Sadece LitRes`te okuyun

Kitap dosya olarak indirilemez ancak uygulamamız üzerinden veya online olarak web sitemizden okunabilir.

Kitabı oku: «Ο Βίος του Χριστού», sayfa 20

Yazı tipi:

Αλλά καίτοι Τον εγίνωσκον ήδη, ουδέν εγνώριζον ακόμη περί του τρόπου καθ' ον ήτο η θέλησίς Του όπως εκτελεσθώσιν οι θείοι σκοποί Του. Ήτο καιρός όπως περιπλέον ετοιμασθώσιν· ήτο καιρός όπως μάθωσιν ότι, καίτοι Βασιλεύς ήτο, η βασιλεία Του δεν ήτο εκ του κόσμου τούτου· ήτο καιρός όπως όλαι αι μάταιαι εγκόσμιαι ελπίδες περί λαμπρότητος και προαγωγής εν τη βασιλεία του Μεσσίου σβεσθώσιν εν αυτοίς διά πάντοτε, και γνωρίσωσιν ότι η βασιλεία του Θεού δεν είνε βρώσις και πόσις, αλλά δικαιοσύνη και ειρήνη και πίστις χαίρουσα.

Τούτου ένεκα ήρχισεν αταράχως και εσκεμμένως ν' αποκαλύπτη προς αυτούς την μελετωμένην πορείαν Του εις Ιερουσαλήμ, την απόρριψίν Του υπό των αρχόντων του έθνους, την αγωνίαν και την ύβριν ήτις Τον ανέμενε, τον βίαιον θάνατόν Του, την ανάστασίν Του την τριήμερον. Και άλλοτε είχεν εκφέρει διαφόρους και απωτέρας προρρήσεις των εγγιζόντων τούτων παθημάτων, αλλά τώρα διά πρώτην φοράν ενδιέτριβεν επ' αυτών εναρκώς, και «παρρησία τον λόγον ελάλει». Αλλ' όμως και τώρα δεν απεκάλυψεν εν όλη τη φοβερότητί του τον τρόπον του εγγίζοντος θανάτου Του. Κατέστησε γνωστόν εις αυτούς ότι έμελλε ν' απορριφθή υπό των πρεσβυτέρων και αρχιερέων και γραμματέων, αλλ' όχι ότι έμελλε να παραδοθή εις τους εθνικούς. Προείπεν αυτοίς ότι μέλλει να θανατωθή, αλλ' επεφύλαξε διά τον χρόνον της τελευταίας πορείας Του εις Ιερουσαλήμ το φρικτόν γεγονός ότι ήθελε σταυρωθή. Ούτω απεκάλυψεν αυτοίς το μέλλον μόνον εφ' όσον ηδύναντο να το βαστάσωσι, και τότε δε, όπως παραμυθήση την αγωνίαν των και στηρίξη την πίστιν των, προείπεν εναργέστατα, ότι τη τρίτη ημέρα θα εγερθή πάλιν.

Αλλά το ανθρώπινον πνεύμα έχει παράδοξον ικανότητα εις το ν' απορρίπτη εκείνο το οποίον αδυνατεί να εννοήση. Οι Ευαγγελισταί πιστοί και απλοϊκοί εν τη μαρτυρία των, ουδέποτε κρύπτουσιν αφ' ημών την αμβλύτητα της πνευματικής διορατικότητός των, ουδέ την επικράτησιν των Ιουδαίων προκαταλήψεων επί του πνεύματός των. Ομολογούσι προς ημάς πως ενίοτε εξελάμβανον κατά γράμμα ό,τι ήτο τροπικόν, και τανάπαλιν. Ηχούσαν οι Απόστολοι την αγγελίαν, αλλά δεν την κατενόησαν. «Ου συνήκαν τα λεγόμενα, και απεκρύβη απ' αυτόν, ώστε μη νοήσαι». Τώρα, καθώς πολλάκις άλλοτε, υπερφυής φόβος κατέλαβεν αυτούς, και ηυλαβούντο να τον ερωτήσουν. Η περί της τελετής Του πρόρρησις ήτο τόσον αλλοτρία από της συνήθους έξεως τον σκέψεών των, ώστε την έβαλαν κατά μέρος ως ασυνάρμοστον και ακατάληπτον, ως μυστήριόν τι εις ό δεν ηδύναντο να εμβαθύνωσι· και όσον αφορά την ανάστασιν, όταν και πάλιν προεφητεύθη αύτη εις τους πνευματικωτέρους εν αυτοίς, ήρχισαν μόνον να συζητώσι προς αλλήλους τι άρα εσήμαινεν η εκ νεκρών έγερσις.

