Kitabı oku: «Ο Βίος του Χριστού», sayfa 19
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΛΔ'.
Μεταξύ των εθνικών
Αι χώραι Τύρου και Σιδώνος. – Η Συροφοίνισσα. – Η πίστις αυτής. – Αι χώραι των εθνικών. – Επιστροφή εις Δεκάπολιν. – Ο κωφάλαλος. – Υποδοχή υπό του πλήθους. – Ο χορτασμός των τετρακισχιλίων.
«Οι κατοικούντες εν χώρα και σκιά θανάτου, φως επέλαμψεν αυτοίς».
(Ησαΐας).
«Τότε ο Ιησούς απήλθεν εκείθεν και ανεχώρησεν εις τα μέρη Τύρου και Σιδώνος». Τοιαύτη η βραχεία είδησις ήτις προλογίζει τας βραχείας εκθέσεις περί μιας περιόδου της ζωής Του, περί ης θα είχομεν βαθύ ενδιαφέρον όπως πλέον τι μάθωμεν. Αλλά μόνον έν απλούν συμβεβηκός της επισκέψεως ταύτης εις τους εθνικούς αναγράφεται. Ήθελε φανή ίσως ότι εις την μακρινήν εκείνην χώραν θα υπήρχε βεβαιότης, όχι ασφαλείας μόνον, αλλά και αναπαύσεως· αλλά δεν συνέβη ούτω. Είδομεν ήδη ενδείξεις ότι η φήμη των θαυμάτων Του είχε διαδοθή και μέχρι των παλαιών πόλεων της Φοινίκης, και μόλις έφθασεν εις τα σύνορά των, κατέστη γνωστόν ότι δεν ηδύνατο να μείνη κρυπτόμενος. Μία γυνή τον ανεζήτησε, και ηκολούθησε την μικράν συνοδίαν με παθητικάς ικεσίας. «Ελέησόν με, Κύριε, Υιέ Δαυίδ· η θυγάτηρ μου κακώς δαιμονίζεται».
θα ηδυνάμεθα να φαντασθώμεν ότι ο Κύριος ημών θ' απήντα εις τοιαύτην ικεσίαν δι' αμέσου ελέους, όσω μάλλον, παραχωρών αυτή το αίτημά Της, συμβολικώς θα παρίστα την επέκτασιν της βασιλείας Του εις τους τρεις μεγίστους κλάδους του ειδωλολατρικού κόσμου. Διότι η γυνή ήτο Χαναναία την καταγωγήν και Συροφοίνισσα· την θέσιν Ρωμαία υπήκοος· την δε γλώσσαν και την μόρφωσιν Ελληνίς. Και η επίκλησίς της προς έλεος εις τον Μεσσίαν του εκλεκτού λαού θα ηδύνατο κάλλιστα να φανή εις τα πρωτόλεια της συγκομιδής εν η το αγαθόν σπέρμα θα εβλάστανεν ύστερον εν Τύρω και Σιδώνι και Καρχηδόνι και Ελλάδι και Ρώμη. Αλλ' ο Ιησούς (και δεν είνε αύτη μία των αναριθμήτων ενδείξεων ότι ασχολούμεθα εδώ όχι με ψευδή παράδοσιν, αλλά με αληθή γεγονότα;) ο Ιησούς δεν απήντησεν αυτή λέξιν.
Εις ουδεμίαν άλλην περίστασιν δεν βλέπομεν παρομοίαν φαινομένην ψυχρότητα εκ μέρους του Χριστού. Ουδέ πληροφορούμεθα εδώ περί των αιτίων. Δύο δε αίτια φαίνονται πιθανά. Δυνατόν να ηθέλησε να δοκιμάση τα αισθήματα των μαθητών Του, οίτινες, εν τω στενώ πνεύματι της Ιουδαϊκής αποκλειστικότητος δυνατόν να ήσαν απαράσκευοι όπως Τον ίδωσι παρέχοντα τας ευεργεσίας Του, ου μόνον εις εθνικήν, αλλ' εις Χαναναίαν, και απόγονον της επαράτου φυλής. Είνε αληθές ότι είχε θεραπεύσει τον δούλον του εκατοντάρχου, αλλ' ούτος ήτο ίσως Ρωμαίος, βεβαίως δε ευεργέτης των Ιουδαίων, και κατά πάσαν πιθανότητα προσήλυτος. Αλλ' είνε πιθανώτερον ότι, γνωρίζων τι έμελλε να συμβή, επεθύμει να δοκιμάση περισσότερον την πίστιν της γυναικός. Και περιπλέον, δυνατόν να ήθελεν εις πάντε χρόνον να ενθαρρύνη ημάς εις τας προσευχάς και τας ελπίδας μας, και να μας διδάξη να προσκαρτερώμεν, και όταν θα εφαίνετο ότι το προσωπόν Του είνε αυστηρόν προς ημάς, ή ότι το ους Του είνε επιστραμμένον.
Βεβαρημένοι από την ενόχλησιν των κραυγών της, οι μαθηταί Τον παρεκάλεσαν να την αποπέμψη· Εκείνος δε είπε προς αυτούς, «Ουκ απεστάλην ειμή επί τα απολωλότα πρόβατα οίκου Ισραήλ».
Τότε η γυνή ήλθε και έπεσε παρά τους πόδας Του, και ήρχισε να Τον προσκυνή λέγουσα, «Κύριε, βοήθησόν μοι». Ηδύνατο να μένη αμάλακτος εις την λύπην εκείνην; Ηδύνατο ν' απορρίψη την ικεσίαν αυτήν; Και θα την άφηνε να επιστρέψη εις την ισόβιον αγωνίαν του να παρίσταται εις τους παροξυσμούς της δαιμονιζομένης παιδίσκης της; Γαληνίως και ψυχρώς εξήλθεν εκ των χειλέων εκείνων, τα οποία δεν απήντησαν ειμή λόγους ελέους και ευσπλαγχνίας εις την παράκλησιν παντός ικέτου, η απάντησις; «Ου καλόν λαβείν τον άρτον των τέκνων και βαλείν τοις κυναρίοις».
