Читайте только на Литрес

Kitap dosya olarak indirilemez ancak uygulamamız üzerinden veya online olarak web sitemizden okunabilir.

Kitabı oku: «Η μαζώχτρα κι άλλες ιστορίες», sayfa 8

Yazı tipi:

Η ΛΑΧΤΑΡΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟ ΑΝΕΣΤΗ

ΤΗΝ πέρασε την ζωή του κι ο γέρος ο Ανέστης στη ξενιτειά, ζωή παραδαρμένη, καραβοτσακισμένη ζωή. Όχι δα και πως τη μάδησε την ψυχή του η φτώχεια, που μάλαμα έπιανε και κάρβουνο γινότανε. Από τέτοιους πόνους η ψυχή του δεν έπαιρνε. Τον κρυφότρωγε όμως πάντα της πατρίδας ο ακοίμητος ο καημός, και σαν είδε κι απόειδε πως ελπίδα πια δεν του απόμεινε, σαν άρχισε κ' έννοιωθε στα γέρικα στήθια του την ανατριχίλα του χάρου, τόκαμε απόφαση και τράβηξε κατά τα παιδιακήσια λημέρια του.

Αλλοιώτικος γέρος αυτός ο Ανέστης! Για του κόσμου τα μεγαλεία δεν τον πολυέμελε κιόλας· ως τόσο να γυρίση από τα ξένα και να φυτρώση ανάμεσα στους δικούς του με τέτοια χάλια ύστερ' από χρόνους και χρόνους αγωνία και βάσανο, δεν του ερχότανε και πολύ. Θα πης οι καθαυτό οι δικοί του συχωρεμένοι όλοι, κι' άλλους απ' ανίψια και τέτοιους δε θαντάμωνε πια, εξόν ίσως δυο τρεις αξαδέρφους, γέρους κι αυτούς· μα πάλε από δω το γύριζε, από κει το γύριζε, δεν του πήγαινε. Τόνειρό του είτανε να ξαναφανή στην πατρίδα του, μα να είνε και κάτι. Δεν το κατάφερε τόνειρο; Τι να πηγαίνη πια τώρα και να τους δείχνη τη γύμνια του! Έλα όμως που δεν τόθελε και να πεθάνη στα ξένα! Να ζήση στα ξένα, ναι· με το σήμερα, με το αύριο, ζης στα ξένα. Μα να πεθάνης στα ξένα; Να σε παραχώσουνε, λέει, μέσα στην κρύα εκείνη τη λάσπη, και σύγκαιρα οι πατριώτες σου να γλυκοκοιμούνται μέσα στο μοσκομυρισμένο τους χώμα – αυτό δεν μπορούσε να το βαστάξη ο γέρος.

Τονειρευότανε λοιπόν και το λαχταρούσε ναποθάνη στον τόπο του, κ' έτσι ξεκίνησε, με ταπομεινάρια του είναι του. Να πάη όμως μέσα στο χωριό και να πη πως εγώ είμαι ο Τάδες, αυτό δεν ταποκοτούσε.

– Έπειτα είνε κι αργά. Ποιος θα με πονέση, πια τώρα! έλεγε μονάχος του καθώς άραζε το βαπόρι σε λιμάνι που γειτόνευε με ταγαπημένο νησί του.

Μόλις πάτησε πόδι στη χώρα εκείνη, κ' ίσια στο Σπιτάλι μαζί με το έχει του.

– Να μείνουν αυτά εδώ, τους λέει τους ανθρώπους εκεί. Εμένα δε μου είνε και πολύ χρειαζούμενα. Ο πρώτος που αναλάβη κ' είνε έτοιμος να μισέψη, του τα χαρίζετε.

Και γίνεται άφαντος ο Γέρο Ανέστης.

Τραβάει κατά τη σκάλα, βρίσκει πέραμα, και σ' ένα μερόνυχτο μέσα τηράει τις ολόχαρες ακρογιαλιές του νησιού του.

Εκεί που η Πλάση λες και λούζεται κάθε ταχυνή και λαμπροφοριέται θεοφώτεινη, ολοκάθαρη και παρθένα, που μήτε κουρέλλι μήτε παλιόχαρτο πολιτισμού δεν βλέπει απάνω στ' ασπρογάλαζα τα χαλίκια που στρώνονται στην ακρογιαλιά, εκεί που στα πρώτα του χρόνια ο γέρος μας έπαιζε μ' ανάλαφρη καρδιά και μ' αξέννοιαστο νου, εκεί ξαναβρέθηκε τώρα καταδαμασμένος από του χρόνου τακαταπόνετο χέρι, σκυφτός, ζαρωματιασμένος, βουλιασμένα τα μάτια του, τα χέρια τρεμάμενα. Παράμερη εξοχή, που το καλοκαίρι μονάχα τη θυμούνται οι χωριανοί και τη διαλέγουνε για τα ξεφαντώματά τους. Τώρα όμως, άνοιξη ακόμα, ο γέρος ο Ανέστης πλανιότανε ολομόναχος στη λησμονημένη εκείνη γωνιά του κόσμου, βγάζοντας ξεφωνήματα κι ακατανόητα λόγια κάθε φοράν που αγνάντευε βράχο ή χωράφι ή κορφοβούνι τριγύρω και του θύμιζε της νιότης τα χρόνια. Μια πας στην άλλη μαζευότανε στον αναγαλλιασμένο του νου οι παλιές οι ιστορίες, τα παλιά τα γλέντια, τα περασμένα τα πρόσωπα και τα πράματα, που κάθε κύμα έλεγες και τα τραγούδαγε με το γλυκό του μουρμουρητό, εκεί που πλαγιασμένος τώρα στον ήλιο μισοάνοιγε κάθε λίγο ταδυνατισμενα του μάτια να τις δη άλλη μια και να τις χύση μες στη ψυχή του τις ανάλλαγες, τις αγέραστες ομορφιές της πατρίδας του.