Αλλ' ο Πέτρος, εν τη ορμητικότητί του, ενόμισεν ότι ενόησε, και ενόμισεν ότι ηδύνατο να προλάβη· και ούτω διέκοψε τας επισήμους εκείνας εκφράσεις διά του αμαθούς και αλαζονικού ζήλου του. Το συναίσθημα ότι εδόθη αυτώ να νοήση και να εκφράση νέαν και ισχυράν αλήθειαν, ομού με το λαμπρόν εγκώμιον και την επαγγελίαν την οποίαν αρτίως είχε λάβη, συνετέλεσαν να φυσιώσωσι την διάνοιάν του και ν' αποπλανήνωσι την καρδίαν του. Λαβών τον Ιησούν από της χειρός ή από του ιματίου, τον είλκυσεν έν ή δύο βήματα παράμερα από τους άλλους μαθητάς, και ήρχισε να συμβουλεύη, να διδάσκη, να επιτιμά τον Ιησούν. «Ιλεώς Σοι, Κύριε» είπε, Θεός φυλάξοι, τούτο δεν θα γείνη εις Σε!

Αλλ' ο Κύριος, εν αγανακτήσει, εις επήκοον πάντων, τον ήλεγξεν: «Ύπαγε οπίσω μου, Σατανά! σκάνδαλόν μου ει· δη ου φρονείς τα του Θεού, αλλά τα των ανθρώπων». Αύτη η σαρκική και παχυλή και ανθρωπίνη σκέψις σου, αύτη η απόπειρα όπως με αποτρέψης από το βάπτισμα του θανάτου, είνε αμάρτημα κατά των σκοπών του Θεού. Ο Πέτρος ώφειλε να μάθη – είθε και η εκκλησία εκείνη, ήτις επαγγέλλεται ότι έχει κληρονομήσει απ' αυτού τας αποκλειστικάς και υπερανθρώπους αξιώσεις της να είχε μάθη εν καιρώ! – ότι πόρρω απείχε του να είνε αναμάρτητος, και ότι «ο δοκών εστάναι βλεπέτω μη πέση.

«Ύπαγε οπίσω μου, Σατανά!» αυτάς τας ιδίας λέξεις τας οποίας είχε μεταχειρισθή προς τον πειράζοντα εν τη ερήμω. Σημειωτέων ότι ενταύθα η εβραϊκή λέξις Σ α τ ά ν σημμαίνει απλώς τον εναντίον, τον πολέμιον. Και ονομάσας τον Πέτρον «σκάνδαλον» ο Κύριος, ίσως έκαμνε πάλιν υπαινιγμόν εις το όνομά του. (Λίθος προσκόμματος, και σκανδάλου π έ τ ρ α).

Αλλ' αφού ούτω επετίμησε τον κορυφαίον των Αποστόλων Του, ο Κύριος ευδόκησε να λάβη εκ του επεισοδίου τούτου αφορμήν προς βαθυτάτην διδασκαλίαν, την οποίαν απηύθυνε προς τε τους μαθητάς Του και προς πάντας. Μανθάνομεν εκ του Ευαγγελιστού Μάρκου ότι και εις τα απώτερα ταύτα μέρη τα βήματά Του παρηκολουθούντο ενίοτε από πλήθη, τα οποία συνήθως εβάδιζαν είς τινα απόστασιν απ' Αυτού και των μαθητών Του, αλλ' ενίοτε εκαλούντο πλησίον Του όπως ακούσωσι τους χαριτοβρύτους λόγους του στόματός Του. Απευθυνόμενος λοιπόν προς αυτούς ο Ιησούς, εδίδαξε την υψίστην αρετήν της αυτοθυσίας. «Τι ωφελήσει άνθρωπος εάν όλον τον κόσμον κερδήση και ζημιωθή την ψυχήν αυτού; ή τι δώσει άνθρωπος αντάλλαγμα της ψυχής αυτού;» Ενταύθα επροφήτευσεν ο Ιησούς ότι ήσαν τινες «των ώδε εστηκότων, οίτινες ου μη γεύσωνται θανάτου έως αν ίδωσι τον Υιόν του Ανθρώπου ερχόμενον εν τη βασιλεία Αυτού.» Εάν εδώ η βασιλεία του Υιού του Ανθρώπου νοείται εν αρχετύπως πνευματική έννοια, δεν θα είνε δύσκολον να εννοήσωμεν την προφητείαν ταύτην εν τη εκδοχή ότι, πριν όλοι μεταστώσιν εκ του προσκαίρου κόσμου, τα θεμέλια της βασιλείας εκείνης θα κατετίθετο διά πάντοτε. Τρεις εκ των μαθητών έμελλον να Τον ίδωσιν αμέσως μεταμορφούμενον· όλοι εκτός ενός έμελλον να γείνωσι μάρτυρες της αναστάσεώς Του· είς τουλάχιστον, ο ηγαπημένος μαθητής, έμελλε να επιζήση τη αλώσει της Ιερουσαλήμ και τη καταστροφή του Ναού, τα οποία θα καθίστων αδύνατον πάσαν κατά γράμμα πλήρωσιν του Μωσαϊκού νόμου. Και η προφητεία δυνατόν να είχε βαθύτερα ακόμη νοήματα, νοήματα πραγματικώτερα άμα και πνευματικώτερα. «Εάν θέλωμεν να μη φοβώμεθα τον θάνατον, λέγει ο Άγιος Αμβρόσιος, ας ιστάμεθα όπου είνε ο Χριστός· ο Χριστός είνε η ζωή ημών· είνε η ζωή αυτή, ήτις δεν δύναται ν' αποθάνη.»

