπάρχει πρόχειρος φίλος σαλπιγκτής – , να ζητή τον στέφανον πριν αθλήση, και να καταράται της απαθείας της ελληνικής, αν τυχόν ο στέφανος βραδύνη, κεραυνοβολών ενίοτε και την κυβέρνησιν, ότι δεν παραμερίζει τον μόδιον ίν' ανεύρη τον άγνωστον λύχνον;
Και ταύτα δυστυχώς τους εδίδαξε, και ταύτα βλέπομεν καθ' εκάστην πέριξ ημών, όπου αν στρέψωμεν το βλέμμα.
* * *
Ο κύριος Τάδε χθες μόλις επανήλθεν εξ Ευρώπης, όπου κατώρθωσε μόνον ίσως να απομάθη την γλώσσαν του χωρίς να την αντικαταστήση. Εν τω ατμοκινήτω, όπερ τον μετεκόμισεν, επρονόησε να βαπτίση εαυτόν εις την κολυμβήθραν επιστημονικής τινος ειδικότητος, εκείνης περίπου ην υποθέτει δυναμένην να εξοδευθή εν Αθήναις. Εφρόντισε δε και ν' αναγγείλη εγκαίρως εις το κοινόν διά του τύπου την άφιξιν αυτού, μη παραμελήσας, εννοείται, να πληροφορήση αυτό και περί των διασήμων καθηγητών του.
Παρήλθον μόλις ολίγοι μήνες, και απορεί πώς δεν συνεκινήθησαν έτι αι Αθήναι.
Παρήλθον ακόμη ολίγοι, και εξίσταται πώς η κυβέρνησις δεν τον διώρισεν . . . ουδ' εγώ δεν ηξεύρω τι.
Ο κύριος Δείνα είνε διδάκτωρ της νομικής – αδιάφορον πώς έγεινε. Δικηγορεί από τινων ετών, οσάκις τον ζητήσουν – πράγμα σπάνιον· προτιμά δε μάλλον να αναμιγνύεται εις την διαδικασίαν των πτωχεύσεων, όπερ συχνότερον και μάλλον, φαίνεται, προσοδοφόρον. Έντυπα οιαδήποτε, πλην των εφημερίδων, ήνοιξεν ολίγα μετά το πέρας των σπουδών αυτού. Προτιμά το σφαιριστήριον και την πολιτικολογίαν. Θέλει όμως θέσιν δημοσίαν, και την θέλει μεγάλην. Αγανακτεί δε η ανυπομονησία του, ότι δεν την έλαβεν ακόμη. – Είνε κυβέρνησις αυτή; εκφωνεί πολλάκις εν τω καφενείω· και οι φίλοι του απαντώσιν εν χορώ: Βεβαίως δεν είνε κυβέρνησις.
Του τρίτου εκείνου, αποσχόλου μόλις νεανίου, είνε έτι πρωιμωτέρα και η ανυπομονησία. Είνε γραφεύς υπουργικός· αλλά του υπουργείου μόνον κατά τας αρχάς εκάστου μηνός πατεί την φλιάν, και τούτο διά δύο λόγους· πρώτον διότι τότε συνήθως εκδίδονται τα μισθοδοτικά εντάλματα, δεύτερον δε διότι, ως λέγει, δεν εννοεί να εργασθή, αν δεν τον εκτιμήση – και αυτόν – η κυβέρνησις και τον προαγάγη κατά την αξίαν του. Λαλών περί του τμηματάρχου του, πολιού λειτουργού, από τριακονταετίας υπηρετούντος, αρκείται να μειδιά.
Άλλος γράφει ποιήματα – όχι άσχημα – αλλ' αδημονεί ότι δεν ήρχισαν ήδη να εξοδεύωνται κατά χιλιάδας αντιτύπων.
Ούτος δημοσιογραφεί – ανωνύμως· απορεί δε ότι το κοινόν δεν μαντεύει τα άρθρα του, ουδέ αρπάζει βαθέος έτι όρθρου τα φύλλα της εφημερίδος, ήτις τα δημοσιεύει.
Εκείνος θαυμάζει, πώς η Comédie Française δεν παρήγγειλεν έτι να μεταφρασθώσι τα δραματικά του έργα, ίνα χειροκροτηθώσι παρά γάλλων πλειότερον ή μέχρι τούδε παρ' ελλήνων.
