Kitabı oku: «Η μαζώχτρα κι άλλες ιστορίες», sayfa 9
ΠΕΜΤΗ ΣΚΗΝΗ
Η ίδια.
ΔΕΣΠΩ, ύστερα ΑΡΕΤΟΥΛΑ
Δέσπω. Έχει το αίμα του μακαρίτη· θαρρώ πως τονέ βλέπω μπροστά μου σαν ξεφωνίζη. Μα είνε μάλαμα η καρδιά του· κάκια τι θα πη δεν το ξέρει. Είνε η περηφάνεια, η περηφάνεια που τηνε σκοτίζει κάποτες και τη θολώνει την καλωσύνη του (Μπαίνει η Αρετούλα).
Αρετ. Μαννούλα, εσείς με τα ξεφωνητά σας και γω λούζουμουν μονάχη μου. Για δες τα μαλλιά μου πως θρούνε σαν το μετάξι. Καθίζω τώρα και μου τα πλέχνεις, να σε χαρώ, γιατί όπου να είνε θα φανούνε κ' οι άλλοι.
Δέσπω. Έπαρε το μαξιλάρι και κάθισε, κόρη μου, γιατί βαραίν' η καρδιά μου, κι όταν σ' έχω σιμά μου, γίνουμαι και γω χαρούμενη σαν και σένα. Έτσι μούρχεται να σ' έχω πάντα σιμά μου. Τονέ ζουλεύω τον καλότυχο που θα σε κάμη δική του.
Αρετ. Καλέ μαννούλα, τι λες; Εγώ παντρειές και γαμπρούς δε θέλω.
Και να σου πω, μάννα μου, αν είνε να πάρω άντρα, η καρδιά μου μού λέει να τονέ διαλέξω ατή μου, μα το ξέρω πάλε πως αυτά στον κόσμο δε γίνουνται, και λέω, παρά να μου φυτεύουν ξένες αγάπες ταδέρφια μου, κάλλιο να μένω στην αγκαλιά σου που την έχω χάρισμ' από το Θεό.
Δέσπω (Μπλέχνοντας τα μαλλιά της). Κι α σαφίνανε να διαλέξης, Αρετούλα, ποιόνα θα διάλεγες;
Αρετ. Με κάνεις και γελώ, καημένη μάννα! Σα να είνε δα κι οι γαμπροί κεράσια, να βλέπης και να διαλέγης.
Δέσπω. Μα απ' όσα μαθές παλληκάρια είδες, ποιόνα διαλέγεις; Έτσι, για χάζι.
Αρετ. Αν είνε για χάζι, να σου το πω. Έχει της στεφάνωσης τόνομα – Δέσπω (μονάχη της). Ο Στεφανής!
Αρετ. Είν' όμορφος, είνε πρόσχαρος, μα ο καημένος από σόγι δεν είνε. (γελώντας) Αι, δεν τον βρήκες ακόμα;
Δέσπω. Της μάννας ο νους κι από του αϊτού το μάτι κόβει πιο μακριά. Και τι σ' έκαμε, παιδί μου, να διαλέξης του μακαρίτη του παπά Χαραλάμπη το γιο;
Αρετ. Και γιατί, μαννούλα μου, να σου το βαστάξω κρυφό, που δε φταίγω. Ο ίδιος ήρθε δεύτερη φορά απόψε στο περιβόλι και μου το είπε πως μ' αγαπά. Και του απολογήθηκα πως νάρθη να σε βρη, γιατί εγώ προξενήτρα δική μου δε γίνουμαι· και τούκλεισα το παράθυρο – Δέσπω (σηκώνεται ταραγμένη). Ξεθαρρεσιά του κι αδιαντροπιά του! Και τόση ώρα. να μη μου το λες! Και να μην τονε διώχτης με τις φωνές σου, μόνο να του λες και για προξενειές! Αθεόφοβη, αθεόφοβη! και τι κακό θα μας έβρη αν τακούση κι ο κόσμος.
Αρετ. Ήθελα, μάννα, μα δεν κοτούσα να τονε διώξω, γιατί – να, τονε σπλαχνίζουμουν. Τα λόγια του είταν άκακα, πονετικά· γιατί εγώ να του πικρομιλώ; Μα πάλι ούτε του γλυκομίλησα. Στη μάννα μου του είπα να πάη.