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΛΣΤ'.
Η Μεταμόρφωσις

Θαβώρ και Ερμών. – Μωυσής και Ηλίας. – «Τα περί της εξόδου Αυτού». – Έξαλλοι λόγοι του Πέτρου. – Η φωνή εξ ουρανών. – «Συ το άχρονον φως».

«Και ταύτην την φωνήν εξ ουρανού ημείς ηκούσαμεν συν Αυτώ όντες εν τω όρει τω αγίω». (Πέτρ. Β'. α'. 18.)

«Διά της εν γνόφω θείας ομφής το πρόσωπόν ποτε εδοξάσθη Μωσής·

Χριστός δε ως ιμάτιον φως και δόξαν αναβάλλεται». (Κοσμάς ο Ποιητής.)

Ουδείς των Ευαγγελιστών μας λέγει τι περί της εβδομάδος ήτις επηκολούθησε μετά την μεγάλην ομολογίαν του Πέτρου. Μας λέγουσι μόνον ότι μεθ' ημέρας έξ παρέλαβεν ο Ιησούς τον Πέτρον, και Ιάκωβον, και Ιωάννην, «και αναφέρει αυτούς εις όρος υψηλόν κατ' ιδίαν».

Η αρχαία παράδοσις είνε, ότι το όρος τούτο ήτο το Θαβώρ, και κατά την 6 Αυγούστου, ότε εορτάζεται η Μεταμόρφωσις εν τη Ελληνική Εκκλησία, πολλοί προσκυνηταί μεταβαίνουσιν ακόμη εις το όρος Θαβώρ, όπου τρεις παλαιαί εκκλησίαι και έν μοναστήριον προσμαρτυρούσι την αρχαιότητα της παραδόσεως. Πολλοί κριτικοί όμως, επιχωρίως μελετήσαντες το πράγμα, πιθανολογούσιν ότι η Μεταμόρφωσις συνέβη μάλλον επί του όρους Ερμών. Και ο στίχος του προφητάνακτος συνάπτει διθυραμβικώς τα δύο ταύτα μεγαλοπρεπή όρη, λέγων: «Θαβώρ και Ερμών εν τω ονόματί Σου αγαλλιάσονται».

Ήτο εσπερινή ώρα όταν ανέβαινε το όρος· και καθώς ανήρχετο την κλιτύν μετά των τριών εκλεκτών μαρτύρων Του «των υιών της Βροντής, και του ανθρώπου του Βράχου (της Πέτρας)», βεβαίως ένθεος αγαλλίασις εύφρανε την ψυχήν Του· το αίσθημα ου μόνον της γαλήνης, την οποίαν η κοινωνία εκείνη μετά του Πατρός Του, η διά της εν μονώσει προσευχής επί του όρους, θα εδαψίλευεν εις το πνεύμα Του, αλλ' έτι περισσότερον ή τούτο, το αίσθημα ότι θα υπεστηρίζετο κατά την επερχομένην ώραν της υπερτάτης δοκιμασίας δι' υπηρεσιών ουχί γηίνων. Ανήρχετο διά να ετοιμασθή προς τον θάνατον, και προσέλαβε τους τρεις Αποστόλους Του μεθ' Εαυτού, όπως «επόπται γενηθέντες της Εκείνου μεγαλειότητος», και «θεασάμενοι την δόξαν Αυτού, δόξαν ως Μονογενούς παρά Πατρός, πλήρους χάριτος και αληθείας», αισθανθώσι τας καρδίας των ενδυναμουμένας, την πίστιν των κρατυνομένην, όπως προσβλέψωσιν ακλόνητοι εις την άρρητον ταπείνωσιν του Σταυρού. «Προ του Σταυρού Σου, Κύριε, όρος ουρανόν εμιμείτο, νεφέλη ως σκηνή εφηπλούτο».

