Kitabı oku: «Διηγήματα, Νέα Σειρά», sayfa 5
Η ΔΕΚΟΧΤΟΥΡΑ
I
ΎΠΝΟ δεν είχεν, κάμποσες νύχτες τώρα, η Σμαραγδούλα. Από κάτω από τα ωραία της μάτια είνε μια σειρά μελανή, της αγρύπνιας σημάδι. Θυμώνει με την αδιακρισία, την αυθάδεια των παλληκαριών που δεν την αφίνουν να κοιμηθή. Η δυσαρέσκειά της φαίνεται σ' όλα της τα κινήματα.
– Ακούς εκεί! Να μην μπορή ένας να ησυχάση, να μην είν' ελεύθερος ν' αναπαυθή γιατί εκατέβη στο κεφάλι μερικών να έρχουνται την νύχτα να τραγουδούν, χωρίς κανείς να τους παρακαλή. Αυτοί ευχαριστούνται, ρώτηξαν όμως και μένα, αν θέλω ν' ακούω; Να ταν εδώ ο Μάρκος ο ξάδελφός μου, δεν θα με πείραζε κανένας. Αυτά εσυλλογιόταν η Σμαραγδούλα, ενώ η καϋμένη η γρηά θεία της είνε να χάση το νου της με το φυσικό της ανεψιάς. Να την αγαπούνε τόσοι, να την κυνηγούνε, να είνε έτοιμοι να φαγωθούν, κι' αυτή να θυμώνη, να τους βρίζη, να μη θέλη να τους ξέρη. Η πατινάδες και τα τραγούδια, εκείνο που για της άλλες κοπέλλες ήταν χαρά και πανηγύρι και καύχημα, για την Σμαραγδούλα ήταν αφορμή θυμού. Απελπίζετο η καϋμένη η θεία της με τον χαραχτήρα της τον παράξενο, τον αλλόκοτο! Πού ευρήκε αυτή την υπερηφάνεια, κόρη ναυτικού, καθώς ήταν η περισσότερες συνομίληκες και φιλενάδες της; Εκείνη πάλι η ακαταδεξία, η ψυχρότητά της; Μάρμαρο η ευλογημένη, ενώ είνε τόσον έμμορφη τόσον ελκυστική, οπού δεν έμεινε παλληκάρι να μη την ποθήση, να μη την κυνηγήση. Και ενθυμήθη με πείσμα η γρηά τη νύφη της. – Από εκείνη την ξένη, από τη μάννα της, τόχει, αυτό το ελάττωμα από κείνη το κληρονόμησε χωρίς άλλο γιατί όσο για τ' άλλα, είνε λαμπρό παιδί, και μόνο αυτή την ψυχρότη δείχνει πως έχει, για να μην την διώ εγώ αποκαταστημένη. Και η αδημονία αυτή την έτρωγε χρόνια τώρα.
Τον αδερφό της, τον πατέρα της Σμαραγδούλας, τον αγαπούσε πολύ, μα δε μπόρεσε να του συχωρέση πως πήρε μια ξένη, μια περίφανη, μια πεισματάρα, που ό,τι έλεγε, έπρεπε να γίνεται. Μα είχε δελεάση τον αδερφό της με την ξεχωριστή ευμορφιά της. Τώρα τα χρόνια πέρασαν, οι γονείς δεν ζούνε πλιο και η γρηά θεία αφωσιώθηκε στην ανεψιά της: ήταν το καμάρι της, το είδωλό της. Και τι χαρά που την είχε, οπού όσο μεγάλωνε, τόσο αύξαναν οι αγαπητικοί, τα τραγούδια, η πατινάδες, τα παινέματα στην εμμορφιά την ασύγκριτη, στα μάτια πούλεγαν τόσα και τόσα χωρίς να μιλούνε, στο λυγυρό κορμί, το κυπαρισένιο, στο περήφανο περπάτημα και στα μαλλιά τα μαύρα σαν του κόρακα το φτερό. Και ύστερ' απ' αυτά τα χαρίσματα της Μοίρας, ύστερ' απ' αυτά τα θεϊκά δώρα, μία ακατανόητη ψυχρότητα, μία αδιαφορία, μία απάθεια, μία αναισθησία μαρμάρου.. Τα μάτια της είχαν τόση έκφρασι, τόση ζωή μέσα τους, οπού έφθαναν να ζωογονήσουν εκατό νεκρές καρδιές γύρου τους! Θα έλεγες πως με τα μάτια εκείνα μιλεί, η ψυχή της, και όμως, σαν να μην είχε μνημονικό η ψυχή αυτή και ό,τι έβλεπε, σαν να μην ετυπώνετο μέσα της, παρά εξαλείφετο σαν το σημάδι επάνω στο νερό.
Ήταν στ' αλήθεια τέτοια, ή τα φερσήματα της ήταν προσποιημένα, γιατί δεν έβρισκε το ταίρι της;
Κανείς δεν ήξευρε να πη. Τούτο μόνο ήταν γνωστό, πως έπαιζε κ' εγελούσε με τα αισθήματα των αγαπητικών της, μάλιστα όταν τα αισθήματα αυτά εξεχείλιζαν ή εξεσπούσαν σε πατινάδες και σε τραγούδια, η Σμαραγδούλα εγίνετο κακιά, εθύμωνε με τα σωστά της ή εμπορούσε και να προσβάλη.
***
Δεν τα θελε τα πράμματ' αυτά τα πρόστυχα· τέλειωσε. Έτζι ήταν καμωμένη η Σμαραγδούλα· δεν έμοιαζε με καμμιά από της φιλενάδες της· εκείνα τα χωρατά, εκείνα τα κρυφομιλήματα, ή ν' ανταμώνεται σε κανένα σπίτι με κανένα κοπελλιάρη για να τα πούνε, καθώς έκαναν άλλες, η περισσότερες, δεν της άρεσαν, δεν τάθελε· θαρρείς πως ήταν γυναίκα άλλου κύκλου και δεν εννοούσε να την πειράζουνε, να την ενοχλούνε μ' ερωτοτροπίες πρόστυχες και χωρίς την άδειά της. Μεγάλη ιδέα έχουνε για τον εαυτό τους – ήλεγε η Σμαραγδούλα. – «Τους φαίνεται πως φτάνει να καταδεχτούνε να σε κυτάξουνε, εσύ ετρελλάθηκες απ' τη χαρά σου· αν έρθουνε δα και με τα βιολιά, τόχουνε γι' αμαρτία να μην ανοίξης την πόρτα σου. Εγώ δεν τ' αγαπώ αυτά και όσο θένε, ας τρέχουνε· δε με πλανούνε.»
