Sadece LitRes`te okuyun

Kitap dosya olarak indirilemez ancak uygulamamız üzerinden veya online olarak web sitemizden okunabilir.

Kitabı oku: «Διηγήματα, Νέα Σειρά», sayfa 6

Yazı tipi:

Και εν ακαρεί, αναμνήσεις ψυχοφθόροι, οδυνηραί, του κατέκλυσαν τον εγκέφαλον.

Ενώπιόν του εξετυλίχθη η ιστορία του η υβριστική, το επαίσχυντον δράμα, του οποίου θύμα ήτο μόνος αυτός. Του εξετυλίχθη με όλας τας αποτροπαίους λεπτομερείας του..

Και ο οίκτος, όστις θα τον εκλόνιζεν ίσως την στιγμήν εκείνην, εις την θέαν του γυναικείου εκείνου συντρίμματος, το οποίον απετέλει άλλοτε μέρος της υπάρξεώς του αναπόσπαστον, υπεχώρησεν εις μίαν οργήν υπόκωφον, ήτις ηπείλει να εκραγή ακράτητος, θυελλώδης.

Αδύνατον να φαντασθή τις τι θα συνέβαινε, αν ασθενής τις ακτίς, αν λείψανόν τι λογικού δεν τον συνεκράτει.

Με τας χείρας, προς τα εμπρός τεταμένας, ωσάν να ήθελε ν' αποκρούση αόρατον εχθρόν, ώρμησε προς την θύραν και εξήλθεν εις την οδόν.

Οι φανοί διεδέχονσο αλλήλους ανά παν βήμα. Κάθε χέρι εκρατουσε το φως του, φώτα παντού και μόνον ο Κλέων ευρίσκετο εις το σκότος.. Εβάδιζε μηχανικώς, αδυνατών να συγκρατήση τα διανοήματά του. Η απροσδόκητος εμφάνισις της συζύγου τον εσύγχιζε φοβερά.

Οποία τόλμη! Εβημάτιζε, αριστερά, εμπρός, οπίσω, ασκόπως όλως. Μετά πολλάς περιστροφάς, επελθούσης σχετικής ηρεμίας, ηκολούθησε το πλήθος, διευθυνόμενον προς τον ναόν και εισήλθεν εις το περίβολόν του. Ενθυμήθη, και διευθυνθείς προς τον μικρόν τάφον του θυγατρίου του εγονυπέτησεν επ' αυτού και ανελύθη εις δάκρυα.. Έκλαυσεν επί πολύ και τα δάκρυα εκείνα τον ανεκούφισαν.. ωσάν να τον περιέβαλλον με μίαν γαλήνην, την οποίαν προ πολλού καιρού δεν είχεν αισθανθή.

Όταν ηγέρθη, είδεν ενώπιόν του τον γέροντα φύλακα.

– Σήμερα το βρήκατε, γιατρέ, να κλαίτε; είπεν ο γέρων. Έτσι και μια γυναίκα, είνε περισσότερ' από μια ώρα – ήρθε και εγονάτισε στο μνήμα· θάκαμε ως φαίνεται, λάθος.

– Ποια γυναίκα; είπεν ο Κλέων.

– Την είδα από κει κάτω, από τη γωνιά μου, μα όσο να έρθω να ιδώ έφυγε.. Μια πολύ αδύνατη, μου εφάνηκε.

– Ά! είπεν ο ιατρός.

Και απεμακρύνθη βραδυπορών.

Εβάδισεν επί πολύ εν ταραχή. Δεκάκις επλησίασε το οίκημά του και δεκάκις απεμακρύνθη, εωσού ήρχισε να τον καταλαμβάνη η κόπωσις. Βαθμηδόν και η ψυχική του ταραχή κατηυνάζετο. Η αγαθή του φύσις εφάνη υπερισχύουσα και, καταβαλών υστάτην προσπάθειαν, διηυθύνθη αποφασιστικώς προς το οίκημά του και εισήλθεν εις το δωμάτιον, το οποίον προ πολλής ώρας είχεν αφήση ηρεθισμένος, εκτός εαυτού.

Εις την αριστεράν γωνίαν, επί τραπέζης, λυχνία μικρά προ του Σωτήρος, εφώτιζε αμυδρώς τα αντικείμενα.

Ήτο εκεί, απεναντί του, με τας χείρας τεταμένας ο Εσταυρωμένος, η προσωποποίησις της αιωνίου αγάπης!

Δεξιά, επί ανακλίντρου, ο Κλέων διέκρινε κάτι, το οποίον εις την εμφάνισίν του εκινήθη. Ήτο η σύζυγος. Ηγέρθη μετά κόπου και τρέμουσα εστάθη προ του ιατρού με την κεφαλήν προς το στήθος. Εκείνος επροχώρησε, είτα εστράφη προς τον Εσταυρωμένον, ως εάν εζήτει ενίσχυσιν.

Την στιγμήν εκείνην ηκούσθησαν οι κώδωνες του Ναού πανηγυρίζοντος την

Ανάστασιν.

Αι επίσημοι, αι πανηγυρικαί δονήσεις συνεκλόνισαν τον Κλέωνα.

Ο τρόμος της γυναικός ηύξησε.. και προχωρήσασα, εγονυπέτησε προ του συζύγου της.

Εκείνος, υπό το κράτος σφοδράς συγκινήσεως, την ανήγειρε και τείνας την χείρα εψιθύρισε – «Χριστός ανέστη!»

Και την ησπάσθη εις το μέτωπον.

Εκείνη επανέπεσεν εις τους πόδας του ολολύζουσα.

ΕΚ ΤΩΝ ΑΝΕΞΗΓΗΤΩΝ

I

ΕΙΧΑΝ αναφθή προ ολίγου τα φώτα. Έξ επτά φίλοι, όλοι νέοι και άγαμοι, πλην ενός, είχαν συναχθή παρ' εμοί διά το εσπερινόν τσάι, κυρίως όμως διά να μ' αποχαιρετίσουν, μέλλοντα ν' αναχωρήσω την επιούσαν λίαν πρωί. Αι εργασίαι του φθινοπώρου είχαν τελειώση προ μηνός, η Αζοφική είχεν αποκρυσταλλωθή όλη και τα άσπιλα, τα κατάλευκα χιόνια εκάλυπτον και κοιλάδας και βουνά και χαράδρας. Οι άνθρωποι ζαρωμένοι παρά την εστίαν, απελάμβανον του θάλπους εκείνου του ζωογόνου, του ανεκτιμήτου, εν αντιθέσει προς την εκτός των οικιών παγωνιάν.