Εκεί λοιπόν ο Σωτήρ ήρχισε να προσεύχεται, και καθώς προσηύχετο, μετηρσιώθη από των μόχθων και της αθλιότητος του κόσμου, όστις Τον είχεν απορρίψει. «Μεταμορφώθη έμπροσθεν αυτών, και έλαμψε το πρόσωπον Αυτού ως ο ήλιος, τα δε ιμάτια Αυτού εγένετο λευκά ως το φως». Περιεβλήθη άφνω τοσαύτην αίγλην υπερφυούς δόξης και λαμπρότητος, ώστε το φως, η χιών, η αστραπή είνε τα μόνα πράγματα προς ά οι Ευαγγελισταί δύνανται να παραβάλωσι την ουράνιον εκείνην λάμψιν. Και ιδού! δύο μορφαί ώφθησαν πλησίον Αυτού. Το ι δ ο ύ τούτο εμφαίνει πόσον ισχυρά ήτο η εντύπωσις την οποίαν η σκηνή αύτη ενεποίησεν εις την φαντασίαν των παρισταμένων. Οι δύο, οίτινες επεφάνησαν Αυτώ, ήσαν οι αντιπρόσωποι του Νόμου και των προφητών, οι δύο επιφανέστατοι και λαμπρότατοι άνδρες της Παλαιάς Διαθήκης, ο Μωυσής και ο Ηλίας. Αμφότεροι είχον μεταστή από του κόσμου τούτου μυστηριώδει τω τρόπω. Αμφότεροι ήσαν οι πρόκριτοι του Νόμου, ενώ οι τρεις μαθηταί ήσαν οι πρόκριτοι της Χάριτος· ο είς των δύο εφαίνετο ως να ήρχετο εξ ουρανού, οι τρεις Απόστολοι ήσαν εκ της γης, και ο Μωυσής εκ των καταχθονίων. Αμφότεροι, καθώς ο Μείζων τούτων προς ον ελάλουν, είχον υποφέρει την υπερφυά εκείνην νηστείαν των τεσσαράκοντα ημερών και τεσσαράκοντα νυκτών· αμφότεροι εγένοντο θεόπται επί του όρους Χωρήβ. Και τώρα ήρχοντο επισήμως ίνα παρακαταθέσωσιν εις χείρας Του την δάνιον και λήξασαν εξουσίαν των.

Ίσταντο πλησίον Του, εν σχήματι σεβασμού και υποκλίσεως, αι δύο μεγάλαι μορφαί του Μωυσέως και του Ηλία, και ελάλουν «τα περί της εξόδου (ήτοι της τελευτής) Αυτού, ην έμελλε πληρούν εν Ιερουσαλήμ».

Και τότε οι τρεις Απόστολοι έπεσον πρηνείς εις την γην, μη ισχύοντες ν' ατενίσωσιν εις το καταπληκτικόν θέαμα. Και τότε ο Πέτρος, έκθαμβος, παράφορος, άλλος εξ άλλου γεγονώς, μη γνωρίζων τι έλεγε· μη γνωρίζων ότι ο Γολγοθάς θα ήτο θέαμα ασυγκρίτως λαμπρότερον ή το Θαβώρ· μη γνωρίζων ότι ο Νόμος και οι Προφήται τώρα επληρούντο· μη γνωρίζων πληρέστερον ότι ο Κύριός Του ήτο ανεκλαλήτως μεγαλείτερος και από τον Νομοθέτην του Σινά και από τον εκδικητήν του Καρμήλου, ανεφώνησε, «Κύριε, καλόν εστιν ημάς ώδε είναι πονήσωμεν ουν τρεις σκηνάς, Σοι μίαν, και μίαν Μωυσή, και μίαν Ηλία». Οι Απόστολοι ανεγνώρισαν τας δύο μορφάς, όχι μόνον από τα γνωρίσματά των τα οποία ήσαν γνωστά εις τον Ιουδαϊκόν λαόν, της περιβολής και του σχήματος εκατέρου, αλλά και από τους λόγους τους οποίους έλεγον μετά τρόμου και σεβασμού προς τον Κύριον, «περί της εξόδου Αυτού» της διά του Σταυρού. Αλλά δεν απέκειτο εις τον Πέτρον να μεταβάλη την ιστορίαν του πεπολιτισμένου κόσμου κατ' αρέσκειαν. Ώφειλε και έμελλε να μάθη την έννοιαν του Γολγοθά ουχ' ήτον ή την του Θαβώρ. Όχι εν γνόφω και θυέλλη ή εν πυρίνω άρματι έμελλε να παρέλθη απ' αυτών ο Ιησούς, αλλά με τους βραχίονας τεταμένους εν αγωνία επί του επαράτου ξύλου· όχι μεταξύ του Μωυσέως και του Ηλία, αλλά μεταξύ δύο ληστών, σταυρωθέντων μετ' αυτού, «εντεύθεν και εντεύθεν».

Απαντήσις άλλη δεν εδόθη εις τους εξάλλους και ονειρώδεις λόγους του· αλλά καθώς ελάλει, νεφέλη φωτεινή επεσκίασεν αυτούς, και φωνή εξήλθεν εκ της νεφέλης λέγουσα: «Ούτος εστιν ο Υιός Μου ο αγαπητός, εν ώ ηυδόκησα· Αυτού ακούετε». Οι μαθηταί πρηνείς έκρυψαν τας όψεις των εις την χλόην. Και όταν ανέκυψαν και προέβλεψαν, ουδένα άλλον είδον ειμή τον Ιησούν. Ήσαν οι τρεις μόνοι μετ' Εκείνου. Αλλ' εφοβούντο να κινηθώσιν ή να ομιλήσωσιν. Αλλ' ο Ιησούς, με την συνήθη ανθρωπίνην όψιν Του ήλθε προς αυτούς, τους έψαυσε, και είπεν: «Εγέρθητε, και μη φοβείσθε».