***
Κάθε πράμμα όμως στον κόσμο έχει τα όριά του, έχει ένα σημείο που σταματά, για αυτό έφθασε μια μέρα οπού και οι αγαπητικοί της Σμαραγδούλας, ετραβήχτηκαν. Εβαρεθήκαν οι άνθρωποι να ελπίζουν και να παίζουνται· είπαν μεταξύ τους – ουχ άδεφέ, να παρακαλούμε θέμε; ας πάη στο καλό τέτοια γυναίκα, δίχως καρδιά! Και η Σμαραγδούλα ανάσανε, ησύχασε, όχι όμως όλως διόλου, γιατί δεν άργησε να φανερωθή πως δεν είχαν τραβηχτή όλοι και πως έμειναν δυο, οι καλλίτεροι, δηλαδή οι χειρότεροι, οι πιο πεισματάρηδες και οι πιο επικίνδυνοι, από κείνους που δεν υποχωρούνε γρήγορα, που δεν ξεχνούν, από κείνους, που συνήθισαν να νικούνε τα εμπόδια και η Σμαραγδούλα είδε με θυμό και με πείσμα, πως ο πόλεμος δεν ετελείωσε. Σαν να ήταν όμως τώρα προσποιητός ο θυμός της και σαν να της άρεσε πως είχε να κάμη με χαραχτήρας ανδρικούς και εφαινότανε σαν περήφανη, γιατί η νίκη της θα είχε περισσή αξία.
Ήταν καπετανόπουλα οι δυο φίλοι της Σμαραγδούλας και εχθροί μεταξύ τους μεγάλοι, ο Γιώργης ο Μόρφος και ο Ζώης ο Περήφανος. Ο Μόρφος μάλιστα εμισούσε το Ζώη με όλη τη δύναμι της ψυχής του, γιατί κάπου στην ξενητειά μια φορά εφιλονείκησαν για την κοπέλλα κ' επιάστηκαν και ο δυνατώτερος Ζώης έδειρε τον Μόρφο. Τώρα απόφευγε ο ένας τον άλλον για να μην έρθουν στα χέρια και η κοπέλλα ήταν ελεύθερη να διαλέξη από τους δυο. Και η πατινάδες και τα τραγούδια δεν είχαν τελειωμό. Ο Μόρφος ήταν πιο φρόνιμος από τον Ζώη και ο Ζώης πιο ορμητικός από τον Μόρφον και πιο ανυπόμονος. Μαζή με τον έρωτά του έδειχνε και το πείσμα του το μεγάλο για την αντίστασι την αδικαιολόγητη της Σμαραγδούλας. Η φιλοτιμία του ήταν πολύ πληγωμένη γιατί δεν ήταν μόνο καλός γαμπρός, μα και ωραίο παλληκάρι. Μα του κάκου όλα.. πατηνάδες, περίπατοι, ματιές, παινέματα, θυμοί, ξενύχτια στην πόρτα ομπρός, τίποτα δεν ωφελούσαν και μόνο ο Ζώης ερεθιζότανε. Μια πρωινή ο Ζώης επαραφύλαξε την κοπέλλα, σαν εύγαινε από την εκκλησιά, σ' ένα δρόμο κοντά στο σπίτι της. – Τι διάβολο, από πάγο είσαι; της είπε. – Και ο πιο δυνατός πάγος λυώνει, σαν εύρη ανάλογη ζέστη, αποκρίθη εκείνη.
– Που θα πη, εμείς δεν την έχομε, είπεν εκείνος με πείσμα και εστράφη να φύγη γρήγορα, χωρίς να περιμένη ν' ακούση την απόκρισι της Σμαραγδούλας, η οποία σαν να είχεν αρχίση να λυγίζεται. Στα ερωτικά δεν ήταν τεχνίτης ο Ζώης και άκουε περισσότερο το πείσμα του, κι' αυτό τον έφαγε. Ετραβήχτηκε με υπερβολικό πείσμα αυτή τη φορά, με αγανάκτησι, βέβαιος πως έχει να κάμη με μάρμαρο, και για να λάβη κάποια εκδίκησι, εσυλλογίσθη να την πειράξη· εσκέφθη να την περιφρονήση και ενώ η Σμαραγδούλα εγύρευε αφορμή τώρα να δείξη πως άλλαξε και να φανερώση την κλίσι της στο Ζώη, αυτός, που ήταν ζηλευτός γαμπρός και τον ήθελαν πολλές, εστράφηκε σε μιαν άλλη πολύ ζωηρή και φανερά, ολοφάνερα, κάθε μέρα, ήταν μαζή της κ' επερνούσε συχνά μ' αυτήν από το σπήτι της Σμαραγδούλας για να την κάνη να σκυλιάζη. Και το εκατώρθωσε. Στην αρχή η Σμαραγδούλα θέλησε να κάμη την περήφανη, τη δυνατή, μα έτυχε μια περίστασι κ' επροδόθηκε πολύ άσκημα. Ένα από 'κείνα τα κακά, τ' απύλωτα στόματα, που τίποτα δεν τα κρατεί, που θέλουν να μιλούνε και ας γίνη ό,τι γίνη, είπε της Σμαραγδούλας πως ο Ζώης είπε, τάχατες φανερά, πως δε θέλει να τήνε ξέρη, πως την περιφρονεί και πως αν περνά, περνά μόνο για να την προσβάλη με τον τρόπο του, γιατί αυτό και της πρέπει. Επίστεψε η Σμαραγδούλα το κακό στόμα το απύλωτο, το φαρμακερό του σάλιο της εδάγκασε την καρδιά εις βαθμό, οπού αισθάνθηκε βαθειά τον πόνο και μια βραδιά, οπού ο Ζώης πέρασε πάλι από μπροστά της πεζογελώντας, πρώτα με την κοπέλλα του, και ευτύς κατόπι μοναχός του, η Σμαραγδούλα δε βαστάχτηκε και του φώναξε με θυμό, πως δεν την πειράζουνε τέτοια καμώματα, που τα κάνουνε μόνο γουρού.. Στην άσκημη λέξι εσταμάτησε, την άκουσαν όμως δυο γειτόνισσες, και ο Ζώης, υπερβολικά συγχυσμένος, έφυγε τρεχάτος.
