Kitabı oku: «Η Τελευταία Θέση Στο Χίντενμπουργκ», sayfa 3
«Αν έχει, η διάγνωσή μου θα ήταν ότι πάσχει από υποσκριλίδιο αιμάτωμα, δηλαδή θρόμβος αίματος στον εγκέφαλο, ή θα μπορούσε να είναι όγκος στην περιοχή Broca του μετωπικού λοβού της. Από εκεί ελέγχεται η λειτουργία της ομιλίας».
«Σκατά»!
«Ναι. Ας ελπίσουμε ότι έχει αιμάτωμα· είναι λίγο πιο εύκολο στην αντιμετώπιση. Θέλει επειγόντως αξονική τομογραφία. Αυτά τα πράγματα με τον καιρό μόνο χειροτερεύουν».
«Μπορείς να κάνεις εσύ την αξονική»;
«Ντόνοβαν, είμαι στο πρώτο έτος της πρακτικής μου. Δεν μπορώ να κάνω τίποτ' άλλο, απ' το να ακολουθάω τους γιατρούς και να παίρνω σημειώσεις. Τί ασφάλεια έχει»;
«Δεν έχει ασφάλεια, ούτε λεφτά».
«Τότε πήγαινέ τη στα επείγοντα. Δεν μπορούν να διώξουν κανέναν εκεί, ούτε τους άφραγκους. Αύριο βράδυ έχω τη δεύτερη βάρδια στα επείγοντα. Φέρε την μετά τα μεσάνυχτα, και εάν συμφωνήσουν οι γιατροί με τη διάγνωσή μου, ίσως μπορώ να κάνω κάτι για να βοηθήσω».
«Σ' ευχαριστώ, φίλε–». Το τηλέφωνό χτύπησε δύο φορές. «Με παίρνουν τηλέφωνο, Κάμελ. Θα σε δούμε εκεί απόψε».
«Εντάξει, τα λέμε. Μη ξεχάσεις το GFDW8 το Σαββατοκύριακο».
«Σωστά». Ο Ντόνοβαν έκλεισε την κλήση, και απάντησε στο νέο τηλεφώνημα. «Παρακαλώ»;
«Αμάν πια, γιατί είναι τόσο δύσκολο να σε βρω»;
Γαμώτο! Γιατί δεν κοίταξα το όνομα της επαφής;
«Γεια σου, Κάιλερ».
Γιατί δε με αφήνει αυτή η γυναίκα στην ησυχία μου;
«Τί κάνεις τώρα»;
«Πάω σε μια δουλειά».
«Τί δουλειά»;
«Δουλειά που έχω αργήσει. Τί θέλεις»;
«Τίποτα, απλά να μιλήσουμε».
«Δεν έχουμε να πούμε τίποτε».
«Δε μετράνε τα δύο χρόνια που σου 'δωσα»;
«Εσύ μου έδωσες δύο χρόνια»;
«Ναι, σου έδωσα. Γιατί δε δίνουμε άλλη μια ευκαιρία στη σχέση μας; Το ξέρεις ότι πάντα σε αγαπώ». Έκανε μια παύση η Κάιλερ. «Ακόμα σε αγαπώ».
«Εσύ με χώρισες. Θυμάσαι»;
«Ίσως έκανα ένα λάθος κι εγώ».
«Ίσως»;
«Το μόνο που θέλω είναι να πάμε για ένα ποτό. Αυτό».
«Δε σου είπα ότι έχω αργήσει για μια δουλειά»;
«Όχι τώρα αμέσως. Ίσως αύριο βράδυ. Μπορούμε να πάμε στο Τελευταία Θέση στο Χίντενμπουργκ».
«Το σιχαίνομαι αυτό το μέρος, και ούτως ή άλλως αύριο βράδυ έχω κανονίσει», της απάντησε ο Ντόνοβαν.
«Με ποιον»;
«Δε σε αφορά».
«Είναι εκείνη η γκόμενα, έτσι δεν είναι»;
«Όχι».
«Πώς τη λένε»;
«Ξέχασα».
«Θα μάθω, ξέρεις».
«Αντίο, Κάιλερ».
«Θα δεις το GFDW το Σαββατοκύριακο»;
Ο Ντόνοβαν έκλεισε το τηλέφωνο και το πέταξε στη θέση του συνοδηγού.
Δέκα λεπτά αργότερα ακόμα είχε νεύρα, όταν έφτασε στην οδό Γουίλμπερτ, τον δρόμο της επιστροφής στο σπίτι του, για να πάρει το φορτηγάκι του. Έπρεπε να ηρεμήσει και να τελειώνει με το πρότζεκτ Γουίκερσαμ πριν βραδιάσει.
Κεφάλαιο Έξι
Χρονοδιάγραμμα: 1623 π.Χ., στη μέση του Νότιου Ειρηνικού
Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά και αποπνικτική, ο αέρας σχεδόν σαν υγρό. Η χαμηλή πίεση τούς έκανε όλους να τσιτώνονται. Φαινόντουσαν σαν να άφριζαν τα μαύρα σύννεφα πάνω απ' τα κεφάλια τους, γεμίζοντας πολύ σύντομα με σκοτάδι όλο τον ουρανό.
Ήρθαν σαν ανακούφιση οι πρώτες στάλες που χτύπησαν απαλά πάνω στα κανό, και το τσίτωμά τους υποχώρησε λίγο.
Καθώς άρχισαν οι άνεμοι να οργιάζουν και να σηκώνονται τα κύματα, ο Ακέλα και ο Λολάνι πέταξαν στα άλλα δύο κανό από ένα χοντρό σκοινί. Το κάθε κανό έδεσε τα σχοινιά σφιχτά, ώστε όλα τους ήταν ενωμένα, αλλά σε αρκετά μεγάλη απόσταση για να μη συγκρουστούν και προκαλέσουν ζημιές.
