Kitabı oku: «Η μαζώχτρα κι άλλες ιστορίες», sayfa 7
ΧΑΡΑ ΑΝΙΚΗΤΗ
ΤΟ είχε στο αίμα του ο Γέρο Τραντάφυλλος να μη δαμάζεται από πίκρες. Η λαχτάρα, η ελπίδα, κ' η δύναμη της χαράς γλυκοσπαρταρούσανε μέσα του πάντα. Τον έβλεπες κ' έλεγες· να άνθρωπος που του αξίζει να ζη. Όχι γέλοιο, όχι χαμόγελο, μικρό τρεμούλιασμα μονάχα στα χείλη του έσωνε να σε καταπείση πως είταν η ψυχή του περιβόλι από την Πρόνοια ωρισμένο να θρέφη της χαράς τα λουλούδια.
Κι ως τόσο, καθώς όλα του κόσμου αλλοιώτικα, έτσι κ' η τύχη του χρυσόκαρδου εκείνου ανθρώπου. Μια σειρά φουρτούνες και συφορές η ζωή του. Ξενιτεύτηκε κι αυτός νιος καθώς οι πιώτεροι του φτωχικού του νησιού. Σ' ένα ξερονήσι ποιος να πρωτοζήση! Έκαμνε κάθε αγόρι της προκοπής το σταυρό του και τράβαγε κατά την «Ανατολή». Καλλιφορνία είταν τότες η Ανατολή.
Πέρασε εκεί κακορρίζικα χρόνια· κακορρίζικα, με το να πλάκωσαν άξαφνα δύστροποι χρόνοι. Και σα να μην έσωναν οι κακές οι σοδιές, βρέθηκε να είνε τότες κ' οι «Ζεϊμπέκοι» στη δόξα τους, και να πάρουν απάνω τους δεν μπορούσαν οι ξενιτεμένοι οι νησιώτες. Ο δικός μας ως τόσο, ταυτί του δεν ίδρωνε. Όχι πως δεν τον έμελε· άλλο δεν ονειρεύουνταν παρά να γυρίση κι αυτός με σαβούρα· μα οι αναποδιές εκείνες που άλλοι τις έπαιρναν κατάκαρδα, και μόνο που χεροτέρευαν την κακοτυχιά τους, ο Τραντάφυλλος τις είχε παιδιακήσια φυσήματα σε μεγάλη γαλήνη.
Σαν καλός έμπορος, τη ζωή του την περνούσε ανάμεσα σε σακκούλια ρίζι και βαρέλια τριμμένη ζάχαρη. Κι αν καλοκάθιζε κάποτες, είτανε για να γράψη στους δικούς του. Στην κάμαρά του απάνω από το μαγαζί ποτές δεν ανέβαινε, παρά για να κοιμηθή.
Αυτή είταν η ζωή του χρόνια πολλά. Ζωή που μπορούσε την ψυχή του ανθρώπου να την καταντήση λυχνάρι μισόσβεστο, άγραφη πλάκα να τον κάμη το νου, θρύμματα την καρδιά, καράβι καθισμένο τον άνθρωπο. Ο Τραντάφυλλος όμως όχι· αυτός έλπιζε πάντα πως θά τονε χαρή τον κόσμο, κ' ελπίζοντας τη χαίρουνταν τη ζωή του.
Βαριά, σκοτεινά, κι ατέλειωτα τα χρόνια εκείνα, κι ως τόσο περνούσαν. Και μην έχοντας η καρδιά του μήτε της αγάπης τα γλέντια μήτε της συντροφιάς τα καλά σε κείνο το Τουρκοχώρι, κρυφοσπαρταρούσε κατάβαθα για τις χαρές που θαρθούνε μια μέρα, κ' έτσι περνούσε ο καιρός.
Με φοβερές δυσκολίες, μ' αδήγητους κόπους, και μ' οικονομία νησιώτικη, μάζεψε μερικά χρήματα, που τα λογάριαζε αρκετά για να γυρίση, όχι δα και για πάντα, μα να παντρευτή, ναφίνη κατόπι το σπιτικό του, να μισεύη πάλι στην καρδιά εκείνη της Τουρκιάς, και να δουλεύη με την παρηγοριά πως κάθε Λαμπρή θα ξανάρχεται σταγαπημένο του σπιτικό. Αυτός είταν ο σκοπός, η έννοια του, η χαρά του.