Αυτός θέλει να γείνη ονομαστός εντός εικοσιτεσσάρων ωρών, εκείνος ένδοξος εντός μιας εβδομάδος, άλλος, υπομονητικώτερος, φθάνει μέχρι του μηνός.
Ως τα παιδία, ων δεν εξικνείται εις ύψος η χειρ αναβαίνουσιν επί καθέδρας και υπολαμβάνουσι προς στιγμήν ότι ηυξήθησαν εις άνδρας, ούτω και οι ανυπόμονοι ημών σταδιόδρομοι νομίζουσιν ότι αληθώς μεγεθύνονται, βαίνοντες επί των καλοβάθρων της εθελοφημίας.
* * *
Και πόση την ανυπομονησίαν έπειτα διαδέχεται απογοήτευσις πολλάκις και πικρία! Διότι, όσον ευθηνή και αν ήνε παρ' ημίν η φήμη, όσον ευκόλως και αν μαυλίζεται η δόξα, αδυνατεί τέλος και αυτή να στέφη όλων τας κορυφάς, ουδ' αρκούνται οι πρακτικότατοι έλληνες εις απλά δάφνης . . . ή εφημερίδων φύλλα. Εννοούσι κάπως ψηλαφητήν την δόξαν, και την φήμην ουσιαστικωτέραν. Ναι . . . δεν λέγουσι, καλή είνε και η δάφνη, και οι πανηγυρισμοί νόστιμοι, και το θυμίαμα ευώδες· αλλ' ιδανικά όλ' αυτά . . . πολύ ιδανικά· διά τούτο δε ίσως και τόσον ευκόλως χορηγούνται. Οι μεγάλοι άνδρες, όσον μεγάλοι και αν ήνε, δεν δύνανται να τραφώσι διά δόξης μόνον και λιβανωτού. Έπρεπε, . . και αρχίζει τότε μακρά ανάπτυξις και συζήτησις περί του τι έπρεπε να πράξη, – τι λέγω, να πράξη; να έχη ήδη πεπραγμένον η κυβέρνησις, περί του καθήκοντος όπερ επεβάλλετο εις τους πλουσίους ομογενείς, περί του πατριωτικού αισθήματος όπερ έπρεπε να φλέγη υπέρ της εθνικής δόξης τας καρδίας των έξω ελλήνων, και να αναλύεται από καιρού εις καιρόν εις χρηματικά τινα χορηγήματα υπέρ της προαγωγής και της αποκαταστάσεως των διακεκριμένων έσω ελλήνων. Καλά ταύτα πάντα και βεβαίως ευκταία· αλλ' υστερούσι δυστυχώς ως επί το πλείστον· αντηχεί δε τότε μέχρι τρίτου ουρανού κραυγή αγανακτήσεως κατά της απαθείας και αδιαφορίας του κοινού, κατά της αβελτηρίας και ακαλαισθησίας των ευπορούντων, κατά της ακατονομάστου ψυχρότητος της Κυβερνήσεως. Είνε δυνατόν να παραμελήται ο φωστήρ αυτός; Είνε επιτετραμμένον να αγνοήται η μεγαλοφυία εκείνη; Υποφέρεται ν' αναξιοπαθή τούτου η ικανότης και να πένεται του άλλου το τάλαντον; Εχάθη μία καθηγεσία δι' αυτόν η μία θέσις αμεριμνομερίμνης δι' εκείνον;
Και πολύς, εννοείται, ο κοπετός και μέγας των ανυπομονούντων ο πάταγος.
* * *
Υπομονή, υπομονή ολίγη! Δεν διορθούνται δυστυχώς άλλως τα πράγματα. Είνε βεβαίως λυπηρόν, ότι δεν διαγινώσκονται ούτε διατιμώνται παρ' ημίν τοσούτον πρωίμως αι εξοχότητες, όσον αλλαχού – καθ' α λέγουσι τουλάχιστον οι ανυπόμονοι. Αλλ' ας ευδοκήσωσιν ούτοι ν' αναλογισθώσιν, ότι το ελληνικόν έθνος είνε ολίγον δυστυχώς και πτωχόν, και εκτιμά μεν ευκόλως, διατιμά όμως δυσκόλως και πληρόνει έτι δυσκολώτερον· ότι τα ιδιωτικά βαλάντια, αμιλλώμενα κατά τούτο προς το δημόσιον, μόλις επαρκούσιν εις τα απαραίτητα, ουδέ περισσεύουσιν εις ελευθεριότητας· και ότι παρ' ημίν πολύς έτι θα παρέλθη χρόνος, έως ου κατορθωθή να νομισματοκοπήται η δόξα, και μάλιστα η άωρος.