Κατέβασαν τα πανιά, τα αποθήκευσαν στον αποθηκευτικό χώρο των κανό στο κάτω μέρος και σιγουρεύτηκαν πως όλα ήταν ασφαλισμένα και δεμένα πάνω στα σκάφη. Τοποθέτησαν τα παιδιά του κάθε κανό στο κέντρο των μεγάλων πλατφόρμων κάτω από τις κωνικές αχυροσκεπές, με μία γυναίκα να επιβλέπει την κάθε ομάδα. Οι υπόλοιποι ενήλικες βρίσκονταν στα κουπιά. Έπρεπε να κρατούν τις πλώρες των κανό προς τα εισερχόμενα κύματα· ειδάλλως, ρίσκαραν να αναποδογυρίσουν. Αφού δεν είχαν τα κανό τους πηδάλιο, τα κουπιά ήταν το μόνο μέσο πλοήγησης των σκαφών. Τα μεσάνυχτα, τα κύματα έσπαγαν σε σημείο ψηλότερο από τα κατάρτια, ενώ ο άνεμος μαστίγωνε τις αφρισμένες άκρες.
Τα κύματα έφερναν στην επιφάνεια τη μυρωδιά ζωντανών οργανισμών από τη θάλασσα, και σε συνδυασμό με αυτή, διακρινόταν και αυτή του καθαρού αέρα, αραιωμένη αρκετά από τα χτυπήματα των κεραυνών.
Τα μικρά σκάφη σκαρφάλωναν τις ράχες των μεγάλων κυμάτων και τραμπάλιζαν στην κορυφή, ώσπου ο άνεμος τα έφερνε κάτω, και τα γλιστρούσε μέσα στο βαθύ κοίλωμα που σχημάτιζαν ο άνεμος και τα κύματα, καθώς στριφογύριζαν και περιδινούνταν.
Οι αστραπές πηδούσαν από σύννεφο σε σύννεφο και χτυπούσαν τη θάλασσα γύρω τους, καθώς το εκκωφαντικό μπουμπουνητό τους επιτίθονταν απ' όλες τις πλευρές.
Άντρες και γυναίκες έδιναν αγώνα ωρών να κρατήσουν τα κουπιά τους και τα σκάφη κατευθυνόμενα προς τα κύματα. Δε σταμάτησαν ούτε για νερό, ούτε φαγητό. Με τη σειρά, έβγαζαν το θαλασσόνερο απ' τα εύθραυστα σκάφη τους που συνεχώς απειλούσε να τα βυθίσει. Όλοι ήταν εξουθενωμένοι· τα κορμιά τους πονούσαν από την εξάντληση αλλά δεν υπήρχε χρόνος για διαλείμματα.
Μια αστραπή ελίχθηκε σαν φίδι στο κάτω μέρος των μαύρων σύννεφων, αφήνοντας μια στιγμιαία θραύση κεραυνού.
Σαν να το χτύπησε κεραυνός, το μεσαίο κανό εκσφενδονίστηκε από την κορυφή ενός πελώριου κύματος και αναποδογύρισε όταν χτύπησε πάλι μέσα στο νερό. Οι άνθρωποι και τα ζώα πετάχτηκαν μέσα στην αναστατωμένη θάλασσα, ενώ κάποιοι άλλοι βούλιαξαν μέσα μαζί με το γυρισμένο σκάφος.
Τα δύο σκοινιά τσιτώθηκαν καθώς έπεφτε το κανό, τραβώντας και τα άλλα δύο κοντά του.
Ο Ακέλα άρπαξε το μαχαίρι του, και ενώ άντρες, γυναίκες και παιδιά ήδη κρατούσαν με τα χέρια τους το σχοινί για να τραβηχτούν προς το μέρος του, εκείνος άρχισε να το κόβει. Αν δεν το έκοβε, το μεσαίο κανό θα τους τραβούσε όλους μέσα.
Ο Κάλεϊ, στο τρίτο κανό, συνειδητοποίησε τί συνέβαινε καθώς το σκάφος του τραβιόταν από το βυθιζόμενο μεσαίο κανό. Προσπάθησε να λύσει τον κόμπο του σκοινιού, αλλά είχε βραχεί και είχε σφίξει. Έπιασε το μαχαίρι του και άρχισε να κόβει το σκοινί.
Οι άνθρωποι που κρατούσαν σφιχτά το σκοινί φώναζαν στον Ακέλα καθώς το πέτρινο μαχαίρι του πριόνιζε τις υγρές ίνες. Επιτέλους, κόπηκε, και το τεντωμένο σκοινί πετάχτηκε μακριά, αφήνοντας τους ανθρώπους να κολυμπούν μανιασμένα και να προσπαθούν να φτάσουν σε ένα από τα δύο κανό.
Ο Ακέλα στάθηκε αμίλητος για ένα λεπτό, παγωμένος από τον τρόμο στο θέαμα της πράξης του.
Η Χίουα Λάνι βούτηξε μέσα στο νερό και κολύμπησε σε μια γυναίκα που προσπαθούσε να κρατήσει τα κεφάλια των δύο παιδιών της πάνω απ' το νερό.
Ο Ακέλα πέταξε το μαχαίρι του και βούτηξε κι αυτός στην μανιασμένη θάλασσα.
Μαζί, η Χίουα Λάνι και η γυναίκα ανέβασαν τα δύο παιδιά στο κανό. Όταν ανέβηκε η γυναίκα, η Χίουα Λάνι τής έφερε κοντά τα παιδιά της. Και μετά παρατήρησε το νερό για άλλους που κολυμπούσαν.