Θάλεγες πως αναστήθηκε μαζί με το νου του και ταποσταμένο κορμί του, κι ως τόσο, καταπονεμένο τόσους χρόνους από τη βαριά τη ξενιτειά, και τώρα πάλι μ' άξαφνης καρδιάς καρδιοχτύπια συνταραγμένο, χεροτέρευε αντίς να καλλιτερέψη, ή σαν το φύλλο τρεμούλιαζε.

Μόλις το βράδυ βράδυ, σαν άρχισε το σκοτάδι και πλάκωνε, κι αυτός ακόμα λόγιαζε με μάτια ονειριασμένα ταντικρυνά τα βουνά ενός άλλου νησιού, καταπόρφυρα με την αντιφεγγιά του βασιλεμένου του ήλιου, μόλις τότε το στοχάστηκε πως όταν ξεπήδηξε από το καΐκι κ' έσυρε κατά την εξοχή, δε νοιάστηκε μήτ' ενός μερόνυχτου ψωμί να πάρη μαζί του.

– Κι α μείνω και νηστικός μια νυχτιά, τι πειράζει! λέει τότες. Θα με θρέψη της πατρίδας ταγέρι ως το ταχύ.

Κι αποκοιμήθηκε στην ακρογιαλιά, δίπλα στης θάλασσας το νανούρισμα, μαγεμένος ο νους του με τις μύριες εικόνες που τις ανιστορούσε όλες εκείνες τις ώρες.

Δεν τα ξανάνοιξε πια τα βαρεμένα του μάτια ο γέρος. Πιο γνωστικό κι από πολλούς φίλους το κύμα, απάνω στη μεγαλήτερη την καλοτυχιά της πονοδαρμένης εκείνης ψυχής, τηνε νανούρισε με το μουρμουρητό του και την έστειλε μια και καλή στον αιώνιο τον ύπνο.

Ο ΒΟΥΡΚΟΛΑΚΑΣ
ΔΡΑΜΑ

Το δραματάκι αυτό γράφηκε σ' εποχή που φαίνουνταν ανάγκη να προσέχουμε όχι μονάχα το υλικό μας να είνε εθνικό, μα κ' η παράσταση του, και μάλιστα να γίνεται αυτή η παράσταση με τρόπο που να πηγαίνη ο συγγραφέας το δρόμο του δίχως να σέρνη μαζί του σκουριασμένες αλυσίδες περασμένων κανόνων.

Από τότες όμως βγήκανε μερικά έργα που αν και δεν ανέβηκαν όλα στη σκηνή, ανέβηκαν όμως κάμποσο στη φιλολογία, ας είνε καλά η εθνική τους η χρωματιά. Κ' ίσως καταντάει πια τώρα σα χαμένος κόπος να δείχνουμε «τον ήλιο με το λυχνάρι». Ο «Βουρκόλακας» ανατυπώνεται σήμερα μόνο και μόνο για να μπορή να τονε διαβάζη όποιος επιθυμεί.

Να παρασταθή κι αυτός στη σκηνή σα δύσκολο πράμα, αφού συχνά πυκνά ξεπέφτει από γοργό διάλογο σε μακρινές ομιλίες που δεν τις σηκώνει το θέατρο. Μήτ' αυτό όμως μήτε τάλλα ψεγάδια του δεν προσπάθησα να τα λιγοστέψω όσο μπορούσα, αφού σκοπός μου δεν είτανε να δείξω δραματικό πρότυπο παρά μόνο το &δρόμο&.

Όσο για τα κάπως λυρικά του προσόντα, σ' αυτό απάνω βρίσκεται ο

«Βουρκόλακας» με λαμπρή συντροφιά, που μάλιστα και δεν του αξίζει.

Περιττό να ξηγηθή πως η &ουσία& του έργου είνε παρμένη από το περιξάκουστο τραγούδι του «Νεκρού αδερφού». Αν και γνωστό σ' Ανατολή και Δύση, το βάζουμε κι αυτό δίπλα σαν είδος Εισαγωγή, για να ξέρη ο αναγνώστης τι να προσμένη.

Α.Ε.

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ "ΒΟΥΡΚΟΛΑΚΑΣ„

 
Μάννα με τους εννιά σου γυιους και με τη μια σου κόρη,
Την κόρη τη μονάκριβη, την πολυαγαπημένη·
Την είχες δώδεκα χρονών κ' ήλιος δεν σου την είδε·
Στα σκοτεινά την έλουζες, στάφεγγα την επλέκες,
Στ' άστρη και στον αυγερινό τσ' έφκιανες τα σγουρά της.
Οπού σου φέραν προξενιάν από τη Βαβυλώνη,
Να την παντρέψης στα μακριά, πολύ μακριά στα ξένα.
Οχτώ αδερφοί δε θέλουνε, κι ο Κωσταντίνος θέλει.
"Δος τηνα, μάννα, δος τηνα την Αρετή στα ξένα,
Στα ξένα 'κει που περβατώ, στα ξένα που πηγαίνω,
Νάχω και γω παρηγοριά, νάχω και γω κονάκι.„
"Φρόνιμος είσαι, Κωσταντή, κι άσκημ' απηλογήθης.
Κι α μώρθη, γυιέ μου, θάνατος, κι α μώρθη, γυιέ μου, αρρώστια,
Κι αν τύχη πίκρα για χαρά, ποιος θα μου τηνε φέρη;„
Το Θιό της έβαλ' εγγυτή και τους Αγιούς Μαρτύρους,
Αν τύχη κ' έρθη θάνατος, αν τύχη κ' έρθη αρρώστια,
Κι αν έρθη πίκρα για χαρά, να πάη να τηνε φέρη.
 