Και ούτω διηύγασεν η ημέρα εις το Θαβώρ και κατέβαινον το όρος· και καθώς κατέβαινον, τους προσέταξε να μη είπωσιν εις κανένα ό,τι είδον άχρις ου ο Υιός του Ανθρώπου εκ νεκρών αναστή. Τώρα δεν ήτο καιρός να ομιλήσωσι. Μετά την ανάστασιν η πίστις όλων θα εκρατύνετο, και δεν θα υπήρχε πλέον αντιζηλίαι μεταξύ των. Ετήρησαν οι τρεις το πρόσταγμα του Χριστού, αλλά μόνον ηρώτων αλλήλους, ή ανελογίζοντο εν σιωπή τι έμελλε να είνε τάχα αυτή η εκ νεκρών ανάστασις. Και άλλο σπουδαίον ζήτημα εβάρυνεν εις το πνεύμα των. Είχον ιδεί τον Ηλίαν. Εγίνωσκον ήδη πληρέστερον είπερ ποτέ ότι ο Κύριός των ήτο τω όντι ο Χριστός. Αλλ' όμως πώς λέγουσιν οι Γραμματείς (και δεν είχον οι Γραμματείς την προφητείαν του Μαλαχίου προς χάριν των) ότι ο Ηλίας μέλλει να έλθει πρώτον και ν' αποκαταστήση πάντα; Και τότε ο Κύριος ημών πραέως τους ωδήγησε να εννοήσωσιν ότι ο Ηλίας, ήλθεν ήδη, και δεν ανεγνωρίσθη, και έλαβεν από το έθνος του τον αυτόν κλήρον, όστις έμελλε τάχιστα να έλθη και εις Εκείνον τον οποίον αυτός, προκατήγγειλε. Τότε ενόησαν ότι ωμίλει αυτοίς περί Ιωάννου του Βαπτιστού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΛΖ'.
Ο δαιμονιζόμενος νεανίσκος

Οι Μαθηταί και οι Γραματείς. – Η ίασις του δαιμονιζομένου. – «Πίστιν ως κόκκον συνάπεως». – Φιλονικεία περί του τις ο μείζων. – , «Εάν μη γένησθε ως το παιδίον τούτο». – Η ερώτησις του Ιωάννου. – Ο ανελεήμων δανειστής.

Η φαντασία όλων των αναγνωστών των Ευαγγελίων επλήγη από την αντίθεσιν την μεταξύ της ειρήνης, της δόξης, της θείας επικοινωνίας των υψωμάτων του όρους, και της συγχύσεως, της λύπης, της απιστίας, της αγωνίας, τα οποία εχαρακτήρισαν την πρώτην σκηνήν ήτις παρέστη εις τα όμματα του Ιησού και των Αποστόλων του άμα κατελθόντων εις τα χθαμαλά εδάφη του ανθρωπίνου βίου.

Διότι κατά την απουσίαν των επήλθε συμβεβηκός τι, το οποίον ενέπλησε τους άλλους μαθητάς ταραχής και εξάψεως. Είδον πλήθος συνηθροισμένον και Γραμματείς μετ' αυτών, οίτινες μετά ερίδων και απειλών εστενοχώρουν και κατεδίωκον την ηλαττωμένην ομάδα των εκκλεκτών φίλων του Χριστού.

Αίφνης εν μέσω της κρίσεως ταύτης το πλήθος βλέπει τον Ιησούν. Κάτι εις την όψιν Του, ασυνήθης τις μεγαλειότης, φθίνουσα τις μαρμαρυγή, τους επλήρωσεν εκπλήξεως, και έτρεξαν προς Αυτόν μετά προσρήσεων. Τις η φιλονικεία σας προς αυτούς; ερωτά απτόητος τους Γραμματείς. Αλλ' οι Γραμματείς δεν ήθελον και οι μαθηταί δεν ετόλμων να δώσωσιν απάντησιν. Τότε εκ μέσου του πλήθους εξήλθεν είς άνθρωπος, όστις γονυπετήσας έμπροσθεν του Ιησού, έκραζε μεγάλη τη φωνή, «Κύριε, ελέησόν μου τον υιόν, ότι σεληνιάζεται και κακώς πάσχει». Είχε φέρει τον άθλιον πάσχοντα εις τους μαθητάς, όπως εκδιώξωσι το πονηρόν πνεύμα, και η αποτυχία των έδωκεν αφορμήν εις τα σκώμματα των Γραμματέων.