Υπομονή λοιπόν, αφού άλλως δεν γίνεται.
ΑΡΤΟΣ ΠΙΤΥΡΙΤΗΣ13
«Δεν γίνεται, παιδί μου, ψωμί με πίτυρα», μ' έλεγε ποτε ο μακαρίτης Ράμφος, ο ευφυής εκείνος του Χαλέτ-Εφένδη συγγραφεύς, ο τοσούτον έχων το μυθιστοριογραφικόν τάλαντον. Το σοφόν δε τούτο απόφθεγμα του συνετού ανδρός, το περιβάλλον τύπον δημοτικής παροιμίας εις αιωνίαν και αιωνίως έγκυρον αλήθειαν, συνώψιζε μεν τότε, ότε το έλεγεν εκείνος, εν ώρα βαρυθύμου πολιτικής απογοητεύσεως, την πολιτικήν ημών κατάστασιν, είμαρτο δε πολλάκις έκτοτε να χρησιμεύση ως πικρόν επίγραμμα της κοινωνικής ημών ζυμώσεως, καθ' ην εφέρετο διαρκώς η ιλύς από του πυθμένος εις την επιφάνειαν. Σήμερον όμως ιδίως, ότε βαρύς επελθών ο τυφών διέλυσεν εν μια στιγμή τας ροδίνας νεφέλας των χρηματιστικών ημών ονείρων, σήμερον, ότε δριμύς έπνευσεν ο βορράς και ετράπη εις ρίγος κρυερόν αχρηματίας πάσα εκείνη της υπερτιμήσεως και της κερδοσκοπίας η θέρμη, σήμερον είν' ευκαιρία να επιγραφώσιν αι λέξεις αύται πάσης οιασδήποτε μελέτης περί της καταστάσεως ημών, ήτις ουδέν άλλο είνε ή οξεία εμφάνισις ενός και του αυτού χρονίου νοσήματος, από μακρού ήδη κατατρύχοντος την κοινωνικήν ημών ύπαρξιν.
* * *
Ας αναδράμωμεν ολίγον προς το παρελθόν, και ας επισκοπήσωμεν ποσάκις μέχρι τούδε εφαντάσθημεν, ότι ήτο δυνατόν να κατασκευάσωμεν ψωμί με πίτυρα, ποσάκις το εζυμώσαμεν, και ποσάκις εκηρύξαμεν άρτον το αηδές αυτό φύραμα.
Αφίνομεν κατά μέρος την πολιτικήν· ούτε σκοπός ημών είνε ούτε διάθεσιν έχομεν επί του παρόντος να εξετάσωμεν, αν και κατά πόσον δύναται να ονομασθή ευπροσώπως άρτος η συνταγματική και κοινοβουλευτική κουραμάνα, ην επροίκισαν την Ελλάδα δύο μεγάλαι της νεωτέρας ημών ιστορίας εποχαί. Σημειούμεν απλώς, ότι από τεσσαρακονταετίας ήδη την τρώγομεν και ακόμη δεν επαχύναμεν.
Ανοίγομεν την βίβλον του κοινωνικού ημών βίου του τε δημοσίου και του ιδιωτικού, και φυλλομετρούμεν αυτήν εική και τυχαίως. Είνε πολύ μάλλον πρόχειρος και πολύ διδακτικωτέρα· παρέχει δε κατά πάσαν σχεδόν αυτής σελίδα το θέαμα μερίδος τινός Ελλήνων, σήμερον αυτής και αύριον εκείνης, ασχολουμένων ανενδότως και καλή τη πίστει να ζυμόνωσιν άρτον πιτυρίτην, εις τροφήν εαυτών και των άλλων.
Αλλ' ουδέ ήτο δυνατόν να γείνη άλλως.