 
Και σαν τηνε παντρέψανε την Αρετή στα ξένα,
Και μπήκε χρόνος δύσεχτος και μήνας οργισμένος,
Κ' έπεσε το θανατικό κ' οι εννιά αδερφοί πεθάναν,
Βρέθηκ' η μάννα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο.
 
 
Στα οχτώ μνήματα δέρνεται, στα οχτώ μυρολογάει,
Στου Κωσταντίνου το θαφτό τις πλάκες ανασκώνει.
"Σήκω, Κωσταντινάκη μου, την Αρετή μου θέλω·
Το Θιό μούβαλες εγγυτή και τους Αγιούς Μαρτύρους,
Αν τύχη πίκρα για χαρά, να πας να μου τη φέρης.„
 
 
Τανάθεμα τον έβγαλε μέσ' από το κιβούρι,
Κάνει το σύννεφο άλογο και τάστρο σαλιβάρι
Και το φεγγάρι συντροφιά, και πάει να τηνε φέρη.
Παίρνει τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του.
Βρίσκει την και χτενίζουνταν όξω στο φεγγαράκι.
Από μακριά τη χαιρετάει κι από μακριά της λέει·
"Περβάτησ', Αρετούλα μου, κ' η μάννα μας σε θέλει.„
"Αλλοίμον, αδερφάκι μου, και τι' νε τούτ' η ώρα!
Ανίσως κ' είνε για χαρά, να βάλω τα χρυσά μου,
Κι αν είνε πίκρα, πες μου το, νάρθω καταπώς είμαι.„
"Περβάτησ', Αρετούλα μου, κ' έλα καταπώς είσαι.„
 
 
Στη στράτα που διαβαίνανε, στη στράτα που πηγαίναν,
Ακούν πουλιά και κελαϊδούν, ακούν πουλιά και λένε·
"Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνη απεθαμμένος!„
"Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια;
Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνη απεθαμμένος!„
"Λωλά πουλιά κι ας κελαϊδούν, λωλά πουλιά κι ας λένε.„
"Τι βλέπουμε τα θλιβερά, τα παραπονεμένα,
Να περβατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμμένους!„
"Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια;
Πως περβατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμμένους!„
"Πουλάκια 'νε κι ας κελαϊδούν, πουλάκια 'νε κι ας λένε.„
"Φοβούμαι σε, αδερφάκι μου, και λιβανιές μυρίζεις!„
"Εχτές βραδύς επήγαμε πέρα στον Άη Γιάνη,
Και θέμιασέ μας ο παππάς με περισσό λιβάνι.„
Και παραμπρός που πήγανε, κι άλλα πουλιά τους λένε.
"Ω, Θεέ μεγαλοδύναμε, μεγάλο θάμα κάνεις,
Τέτοιαν πανώρια λυγερή να σέρνη απεθαμμένος!„
Τάκουσε πάλε η λυγερή και ράγισε η καρδιά της·
"Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια;
Πες μου, πουν τα μαλλάκια σου, το πηγουρό μουστάκι;„
"Μεγάλη αρρώστια μ' έβρηκε, μ' έρριξε του θανάτου·
Μου πέσαν τα ξανθά μαλλιά, το πηγουρό μουστάκι.„
Βρίσκουν το σπίτι κλειδωτό, κλειδομανταλωμένο,
Και τα σπιτοπαράθυρα πούταν αραχνιασμένα.
"Άνοιξε, μάννα μου, άνοιξε, και να τήν Αρετή σου.„
"Αν είσαι χάρος, διάβαινε, κι άλλα παιδιά δεν έχω.
Η δόλια η Αρετούλα μου λείπει μακριά στα ξένα.„
"Άνοιξε, μάννα μου, άνοιξε, κ' εγώ 'μαι ο Κωσταντής σου.
Εγγυτή σούβαλα το Θεό και τους Αγιούς Μαρτύρους,
Αν τύχη πίκρα για χαρά, να πάω να σου τη φέρω.„
 

Κι ώσπου να βγη στην πόρτα της, εβγήκεν η ψυχή της.

Ο ΒΟΥΡΚΟΛΑΚΑΣ

ΔΡΑΜΑ ΣΕ ΤΡΕΙΣ ΠΡΑΞΕΣ

ΠΡΟΣΩΠΑ

Κωσταντής )

Σαράντης )γυιοί της Δέσπως

Θανάσης )

Κρύλης πραματευτής της Βαβυλώνας

Στεφανής κατόπι πάτερ Συνέσιος

Κεριάκος αγωγιάτης

Δέσπω

Γαρουφαλιά )

Περμαθιώ) γειτόνισσες

Πιπινιώ )

Φάντασμα της Αγιά Μαρίνας

Παλικάρια, Κορίτσια, βιολιτζήδες

Τόπος, χωριό της Ανατολής.