Δέσπω. Αχ, Αρετούλα, δεν τον έμαθες ακόμη τον κόσμο, και πήγες κ' έπεσες σε παγίδα μεγάλη και φοβερή. (Χτυπάει η ξώθυρα). Άρπα το φανάρι και τρέχα ν' ανοίξης την πόρτα. Πρέπει να είνε ταδέρφια σου. Ύστερα πάλι τα ξαναλέμε. Πρόσεχε μόνο να μην τακούση, καημένη, ο Κωσταντής, γιατί χαθήκαμε. (Βγαίνει η Αρετούλα με το φανάρι. Μονάχη της η Δέσπω). Τόξερε πως δεν θα τον ακούσουμε, και πήγε ίσια στο κορίτσι ο αδιάντροπος, που από το Θεό να το βρη! Α δεν είτανε για το παιδί μου που σα να το πόνεσε και μπορεί μαθές να το πάρη κατάκαρδα, ατή μου θα πήγαινα να τον πιάσω τον αθεόφοβο! Την Κουταλιανή θα πάω να βάλω να του τα πη. Μα η αγάπη πάλε δεν είνε μάτια μονάχα που δεν έχει, δεν έχει μήτε αυτιά. Μπορεί να μας την κλέψη κιόλας και με το ζόρι. Να γυρίσω πάλε του Κωσταντή τα μυαλά, αργάτης και πάλι δε σώνει! Ίσως κάλλιο να κλείσω τα μάτια μου, και να τη δώσω πρι να μας βγούνε και πομπές. Και πια τρέχα, γύρευε τότες! Αλλοίμονο μια και λείψη ο αληθινός ο στύλος από το σπίτι! Μεγάλο λόγο να μην ξεστομίσω, μα δεν την είχε ο μακαρίτης αυτή την κατηραμένη την περηφάνεια. Να ζούσε κείνος, θα το πέρναμε μαθές το χρυσόκαρδο αυτό παλληκάρι, και θα καταστάλαζε η ψυχή μας μια και καλή. (Κοντοστέκεται). Αντρίκιες φωνές και γέλοια. Πρέπει νάρθανε.
ΕΧΤΗ ΣΚΗΝΗ
Η ίδια.
Μπαίνει ΚΩΣΤΑΝΤΗΣ, ΣΑΡΑΝΤΗΣ, ΚΡΑΛΗΣ
Δέσπω. Καλώς τους και πάλι καλώς τους! Μα γιατί δα και τόση άργητα; Ή τάχα για να μας φέρετε κι άλλον ένα λεβέντη μαζί σας;
Από το γελαζούμενο πρόσωπό του το νοιώθω πως είνε ο φίλος του Κωσταντή μου, ο κυρ Κράλης από τη Βαβυλώνα.
Κράλ. Καλά ταπομάντεψες, αρχόντισσα. Μ' έφεραν τα γλυκοαίματα παιδιά σου να σας δω και να σας γνωρίσω, μια κ' ήρθα στα μέρη σας.
Δέσπω. Και γιατί να μην ερθήτε από τα χτες; Ποιος ξέρει τι πατινάδες εκεί στη χώρα! Μα έχουμε δα και μεις ξοχές και παιχνίδια, κι όσο για περιβόλια, όρεξη νάχετε. Θαρρώ οι δυο αυτοί οι ξεφαντωτάδες μου φταίνε. Αν είχατε μαζί σας τον Κωσταντή, ίσια εδώ θα σας έφερνε.
Κωστ. Κράλη, τι βλέπεις τη μάννα μου. Σου τα είπα χίλιες φορές. Αυτές οι μαννάδες, σα δεν έχουν τα παιδιά τους δεμένα να τα τραβούνε σα σκυλάκια μαζί τους, ησυχία δε βρίσκουνε. Μα τώρα δεν μπορώ να πω πως δεν έχει και δίκιο. Δε δυνήθηκα να κατεβώ Απατός μου στη χώρα, κι άρχιζα να υποψιάζουμαι πως θα ξεφύγης πάλι δίχως να σ' αξιωθούμε στο σπιτικό μας. Μόνο που γλήγορα θα μ' έχης πάλι στη Βαβυλώνα.
Δέσπω. Στη Βαβυλώνα! Χριστέ και Παναγιά!
Κωστ. Νάτα! Δε σου τάλεγα; Μπορεί τώρα ναρχινήσουμε και τα μυρολόγια. Κ' έτσι θα πουληθούν οι καρποί μας και θα βγάλουμε και παράδες.
Σαρ. Αι, μάννα, εμείς πεινούμε. Πάμε ναλλάξουμε τώρα, κ' ύστερα τα μιλούμε και για τη Βαβυλώνα. Ο Θανάσης πήγε να κοιτάξη τα ζα, κι όπου να είνε θα μας φανή. Έλα, Κράλη, γιατί ξεκολλημό δε θα βρης
(Βγαίνει Σαράντης και Κράλης).
ΕΒΔΟΜΗ ΣΚΗΝΗ
Η ίδια.
ΔΕΣΠΩ, ΚΩΣΤΑΝΤΗΣ, ύστερα ΘΑΝΑΣΗΣ
Κωστ. Αι, πως σου φαίνεται; Είχα δίκιο ή όχι; Είδες τέτοιο λεβέντη εσύ ποτέ σου;
Δέσπω. Καλός κι' άγιος μου φαίνεται, Κωσταντή μου. Αν το ρωτάς όμως αυτό για την Αρετούλα, σα δύσκολο το βλέπω, ν' αφήση μαθές τη Βαβυλώνα και τις αρχοντιές του και νάρθη να φυλακιστή στο χωριό μας.