Είχα ήδη ετοιμάση την βαρείαν του δρόμου μηλωτήν, την λυκόγουνάν μου, την απαραίτητον ζώνην και τα μαλλωτά υποδήματα, εφόδια, άνευ των οποίων το ανά τας ρωσσικάς στέπας ταξείδιον αποβαίνει επικίνδυνον.

Επρόκειτο να μεταβώ εις Μαριούπολιν, μετά διετή απουσίαν, παρά οικογενεία φίλη, σχεδόν συγγενή και ησθανόμην την συγκίνησιν εκείνην την γλυκείαν μεν, αλλά την οποίαν καθιστά σχεδόν οδυνηράν η ανυπομονησία.

Εις την οδοιπορίαν έμελλε να με συνοδεύση μέχρι Ταϊγανίου, όπου έμενεν η οικογένειά του, ο κοινός φίλος, ο γέρων μεν, αλλά ζωηρότατος και λίαν ομιλητικός, ο αλησμόνητός μας Φ. Ήτο η ψυχή των συναναστροφών ο θαλερός γέρων. Άνθρωπος με γνώσεις ποικίλας και μνημονικόν απέραντον, ήξευρε πλείστας όσας μικράς ιστορίας και ανέκδοτα, διηγείτο δε με πολλήν χάριν. Μας ήτο πολύ αγαπητός ο γέρων και οι φίλοι συνήχθησαν και χάριν εκείνου, μέλλοντος να διανυκτερεύση παρ' εμοί.

Εφλυαρούμεν λοιπόν καθήμενοι περί στρογγύλην τράπεζαν και παρά το κοχλάζον σαμαβάρι, ροφώντες το τερπνόν και αρωματικόν ποτόν, το οποίον καθιστά έτι μάλλον τερπνότερον η ώρα του έτους.

Είνε επάνω κάτω γνωστόν περί τινα αντικείμενα στρέφεται συνήθως η ομιλία νέων ζωηρών, ευπόρων και σχεδόν αμερίμνων, Αφού είπαμεν ολίγα περί εμπορίου, ζήτημα οπού δεν ηδυνάμεθα να παρίδωμεν, δεν αφήκαμεν ούτε κοινωνικόν, ούτε πολιτικόν ζήτημα άθικτον. Εκόπταμεν, ερράπταμεν, εδέναμεν, ελύναμεν με την ευκολίαν εκείνην, την οποίαν χορηγεί εις τον άνθρωπον το ανεύθυνον.

Αίφνης κάποιος έφερε τον λόγον επί των προλήψεων εν γένει, και επί του θέματος τούτου ηγέρθη ζωηρά και ευρεία συζήτησις, ως δε συνήθως συμβαίνει, αι γνώμαι εδιχάσθησαν, των μεν διατεινομένων, ότι φαινόμενά τινα δεν πρέπει να τ' αποκρούωμεν μόνον διότι είνε ανεξήγητα, ενός δε προ πάντων υποστηρίζοντος, ότι όλα αυτά είνε &μπόσικα&, τα υποθάλπει δε η αμάθεια και η δυσειδαιμονία και ότι άνθρωποι ανεπτυγμένοι δεν πρέπει να τα παραδέχωνται.

Ο φίλος μας αυτός ήτο ο μόνος σκεπτικός μεταξύ μας, ο μόνος όστις ηγάπα να φιλοσοφή, επιτηδεύων στωικότητα και απάθειαν και ο μόνος όστις ουδέν σκοτεινόν ή ανεξήγητον παρεδέχετο.

– Και όμως, είπεν ο γέρων Φ. είνε μερικά φαινόμενα, τα οποία, επαναληφθέντα πλέον ή άπαξ, δεν ημπορούν να ονομασθούν απλαί συμπτώσεις.

Ο σκεπτικός μας ύψωσε τους ώμους. Ο γέρων επανέλαβε.

– Τι θα ειπήτε, π. χ. ή πώς θα εξηγήσετε ό,τι παρετηρήθη πολλάκις εις το ζωύφιον της αράχνης;

– Τι παρετηρήθη; ηρωτήσαμεν όλοι με περιέργειαν.

– Ότι αν συμβή να καθήση το έντομον επί ανθρώπου ή επί πράγματος του ιδίου, τούτο προμηνύει προσεχή γάμον! Το ήκουσα από άλλους, αλλ' έτυχε και εις εμέ αυτόν, εις την οικογένειάν μου.

Όλοι εστράφημεν προς τον γέροντα, ουδέ του σκεπτικού φιλοσόφου μας εξαιρουμένου, υπό της αυτής διακαιόμενοι όλοι περιεργείας, ην ο γέρων, παρακληθείς, έσπευσε να ικανοποιήση, αφηγηθείς ημίν τα εξής.

« Ιδού η ιστορία εν ολίγοις. Η μεγάλη μου κόρη ήτο εις ώραν γάμου και, ως συμπεραίνετε, δεν εβλέπαμεν την ώραν να την καλοαποκαταστήσωμεν. Γαμβρός υποψήφιος ήτο κάποιος νέος, λαμπρός υφ' όλας τας επόψεις, φίλος δε οικογενειακός μας παρεκλήθη να ενεργήση υπέρ ημών. Αλλά και άλλα σπίτια τον εζητούσαν και όσον ο καιρός παρήρχετο τόσον η αγωνία μας ηύξανε, διότι εφοβούμεθα μην αποτύχωμεν. Ένα πρωί, μετά το τσάι και ενώ ακόμη εκαθήμεθα περί την τράπεζαν, εγώ, η σύζυγος και η κόρη μου, μία αράχνη, αφεθείσα εκ της οροφής και κρατουμένη από το σχεδόν αόρατον νήμα της ως αυτοδίδακτος σχοινοβάτης, κατέβη και εκάθησεν, ελαφρά ελαφρά, επί της κόμης της θυγατρός μου! Εγώ μόνος αντελήφθην το πράγμα, εκλαβών δε ως αίσιον τον οιωνόν, είπα της κόρης μου να μη κινηθή. Το έντομον, αφού έμεινε ολίγον επί της κεφαλής της, ανέβη, διά του αυτού εναερίου δρόμου, εις την οροφήν. Εξήγησα ευθύς το φαινόμενον εις την οικογένειαν, ήτις πολύ συνεκινήθη. Την αυτήν εκείνην βραδειάν, ο φίλος μας ο προξενητής ήλθεν εις το σπίτι με τον γαμβρόν και την επιούσαν εγένοντο επισήμως οι αρραβώνες της κόρης μου, μ' αυτόν, τον και σήμερον συζυγόν της.»