Π Ρ Ω Τ Η Π Ρ ΑΞΗ

ΠΡΩΤΗ ΣΚΗΝΗ

Δρόμος του χωριού. Από ταριστερά η ξώπορτα του σπιτιού της Δέσπως με την αυλή μέσα. Αντίκρυ το περιβόλι της Δέσπως με το σπίτι πλάγι. Δεξιά τα σπίτια της Περμαθιώς και της Πιπινιώς. Οι δυο γειτόνισσες κάθουνται στα κατώφλια τους, βράδυ βράδυ.

ΠΕΡΜΑΘΙΩ, ΠΙΠΙΝΙΩ

Πιπ. Μ' έτρωγε κι όλο μ' έτρωγε ταυτί μου από το πρωί. Αρραβώνας μυρίζει πάλι.

Περμ. Ταυτί του εσένα σε τρώει μόνο σαν αποδεχτή κ' ύστερα τα μαντάτα. Στον κλήδωνα να τα λες αυτά.

Πιπ. Να μη χαρώ το Μαριώ μου, σου λέω, τίποτις δεν άκουσα. Αμέ να μη μπορούμε δα και μεις να δούμε δεντρί, και να στοχαστούμε τι λογής λουλούδι θα βγάλη;

Περμ. Α! δεν άκουσες, μόνο είδες κάτι! Τα μάτια σου τοίχους τρυπούν και κρυφοθωρούνε, και συ γι' αυτιά μου μιλάς.

Πιπ. Άμε στο καλό, καημένη, κι άδικα με κολάζεις. Ψυχή δεν τρύπησα τοίχο να κοιτάξω. Τώρα πια δεν κρύβουνται τα κορίτσια σα θεν αγάπες, κ' έννοια σου. Στον καιρό μας είταν αυτά. Κι αμέ δε θυμάσαι, καημένη, τότες που ήρθ' ο Γληγόρης μου από τη ξενιτειά, τι κακό έγινε ώσπου να μου πάρη το πρώτο φιλί; Σαν τρελλός με κυνηγούσε μες στην αυλή. Η παρέα τριγύρω, και γω με το δίσκο στα χέρια να χώνουμαι από δω κι από κει, ώσπου πρόβαλε στη μέση η θεια μου η Βαρβάρα και φώναζε πως αυτά μαθές δεν ταιριάζουνε σε τιμημένα κορίτσια.

Περμ. Κακόν καιρό νάχης, που τα είπες και τα ξανάειπες χιλιάδες φορές, κ' έρχεσαι πάλι και μου τα στρώνεις σα να είνε τα νυφικά σου. Ξέχαστα μια και καλή, που χήρεψες και κουβαριάστηκες, κι ακόμα γνώση δεν έβαλες.

Πιπ. Αι, καψούλα μου, Βασιλικός κι α μαραθή.

Περμ. Να μαραθής και να ξεραθής.

Πιπ. Περίδρομος να σε κόψη! που δεν αφίνεις μια χριστιανή να θυμηθή και τα νιάτα της.

Περμ. Μωρή τα νιάτα σου θ' ακούμε ή τον αρραβώνα μαθές;

Πιπ. Από τόνα ήθελα νάρθουμε στάλλο. Και συ πάλε μας κάνεις δα την ανήξερη!

Περμ. Αστροπελέκι να πέση και να με κάψη, ανίσως κι άκουσα τίποτις. Ένα γαμπρό ξέρω στη γειτονιά μας, κι αυτός είνε της Τρυποβράκας ο γυιός.

Πιπ. Τώρα μας ξύπνησες και του λόγου σου. Ο κόσμος τόχει τούμπανο και συ μας τόβγαλες για κρυφό. Έλα, μωρή, πιο κοντά, γιατί κ' οι τοίχοι αυτιάζουνται. Ο Στεφανής μωρή είνε, ο Στεφανής, ο Στεφανής!

Περμ. Στα όρη, στα βουνά, και στα κλαδιά, και στα ξερά τα δέντρα!

Και με ποιάνα!

Πιπ. Να! εκεί που στέκουμουν απόψε και θέμιαζ' από το παράθυρο, γυρίζω, και τι να δω εκειδά κατά το περιβόλι της Κερά Δέσπως! Το Στεφανή μας κ' έκοβε βόλτες απέξω! Τώρα, είταν η Αρετούλ' από μέσα, δεν είταν, ένας Θεός το ξέρει. Μα γυναίκα που είδε κ' έπαθε πολλά στη ζωή της δε χρειάζεται δα και δάσκαλο να της πη πως δυο και δυο κάνουν τέσσερα!

Περμ. Από το Θιό να το βρης, που αβάνιασες το πιο τιμημένο κορίτσι μας δίχως να δης δα και τίποτις!

Πιπ. Μηγαρή σου είπα γω πάλι πως τάψησαν κιόλας; Αρραβώνας, σου είπα, μυρίζει.

Περμ. Τέτοιον αρραβώνα για τις κόρες σου να τονέ φυλάγης, κι όχι για της Ανατολής το καμάρι.

Πιπ. Ναι, είδες δα, λίγα μας έφτειαξες και συ στον καιρό σου, τότες που τον άφινες τον έρμο σου και – έλα Χριστέ και Παναγιά μου!

Περμ. Όχι μόνο σαν και σένα, που πριχού να σου δώση και δαχτυλίδι, δος του και σου τραγούδαγε αμανέδες κάτω από το σπίτι σου.

Πιπ. Χάρη νάχης τον Άη Γιάνη, που πήγα και λειτουργήθηκα σήμερις, και δεν ξεχυμίζω μαθές τώρα με τα νύχια μου να τα χύσω τα μάτια σου που η γλώσσα σου νισάφι δεν έχει.