Κωστ. Νάρθη και να φυλακιστή! Και ποιος το είπε: Αμέ και τι θαρρείς πως ονειρεύουμαι τόσα χρόνια άλλο, παρά νάχω κ' ένα δικό μου σπιτικό στη Βαβυλώνα, της αδερφής μου το σπιτικό, και να κάμνω κονάκι, που χρόνος δε διαβαίνει δίχως να πλανιέμαι στα μακρινά εκείνα τα μέρη. Να σου πω, μάννα, τα βαρέθηκα πια τα χάνια της ξενιτειάς. Θέλω, σαν πηγαίνω, να βρίσκω δικό μου σπίτι. Ως τώρα είχα του Κράλη ταρχοντικό, μα να· παντρεύεται κι αυτός αλλού αύριο και τονέ χάνω. Σαν έχω την Αρετούλα εκεί με τα παιδάκια της και πηγαινοέρχουμαι, και συ πιο κοντά της θα είσαι που θα τη βλέπω δα και για λόγου σου, θάχω και γω μια παρηγοριά μες στα ξένα.
Δέσπω. Φρόνιμος είσαι, Κωσταντή, κι άσκημ' απολογήθης. Στον άμμο πηγαίνεις και θεμελιώνεις τα στερνά της μάννας σου και της [αδερφής σου, κι αφίνεις κατόπι την τύχη κι' ας κάμη ό,τι θέλει μαζί τους, τη μπόρα κι ας τις παίρνη κι ας τις ανεμοσκορπάη! Η πίκρα του χωρισμού πως θα είνε θάνατος για τα μένα, δε λέω τίποτις. Ίσως το συνηθίσω κι αυτό το φαρμάκι με τον καιρό, σα συλλογιέμαι πως είνε και για δικό σου καλό. Μ' αν τύχη κ' έρθη θανατικό, αν τύχη και μπη μαθές αρρώστια μέσα σ' αυτό το σπίτι και το ρημάξη και πολεμώ με το χάρο ολομόναχη, και γυρίζω τα μισοσβυσμένα μου μάτια να δω ένα χαμόγελο δίπλα μου, ν' ακούσω μια προσευκή, ν' απλώσω το μαραμένο μου χέρι και να ψάξω ένα χέρι πονετικό – ποιος θα μου τηνέ φέρη πίσω την Αρετούλα μου;
Κωστ. Εγώ θα σου τηνέ φέρω! Το Θεό σου βάζω εγγυτή και τους Αγιούς μαρτύρους, πως αν τύχη κ' έρθη πίκρα για χαρά, αν τύχη κ' έρθη αρρώστια, ο χάρος να τόχη τριγυρισμένο το σπιτικό μας, στα δόντια του μέσα να σπαρταρούμε, στη μαύρη τη γης να μας κρυοσέρνη, τα σπλάχνα της να μας μαυροτρώνε, πάλι θα κάμω ζωή και φτερά και θα σου τηνε φέρω την Αρετούλα.
Δέσπω. Έχουν τα λόγια σου της Μοίρας τη δύναμη, κι ό,τι να πω κι ό,τι να φωνάξω, το βλέπω πως θα γίνη το θέλημά σου, παιδί μου. Γραφτό της είνε της μάννας να φέρνη στον κόσμο χαρές, και να καταπίνη φαρμάκια. Γεννάς, αναθρέφεις και χάνεις! Βλέπω και δε βλέπω το σύννεφο που μαυρίζει ομπροστά μου. Η ψυχή μας δεν τις χωρεί τις μεγάλες τις συφορές. Αν τις χωρούσε, θα γινόμαστε μύρια κομμάτια με τόνομα του κακού μονάχα. Οι μέρες και τα χρόνια του χωρισμού θα την κατασταλάζουνε λίγη λίγη την πίκρα, κ' έτσι θα χωρέση μες στην καρδιά μου. Εσείς θα τη χαίρεστε τη μονάκριβή μου, και γω θα σιγολυώνω μέσα σ' αυτούς τους έρμους τοίχους.
Κωστ. Αι, μάννα! Στα μυρολόγια θα το ρίξουμε τώρα, πούχουμε και μουσαφίρη σπίτι;
Δέσπω. Αχ, και μας μουσαφιρεύει ανάκουστα βάσανα!
Κωστ. Μια και να τη δης την Αρετούλα σου νύφη, όλα Παράδεισος θα σου φαίνουνται πάλι. Έτσι είστε σεις οι μαννάδες. Από μέσα χαίρεστε, και δος του δάκρυα απόξω. Ως τόσο η Αρετούλα πού είνε; Τόστρηψε, άμα σήκωσα το φανάρι για να την καλοδή ο γαμπρός. Πρέπει να πήγε να στολιστή.
Δέσπω. Θα βγη με την ώρα της, σα χρειαστούμε το δίσκο. Όλα θα γίνουνε με την τάξη τους. Πάγω απατή μου να της πω τα ξαφνικά τα μαντάτα, ώσπου να τοιμασθούν κ' οι άλλοι για το πρωτάκουστο αυτό φαγοπότι. (Βγαίνει).
Κωστ. (μονάχος). Η δουλειά έγινε. Της φάνηκε βαρύ της γριάς, μα πάλι καλά βάσταξε. Τώρα καιρός δε μας μένει. Απόψε τα παιχνίδια, κι αύριο τη στεφάνωση κιόλας. Ο Κράλης ξεκινάει τη δευτέρα, και μονάχος του δεν έχει να φύγη. (Μπαίνει ο Θανάσης). Τα βόλεψες τάλογα, Θανάση; Κι άλλα θα χρειαστούμε για τα προικιά, μα στέλνουμε τον Κεριάκο απόψε και μας τα φέρνει από τη χώρα. Εσύ τώρα να πας στα παιχνίδια.