Εφαντάσθημεν πάντοτε – και σήμερον ακόμη το φανταζόμεθα, και κύριος οίδε πόσον έτι χρόνον θα το νομίζωμεν – ότι είμεθα ο περιούσιος λαός του κυρίου· ότι περιεσώθημεν κατά θείαν ευδοκίαν εκ του κατακλυσμού των χρόνων εις πλήρωσιν μεγάλης και υψηλής αποστολής, και ότι πρώτιστον ημών καθήκον ήτο, όχι να ζήσωμεν – αφού είχαμεν την τύχην ν' αναγεννηθώμεν – αλλά να διακριθώμεν προ πάντων και να λάμψωμεν.
Μωρά έτι και νήπια ηρχίσαμεν να ομιλώμεν περί τελεολογικών ζητημάτων πριν ή οδοντοφυήσωμεν, και τετραποδίζοντες έτι περιεβάλομεν κράνος την ασθενή ημών κεφαλήν.
Ετράπημεν την περίβλεπτον αλλά τραχείαν και ανάντη ατραπόν της δόξης, αντί να πατήσωμεν την άσημον αλλ' ασφαλή και ομαλήν οδόν της εργασίας. Εφροντίσαμεν πώς να ενδυθώμεν και στολισθώμεν, πριν ή μεριμνήσωμεν πού να κατοικήσωμεν και τι να φάγωμεν. Ούτω δε, κατά φυσικήν και αναπόδραστον συνέπειαν, ελησμονήσαμεν τας αληθείς ημών βιωτικάς και εθνικάς ανάγκας, ανάγκας ζωτικάς, ων η θεραπεία ήτο κύριος και απαραίτητος όρος της κοινωνικής ημών ευημερίας, και αμιλλώμενοι προς τους ξένους εν τη εξάψει του εκπολιτιστικού ημών πυρετού, εδημιουργήσαμεν εις ημάς αυτούς ανάγκας ψευδείς, φανταστικάς, ανυπάρκτους, και κατηναλώσαμεν και καταναλίσκομεν έτι εις πλήρωσιν αυτών το κράτιστον και κάλλιστον κεφάλαιον των εθνικών ημών δυνάμεων.
* * *
Τα επελθόντα έπρεπεν αναγκαίως να επέλθωσιν.
Ανάγκαι επακταί διά δανείων μόνον θεραπεύονται.
Απηξιώσαμεν να εργασθώμεν πάντες εις παρασκευήν του εθνικού ημών άρτου διά του εθνικού ημών αλεύρου, και επροτιμήσαμεν ν' ασχοληθώμεν, ολίγοι χάριν ολίγων, εις παρασκευήν άρτου ευρωπαϊκού δι' αλεύρου των Τριών Σίγμα, και εζητήσαμεν την άχνην αυτήν, ήτις μας έλειπε, δάνειον παρά της Ευρώπης.
Αλλά το άλευρον αυτό το ευρωπαϊκόν πόσοι το εγνώριζον, και πόσοι ηδύναντο να το διακρίνωσιν; Ολίγοι μόλις. Οι άλλοι εδανείσθησαν πίτυρα και τα εξέλαβον ως άχνην. Εζύμωσαν πλακούντας δυσπέπτους και τους ενόμισαν άρτον, και ετράφησαν δι' αυτών, και τους εμάσσησαν ηδονικώτατα, χαίροντες ίσως και εναβρυνόμενοι, ότι δεν έτρωγον το μαύρον σπιτικόν ψωμί του απολιτίστου Έλληνος, . . αυτοί οι εκ του προχείρου και τόσον ακόπως πολιτισθέντες.
* * *
Επολιτίσθησαν ούτω κατ' αρχάς ολίγοι, ενόμισαν δηλαδή ότι επολιτίσθησαν, και παρακολούθησαν αυτούς κατόπιν οι ασμένως πιθηκίζοντες πάντοτε το καινόν και το στίλβον.
Και εισεκομίζοντο ούτω αφθονώτερα πάντοτε τα ευρωπαϊκά άλευρα εις Αθήνας, κ' εζυμούντο δι' αυτών ευρωπαϊκοί πλακούντες εις κατανάλωσιν του φιλοπροόδου Έλληνος.
Η ζήτησις κατά φυσικόν λόγον επετείνετο, διότι οι Έλληνες ήθελον ολόιδια μιας να γείνωσιν Ευρωπαίοι, και η από της εσπερίας προμήθεια εσπάνιζε πολλάκις, και το σπανίζον υπερετιμάτο.