Περμ. (χαμηλά). Και δεν κοιτάζεις, θεότυφλη, να τηνε δης την κοπέλλα στο παραθύρι της εκειδά, που στέκεται ολομόναχη;

Πιπ. Και δεν τονε βλέπεις και το Στεφανή μέσα στο περιβόλι κοντά στις πορτοκαλιές; Κοίτα τον τόν αξετσίπωτο, και μη μου ψέλνης πια πως δεν ξέρουν κ' οι αρχοντοπούλες από κρύφιες αγάπες. Μωρή, και ποιο λουλούδι δε ζύγωσε μέλισσα να το βυζάξη, μα φτωχομενεξές είτανε, μα αρχοντικό γιασουμί! Έλα τώρα και χώσου μέσα να κρυφοδούμε αποπάνω, μην τύχη και μας νοιώσουν και τους χαλάσουμε τις δουλειές.

(Μπαίνουν και κρύβουνται απάνω στο σπίτι της Πιπινιώς, κοντά σε παράθυρο που βλέπει στο περιβόλι).

ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΚΗΝΗ

Η ίδια· πιο σκοτεινά. Ο Στεφανής ανάμεσα στις πορτοκαλιές. Η

Αρετούλα στο παράθυρο δίχως να τονε βλέπη.

ΑΡΕΤΟΥΛΑ, ΣΤΕΦΑΝΗΣ

Αρετ. Ήθελα να ξέρω, σα με γεννούσε η μάννα μου, τι πουλί να κελαϊδούσε μέσα σ' αυτοδά το περιβόλι, και με μάγεψε, και να κλείσω το βράδυ παράθυρο δεν μπορώ δίχως να σκύψω και να το γλυκοδώ! Και γιατί μαθές να μου πη η στρίγλα εκείνη η γύφτισσα πως θα ταφήσω τακριβό μου το σπιτικό και θα μισέψω στα ξένα, μα πως θα μεταγυρίσω, λέει, πάλε στον τόπο μου, και θάρθω, με πρωτοτάξιδο καράβι που θάχη σύννεφα για πανιά! Κι άξαφνα σα να βούρκωσε η καημένη κ' έκαμνε να φύγη, μα κοντοστάθηκε πάλι και ξαναγύρισε, και μου λέει πως σε καλά χέρια θα πέσω και να μην πολυνοιάζουμαι!

Ανάθεμα την ώρα που φάνηκε και με παραζάλισε στα καλά καθούμενα! Μα έννοια της δα και δε θα βγουν τα φαρμακεμένα της τα λόγια. Μύριοι άνεμοι να φυσήξουνε δε με βγάζουν από την πονεμένη αυτή φωλίτσα μου. Σ' αυτά τα θεμέλια μέσα είνε ριζωμένη η καρδιά μου, μ' αυτό ταγέρι γλυκοθρέφεται η ψυχή μου. (Τηράει το Στεφανή). Να σαλεύη τάχα κάποιος εκειδά πέρα ή φάντασμα βλέπω; Αχ, ο ίδιος πάλι! Ταθεόφοβο το παιδί, που πρέπει να πατήσω ένα ξεφωνητό και να τονέ διώξω, κι ως τόσο δε βαστάει η καρδιά μου! (αψά). Σύρε, σύρε να μη σε νοιώσουν, κακόμοιρε, και μ' αφάνισες! Στέλνε όσα θες μηνύματα με τους προξενητάδες, μα μην πολεμάς από παράθυρα να μου ψέλνης αγάπες, κ' έχουν πίκρες τα κρυφογύρευτα τα φιλιά.

Στεφ. Η δική μου η αγάπη αγκύλια δεν ξέρει· ξέρει μονάχα το βαθιόκοβο το μαχαίρι που σιγοχώνεις στα σπλάγχνα μου μέσα. Πες μου, Αρετούλα μου, φως μου, γιατί αρνιέσαι να μ' αγαπήσης; τι λαχταρεί η καρδούλα σου και δεν τόχω, ψυχή μου; Αν είνε αγάπη λεβέντικη, πρόσταξε με να περπατήξω στις φλόγες, σε γκρεμνούς να τρέξω να πέσω, φείδια να πάω και ν' αγκαλιάσω, στην πίσσα μέσα να βράσω.

Αρετ. Κι α δε λείψης απ' αυτό σου το κόλασμα, βράζει από τώρα η πίσσα που μπορεί και δυο ψυχές αντίς μια να παραλάβη στα βάθια της.

Στεφ. Γιατί να το λες αυτό, Αρετούλα; Πού σ' αγάπησα τάχα; Εγώ κακός δεν είμαι. Γιατί να κολαστώ και γιατί να κολάσω; Εγώ από τη στιγμή που σ' αγάπησα έγιν' αρνί μονάχο, σαν κορίτσι απονήρευτος είμαι. Πες μου, Αρετούλα. Μπορεί να πάη στην Κόλαση παιδί που χαμογελάει της μάννας; Στην Κόλαση πάει η μάννα που το γλυκοχαδεύει; Πες μου· ταηδόνια που κελαϊδούν την αγάπη τους στην Κόλαση μαθές πάνε;

Αρετ. Ντροπή και καταφρόνιο μελετάς να μας φέρης, και για πουλάκια μου κουβεντιάζεις; Αυτό το πουλάκι που βλέπεις έχει μάννα κι αδέρφια, και κει να πας να κελαϊδής τα τραγούδια σου.