Ο Ακέλα άρπαξε ένα μικρό αγόρι από τα χέρια της μητέρας του και το φόρτωσε στην πλάτη του. «Κρατήσου γερά, Μίκολα»! Φώναξε ο Ακέλα καθώς κολυμπούσε προς το κανό του.
Ο Μίκολα τύλιξε τα χέρια του γύρω απ' το λαιμό του Ακέλα και έσφιξε δυνατά.
Οι άνθρωποι στα δύο κανό έκαναν κουπί πλαγίως, φέρνοντας εκείνους που κολυμπούσαν κοντύτερα στα σκάφη.
Ο Ακέλα έσπρωξε το παιδί μέσα στα χέρια μιας γυναίκας που περίμενε στο κανό, και μετά κατευθύνθηκε προς ένα κορίτσι που ζοριζόταν από το πάφλασμα των κυμάτων και του δυνατού αέρα.
Τώρα, τα δύο κανό βρίσκονταν κοντά μεταξύ τους στο κανό που βυθίστηκε. Με την καταιγίδα να μην κοπάζει ακόμα, ήταν αδύνατο να γνωρίζουν πόσοι από τους δεκαοχτώ ενήλικες και παιδιά από το μεσαίο κανό είχαν σωθεί από το νερό.
Ο Ακέλα κολυμπούσε και κοιτούσε τριγύρω, ψάχνοντας για κάποιον άλλον μέσα στη θάλασσα.
Η Χίουα Λάνι ήρθε κοντά του κολυμπώντας. «Δε βλέπω άλλους ανθρώπους», φώναξε μέσα από το σφύριγμα του αέρα.
«Ούτε εγώ».
Καθώς οι δυο τους παρασύρθηκαν στην κορυφή του επόμενου κύματος, συνέχισαν να ψάχνουν μέσα στα νερά για άλλα θύματα. Με πολύ λίγο φως από τις αστραπές, σκάναραν τη θάλασσα που στροβίλιζε μπροστά τους.
Τότε είναι που ο Ακέλα είδε μια γυναίκα από το κανό του να φωνάζει και να κουνάει τα χέρια της. Ο ήχος της φωνής της έσπαγε από τον άνεμο, αλλά εκείνος έβλεπε πως ήταν ταραγμένη για κάτι. Έδειχνε προς τα κάτω το νερό, και φώναζε φρενιασμένα. Οι άλλοι στο κανό φώναζαν και έδειχναν το νερό.
«Κάτι είναι από κάτω»! Ούρλιαξε η Χίουα Λάνι.
Πήραν και οι δυο βαθιές ανάσες και καταδύθηκαν κάτω απ' τα κύματα.
Οι συνεχείς αστραπές στον ουρανό πρόβαλλαν μια μυστήρια πράσινη λάμψη μέσα στο νερό. Μέσα σε αυτό το θολό, δονούμενο φως, είδε ο Ακέλα το αναποδογυρισμένο κανό, τρία μέτρα σε βάθος, να κατεβαίνει αργά προς την άβυσσο. Το έδειξε στη Χίουα Λάνι, κι εκείνη του ένευσε.
Κολύμπησαν προς το κανό, και μπήκαν από κάτω του.
Εκεί, ο Ακέλα είδε τα πόδια ενός παιδιού να κλοτσούν το νερό. Ήταν μπλεγμένο μέσα στα σκοινιά. Κολύμπησε στο πλευρό της. Το κεφάλι του ανήλθε σε ένα κενό αέρος που είχε δημιουργηθεί κατά το αναποδογύρισμα του σκάφους. Μέσα στην τρεμάμενη πράσινη λάμψη, έβλεπε τον τρόμο στα μάτια της, καθώς και στα μάτια απ' το γουρουνάκι που κρατούσε στην αγκαλιά της.
Το κορίτσι άρπαξε τον Ακέλα από τον λαιμό. «Ακέλα, το ήξερα ότι θα ερχόσουν να με σώσεις».
Έφτασε δίπλα τους και η Χίουα Λάνι. Ξεροκατάπιε μια ανάσα αέρα και κοίταξε από δω και από κει με γουρλωμένα μάτια. Χαμογέλασε πλατιά.
«Λεκία Μόι», είπε, παίρνοντας άλλη μια ανάσα, «δε σου έχω πει να μην παίζεις με το γουρούνι σου κάτω από τα κανό»;
Το οχτάχρονο γέλασε και ελευθέρωσε το ένα της χέρι για να την αγκαλιάσει. «Σε αγαπώ, Χίουα Λάνι».
Το κανό έτριξε και γύρισε στο πλάι.
Το γουρουνάκι στρίγκλιζε, και οι υπόλοιποι κοίταξαν την πάνω όψη του κανό καθώς εκείνο γυρνούσε· ο αέρας που είχε εγκλωβιστεί σύντομα θα δραπέτευε.
«Εάν φτάσουμε τον πάτο της θάλασσας δε θα με αγαπάς τόσο πολύ», είπε η Χίουα Λάνι.
«Πάρε τρεις μεγάλες βαθιές ανάσες, Λεκία Μόι», της είπε ο Ακέλα, «γιατί τώρα θα πρέπει να ξαναπάμε στην καταιγίδα».
Η Λεκία Μόι άρχισε να ανασαίνει βαθιά.
Η Χίουα Λάνι ξέμπλεξε το κορίτσι από τα σκοινιά και πέταξε νερό στο πρόσωπο του γουρουνιού για να κρατήσει την ανάσα του. Πήρε το γουρούνι και το έσπρωξε κάτω, κι έξω από την άκρη του σκάφους.