Η Σμαραγδούλα, ευτύς ύστερ' απ' αυτό έκλεισε το παράθυρο και την πόρτα της κ' επλάγιασε να κοιμηθή. Εμετανόησ' ευτύς για τη λέξι και είδε κακά όνειρα τη νύχτα κείνη, την αυγή δε, ευτύς που σηκώθηκε, άκουσε θόρυβο στην πόρτα της και ομιλίες και ξεφωνητά. Έτρεξε και τι να ιδή; Από ένα χαλκά της οξώπορτας του κάτω σπιτιού εκρεμότανε ένα γουρουνάκι σφαγμένο!
Δεν μπορούσε να γείνη μεγαλείτερη προσβολή απ' αυτήν και για να την κάμη ο Ζώης, θα πη πως είχε θυμώση υπερβολικά. Μπροστά σε κόσμο τον ωνόμασε χοίρο! Και αν για μια στιγμή υποθέσωμε πως το αίσθημα του Ζώη για την άλλη κοπέλλα, ήταν προσποιητό, φτιασμένο έτζι για να ερεθίζη τη Σμαραγδούλα, τώρα όμως η καρδιά του είνε γεμάτη θυμό, θυμό δίκαιο, και κανένα άλλο αίσθημα δε χωρεί μέσα της. Καλλίτερα την ξερριζώνη την καρδιά του, παρά να την ακούση να του μιλήση πλιο για την Σμαραγδούλα για την πιο άσπλαχνη, την πιο σκληρή γυναίκα που εγνώρισε στη ζωή του. Και ποιος; ο Ζώης ο Περήφανος, το ζηλευτό παλληκάρι, που θα το είχε τιμή και ευτυχία της να τον πάρη άλλη κοπέλλα.. «Χοίρος είμ' εγώ; Να, λοιπό, να σου κρεμάσω το ζώο στην πόρτα σου, να μου θυμάσαι! μια για πάντα' είσ' εσύ κακή, να γενώ και εγώ πιο κακός από σένα.»
Είνε λίγα χρόνια τώρα, μια πρωινή, με οδηγό τον παντοτεινό μου αγωγιάτη, τον Βασίλη τον Αρβανίτη, επήγαινα από τη χώρα στην εξοχή, μιάμιση ώρα μακρυά. Ο δρόμος δεν είνε άσχημος, τα περίχωρα μόνο σου φέρνουν μελαγχολία. Δεξιά, και ζερβά, ομπρός και 'πίσω και όσο βλέπει το 'μάτι εκτείνεται, θαρρείς ατελείωτη, μία βουνοσειρά απόκρημνη, με συχνές, απότομες, πολύσχημες παραλλαγές, γυμνή δε και σαν γλυμένη από της βροχές, με σπάνια, πού και πού αγριόχορτα, τα μόνα σημάδια της ζωής, μέσα εις εκείνη τη νέκρα, στην ακινησία την αιωνία, μέσα στον ασάλευτο εκείνον κόσμο, τον άγριο, οπού θαρρείς πως κάτι θέλει να σου πη, μα που κρατεί τα λόγια του κρυμμένα, βιβλίο μυστικό, γραμμένο σε άγνωστη, όχι ανθρώπινη γλώσσα.
Το μουλάρι μου, ζώο στιβαρό, συνειθισμένο στους δρόμους αυτούς, επροχωρούσε με πάτημ' αργό στα κακόβολα μέρη. Νέκρα και σιωπή τριγύρω μόνο, από καιρό σε καιρό, κανένα γεράκι έσχιζε τον αγέρα κ' εχυνότανε σαν σαΐτα επάνω σε κανένα μικροπούλι αμέριμνο, θύμα παντοτεινό του σαρκοβόρου, του αχόρταγου όρνειου.
Δεν ήταν ο δρόμος εύθυμος· ευτυχώς για μένα, ο αγωγιάτης μου ήταν απ' εκείνους που δεν αφίνουν τον άλλο να στενοχωρηθή. Αγαπούσε να λέγη, να διηγάται και με της ιστορίες του σχεδόν δεν μου αποφάνηκε ο δρόμος. Τον εζήλευα και για το εξωτερικό του. Πενηντάρης, στιβαρός όμως σα νέος, σαν άνθρωπος του βουνού, με ηλιοκαμμένο και λιπόσαρκο πρόσωπο, μα με κάτι δόντια που θα λεγες πως του τα φύτεψαν τη στιγμή εκείνη, τόσον ήταν στερεά, άσπρα και ολόισα. Εύθυμος και γελαστός πάντα, εμετάδινε την ευθυμία του και σε μένα.
Απήχαμε από το Μοναστήρι, το σκοπό του ταξειδιού μας, ως ένα τέταρτο, όταν εκατό βήματ' από το δρόμο, σ' ένα χωράφι μέσα, ευγήκε στην οξόπορτα μικρού σπιτιού, που ελαμποκοπούσε από νωπό ασβεστόχρισμα μια γυναίκα ψηλή, λυγερή, με άσπρο καθαρώτατο φόρεμα και με κάτασπρο, παχουλό πρόσωπο, απ' όσο μπορούσαμε να διακρίνωμε. Μου φάνηκε ανώτερη από χωρική και ρώτησα τον αγωγιάτη μου.
– Να ιστορία μια φορά· η καλλίτερη απ' ούλες, είπεν εκείνος.
Μου εκεντήθηκε η περιέργεια και τον επαρακάλεσα να μου πη όσα ήξερε.
– Δεν έτυχε ν' ακούσης για τη Δεκοχτούρ', αφεντικό; Δεκοχτώ, μαθές, την αγαπήσανε και κανένα δεν επήρενε. Και σιγά σιγά, με δικά του λόγια και με δικές του παρατήρησες, μου εδιηγήθηκε τη γνωστή ιστορία της Σμαραγδούλας. Και αφού εστάθηκε λίγο, είπεν ακόμα.
– Μεγάλη ταραχή και ανησυχία ήφερε στον τόπο η ιστορί' αυτή· το φέρσιμο μαθές του Ζώη και το φέρσιμο της Σμαραγδούλας· γιατί ο ένας εκατάκρινεν τον ένανε κι' άλλος τον άλλονε. Ακολουθήσανε λόγια και καυγάδες. Ο Μόρφος το πήρ' απάνω του κ' εφώναζενε πως θα κάμη και θα δείξη, μα έλα που εδούλιανε ν' ανταμωθή με το Ζώη! Εφώναζεν από μακρυά. Ο Ζώης σε λίγο καιρό, εξενιτεύθηκε, ήφυε κι' ο Μόρφος και η ιστορία εξεχάστηκε.