Στεφ. Το ξέρεις πως θα φρενιάσουν, και γι' αυτό μου το λες. Μήτε να την ακούσουνε δε θα καταδεχτούν τη φτωχική προξενειά μου. Με τρώγ' η αγάπη σου, Αρετούλα, και σωτηριά πια δε βλέπω άλλη παρά το ναι σου και την κρύφια στεφάνωση.

Αρετ. Να μην τύχη και σε ξανακούσω, καημένε! Να με κλέψη, λέει!

Χριστός και Παναγιά! Σύρε και φύγε, αθεόφοβε, γιατί φώναξα κιόλας

(Σφαλνάει το παράθυρο η Αρετούλα).

Στεφ. (μονάχος). Μ' ένα της χαμόγελο την άρπαξε την καρδιά μου, και τη σέρνει τώρα και τη ματοπληγώνει σε πέτρες και πέτρες! Τονειριάστηκα πως είταν αγάπης χαμόγελο, και πιάστηκα! Μου χώθηκε, αχ, τόσο βαθιά το μαγεμένο ταγκίστρι, που σπαρταρώ τώρα και ξετινάζουμαι να γλυτώσω, και δεν μπορώ. Δεν μπορώ ν' ανεσάνω. Ματώνουν τα σπλάχνα μου, κι ο νους μου στρεφογυρίζει. Μούρχεται έτσι να πάρω ένα δρόμο, να πηγαίνω, να πηγαίνω, και να μη σώνεται. Ν' ανεβαίνω και να κατεβαίνω βουνά, ποτάμια να διαβαίνω για να τη σβύσω τη φλόγα μου, σε μαύρες ερημιές να πλανιέμαι και να τρομάζουνε με τους στεναγμούς μου ταγρίμια. Να φεύγουν ταγρίμια, και γω να στενάζω μονάχος, πάντα μονάχος.. Αρετούλα μου, Αρετούλα, μην το κάμης αυτό το κακό! Άνοιξε να φέξη πάλι ο κόσμος, ναναστηθή η ψυχή μου. Λυπήσου με, Αρετούλα, και χάνουμαι. Σαν το κερί τη λυώνεις τη νιότη μου, αυτή τη νιότη που πλάστηκε για τα σένα. Μην το πης πως είμαι της φτώχειας αγώρι, γεια μόνο νάχουν αυτά τα χέρια, που μπορούν παλάτι να χτίσουν και να κάθεσαι μέσα μυριοκαμάρωτη.

Αχ, του κάκου! Κατεβαίνει το σκοτάδι στη γης και τη σαβανώνει. Βασίλεψ' ο ήλιος τουρανού, βασίλεψε κι ο δικός μου ήλιος. Γλυκοφέγγουν ως τόσο απομέσα τα σπίτια. Αχτινοβολούν ταμίλητα ταστέρια. Μουρμουρίζουν ταμπελοβάθρακα, και το νερό της βρύσης, ακοίμητος μάρτυρας της αιώνιας αγάπης που ζωντανεύει τον κόσμο, κατρακυλάει και πάει σαν τις ώρες ευτυχισμένης ζωής. Η ζωή μου εμένα θάχη ώρες δύσεχτες και βαριές. Θα γυρεύουνε να περάσουνε και να φύγουν, και πού να φύγουν! Λίμνη, λίμνη βαθιά και θολή την έκαμες τη ζωή μου, εσύ που με δροσοβόλαγες με τα λόγια σου, και το πίστευα πως ο Θεός με πονούσε! Ο Θεός! Αχ, και να τόξερα, γιατί μου την έδωσε ο Θεός αυτή τη λαχτάρα! τι μου την άναψε τέτοια φωτιά! Έλα εσύ, ψυχή του πατέρα μου, που χρόνια τονε λειτουργούσες, έλα και πες μου, γιατί αυτό το μεγάλο το κρίμα! (Ακκουμπάει σε δέντρο, ύστερα τραβιέται και χάνεται στα βάθια σιγά σιγά).

ΤΡΙΤΗ ΣΚΗΝΗ

Η ίδια. Οι δυο γειτόνισσες βγαίνουν από την πόρτα της Πιπινιώς.

ΠΕΡΜΑΘΙΩ, ΠΙΠΙΝΙΩ

Περμ. Ανάθεμά σε παλιογλωσσού, που πήρες έτσι στο λαιμό σου το παινεμένο μας το κορίτσι. Και δεν είδες πως κλείστηκε μέσα δίχως μήτε ματιά να του ρίξη; Έτσι μου θάρρεψες πως είνε σαν τη μούρη σου κ' οι αρχόντισσες! Κρίμα μονάχα που δεν τονέ μυρίστηκε ο κυρ Κωσταντής τον προκομμένο το Στεφανή σου, που έμαθε δα κι αυτός να διαβάζη ψαλτήρι και μου λιμπίστηκε αρχοντοπούλες! Σα να το ξέχασε πως είτανε μυρολογίστρα η θεια του.

Πιπ. Δαιμόνιο και τι δαιμόνιο τον έχει πιασμένο! Γλήγορα θα τον ακούσουμε στο μοναστήρι κι αυτόν. Τονε ζούρλαναν τα γράμματα το δύστυχο. Ίσως τράβηξε κιόλας να πάη να πνίξη κανέναν τότες που ξεκίνησε από το δέντρο που γύρευε ναγκαλιάση σαν του σφάληξε το παράθυρο το κορίτσι. Μωρή, καλά κ' έπαιζαν από την αυγή τα ματόκλαδά μου! Ακούς εσύ, λέει! Λεβέντικες αγάπες ορέχτηκε το παπαδοπαίδι. Κι άμε δεν πάει να φαίνη! Καλά του τάψαλε το κορίτσι, μωρή, όχι σαν και μας, που ξεμυαλιστήκαμε πρι να καλοξέρουμε πούθε – έλα, Χριστέ και Παναγιά!