Ήλθε τότε η νοθεία επίκουρος, και τα εγχώρια πίτυρα ήρχισαν παρεισαγόμενα εις την κατασκευήν των πλακούντων του νεοελληνικού πολιτισμού. Κατ' αρχάς ανεμίχθησαν με τα ξένα· είτα δε βαθμηδόν και κατ' ολίγον αντικατέστησαν εκείνα εντελώς.
Πίτυρα και πίτυρα, ολίγον διέφερον αλλήλων κατά την γεύσιν.
* * *
Πτωχοί, αμαθείς, άτεχνοι, χθες μόλις απαλλαγέντες του βδελυρωτάτου των ζυγών, και φέροντες έτι – πώς άλλως; – της δουλείας τους μώλωπας επί του κοινωνικού ημών σώματος, ελησμονήσαμεν δυστυχώς, κατ' αυτά τα πρώτα βήματα του ελευθέρου ημών βίου, ότι πρώτον ημών καθήκον ήτο να ζήσωμεν, και ότι προς τούτο απαραίτητον ήτο να κρατύνωμεν ημάς αυτούς διά της εργασίας, και ν' αναρρώσωμεν διά της εγκρατείας και της φειδούς.
Ορέξεις είχομεν πολλάς, και ήτο φυσικόν να τας έχωμεν, διότι χρόνους μακρούς είχομεν πεινάσει και διψήσει εν δουλεία. Αλλ' όχι μόνον αυτάς ηθελήσαμεν πάσας διά μιας να θεραπεύσωμεν, αλλά και νέας άλλας ησθάνθημεν αίφνης, ως πάντες οι οψίδοξοι και οψίπλουτοι, και ωρμήσαμεν ακατάσχετοι εις πλήρωσιν αυτών, δίκην στρατού βαρβάρων νικηφόρου, εισελαύνοντος εις δορυάλωτον χώραν και σπεύδοντος να λεηλατήση αυτήν μέχρι του εσχάτου των τριόδων της κάρφους, εκ φόβου μη δεν εύρη πλέον τίποτε την επαύριον.
Δεν εσυλλογίσθημεν, ότι ανεβλέπομεν από τυφλότητος μακράς, και ότι το φως το άπλετον ηδύνατο ν' αποβή ολέθριον εις την νέαν και ασθενή ημών όρασιν.
Δεν εσκέφθημεν, ότι όπως απολαύσωμεν όσων ωρεγόμεθα, είχομεν πόρων ανάγκην και πόρων πολλών, ενώ ήμεθα γυμνοί έτι από της δουλείας και ρακένδυτοι από της βαρβαρότητος.
Αντί να μεριμνήσωμεν εγκρατώς και περιεσκεμμένως περί της προχείρου παρασκευής απερίττου ενδυμασίας, δυναμένης να καλύψη τα ριγούντα ημών μέλη, ωνειρεύθημεν αμέσως ενδύματα πολυτελή και χρυσοποίκιλτα, ως μόνην αναβολήν αξίαν των ενδόξων απογόνων του Περικλέους, δυναμένην ανεπαισχύντως να επιδειχθή εις των Ευρωπαίων τα όμματα. Είχομεν, βλέπετε, να κρατήσωμεν την θέσιν μας, ως λέγει ο μωρός εκατοντάδραχμος υπάλληλος, ο νηστεύων μήνας όλους, ίνα πληρώση, – αν πληρώση – την μεταξωτήν εσθήτα της συζύγου του.
Ούτω δε, αντί να περιορίσωμεν εξ αρχής τας ανάγκας ημών αναλόγως των πόρων μας, ηγωνίσθημεν και αγωνιζόμεθα έτι δυστυχώς να αυξήσωμεν τους πόρους ημών αναλόγως των αναγκών μας, και τούτων ουχί αληθών και πραγματικών, αλλά ψευδών ως επί το πολύ και εκ μωράς συνθήκης υπαγορευομένων.
Ηθελήσαμεν και θέλομεν να φανώμεν πλούσιοι, ενώ είμεθα πτωχοί, . . . και ζυμόνομεν άρτον με πίτυρα, διότι άλευρον δεν έχομεν.