Να μην το θαρρέψουμε όμως πως είταν και λαφροπέταχτο πουλί της χαράς ο Τραντάφυλλος. Είχε την καρδιά του βαθιά, πολύ βαθιά ριζωμένη. Η φαντασία του δεν είτανε σύννεφο· ή κι αν είτανε, το χρύσωνε πάντα της χαράς ο ήλιος, ο ήλιος που θέρμαινε τον ακέριο του νου. Ανόητα κι ακατόρθωτα πράματα δεν ονειρεύουνταν ο Τραντάφυλλος. Ονειρεύουνταν πράμα φυσικό, καθημερινό, απλό, εύκολο, απαραίτητο πράμα. Κι ονειρεύοντάς το τανιστορούσε μ' όλες του τις ομορφιές, ομορφιές που τόσο τις λάτρευε, που να βασταχτή δεν μπορούσε, παρά ξεχείλιζε η καρδιά του με την ανιστόρηση μονάχη, άστραφτε η όψη του, το τραγούδι του καταντούσε κελάδημα, και γλέντι το γέλοιο του.
Είταν όμως η κατάστασή του μπλεγμένη, κ' έπρεπε να γυρίση τα χωριά να μαζέψη τουλάχιστο μέρος πρι να ξεκινήση. Από χωριό σε χωριό, το κατάφερε να ξαναγυρίση στα λημέρια του με κάμποσες χιλιάδες. Ως δυο ώρες όμως δρόμο από το Τουρκοχώρι του, καθώς κατέβαινε λόγγο βαθύ, απλώνει τη χέρα του ένας «Ζεϊμπέκης» κι αρπάζει το καπίστρι του αλόγου· του αντικρύζει πιστόλι άλλος, ψάχνει τα δισσάκκια του τρίτος, και σε λίγη ώρα μένει ο Τραντάφυλλος με τάλογο μονάχο και με το ρολόι του, που του τάφηκαν επειδής ένας τους έτυχε να τον καλογνωρίζη.
Ήρθε ο δύστυχος στο μαγαζί του συλλογισμένος και πικραμμένος, απελπισμένος όμως όχι. – Αι, άλλα πέντε χρόνια δουλειά, είπε, και γίνεται. Κι άρχισε πάλι να δουλεύη και να ελπίζη.
Πέρασαν τα πέντε τα χρόνια, γύρισε στην πατρίδα, παντρεύτηκε, μεταγύρισε στην Ανατολή, πάλε ξαναήρθε στον τόπο του, όλα σ' ένα χρόνο μέσα, κ' η αλήθεια είνε πως είδε Θεού πρόσωπο τους δώδεκα αυτούς μήνες, την απογεύτηκε την αληθινή την καλοτυχιά. Γραφτό του είταν όμως να μην πολυχρονίση μήτ' αυτό το μεγάλο το καλό. Απάνω στο δεύτερο χρόνο της παντρειάς του, εκεί που δούλευε στην Ανατολή, έρχουνται τα μαύρα τα μαντάτα πως την κόρη που του γεννήθηκε την πλέρωσε με το ταίρι του.
Σα χήρεψε, πήρε τη μικρή η αδερφή του και την ανάθρεφε. Μεγάλη παρηγοριά το κορίτσι, μα η πίκρα πάντα πίκρα, που παντρειά δε χάρηκε και φαμηλικές χαρές δεν απόλαψε· και που αντίς το σπιτικό του νανοίγη κάθε Λαμπρή και να τον αποδέχεται, έμενε νοικιασμένο σε ξένους, και τη μικρή του, που για χάρη της ξενιτεύουνταν τώρα, την έβρισκε κάθε τόσο και την αγκάλιαζε στης αδερφής του το σπίτι· καλής αδερφής, μα παντρεμένης κι αυτής, με ξέχωρη φαμελιά, ξέχωρα συμφέροντα, ξέχωρες ελπίδες.
Δεν έσωνε ως τόσο μήτ' αυτή η αναποδιά να το σβύση το φως της χαροκαμένης ψυχής του, κ' η χαρά του, ισκιωμένη θα πήτε από βαθιά συλλογή, φεγγοβολούσε πάντα στο ήμερο πρόσωπό του και το χαρίτωνε με το συνηθισμένο του το χαμόγελο· και δεν είταν και μικρό πράμα να δουλεύη τώρα για το καλό της μικρής.
Α δεν είταν αληθινή η ιστορία αυτή, σα βαρετές θάπεφταν οι απανωτές οι συφορές του ήρωά μας από τη μια, κι από την άλλη ταδάμαστο θάρρος του κ' η αστείρευτη του ελπίδα. Μα όσο κι αν είνε αληθινά του Τραντάφυλλου τα παθήματα, ας το πούμε μια και καλή πως το κορίτσι εκείνο, που σαν εικόνα της μάννας του ζωντανή γλυκόφεγγε στα μάτια του αγαθού εκείνου μαρτύρου, πήγε κι αυτή στην πρώτη της γέννα σαν παντρεύτηκε· και για να ξαναπαρασταθή στην εντέλεια το δράμα της μάννας, του αφήκε κ' η κόρη ένα αγγονάκι του γέρου, μια μικρούλα δοσμένη σε ξένα χέρια κι αυτή, κι αυτή με ξενιτεμένες ευκές και με συγγενικά φιλιά αναθρεμμένη· γιατί αν και είχε πια ο γέρος ανάγκη, του κατάντησε δεύτερο φυσικό να ξενιτεύεται, ώσπου ωρίμασε στα γερά και μήτε να ταξιδεύη πια δεν μπορούσε, παρά καταστάλαξε στο νησί, ξανάνοιξε το σπίτι του ύστερ' από τόσα και τόσα χρόνια κ' έβαλε μέσα την εγγονή του, κοπέλλα τώρα κι αυτή ώριμη για τις χαρές της ζωής.