Περμ. Για λόγου σου να τα λες αυτά, κι όχι για μένα που —

Πιπ. Που τα γνώριζες μαθές όλα εσύ!

(Τρέχει η Περμαθιώ να χτυπήση την Πιπινιώ, και χώνουνται κ' οι δυο τους μέσα στης Πιπινιώς).

ΤΕΤΑΡΤΗ ΣΚΗΝΗ

Χαγιάτι της Δέσπως. Νύχτα. Η Δέσπω κάθεται στο μιντέρι και κλώθει. Πλάγι της πλέχνει η Αρετούλα. Ο Κωσταντής κάθεται κοντά σε παράθυρο και κοιτάζει κάποτες έξω.

ΔΕΣΠΩ, ΚΩΣΤΑΝΤΗΣ, ΑΡΕΤΟΥΛΑ

Δέσπω. Τι να είτανε μαθές αυτό τόνειρο! Ένα καράβι, θεόρατο καράβι, και μέσα κόσμος αμέτρητος, κι όλο το σπιτικό μας μαζί. Και να μην είνε, λέει, θάλασσα παρά να είνε στεριά, και να γλιστράη το καράβι και να τρέχη με μια γληγοράδα, σαν όνειρο! Και να μην ανοίγη στόμα ψυχή να μιλήση, μόνο να κάθουνται κει μέσα όλοι αμίλητοι κι ολόχλωμοι. Χριστέ και Παναγιά μου! (Αποθέτει ταδράχτι δίπλα και κάνει το σταυρό της). Άσκημο, άσκημο όνειρο.

Αρετ. Αχ, πως μ' αποτρομάζεις, μάννα, μ' αυτά σου τα όνειρα!

Κωστ. Και να δης που θα βγουν το μήνα που δεν έχει σάββατο.

Δέσπω. Ας είμαι ως τόσο καλά που πήγα και το είπα της Γαρουφαλιάς άμα σηκώθηκα, να μην αληθέψη το έρμο. Έβαλες, Αρετούλα μου, νερό στη φωτιά; Πήγαινε, κόρη μου, βάλτο, να σε λούσω απόψε στου φεγγαριού τις αχτίδες, να τα κάμω στην αστροφεγγιά τα σγουρά σου. Σήκω, αγάπη μου, κ' έχε το νου σου και στο φαεί των παιδιών. Άργησαν οι βλογημένοι, και πρέπει να μποδίστηκαν κάπου.

Αρετ. Σε ξέρω, μαννούλα, και πια δε με γελάς. Κάτι θες να του κρυφομιλήσης πάλε του Κωσταντή. Ήθελα και γω να σου πω κάτι, μα καλλίτερα όχι.

(Σηκώνεται νάβγη).

Δέσπω. Σαν τι λογής;

Αρετ. (μονάχη της). Γιατί να τον καταλαλήσω το δύστυχο! Αυτός κακό δεν είχε στο νου του. Είτανε μια τρέλλα, μα θαρρώ πως γατρεύτηκε πια ως τώρα. (αψά). Τίποτις, μάννα, τίποτις. Έτσι το είπα. (Βγαίνει).

Δέσπω. Ο Θεός να μας φυλάη! Είδες εσύ, Κωσταντή μου, ποτέ σου τέτοια ομορφιά;

Κωστ. Την παραχαδεύεις, σου λέω, μάννα, και θα μας τη χαλάσης. Καμάρωνε την όσο θες απομέσα σου, μα μην της τα λες. Το παιδί είνε βοτάνι, κι όσο το χαδεύεις μαραίνεται κι αποζαρώνει. Πότιζε το στη ρίζα του, δίνε του ήλιο κι αγέρι όσο θες, μα μην το πολυαγγίζης.

Δέσπω. Να είσουνα μάννα, θα τόννοιωθες τι θα πη μονάκριβη κόρη. Είνε κι ο αποξύστης μας, Κωσταντή, κ' έχει κι αυτό να πη. Τριώ μηνών τηνέ βύζανα σάνε συχωρέθηκε ο μακαρίτης ο κύρης σου. Και γύρισε και μου είπε ο καημένος – Δέσπω, η Αρετούλα στα χέρια σου. Και σφάληξε τα μάτια του και πια δεν τα ξανάνοιξε. Το θυμάσαι. Δώδεκα χρονών αγώρι σ' είχα τότες. Πέρασαν τα χρόνια και φύγανε. Μεγάλωσαν τα παιδιά μου, κ' η Αρετούλα μας έγινε κοπέλλα κι αυτή. Αι, καιρός είνε, γιόκα μου, εσένα, σου το λέγω που είσαι κι ο πιο γνωστικός μου, να της βρούμε γαμπρό που να της αξίζη.

Κωστ. (σηκώνεται). Αυτή τη δουλειά να την αφήσης απάνω μου. Εγώ θα τη βγάλω πέρα. Οι γαμπροί δεν γίνουνται άψε σβύσε. Χρειάζεται υπομονή το κυνήγι τους. Εγώ θα τονε βρω το γαμπρό κ' έννοια σου. Και του λόγου σου πια κοίταζε τα συγύρια της.