«Έτοιμοι»; Ρώτησε ο Ακέλα.
«Ναι», απάντησε το κορίτσι, και βούτηξε μέσα στο νερό. Καθώς ο Ακέλα και η Χίουα Λάνι καθοδηγούσαν το κορίτσι ανάμεσά τους, ξαφνικά βγήκαν στην επιφάνεια, με τον άνεμο που σφύριζε και την καταρρακτώδη βροχή.
Βρίσκονταν περίπου είκοσι μέτρα από τα άλλα κανό, τα οποία ήταν δεμένα μεταξύ τους.
Ο Ακέλα είδε το γουρουνάκι να χτυπάει το μικρά του πόδια μανιασμένα, κατευθυνόμενο προς τα κανό, και πέρα απ' το γουρούνι, έβλεπε τη μητέρα του κοριτσιού να κουνάει τα χέρια με χαρά που την έβλεπε.
Ένας από τους νεαρούς πάνω στο κανό άρπαξε ένα σκοινί και βούτηξε στη θάλασσα. Ήρθε δίπλα στο γουρουνάκι. Το τοποθέτησε κάτω από τη μασχάλη του και τους τράβηξαν με το σκοινί πάλι πάνω στο κανό.
Ο Ακέλα μετατόπισε τη Λεκία Μόι στην πλάτη του και με ελεύθερο κολύμπι πλησίασε τα κανό, ενώ κολυμπούσε η Χίουα Λάνι δίπλα του.
Κεφάλαιο Επτά
Χρονοδιάγραμμα: 31 Ιανουαρίου, 1944. Αμερικανική εισβολή στο νησί Κουβαλέιν στον Ειρηνικό Ωκεανό
Το Ιαπωνικό πολυβόλο χτυπούσε τον κορμό πετώντας θραύσματα ξύλινου φλοιού παντού.
Ο Μάρτιν με έρπειν έφτασε στην άκρη του κορμού, έβγαλε το κράνος του και πήρε μια ματιά. Γύρισε κατευθείαν το κεφάλι του. «Τρία τανκ»! Μπουσούλισε μέχρι τον Ντάφι και τον Κίσλερ. «Είναι τρία απ’ αυτά τα γαμημένα, κι έρχονται προς τα εδώ». Φόρεσε πάλι το κράνος του κι έσφιξε τον ιμάντα στο πιγούνι.
Ο ρυθμικός κρότος που ακουγόταν απ’ τις ερπύστριες ερχόταν όλο και πιο κοντά.
Ο Μάρτιν κοίταξε άλλη μια φορά κι έσκυψε πάλι κάτω. «Είκοσι μέτρα», ψιθύρισε. Με γρήγορες ματιές κοιτούσε παντού γύρω τους, μα δεν είχαν που αλλού να πάνε.
Στα κλεφτά, κοίταξε πάλι πάνω από τον κορμό. Τα τανκ ήταν σε τέτοια απόσταση πια, που ο Μάρτιν βρισκόταν κάτω από το στόχαστρο των πυροβολητών. Το αριστερό και το δεξί τανκ θα περνούσαν δίπλα από τον κορμό, το μεσαίο όμως ερχόταν καταπάνω τους.
«Γαμώτο»!
Κοίταξε τους δύο λαβωμένους άντρες. Ο Ντάφι ήταν ξαπλωμένος δίπλα του, και ο Κίσλερ καθόταν δίπλα στον Ντάφι κρατώντας τα πλευρά του, εκεί όπου είχε γεμίσει αίμα η μπλούζα του.
«Τί θα κάνουμε»; Ρώτησε ο Ντάφι.
Ο Μάρτιν πήρε τον ώμο του Κίσλερ και τον τράβηξε πιο κοντά. Είδε το τανκ, κι έκατσε λίγο πιο αριστερά. Τους τράβηξε και τους δυο κοντά του.
«Κρατήστε τα κεφάλια σας κάτω».
Λίγο αργότερα, οι ερπύστριες του τανκ ανέβηκαν πάνω στον κορμό, και σταμάτησαν. Ο οδηγός του τανκ γκάζωσε, και το τανκ τραβήχτηκε μπροστά, πάνω απ’ τον κορμό.
Ο Κίσλερ ούρλιαξε, καθώς υψώθηκε το τανκ πάνω απ’ τα κεφάλια τους.
Ο κορμός άρχισε να σπάει, και οι τρεις στρατιώτες στριμώχνονταν ο ένας δίπλα στον άλλον, και πίεζαν τα κορμιά τους μέσα στη γη.
Ξαφνικά, το τανκ έπεσε στο χώμα, και οι άντρες έβλεπαν την τρομακτική κοιλιά του σιδερένιου τέρατος, λίγα εκατοστά πάνω απ’ τα κεφάλια τους.
Το ξύλο έτριξε καθώς σερνόταν από πάνω του το βαρύ όχημα, εκτείνοντας το σιδερένιο του κορμί πάνω από τους τρεις άντρες.
Επιτέλους, έπεσε και συνέχισε ευθεία την πορεία του, αφήνοντάς τους μέσ’ τη σκόνη και την έντονη μυρωδιά καυσαερίων πετρελαίου.
«Θεέ μου»! Είπε ο Ντάφι. «Μας πάτησε τανκ μόλις τώρα»;
«Ναι», απάντησε ο Μάρτιν.
Είδαν τα τανκ να μπαίνουν σε ένα μικρό φαράγγι, κι έπειτα να στρίβουν δεξιά.
«Πού πάνε»; Ψιθύρισε ο Μάρτιν.