Η διήγησις έκαμεν εντύπωσιν εις όλους μας και ητένισεν ο είς τον άλλον επί τινας στιγμάς εν σιωπή. Κατόπιν ήρχισεν εκ νέου η συζήτησις, αι παρατηρήσεις και τα σχόλια, αφού δε το θέμα εξηντλήθη, έμεινε καθένας με την γνώμην του, όπως συχνά συμβαίνει εις τας συναθροίσεις, ή Βουλαί καλούνται αύται, είτε Σύλλογοι, ή όπως άλλως. Των προληπτικών η γνώμη ενισχύθη έτι μάλλον, ενώ ο φιλοσοφών σκεπτικός μας έμεινεν εις την πρώτην ιδέαν του, αποκαλών τα τοιαύτα συμπτώσεις απλάς.

Εν τούτοις είχε σημάνη η ενδεκάτη, το τέιον διεδέχθη πρόχειρον δείπνον από διάφορα ορεκτικά, εκενώθησαν και τίνες φιάλαι ξένου και εντοπίου οίνου και οι φίλοι μας ηυχήθησαν κατευόδιον και ευτυχή επάνοδον.

– Να μας έλθης διπλός, είπε τις.

– Δεν βαρυέσαι, αντέκρουσεν άλλος· δίδεται ζυγός επαχθέστερος από τον της συζυγίας; Ενώ μόνος του ένας.. Και παρ' ολίγον να τονίση ύμνον εις την ελευθερίαν.

Και επί του ζητήματος τούτου νέαι πάλιν συζητήσεις.

Η περί γάμου ιδέα είχεν έλθη εις εμέ προ πολλού, χωρίς όμως να λάβω απόφασίν τινα ωρισμένην. Εσκεπτόμην απλώς περί τούτου, θα προέβαινα δε εις ωρισμένον τι διάβημα, αν παρουσιάζετο κατάλληλος ευκαιρία.

Αίφνης ηκούσθη η φωνή του γέροντος Φ.

– Παιδιά, είπε, θέλετε, πριν αποσυρθήτε, ν' ακούσετε μίαν άλλην ιστορίαν ανάλογον με την προηγηθείσαν;

– Προθυμότατα, εφώναξαν όλοι μ' ένα στόμα.

– Είνε όμως ολίγον τραγική αυτή!

– Τόσω καλλίτερα, είπεν ο φιλόσοφός μας. Άλλως τε, επρόσθεσε, ούτε τραγικά, ούτε κωμικά συμβάντα υπάρχουν· είνε όπως τα παίρνει καθένας.

– Την ιστορίαν, την ιστορίαν!

Ο γέρων ήρχισε. Και τον ητενίζαμεν κατά πρόσωπον, ακούοντες με προσοχήν, ενώ ο πυρρωνιστής μας εχασμάτο ημικεκλιμένος επί ενός σοφά.

« Ο φίλος μου Π. μικρόν ανθρωπάριον, ολίγον κυρτωμένον, με σώμα ισχνόν, με πρόσωπον ξηρόν αλλά γλυκύ και ήρεμον, ήτο η απλουστέρα και πλέον αφελής φύσις, αφ' όσας εγνώρισα έως τώρα. Ακέραιος, ευθύς, αλλά και εύπιστος πολύ και ασθενής τον χαρακτήρα, ήτο έτοιμος να συγκινηθή εις κάθε ξένην συμφοράν, εις κάθε λύπην ιδίαν ή ξένην, συχνά μάλιστα και με χειμάρρους δακρύων. Τόσον αδύνατοι ήσαν οι δακρυοποιοί του αδένες, όπου και γελών, έχυνεν άφθονα δάκρυα. Είχε μητέρα την οποίαν ελάτρευε και εις την οποίαν έγραφε δις και τρις της εβδομάδος μακρότατα γράμματα, συνέβη δε πολλάκις να μου ειπή, δεικνύων τα ανά τας οδούς γραμματοκιβώτια.

– Τι ευχάριστον πράγμ' αυτό! όσο τα βλέπω, μου έρχεται πάντα να ρίψω μέσα κανένα γράμμα.. Τοιούτος ήτο παιδί όταν τον εγνώρισα και ο ίδιος έμεινε όταν ηνδρώθη. Ισχυρότερός του εγώ οικονομικώς, τον εβοήθησα εις τας εργασίας του και με ηγάπα πολύ, δεν θα απορήσετε δε όταν σας ειπώ, ότι οσάκις ωμίλει περί των εργασιών μου, ένα μανδήλι δεν τον έφθανε να σπογγίζη τα μάτια του. Υπείκων εις τας προτροπάς της μητρός του, ενυμφεύθη ενωρίς, λαβών ως σύζυγον νέαν ωραίαν μεν, αλλ' ασθενή τον οργανισμόν, μεθ' ης συνέζησε τρία έτη. Εις το τέλος του πρώτου έτους, η γυναίκα του έκαμ' ένα κοριτζάκι και δεν εμπορώ να το ενθυμηθώ χωρίς να γελάσω, ότι μετά τον τοκετόν, καλώς εχόντων των πραγμάτων και χωρίς κανείς να το περιμένη, ο φίλος μου έπεσε λιπόθυμος!