* * *
Ουδ' ευρέθη τις εν μέσω του αγνώτος και απερισκέπτου πλήθους, όστις να οδηγήση τα πρώτα του βήματα, ή να φωνήση καν εις τους προς την άβυσσον χωρούντας τυφλούς, ότι βάραθρον χαίνει προ των ποδών των.
Τουναντίον. Εκείνοι παρ' ων έπρεπεν άλλως να προσδοκάται σωτήριος τις απόπειρα προς ανακοπήν του γεύματος, όπερ παρέσυρε τα πλήθη, εκείνοι ακριβώς υπήρξαν οι συντελέσαντες εις αύξησιν αυτού και εξόγκωσιν.
Οι μεν αυτών επέστρεφον εκ της Εσπερίας, κομίζοντες, πλην ολίγων απέπτων και συγκεχυμένων γνώσεων, βαθυτάτην του ελληνικού βίου περιφρόνησιν και χλεύην προς τα ήθη των πατέρων αυτών, οίτινες είχον δαπανήσει εις μόρφωσίν των.
Οι δε, όψιμοι πλέον παραφυάδες παλαιοτέρων κ' ευρωστοτέρων κορμών, καλύπτοντες υπό αξιώσεις αμέτρους αδράνειαν γεροντικήν και παντελή βιωτικήν εξάντλησιν, διετήρουν έτι ως κειμήλιον τας ξενοτρόπους του παρελθόντος αυτών παραδόσεις, και ανέπτυσσον αυτάς εις ολέθριον πειρασμόν του πλήθους.
Άλλοι τέλος, από παντοίων επεισάκτων αναγνωσμάτων φθειρόμενοι, και τους νοσηρούς αυτών πόθους ως αληθείς ανάγκας υπολαμβάνοντες, σκοπόν του βίου των προετίθεντο την εκ παντός τρόπου πλήρωσιν αυτών, εις ταύτην και μόνην συνοψίζοντες του πολιτισμού των το ευαγγέλιον.
Ούτω δε κατήρξαντο πρώτοι της ολισθηράς πορείας όσοι έπρεπε να οδηγήσωσιν εις την ευθείαν τους πολλούς, και ηκολούθησαν εκ τούτων όσοι υπέλαβον ότι ηδύναντο να εξισώσωσι τους πόρους αυτών προς τας δαπάνας της νέας διαίτης, μεθ' όσης ευκολίας εξισούντο αι ορέξεις των προς τας ορέξεις των άλλων.
Ο άνθρωπος είνε μιμητής, και ο Έλλην είνε ο μιμητικώτατος των ανθρώπων.
* * *
Και δεν υπήρξε σχεδόν φάσις μία του κοινωνικού ημών βίου, καθ' ην, λησμονούντες όλως τι ηδυνάμεθα και ωφείλομεν να πράξωμεν εξ ιδίων, να μη εμιμήθημεν τους ξένους.
Και δεν υπήρξε σχεδόν στιγμή, καθ' ην να μη ωνειρεύθημεν βοός μεγαλεία, μικρά ημείς βατραχίδια, και να μη ηγωνίσθημεν, πάσας ημών εντείνοντες τας δυνάμεις, να ογκωθώμεν εις μέγεθος και περιωπήν.
Είνε ίσως θαύμα ότι δεν διερράγημεν ακόμη· αλλά πόσον διαρκούσι πλέον σήμερον τα θαύματα;
* * *
Εν άλλη παλαιοτέρα εποχή, πριν έτι γείνωμεν ελεύθεροι, πρώτη και κυρία των γονέων ημών μέριμνα ήτο να μάθωσι τα τέκνα των ελληνικά· και τα εμάνθανον αληθώς, όσον ηδύναντο τότε να τα διδάξωσιν οι διδάσκαλοι του καιρού. Αλλά την εποχήν εκείνην διεδέχθη εποχή πολιτισμού, και αι υποχρεώσεις, ας εφαντάσθημεν ότι επέβαλεν ημίν η τροπή των χρόνων, ήσαν φοβεραί και μεγάλαι. Τι να τα κάμωμεν πλέον τα ελληνικά; Τι να κάμωμεν τον υγιά και άγιον των πατέρων υμών άρτον, δι' ου εν χρόνοις δουλείας και σκότους περιέσωσαν εκείνοι από του κατακλυσμού την εθνικότητα αυτών και ημών; Ήτο πλέον δυνατόν να ζήσωμεν χωρίς γαλλικά;
Ενομίσαμεν ούτω απαραίτητον, όπως αποδειχθώμεν άξιοι της περιβλέπτου θέσεως ην εκλήρου ημίν η θεία πρόνοια, να μάθωμεν γαλλικά, πριν ή διδαχθώμεν την πατρικήν ημών γλώσσαν. Και παρεδώκαμεν επί τούτω τα τέκνα ημών, από νεαράς αυτών ηλικίας, εις ξένας παιδαγωγούς, ων αι πλείσται πάντη αλλοίαν έχουσιν ως εκ του παρελθόντος αυτών την ειδικότητα, και ερυθριώμεν σχεδόν εξ υπερηφανείας, όταν τα ακούωμεν στρεβλούντα μετά πολλών μορφασμών ολίγας γαλλικάς λέξεις, και υπολαμβάνομεν εαυτούς αληθώς ευδαίμονας, οσάκις τα βλέπομεν κρατούντα γαλλικόν βιβλίον, όπερ ως επί το πλείστον είνε μυθιστόρημα.