«Ποιος νοιάζεται»; Του είπε ο Κίσλερ. «Αρκεί να μη ξανάρθουν προς τα εδώ».
Τα τανκ ευθυγραμμίστηκαν και σταμάτησαν σαράντα πέντε μέτρα μακριά. Κίνησαν τους πυργίσκους τους ελαφρώς δεξιά.
Προφανώς επικοινωνούσαν με ασυρμάτους, γιατί οι κινήσεις τους ήταν συντονισμένες.
«Οι δικοί μας βρίσκονται κάπου εκεί κάτω», είπε ο Μάρτιν.
Μια στιγμή αργότερα, τα τανκ άνοιξαν πυρά με τα όπλα διαμετρήματος εβδομήντα πέντε χιλιοστών.
Οι τρεις άντρες έβλεπαν τα βλήματα να χτυπούν πάνω σε ένα τσιμεντένιο πολεμικό οχυρό ενενήντα μέτρα μακριά.
Άκουσαν ένα ουρλιαχτό, και μετά είδαν έναν στρατιώτη να βγαίνει και να τρέχει από το οχυρό.
«ΕΕ», είπε ο Ντάφι, «είναι δικός μας αυτός»!
Ένας στρατιώτης από τα τανκ τον σκότωσε με πολυβόλο.
«Κάθαρμα»! Φώναξε ο Κίσλερ.
Τα τανκ ξανάρχισαν να ρίχνουν.
«Έχουν παγιδέψει τους δικούς μας εκεί μέσα», είπε ο Ντάφι.
«Και τους ανατινάζουν σε κομματάκια», προσέθεσε ο Κίσλερ.
Ο Μάρτιν άρπαξε τις τέσσερις χειροβομβίδες από τους ιμάντες στον ώμο του Ντάφι.
«Τί στο διάολο κάνεις»; Τον ρώτησε ο Ντάφι.
«Πάω να δω αν μπορώ να τους επιβραδύνω».
«Θα σε πετσοκόψουν», του είπε ο Κίσλερ.
«Ναι, το ξέρω».
«Πάρε». Ο Ντάφι του έδωσε την τσάντα που χρησιμοποιούσε για μαξιλάρι. «Θα το χρειαστείς».
«Τί είναι»; Τον ρώτησε ο Μάρτιν.
«Εκρηκτική ύλη».
«Πώς λειτουργεί»; Ο Μάρτιν σήκωσε την τσάντα και την επεξεργάστηκε.
«Χώσε την σε ένα στενό σημείο κάτω απ’ το τανκ, και ξετύλιγε αυτό το καλώδιο καθώς απομακρύνεσαι.
«Πόσο μακριά να πάω»;
«Τουλάχιστον είκοσι μέτρα, ή πίσω από κάποιο απ’ τα άλλα τανκ. Μετά τράβα δυνατά το καλώδιο, και θα τα τινάξεις όλα στα ουράνια».
«Τί έχει μέσα»;
«Ένα κιλό τρινιτροτολουόλη».
«Εντάξει».
Ο Μάρτιν έχωσε τις χειροβομβίδες στο ιατρικό τσαντάκι του, έριξε την τσάντα με τα εκρηκτικά πάνω απ’ τον ώμο, κι έτρεξε προς τα τανκ.
Έπεσε στο χώμα μπροστά από το πρώτο, και περίμενε να πυροβολήσει.
Με το που έριξε το πρώτο βλήμα, πήδηξε πάνω στο τανκ, έβγαλε την περόνη μιας χειροβομβίδας και την έριξε μέσα στην κάννη του όπλου.
Έπεσε πάλι στο χώμα και κατευθύνθηκε προς το πίσω μέρος του δεύτερου τανκ.
Η χειροβομβίδα έσκασε, διαλύοντας την κάννη του όπλου του πρώτου τανκ.
Ο Μάρτιν μπουσούλισε στο δεύτερο τανκ, σφήνωσε τα εκρηκτικά σε σημείο πάνω από τις αυλακώσεις των ερπυστριών και βγήκε πάλι γρήγορα, αφήνοντας το καλώδιο να ξετυλίγεται καθώς έφευγε.
Ένας Ιάπωνας στρατιώτης από το πρώτο τανκ άνοιξε την καταπακτή και στάθηκε να κοιτάζει γύρω.
«Θα δει τον Μάρτιν», είπε ο Κίσλερ.
Ο Ντάφι έψαχνε για το τουφέκι του. Το εντόπισε, δέκα μέτρα μακριά, πατημένο όμως από ένα απ’ τα τανκ. Πήρε το 45άρι του Κίσλερ από τη θήκη του.
«Τί κάνεις»; Φώναξε ο Κίσλερ.
Ο Ιάπωνας στρατιώτης είδε τον Μάρτιν και σήκωσε το πιστόλι του.
«Θα του τραβήξω την προσοχή», απάντησε ο Ντάφι.
«Θα ρίξει σε εμάς μετά»!
«Τότε, μάλλον θα πρέπει να βρεις κάπου να καλυφθείς».
Είπε κι έριξε στον Ιάπωνα. Η σφαίρα εξοστρακίστηκε στον πυργίσκο.
Ο εχθρός γύρισε γρήγορα, πυροβολώντας καθώς το έκανε.
Ο Μάρτιν γύρισε αστραπιαία προς τον ήχο των πυροβολισμών. Είδε τον Κίσλερ να σκαρφαλώνει πίσω απ’ τον κορμό, πιάνοντας μετά τον Ντάφι για να τον τραβήξει κι εκείνον.
Ο Μάρτιν ξετύλιγε το καλώδιο του πυροκροτητή καθώς σκόνταφτε προς το πίσω μέρος του τρίτου τανκ.