Θανάσης. Να μας ζήσης που μας τα τέλειωσες μια χαρά. Κ' είταν ώρα μας μα το ναι, γιατί ο κόσμος όξω μας την πάντρευε κιόλας με τον έναν και με τον άλλον.
Κωστ. Ο κόσμος είνε καθρέφτης που σκύβεις και βλέπεις μέσα το νου σου προτού ν' ανοίξης το στόμα σου και να μιλήσης. Ξεχνάς καμιά φορά το σκοπό σου; Βγαίνεις και τονέ ρωτάς τον κόσμο, τι έχεις να πης ή να κάμης. Σε παίρνει τότες από το χέρι και σε σέρνει σε μύριους γκρεμνούς ο καλόβουλος αυτός κόσμος, που σ' αγαπάει κι όλο για το καλό σου χολοσκάνει και νοιάζεται. Έτσι τραβούν και τη μισοζώντανη τη μυίγα τα μερμήγκια σαν πέσουν απάνω της και την κατρακυλούνε μες στη φωλιά τους να κάμουν πανηγύρι απάνω της. Άφινέ τον τόν κόσμο, και τρέχα στα παιχνίδια, σου λέω. Στάσου! Πάω εγώ σε λιγάκι. Σύρε εσύ τώρα ναλλάξης να φάμε, και τότες.
(Βγαίνουνε).
ΟΓΔΟΗ ΣΚΗΝΗ
Ταβέρνα. Ο Στεφανής κάθεται μονάχος τον παρέξω. Παλικάρια κι άλλοι χωριανοί παραμέσα.
ΣΤΕΦΑΝΗΣ, ΠΑΛΙΚΑΡΙΑ, ύστερα ΚΩΣΤΑΝΤΗΣ και ΒΙΟΛΙΤΖΗΔΕΣ
Α'. Παλικ. Τράκα το και συ, μωρέ Στεφανή, τράκα το, κ' άφινε τους γέρους που παντρευτήκανε νιαρές κοπέλλες να συλλογιούνται. (Τον τραβάει παραμέσα). Έλα να σε κεράσω, μωρή κλαμένη Παναγιά, που διώχτεις τους ποντικούς σα μας ψέλνης Χερουβικό. Δος του ένα κρασί, μωρέ Γιάνη, αυτουνού του μισοκακόμοιρου. Γλέντι δε θα δούμε α δεν του τανάψουμε κι αυτουνού τα καντήλια. (Παίρνει ποτήρι και του το δίνει).
Στεφ. Να σε χαρώ, δεν μπορώ. Αν είμουν καλά, αλάκερη πλώσκα την άδειαζα για χατήρι σου.
Β’ Παλικ. Μην τον ακούς το μαριόλο, κ' έχει πολλά η σκούφια του μέσα. Σιγανό ποτάμι είνε αυτός κ' έννοια σου. Μου τα είπε όλα μια ψυχή που σε είδε απόψε, μωρέ θεομπαίχτη, κι α δεν πιής το κρασί, σου τα βγάζω, καημένε. (Ο Στεφανής κάνει να φύγη). Βάστα τονε, γεια σου, δεν έχει να φύγη. Θα το πιη το κρασί, κ' ύστερα θα μας τραγουδήση κιόλας ταναγνωστάκι.
Στεφ. Αφήστε με, να σας χαρώ, κ' είμαι ανήμπορος.
Β' Παλικ. Εσύ άρρωστος, μωρέ κατεργάρη; Τίνος τα ψέλνεις αυτά;
Τάχα να σε χτύπησ' η πούλια, εκεί ανάμεσα στις πορτοκαλιές;
Α' Παλικ. Πιέ το, καψούλη, και τόχυσα πάνω σου.
(Ο Στεφανής πίνει).
Β’ Παλικ. Με τις υγειές σου. Έλα το τραγούδι τώρα.
Όλοι (γελώντας). Το τραγούδι, το τραγούδι.
Στεφ. Μα, παιδιά μου. δεν έχω φωνή για τραγούδι.
Β’ Παλικ. Φωνή δεν έχεις; Μωρέ και ποιος είνε που μας φυλάει ως το μεσημέρι στην εκκλησιά; (του κρυφομιλάει): Έλα, τραγούδα να ξεσκάσης, καημένε, δεν τους το λέω και μη φοβάσαι.
Γ' Παλικ. Άλλο ένα κρασί θέλει, λέει. Κρασί, κρασί φέρτε του! (Του φέρνουν ποτήρι).
Στεφ. Εσείς βαλθήκετε και καλά να με μεθήστε απόψε. (Πίνει).
Όλοι. Το τραγούδι τώρα, το τραγούδι! (του φέρνουνε ταμπουρά).
Στεφ. (μοναχός του). Βαριά και λαβωμένη καρδιά, τραγούδα τους να κάμουνε γλέντι με τα βάσανά σου.
(Παίρνει τον ταμπουρά και τραγουδάει):
Από τη μάννα το μωρό,
Από τη γης βγαίνει, λουλούδι,
Απ' το πηγάδι το νερό,
Κι απ' την αγάπη το τραγούδι.