Δέσπω. Ναι, δε σου λέω, παιδί μου, μα ξέρουμε κάτι και μεις οι γυναίκες. Εκείνο που έχω μες στην καρδιά μου και με τρώει είνε, μην τύχη και πέση το πουλάκι μας σάπονα χέρια. Χίλιες φορές καλλίτερα να το θάψω παρά να το ρίξω απάνω στ' αγκάθια το χαδεμένο μου. Αγάπη, Κωσταντή μου, και καλή γνώμη. Κι όλα τάλλα έρχουνται μοναχά τους. Να σου πω τώρα. Είνε ένα παλληκάρι που πάει να λωλαθή με την αδερφή σου. Δεν αποκότησε να μας κάμη, λέει, προξενειά, γιατί είνε, λέει, από φτωχικό σόγι, και φοβούνται πως δεν θα πούμε το ναι. Μα τόμαθα από μέρος καλό πως μας θεν. Η Κουταλιανή μου το ξεμυστηρεύτηκε. Πες μου τώρα, Κωσταντάκη μου' μια κ' είνε όμορφο και τίμιο και καλόγνωμο το παιδί – και το ξέρω πως είνε – δεν έχουμε μαθές βιος και για κείνονε;

Κωστ. Να μην τα ξανακούσω τα προξενήματα της Κουταλιανής που ανακατώνεται στις δουλειές των άλλωνε σαν την όρνιθα μες σταλώνι. Να πάω να τα πιάσω τ' αυτιά της και να τα σέρνω ώσπου αίμα να στάζουνε. Να την πριονίσω την ασυμμάζευτη γλώσσα της, που σε βρήκε μαλακόκαρδη και σ' έπαιζε στα χεράκια της πάλι η θεοκατάρατη. Και συ, από τη βιάση σου να παντρέψης και καλά την κόρη σου, θα τηνέ δώσης κανενός ζητιάνου σιγά σιγά.

Δέσπω. Άκουσέ με, Κωσταντή, και ζητιάνος δεν είνε. Είνε παιδί καλομαθημένο και γραμματιζούμενο.

Κωστ. Γραμματιζούμενο; Μπας κ' είνε ο Στεφανής;

Δέσπω. Κι αν είνε, τι, Κωσταντή μου;

Κωστ. Μη χερότερα! Να μπη να μας θρονιαστή δω μέσα και της μυρολογίστρας τ' ανίψι! Μα ας γυρέψουμε και τον καντηλανάφτη να τελειώνη. Κάλλιο να ρημάξη, εγώ σου λέω, αυτό το σπίτι, κάλλιο γεροντοκόριτσο να πλανιέται και να ξενοδουλεύη η αδερφή μου, ταποφάγια της γειτονιάς να μαζεύη και να φτωχοθρέφεται, παρά να βλέπω Στεφανήδες μπροστά της! Δεν την έχω την αδερφή μου εγώ για τέτοιες γενιές. Μήτε τη φαμελιά μου για τέτοια συμπεθεριά δεν την έχω. Και να της πης της φιλενάδας σου της Κουταλιανής να πάη να τα λέη αυτά στη Βρύση, εκεί που το θολώνουν το τρεχάμενο το νερό οι γλωσσούδες οι πλύστρες με τα βρώμικα λόγια τους. Αυτό το σπίτι χτίστηκε σε θεμέλ' αρχοντάδικα, κι αρχοντάδικη στέγη του πρέπει.

Δέσπω. Παιδί μου, σε τιμώ και σε σέβουμαι για την ξακουσμένη τη φρονιμάδα σου. Είταν όμως πικρά τα λόγια σου, κ' έχυσαν άδικη χολή σε καρδιές που δεν τις γνώρισες σαν και μένα, που είμαι γυναίκα και καθεμέρα τις βλέπω και τις ακούγω. Μέσα στα φτωχικά τα καλύβια λάμπουν κάποτες περλάντια, χίλιες φορές πιο ατίμητα από το διαμάντι αυτό που φορείς. Πετράδια που δεν τα πιάνει ανθρώπου λόγος, γιατ' είνε ουράνια στολίδια και τα διαφεντεύει ο Θεός. Με μια καλή καρδιά όλου του κόσμου τα στολίδια δεν παραβγαίνουνε. Μην τα λησμονής αυτά που σου λέω, παιδί μου, και σα γύρης απόψε, άφησε τη γνώση σου να τονε διώξη τον ύπνο μιαν ώρα και να φέρη την αλήθεια καθάρια στο νου σου, για χάρη της ακριβής μας της Αρετούλας.

Κωστ. Άφινέ τα τώρα, μάννα μου, άφινέ τα. Πάω να δω αν ακούστηκαν αυτοί οι δυο ταξιδιώτες μας. Είτανε νάρθουν πρωί κι ακόμα δε φάνηκαν. Πρέπει να τους κράτησε άλλη μια βραδιά στη χώρα ο Κράλης που ήρθε για δουλειές από τη Βαβυλώνα. Το ξέρεις πως είνε παλιός μου φίλος ο Κράλης, από τον καιρό που άρχισα να ταξιδεύω στα μέρη τους. (Μονάχος του). Και βγάζει κ' εκατό Στεφανήδες από την τσέπη του (Βγαίνει).

Türler ve etiketler

Yaş sınırı:
12+
Litres'teki yayın tarihi:
28 eylül 2017
Hacim:
180 s. 1 illüstrasyon
Telif hakkı:
Public Domain