Όλη η σκηνή ελύπησε τον Ιησούν κατάκαρδα. «Ω γενεά άπιστος και διεστραμμένη, εφώνησεν· έως πότε έσομαι μεθ' υμών, έως πότε ανέξομαι υμάς;» Η κραυγή αύτη της αγανακτήσεως εφαίνετο απευθυνομένη προς πάντας· προς το απλώς περίεργον πλήθος, προς τους κακοβούλους Γραμματείς, προς τους βραδείς την πίστιν και κλονουμένους μαθητάς. «Φέρετε Μοι αυτόν ώδε».

Ο ταλαίπωρος νέος εκομίσθη, και μόλις το όμμα του έπεσεν επί τον Ιησούν, κατελείφθη υπό δεινού παροξυσμού του νοσήματος. Έπεσεν εις το έδαφος μετά βιαίων σπασμών, κ' εκυλίσθη με αφρίζοντα χείλη. Ήτο δεινότατον είδος δαιμονιώδους επιληψίας υφ' ης έπασχεν.

Ο Ιησούς εβράδυνεν ολίγον. Ήθελε να στηρίξη την κλονισμένην πίστιν του πατρός.

«Πόσος χρόνος εστιν εξ ου τούτο συνέβη αυτώ;,» ηρώτησεν ο Κύριος.

«Παιδιόθεν· και πολλάκις έρριψεν αυτόν εις το πυρ και πολλάκις εις το ύδωρ· αλλ' ε ι τ ι δ ύ ν α σ α ι, βοήθησον ημίν σπλαγχνισθείς».

«Ει δύνασαι; είπεν ο Ιησούς· πάντα δυνατά τω πιστεύοντι».

Τότε ο δύστηνος πατήρ έρρηξε την φωνήν εκείνην, την εξενεχθείσαν υπό εκατοντάδων μυριάδων έκτοτε, και τόσω βαθέως αρμόζουσαν εις γενεάν ήτις, καθώς η ημετέρα, εχαρακτηρίσθη ως άμοιρος μεν πίστεως, αλλά τρομάζουσα προς την απιστίαν: «Π ι σ τ ε ύ ω, Κ ύ ρ ι ε· β ο ή θ ε ι μ ο υ τ η α π ι σ τ ί α».

Εν τω μεταξύ, εφόσον διήρκει ο βραχύς διάλογος, η συρροή του πλήθους ηύξανεν επί μάλλον, και ο Ιησούς, στραφείς προς τον πάσχοντα, είπε: «Το πνεύμα το άλαλον και κωφόν, Εγώ σοι επιτάσσω, έξελθε απ' αυτού, και μηκέτι εισέλθης εις αυτόν». Κραυγή τις αγριωτέρα, φοβερώτεροι σπασμοί επηκολούθησαν τους λόγους τούτους, και είτα ο νεανίσκος έκειτο επί του εδάφους, όχι πλέον ασπαίρων και αφρίζων, αλλ' ακίνητος ως νεκρός. Τινές δε είπον, «Απέθανεν». Αλλ' ο Ιησούς τον έλαβεν από της χειρός, και εν μέσω των επιφωνημάτων της εκπλήξεως του πλήθους, τον απέδωκεν εις τον πατέρα του, ήσυχον και υγιά.

Ο Ιησούς είχε δώσει προηγουμένως εις τους μαθητάς Του την δύναμιν να εκβάλλωσι δαιμόνια, και η δύναμις μάλιστα εξησκήθη επ' ονόματι Του υπό τινων οίτινες δεν ήσαν μεταξύ των ανεγνωρισμένων μαθητών Του. Ουδέ είχον αποτύχη πρότερον. Φυσικόν άρα ήτο να Τον ερωτήσωσι το αίτιον της παρούσης αδυναμίας των. Είπε δε αυτοίς παρρησία ότι, διά την απιστίαν αυτών δεν ηδυνήθησαν να εκβάλωσι το δαιμόνιον. Δυνατόν η αίσθησις της απουσίας Του να τους εξησθένισε. Τους εδίδαξε προσέτι δύο μεγάλα μαθήματα. Πρώτον, ότι υπάρχουσι νοσήματα πνευματικά άμα και σωματικά και ηθικά, εξ αμαρτιών και διά της συνεργείας του εχθρού προσφυόμενα εις τους ανθρώπους, τα οποία δεν δύνανται να εξορκισθώσιν ειμή διά προσευχής και νηστείας. «Τούτο το γένος ουκ εκπορεύεται ειμή εν προσευχή και νηστεία». Δεύτερον, ότι εις την τελείαν πίστιν όλα είνε δυνατά. Εάν έχη τις πίστιν, ως κόκκον σινάπεως, θα ηδύνατο να είπη εις το όρος τούτο, «Εγέρθητι εντεύθεν, και βλήθητι εις την θάλασσαν, και γενήσεται».