Τοιαύτη απάντησις θα ηδύνατο βεβαίως να ψυχράνη την καρδίαν της· και αν Εκείνος δεν προέβλεπεν ότη αυτή είχε την σπανίαν πίστιν, ήτις ηδύνατο να ίδη έλεος και αποδοχήν ακόμη και εν τη φαινομένη αρνήσει, δεν θα απήντα ούτω προς αυτήν. Πλην ουδέ όλαι αι χιόνες του Λιβάνου, του όρους της πατρίδος της, ηδύναντο να σβύσουν το πυρ της αγάπης, το οποίον έκαιεν εις το θυσιαστήριον της καρδίας της, και ταχεία ως ηχώ ήλθεν η λαμπρά απάντησις: – «Ναι, Κύριε· και γαρ τα κυνάρια εσθίει από των ψιχίων των πιπτόντων από της τραπέζης»·
Τότε εκείνη εθριάμβευσεν. Ουδέ στιγμήν περισσότερον παρέτεινεν ο Κύριος την αγωνίαν της προσδοκίας της. «Ω γύναι, εφώνησε, μεγάλη σου η πίστις, γενέσθω σοι ως θέλεις». Και με την συνήθη γραφικήν απλότητα του, ο Ευαγγελιστής Μάρκος περαίνει την διήγησιν διά των συγκινητικών λέξεων: Και ότε ήλθεν εις την οικίαν, εύρεν εξεληλυθός το δαιμόνιον, και την παιδίσκην ανακεκλιμένην.
Πόσον έμεινεν ο Κύριος εις τας χώρας ταύτας, και εις ποίον μέρος διέτριψε, δεν γνωρίζομεν. Πιθανώς η αναχώρησίς Του επεταχύνθη διά της δημοσιότητος ήτις παρηκολούθει τας κινήσεις Του κ' εδώ. Εντεύθεν αναχωρήσας εστράφη ανατολικώς, και φθάσας εις τας πηγάς του Ιορδάνου οδοιπόρησε προς τας χώρας της Δεκαπόλεως.
Η Δεκάπολις, προς ανατολάς του Ιουρδάνου κειμένη, ήτο ομοσπονδία δέκα ελευθέρων πόλεων, το μέρος δε κατείχετο υπό εθνικών, αποτελούντων χωριστόν τμήμα της Ρωμαϊκής επαρχίας. Η υποδοχή του Ιησού εις την ημιεθνικήν ταύτην χώραν φαίνεται να υπήρξεν ευνοϊκή. Όπου και αν επορεύετο, δεν ηδύνατο ν' απέχη Του να εξασκή τας θαυματουργούς δυνάμεις Του προς χάριν των πασχόντων, όσοι εζήτουν την βοήθειάν Του. Και εις μίαν των πόλεων τούτων (τα ονόματα τινών εκ των πόλεων τουτων είνε κατά τον Πλίνιον, Γερασά, Γάδαρα, Γεργεσά, Ίππος, Πέλλα, Βεθσηάν, Σκυθόπολις, κτλ) παρεκλήθη να θεραπεύση ένα άνθρωπον κωφόν και μογίλαλον. Θα ηδύνατο να τον θεραπεύση μόνον δι' ενός λόγου, αλλ' υπήρχον προφανώς περιστάσεις εις το πάθημα του ανθρώπου, αίτινες καθίστων ευκταίον να γείνη βαθμιαία η ίασίς του, και δι' ορατών σημείων να εκτελεσθή. Έλαβε τον άνθρωπον κατά μέρος, έβαλε τους δακτύλους εις τα ώτα αυτού, και έπτυσε, και έψαυσε την γλώσσαν του· και είτα ο Μάρκος μας λέγει ότι εστέναξε, και ύψωσεν άνω το όμμα, και είπεν: «Εφφαθά! Διανοίχθητι!» Κ' εδώ πάλιν δεν μας αποκαλύπτεται ποία ήσαν τα άμεσα αίτια τα οποία έθλιβον το πνεύμα Του. Δυνατόν να εστέναξεν εξ οίκτου προς τον άνθρωπον· δυνατόν να εστέναξεν εξ οίκτου προς την φυλήν· δυνατόν να εστέναξε δι' όλας τας αμαρτίας αίτινες εξευτελίζουν και δι' όλας τας ταλαιπωρίας όσαι τυραννούν το ανθρώπινον γένος· αλλά βεβαίως, εστέναξεν εν πνεύματι βαθείας ευσπλαγχνίας, και βεβαίως ο στεναγμός εκείνος ανέβη ως πανσθενής μεσολάβησις εις τας ακοάς Κυρίου των Δυνάμεων. «Δεν ήτο στεναγμός (λέγει ο Λούθηρος) διά την γλώσσαν και τα ώτα εκείνου του πτωχού ανθρώπου· αλλ' ήτο κοινός στεναγμός δι' όλας τας γλώσσας και τα ώτα, προς δε, δι' όλας τας καρδίας, τα σώματα, και τας ψυχάς, και δι' όλους τους ανθρώπους, από τον Αδάμ μέχρι του τελευταίου απογόνου του».
Το συμπέρασμα το οποίον εξήγαγόν τινες ότι ο Κύριος ημών ελληνιστί ωμίλει συνήθως, και ότι ο Ευαγγελιστής Μάρκος διετήρησε μόνον ολίγας αραμαϊκάς λέξεις κατά τας σπανίας περιστάσεις καθ' ας ο Χριστός μετεχειρίζετο την γνησίαν γλώσσαν της πατρίδος Του (καθώς ενταύθα την λέξιν Ε φ φ α θ ά), είνε λίαν ακροσφαλές. Πλείστοι εκ των Ιουδαίων του καιρού εκείνου, και μάλιστα οι εν τοις εμπορικοίς κέντροις οικούντες, ωμίλουν δύο γλώσσας, Ελληνικήν και Αραμαϊκήν· αλλ' ημείς εύρομεν εν αρχή, του παρόντος βιβλίου λόγους ίνα πιστεύωμεν, ότι ο Κύριος ωμίλει συνήθως, αραμαϊστί.
Τα πλήθη της μεμακρυσμένης εκείνης χώρας, ασυνείθιστα εις τα θαύματά Του, υπερμέτρως εξεπλάγησαν. Η περί εχεμυθίας σύστασίς Του ως συνήθως ωλιγωρήθη, και μεγάλα πλήθη ηκολούθησαν τον Ιησούν εις την κορυφήν όρους υπεράνω της λίμνης προς τα ανατολικά, σχεδόν αντικρύ των Μαγδάλων, κ' εκεί φέροντες τους τυφλούς των και τους χωλούς και πηρούς και αλάλους, τους έθεσαν παρά τους πόδας του Αγαθού Ιατρού, και όλους τους εθεράπευσεν. Εμπλησθέντες εκπλήξεως, οι άνθρωποι της Δεκαπόλεως δεν ηδύναντο ν' αποσπασθώσιν από πλησίον Του, και ημιειδωλολάτραι αυτοί, εδόξαζον τον Θεόν του Ισραήλ.