Είταν Αύγουστος μήνας, και μέσα σταρχοντικό του απάνω σε μαλακό καναπέ κοίτουνταν κατάχλωμος και ζαρωματιασμένος ο γέρος. Τα χέρια του σαλεύανε δε σαλεύανε, κι ως τόσο τα δάκτυλά του, που χρόνια τώρα η θέλησή του να τα πη δεν μπορούσε δικά της, τρέμανε σα μισόξερα φύλλα έτοιμα να πέσουνε στη μάννα τη γης. Μα μήτε τα χείλη του δεν είχαν πια τώρα συμμαζεμό, κι άλλο δεν ιστορούσε η όψη του παρά τους πόνους και τάλλα τα σημάδια του αλύπητου χρόνου. Και τους πόνους του όμως και τάχαρα τα σημάδια τω γερατειών τα είχε καταπονεμένα η ελπίδα κ' η χαρά που πάλι μπρος του, γλυκόφεγγε κ' ίσως μάλιστα και τα χείλη που παρατρεμούλιαζαν είταν από την πολλή τη χαρά. Εύλογη χαρά εκείνη την Κυριακή πρωί, γιατί όσο και να βαράκουγαν τώρα ταυτιά του, τις ξεχώριζε τις λυγερές δοξαριές που μηνούσαν το γύρισμα της νύφης από την εκκλησιά.
Είταν ο γέρος συγκινημένος πολύ. Να πάη στη στεφάνωση της εγγονής του στάθηκε αδύνατο· την έβλεπε όμως τη χαρά ομπροστά του πάλι σπαρταριστή, τότες που μεταγύριζε η καταστόλιστη νύφη με τον καλό της, με τα κορίτσια που τη συνοδεύανε, με το συγγενολόγι που ακλουθούσε. Λόγιαζε ο δύστυχος κι από την άλλη το Χάρο κι ολοένα ζύγωνε, ολοένα μαύριζε δίπλα του. Είταν η στερνή του χαρά. Στο στεφάνωμα να παρασταθή δεν το κατάφερε· ας μαζέψη λοιπόν όσα κάτια του μνήσκανε κι ας σηκωθή ναλλάξη τα στεφάνια κι ο ίδιος. Μουρμούριζε την αποθυμιά του. Τη σεβάστηκαν την αποθυμιά ξανάθεσαν τα στεφάνια στο γαμπρό και στη νύφη, τονε σήκωσαν το γέρο στα πόδια του. Έκαμε δύναμη κι άπλωσε τα κοκκαλιασμένα του χέρια ο γέρος. Τάλλαξε τα στεφάνια. Δάκρυζε ο κόσμος τριγύρω. Στάθηκε ο γέρος μια στιγμή ολόρθος, πάντα τρεμουλιαστός και χλωμός, μα και γελαζούμενος πάντα. «Έγινε τόνειρό μου», είπε «μα όχι όλο· ας βαρέσουν τώρα και τα βιολιά». Κι αρχίζουν αμέσως τα βιολιά τον παλιό το σκοπό, το σκοπό που πάντρεψε τον ίδιο το γέρο, την κόρη του, και τώρα την εγγονή. Είταν η φωτεινότερη στιγμή της ζωής του. Πέλαγο φως περεχύθηκε στη γέρικη όψη του, καθώς από τα σύννεφα ξαφνική αντηλιά σε βασίλεμα χειμωνιάτικο. Ως τα φυλλοκάρδια του πέρασε ο αγαπημένος του ο σκοπός, που γι' αυτόν έλπιζε, γι' αυτόνα δούλευε και χαίρουνταν όλη του τη ζωή.
Παρατήρησε ο κόσμος την ταραχή της ψυχής του, και μήτε να τα κρύψουν πια δεν μπορούσαν τα δάκρια τους.
Έκαμε να καθίση ο γέρος· δεν μπορούσε πια να σταθή. Και καθώς κάθιζε, μέσα στη μελωδία εκείνη που τον πλημμύριζε πέταξε η χαρούμενή του ψυχή στην αιώνια την ξενιτειά.
Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΣΤΑΜΑΤΗΣ Ο ΠΟΛΙΤΗΣ
– Τώρα να μας πης, Καπετάν Σταμάτη, ένα πράμα που συχνά, θαρρώ, το δηγήθηκες, μα από το στόμα σου ποτές μου δεν τάκουσα. Γιατί σε λεν Πολίτη;
– Ύστερ' απ' αυτό το καλό κρασί δεν χαλνώ την καρδιά σου, κάνει ο Καπετάνιος.
Και σα σηκωθήκαμ' από το τραπέζι και καλοστρωθήκαμε, άρχισε και μας έλεγε.
«Είμουν ως δεκάξη χρονών όταν πρωτομίσεψ' από το χωριό μας. Αφήκα εκεί μάννα και μιαν αδερφή. Και δεν ξενιτευούμουνα μήτε για δουλειά· σκοπός της μακαρίτισσας είτανε να με κάμη «μεγάλον άνθρωπο». Για την προίκα της αδερφής μου ανάγκη να βιαζούμαστε δεν είταν, επειδή τα πρόβλεψε όλα ο μακαρίτης ο γέρος, και της είχε αφημένα ίσια ίσια τα χτήματα πούβλεπες πέρσυ σαν περνούσες από τα μέρη μας και ρωτούσες. Σκοπός μας λοιπόν είτανε να σπουδάξω, και πια ή γιατρός ή και Δεσπότης αν ήθελε ο Θεός.
Δεκάξη χρονών αγόρι, αμούστακο σαν κορίτσι, αγνώριμο, με χίλια όνειρα και με δίχως κόσμου πείρα, κ' ίσια στην Πόλη, στο Φανάρι, σε κάποιου Κυρ Φωτάκη, ενός που γνώριζε από τα παλιά το γέρο μου σαν ταξίδευε, και που τι είταν η δουλειά του καλά καλά δεν το γνώριζα, ζουγράφιζε όμως κάποτες άγιες εικόνες, και με πολύ καμάρι τις κοίταζε κι άδικο δεν είχε, γιατί όλοι του οι Άγιοι Νικόλαοι – τη χάρη τους νάχουμε – ο ένας από τον άλλονα μήτε τρίχα διαφορά!
Τι πράμα και τι κακό σαν την πρωτοείδα την Πόλη! Τι απέραντη μερμηγκιά, τι λαμπρότη και τι ομορφιά! Εκείνα τα κυπαρίσσια, εκείνοι οι μιναρέδες κ' οι θόλοι! Εκείνες οι φωνές και τα τρεχάματα στο Γεφύρι, σαν το πρωτοπάτησα και ξεκινούσα με το Σιορ Φωτάκη κατά το Φανάρι.! Πού είνε η μάννα μου να τα δη όλ' αυτά, πού η αδερφή μου, οι αξαδέρφες, να τα δουν, και να λένε κατόπι και τελειωμό να μην έχ' η γλώσσα τους! Ως και τα δάκρια μου ήρθαν ανιστορώντας, το τι θα λέγανε να τάβλεπαν οι δικοί μου!
Του Σιορ Φωτάκη όμως τίποτις δεν του ξεμυστηρεύουμουν. Πολίτης αυτός, έπειτα φίλος και του πατέρα, φαίνουνταν ομπρός μου σαν είδος άγιος – είδος άνθρωπος που πρέπει νάχη σοφία και γνώση μέσα του με τις καραβιές. Καταδέχουνταν ως τόσο να με ρωτάη κάθε λίγο για τους δικούς μου, αν και δεν τους γνώριζε, εξόν τη μάννα μου που την είδε, θαρρώ, νύφη στον τόπο μας.
Φτάσαμε στο σπιτικό του, μούδειξε την κάμαρά μου, έβαλα μέσα τα λίγα μου πράματα που τα κουβαλούσε κατόπι μας ο Χαμάλης, με κατέβασ' έπειτα στην τραπεζαρία που είταν ώρα φαεί. Εκεί η κερά του, εκεί κ' η κόρη του, κορίτσι μελαχρινό και γαλανομάτικο, ως δεκάξη χρόνων κι αυτό. Άνοιξε το στόμα της κεράς κ' έπεσαν βροχή πολίτικα λόγια, που τάκουγα κ' έλεγα, τι θάλεγε ανίσως κι άκουγε τις δικές μας τις χωριανές να μιλούνε! Παρακάτω στα λόγια δεν πήγαινε μήτε η μικρή. Και να μην τα πολυλογώ, σε κείνη τη συντροφιά εγώ είμουνα το κορίτσι.