Ο Ιησούς είχε φθάσει ήδη εις το βόρειον άκρον της Αγίας Γης, και ήρχισε να στρέφεται προς τα οπίσω. Βλέπομεν εκ του Ευαγγελιστού Μάρκου ότι η επιστροφή Του ήτο εσκεμμένως κρυφία και ιδιωτική, ίσως διά των ορέων και κοιλάδων της Άνω Γαλιλαίας προς τα δυτικά του Ιορδάνου. Ο σκοπός Του δεν ήτο, πλέον να διδάσκη τα πλήθη, τα οποία είχον αποπλανηθή και τον απέρριψαν, αλλά να εξακολουθήση το ουσιωδέστερον εκείνο έργον, την διδασκαλίαν και μόρφωσιν των Αποστόλων Του. Και τώρα το διαρκές υποκείμενον της διδασκαλίας Του, ήτο η εγγίζουσα παράδοσίς Του, ο θάνατος και η ανάστασις. Αλλ' ωμίλει προς βραδείς την καρδίαν και αμβλείς, οίτινες και ηγνόουν και δεν ετόλμων να ερωτήσωσι. Το μόνον πράγμα το οποίον φαίνεται να ησθάνοντο βαθέως ήτο, ότι παράδοξος τις έκβασις της ζωής του Χριστού, συνοδευομένη από τινος μεγάλης αναπτύξως της βασιλείας του Μεσσίου, επέκειτο· και τούτο επέφερεν επ' αυτούς το μόνον αποτέλεσμα το οποίον δεν έπρεπε να επιφέρη. Αντί να κεντρίζη την αυταπαρνησίαν των, εξήγειρε την φιλοδοξίαν των· αντί να κρατύνη την αγάπην και την ταπείνωσίν των, διήγειρεν αυτούς εις ζηλοτυπίαν και υπερηφανίαν. Καθ' οδόν ενθυμούμενοι ίσως την προτίμησιν την απονεμηθείσαν εν τω Θαβωρίω εις τον Πέτρον και τους υιούς του Ζεβεδαίου συνεζήτουν προς αλλήλους, «Τις εξ αυτών ήτο ο μεγαλείτερος;»

Όταν έφθασαν εις Καπερναούμ και ήσαν εν τη οικία, ο Κύριος τους ηρώτησε, «Τι συνεζήτουν προς αλλήλους εν τη οδώ;» Βαθεία συστολή τους έκαμε να σιωπώσι, και η σιωπή αύτη ήτο η ευγλωττοτέρα ομολογία των ενόχων φιλοδοξιών των. Τότε καθίσας, τους εδίδαξε πάλιν ότι εκείνος όστις ήθελε να είνε πρώτος ώφειλε να είνε ο πάντων έσχατος, και διάκονος πάντων, και ότι η οδός η άγουσα προς την τιμήν είνε η ταπείνωσις. Θελήσας δε να εξάρη το μάθημα τούτο δι' ορατού συμβόλου αβροτάτης τρυφερότητος και καλλονής, εκάλεσε προς Εαυτόν έν μικρόν παιδίον, και το έστησεν εις το μέσον, και λαβών τούτο εις τους αχράντους βραχίονάς Του, είπε: «Εάν μη γένησθε ως το παιδίον τούτο, ου μη εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών». Και όστις δέχεται έν τοιούτον παιδίον εν τω ονόματι Αυτού, δέχεται Αυτόν και τον Πατέρα όστις Τον απέστειλεν.

Η έκφρασις «εν τω ονόματί Μου» φαίνεται ότι ενέπνευσεν εις τον Ιωάννην αιφνιδίαν ερώτησιν. Είδον, είπεν ούτος, ένα άνθρωπον όστις εξέβαλλε δαιμόνια εν τω ονόματι του Χριστού· αλλ' επειδή ο άνθρωπος δεν ήτον εκ των ιδικών των, τον παρεκώλυσαν. Έπραξαν καλώς;,

Ουχί, είπεν ο Ιησούς. Όστις δύναται να πράξη έργα ελέους εν τω ονόματι του Χριστού, ας τα πράξη. «Ό μη ων καθ' ημών μεθ' ημών εστι».

Και είτα αναλαβών τον λόγον Του, έχων το παιδίον ακόμη εις τους βραχίονάς Του, τους ενουθέτητε περί της φοβεράς ενοχής και του κινδύνου του να προσβάλη τις, να δελεάση, ν' αποπλανήση από της οδού της ακακίας και της ευθύτητος, να διδάξη άνομόν τι πράγμα, να υποβάλη πονηράν τινα σκέψιν εις έν των μικρών τούτων, «Προσέχετε μη καταφρονήσητε ενός των μικρών τούτων· λέγω γαρ υμίν ότι οι άγγελοι αυτών εν τοις ουρανοίς διαπαντός βλέπουσι το πρόσωπον του Πατρός Μου του εν ουρανοίς». Τοιούτους ανόμους ανθρώπους και εκμαυλιστάς, τοιούτους ανθρώπους εκτελεστάς των έργων του διαβόλου (εδώ μετεχειρίσθη πικροτέρας λέξεις ή όσας ποτέ εξέφερε) σκληροτέρα τιμωρία τους περιμένει, παρά να είχε κρεμασθή μύλος ονικός περί τον τράχηλον αυτών και να ερρίπτοντο εις την θάλασσαν».