«Μετά δύο έτη ακόμη η ατυχής νέα απέθανεν από φθίσιν. Φαντάζεσθε πώς την έκλαυσεν ο φίλος μου. Εφαίνετο απαρηγόρητος. Ουχ' ήττον μετά δύο έτη, υπείκων εις τας προτροπάς στενού συγγενούς του, ισχυριζoμένου ότι ο Π. ώφειλε να δώση εις το θυγάτριόν του μητέρα, έβαλε κατά νουν να νυμφευθή εκ δευτέρου. Τον απέτρεψα εγώ, αλλ' η επιρροή του συγγενούς του ήτο μεγάλη και αναχωρήσας μετ' αυτού εις την πατρίδα του, επέστρεψε μετά τινα καιρόν νυμφευμένος, κλαμμένος και κατενθουσιασμένος. Ήτο ωραία η σύζυγός του και πολύ νεωτέρα του. Την καλωσύνην και τας λοιπάς αρετάς της διηγείτο συχνά, εννοείται με χειμάρρους πάντοτε δακρύων. Η αλήθεια είνε ότι την ηγάπα παραφόρως, με θέρμην όλως νεανικήν και ως να ήτο αυτός ο πρώτος του έρως. Εκ του γάμου αυτού εγεννήθησαν δύο τέκνα, μετά τριετή όμως συμβίωσιν, η νεαρά σύζυγος ησθένησε και εκρίθη ανάγκη να μεταβή εις την πατρίδα προς αλλαγήν κλίματος. Την συνώδευσεν εκεί ο πατήρ της, μετά έν έτος δε επέστρεφεν υγειεστάτη και αρκετά ευτραφής. Μετ' ολίγον καιρόν το πάχος της κυρίας Π. ηύξησε πολύ. Ο φίλος μου ήτο ευχαριστημένος, όχι όμως και οι συγγενείς και οικείοι προς τους οποίους το πρόωρον εκείνο πάχος τοις εφαίνετο ύποπτον. Και δεν ήργησε να φανή ότι οι τελευταίοι είχον δίκαιον… Διότι πέντε μήνας μετά το φθάσιμον της νεαράς γυναικός, δεν ηδύνατο πλέον να μένη η ελαχίστη αμφιβολία ως προ την φύσιν του όγκου της. Το πράγμα ήτο σκανδαλώδες. Είς θείος του Π. ήτο μανιώδης και με δυσκολίαν εκρατείτο. Το πράγμα τώρα ελέγετο φανερά και μόνος ο ατυχής μου φίλος ευρίσκετο εις μακαρίαν άγνοιαν. Το απροσδόκητον περιστατικόν μ' ελύπησε πολύ, διότι επρομηνύετο δράμα, η λύσις του οποίου δεν θα ήτο βεβαίως ομαλή· ως εκ των στενών μου δε μετά του Π. σχέσεων, εγώ θα ήμην εκ των πρωτευόντων προσώπων εις τας σκηνάς, αίτινες έμελλον ν' ακολουθήσωσιν.

«Τα πράγματα ήσαν εις αυτό το σημείον, ότε, ένα πρωί ηγέρθην σκυθρωπός, κατόπιν δε συνομιλίας μου με την μαμμήν διηυθύνθην εις την οικίαν του φίλου μου. Ήθελα να ίδω την στάσιν του, το ύφος του, να μάθω επί τέλους, αν υποπτεύη τι. Επλησίασα· η αυλόθυρα ήτο ορθάνοικτη. Εδώ σας παρακαλώ να εντείνετε όλην την προσοχήν σας, διότι αξίζει τον κόπον. Η αυλόθυρα λοιπόν ήτο ανοικτή, ακριβώς δε εις το μέσον εστέκετο ο Π. με το γνωστόν μου, αγαθόν του εκείνο μειδίαμα. Τον ητένισα κατά πρόσωπον, εκείνος δε άρχισε να γελά την φοράν ταύτην μ' ένα γέλωτα εσωτερικόν, ούτως ειπείν, ως προσπαθών να μη εκραγή. Εγώ δεν έβλεπα γύρω μου, μόνον αυτόν παρετήρουν, με κάποιον μάλιστα φόβον, αν και το πρόσωπόν του ήτο αιθριώτατον, ως ουρανός ανέφελος. Του έτεινα την χείρα με σοβαρότατα, εκείνος δε:

– Κύτταξε δα, μα κύτταξε λίγο από πάνω και τριγύρω, με λέγει με τον γέλωτα εκείνον τον εσωτερικόν, όστις, εις την θέσιν που ευρισκόμην, μου εφαίνετο απαίσιος.. Παρετήρησα παντού και τι νομίζετε να είδα; Υπέρ την ασκεπή κεφαλήν του φίλου μου ήσαν κρεμασμένα δύο μεγάλα κέρατα, δεξιά δε και αριστερά των παραστάδων ήσαν προσηλωμένα ανά δύο άλλα, ακριβώς απέναντι των κροτάφων του.. Έμεινα κατάπληκτος! Η θέσις αυτή, η κωμικώς απαισία, αντί να μου κινήση τον γέλωτα, μου επροξένησε ρίγος.. Η αυλεία θύρα με τας παραστάδας της – αντί πλαισίων – στολισμένας με υπερμεγέθη κέρατα και εν μέσω αυτών η ελεεινή μορφή του ατυχούς μου φίλου, όστις εξακολουθεί να γελά, προκαλών με να τον μιμηθώ.. Γνωρίζων την συμβολικήν έννοιαν των κεράτων, και ότι μόνον μερικά τετράποδα καί τινες σύζυγοι έχουν το προνόμιον να στολίζωνται μ' αυτά, είπα καθ' εαυτόν, ότι βέβαια ο δαίμων της κολάσεως θα εφαντάσθη την εικόνα, διότι σατανική πράγματι ήτο η επίνοια.

Και τον έβλεπα και μ' έβλεπε μειδιών πάντοτε.

– Μα δε γελάς; μου λέγει.

– Επροσπάθησα να μειδιάσω.

« – Ένας χωρικός σήμερα είχε το αμάξι του γεμάτο και τα πήρα φθηνά, με είπεν. Απεφάσισα ν' αγοράσω κι' άλλα γιατί δίνουν κέρδος. Αυτά τα κρέμασα για σημάδι πως αγοράζω. Για συλλογίσου όμως εμπόρευμα που μούτυχε; αι;

Κ' εγελούσε πάντοτε.

Εγώ μόλις τον ήκουα. Εσκεπτόμην, ίσως ήτο πρόσφορος η στιγμή να δοθή ένα τέλος. Δεν ήτο άλλος καταλληλότερός μου και αφού θα τα μάθη μια μέρα, γατί να μην τα μάθη τόρα ευθύς;

– Πάμε μέσα, του είπα έξαφνα.

Και διηυθύνθημεν προς το σπιτάκι του θυρωρού, όστις έλειπεν ευτυχώς.

Εκεί πλησίον εις μίαν γωνίαν υψούτο μέγας σωρός κεράτων.

– Η πραμάτεια, με είπε πάλιν γελών.

Ομολογώ, ότι εκτός της βαθείας λύπης, ησθάνθην και αγανάκτησιν. Η τύφλωσις του φίλου μου με παρώργιζε. Κ' επροτιμούσα να τον ιδώ να θυμώση, να ξεσπάση, παρά να τον βλέπω να γελά ως ο έσχατος των βλακών. Αι σκέψεις αυταί υπεδαύλιζαν ολονέν τον θυμόν μου.

Και τι κάμν' η γυναίκα σου; ηρώτησα αποτόμως.

– Είνε πολύ καλά, με είπε. Είχε κάτι ενοχλήσεις, μα πέρασαν.