Σαν αποφάγαμε και πήραν οι κερές ταργόχειρό τους, κάθισε ο Φωτάκης και μου ξήγησε τους σκοπούς του, σε ποιο Σκολειό θα με βάλη, σε ποια τάξη θαρρεί, με ποιους δασκάλους ίσως, τι καλά που θα με νοιάζεται, κατά την αποθυμιά της μάννας μου που του τα είχε όλα γραμμένα, σαν παιδί του να με κοιτάζη, και με ταζημίωτο μάλιστα, γιατί δυο μετζίτια είτανε συφωνημένα να του στέλνουνται κάθε πρώτη. Κ' έτσι απ' αύριο κιόλας άρχισα να πηγαίνω στη «Μεγάλη Σχολή».
Έπιασα με την καρδιά μου τη δουλειά, και σε λίγο πρόδεψα τόσο, που διάβαζα Πολίτικη φημερίδα και την καταλάβαινα. Θυμούμαι που παραδίνουμουν το Χρυσόστομο. Ανέβαινα κάθε βράδυ στον ηλιακό του Σιορ Φωτάκη, άμα άρχιζαν οι γυναίκες ταργόχειρο κι ο γέρος τις ζουγραφιές του και σπούδαζα. Τήραγα έπειτα γύρω, και θωρώντας την ομορφιά της περιξάκουστης Πόλης, ονειρεύουμουν από τώρα τις ιστορίες που θα είχα να δηγούμαι σα γυρίσω με το καλό. Μια τέτοια πανώρια βραδινή κάθουμουν απάνω στον ηλιακό και σεριάνιζα ύστερ' από τις μελέτες μου. Η κερά Φωτάκαινα με το ράψιμό της, ο Κυρ Φωτάκης με μιαν εικόνα που πολεμούσε να την αποτελειώση κι ας είτανε νύχτα – ζούσανε δε ζούσανε μήτε τόξερα μήτε ήθελα να το ξέρω. Άλλες φορές ακούγουνταν κάποτες η λαλιά της μικρής, μα τη βραδινή εκείνη μήτε η μικρή δεν ακούγουνταν. Και γιατί θαρρείς τάχα πως δεν ακούγουνταν; Είταν αποπίσω μου αυτή, μέσα στην απάνω την κάμαρα κ' έπλεκε. Έπλεχνε με την καλτσοβελόνα και με το νου της.
Σταμάτησα το σιγανό μου σφύριγμα άμα την είδα. Ανέβηκε στα στήθια μου σαν παράξενο σύγκρυο. Θόλωσαν τα μάτια μου και μήτε πια τον Τοπχανέ δεν μπορούσα να δω. Το παρατήρησε αυτή δεν το παρατήρησε, ποιος το ξέρει. Αφήκε όμως το πλέξιμό της και κίνησε καταόξω. Βασιλεμένος ο ήλιος ώρα πολλή. Άρχιζαν και τρεμούλιαζαν τάστρα. Ίσια κοντά μου ζυγώνει η αθεόφοβη! Τουρτούριζε το σιαγόνι μου από το σύγκρυο. Ήρθε κι ακκούμπησε στα κάγκελα του ηλιακού πλάγι μου. Έτρεμα και πήγαινα. Στέγνωνε ο λαιμός μου, κ' ένας βώλος μου την έπνιγε την καρδιά μου.
– Βλέπεις τι όμορφη που είναι η Πόλη μας; γυρίζει και μου κάνει με μάτια που γλυκαστράφτανε. Να γείνης Πολίτης και συ.
– Είμαι Πολίτης, έκαμα καρδιά και της είπα.
– Μα Πολίτης για πάντα, μου αποκρίνεται, και σύγκαιρα σκουντάει το πλευρό μου με ταγκωνάκι της.
Μου ήρθε σαν είδος τρέλλα· έτσι να χυμίξω και να την πάρω στην αγκαλιά μου. Και θα τόκαμνα ίσως αυτό, μόνο που θάρρεψα πως μου φανερώθηκε άξαφνα η όψη της μάννας μου! Πάει αμέσως και τρέλλα κι ανατριχίλα! Μπήκε μέσα μου μια παλληκαριά, μια ξαποφασιά, σαν κείνη που μου ήρχουνταν κατόπι στις θαλασσινές τις φουρτούνες απάνω.
Βρίσκω αφορμή και τρέχω στην κάμαρά μου.
Ίσια στο κρεββάτι μου χώθηκα. Όλη τη νύχτα συλλογή στο κρεββάτι. Ν' αλλάξω σπίτι και να γλυτώσω από τη γαλανομάτα τη Νεράιδα, καλό κι άγιο. Ν' αλλάξω καρδιά και να γλυτώσω από την αγάπη της, από τη δύναμη την κρύφια της ομορφιάς της που ξεπρόβαλε και με λώλανε την αξέχαστη εκείνη βραδινή, δύσκολο, ίσως αδύνατο! άλλο δεν τήραγα ομπρός μου παρ' αφανισμό, αφανισμό για μάννα, για πατρίδα, για καθετίς. Παίρνω λοιπόν απόφαση μεγάλη και σοβαρή. Να φύγω μια και καλή από την Πόλη!