Όλοι (τραγουδούν). Κι απ' την αγάπη το τραγούδι.
Στεφ. Μα το τραγούδι όσο γλυκό,
Όσο χαρόκαρδο κι α βγαίνη,
Έχει ένα μάγιο μυστικό,
Η γλύκα του να σε πικραίνη.
Όλοι. Η γλύκα του να σε πικραίνη.
(Μπαίνει ο Κωσταντής).
Κωστ. Γεια σας, παιδιά, κι ακονίζετε τάρματά σας και γι' άλλο ξεφάντωμα.
Α’ Παλικ. Γεια σου, αφεντικό, αλέστα όλοι μας για την αφεντειά σου.
Κωστ. Απόψε γίνεται ο αρραβώνας της αδερφής μου με τον κυρ Κράλη από τη Βαβυλώνα και βάλτε φωτιά να καή!
Όλοι (σηκώνουνται και φωνάζουν). Ας καή, κι ο κυρ Κωστάκης να είνε καλά.
Στεφ. (μονάχος του). Πούθε κατέβηκες, αστροπελέκι μου, και δε σ' έννοιωσα, ώσπου με κομμάτιασες και πήγα! Πούθε ξεπρόβαλες, ανεμοστρόβιλε, και μου τονε συνεπήρες το νου μου; Να φύγω, να φύγω απ' αυτή τη φωτιά που όλο με τριγυρνάει και με πνίγει. Να μην τακούγω τα λόγια τους που σαν οχιές με κρυφοδαγκάνουνε.
(Βγαίνει).
Κωστ. Φέρε των παιδιών κρασί μπρούσικο, Γιάνη, και πες του κυρ Μήτρου να τα κουρντίση, κ' ίσια στο δικό μας με τα παιχνίδια!
Όλοι (πίνοντας). Καλά στεφανώματα, αφεντικό, και να σου ζήσουνε, να γεράσουνε!
(Έρχεται Βιολιτζής και Λαγουτατζής).
Κωστ. Μπρος, παιχνίδια, και πίσω παλικάρια.
(Βγαίνουνε τραγουδώντας απάνω στο σκοπό των παιχνιδιώνε).
Μια πέρδικα. – μια πέρδικα, μονάκριβη Την είχε η μά – την είχε η μάννα στο κλουβί, έρχεται άγουρος την παίρνει, και στα ξένα τηνε φέρνει. Στα ξένα και – στα ξένα και στα μακρινά, περνούνε χώ – περνούνε χώρες και βουνά, μα δε βρήκανε κονάκι σαν κι αυτό το χωριουδάκι.
ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΡΑΞΗ
ΠΡΩΤΗ ΣΚΗΝΗ
Στης Δέσπως. Χαγιάτι. Φώτα αναμμένα. Παίζουν τα παιχνίδια.
ΔΕΣΠΩ, ΚΡΑΛΗΣ, ΚΩΣΤΑΝΤΗΣ, ΣΑΡΑΝΤΗΣ, ΘΑΝΑΣΗΣ, ΠΑΛΙΚΑΡΙΑ,
ΒΙΟΛΙΤΖΗΔΕΣ ύστερα ΑΡΕΤΟΥΛΑ
(Στης πόρτας το κατώφλι γειτόνισσες και κοιτάζουνε):
Κωστ. Μην το λυπάστε, παιδιά, το κρασί. Πλημμύρα το κρασί, και χαλάζι το μάλαμα! (Πετάει νομίσματα στους βιολιτζήδες). Μάννα, η νύφη, η νύφη να βγη να κεράση πάλε.
(Μπαίνει η Αρετούλα στολισμένη με το δίσκο και πηγαίνει στον
Κράλη. Σταματούν τα βιολιά).
Κράλης (Παίρνει ποτήρι), Στην υγειά σου, πεθερά μου, για σας, αδέρφια. (Βλέποντας την Αρετούλα). Καλώς να σε βρω. Θα μας κάμης τη χάρη να πιής και του λόγου σου;
Αρετ. (σιγανά). Καλώς να ορίσης.
(Ο Κράλης πίνει, η Αρετούλα βάζει το δίσκο σε τραπεζάκι και παίρνει ποτήρι). Με τις υγειές σου και καλώς όρισες. (Γυρίζει και βλέπει τον Κωσταντή). Καλώς να σε βρω, Κωσταντή.
Κωστ. Καλώς να ορίσης, Αρετούλα.
(Η Αρετούλα πίνει, ύστερα παίρνει το δίσκο και πηγαίνει στον
Κωσταντή).
Με τις υγειές σου, Αρετούλα, και καλώς όρισες. Έτσι να μας γεμίζης πάντα χαρές, κι από τα ξένα ακόμη να μας φέγγης σαν ήλιος που να νυχτώνη και πάλι να χρυσώνεται το χωριό μας. Τι λες κ' εσύ, μάννα.
Κοίταξε τον τόν ήλιο που θα μας γλυκοφέγγη (δείχτοντας την Αρετούλα), κοίταξε και τον Αυγερινό αντικρύ της (δείχτοντας τον Κράλη).
Δέσπω. Με την ευκή μου, παιδιά μου, με την ευκή μου να είνε, κι ας τονε σκεπάζουν κάποτες τον ήλιο και σύννεφα.