Ο Ιάπωνας πήδηξε κάτω στο χώμα, κι άρχισε να ψάχνει για τον Μάρτιν.
Όταν τράβηξε το καλώδιο, η έκρηξη τράνταξε τη γη κάτω απ’ τα πόδια του, σηκώνοντας το τανκ στον αέρα μέσα σε μια θύελλα από φλόγες. Το τράνταγμα πέταξε τον εχθρικό στρατιώτη μακριά, και χτύπησε πάνω σε έναν βράχο.
Ο Μάρτιν άκουσε την καταπακτή του τανκ που βρισκόταν από πάνω του να ανοίγει. Τράβηξε τις περόνες των τριών τελευταίων χειροβομβίδων του και τις έριξε κάτω απ’ το τανκ. Είχε πέντε δευτερόλεπτα να απομακρυνθεί.
Σηκώθηκε αναπηδώντας για να τρέξει, αλλά ο στρατιώτης πάνω στο τανκ τον πυροβόλησε στο δεξί πόδι. Έπεσε στο έδαφος, ξανασηκώθηκε, κι έπεσε πάλι. Προσπάθησε να συρθεί.
Το τελευταίο πράγμα που άκουσε ήταν τις τρεις χειροβομβίδες να εκρήγνυνται η μια μετά την άλλη.
Κεφάλαιο Οχτώ
Είχε νυχτώσει όταν ο Ντόνοβαν έβαλε επιτέλους τα εργαλεία του στη θέση τους.
Οι Γουίκερσαμς βγήκαν έξω για να δουν τη δουλειά του, και ήταν πολύ ευχαριστημένοι. Η κα. Γουίκερσαμ έγραψε μια επιταγή των 1.500 δολαρίων στον Ντόνοβαν.
«Σας ευχαριστώ πολύ». Την έβαλε μέσα στο πορτοφόλι του. Έβγαλε μερικές επαγγελματικές κάρτες. Ωχ, λάθος κάρτες. Τις έβαλε πάλι μέσα, κι έβγαλε άλλες έξι διαφορετικές, και τις έδωσε στον κ. Γουίκερσαμ. «Για τους φίλους σας που μπορεί να ενδιαφέρονται».
«Φυσικά». Ο κ. Γουίκερσαμ τέντωσε το χέρι του για χειραψία.
Η κα. Γουίκερσαμ κατέβασε το τηλέφωνο απ’ το πρόσωπό της και χαιρέτησε τον Ντόνοβαν. «Μόλις σας αξιολόγησα στο Facebook με πέντε αστέρια».
«Σας ευχαριστώ κα. Γουίκερσαμ, και να θυμάστε, η εγγύηση είναι εφ’ όρου ζωής. Αν υπάρξει κάποιο πρόβλημα, τηλεφωνήστε μου».
Όταν μπήκε πάλι στο φορτηγάκι του, έβγαλε το iPhone του για να πάρει τη Σάντια.
«Παρακαλώ»;
«Σάντια»;
«Ντόνοβαν Ο’ Φάλον. Μου αρέσει να σε ακούω».
«Αλήθεια»;
«Ναι. Πήρα δύο παυσίπονα λίγο πριν. Όχι δάγκωμα».
Γέλασε. «Ωραία. Όχι περισσότερα από τέσσερα τη μέρα».
«Ναι, το είπες αυτό».
«Εε, πιστεύεις πως θα μπορούσα να βγάλω τον προπάππου σου για φαγητό απόψε»;
«Τον παππού»;
«Ναι».
Έπεσε ησυχία.
«Σάντια; Είσαι εκεί»;
«Ίσως χρειαστεί να πάω, μόνο για βοήθεια με τον παππού».
«Χμμ, δε ξέρω».
«Εγώ πολύ δε τρώω τόσο».
«Εντάξει τότε».
Καθώς οδηγούσε στο σπίτι να πάρει την Μπιούικ του, σφύριζε το Κάπου πάνω απ’ το Ουράνιο Τόξο.
* * * * *
Το Καφέ της Σαμπρίνα, κοντά στο Μουσείο Τέχνης της Οδού Κάλοουγουιλ, στο κέντρο της Φιλαδέλφειας ήταν ένα οικογενειακό εστιατόριο με προσιτές τιμές.
Έκατσαν σε ένα σεπαρέ δίπλα στα μεγάλα μπροστινά παράθυρα, και ήρθε μια χαμογελαστή σερβιτόρα με τα μενού. Το όνομά της, ‘Νάνσυ’, ήταν γραμμένο με στυλό στο καρτελάκι της με μια χαμογελαστή φατσούλα γάτας από δίπλα. «Έρχομαι σε λίγο». Ήταν μια γεματούλα νεαρή με κόκκινα μαλλιά και άπειρες φακίδες.
Ο προπάππους και η Σάντια κάθισαν απέναντι από τον Ντόνοβαν. Περιεργάζονταν και οι δύο τα μενού τους, εκείνος όμως ήξερε από τώρα τί ήθελε να παραγγείλει.
Ήρθε η Νάνσυ και στάθηκε στην άκρη του τραπεζιού τους, χαμογελώντας.
Ο Ντόνοβαν έβλεπε πως η Σάντια δυσκολευόταν να καταλάβει το μενού, και η σερβιτόρα την άγχωνε. Δεν ήταν θέμα ότι την πίεζε, απλώς η Σάντια δε γνώριζε πώς να χειριστεί την κατάσταση.
Ο Ντόνοβαν κοίταξε τη Σάντια και μετά τον προπάππου Μάρτιν. Μάλλον δεν τον ενδιαφέρει τί θα πάρει, αρκεί να είναι ζεστό.