Μήτε λέξη σε κανένα σαν ξημέρωσε· μόνο μαζεύω τα πράματά μου, τα δίνω ενός χαμάλη, και ξεκινώ κατά τη σκάλα.
Βρίσκω καΐκι Μοσκονησιώτικο, πηδώ μέσα, και τα ξεκενώνω όλα του καραβοκύρη. Έπρεπε να τα πω, να ξεσκάσω. Ζήτησε να με καταπείση να γυρίσω στον τόπο μου, και όχι πάλε σε ξενιτειές. Του κάκου. Παρά τέτοια ντροπή, να γυρίσω και να με περιγελάη το χωριό, κάλλιο ναύτης αγνώριστος, ώσπου να με βοηθήση ο Θεός να γείνω και γω κάτι.
Με βοήθησε ο Θεός. Γύρισα στον τόπο μου μερικά χρόνια κατόπι καπετάνιος, και με πάντρεψε η γριά μου. Είτανε μαζί μου κι ο Μοσκοννησιώτης ο καραβοκύρης, κι αυτός είταν που με βάφτισε Πολίτη, ο κανάγιας».
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΤΡΑΜΟΥΝΤΑΝΑ
Σιδερένιο κορμί ο γέρος ο Τραμουντάνας και κοκκαλιασμένη ψυχή. Ξενιτεμένος κι αυτός από μικρός. Τι τον έβγαλε από τον τόπο του, δεν είταν και δύσκολο να ταπομαντέψης. Τι τον έρριξε όμως σε χώρες θεοσκότεινες και ψυχρές, χώρες σταλήθεια ξένες, που ψυχή να σε συμπονέση δεν βρίσκεται, μα και να λουβιάσης, εξόν ίσως καμιά δροσόλευκη παραμάννα στο νοσοκομείο, σε τόπους που κι αγάπη να βρης, έρχεται κι αυτή και σου φαρμακεύει άλλες αγάπες, που για να μην πεθάνης της πείνας δουλεύεις όσην ώρα δεν κοίτεσαι στο κρεββάτι αποσταμένος, που να μείνης μισήν ώρα καθάριος αδύνατο πράμα, αφού κι ο αέρας που ανεσαίνεις είνε μισός καπνίλα, που ως και τα πλεμόνια του ανθρώπου μαυρίζουνε μια για πάντα – τι τον έκαμε τον Τραμουντάνα κ' έσυρε στα νιάτα του εκεί απάνω, που τον αντάμωσα χρόνους και χρόνους κατόπι ξέννοιαστο, πέτρα μονάχη, λησμονησιάρη, δίχως μήτε φυλαχτήρι από μάννα ή αδερφή, δίχως άλλο της πατρίδας σημάδι παρά το μαυριδερό του το πρόσωπο – τι τον πέταξε σε τέτοια πολύκοσμη ερημιά, είταν κ' είνε ακόμα μυστήριο, που για να το ξεδιαλύνω του κάκου ρώτηξα πολλούς σαν και λόγου του. Δίχως πόρεψη, δίχως μέσα, δίχως άλλο σκοπό παρά νάρθουν και ναποδείξουν ως πού πηγαίνει η ρωμαίικη η τρέλλα, το έρμο και το τυφλό το «Έχει ο Θεός», σάματις τρελλάθηκε κι ο Θεός μαζί τους.
Είνε, λέει, το «επιχειρηματικό» της Ρωμαίικης της φυλής και τους σκουντάει, τους ρίχνει όξω κι όξω, ως τον άγιο Φραγκίσκο τους φέρνει, ως την Πολυννησία τους ξεβράζει, σε κάθε ακρογιάλι σαν ψόφιες ακρίδες τους στρώνει, άλλους λουκούμια να πουλούν, άλλους φορτιά να σηκώνουν, άλλους άλλα βάσανα να τραβάνε, και τέλος να ρουφιούνται από το παντοδύναμο ταγγλοσαξονικό το θεριό και να χάνουνται.