Κωστ. Μαννούλα, τι λες; Άσπρη μέρα μας ξημερώνει και σύννεφα βλέπεις; Καλώς να σε βρω, χρυσή μου γριά, ίσως και μας ξανάμπη στον τόπο της η καρδούλα σου.
Δέσπω. Καλώς να ορίσης, αγώρι μου.
(Πίνει ο Κωσταντής. Η Αρετούλα πηγαίνει στη Δέσπω).
Με τις υγειές σου και καλώς όρισες, Κωσταντή μου, και να σε χαιρούμαστε, χρυσέ μου γαμπρέ. Ας την κάμη κι ο Θεός την καρδιά μας πέλαγο, που να βουλιάζουν οι λύπες και ν' αρμενίζουν οι ελπίδες, κι ας μην αράζουνε. (Πίνει η Δέσπω, βγαίνει η Αρετούλα).
Κωστ. Βλέπω, μάννα, και σε ξανανασταίν' η χαρά, και τα γλυκαίνει τα λόγια σου. Μας βαλσάμωσαν οι πονεμένες ευκές σου και μοσκομύρισε το σπίτι παρηγοριά. Παίξτε, παίξτε, μαγεμένα παιχνίδια. Παλικάρια μου, εσείς σηκωθήτε στον τραγουδηστό το χορό. Ας βουήξη η χαρά μας κι ας την ακούσουν οι κάμποι και τα βουνά. Έξω το μαντίλι, αδέρφια, και στο χορό. (Ξαναπαίζουν τα παιχνίδια. Παίρνει ο Κωσταντής ταδέρφια του και τους άλλους και χορεύουν).
Βιολιτζής (τραγουδάει παίζοντας: )
Θαμάζουμαι το κρυό νερό,
Κωστ. (τραγουδάει) Το νεραντζοφίλημα.
Βιολ. » Οπόθε κατεβαίνει,
Κράλ. » Νεραντζοφιλημένη.
Βιολ. » Από γκρεμνό γκρεμίζεται,
Σαράντ. » Το νεραντζοφίλημα.
Βιολ. » Στο περιβόλι μπαίνει,
Θαν. » Νεραντζοφιλημένη.
Κωστ. Με μέθησε, μάννα μου, η χαρά σου, κι άλλος άνθρωπος έγινα. Σήκω, γλυκειά μου μάννα, σήκω κ' έμπα κ' εσύ στο χορό. Σήκω, να το δω με τα μάτια μου πως είνε χαρά κι' όχι λύπη της Αρετούλας ο γάμος. (Την τραβάει να χορέψη).
Δέσπω. Ο χορός θέλει νιάτα, παιδί μου, θέλει και νου ανάλαφρο από συλλογές. Κάλλιο νάρθη η νύφη και να μπη στο χορό για τη μάννα της.
Κωστ. Και μάννα και κόρη. Αρετούλα, που είσαι; Ελάτε να μου το δείξετε πως τη νοιώθετε τη χρυσή μας τη μοίρα.
(Μπαίνει η Αρετούλα, και σμίγει στο χορό με τη Δέσπω).
Βιολ. (τραγουδάει) Ποτίζει δένδρα και κλωνιά,
Όλοι (τραγουδάνε) Το νεραντζοφίλημα.
Βιολ. (τραγουδάει) Ποτίζει λεμονίτσες,
Όλοι (τραγουδάνε) Νεραντζοφιλημένη.
Κωστ. (ρίχνοντας νομίσματα στους βιολιτζήδες). Να μου ζήτε, και μάννα και κόρη. Από νεραντζιά δε φούντωσε τέτοιο δροσάτο κλωνάρι. Ως τόσο παιδιά μου, νύχτα σαν ετούτη κι από μέρα πιο λαμπερή δεν την είδαν τα μάτια μου. Ως και το φεγγάρι τη ζούλεψε τη χαρά μας. Στην πατινάδα, παιδιά, να το καταλάβη κι ο ουρανός. Κράλη, να το δης το χωριό μας με τ' ολοφέγγαρο, και να μείνη μες στην ψυχή σου.
Κράλης. Να μας ξανακεράση πρώτα η νύφη, κι ό,τι προστάζεις κατόπι. (Η Αρετούλα κερνάει). Αρετούλα μου, τώρα πια το νοιώθω πως είσαι δική μου· γιατί εγώ το είπα και με κερνάς. Η καινούργια η πατρίδα σου θα τραντάξη με την ομορφιά σου. Κορώνα μου και καμάρι θα σέχω, με του πουλιού το γάλα θα το θρέφω ταγγελικό σου κορμί. Θάρχεται να μας βλέπη ο Κωσταντής, και θα παίρνη μαζί του τα φυλλοκάρδια μας για παρηγοριά της μαννούλας.