Και έχομεν πλήρη και αδιάσειστον την πεποίθησιν, ότι δίδομεν τοιουτοτρόπως καλήν ανατροφήν εις την νέαν γενεάν.
Δεν είνε τούτο άρτος πιτυρίτης, και χειρίστης μάλιστα πoιότητος;
* * *
Παρατηρήσατε εις τας οδούς και τας πλατείας των Αθηνών τον κομψόν εκείνον νεανίσκον, όστις υπό τα στενά του ενδύματα φαίνεται ως αλεξιβρόχιον εντός της θήκης του. Δεν θα δυσκολευθήτε να τον εύρετε, διότι είνε πολλοί και ομοιάζουν όλοι απαράλλακτα. Είνε υιός καλής οικογενείας, ήτις αφού μάτην εδαπάνησεν εκούσα εις εκπαίδευσίν του, δαπανά σήμερον άκουσα εις ενδυμασίαν αυτού και διασκέδασιν. Αν είχε το ευτύχημα να γεννηθή εις χρόνους παλαιούς, θα επεμελείτο χαίρων των πατρικών κτημάτων, θα εφρόντιζε περί ευρέσεως τελειοτέρου τινος λιπάσματος, και θα προσεπάθει ν' αυξήση το ετήσιον από γης εισόδημά του. Σήμερον πράττει άλλως, διότι άλλως ανετράφη. Τρώγει, μόνος αυτός, την μείζονα μερίδα της πατρικής προσόδου, και προεξοφλεί το υπόλοιπον εις τους τοκογλύφους. Αριστεί ως επί το πλείστον εν τω ξενοδοχείω, διότι ευρίσκει πενιχράν την εν οίκω τράπεζαν, παίζει θαυμάσια σφαιριστήριον, ομιλεί περί των πολιτικών πραγμάτων της Ευρώπης μεταξύ ενός καφέ και ενός κονιάκ, τρέφει βαθυτάτην περιφρόνησιν προς οιουδήποτε είδους εργασίαν, και ονειρεύεται διπλωματικήν τινα θέσιν, ανάλογον των ολίγων σολοίκων γαλλικών φράσεων, δ' ων καρυκεύει την ομιλίαν του.
Πιτυρίτης και αυτός, και πιτυρίτης αφθονότατος σήμερον εν τη Αθηναϊκή αγορά.
Η αγαθή αυτή κυρία, ήτις φοιτά τακτικώτατα εις τας παραστάσεις του εν Φαλήρω γαλλικού θεάτρου – χωρίς να γνωρίζη γαλλικά – μετά της θυγατρός της, ήτις γνωρίζει τόσα μόνον, ώστε να εννοή τας σεμνάς χειρονομίας των ηθοποιών, πιτυρίτην άρτον τρώγει και αυτή.