Ένας λοιπόν απ' αυτούς τους ηρώους είταν κι ο Τραμουντάνας. Τύχαινε συχνά πυκνά να τον ανταμώνω στα ξενικά του λημέρια. Σπίτι του να πάγω ποτές δεν ταίριασε, είνε αλήθεια. Άκουγα όμως πως με την Ιρλανδέζα του τη γυναίκα δεν κακοπερνούσε, γιατί έτυχε η κερά ναγαπάη το πιοτό, και το γλέντιζε πάντα μάλλες γειτόνισσες που ταγαπούσαν κι αυτές. Ο φίλος πάλι του άρεζαν τα χαρτιά! Πήγαινε λοιπόν κάθε βράδυ σ' ενός πατριώτη, που δουλειά του είτανε να βυζάνη τους δικούς του με μια βρώμικη τράπουλα, μάλιστα τους νιοφερμένους. Κ' έτσι ο Τραμουντάνας ζωή σπιτικιά δεν πολύβλεπε, και δεν κακοπερνούσε με τη γριά του. Δούλευε ως τόσο ολημερίς. Δουλειά και δουλειά! Πότε δέματα ξεφόρτωνε, πότε γλυκά και πωρικά πουλούσε. Ναύτης στα νιάτα του, τον αψηφούσε το βοριά σα στεκότανε με τις ώρες στους τέσσερεις δρόμους μπροστά στο φορτωμένο τραπέζι του, προσκαλώντας τον κάθε διαβάτη ναγοράση τα μπαγιάτικά του λουκούμια.
Τον κοίταζα κάποτες από μακριά και συλλογιούμουνα, σαν τι λογής αγόρι να φαίνουνταν τη μέρα που μίσευε από το φτωχικό του τόπο με την ευκή της μαύρης του μάννας!
– Τι σ' έκαμε και ξέπεσες ως εδώ, τονε ρώτηξα μια φορά.
– Τι σ' έκαμε κ' ήρθες του λόγου σου! Να! τύχη γύρευα κ' ήρθα.
– Και πότε λες να ξαναγυρίσης να τους δης τους δικούς σου;
– Τους δικούς μου; (και δος του γέλοια!) Οι δικοί μου τώρα όλοι στον άλλον κόσμο. Είμουν πέντε χρόνια ξενιτεμένος σα συχωρέθηκε η μάννα μου· πατέρα δε γνώρισα. Ταδέρφια μου σκορπιστήκανε δω και κει, και πια δεν τάκουσα. Τι να πάω να κάμω εκεί τώρα! Εμένα οι δικοί μου είνε τώρα εδώ. Εδώ έζησα, εδώ θα πεθάνω.
– Μα δε λαχταράς μαθέ και συ τον ήλιον εκείνον καμιά φορά, δε θυμάσαι τον τόπο σου, τις ομορφιές του;
– Άκου με, αφεντικό· αυτά όλα είνε καλά, μα παράς δε βγαίνει· εδώ πέρα και ναρρωστήσω, έχει νοσοκομείο.
– Όχι, όχι, να μην πεθάνης εδώ· στην πατρίδα σου να πας, ναναπαυτής κοντά στους δικούς σου.
– Κι αμέ τη γριά μου; τι να την κάμω;
– Μαζί και κείνη.
Κι άρχιζε πάλε τα γέλοια ο Τραμουντάνας, και τρίβοντας τα ροζωμένα του χέρια να τα ζεστάνη, προσκαλούσε τους διαβάτες ναγοράσουνε πωρικά.
*
Έρχεται μια μέρα ένας κλητήρας με γραμματάκι και με προσκαλεί στο νοσοκομείο. Μπαίνω σ' αμάξι και πηγαίνω. Μου λέει ο επιστάτης πως είνε μέσα ένας γέρος πατριώτης μου πολύ άρρωστος, και στο βύθο του απάνω παραλαλεί στη γλώσσα του. Μένει, λέει, κ' η γυναίκα του πλάγι του, μα αυτή στουπί μεθυσμένη φαντάζεται πως ο γέρος της αφίνει παραγγελιές, και μάλιστα θαρρεί πως μιλεί και για κάτι χρήματα που τάχει, λέει, ο γέρος κρυμμένα. Με φωνάξανε λοιπό να παρασταθώ και νακούσω τη διαθήκη του γέρου.
Ανεβαίνω, μπαίνω στην κάμαρα· ο Τραμουντάνας ψυχομαχούσε παραλαλώντας, κ' η γριά του μαλλοσερνότανε.
– Τι λέει, τι λέει; ξεφωνίζει άξαφνα η γριά.