Τρεις ημέρας ήδη είχον διατρίψει μετ' Αυτού, κ' επειδή πολλοί τούτων ήρχοντο εξ αποστάσεως, αι τροφαί των εξηντλήθησαν. Ο Ιησούς τους ώκτειρε, και βλέπων την πίστιν των, πάλιν παρέθηκεν διά τον λαόν Του τράπεζαν εν τη ερήμω. Ηπόρησάν τινες ότι, εις απάντησιν της εκφράσεως του οίκτου Του, οι μαθηταί δεν προέβλεψαν ουδέ υπέβαλον γνώμην τι έπρεπε να πράξη. Αλλ' ενταύθα βεβαίως υπάρχει απόχρωσις λεπτότητος και αληθείας. Εγνώριζον ότι δεν υπήρχε παρ' Αυτώ σπατάλη του υπέρφυούς, ουδέ περιττή εξάσκησις θαυματουργού δυνάμεως. Πολλάκις είχον συνυπάρξει με πλήθη πρότερον, και όμως εις μίαν μόνην περίστασιν τους είχε θρέψει· και περιπλέον, αφού ούτως έπραξεν, είχεν επιτιμήσει αυστηρώς εκείνους οίτινες ήρχοντο προς Αυτόν εν προσδοκία τοιούτων δωρεών, και είχε ποιήσει ομιλίαν τόσον αυστηράν ώστε απεξένωσεν αφ' Εαυτού και πολλούς των φίλων Του. Διά αυτούς να προτείνωσιν επανάληψιν της τροφοδοσίας των πεντακισχιλίων θα ήτο οίησις και κενοδοξία, την οποίαν ο βαθύς σεβασμός των τους απηγόρευε, και τοσούτω μάλλον όσω ενθυμούντο πόσον επιμόνως είχεν αρνηθή να ποιήση σημείον κατ' εισήγησιν άλλων. Αλλά μόλις τους έδωκε νύξιν περί της προθέσεώς Του, και μετ' εντελούς πίστεως κατέστησαν πρόθυμοι υπουργοί Του. Έβαλαν το πλήθος να καθίση επί του εδάφους, και ήρχισαν να διανέμωσι προς αυτούς τα τεμάχια των θαυμασίως πολλαπλασιασθέντων επτά άρτων και των ολίγων ιχθυδίων· και εσήκωσαν τα περισσεύματα επτά σπυρίδας πλήρεις, αφού το πλήθος, τετρακισχίλιοι άνδρες, χωρίς γυναικών και παιδίων, έφαγε και εχορτάσθη. Και είτα ο Κύριος και οι μαθηταί Του απέπεμψαν το πλήθος χαίρον και ευγνωμονούν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΛΕ'.
Η μεγάλη ομολογία
Υποδοχή του Ιησού κατά την επάνοδόν Του εις την Γαλιλαίαν. – Σημείον επιζητούσιν. – Άρνησις και αποδοκιμασία. – Θλίψις του Ιησού και απόπλους. – Το προφητικόν Ουαί. – Η ζύμη των Φαρισαίων και του Ηρώδου. – «Συ ει ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του Ζώντος». – «Μακάριος ει, Σίμων βαρ-Ιωνά». – Διαστροφαί και παρερμηνείαι. – Προρρήσεις περί του Πάθους Του. – Τολμηρά επέμβασις του Πέτρου. – «Ύπαγε οπίσω μου, Σατανά». – Ο Υιός του Ανθρώπου ερχόμενος εν τη βασιλεία Αυτού».
Πολύ διάφορος ήτο η υποδοχή ήτις περιέμενε τον Ιησούν επί της άλλης όχθης. Οι πτωχοί ειδωλολάτραι της Δεκαπόλεως Τον είχον δεξιωθή μετ' ευλαβείας και ενθουσιασμού· οι φιλόθρησκοι Φαρισαίοι της Ιερουσαλήμ το συντήντησαν μετά χλεύης και μίσους. Δυνατόν, μετά την απουσίαν ταύτην, η ψυχή Του να επόθησε την μόνην γωνίαν της γης, την οποίαν θα ηδύνατο να ονομάση οικίαν Του. Εισελθών εις το μικρόν πλοιάριόν Του, διεπορθμεύθη εις Μάγδαλα. Είνε, πιθανόν ότι σκοπίμως απέφυγε να πλεύση εις Βηθσαϊδά ή εις Καπερναούμ, ολίγω βορειότερον των Μαγδάλων κειμένας, όπου δε οι Φαρισαίοι είχον ιδρύσει το στραταρχείον των. Αλλ' οι άνθρωποι ούτοι παρεμόνευον την άφιξίν Του. Ως να είχον στήσει σκοπιάν επί του πύργου των Μαγδάλων διά ν' ανακαλύψωσι το ιστίον του πλοιαρίου Του, μόλις επάτησε τον πόδα επί της όχθης, και ήλθον εις συνάντησίν Του. Ουδέ ήσαν μόνοι· την φοράν ταύτην συνωδεύοντο (ω της λυκοφιλίας!) από τους ασπόνδους εχθρούς των, τους Σαδδουκαίους, την δύσπιστον εκείνην αίρεσιν, την ημιθρησκευτικήν και ημιπολιτικήν, εις την οποίαν τώρα ανήκον οι δύο αρχιερείς ως και ο βασιλεύων οίκος. Όλα τα κρατούντα στοιχεία της τότε κοινωνίας οι Φαρισαίοι, επίφοβοι εκ της θρησκευτικής βαρύτητός των παρά τω πλήθει· οι Σαδδουκαίοι, ολιγάριθμοι, αλλ' ισχυροί επί πλούτω και θέσει· οι Ηρωδιανοί, αντιπροσωπεύοντες την επιρροήν των Ρωμαίων και των οργάνων των, των τετραρχών· οι Γραμματείς και οι Νομικοί, εξασκούντες το κύρος των παραδεδεγμένων δοξασιών και της μαθήσεώς των· όλοι ήσαν ηνωμένοι κατ' Αυτού εις μίαν πυκνήν φάλαγγα σκευωρίας και αντιδράσεως, και απόφασιν είχον προ παντός άλλου να παρακωλύωσι το κήρυγμά Του, και ν' απαλλοτριώσιν απ' Αυτού, όσον το δυνατόν, την στοργήν του λαού, μεταξύ του οποίου πολλά εκ των κραταιών έργων Του εγένοντο.