– Τώρα πρέπει να ετοιμάζεται.

– Διατί; ηρώτησε.

– Αι, μα προς αύξησιν της οικογενείας, γιατί άλλο;

– Πού ακόμα!.. με λέγει.

– Πώς πού; του είπα θυμωμένος. Είδες τη μαμμή;

– Την είδα χθες, μου είπε δειλώς. Μα τι έχεις και μιλείς θυμωμένα;

Κατηυνάσθην ευθύς. Του επήρα το χέρι και τον είδα περίλυπος.

Εταράχθη. Δεν ήτο κουτός ο καϋμένος ο Π. αλλά πολύ αγαθός και αφελής.

– Μα τι τρέχει; μου είπε χαμηλά.

– Την είδα κ' εγώ τη μαμμή σήμερα και ό,τι δεν ετόλμησε να πη σε σέ, το εξεμυστηρεύθη σε μένα, του είπα σχεδόν μυστικά, ωσάν να εφοβούμην μη με ακούσουν.

Εταράχθη ακόμη περισσότερον.

– Τι σου είπε; ηρώτησε σιγανά, ενώ η σιαγών του έτρεμε.

Ησθανόμην ότι με κατελάμβανε δειλία, είχα όμως πολύ προχωρήση και η οπισθοδρόμησις ήτο αδύνατος.

– Εξέτασε χθες τη γυναίκα σου και μ' εβεβαίωσε ότι μετά πέντ' έξ

μέρες θα γεννήση!.

Με παρετήρει, ως να μην εννοούσε.

Μετά τινα δευτερόλεπτα με λέγει, και η σιαγών του έτρεμε πολύ τώρα.

– Πώς δηλαδή;.

– Μα δεν εννοείς, καϋμένε άνθρωπε;

Η γυναίκα σου είνε μόλις έξ μήνες που ήλθε και.. Απέστρεψα το πρόσωπον, διότι κάτι μου έσφιγγε τον λαιμόν. Μετ' ολίγον αισθάνομαι το χέρι του φίλου μου να σφίγγη τον ιδικόν μου με δύναμιν έκτακτον.

– Τι μου φεύγεις; λέγε, τελείωνε, με είπεν υποκώφως, προσπαθών να με ιδή κατά πρόσωπον.

Εμάντευσα ότι τα εννόησεν όλα και ησθάνθην άπειρον οίκτον…

Ήκουα την διακεκομμένην αναπνοήν του και στραφείς τον ητένισα με τα μάτια γεμάτα δάκρυα.

Έρριψε τους βραχίονας επάνω μου, ωχρότης νεκρική εχύθη επί του προσώπου του. Έν αχ! εξήλθε του στόματός του και έπεσεν εις τας αγκάλας μου λιπόθυμος.

Ο γέρων έπαυσε και επί τινας στιγμάς επεκράτησε σιωπή· το δραματικόν τέλος της διηγήσεως μας είχε ταράξη ότε κάποιος μας είχε είπε:

– Τώρα τον επίλογον, να τελειώσωμεν. Αλλ' ακριβώς την στιγμήν εκείνην ηκούσθη μέγας θόρυβος εις τον διάδρομον, αμέσως δε η θύρα ηνοίχθη με πάταγον και εις το δωμάτιον εισήλθε ή μάλλον εισώρμησε ο οικοδεσπότης μου. Άνθρωπος όσον καλός και μειλίχιος νηστικός, τόσον σκαιός και θορυβώδης και ανοικονόμητος μεθυσμένος. Και ήτο στουπί αυτήν την φοράν. Ώρμησε και μ' ενηγκαλίσθη.

– Φεύγεις, εφώναξε τραυλιζων. Εσύναξες τόσο καλή συντροφιά κ' εγώ τίποτα, αι;

Και αφήσας εμέ, εστράφη προς τους συντρόφους μου· αλλά το δωμάτιον ήτο κενόν. Οι φίλοι μου που τον εγνώριζαν κάλλιστα, ετράπησαν αυτοστιγμεί εις φυγήν, εκτός, εννοείται του Φ. Ο οικοδεσπότης ώρμησεν εις καταδίωξίν των, αλλά σκοντάψας εις το κατώφλιον της έξω θύρας κατέπεσε βλασφημών. Αυτό το επάθαινε συχνά. Ημείς διετάξαμεν να κλείσουν, εσβέσαμεν το φως και κατεκλίθημεν.

II

Την επιούσαν εις τας πέντε το πρωί ήμεθα και οι δύο ενδεδυμένοι. Εγώ ετοποθέτησα επιμελώς εντός μαρσίππου μερικά ενδύματα, προ πάντων ασπρόρρουχα, τα εσκέπασα όλα μ' ένα σινδόνι και τον εκλείδωσα. Οι ταχυδρομικοί ίπποι είχαν ζευχθή και το έλκηθρον. Εροφήσαμεν εν βία ανά δύο ποτήρια τεΐου, εγώ έδοσα τας τελευταίας διαταγάς εις τον υπηρέτην μου, ζωσμένοι δε και γαντωμένοι και οι δύο, εξήλθομεν και ετοποθετήθημεν εντός του ελκήθρου, στηρίζοντες τα νώτα επί προσκεφαλαίων. Ο αμαξάς μας εκάθησεν επί του εδωλίου του, επήρε τα ηνία και παρώτρυνε τα άλογα διά του συνήθου «νου, στο Θεό.» Αυτά έκαμαν μίαν προς τα εμπρός κίνησιν, το έλκηθρον έτριξε δις, τρις και εκυλίσθη επί της απαλής χιόνος.

Μετά δύο ώρας ο ήλιος ήτο υψηλά. Είνε εκτάκτως μαγευτική η θέα του χιονισμένου κάμπου υπό τας ηλιακάς ακτίνας και μόνον ότι κουράζει την όρασιν η ατελεύτητος εκείνη λευκότης. Όλα κάτασπρα και υψώματα και κοιλάδες, πού και πού δε μόνον διακρίνεις μελανάς κηλίδας· είνε χαμόδενδρα ή χόρτα ξηρά τα οποία δεν έφθασε να θάψη το χιόνι και επί των οποίων ευχαρίστως αναπαύεται το μάτι του οδοιπόρου.

Το ψύχος ήτο μέτριον. Εταξειδεύσαμεν άνευ επεισοδίου τινός και προς το εσπέρας εφθάσαμεν εις Ταϊγάνι, απέχον υπέρ τα εκατόν βέρστια της Μαριουπόλεως, του τελικού σκοπού του ταξειδίου μου.