Και ο φιλόσοφος αγωγιάτης μου, σε λιγάκι επρόσθεσε.
– Ευτά τα πράματ' αφεντικό, η ιστορίες, μαθές, ευτές, ήτανε συνειθισμένες τον καιρό εκείνο. Μούλεεν ο γέρος μου, πως ετότες η κοπέλλες και οι κοπελλιάρηδες αγαπούσανε στ' αλήθεια, αγαπούσανε, μαθές, τον άθρεπο και πόσα δεν εκάνανε για την αγάπη! Οι θαλασσινοί περσότερο, μα και σε μας κοι χωριανοί εγενόντανε πολλά. Τραγούδια τσοι δρόμοι, μαντουνάδες από κάτ' απ' τα παραθύρια ούλη νύχτα, και ζήλιες και πεισματικά και καυγάδες και κλεψιές καμμιά φορά, μόνα δεν εθέλανε οι γονοί. – Μαθές, – μου εξήγησε πιο καθαρά ο Βασίλης – σα δεν ήθελεν κανένας γονιός να δώκη το παιδί του, εκλεβόντανε οι δυο κ' επερνόντανε, γιατί ετότες εγαπούσανε τίμια και δεν εβλέπανε μόνι τον παρά, σαν και τώρα.
– Θες να πης πως τώρα δεν αγαπούνε; ρώτησα 'γω.
– Δε βαριέσαι! είπεν ο Βασίλης. Μα να, μην πας μακρυά· εμένα, τη μεγάλη μου κόρη – την είδιες, αφεντικό, μαθές, όχι πως είνε θυατέρα μου, μα νε ομορφούλα – την εγάπησενε ο Σωτήρης ο Σκουλάξινος, καλό νοικοκιουρόπαιδο, και τα χαμε σκεδό τελειωμένα και σαν ήρθεν ο κόμπος στο χτένι, πως εγώ είπα να κρατήξω τ' αμπέλι τση Φτελιάς για τη δεύτερή μου την Αννέζα, εχόλιασενε κ' ετραβήχτηνε· ακούς, αφεντικό, πράματα! Εθύμωσα κ' εγώ, εχάλασενε, μαθές, η καρδιά μου κ' εχάλασενε και η δουλιά. Να αγάπες! Μα και του Νικόλα του Κολάκα δεν του κάμαν τα ίδια για τη θυατέρα του; Μόνι τον παρά αγαπούνε τώρ' αφεντικό, και στο μεγάλο κόσμο και στο μικρό· δε λογαριάζουνε, μαθέ, τον άθρεπο, παρέ μόνι τη ζέπη του βλέπουνε· η αγάπες τώρα είνε μόνι στα χείλια, και τα τραούδια του έρωτα είνε μόνι στα χαρτιά γραμμένα, όχι στην καρδιά μέσα. Και ετελείωσε τα γνωμικά του μ' ένα – Οξ, ντε! που εφώναξε του μουλαριού, αφού του ετίναξε από πίσω μια με τη δράφη του.
Εσιώπησεν ο Βασίλης, εγώ όμως, οπού ήθελα το τέλος της ιστορίας, τον αρώτησα.
– Και ύστερα τι ακολούθησε με την Σμαραγδούλα;
– Η Δεκοχτούρα (γιατί αυτό τ' όνομα της εδώκανε) εκλειδώθηκε και δεν ήθελε να διη κανεί. Και άλλαξε πολύ από τότες· μηδέ γέλοια, μηδέ χωρατά, μηδέ τίποτα. Εγίνηκε άλλη γυναίκα, ως και δακρυσμένη ήτυχε να τη διούνε. Δεν μπορούσε να ξεχάση ό,τι εγίνηκε, και άλλοι ελέανε πως ήκλαιε για την προσβολή, άλλοι πως ελυπότανε πως ήχασεν το Ζώη. Γιατί ο Ζώης έφυε από το νησί ευτύς και για πολύν καιρό, δεν ήξερεν κανείς τι εγίνηκε. Εμάθανε, ύστερ' από καιρό πως εταξείδευενε με Ιγγλέζικα και Αμερικάνικα καράβια. Ύστερα πάλι ακούστηκε πως σε κάποια πολιτεία εσμίξανε, σε μια ταβέρνα, ο Ζώης, ο Μόρφος κ' ένας αξάδερφος τση Δεκοχτούρας, πως ελοοφέρανε για την προσβολή που ήκαμεν ο Ζώης στη Δεκοχτούοα και πώς οι δυο μαζή, ο ξάδερφος και ο Μόρφος, εμαχαιρώσανε το Ζώη άσκημα. Ο Μόρφος δεν είπενε ποτές του τίβοτα· το βέβαιο είνε πως ο Ζώης δεν εφάνηκε πλιο. Ο Μόρφος, σαν ησυχάσανε τα πράματα, εζήτηξεν τη Δεκοχτούρα, μα εκείνη μηδέ να τον ακούση δεν ήθελενε. Μάλιστα σε λίο καιρό ετραβήχτηνε στο βουνό εδώ, στο χτήμα της και ζη, χρόνια τώρα, κατάμονη. Μόνο στην εκκλησούλα που βλέπεις εδώ κάτω, πηαίνει και ίσια με τη θάλασσα για περίπατο. Η θεία της απόθανε, χρόνια τώρα, και ζη μοναχή της. Τα πρώτα χρόνια της εστείλανε κάμποσες προξενιές, μα δε θέλησε ν' ακούση και την έβγάλανε Δεκοχτούρα. Παράξενη γυναίκ' αφεντικό, μα και δύστυχη, επρόσθεσεν ο χωριανός κ' εσιώπησε.
Τη στιγμή εκείνη, ευγήκε από το σπιτάκι της Δεκοχτούρας ένα παιδάκι ως δέκα χρονώ, παστρικοντυμένο μ' ένα σταμνάκι στον ώμο κ' έν' ανεσερτήρι στο χέρι. Απέρασε από κοντά μας, και το ρώτησε ο Βασίλης.