Είχον ανακαλύψει εκ της πείρας ότι το ανυσιμώτερον όπλον προς δυσφήμησιν της αποστολής Του και υπονόμευσιν της επιρροής Του ήτο η απαίτησις σημείου, προ παντός, σημείου εξ ουρανών. Εάν ήτο ο Μεσσίας, διατί να μη τους δώση άρτον εξ ουρανού, ως ο Μωυσής; πού η βροντή του Σαμουήλ και η φλοξ του Ηλία; διατί ο ήλιος να μη σκοτισθή και η σελήνη να μη τραπή εις αίμα; διατί να μη φανή πύρινος στήλος και να μη ενσκήψη λαίλαψ και καταιγίς όπως επικυρώση τους λόγους Του;
Εγνώριζον ότι τοιούτον σημείον δεν θα παρεχωρείτο εις αυτούς, κ' εγνώριζον ότι είχεν εξείπει ήδη τους ισχυροτάτους λόγους της τριπλής αρνήσεώς Του, όπως χαρισθή εις το αλαζονικόν και προκλητικόν αίτημά των. Εάν είχον μάθη το μυστικόν του πειρασμού Του εν τη ερήμω, θα εγνώριζον ότι αι πρώται απαντήσεις Του εις τον πειράζοντα εγένοντο εν τω πνεύματι τούτω της υψίστης αυταπαρνησίας. Εάν παρεχώρει το αίτημά των, ποίος σκοπός θα υπηρετείτο;, όχι η επίδρασις των εξωτερικών δυνάμεων, αλλ' η φυτική αρχή της ζωής έσωθεν, ποιεί το αγαθόν σπέρμα να βλαστήση. Η σκληρά καρδία δεν δύναται να μετατραπή, ούτε η ισχυρογνώμων απιστία να εκριζωθή, διά σημείων και τεράτων, αλλά δι' εσωτερικής ταπεινώσεως, και διά της χάριτος του Θεού ήτις μετέρχεται ως η δρόσος του ουρανού, εν σιγή και αόρατος. Τι θα επηκολούθει εάν το σημείον εδίδετο; υπ' αυτών των αυτοπτών θ' απεδίδετο εις δαιμονικήν ενέργειαν υπό των ακουόντων θα εσχολιάζετο ούτως ή ούτως· υπό της προσεχούς γενεάς θα ηθετείτο ως επίνοια, ή θα εξητμίζετο εις μύθον.
Αλλά παρά πάντα ταύτα, οι Φαρισαίοι και Σαδδουκαίοι ησθάνοντο ότι προς το παρόν η άρνησις αύτη του να παραχωρήση το αίτημά των τους έδιδε λαβήν κατά του Ιησού, και ήτο τελεσιουργόν μηχάνημα προς μείωσιν του θαυμασμού του λαού. Και όμως εκείνος ουδ' επί στιγμήν εδίστασε ν' απορρίψη τον πειρασμόν τούτον. Δεν θα ειργάζετο ποτέ κανέν επιδεικτικόν θαύμα κατά το κέλευσμά των, όπως ουδέ εις το κέλευσμα του πειράζοντος θα ενέδιδε ποτέ. Είπεν αυτοίς και πάλιν, ως πρότερον, ότι σημείον δεν θα δοθή εις αυτούς ειμή το σημείον του Ιωνά, τουτέστιν η ιδία έκκλησις προς μετάνοιαν την οποίαν είχεν απευθύνει προς τους Νινευίτας. Δεικνύων δε προς το δυσμικόν του ουρανού, είπεν: Υποκριταί! γνωρίζετε να διακρίνετε την όψιν του ουρανού· δεν δύνασθε να μάθητε τα σημεία των καιρών;
Καθώς ωμίλει εξέπεμψε βαθύν εκ μυχίων στεναγμών· ανεστέναξε τω πνεύματι Αυτού, λέγει ο Μάρκος. Επί τινα χρόνον είχεν αποδημήσει εκ των ενταύθα. Τον είχον επιζητήσει μετά πίστεως εις τας χώρας Τύρου και Σιδώνος. Τον είχον δεξιωθή μετά προθύμου ευγνωμοσύνης εις την Δεκάπολιν την ειδωλολάτριδα· εδώ, εις την πατρίδα Του, τον προϋπήντα η πανοπλία θριαμβευούσης αντιδράσεως, υπό το σχήμα του υποκριτικού ζήλου. Βαδίζει προς την όχθην ανά την ωραίαν πεδιάδα, όπου είχε ποιήσει τόσα έργα ελέους και αγάπης θαυμαστά, και είχεν ομιλήσει τόσα αθάνατα λόγια. Επανήλθε διά να εργασθή άπαξ ακόμη εις την μικράν γωνίαν όπου τα βήματά Του είχον παρακολουθήσει τόσαι χαίρουσαι χιλιάδες, κρεμάμεναι εν βαθεία σιωπή εις τα αθάνατα χείλη Του. Καθώς πλησιάζει εις τα Μάγδαλα, το μικρόν χωρίον το προωρισμένον εις πάντα χρόνον να δανείζη το όνομά Του εις λέξιν εκφραστικήν της θειοτάτης συμπαθείας Του – καθώς επιθυμεί να εισέλθη και πάλιν εις τας μικράς πόλεις και τας κώμας όσαι προσέφεραν εις την άστεγον κεφαλήν Του την μόνην σκιάν οικίας, ευρίσκει όλην την επίσημον υποκρισίαν της εκπτώσεως και της παρακμής του Ιουδαϊσμού ηκονημένην και πάνοπλον εναντίον Του!