Απεχαιρέτισα τον συνταξειδιώτην μου, μεταβάντα παρά τη οικογενεία του, εγώ δε κατέλυσα εις ξενοδοχείον.

Την επιούσαν εξύπνησα ενωρίς, επειδή δε έπρεπε να εξέλθω προς επίσκεψιν μερικών φίλων, η πρώτη μου φροντίς ήτο να ενδυθώ καταλλήλως. Και λοιπόν εγονάτισα ημίγυμνος προ του μαρσίππου μου, τον εξεκλείδωσα, τον ήνοιξα και τι νομίζετε να είδα; Ακριβώς εις το μέσον της σινδόνος, ήτις εσκέπαζε τα εν τω κιβωτίω φορέματα, εκάθητο ακίνητος μία αράχνη πρώτου μεγέθους! Έμεινα κατάπληκτος. Η διήγησις του γέροντος Φ. ήτο ζωηρά εις την μνήμην μου κ' έβλεπα την αράχνην, ακίνητος, εκπεπληγμένος, αν θέλετε δε, και μέ τινα δεισιδαίμονα φόβον! Αλλ' άμα παρήλθεν η πρώτη έκπληξις, άρχησα να σκέπτωμαι, διατί ευρέθη εκεί η αράχνη και προπάντων, πώς εμβήκε; Τα φορέματα είχα τοποθετήση και τυλίξη με το σινδόνι εγώ αυτός και ο ίδιος εκλείδωσα τον μάρσιππον. Μήπως η παρουσία του εντόμου ήτο και δι' εμέ οιωνός;

Ήμεθα και οι δύο ακίνητοι και η αράχνη και εγώ επί τινα λεπτά. Επί τέλους επήρα το σινδόνι με προσοχήν από τα τέσσαρα άκρα, το ετίναξα εις μίαν γωνίαν του θαλάμου, όπου η αράχνη συνεσπειρώθη…

Μετά τρεις ημέρας ήμην εις Μαριούπολιν, μετά ένα μήνα δε, τη μεσολαβήσει σεβαστού μου φίλου, ετέλουν τους αραβώνας μου, και μετά τρεις μήνας ενυμφευόμην.

Την άνοιξιν του ιδίου έτους μετέβην εις Γ.. διπλός, κατά την ευχήν των φίλων μου, οίτινες με συνεχάρησαν εγκαρδίως, εις πρώτην δε συνάθροισίν μας τοις αφηγήθην το με την αράχνην επεισόδιον.

– Τι λες, φιλόσοφέ μου; ηρώτησε τον σκεπτικόν μας ο γέρων Φ.

– Δεν αλλάζω γνώμας εγώ, είπεν εκείνος.

– Και κάμνεις καλά· μ' αυτόν τον τρόπον σώζεις την φήμην σου ως

φιλοσόφου, ανταπήντησεν ο Φ.

– Με την αράχνην όμως κύριε Φ. είπε κάποιος, δεν εμάθαμεν το τέλος

της ιστορίας των κεράτων.

– Αλλά μόνον περί προλήψεων επρόκειτο, είπεν ο Φ.

– Αδιάφορον, θέλομεν το τέλος.

Ιδού λοιπόν με ολίγας λέξεις. Όταν ο Π. εβεβαιώθη περί της συμφοράς του, ηκολούθησαν σκηναί σπαραξικάρδιοι. Η σύζυγός του πράγματι μετά τινας ημέρας έφερεν εις φως έν αγοράκι. Ο Π. δεν είχε το θάρρος να εισέλθη εις τον κοιτώνα της.

Έκλαιε και εκόπτετο, όταν δ' εκείνη ανέλαβε, τον προσεκάλεσε και έπεσεν εις τους πόδας του οδυρομένη. Ήτο θύμα αγρίας επιθέσεως ενός εξαδέλφου της – Ο φίλος μου επείσθη, αλλά και μ' εσυμβουλεύθη τι να κάμη, και εγώ δε του είπα ότι εις αυτά συμβουλαί δεν χωρούν και τον ηρώτησα αν έχη την δύναμην να τιμωρήση; – Με τι τρόπον; με είπε. Με αποβολήν απήντησα.

– Ποτέ! απεκρίθη· δε θα μπορούσα να ζήσω.

– Τότε, του είπα εγώ, πρέπει να συγχωρήσης.

Αυτό και έκαμε ο καϋμένος ο φίλος μου, δειχθείς μεγαλόφρων! Και δεν είχε άδικον. Ουδέποτε πλέον του εδόθη η παραμικρά αφορμή παραπόνου κατά της συζύγου του.

Τα σχόλια δεν έλειψαν και επί του ζητήματος τούτου. Το εβασάνισαν ποικιλοτρόπως, χωρίς εννοείται να το λύσουν.

Μετά τινας ημέρας ο γέρων Φ. με λέγει.

– Δε ξέρεις δα· σήμερα ωμίλησα διεξοδικώς με τον σκεπτικόν μας περί προλήψεων και μου εφάνη πως άρχισε ν' αλλάζη γνώμην.

Πώς; ηρώτησα.

– Εσυζητήσαμεν πολύ· του επολέμησα μ' επιμονήν τας ιδέας και κατώρθωσα να του αποσπάσω την ομολογίαν ότι αυτά είνε εκ των ανεξήγητων. Προφανώς η αράχνη και τα κέρατα του ετάραξαν πολύ τους φιλοσοφικούς κύκλους! Καλό κι' αυτό.

Ο ΣΧΕΔΙΑΣΤΗΣ

– Και πώς τα πάμε, Σοφοκλή;

– Ωραία, εξαίρετα!

– Και σαντί δουλιές έχομε τώρα στο χέρι;

– Πολλές και διάφορες. Και πρώτον, μ' εννόησες, ο Μικάκος εκατάβηκε εις της 270 χιλιάδες, τον όρον του αγοραστού και μεθαύριο θα πάω τα χαρτιά. Έπειτα το σπίτι εκείνο της οδού Αιόλου, μ' εννόησες, παίρνει κ' αυτό τέλος σημεραύριο. Έχω ένα μικρό δάνειο που υπογράφεται τη Δευτέρα, ένα συνοικέσιο σχεδόν τελειωμένο και άλλο στην αρχή με πολλές ελπίδες και.. άκουσε τώρα, μ' εννόησες, τα σχέδια μου. Μόλις που τελειώσω τη μεγάλη δουλιά του Μικάκη, θα.