Έπειτα από λίγο, ο Ντόνοβαν μίλησε: «Θα πάρω το κοτόπουλο με σάλτσα από μέλι».
«Για μένα το ίδιο». Είπε η Σάντια στη σερβιτόρα και της έδωσε το μενού της.
Ο κ. Μάρτιν έδωσε κι εκείνος το δικό του.
«Κάντε τα τρία κοτόπουλα», πρόσθεσε στο τέλος ο Ντόνοβαν.
Η σερβιτόρα τα κατέγραψε όλα. «Θα θέλατε πουρέ ή ψητές πατάτες»; Κοίταξε τη Σάντια.
«Σου αρέσει ο πουρές, έτσι δεν είναι»; Είπε στη Σάντια ο Ντόνοβαν.
Ένευσε καταφατικά.
«Το ίδιο για όλους», είπε ο Ντόνοβαν.
«Καλαμπόκι, μπρόκολο ή αρακά»; Ρώτησε τον Ντόνοβαν η Νάνσυ.
«Αρακά».
«Και για να πιείτε»;
«Αρέσει σε εσένα και τον παππού σου το παγωμένο τσάι»; Τη ρώτησε.
«Ναι».
«Ωραία, γλυκό παγωμένο τσάι», απάντησε στη Νάνσυ ο Ντόνοβαν.
«Τέλεια», του αποκρίθηκε. «Θα σας φέρω μερικά ορεκτικά».
Όταν έφυγε η σερβιτόρα, ψιθύρισε η Σάντια, «Σ’ ευχαριστώ».
Η Νάνσυ επέστρεψε με τα ποτά τους, κι ένα καλυμμένο καλαθάκι γεμάτο ζεστά ψωμάκια γεμιστά με μπέικον και τυρί, μαζί με ένα πιάτο με κρύα κομματάκια βουτύρου.
Ο Ντόνοβαν πήρε το καλαθάκι και το έφερε μπροστά στη Σάντια για να πάρει ένα ψωμάκι. Αφού πήρε, έκανε το ίδιο και για τον προπάππου της.
Αφού πήρε ο γέρος ένα, πήρε και για τον εαυτό του ο Ντόνοβαν και με το άλλο χέρι έπιασε το ποτήρι του.
«Βούτυρο».
Ο Ντόνοβαν σχεδόν έριξε το ποτήρι στο πάτωμα. Κοίταξε με γουρλωμένα μάτια τον κ. Μάρτιν. «Είπατε ‘βούτυρο’»;
Ο γέρος έκανε νεύμα ‘ναι’ με το κεφάλι. «Βούτυρο». Έδειξε με το μαχαίρι του το πιάτο με το βούτυρο.
Η Σάντια χαμογέλασε, κι έφερε το πιάτο κοντά στον προπάππου της.
«Χαίρομαι πολύ που σας ακούω να μιλάτε». Είπε, κι έβαλε βούτυρο στο ψωμάκι του ο Ντόνοβαν. «Θέλω να μιλήσω και στους δυο σας για τους πονοκεφάλους της Σάντια».
«Εντάξει», είπε ο παππούς καθώς έτρωγε.
«Σάντια, πόσο καιρό έχεις αυτούς τους πονοκεφάλους»;
Ζάρωσε το φρύδι της. «Πάντα».
«Έχουν χειροτερέψει τώρα τελευταία, ας πούμε, τα τελευταία χρόνια»;
«Ναι».
«Έχω έναν φίλο–»
Η Νάνσυ έφτασε με το φαγητό τους, κι έκατσαν πίσω στα καθίσματά τους για να τοποθετήσει τα πιάτα μπροστά τους. «Για να δούμε», είπε, «θα μου είναι πολύ δύσκολο να θυμηθώ ποιος παράγγειλε τί».
Ο Ντόνοβαν γέλασε, μετά και η Σάντια.
«Ωραία», είπε η Νάνσυ, «θέλετε κι άλλο τσάι ή ψωμάκια»;
«Νομίζω προς το παρόν έχουμε αρκετά απ’ όλα, Νάνσυ», της απάντησε ο Ντόνοβαν.
«Τέλεια, αν με χρειαστείτε, σφυρίξτε»! Είπε, και με ένα πλατύ χαμόγελο πήγε στο επόμενο τραπέζι.
Υπήρχε σιγή καθώς όλοι έτρωγαν.
«Πολύ καλό», είπε ο παππούς.
«Ναι», πρόσθεσε η Σάντια, «τόσο καλό».
«Έχω έναν φίλο», συνέχισε να λέει ο Ντόνοβαν, «που είναι γιατρός. Του τηλεφώνησα νωρίτερα μέσα στη μέρα και περιέγραψα τα συμπτώματα της Σάντια». Τους κοίταξε με τη σειρά. Εκείνοι περίμεναν να συνεχίσει αυτό που είχε να πει. «Θεωρεί πως θα ήταν καλό να κάνεις κάποιες εξετάσεις».
«Όχι λεφτά», του απάντησε η Σάντια.
«Μου είπε να πάμε στα επείγοντα του νοσοκομείου σήμερα. Εκείνη την ώρα έχει βάρδια. Δε μπορούν να διώξουν κανέναν, ακόμη κι αν δεν έχουν λεφτά ή ασφάλεια».
«Τί είναι εξετάσεις»; ρώτησε η Σάντια.
«Μάλλον αξονική τομογραφία».
Εκείνη έφαγε μια μπουκιά κοτόπουλο και μάσησε για μια στιγμή. «Πιστεύεις είναι καλή ιδέα για μένα»;
«Ναι, το πιστεύω».