Δεν επέβαλε τα ελέη Του εις εκείνους οίτινες Τον απέρριπτον. Καθώς ολίγω ύστερον το έθνος Του κατήντησε να προτιμήση τον Βαραββάν, τον φονέα και ληστήν, από τον Κύριον της Ζωής, ούτω τώρα οι Γαλιλαίοι έπεσαν εις παραχώρησιν καταδικασθέντες να κρατήσωσι τους Φαρισαίους των και να χάσωσι τον Χριστόν των. Αφήκεν αυτούς, καθώς είχεν αφήσει τους Γαδαρηνούς, απερριμμένος, χωρίς μήτε ν' αναπαυθή εις την οικίαν. Υπάρχει τι το εμφαντικόν εις το «καταλιπών αυτούς» του Ματθαίου, και εις το «αφείς αυτούς» του Μάρκου. Με λυπημένην καρδίαν, πανδήμως και θλιβερώς τους άφησε, τους άφισε διά να επισκεφθή και πάλιν τα παρακείμενα χωρία, αλλά διά να μη επανέλθη ποτέ πλέον δημοσία, μήτε θαύματα να κάμη, και να διδάξη ή να κηρύξη.
Πρέπει να ήτο αργά κατά την φθινοπωρινήν εκείνην εσπέραν όταν εισήλθε και πάλιν εις το πλοιάριον, και διέταξε τους μαθητάς Του να διευθύνωσι τον πλουν προς την Βηθσαϊδά την Ιουλιάδα, κατά το βόρειον άκρον της λίμνης. Εις τον δρόμον των πρέπει να παρέπλευσαν παρά την στιλπνήν άμμον της δυτικής Βηθσαϊδά, επί της οποίας ο Πέτρος και οι υιοί του Ζεβεδαίου είχον παίξει εις την παιδικήν ηλικίαν των, και πρέπει να είδαν την λευκήν μαρμαρίνην Συναγωγήν της Καπερναούμ, ρίπτουσαν την σκιάν της εις τα ύδατα, τα ερυθραινόμενα από τα ανταυγάζοντα χρώματα της δύσεως. Άρα κατά τοιαύτην στιγμήν, ότε κατέλειπε την Γαλιλαίαν εν πλήρει γνώσει ότι το έργον Του εκεί είχε λάβη πέρας, και ότι απέπλεεν απ' αυτής ως αποκήρυκτος και κατάδικος εις θάνατον, άρα κατά την υπερτάτην ταύτην στιγμήν της λύπης απήγγειλε τον έρρυθμον εκείνον ταλανισμόν, εν ώ κατεδίκαζε τας αμετανοήτους πόλεις εν αις πλείστα εκ των κραταιών έργων Του είχον πραχθή;
«Ουαί σοι, Χοραζίν! ουαί σοι, Βηθσαϊδά! ότι ει αι δυνάμεις αι γενόμεναι εν υμίν εγένοντο εν Τύρω και Σιδώνι, πάλαι αν μετανοήσατε εν σάκκω και σποδώ.
«Αλλά λέγω υμίν ότι ανεκτότερον έσται Τύρω και Σιδώνι εν ημέρα κρίσεως ή υμίν.
«Και συ, Καπερναούμ, η έως του ουρανού υψωθείσα, έως άδου καταβιβασθείση· ότι ει αι δυνάμεις αι γενόμεναι εν συ εγένοντο εν Σοδόμοις, παρέμενον αν έως της ημέρας ταύτης.
«Αλλά λέγω σοι, ότι ανεκτότερον έσται γη Σοδόμων εν ημέρα κρίσεως ή σοι.
Αν αι πανδήμως ωραίαι και κατανυκτικαί αύται λέξεις εξηνέχθησαν κατά την ευκαιρίαν ταύτην, ως αυστηρός και θλιβερός αποχαιρετισμός προς το δημόσιον κήρυγμά Του εν τη χώρα ην ηγάπα, αδυνατούμεν να είπωμεν· αλλά βεβαίως η ψυχή Του ήτο ακόμη πλήρης λύπης επί τη απιστία και σκληροκαρδία, επί ταις εσκοτισμέναις διανοίαις και τη διεφθαρμένη συνειδήσει εκείνων οίτινες δεν άφινον ούτω δι' Αυτόν την δύναμιν να πατήση τον πόδα εις την γενέθλιον χώραν Του. Ελέχθη υπό τινος μεγάλου δικανικού ρήτορος ότι, «ουδείς τρόπος απάτης είνε απεχθέστερος και βδελυρώτερος ή εκείνος όστις περιβάλλει την πεισμονήν και το ψεύδος με το σχήμα της ειλικρινείας, και όπισθεν του δόγματος της θρησκείας». Η απέχθεια κατά της βδελυράς ταύτης κακίας πρέπει να ήτο εξέχουσα εν τη τεθλιμμένη καρδία του Ιησού, ότε, καθώς το πλοιάριον παρέπλεε την τερπνήν όχθην κατευθυνόμενον προς βορράν, έλεγε προς τους μαθητάς Του: «Προσέχετε από της ζύμης των Φαρισαίων και Σαδδουκαίων». Ή, «της του Ηρώδου» κατ' άλλον Ευαγγελιστήν. Φαίνεται δε ότι οι Ηρωδιανοί ήσαν κατά το πλείστον Σαδδουκαίοι.