Παίρνω κομμάτι χαρτί και μολυβοκόντυλο, τους λέγω να συχάσουν, κι αρχίζω και σημειώνω·
«… Μωρέ Γιάνη, πάμε, να βρούμε φωλιές; ξεπετάκια κοτσύφια να πιάσουμε, στο κλουβί να τα βάλουμε; τάκουσες πώς κελαϊδούνε στου Μπάρμπα Λεφτέρη; Εκεί, εκεί απάνω κατά τις σκάλες, μέσα στα κατάπηχτα τα κλωνιά. Τι; δεν μπορείς να σκαλώσης μια τέτοια ελίτσα; και τι θα πης α σου σκαρφαλώσω εγώ αυτό τον πλάτανο; Μια και δυο, και στην κορφή του με βρίσκεις.. Αργήσαμε, καημένε, και θα λέη η μάννα, τι πάθαμε. Στάσου, βάλτο μες στο καλάθι, σκέπασ' το καλά μην πετάξη.. Ίσια σπίτι τώρα, ειδεμή την πάθαμε, θα πάη σκολειό να ρωτάη τι γενήκαμε … κι ο καινούριος ο δάσκαλος δε χωρατεύει. Εγώ το μαθαίνω και στο δρόμο το μάθημα. Φρρρ – κι απ' όξω τόμαθα… Για δες την τη μαριόλα στο παράθυρο πάλι! Αχ, θα με πεθάνη αυτή. Της τόταξε, μικρούλα μου, η μάννα μου της μάννας σου σα γεννήθηκες, μα και να μη σου τόταζε, πάλι θα σέπαιρνα. Αγάπη μου, πότε θα ξενιτευτώ να κάμω σερμαγιά και να γυρίσω με τα χρυσά νυφικά σου; Φεύγεις εσύ τώρα! Έννοια σου, και θα σε πιάσω πάλι στο περιβόλι σαν ποτίζης και θα σε λυώσω στο τσίμπημα!
» Τηγανίτες! Χρόνια και χρόνια να φάω το πρωί τηγανίτες! ακόμα δεν έφεξε κι αυτές αχνίζουν κιόλας στο τραπεζάκι. Πούντος ο Γιάνης; Αμ' η Φροσύνη; Την ακαμάτα! κοιμάται ακόμα· πάμε να την ξυπνήσουμε. Πούν' το σφουγγάρι; Θα τρομάξη, λες; Ναι, βλέπεις, φαρφουρί είταν και θα ραγίση! Την κατεργάρα! κοίταξε γόβες, λέει, που μου κέντησε! Θα πης, έχουμε κι αυτηνής τα προικιά να συλλογιστούμε. Αχ, εσύ αγάπη μου! εσύ φως μου! πέντε χρόνια είπαμε, βάλε κι άλλα πέντε για την αδερφή! Πέντε και πέντε, δέκα. Είμαι τώρα δεκαπέντε· και δέκα, εικοσιπέντε. Θάσαι και συ τότες εικοσιδυό. Μια χαρά. Να σου τώρα και μια τσιμπιά! Πού να το πιάσης τέτοιο σαχίνι! Θα το πω της Φροσύνης να της την πατήση την τσιμπιά.
»Στον τρύγο, στον τρύγο! Πάει ο ώμος μου, σήκωνε σήκωνε κόφες! Δόξα νάχη ο Θεός πούφαγα πάλι σταφύλι! Όχι σαν κι αυτά που πουλώ! Να, μωρέ παλιοεγγλέζοι, σταφύλι, να φάτε και να καταλάβετε γλύκα! Δες τες, δες τες! Κ' οι δυο τους οι σουσουράδες πώς πατούνε σταφύλια στη γούρνα! Και δος του η μάννα νανακατεύη αλευριά! Σα να το ξέρη η καημένη πως δε θα μ' έχη του χρόνου… Ταξίδι, ταξίδι… Για δες μαντιλάκια, κάλτσες, ως και βελόνια και κλωστή μούβαλε. Να κ' ένα κυδώνι, θεοκίτρινο! Ανασταίνεσαι να το μυρίζης μονάχα. Να κ' οι γόβες! Όχι, όχι, να μην τα δω τώρα. Να τα βλέπω ύστερα και να τις θυμάμαι.
» Αχ, νύχτα που την πέρασα! μήτε στιγμή δεν έκλεισα μάτι, μα θαρρώ και μήτε άλλος κανένας. Για δες, ως και φαεί μου τοιμάσανε για το δρόμο. Και τι να της πω της γριάς! Νά τηνα! τάρχισε κιόλας το κλάμα! Ας κάνω πως χαίρουμαι τώρα εγώ, να την παρηγορήσω. Έννοια σου, μάννα, και σε πέντε χρόνια θα μ' έχης. Θα παντρέψουμε τη Φροσύνη, άλλα πέντε χρόνια ξενιτειά, και τότες πια με στεφανώνεις και μένα… Μέπνιξαν, μέπνιξαν τα φιλιά της. Έχε γεια, μαννούλα μου, έχετε γεια όλοι σας, Φροσύνη, Γιάνη, αγάπη μου, έχετε γεια.. – Αχ, μωρέ, πικρός που είνε αυτός ο αναθεματισμένος ο χωρισμός! Ένα πράμα κομπώνει εδώ στο λαιμό μου, εδώ, εδώ. …»
Και δεν μπόρεσε άλλα να πη.