Προβλέπων την συνήθη ραγδαίαν φλυαρίαν του φίλου μου, τον διέκοψα.

– Μα δε μου λες, το ανθρακωρρυχείο εκείνο..

– Μπερμπαντιές, φίλε μου μα ευρήκα τώρα άλλον αγοραστή, σωστό άνθρωπο και..

– Δεν τον αφήκα να τελειώση.

– Θυμάσαι; το είχες τελειωμένο.

– Μα τι να κάμης με τους ψεύτες; Τώρα όμως, μ' εννόησες, δεν μου φεύγει, γιατί έλαβα μέτρα.

– Τουλάχιστον κύτταξε αυτά που κρατείς τώρα να μη σου φύγουν.

– Αυτό ούτε να λέγεται· τα χρήματ' αυτά τάχω στο χέρι. Και ξέρεις το σχέδιό μου;

– Θα είν' εκείνο το περυσινό.

– Ναι, μα τώρα τέλειωσαν τα ψέμματα ευθύς που πάρω τον παρά, με εννόησες.

Την στιγμήν εκείνην εφάνη ερχόμενος ο πολιτευτής Σ.

Ο φίλος μου με αφήκεν ευθύς.

– Προχώρει, μου είπε και σε φθάνω. Και έτρεξεν εις συνάντησιν του πολιτευτού.

***

Γνωριζόμεθα προ ετών με τον Σοφοκλή. Είνε πεντηκοντούτης περίπου, υψηλός, λιπόσαρκος, μακροσκελής, ολίγον ωχρός, μ' ένα κεφαλάκι μικρό, με κρανίον αποψιλωμένον και στίλβον, ελαφρώς ταλαντευόμενον εις κάθε του βήμα. Ευθυτενής, βαδίζει με τα χέρια συνήθως εντός των θυλακίων του τριμμένου, του πολλά και διάφορα ιδόντος και δοκιμάσαντος πανταλονίου του. Το αληθές είνε ότι και το σακκάκι του δεν έχει με τι να καυχηθή, θα είχε δε τουναντίον πολλά τα δραματικά να ιστορήση, αν είχε στόμα. Μόνον ο κολλάρος και ο λαιμοδέτης του είνε νωπά πάντοτε και ανεπιλήπτου λευκότητος. Άγαμος, έχει μόνον συγγενείς πλαγίους και φίλους απειραρίθμους και συμβαίνει, ποτέ μεν να γευματίζη εις της εξαδέλφης, άλλοτε να δειπνή εις του ανεψιού και να ξενυκτίζη εις της κουμπάρας του, ουδέποτε δε, ουδέ οι στενώτεροί του, έμαθον το οίκημά του. Τίμιος, αγαθός, ευπροσήγορος, αστείος, πολυλογάς, επαγγέλλεται.. όχι ωρισμένον τι, αλλά παν ό,τι του δίδει αφορμήν να ομιλή και να τρέχη, αδιάφορον αν τρέχη κατόπιν σκιάς, την οποίαν εκλαμβάνει ως πραγματικότητα! Εύπιστος, αισιόδοξος, δεν ταράσσεται διόλου εκ των αποτυχιών του των αλλεπαλλήλων. Και τρέχει και σχεδιάζει αδιάκοπα.

***

Ιδίως τον απασχολούν τα πολιτικά της πατρίδος, μάλιστα τα εσωτερικά. Αφωσιωμένος εξ ολοκλήρου εις έν κόμμα, μισεί και περιφρονεί πάντας τους αντιθέτους, αυτά τα καθάρματα, τους λυμεώνας, τους τενεκέδες, τα κοθόνια, τους διαφθορείς, τους.. και αρχίζει ραγδαίον υβρεολόγιον κατά των πολιτικών αντιπάλων, παρμένον από το τελευταίον φύλλον ομοφρονούσης εφημερίδος, γραμμένον εις το νέον, το ελευθεριάζον ιδίωμα, το οποίον δεν παραδέχεται κανένα φραγμόν. Έχει πάντοτε πλήρες το θυλάκιον εγγράφων και το κεφάλι γεμάτο σχέδια, τα οποία περιμένουν την εφαρμογήν των. Θα πωλήση, θα ενοικιάση, θα υπανδρεύση, θ' αρραβωνίση, θα συνδυάση, θα συμφιλιώση, θα κάμη θα δείξη.. Λέγει, λέγει αδιάκοπα, με ευγλωττίαν, πειστικώτατα και αφού σε περιφέρει ανά τας σκολιάς και λαβυρινθώδεις ατραπούς των σοφώς πάντοτε χαραγμένων σχεδίων του, τα οποία οσονούπω, μετ' ολίγον, λαμβάνουν οστά και σάρκα καταλήγει, μετά πολλούς δισταγμούς και ταλαντεύσεις, (διότι είνε λεπτότατος) εις την εκλιπάρησιν.. αλλ' εδώ, ας επιτρέψη ο αναγνώστης να σιωπήσω, χάριν της πλέον λεπτής, της πλέον ευθίκτου αφ' όσας εγνώρισα, φιλοτιμίας.

Περιπατητής ακούραστος, ευρίσκεται πάντοτε εις κίνησιν, εκτός των ωρών οπού εξοδεύει εις του Ζαχαράτου, εις την ανάγνωσιν των εφημερίδων του κόμματος, διότι τας άλλας ούτε τας πιάνει σ' το χέρι. Εκεί θα πολιτικολογήση, θ' αστειευθή με τους φίλους, εις τους στενωτέρους των οποίων αποκαλύπτει τα σχέδιά του. Και έχει τοιαύτα έτοιμα πάντοτε. Διότι, δεν προφθάνει να ναυαγήση έν, όπου καταστρώνει άλλο, αν δε, έως τώρα μόνον ναυάγια έχει να διηγήται, τούτο αποδοτέον εις μόνην την κακοδαιμονίαν του.

***

Ευέξαπτος εις τας πολιτικάς και κοινωνικάς εν γένει συζητήσεις, δεικνύει έν είδος απαθείας δια παν ό,τι αφορά εκ του πλησίον αυτόν τον ίδιον. Εξάπτεται και χειρονομεί και κόπτεται συζητών επί ώρας με φίλους ευτυχείς και χορτασμένους, ενώ πολλά σημεία δεικνύουν ότι αν τυχόν εγευμάτισε την ημέραν εκείνην, δεν θα έφαγε βέβαια ούτε φασιανούς, ούτε πέρδικας και είνε μάλιστα ζήτημα αν έφαγε αρκετά. Πάσαν όμως του στομάχου του διαματυρίαν ηξεύρει να κρύπτη υπό το πλέον αξιοπρεπές μειδίαμα και εις τρόπον ώστε να σε πείθη ότι τουλάχιστον εγευμάτισεν εις την «Μινέρβα», ενώ το πιθανώτερον είνε να εγεύθη εις κανένα πατζατζίδικο αντί 30 λεπτών.