Ουδέν περισσότερον προσέθηκε· και την παρατήρησιν ταύτην η απλοϊκότης των μαθητών μωρώς παρενόησεν. Ούτοι εξελάμβανον πάντοτε κατά γράμμα όλας τας τροπικάς εκφράσεις Του, μεταφορικώς δε τας κυριωλεκτικάς. Όταν απεκάλεσεν Εαυτόν «τον άρτον τον εκ του ουρανού», έλεγον «σκληρός ο λόγος ούτος»· όταν είπεν, «έχω βρώμα φαγείν ο υμείς ουκ οίδατε», παρετήρησαν μόνον, μη τις έφερεν Αυτώ να φάγη. Όταν είπε, «Λάζαρος ο φίλος ημών κεκοίμηται», απήντησαν, «Κύριε, ει κεκοίμηται σωθήσεται». Ούτω και τώρα, υπέθεσαν ότι ένδει να μη λαμβάνωσιν άρτους από τους Φαρισαίους και Σαδδουκαίους, και ανελογίζοντο ότι ένα μόνον άρτον είχον λάβη μεθ' εαυτών διά τον πλουν. Υπέθετον λοιπόν αυτοί, οίτινες μετά την θρέψιν των πεντακισχιλίων είχον συναθροίσει δώδεκα κοφίνους περισσεύματα, και μετά την τροφοδοσίαν των τετρακισχιλίων είχον συλλέξει επτά σπυρίδας πλήρεις, υπέθετον ότι ήτο κίνδυνος μη υποφέρωσιν εκ της πείνης; «Διατί λογίζεσθαι ούτω περί άρτου; τους είπε. Δεν εννοείτε ακόμη ούτε καταλαμβάνετε; έχετε την καρδίαν ακόμη εσκληρυμμένην; έχοντες οφθαλμούς, δεν βλέπετε; και έχοντες ώτα, δεν ακούετε; και δεν ενθυμείσθε;» Και είτα πάλιν, αφού τους ανέμνησε των θαυμάτων εκείνων, «Πώς δεν εννοείτε;» Δεν ετόλμησαν να Του ζητήσωσιν εξήγησιν· υπήρχε τι περί Αυτόν, υπήρχέ τι τόσον φοβερόν και εξηρμένον εν τω προσώπω Του, ώστε η αγάπη των προς Αυτόν, όσον ζωηρά και αν ήτο, συνεκερνάτο δι' υπερβάλλοντος σεβασμού· αλλά τώρα ήρχισαν να εννοώσιν ότι κάτι άλλο έλεγεν ο Ιησούς, και ότι τους εκέλευε να φυλάττωνται όχι από την ζύμην του άρτου, αλλ' από την διδασκαλίαν των Φαρισαίων και Σαδδουκαίων.
Εις Βηθσαϊδά την Ιουλιάδα, πιθανώς την επομένην πρωίαν, τυφλός τις προσήχθη εις Αυτόν προς ίασιν. Η θεραπεία επετελέσθη κατά τρόπον λίαν παραπλήσιον προς την του κωφού και αλάλου εν Δεκαπόλει. Δεν είχε τίποτε εκ της ελευθέρας ετοιμότητος, εκ της ακτινοβόλου αυθορμησίας των πρωιμωτέρων θαυμάτων. Κατά μίαν έποψιν διαφέρει παντός άλλου αναγεγραμμένου θαύματος, επειδή ήτο οιονεί δοκιματιστήριος. Ο Ιησούς έλαβε τον άνθρωπον από της χειρός, τον ωδήγησεν έξω της πολίχνης, ενέπτυσεν εις τους οφθαλμούς αυτού, και είτα, επιθείς επ' αυτών την χείρα, τον ηρώτησεν αν έβλεπεν. Ο άνθρωπος προσέβλεψεν εις τους ανθρώπους, μακράν, και ατελώς ακόμη ιατρευμένος είπε: Βλέπω τους ανθρώπους ως δένδρα περιπατούντα. Μόνον δε αφού ο Ιησούς επέθηκε δευτέραν φοράν την χείρα επί των οφθαλμών του, είδε καθαρώς. Και τότε ο Ιησούς τον προσέταξε να υπάγη εις την οικίαν του, ήτις δεν ήτο εις Βηθσαϊδά· διότι, δι' εμφαντικής επαναλήψεως της λέξεως, απηγορεύθη αυτώ ή να εισέλθη εις την πόλιν ή να είπη τι είς τινα των εν τη πόλει. Αδυνατούμεν να εξηγήσωμεν τα αίτια της μεθόδου την οποίαν μετήλθεν ενταύθα ο Χριστός. Το αδύνατον του εννοήσαι τι ωδήγησε τας πράξεις Του προέρχεται εκ της βραχύτητος της αφηγήσεως, εν η ο Ευαγγελιστής, καθώς συχνά συμβαίνει εις συγγραφείς εντριβείς περί το θέμα των, παρέρχεται πολλάς λεπτομερείας, αίτινες, επειδή ήσαν πολύ οικείαι εις αυτόν φαίνονται ως αυτοεξήγητοι διά τους αναγνώστας. Ό,τι δυνάμεθα αμυδρώς να ίδωμεν είνε η απέχθεια του Χριστού και η αποφυγή των Ηρωδιανών τούτων πόλεων, με την δάνειον ελληνικήν αρχιτεκτονικήν των, με τ' αμελή έθιμα των, και τας ρωμαϊκάς ονομασίας των. Βλέπομεν εν αυτοίς τοις Ευαγγελίοις ότι ο πλούτος και η δύναμις η αναπτυσσομένη ης τα θαύματα, ήτο ανάλογος με την πίστιν των αξιουμένων αυτών· εις μέρη όπου η πίστις ήτο σπανία φυσικόν ήτο τα θαύματα να είνε ολίγα και φειδωλά.
Εκείθεν ο Ιησούς επορεύθη εις την Καισάρειαν την Φιλίππου. Εδώ πάλιν φαίνεται ότι δεν εισήλθεν εις την πόλιν, αλλ' επεσκέφθη τα περίχωρα. Κατά δε την πορείαν Του προς τα βόρεια μέρη συνέβη έν επεισόδιον το οποίον ευλόγως δύναται να θεωρηθή ως το μεσουράνημα του επιγείου διακονήματός Του. Ήτο μόνος. Το πλήθος, το οποίον συνέρρεε τόσον θορυβωδώς πλησίον Του εις πλέον συχναζόμενα μέρη, εδώ ηκολούθει εξ αποστάσεως. Μόνον οι μαθηταί Του ήσαν πλησίον Αυτού καθώς ίστατο κατά μέρος εις προσευχήν εν μονώσει. Και όταν η προσευχή του ετελείωσεν, Εκείνος τους εκάλεσε πλησιέστερον καθώς εξηκολούθουν την οδοιπορίαν, και τους ηρώτησε τα δύο ταύτα βαρυσήμαντα ερωτήματα, εκ της απαντήσεως των οποίων εξηρτάτο όλον το πόρισμα του έργου Του επί της γης·
Πρώτον ηρώτησεν αυτούς:
«Τίνα Με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι τον Υιόν του Ανθρώπου;»
Η απάντησις υπήρξε θλιβερά. Οι Απόστολοι δεν ετόλμων και δεν ήθελον να είπωσι άλλο τι ειμή λέξεις εγκρατείας και αληθείας, και αποθαρρυντικώς λίαν εμαρτύρησαν ότι ο Μεσσίας δεν ανεγνωρίσθη υπό του κόσμου τον οποίον ήλθε να σώση. Είχον μόνον να επαναλάβωσι τας ματαίας εικασίας του λαού. Άλλοι μεν, απηχούντες την κραυγήν της ενόχου συνειδήσεως του Αντίπα, έλεγον ότι ήτο Ιωάννης ο Βαπτιστής· άλλοι, οίτινες δυνατόν να ήκουσαν τας αυστηράς καταγγελίας της απαθούς λύπης Του, ανεκάλυψαν εις τας ισχυράς εκείνας εκφράσεις τους κεραυνίους τόνους νέου Ηλία· άλλοι, οίτινες είχον ενωτισθή τους φθόγγους της τρυφερότητός Του, είδον εν αυτοίς την θρηνωδούσαν ψυχήν του Ιερεμίου, και ενόμισαν ότι είχεν έλθη ίσως διά να τους σώση εκ της νέας Βαβυλώνος και ν' αποδώση» αυτοίς την Κιβωτόν, άλλοι, και ούτοι οι πολυαριθμότεροι, Τον εθεώρουν μόνον ως ένα των προφητών. Ουδείς, μεθ' όλην την αυθόρμητον κραυγήν την εξελθούσάν ποτε εκ του θαυμασμού του πλήθους, δι' ης εκηρύσσετο Μεσσίας, ουδείς εσκέπτετο τις ήτο πράγματι Αυτός. «Το φως έφαινεν εν τη σκοτία, και η σκοτία αυτό ου κατέλαβεν».