Πόθος της ενδόμυχος – ιερός και άγιος πόθος μητρός – είνε να νυμφεύση την κόρην της. Δεν θέλει όμως όσους την θέλουν. Έχει ιδέας μεγάλας. Αυτή θέλει πλούσιον τον γαμβρόν, και η κόρη της τον θέλει κομψόν. Εκείνη τον θέλει από γένος, και η κόρη της τον θέλει με θέσιν κοινωνικήν. Φαντάζεται η καλή μήτηρ ότι του είδους αυτού οι νυμφίοι ψαρεύονται ευκόλως όπου συνάζεται ο καλός κόσμος, και ότι δέλεαρ άπταιστον και ασφαλές είνε οι καλοί τρόποι. Τι δε εννοεί καλούς τρόπους μανθάνει τις ευκόλως, παρατηρών επί τινας στιγμάς το ήθος της κόρης και την αναβολήν αυτής, ακούων τους λόγους της οίτινες οφθονούσι, και παρακολουθών τα βλέμματά της τα αεικίνητα. Πάντα ταύτα η μήτηρ της τα εδίδαξεν. Έπεισε την κόρην, ότι θα εφαίνετο βλαξ αν ήτο σεμνοτέρα, και θα υπελαμβάνετο εντελώς αμόρφωτος, αν ελάλει ολιγώτερα και σωφρονέστερα.
Τον χειμώνα δέχονται το βράδυ και φιλεύουσι τους προσκεκλημένους τέιον και πλακούντια, άτινα πληρόνονται πολλάκις εκ του υστερήματος του στομάχου των, η δε κόρη γυμνάζεται εις την αλιείαν.
Το δίκτυόν της δεν συνέλαβεν ακόμη τίποτε, και ο γέρων πατήρ της – ωρίμου πείρας άνθρωπος – εκφράζει πολλούς δισταγμούς περί της αποτελεσματικότητος της μητρικής μεθόδου.
Αλλά τις τον ακούει! Όταν ομιλή, μήτηρ και θυγάτηρ ανταλλάσσουσι βλέμματα πολυσήμαντα, και όταν απέρχεται, γελώσιν ενίοτε εις βάρος του.
* * *
Ο οψοπώλης μου και ο κουρεύς σας και ο ράπτης του φίλου σας ήσαν έντιμοι άνθρωποι, ζώντες ανέτως από του έργου των και τρώγοντες εγχώριον άρτον από εγχωρίων αλεύρων. Ολίγα εκέρδαινον από της εργασίας αυτών, αλλά τα κέρδη των ήσαν προϊόν ιδρώτος και κόπων, και η εξ αυτών αυτάρκης απόλαυσις είχε την άρρητον εκείνην γλυκύτητα, ην παρέχει η εσπερινή ανάπαυσις μετά ημερήσιον μόχθον. Αλλ' ο γείτων αυτών ο υποδηματοποιός έκλεισε μίαν ημέραν το εργαστήριόν του, και φήμη διέτρεξε την γειτονίαν ότι επλούτησεν αίφνης από τας μετοχάς. Οι γείτονες ηρώτησαν, έμαθον τας λεπτομερείας, και εσκέφθησαν φυσικότατα ότι πολύ ανόητοι ήσαν να κοπιώσιν ημέρας και νυκτός δι' έν τεμάχιον άρτου, ενώ το χρηματιστήριον ήνοιγεν εκεί πλησίον τας αγκάλας του. Ο δρόμος ήτο εύκολος, γνωστός και πλήθων κόσμου. Ηκολούθησαν το πλήθος. Εφαντάσθησαν και αυτοί – τις δεν το εφαντάσθη; – ότι προχειρότατον ήτο να τραφώσι μαγειρεύοντες αέρα και ακοπώτατον να πλουτήσωσιν από μηδενικών. Ο πρώτος αυτών πλους διά του πελάγους των χαρτίνων εκατομμυρίων υπήρξεν αίσιος, και ο πρώτος πιτυρίτης άρτος τον οποίον εμάσσησαν εφάνη εις αυτούς του γλυκυτέρου πλακούντος γλυκύτερος. Τι βλάκες ήσαν τόσον καιρόν! Ήλλαξαν έξεις, και αντί να πίνωσιν, ως άλλοτε, τον καφέν και τον ναργιλέν των εις το μικρόν γειτονικόν των καφενείου, κατά την μεσημβρινήν της εργασίας των ανάπαυλαν, εφοίτησαν εις του Χαραμή, ανέγνωσαν εφημερίδας και συνεζήτησαν περί των ενδεχομένων αποτελεσμάτων της εν Τσερνιέβιτς συνεντεύξεως των τριών αυτοκρατόρων.