«Παππού», του είπε, «εσύ το πιστεύεις»;
«Ναι». Έφαγε μια μπουκιά πουρέ.
«Εντάξει», είπε τελικά η Σάντια.
Μετά το γεύμα, έφαγαν μια μικρή τάρτα φράουλα για επιδόρπιο.
«Μπορώ να μιλήσω στον υπεύθυνο»; Ρώτησε τη Νάνσυ ο Ντόνοβαν καθώς τους έπαιρνε τα πιάτα απ’ το τραπέζι.
Εκείνη σταμάτησε, και τον κοίταξε επίμονα. «Έκανα κάτι λάθος»;
Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.
«Έρχομαι σε λίγο».
Σύντομα, έφτασε ένας κοκκινωπός άντρας με γοργό βηματισμό και κοντά ξυρισμένα μαλλιά στο τραπέζι τους, με τη Νάνσυ να τον ακολουθεί από πίσω.
«Συνέβη κάτι»; ρώτησε.
«Όχι, τίποτα», απάντησε ο Ντόνοβαν. «Το φαγητό, η εξυπηρέτηση, η ατμόσφαιρα...όλα είναι άψογα».
Ο υπεύθυνος σήκωσε τους ώμους και άπλωσε τα χέρια του. «Σας ευχαριστώ»; Προφανώς δεν ήξερε πού το πήγαινε ο Ντόνοβαν, και βρισκόταν σε επιφυλακή. Εκείνη τη στιγμή διέκρινε την ταυτότητα του Ντόνοβαν που κρεμόταν απ’ το λαιμό του. «Είστε ρεπόρτερ».
«Γράφω στο διαδίκτυο άρθρα με κριτικές διαφόρων επιχειρήσεων στην πόλη. Έχω παραπάνω από δέκα χιλιάδες ακόλουθους. Με την άδειά σας, θα ήθελα να βγάλω μερικές φωτογραφίες και να γράψω ένα άρθρο για την αυριανή έκδοση».
Ο υπεύθυνος ακόμη τον υποψιαζόταν.
«Θα είναι θετική η κριτική, τουλάχιστον τέσσερα αστέρια».
Η Νάνσυ προσπάθησε να καταστείλει ένα αμήχανο γέλιο, αλλά της βγήκε πνιχτό. Έσφιξε τα χείλη της με τα δάχτυλά της. «Συγνώμη».
«Εε, λοιπόν», του απάντησε ο υπεύθυνος, «ναι, φυσικά».
«Αν δεν έχει πρόβλημα και η Νάνσυ, θα ήθελα να τη βγάλω φωτογραφία, όπως είναι, χαρούμενη και να σερβίρει τους πελάτες. Μια καλοπροαίρετη σερβιτόρα κάνει όλη τη διαφορά στην ατμόσφαιρα του δείπνου».
Ο διευθυντής κοίταξε για λίγο τη Νάνσυ, και ζάρωσε το φρύδι του.
«Θα μπορούσα να πάω να φτιάξω λίγο τα μαλλιά μου»; Πήγε και έβαλε πίσω απ’ τα αυτιά της τις κόκκινες μπούκλες στο πρόσωπό της και γύρισε στο αφεντικό της και τον Ντόνοβαν.
Ο Ντόνοβαν σήκωσε τον χαρτοφύλακά του κι έβγαλε την Canon.
* * * * *
Όταν πήγε τη Σάντια και τον παππού της σπίτι, ο Ντόνοβαν ένιωθε αναστατωμένος ή και αναποφάσιστος. Κάτι τον ενοχλούσε, αλλά δε μπορούσε να καταλάβει τί ήταν ακόμα.
Άνοιξε την μπροστινή πόρτα η Σάντια, και μπήκε μέσα ο παππούς. Στάθηκε ένα σκαλοπάτι ψηλότερα απ’ τον Ντόνοβαν, χαμογελώντας.
«Λοιπόν», άρχισε να λέει αυτός, «μάλλον πρέπει να–»
«Θες να έρθεις μέσα»;
Ωω, θεέ μου, ναι. Θέλω να μπω, να κάτσω μπροστά στα πόδια σου και να κοιτάω μέσα στα πανέμορφα γαλανά σου μάτια για την υπόλοιπη ζωή μου. «Είναι λίγο αργά». Ήξερε ότι δεν υπήρχε τίποτα για πρωινό την επόμενη μέρα. Και ότι οι ημικρανίες της θα επέστρεφαν. Ο παππούς φαινόταν στα συγκαλά του για την ώρα, αν όμως συνέβαινε κάτι στη Σάντια, θα μπορούσε να την προσέξει; Μπορεί να τον ξαναπιάσει σοκ, όπως όταν έλαβε το γράμμα από το Τμήμα των Βετεράνων.
Μόλις έντεκα ώρες πριν του είχε ανοίξει την πόρτα εκείνο το πρωί, και ήδη είχε εμπλακεί τόσο στη ζωή της που ήταν δύσκολο να την αφήσει.
Περίμενε την απάντησή του, ήσυχη και χαμογελαστή.
Αν έμπαινε μέσα τώρα, ήξερε ότι θα κοιμόταν εκεί, μάλλον στον καναπέ, ή θα μιλούσαν όλο το βράδυ. Ή θα έκανε κάτι αυθόρμητο και ηλίθιο. Όχι, έπρεπε να φανεί δυνατός. «Πρέπει να πηγαίνω».
«Σε ευχαριστώ, Ντόνοβαν».
«Θα φέρω πρωινό, αν δε σε πειράζει».
Του ένευσε.
Περπάτησε γρήγορα στην Μπιούικ του, και μετά κοίταξε πίσω, βλέποντας ότι κι αυτή έκανε το ίδιο.