«Υμείς δε τίνα Με λέγετε είνε;»
Εάν άλλη εδίδετο απάντησις εις το μέγα τούτο ερώτημα, εάν άλλη απάντησις ηδύνατο να δοθή, όλη η τύχη του κόσμου δυνατόν να μετεβάλλετο. Εάν άλλως εδίδετο η απάντησις, τότε, ανθρωπίνως αν ομιλήσωμεν, άχρι τούδε η αποστολή του Σωτήρος θ' απετύγχανεν (;) εξ ολοκλήρου, χριστιανισμός δε και χριστιανοσύνη δεν θα υπήρχε (;). Διότι το έργον του Χριστού επί γης εστηρίζετο το πλείστον επί των μαθητών Του. Εκείνος έσπειρε το σπέρμα, ούτοι συνεκόμισαν τον θερισμόν. Εκείνος επέστρεψεν αυτούς και αυτοί τον κόσμον. Δεν είχε ποτε ομιλήσει φανερά περί του αξιώματός Του ως Μεσσίου. Ο Ιωάννης εν τοσούτω είχε μαρτυρήσει περί Αυτού, και εις όσους ηδύναντο να δεχθώσι τούτο, είχεν εμμέσως ανακοινώσει λόγω τε και έργω ότι Εκείνος ήτο ο Υιός του Θεού. Αλλά το θέλημά Του ήτο ώστε το φως της αποκαλύψεως να επιλάμψη βαθμηδόν εις τας καρδίαν των τέκνων Του· να εκπηγάση δε περισσότερον εκ των αληθειών τας οποίας ελάλει και εκ του βίου τον οποίον έζη ή εκ των θαυμάτων όσα επετέλει· και να μεταδοθή όχι εν αστραπαίς και βρονταίς υπερφυούς μεγαλειότητος ή εν οπτασίαις ανεκλαλήτου δόξης, αλλά διά του ηρέμου μέσου αναμαρτήτου και πλήρους αυτοθυσίας βίου. Εν τω Υιώ του Ανθρώπου έμελλον ν' αναγνωρίσωσι τον Υιόν του Θεού.
Αλλ' η απάντησις ήλθεν οποία προ αιώνων είχε γραφή εν τη βίβλω της θείας προγνώσεως ότι έμελλε να έλθη, και ο Πέτρος, «ο πανταχού θερμός, ο του χορού των Αποστόλων κορυφαίος», ως λέγει ο ιερός Χρυσόστομος, ηξιώθη της αθανάτου τιμής να την εκφράση εκ μέρους όλων και δι' όλους:
&«Συ ει ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος».&
Ενδιαφέρον είνε ενταύθα να σημειώσωμεν τας προτέρας ομολογίας των διαφόρων Αποστόλων.
Ήδη εις Βηθαβαρά ο Πέτρος είχεν ειπεί τω Ανδρέα: «Ευρήκαμεν τον Μεσσίαν».
Και ο Φίλιππος είχεν είπη: «Ον έγραψε Μωσής εν τω νόμω και οι προφήται, ευρήκαμεν Ιησούν, τον υιόν του Ιωσήφ, τον από Ναζαρέτ».
Και ο Ναθαναήλ είχεν είπη: «Ραβδί, Συ ει ο Υιός του Θεού, Συ ει ο Βασιλεύς του Ισραήλ».
Και μετά τον περίπατον τον επί της θαλάσσης, οι μαθηταί είχον αναφωνήσει: «Αληθώς, Συ ει ο Υιός του Θεού».
Και πάλιν εις Καπερναούμ, ο Πέτρος είχεν ειπεί: «Πιστεύομεν και πεποίθαμεν ότι Συ ει ο Άγιος του Θεού».
Αλλ' η απάντησις περί ης ο λόγος ήτο η σαφεστάτη και πληρεστάτη πασών· και τοιαύτη απάντησις εκ μέρους του κορυφαίου των Αποστόλων εξηγόραζε διά του πλήρους της διορατικότητος και της βεβαιότητός της την ελλιπή εκτίμησιν του πλήθους. Εδείκνυεν ότι επί τέλους το μέγα μυστήριον είχεν αποκαλυφθή, το από αιώνων και γενεών κεκρυμμένον. Οι Απόστολοι τουλάχιστον ου μόνον ανεγνώρισαν τον Ιησούν τον Ναζωραίον ως τον επηγγελμένον Μεσσίαν του έθνους των, αλλ' απεκαλύφθη προς αυτούς διά της ιδιαιτέρας χάριτος του Θεού ότι ο Μεσσίας εκείνος ήτο όχι μόνον οποίον προσεδόκων οι Ιουδαίοι, ηγούμενος, και άρχων, και υιός του Δαυίδ, αλλ' ήτο περισσότερον τούτου, ο υιός του Θεού του ζώντος.
Μετά φοβεράς επισημότητος εκύρωσεν ο Σωτήρ την μεγάλην ταύτην ομολογίαν.