Δέσπω. Άμποτες, παιδάκια μου, άμποτες. Αν είχε λόγια ο πόνος της αγάπης, γαμπρέ μου, θα μπορούσα να σου παραστήσω αυτή την ώρα το τι σου δίνω. Την ψυχή μου βγάζω και την αποθέτω στα χέρια σου! Μα είνε μπιστεμένα χέρια, και διαλεγμένα από τον άξιο τον Κωσταντή μου. Αυτό με γλυτώνει και δε βουλιάζω, δεν πνίγουμαι· μόνο δυναμώνω κι ανεβαίνω στα κύματα, και βλέπω ήλιο και φως και χαρά, χαρά για λόγου σου, που θα το καμαρώνης αυτό το στολίδι μας. Αν είχαμε την καλή την τύχη να ζουν οι γονιοί σου, θα είτανε μεγαλείτερη η παρηγοριά μας. Μα δε μας είτανε γραμμένο αυτό το καλό, ίσως για να μας φανερώση πιο καλλίτερα ο Θεός την τρυφερή σου αγάπη.
Κράλ. Να μη συλλογιέσαι άλλο, μάννα, παρά πως το πουλάκι σας θα περάση από τόνα στ' άλλο χρυσό κλουβί. Διπλή έννοια θα το διαφεντεύη σαν τόχω σιμά μου, γιατί παίρνω μαζί μου και τη λαχτάρα σου.
Κωστ. Κράλη μου, είσαι μάλαμα, κ' η ψυχή μου σε χαίρεται. Τη γλυκοπότισες τη μάννα, κ' έγινε δροσοθρεμμένος βασιλικός. Έτσι δροσερή να μένη κ' η αγάπη μας, Κράλη, κ' έτσι αγκαλιαστοί να ζούμε πάντα, κι ας είνε και με το νου. Σαράντη μου και Θανάση, ελάτε, αδέρφια μου, κ' είμαστε βασιλιάδες απόψε. Στην πατινάδα, παιδιά, ομπρός παιχνίδια, και τραγουδάτε μας, παλικάρια.
(Βγαίνουν τα παιχνίδια, κ' ακολουθούν οι άντρες τραγουδώντας).
Μια πέρδικα, – μια πέρδικα μονακριβή, Την είχε η μα – την είχε η μάννα στο κλουβί, έρχεται άγουρος την παίρνει, και στα ξένα τηνε φέρνει. Στα ξένα και – στα ξένα και στα μακρινά, περνούνε χώ περνούνε χώρες και βουνά, μα δε βρήκανε κονάκι, σαν κι αυτό το χωριουδάκι.
ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΚΗΝΗ
Στην κάμαρα της Αρετούλας. Στέκεται η Αρετούλα, και κοιτάζοντας κάποτε στον καθρέφτη βγάζει τα διαμαντικά της και τα φλουριά της.
ΑΡΕΤΟΥΛΑ, ύστερα ΔΕΣΠΩ
Αρετ. Χρόνος δεν τα φέρνει όσα μιαν ώρα μπορεί και τα φέρνει. Από τη στιγμή που χτύπησε η θύρα, και πήγα ν' ανοίξω, δέκα χρόνια μεγάλωσα. Τι κάνω δε νοιώθω. Τι συλλογιέμαι δεν ξέρω. Είνε δεν είνε τρεις ώρες που τονέ βασάνιζε κρύφιος πόνος το νου μου για το φτωχό το παλικάρι που μου πρωτοείπε της αγάπης τα λόγια, κι άξαφνα πέφτει μια μπόρα, καινούριες έννοιες και παραζάλες, που τον έπνιξαν εκείνον τον πόνο σαν πεταλούδα. Λόγο πια δεν άνοιξε το στόμα της να μου πη για κείνη την τρέλλα η κακόμοιρ' η μάννα, τότες που ανέβηκε με τα μεγάλα τα μαντάτα· πως είτανε, λέει, ο γαμπρός αυτός με ταδέρφια μου, και να βάλω τα νυφικά! Πήγανε να με τρελλάνουνε με τη βιάση τους, και καλά να στολιστώ και να βγω με το δίσκο. Ποιος ξέρει τι κούτσουρο του φάνηκα σαν πρωτοβγήκα μπροστά του! Όσο για μένα, δεν μπορώ και να πω πως δε μ' άρεσε. Σα να τον πόνεσα, κι ας είνε και ξένος. Νά το τό δαχτυλίδι του. Της Βαβυλώνας χρυσό δαχτυλίδι! Πού να είνε ως τόσο η Βαβυλώνα! Πρέπει να είνε πολύ μακριά! Το μέτρησα το μάκρος της με τα δάκρια της μάννας μου. Μα το θέλει ο Κωσταντής, και του Κωσταντή ο λόγος είνε Βαγγέλιο. Είνε, θα πης, και το παλικάρι πονετικό. Ως τόσο η Βαβυλώνα – πού να είνε η Βαβυλώνα! Τι παράξενο όνομα! Αχ η γύφτισσα! η καταραμένη η γύφτισσα! Σήμερα το πρωί μου τα προφήτευε απάνω σ' αυτό το χέρι! Θα πάω, λέει, στα ξένα, μα θα γυρίσω με καράβι που θάχη – έλα, Χριστέ μου! Ανατριχίλα με πιάνει! (Μπαίνει η Δέσπω).
Δέσπω. Τι κάνεις, παιδί μου; ·
Αρετ. Η παραζάλη με λώλανε, καθώς φαίνεται, και παραλαλώ. Κοιτάζοντας αυτές τις πλεξούδες, μαννούλα, έλεγα να σου κόψω μια να σου την αφήσω, να θυμάσαι την Αρετή σου.