Προβαίνει δε και διδάσκει τους μαθητάς Του ότι προκριτωτέρα θα ήτο πάσα θυσία οσονδήποτε μεγάλη, αν τους καθίστα ικανούς ν' αποφύγωσι πάντα ενδεχόμενον πειρασμόν, όπως παρεμβάλλωσι σκάνδαλα εις την οδόν των ψυχών των ή των ψυχών των άλλων. Καλλίτερον να κόψης την δεξιάν σου χείρα, καλλίτερον να κόψης τον δεξιόν πόδα, καλλίτερον να εξορύξης τον δεξιόν οφθαλμόν, παρά να έχης δύο χείρας, δύο πόδας, και δύο οφθαλμούς και να εισέλθης εις την Γέενναν του πυρός την καιομένην, «όπου ο σκώληξ αυτών ου τελευτά και το πυρ ου σβέννυται». Καλλίτερον να πνιγής εις αυτόν τον κόσμον με μύλον ονικόν περί τον τράχηλον, παρά να φέρης τον ηθικόν εκείνον και πνευματικόν μύλον του απολεμήτου πειρασμού, όστις δύναται να πνίξη την απηλλοτριωμένην ψυχήν εν τη ενοχή και τη απογνώσει. Καθώς το άλας ρίπτεται επί πάσης θυσίας προς καθαρισμόν, ούτως οφείλει πάσα ψυχή να καθαρισθή διά του πυρός· διά του πυρός, εάν δέη, της αυστηροτάτης και τρομερωτάτης αυτοθυσίας. Το πυρ τούτο το λεπτύνον, το καθαίρον, το εξαγνίζον, το πυρ της εταστικής αυτοκρίσεως και αυτοαυστηρότητος, ας είνε μετ' αυτών. Το άλας τούτο μηδέποτε να μωρανθή, και το πυρ ταύτο να μη μαρανθή πώποτε. «Έχετε άλας εν εαυτοίς, και έστε εν ειρήνη προς αλλήλους».

Και διά να κρατύνη το χρέος της αμοιβαίας ταύτης ειρήνης, το οποίον είχον παραβή, και διά να τους δείξη ότι, όσον βαθεία και αν είνε η οργή του Θεού εναντίον εκείνων οίτινες οδηγούσι σκολιώς τους άλλους, αυτοί οφείλουσι να μη θάλπωσί ποτε μίσος μηδέ κατ' εκείνων οίτινες βαρύτατα τους ηδίκησαν, εδίδαξεν αυτούς πως, πρώτον διά ιδιαιτέρας εξηγήσεως, είτα, εν ανάγκη, και δι' εκκλήσεως δημοσίας, να φέρωνται λυσιτελέστατα προς αδικούντα αδελφόν. Ο Πέτρος, εν τω αληθεί πνεύματι της Ιουδαϊκής τυπικότητος, επεθύμει να μάθη ορισμένως, ποσάκις πρέπει να συγχωρώμεν τον εχθρόν. Οι Ραββίνοι έλεγον ότι δις ή τρις πρέπει να δίδεται η συγχώρησις. Αλλ' ο Χριστός εδίδαξεν ότι ο αριθμός των συγχωρήσεων πρέπει να είναι κατ' ουσίαν απεριόριστος. Εβδομηκοντάκις επτά, είπεν – όσας φοράς ο Λάμεχ απαιτεί εκδίκησιν εν τη Γ ε ν έ σ ε ι του Μωυσέως. Εξήρε δε την διδασκαλίαν ταύτην διά της ωραίας παραβολής του δούλου, όστις, ενώ ο βασιλεύς του τού εχάρισε μύρια τάλαντα, ευθύς ύστερον συνέλαβε τον σύνδουλόν του από του λαιμού, και δεν ήθελε να χαρίση ελεεινόν μικρόν χρέος εκατόν δηναρίων, ποσόν 1,250,000 μικρότερον από εκείνο το οποίον είχεν αφεθή εις αυτόν. Το παιδίον το οποίον εκράτει ο Ιησούς εις τους βραχίονάς Του θα ηδύνατο να εννοήση την παραβολήν ταύτην· αλλ' όμως πόσον βαθυτέρα πρέπει να είνε η έννοια της προς ημάς, οίτινες ανετράφημεν παιδιόθεν εν τη γνώσει της θείας αγάπης Του, ή όσον θα ήτο καθ' ον χρόνον ελαλήθη, και εις αυτόν τον Πέτρον ή τον Ιωάννην!

Yaş sınırı:
12+
Litres'teki yayın tarihi:
28 eylül 2017
Hacim:
620 s. 1 illüstrasyon
Telif hakkı:
Public Domain