– Πού πας, μικρέ;
– Για νερό εδώ κοντά!
– Κάθεσε με την Δεκοχτούρα,
– Ναι; είνε κερά μου.
– Είσαι πολύ καιρό μαζή της;
– Ένα χρόνο. Κ' έκαμε να φύγη.
– Μα σα να το γνωρίζω, είπεν ο Βασίλης.
– Και πως σε λένε, μικρέ, το ρώτησε.
– Ζώη! είπεν ο μικρός και απομακρύνθη.
ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΠΑΣΧΑ
ΉΤΟ πολύ μελαγχολικός ο Κλέων την νύκτα εκείνην. Αι μαύραι, αι καταθλιπτικαί σκέψεις του έλαβον έντασιν μεγαλειτέραν ακριβώς την νύκτα εκείνην, την παραμονήν τόσον λαμπράς ημέρας. Η ημέρα εκείνη, καθ' ην υπερεκχειλίζει η αγάπη, ζητούσα μυριοτρόπως να εκδηλωθή, καθ' ην γνωστά και άγνωστα χείλη ενούνται εις αδελφικόν ασπασμόν, η ημέρα εκείνη μόνον διά τον Κλέωνα έμελλε να είνε μαύρη, να είνε πένθους ημέρα. Πολύ τον πιέζει, πολύ τον στενοχωρεί η μόνωσίς του. Τόσον, όπου η φιλοσοφία, ης επικαλείται την αρωγήν, υποχωρεί ανίσχυρος προ του μαύρου φάσματος πραγματικής συμφοράς.
Είχε νομίση ότι ο χρόνος θα επούλωνε το τραύμα του, το τραύμα εκείνο το οποίον, με σκληρότητα θηρίου, τω κατέφεραν χείρες φιλικαί, αδελφικαί χείρες.. Διότι παρήλθε πολύς καιρός από της απαισίας εκείνης ημέρας.. Παρήλθε τόσος καιρός και η πληγή του αιμάσσει έτι, ως να τω κατεφέρθη το τραύμα τώρα, προ μιας στιγμής. Δεν θα λησμονήση λοιπόν ποτέ: Πότε επί τέλους θα τον αφήση η αδυναμία η ταπεινωτική, αυτή η λιποψυχία; Πότε και αυτός θα μισήση;
Είνε, διότι είχε τόσον συνδεθή, τόσον συνταυτισθή, μ' εκείνους τους οποίους εθεώρει ιδικούς του, ώστε δεν κατορθώνει να πεισθή, ότι οι πλήξαντες αυτόν είνε αυτοί εκείνοι τους οποίους τόσον είχεν αγαπήση και οίτινες τόσα του ώφειλον… Αλλ' είνε λοιπόν τόσον μικρόψυχος, τόσον ουτιδανός, να φέρη εις την μνήμην του ακόμη τα όντα εκείνα; Περιφρόνησιν εσχάτην και μόνην αυτήν πρέπει να αισθάνεται προς εκείνους, προς εκείνην προ πάντων, ήτις, το οικοδόμημα της ευτυχίας του, το οποίον με υπομονήν ανένδοντον, ακατάβλητον, με υπομονήν μύρμηκος φιλέργου κατώρθωσε να εγείρη, κατέρριψεν έως εδάφους, εσκόρπισεν εις τους τέσσαρας ανέμους! Και αι μαύραι σκέψεις του δεν τον αφίνουν. Έρχονται, φεύγουν προς στιγμήν και επανέρχονται ανηλεείς και επίμονοι, ως οι μαύροι κόκκοι κομβολογίου εις τας χείρας νευρασθενούς.
Είνε η παραμονή του Πάσχα και έξω ακούεται θόρυβος πηγαινοερχομένων αμερίμνων, ευθύμων, ευτυχών βεβαίως ανθρώπων. Η ταραχή όμως της ψυχής του Κλέωνος δεν τον αφίνει ν' ακούση. Βάσκανος δαίμων του επανέφερεν εις την απαίσιαν εκείνην ημέραν ίνα του δηλητηριάση τας γλυκείας στιγμάς, ας ήθελε και αυτός διέλθει την παγκόσμιον εκείνην χριστιανικήν παραμονήν, την παραμονήν του Πάσχα.
***
Καλής, αλλά καταστραφείσης οικογενείας υιός, ο Κλέων είχε διέλθει πολύ πικρά παιδικά χρόνια. Ανετράφη εν τη δυστυχία και ταις στερήσεσι. Αλλ' ήτο εκλεκτή φύσις και της τύχης αι προσβολαί δεν τον κατέβαλον. Προικισμένος με ισχυράν θέλησιν, άπληστος δε εις μαθήσεις, μετά πάλην ανένδοτον, καθ' ην το θάρρος ουδ' επί στιγμή τον εγκατέλιπεν, κατώρθωσε να ίδη τους αγώνας του στεφομένους υπό πλήρους επιτυχίας. Έγεινεν ιατρός, αποφεύγων δε τας πόλεις, όπου τους ταπεινούς υποσκελίζουν δυνάμεις, περιουσίαι και ονόματα, κατέφυγεν εις κωμόπολιν, εκεί δε εξεδηλώθησαν, εν όλη αυτών τη λαμπρότητι, της ψυχής του οι θησαυροί. Να παρηγορή, να υποστηρίζη, να θεραπεύη ήτο η μόνη και αναλλοίωτος μέριμνά του. Η αγάπη, δι' ης ο μικρόκοσμος του τον περιέβαλλε, ήτο δι' αυτόν αμοιβή ανωτέρα οιασδήποτε άλλης.
Είχε και μίαν γλυκείαν ανάμνησιν. Εις τα μικρά, τα σχολικά του έτη, είχε συνδεθή με φιλίαν στενήν μ' ένα του συμμαθητήν, μικρότερον την ηλικίαν, πολύ δε ανόμοιόν του τον χαρακτήρα. Ο Ισίδωρος ήτο ελαφρόνους, ακατάστατος, άτακτος, σκανδαλοποιός, καθ' όλην την έκτασιν mauvais sujet. Ήτο όμως ζωηρότατος, εύθυμος, γλυκύς. Και τον Ισίδωρον αυτόν ηγάπησε πολύ ο Κλέων. Και τον εβοήθει εις τα μαθήματα και εις ό,τι άλλο ηδύνατο. Αυτός ο έχων τόσην ανάγκην βοηθείας. Ηγάπα και ο Ισίδωρος τον Κλέωνα, δεν εννοούσε όμως και να ενοχληθή προς χάριν του, ενώ ο Κλέων πολλά υπέφερεν εξ αιτίας του. Ήτο πτωχό παιδί ο Ισίδωρος, οσάκις δε, σπανιώτατα, έλεγεν εις τον Κλέωνα, με κωμικήν σοβαρότητα, ότι δεν ήξευρε τι θ' απεγίνετο, ο Κλέων εμελαγχόλει. Και εδοκίμασεν αληθή οδύνην, όταν μίαν ημέραν έλαβε δύο λέξεις του, δι' ων τον επληροφόρει ότι φεύγει μακράν, εις αναζήτησιν τύχης. Έκτοτε τον έχασε και παρέμεινεν εις την μνήμην του το σχολικόν τούτο επεισόδιον ως γλυκύπικρος ανάμνησις.
***
Ο καιρός παρήρχετο εν τω μέσω των ασχολιών του των επιστημονικών, των κόπων του των ανενδότων. Δεν εβράδυνεν εν τούτοις να εννοήση, να πεισθή, ότι η φύσις έχει τας απαιτήσεις της, τα δικαιώματά της. Ο θετικός Κλέων ήρχησεν από τίνος ν' αλλοφρονή, ν' αφαιρήται. Επάλαισε κατά των νέων τούτων σκέψεων, αλλ' εξήλθεν ηττημένος εκ της πάλης και ηναγκάσθη να ομολογήση ότι υπάρχει έν σημείον καθ' ο και το σοβαρότερον έργον δεν αρκεί να πληρώση εξ ολοκλήρου τον βίον ενός ανθρώπου. Το κενόν, όπερ ησθάνετο εν εαυτώ τον εστενοχώρει. Από τινος ήρχισε να ονειροπολή να μειδιά προς άγνωστον θεότητα, προς ην η φαντασία του εχάριζε μορφήν αγγέλου, η οποία κάθε στιγμή ήτο εμπρός του, αλλ' η οποία ήτο ασύλληπτος, ως κάθε ιδανικόν. Και τον ηκολούθουν ανένδοτοι αι ονειροπολήσεις αύται, οι στοχασμοί ούτοι οι τερπνώς ενοχλητικοί. Τον ηκολούθουν εις όλα και εις την εργασίαν του αυτήν, τω συνέβη δε πολλάκις να κύπτη επί ώραν προ συνταγής αφηρημένος, χωρίς να δύναται να φέρη αυτήν εις πέρας, προς μεγάλην απορίαν της γραίας υπηρετρίας του, αγνοούσης που ν' αποδώση την αλλοφροσύνην του αυτήν.
Χριστέ και Παναγιά! Τι έπαθε τ' αφεντικό μου· έλεγε πότε πότε. Αλλ' η απορία της γραίας ηύξησε, μετατραπείσα τώρα εις ανησυχίαν, όταν ολίγον κατόπιν και μετά την επάνοδον του ιατρού εκ συντόμου ταξειδίου, τον συνέλαβε να χειρονομή και να μονολογή ως να συνεζήτει με κάποιον περί σπουδαίου ζητήματος· την έβαλε μάλιστα εις πλείονα ανησυχίαν η ευθυμία του. – Δεν μ' αρέσουν καθόλου τα πράγματα – έλεγε σταυροκοπουμένη. Αι απορίαι της όμως δεν εβράδυναν να λυθούν προς μεγάλην χαράν της. Ταχέως εγνώσθη ότι το αφεντικό εύρε σύντροφον. Πράγματι η ευτυχία ευρέθη, εις πλησιόχωρον πόλιν, υπό την μορφήν νέας κόρης· θυγάτηρ συναδέλφου, θελκτικωτάτη, ζωηροτάτη δεκαεπταέτις μελαγχροινή, εδέχθη την χείρα του Κλέωνος, προσφερθείσαν με την καρδίαν του όλην. Μετ' ολίγον η ένωσις δύο ψυχών συνετελέσθη και το ψυχρόν, το άχαρι, το σιωπηλόν οίκημα του Κλέωνος μετέβαλεν εντελώς όψιν. Το κενόν επληρώθη.. Η επιστήμη αφ' ενός, αφ' έτερου ο έρως ον εφαίνετο συμμεριζομένη η νεαρά σύζυγος, δύο αγαθά αναφαίρετα.
Την ευδαιμονίαν του Κλέωνος διεδέχθη μετ' ου πολύ μεγάλη χαρά και ταύτην άλλη, μικροτέρα μεν, χαρά όμως πάντοτε, αληθηνή άλυσσος ευτυχιών. Δεν εβράδυνε να βεβαιωθή ότι θα εγίνετο πατήρ· αυτή ήτο η πρώτη, η μεγάλη χαρά, ήτις τον έκαμε ν' αλλοφρονήση, να παραληρή, ως εις τας παραμονάς του γάμου του· η δευτέρα η μικροτέρα μεν, ζωηρά όμως πάντοτε η άλλη και απροσδόκητος, ήτο η αιφνιδία άφιξις του Ισιδώρου, του φίλου της παιδικής του ηλικίας· και ήρχετο εγκαίρως ο Ισίδωρος διά να γείνη κοινωνός της ευτυχίας του φίλου του. Και ναι μεν τα πρώτα εκείνα αισθήματα ηλλοίωσε βεβαίως ο χρόνος ουχ ήττον η φιλία υφίσταται πάντοτε, τουλάχιστον ο Κλέων αισθάνεται ότι αγαπά πολύ το Ισίδωρον και τώρα ακόμη, θα είνε δε ευτυχής αν δυνηθή να τω χρησιμεύση. Διότι, αν ηθέλαμεν κρίνη εκ του εξωτερικού του, τα πράγματα του Ισιδώρου δεν ήσαν βεβαίως πολύ ρόδινα. Εκ της μακράς του περιπλανήσεως δεν έφερεν, ως εφαίνετο, τίποτε άλλο, παρά την αναλοίωτον ευθυμίαν του. Η φύσις του δεν του επέτρεπε να βαρυθυμήση προς τι; η μελαγχολία φθείρει την υγείαν και ο Ισίδωρος διά κανένα λόγον δεν θα συγκατένευε ν' ασθενήση.
Ο Ισίδωρος εύρεν εις τον φίλον του αληθή προστάτην και εις τον οίκον του ασφαλές άσυλον και είχε πολλήν ανάγκην των αγαθών αυτών. Πλανηθείς επί πολύ δεξιά και αριστερά, απέτυχεν εις όλας του τας επιχειρήσεις, είδε ναυαγούντα όλα του τα σχέδια και εν τη αμηχανία του ενθυμήθη τον φίλον, ου είχε μάθη την αποκατάστασιν και έσπευσε να έλθη πλησίον του, όχι διά να τον βαρύνη, Θεός φυλάξοι, αλλ' ίνα διά των συμβουλών των των πολυτίμων, αρυσθή νέον θάρρος προς νέους αγώνας. Ο Κλέων ενεθάρρυνε τον φίλον του διά γλώσσης θερμής. – θα μείνης πλησίον μου όσον θέλεις, του είπε, χωρίς να στενοχωρήσαι και με τον καιρόν κάτι θα ευρεθή και διά σε. Αλλά και η νεαρά σύζυγος του ιατρού πολύ συνεπάθησε τον Ισίδωρον, τη υπερήρεσε δε η ζωηρότης και το εύθυμον του χαρακτήρος του, προσόντα τα οποία δεν εύρισκεν εις τον σύζυγον, βυθισμένον πάντοτε εις τα βιβλία και τας συνταγάς του. Όλα τα κατείχε τώρα ο ιατρός· επιστήμην, έρωτα, φιλίαν.,
Δύο έτη παρήλθον ούτω. Εν τω μεταξύ το θυγάτριον του ιατρού είχεν αποθάνη. Δεν ηδυνήθησαν να το σώσουν ούτε η επιστήμη, ούτε το πατρικόν φίλτρον. Επί νύκτας ολοκλήρους ηγρύπνησε παρά την μικράν του κοιτίδα, παλαίων ανενδότως, με πείσμα, με όλον του τον νουν και με όλα του τα σλάγχνα, τα γεμάτα από αγάπην, κατά της νόσου της φοβεράς! Εις μάτην όλα.. Εσβέσθη το θυγάτριον εις τας αγκάλας του, συμπαρασύραν μεθ' εαυτού τόσα πατρικά όνειρα, τόσας ελπίδας.
Ήτο η πρώτη οδύνη του Κλέωνος μετά τον γάμον του, η πρώτη αληθινή του οδύνη, ήτις τον έκαμε να κλονισθή εις τα βήματά του τα στερεά, τα αποφασιστικά. Τον κατέλαβον αμφιβολίαι, δισταγμοί περί πάντων.. Εμονολόγει μεγαλοφώνως, οργίλως ενίοτε, ως να συνεζήτει με αόρατόν τινα συνομιλητήν.. Κατόπιν τον κατέλαβεν ήρεμος μελαγχολία..
Το θυγάτριον ετάφη εις τον περίβολον του ναού του νεκροταφείου, όπου συχνά μετέβαινεν ο δυστυχής πατέρας να στολίση με άνθη το μικρόν μνήμα.
Ο φύλαξ του κοιμητηρίου, γέρων γνωστός εις τον ιατρόν και ευεργετηθείς υπ' αυτού, πρώτην φοράν έβλεπε λύπην τόσον τρυφερά εκδηλουμένην, ό,τι δε του έκαμνε μεγάλη εντύπωσιν ήτο, ότι ο ιατρός επεσκέπτετο το μνημείον μόνος.. Η σύζυγος του δις ή τρις το επεσκέφθη εις τας αρχάς. Εκείνος εθλίβετο, χωρίς όμως να κατηγορή την σύζυγον – Είνε του χαρακτήρος της έλεγε. Τον εστενοχώρει όμως η ευθυμία της η θορυβώδης, η σχεδόν αδιάκοπος. Ουχ ήττον την εδικαιολόγει και πάλιν, αποδίδων την ζωηρότητα της, την έκτροπον και απρεπή πολλάκις, εις την ηλικίαν της. – Είνε τόσον νέα! έλεγε. Το αληθές είνε ότι δεν έπταιε και τόσον. Ο σύζυγος, όλως βυθισμένος εις την επιστήμην, ήτο σοβαρός ως επί το πλείστον, ενώ ο Ισίδωρος ο φίλος του, ήτο η ευθυμία προσωποποιημένη, εις δε τας αστειότητας και τας ευφυολογίας του τας ανεξαντλήτους, τας γαργαλιστικάς, δύσκολα θα ηδύνατό τις να φυλάξη σοβαρόν ύφος. Πώς ν' αντιστή εις αυτάς η νεαρά σύζυγος του Κλέωνος; Οι δύο νέοι ημιλλώντο τις να φανή του άλλου ευθυμότερος.
Όλως παραδεδομένος εις τας ασχολίας του ο Κλέων εις τίποτε άλλο δεν εφαίνετο προσέχων, τίποτε άλλο δεν έβλεπε. Και είχε πολλά να ιδή, πολλά ν' αντιληφθη, αν επρόσεχε. Η σύζυγος του και ο φίλος του ήσαν υπέρ το δέον εύθυμοι, υπέρ το δέον θορυβώδεις και μόνον επί παρουσία του προσεπάθουν να κρατώνται, χωρίς να το κατορθώνουν. Ο Ισίδωρος ούτε λόγον κάμνει περί εργασίας και ο Κλέων σιωπά μόνον από λεπτότητα, διότι είνε τώρα ολίγος καιρός οπού, εξετάζων την καρδίαν του, ευρίσκει ότι ο Ισίδωρος δεν έχει πλέον εν αυτή την θέσιν εκείνην, ην κατείχε πρότερον. Τον στενοχωρούν τώρα πολύ οι τρόποι του, χωρίς να δύναται να είπη ωρισμένως διατί. Κάτι επίεζε το στήθος του από τινος, κάτι τι βαρύ, οδυνηρόν, ωσάν προαίσθημα συμφοράς.. Και το αίσθημα τούτο επετάθη ότε, μίαν εσπέραν, εισελθών αίφνης εις τον προθάλαμον, ήκουσε τον φίλον του να λέγη, αποτεινόμενος εις την συζυγόν του, «χρειάζεται πολλή προσοχή.» Έγεινεν έκτοτε σιωπηλότερος, πλέον σοβαρός· εσκέπτετο επί της φράσεως εκείνης, ήτις πολλά ηδύνατο να σημαίνη.
Παρήλθον ημέραι τινες, ότε έν απόγευμα απεσταλμένος εκ της πλησιοχώρου κώμης, ήλθε να καλέση τον ιατρόν παρά τινι επικινδύνως ασθενή. Ο ιατρός διενυκτέρευσεν εις το χωρίον, ότε δε την επομένην πρωίαν επέστρεψε, εύρε τον οίκον του κενόν.. Η σύζυγος μετά του φίλου είχον γείνη άφαντοι.
***
Το κτύπημα ήτο πολύ βαρύ και ο ιατρός ενόμιζεν ότι θ' απέθνησκε. Έζησεν όμως, αν και επί πολύ δεν διέφερεν από νεκρόν! Ήτο τόσω απροσδόκητον! Να φθάσουν έως εκεί; Και δεν εσυλλογίσθησαν λοιπόν διόλου το κτύπημα, τον σπαραγμόν οπού θα υφίστατο η τόσον ευγενής, η τόσον αγαπώσα εκείνη καρδία; Το χωρίον εξηγέρθη προ του σκανδάλου, διότι ελάτρευε τον ιατρόν, παραδόξως όμως κατεδίκαζε πλέον τον άπιστον φίλον ή την σύζυγον, ην εθεώρει μάλλον κουφόνουν. Και ο ιατρός όμως τα αυτά εφρόνει, αν και ενίοτε τον κατελάμβανε λύσσα και δεν ήξευρε πως θα εφέρετο, αν παρεδίδετο αίφνης εις χείράς του η άπιστος.
Έμεινεν εις αυτόν ως παρηγοριά η επιστήμη μόνη. Κατ' οίκον υποφέρει μαρτύρια, διότι αδυνατεί να λησμονήση· υπήρχαν δε στιγμαί καθ' ας επόθει να εξαφανίση, να πετάξη μακράν παν αντικείμενον, κάθε πράγμα ενθυμίζον εις αυτόν την γυναίκα εκείνην, την οποίαν είχε συνειθίση να θεωρή απαραίτητον εις την ευδαιμονίαν του, εις αυτήν του την ύπαρξιν. Εκάστοτε όμως αναχαιτίζετο και τα μισητά και προσφιλή συγχρόνως αντικείμενα έμεναν εις την θέσιν των.
Πάντοτε μόνος, έρημος, με την ψυχήν γεμάτην πικρίας διέρχεται ώρας μαρτυρικάς. Πόσον είχεν αγαπήση και πώς τον αντήμειψαν! Αξίζει τις μετά ταύτα να ζη; δεν είνε περιττόν να υπάρχη;
Εν τη συμφορά του έχει παρηγορίαν τινα, ήτις είνε συγχρόνως και πηγή θλίψεως. Συχνότερα τώρα προσεύχεται εις τον μικρόν τάφον του προσφιλούς θυγατρίου του και ο γνωστός γέρων φύλαξ συγκινείται βλέπων την απέραντον θλίψιν εκείνην.
***
Παρήλθον ούτω τρία έτη· τρία ολόκληρα έτη ερημίας, μονώσεως βασανιστικής.
Η λύπη του Κλέωνος δεν κατηυνάσθη· φαίνεται όμως ήρεμος. Εκτελεί θρησκευτικώς τα καθήκοντά του, αλλ' είνε καρδία νεκρά πλέον, είνε σώμα, νομίζεις, άψυχον.
Προ τινος καιρού είχε μάθη ότι η σύζυγος του, εγκαταλειφθείσα υπό του απίστου φίλου, έζη άγνωστον πώς και πού.. η είδησις δε αυτή, ήτις ηδύνατο να είνε και αδέσποτος επέτεινε την πικρίαν του.
Την νύκτα εκείνην, την παραμονήν του Πάσχα, είνε μελαγχολικώτερος του συνήθους. Ζητεί ν' αποδιώξη τας μαύρας του σκέψεις και δεν το κατορθώνει. Πώς ήθελε να ελησμόνει.
Έξω ακούεται θόρυβος βημάτων και φωνών, διά δε του παραθύρου βλέπει αραιά φώτα να πηγαινοέρχωνται διασταυρούμενα καθ' όλας τας διευθύνσεις, ενώ άλλοι φανοί αχειροποίητοι, σελαγίζουσιν υπέρλαμπροι επί του στερεώματος.
Πλησιάζει η ώρα της Αναστάσεως, εγγίζει η ώρα της γενικής χαρμονής και όλοι σπεύδουν προς την εκκλησίαν. Με ολίγον θα περιπτυχθώσιν αλλήλους γνωστοί και άγνωστοι, θα ενωθώσιν εις ένα κοινόν ασπασμόν. Μακράν την ημέραν εκείνην αι έχθραι και τα μίση, εις όλων δε τα χείλη πρέπει ν' ανθή η θεία και κοσμοσώτειρα φράσις « Αγαπάτε αλλήλους..»
Βαρύς στεναγμός παραπόνου εξήλθεν από τα πονεμένα στήθη του Κλέωνος και εγερθείς ησυχώτερσς, έρριψε το βλέμμα του διά του παραθύρου εις την οδόν.
Δεν θα ήξευρε να είπη επί πόσην ώραν ήτο βυθισμένος εις τας σκέψεις του τας μελαγχολικάς, όταν την στιγμήν εκείνην ηνοίχθη, μετ' ελαφρού κρότου, η θύρα του δωματίου.
Ο Κλέων έστρεψε την κεφαλήν.
Με βήμα δειλόν, ωσάν σκιά, εισήλθε μία γυνή.
Εστάθη, στηριχθείσα επί του ημίσεως θυροφύλλου, του κλειστού, με την κεφαλήν κάτω νέουσαν.
Την εξέλαβεν ως επαίτιδα και επροχώρησε προς αυτήν. Εκείνη ύψωσε δειλά την κεφαλήν και το βλέμμα.
Ο Κλέων έρρηξε κραυγήν άλγους..
Ενώπιόν του ίστατο η σύζυγός του, ή μάλλον ένας σκελετός ρακένδυτος, εμπνέων οίκτον..
Έκαμεν έν βήμα εμπρός ακόμη, αλλοφρονών και τείνων τας χείρας, ως ενώπιον φάσματος..
Παρήλθον ολίγα δευτερόλεπτα, στιγμαί αγωνίας, καθ' ας ο Κλέων εζήτει να συγκρατήση τας σκέψεις του.