***

Είχε μείνη άγαμος από πείσμα, με είπε· «θα ήμουν 26 – 27 ετών νέος και καθώς ήμουν κομψός (μη με βλέπης τώρα) πολλές μητέρες και πολλές νέες μ' εκυνήγησαν. Εγώ δεν επρόσεχα, όταν, μ' εννόησες, μια μικρούλα, κόρη χήρας στρατιωτικού, ωραιοτάτη, μ' εμάγεψε. Ωρκίσθηκα ευθύς πως θα γείνη δική μου. Από το μέρος της κόρης εφάνη μεγάλη προθυμία, αν και πολλοί άλλοι την εποφθαλμιούσαν^ ωμίλησα με την μητέρα, η οποία, μ' εννόησες, με άκουσε με πολλήν ευμένειαν και χωρίς να προσέχη εις τους άλλους λατρευτάς, της είπα πως έχομεν να ζήσωμεν, εν ενί λόγω, μ' εννόησες, της εχάραξα τα σχέδιά μου διά το μέλλον, τα οποία ευρήκε μεγαλοπρεπή. Έξαφνα ένα πρωί μανθάνω ότι την προτεραίαν η άπιστη αυτή είχε στεφανωθή μ' ένα έμπορον, ένα κοθόνι, έναν.. Τόσω μ' επείραξε που δεν επρόσεξα πλέον εις γυναίκα.. »

***

Εις τον περίπατον, μια πρωινή, συνηντήθημεν μ' ένα νέον καλού εξωτερικού, όστις μας εχαιρέτισε με πολλήν ευγένειαν.

– Τι κάνεις Παναγιώτη; τον ερώτησεν ο Σοφοκλής. – Καλά, κυρ

Σοφοκλή· κάτι δε φαινόσαστε απ' το μαγαζί;

– Δουλιές, Παναγιώτη μου. – Και πώς πάτε; Είστ' ευχαριστημένος; —

Καλά, καλά, κ' εσύ;

– Ωραία, μη μας ξεχνάτε· χαίρετε! είπεν ο Παναγιώτης – Γειάσου. Και

ο νέος απεμακρύνθη εσπευσμένως.

– Ξέρεις ποιος είν αυτός; Είπεν ο Σοφοκλής· Είνε πατριωτάκι μου. Προ έξ χρόνια ήλθεν απ' την πατρίδα, μ' εννόησες, ίσα σε μένα, γιατί ήμαστε σαν αδέλφια με τους γονείς του. Εγύρευε δουλειά και τον εσύστησα σ' ένα καλό μέρος. Δραστήριο παιδί, φρόνιμο, με νου, δεν άργησε να συνάξη μερικά λεπτά και τώρα είνε δυο χρόνια που έχει ιδικό του μπακάλικο και μικρό καπελιό. Θετικό παιδί καθώς είνε, θα προοδεύση πολύ. Και ο καϋμένος θυμάται την καλωσύνην και.. μ' αγαπά, είπε μετά τινα δισταγμόν ο Σοφοκλής.

Η ιστορία ήτο αληθινή, ως επληροφορήθην κατόπιν. Ο Σοφοκλής είχε αξιοπρέπειαν αλλ' ηναγκάζετο ενίοτε να προσφεύγη υπό την σώτειραν στέγην του καλού νέου, εις περιστάσεις, εννοείται, κρισίμους και μόνον οσάκις η βροχή των ατυχημάτων επήρχετο ραγδαιοτέρα. Εις αντάλλαγμα παρείχεν αφειδώς και εις τον νέον τας συμβουλάς του, τηρών όλην την αξιοπρέπειαν και την ευγενή στάσιν του αλησμονήτου ιππότου της ελεεινής μορφής.

Γνωρίζεται με πολλούς, πολιτευομένους, μέ τινας των οποίων έχει πολλήν οικειότητα και προς τους οποίους – τους ομόφρονας εννοείται – αποδίδει εκ διαλειμμάτων μικράς τινας υπηρεσίας αφιλοκερδώς και μόνον δια να έχη να τα διηγήται κατόπιν. Λέγει συχνά ότι είνε κακοδαίμων, χωρίς όμως δι' αυτό ν' απελπίζεται· απ' εναντίας, κύριόν του χαρακτηριστικόν είνε η αισιοδοξία, φθάνουσα μέχρι παιδικής αφελείας, διά να μη μεταχειρισθώ προσβλητικώτερον δι' αυτόν όρον. Βλέπων κανείς την πενιχράν του περιβολήν και συγκρίνων αυτήν προς την αξιοπρεπή του στάσιν, τον εκλαμβάνει ως αρχαίον στωικόν, ενώ κατά βάθος δεν είνε διόλου αδιάφορος εις τα εγκόσμια θέλγητρα και, ως οι πλείονες των θνητών, ονειρεύεται και αυτός την εκπλήρωσιν τούτου ή εκείνου του πόθου. Και ομιλεί συχνά περί των ονείρων του αυτών των χρυσών, περί των διακαών πόθων του, με χρώματα μάλιστα ποιητικά (χρώματα πολύ ανοικτά, πολύ κτυπητά καθό παρμένα από το κουτάκι της παλαιάς τέχνης), αδιάφορον αν η μεταβολή επέλθη μετ' ολίγον απότομος, όταν πρόκειται να χωρισθήτε και είνε μάλιστα μεσημβρία· σου εξακοντίζει τότε βλέμματα λίαν εύγλωττα, ουδέν όμως έχοντα το ποιητικόν, μ' όλους τους αγώνας του να τηρηθή η αξιοπρέπεια. Και μετά τινας πάντοτε ελιγμούς και περιστροφάς, χάριν της πασχούσης φιλοτιμίας, τίθεται εις χρήσιν η μέθοδος εκείνη την οποίαν, η προς τον φίλον οφειλομένη αβρότης με αναγκάζει να παρασιωπήσω.

Yaş sınırı:
12+
Litres'teki yayın tarihi:
25 haziran 2017
Hacim:
140 s. 1 illüstrasyon
Telif hakkı:
Public Domain
Metin
Ortalama puan 0, 0 oylamaya göre