Δέσπω. Της μάννας ο νους είναι δεμένος, παιδί μου, με τέτοιες πλεξούδες αριθμητές. Είνε μυριόκλωνο δίχτυ που τόχει η λαχτάρα πλεγμένο, από τη στιγμή που βυζάξη το πρωτογέννητό της ως την ώρα που την αναπάψη ο Χάρος. Κόρη μου, για δάκρια τώρα δεν ήρθα· έχουμε χρόνους και χρόνους για δάκρια κατόπι. Ήθελα να σου μιλήσω δυο λόγια, κι ώρα πιο βολικώτερη δε θα βρω. Αύριο γίνεται η στεφάνωση, και την άλλη ξεκινάτε για το μακρινό το ταξίδι. Είταν κι' αυτό της μοίρας μου, να γίνη ο γάμος σαν το πουλάκι μου πεταχτός. Και καλά να μισέψετε, λέει, την άλλη μέρα. Ας φαγωθούν τα συκώτια μου εμένα κι ας γίνη το θέλημά τους. Θάρθουν ως τόσο ταδέρφια σου ως τη χώρα μαζί σας. Το ξέρω πως θα βρη μιαν ώρα να σε καθοδηγέψη ο Κωσταντής. Μα είνε κάτι πράματα, κόρη μου, που ο γνωστικώτερος αδερφός του κόσμου να τα πη δε φτάνει ο νους του, κι ως τόσο η μάννα τα συλλογιέται και τα βλέπει σαν ταστέρια που φέγγουνε στα μεσούρανα, γιατί τέλος δεν έχει η αγάπη της. Κάθισε, κόρη μου, κι άκου. Ο άντρας είνε το πιο ήμερο αρνάκι που βόσκησε απάνω στη γης, και το πιο άγριο θεριό που τη ρημάζει. Μα το κακό δεν είναι δίχως και τη γιατρειά του. Έχει μια ψιλή ψιλή τριχίτσα στο κεφάλι του κάθε άντρας, και καταπώς την τραβήξη η γυναίκα αυτή την τριχίτσα, πηγαίνει ο καλός της. Την τραβάει κατά την αγάπη; Γυρίζει τότες ήμερα και σε γλείφει ταρνάκι. Τηνέ σέρνεις κατά το πάθος; Σα λιοντάρι ξεχυμίζει να το ξεμερδίση το ταίρι του. Τίποτις άλλο να σου πω δεν έχω, παιδί μου, όλα του κάκου είνε σαν δεν τηνέ βαστάς πιδέξια στο χεράκι σου αυτή την τριχίτσα.
Αρετ. Έννοια σου, μάννα, κι α δεν είνε για την αγάπη του, για τη δική σου την αγάπη θα τα θυμούμαι τα λόγια σου. Ως και του χωρισμού τον καημό μέσα μου θα τον πνίγω να μην κακοκαρδίζω τον άντρα μου.
Δέσπω. Όχι, τίποτας, παιδί μου, τίποτας να μην κρύβης. Τούκρυψες μια καρφοβελώνα; Μια και να το μυριστή, είνε καλός του σπιτιού τα θεμέλια να ρίξη για να τη βρη. Για όνομα Θεού, κόρη μου, τίποτας να μην κρύβης από τον άντρα σου. Τον έχασες, μια και το νοιώση πως έχεις κρυφούς καημούς. Του λες τους καημούς σου; Πάλι τονε χάνεις, και μαζεύεις τρις χερότερα βάσανα στο κεφάλι σου. Κάλλιο να μην έχης καθόλου, καθόλου καημούς. Τι καλό θα σου κάμουν! Και γιατί να χολοσκάνης του κάκου, ακριβή μου. Εσένα η ζωή σου σαν ατάραγο ποτάμι θα τρέχη. Θα σ' αγαπάη ο καλός σου, ό,τι του γυρεύεις δικό σου θα είνε. Α θέλη ο Θεός, θα σας έρθουνε αγγελούδια κατόπι, και θα πλημμυρίση ο νους σας από έννοιες που τις φέρν' η αγάπη. Μην το θαρρής, Αρετούλα, πως θα το παραξηλώσω και γω. Θάχω και γω ταδερφάκια σου να με παρηγορούν, έχω και του Κωσταντή μας το τάξιμο, πως θα σε φέρη κοντά μου ανίσως και πάθουμε τίποτις. Είνε τώρα μεσάνυχτα περασμένα. Πήγαινε να συχάσης, παιδί μου, να μη φαίνεσαι κι αύριο αποσταμένη. Ταδέρφια σου θα γλεντίζουν ως το ταχύ. Εγώ με τη Γαρουφαλιά και με τις άλλες γειτόνισσες τα βολέβω, και θα τάχουμε μια ομορφιά όλα πριχού να φέξη. Καληνύχτα σου, ακριβή μου.
Αρετ. Καληνύχτα, μαννούλα, μα να μου το τάξης πως θα πλαγιάσης και συ λιγάκι.
Δέσπω. Έννοια σου, έννοια σου, αγάπη μου. (Μονάχη της). Θα πλαγιάσω η δόλια μια και καλή. (Βγαίνει).