«Αποκριθείς δε είπεν αυτώ ο Ιησούς, Μακάριος ει Σίμων Βαρ Ιωνά, ότι σαρξ και αίμα ουκ απεκάλυψέ σοι, αλλ' ο Πατήρ μου ο εν τοις ουρανοίς. Καγώ δε σοι λέγω, ότι συ ει Πέτρος και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν, και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής. Και δώσω σοι τας κλεις της βασιλείας των ουρανών· και ό αν δήσης επί της γης, εσται δεδεμένον εν τοις ουρανοίς, και ό αν λύσης επί της γης έσται λελυμένον εν τοις ουρανοίς».
Ουδέποτε τα χείλη του Ιησού εξέφεραν πλέον αξιομνημονεύτους λέξεις. Ήτο η ιδία περί Εαυτού μαρτυρία Του. Ήτο η υπόσχεσις ότι όσοι συνομολογήσωσιν αυτήν είνε μακάριοι. Ήτο το αποκεκαλυμμένον γεγονός, ότι εκείνοι μόνον δύνανται να την συνομολογήσωσιν όσοι άγονται προς τούτο υπό του πνεύματος του Θεού· έλεγε προς την ανθρωπότητα διά πάντοτε ότι ουχί δι' επιγείων επικρίσεων, αλλά μόνον διά της ουρανίου χάριτος, δύναται η πλήρης γνόσις της αληθείας εκείνης να επιτευχθή. Ήτο η κατάθεσις του θεμελίου λίθου της του Χ ρ ι σ τ ο ύ Ε κ κ λ η σ ί α ς, και η πρώτη φορά καθ' ην εξηνέχθη η λέξις Ε κ κ λ η σ ί α διά ν' αναμιχθή εντεύθεν τόσον ισχυρώς εις την ιστορίαν του κόσμου. Ήτο η επαγγελία δη η Εκκλησία αύτη, τεθεμελιωμένη επί της πέτρας της θεοπνεύστου ομολογίας, έμελλε να μείνη ανάλωτος εις όλας τας δυνάμεις της Κολάσεως. Ήτο η απονομή εις την Εκκλησίαν ταύτην, εν τω προσώπω του τυπικού αντιπροσώπου της – όστις ήτο μόνον «πρώτος εν ίσοις» και ουδεμίαν είχε προσωπικήν ηγεμονίαν επί των άλλων Αποστόλων – της δυνάμεως του ανοίγειν και κλείειν, του λύειν και δεσμείν, και η υπόσχεσις ότι η δύναμις αύτη πιστώς ενασκουμένη επί της γης θα κυρούται εν τέλει εν τοις ουρανοίς.
«Όλα ταύτα ασφαλώς λέγονται (παρατηρεί συγγραφεύς τις)· αλλά προς την Ρώμην;» Όλον το ρητόν τούτο του Χριστού ευρίσκεται κεχαραγμένον διά κολοσσιαίων γραμμάτων έσωθεν του θόλου του ναού του Αγ. Πέτρου εν Ρώμη. Ολίγη δύναμις χρειάζεται προς ανατροπήν των πυραμίδων των σοφισμάτων και του ψεύδους όσαι έχουν κτισθή επ' αυτού. Εάν δεν ήτο ιστορικόν γεγονός, θα εφαίνετο απίστευτον ότι επί τόσον φαντασιώδους θεμελίου εστηρίχθη η φανταστική αξίωσις των επισκόπων μιας πόλεως, εις ην, και αν είνε πιθανόν ότι απήλθεν ο Πέτρος και εδίδαξε, και ετελειώθη μαρτυρικώς εκεί, και αν ακόμη εθεμελίωσε την εκκλησίαν της, αλλ' όμως είνε πολύ γνωστόν ότι οι Απόστολοι προεχειρίσθησαν παρά του Χριστού οικουμενικοί επίσκοποι και ουχί επίσκοποι τοπικοί μιας πόλεως, ο δε Πέτρος πριν φθάση εις Ρώμην, αν έφθασεν εκεί, είχεν ιδρύσει και άλλας εκκλησίας. Είνε ωσαύτως γνωστόν ότι το πρωτείον το διοικητικόν εδόθη εις τον επίσκοπον Ρώμης, καθώς βραδύτερον εις τον Κωνσταντινουπόλεως, επειδή αι πόλεις εκείνων ήσαν αι βασιλεύουσαι του τότε κόσμου, και διότι η Εκκλησία του Χριστού, μη ζητούσα ποτέ να ιδρύση κοσμικόν κράτος, συνεμορφούτο πάντοτε προς τας πολιτικάς εξουσίας.
Δυνατόν να λεχθή, ότι από του χρόνου εκείνου κ' εντεύθεν, ο Σωτήρ θα ηδύνατο να εθεώρει μέγα μέρος του έργου Του επί της γης ως συντελεσθέν. Οι Απόστολοί Του τώρα ήσαν πεπεισμένοι περί του μυστηρίου της υπάρξεώς Του· αι βάσεις είχον τεθή εφ' ων, μετ' Αυτού ως ακρογωνιαίου λίθου, όλον το μέγα οικοδόμημα έμελλε να κτισθή.
Αλλ' απηγόρευσεν εις αυτούς ν' αποκαλύψωσι την αλήθειαν ακόμη. Ήσαν έτι όλως εν αγνοία της αληθούς μεθόδου της φανερώσεώς του. Ήσαν έτι αστερέωτοι εν τη πίστει και όπως μείνωσι πιστοί εις Αυτόν κατά την ώραν της υπερτάτης δοκιμασίας. Άχρι τούδε θα εγνωρίζετο ως Χριστός εις εκείνους μόνον των οποίων η πνευματική διορατικότης ηδύνατο να Τον βλέπη αμέσως εις τον βίον και εις τα έργα Του. Όταν η πίστις των θα εστερεούτο ασάλευτος διά του πανεκλάμπρου γεγονότος της αναστάσεώς Του, όταν αι καρδίαι των θα επληρούντο διά του νέου φωτισμού του Αγίου Πνεύματος και οι οφθαλμοί των θα ενισχύοντο με της Πεντηκοστής τας φλόγας, τότε θα ήρχετο δι' αυτούς η ώρα να εξέλθωσι και διδάξωσι πάντα τα έθνη, ότι ο Ιησούς όντως ήτο ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος.