Sadece LitRes`te okuyun

Kitap dosya olarak indirilemez ancak uygulamamız üzerinden veya online olarak web sitemizden okunabilir.

Kitabı oku: «Ο Βίος του Χριστού», sayfa 25

Yazı tipi:

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΜΕ'.
Η εορτή των Εγκαινίων

Η Μάρθα και Μαρία. – «Ενός εστι χρεία». – Ο Ιησούς περικυκλούται. – «Ο Πατήρ Μου και Εγώ έν εσμεν». – Ζητούσι να Τον λιθοθολήσωσι. – Έκκλησις του Ιησού εις τον βίον και τα έργα Του. – Εις Βηβανίαν πέραν του Ιορδάνου.

Ουδαμού, κατά πάσαν πιθανότητα, διήγαγεν ο Ιησούς καλλιτέρας ώρας ή εν τη ησύχω οικία της μικράς εκείνης οικογενείας εν Βηθανία, την οποίαν, ως μας λέγει ο Ιωάννης, ηγάπα. Η οικογένεια, εφ' όσον γνωρίζομεν, συνίστατο εκ της Μάρθας, της Μαρίας και του αδελφού των Λαζάρου. Ότι η Μάρθα ήτο χήρα, ότι ο σύζυγος της ήτο ή υπήρξε Σίμων ο Λεπρός, ότι ο Λάζαρος είνε ο αυτός με τον πράον ραββίνον του ονόματος τούτου τον μνημονευόμενον εν τω Ταλμούδ, είνε εικασίαι αίτινες δύνανται να είνε ή να μη είνε αληθείς. Αλλά βλέπομεν εκ των Ευαγγελίων ότι ήσαν οικογένεια οπωσούν εύπορος, και ικανής αξιοπρεπείας ώστε να εφελκύη μεγάλην προσοχήν ου μόνον εν τω χωρίω των, τη Βηθανία, αλλά και εν Ιεροσολύμοις. Το μικρόν τερπνόν χωρίδιον, εγγύς της Ιερουσαλήμ κείμενον, πρέπει να είχε διά την ψυχήν του Ιησού μέγα θέλγητρον, και καθ' εαυτό, και ένεκα της αγάπης και της ευλαβείας ην έτρεφον προς Αυτόν οι φίλοι οίτινες Τον εφιλοξένουν. Εκεί Τον ευρίσκομεν κατά την παραμονήν της εορτής των Εγκαινίων, ήτις εσημείωσε το πέρας της δημοσίας εκείνης πορείας, της προορισθείσης προς πλήρη και οριστικήν ανακήρυξιν της ερχομένης βασιλείας Του.

Ήτο φυσικόν ότι συγκίνησίς της θα ήτο εν τη οικία επί τη αφίξει τοιούτου Ξένου, και η Μάρθα, η πολυμέριμνος, πρόθυμος και αφωσιωμένη ξενίζουσα, έτρεχεν άνω κάτω, και «περιεσπάτο περί πολλήν διακονίαν», φιλοτιμουμένη να ετοιμάση καλώς τα προς εστίασιν. Και η αδελφή της Μαρία ομοίως επεθύμει να Τον δεξιωθή καταλλήλως, αλλ' αι γνώσεις της περί της ευλαβείας της οφειλομένης Αυτώ ήσαν διαφόρου είδους. Γινώσκουσα ότι η αδελφή της ήτο προθυμοτάτη να κάμη ό,τι έπρεπε να γείνη διά την υλικήν ευμάρειαν, αυτή, εν βαθεία ταπεινώσει, εκάθισε παρά τους πόδας Του, και ήκουε τους λόγους Του.

Η Μαρία δεν ήτο αξία μομφής, διότι η αδελφή της προφανώς έχαιρε με το έργον το οποίον είχεν εκλέξει όπως φροντίση διά τα χρέη της φιλοξενίας, και ήτο λίαν ικανή, άνευ βοηθείας, να ετοιμάση παν το απαιτούμενον. Ουδέ η Μάρθα ήτο αξία μομφής διά την ενεργόν υπηρεσίαν της· το μόνον σφάλμα της υπήρξεν ότι, εν τη εξωτερική ταύτη δραστηριότητι, έχασε την αναγκαίαν ισορροπίαν προς εσωτερικήν γαλήνην. Καθώς εκοπίαζε και εφρόντιζε πώς να Τον υπηρετήση, μικρά τις νύξις ζηλοτυπίας διετάραξε την ειρήνην της, καθώς είδε την ήσυχον αδελφήν της να κάθηται («εν οκνηρία», δυνατόν να εσκέφθη) παρά τους πόδας του μεγάλου Επισκέπτου, και ν' αφήνη όλην την φροντίδα εις αυτήν. Εάν ελάμβανε καιρόν να σκεφθή, δεν θα ηδύναντο ειμή ν' αναγνωρίση ότι δυνατόν να υπήρχε καί τις περίσκεψις εις την διαγωγήν της Μάρθας· αλλά το να είνε τις δίκαιος είνε πάντοτε δύσκολον, ούτε είνε δυνατόν όταν μικροπρεπής ζηλοτυπία υπεισέλθη εις την ψυχήν. Ούτω, εν τη πρώτη εξάψει της αδημονίας της, η Μάρθα, αντί να παρακαλέση ηπίως την αδελφήν της να την συνδράμη, εάν ήτο ανάγκη συνδρομής (πρόσκλησις την οποίαν, αν ορθώς κρίνομεν περί της Μαρίας, παρευθύς θα ήκουεν αύτη), σχεδόν ανυπομόνως εισέρχεται και αποτείνεται προς τον Ιησούν: «Κύριε, ου μέλει Σοι ότι η αδελφή μου μόνην με κατέλιπε διακονείν; Ειπέ ουν αυτή ίνα μοι συναντιλάβηται».

Μία ατελής ψυχή, βλέπουσα τι το καλόν, αλλ' αστοχούσα εν τη προσπαθεία του να το φθάση, τείνει να είνε σκληρά εις τας κρίσεις της περί των μικρών ελλείψεων των άλλων. Αλλά θεία και υψηλή ψυχή – πάσα ψυχή ήτις εγγύτερον έφθασεν εις το μέτρον του αναστήματος του τελείου ανθρώπου – λαμβάνει πλατυτέραν και γαληνιωτέραν άποψιν των μικρών εκείνων αδυναμιών τας οποίας δεν δύναται ή καθημερινώς να βλέπη. Όθεν η απόκρισις του Ιησού, αν ήτο μεμπτική, ήτο όμως τρυφερωτάτη, και ικανή να καθάρη αλλ' όχι να λυπήση την πιστήν καρδίαν της πολυασχόλου και φιλοστόργου οικοδεσποίνης προς ην απηυθύνετο. «Μάρθα, Μάρθα», είπε (και καθώς ακούομεν την φυσικωτάτην ταύτην προσαγόρευσιν, δεν δυνάμεθα άρα να φαντασθώμεν το ημιθλιβερόν και ημιπαιγνιώδες, αλλά κατά το όλον ευμενές και πραϋντικόν μειδίαμα το οποίον ανέτειλεν εις το πρόσωπον Του;) «μεριμνάς και τυρβάζης περί πολλά, ενός δε εστι χρεία· Μαρία δε την αγαθήν μερίδα εξελέξατο, ήτις ουκ αφαιρεθήσεται απ' αυτής».

Αμφότερα, και το πρακτικόν και το θεωρητικόν δύνανται να είνε αναγκαία, αμφότερα δύνανται να συνδυάζωνται. Το πνευματικόν, ως εικός, υπερέχει, και είνε η αγαθή μερίς. Αλλ' αμφότερα δύνανται να συνυπάρξωσιν. Ο Παύλος, ρέκτης ένθερμος και έκθυμος, είχεν ουχ ήττον την διάπυρον θεωρητικότητα της Μαρίας· και ο Ιωάννης, με το εκστατικώτερον πνεύμα της θεωρίας του, μετείχε της πρακτικότητος της Μάρθας. Ο Ιησούς δεν ενόει, υποθέτω, ν' αποδοκιμάση την ετοιμασίαν την γινομένην προς χάριν Του, αλλά μόνον το πνεύμα της εσωτερικής μερίμνης και της εξωτερικής τύρβης, την μη λήψιν αναψυχής, την επίδειξιν περιττής φιλοξενίας εν τούτω· και έτι μάλλον την ροπήν εκείνην εις αποδοκιμασίαν και επέμβασιν εις τα των άλλων, την οποίαν τόσον συχνά βλέπομεν παρά Χριστιανοίς προθύμοις μεν ως η Μάρθα, μηδόλως δε μετέχουσι της αγίας εμπιστοσύνης και της αταραξίας της Μαρίας.

Είνε πιθανόν ότι η Βηθανία ήτο η κατοικία του Ιησού κατά τας εις Ιεροσόλυμα επισκέψεις Του, εκείθεν δε βραχύς και τερπνός περίπατος διά του Όρους των Ελαιών θα Τον έφερεν εις τον Ναόν. Ήτο ήδη χειμών και οι Ιουδαίοι είχον την εορτήν των Εγκαινίων. Κατά τους υπολογισμούς των εντριβών εις τα τοιαύτα, έπεσε κατά το έτος εκείνο εις την εικοστήν Δεκεμβρίου. Είχεν ιδρυθή υπό Ιούδα του Μακκαβαίου προς τιμήν του καθαρισμού του Ναού κατά το έτος 164 π. Χ., έξ και ήμισυ έτη μετά την φοβεράν βεβήλωσίν του υπό Αντιόχου του Επιφανούς. Καθώς το Πάσχα και η Σκηνοπηγία, διήρκει οκτώ ημέρας, και ετελείτο εν μεγάλη χαρά και ευφροσύνη. Εκτός του Ελληνικού ονόματος, τα Εγκαίνια, είχον και δεύτερον ελληνικόν όνομα, τα Φώτα· χαρακτηριστικόν δε της εορτής ήτο γενική φωταψία προς εορτασμόν του περιαδομένου θαύματος της θαυμασίας επί οκτώ ημέρας αυξήσεως του ιερού ελαίου, το οποίον είχεν ευρεθή υπό Ιούδα του Μακαβαίου εν μια στάμνω εσφραγισμένη διά της σφραγίδος του Αρχιερέως. Η παρουσία του Κυρίου εις τοιαύτην εορτήν κυροί το δικαίωμα εκάστης Εκκλησίας όπως θεσπίζη τας ιδίας τελετάς και λειτουργίας της, και δεικνύει ότι δεν επέβλεπε μετ' αποδοκιμασίας εις τον φαιδρόν ενθουσιασμόν της εθνικής φιλοπατρίας.

Το ανατολικόν πρόστωον του ναού διετήρει ακόμη το όνομα «η Στοά του Σολομώντος», επειδή, αν όχι άλλο, ήτο κτισμένον από τα υλικά τα οποία είχον αποτελέσει μέρος του αρχαίου Ναού. Εδώ, εις την λαμπράν ταύτην κιονοστοιχίαν, την κεκοσμημένην διά την εορτήν με στίλβοντα τρόπαια, ο Ιησούς περιεπάτει άνω και κάτω, και ως φαίνεται άνευ συνοδίας, ενίοτε προσβλέπων ίσως πέραν της κοιλάδος των Κέδρων εις τους λευκάζοντας τάφους των Προφητών, όσους γενεαί Εβραίων είχον σφάξει, και απολαύων του αβρού ηλιασμού του χειμώνος, τότε δε, ως διά προμελετημένου κινήματος, οι Φαρισαίοι Τον περιεκύκλωσαν και ήρχισαν να Τον ερωτούν. Ίσως αυτός ο χώρος όπου περιεπάτει, ανακαλών τας αναμνήσεις του αρχαίου κλέους των, ίσως και αι αναμνήσεις της εορτής την οποίαν ήγον, ως επετείου απελευθερώσεως κατορθωθείσης υπό δρακός γενναίων ανδρών οίτινες ανέτρεψαν κολοσσαίαν τυραννίαν, ενέπνευσαν την ερώτησίν των. «Έως πότε τηρείς τας ψυχάς μας εις αλγεινόν μετεωρισμόν; Εάν είσαι πράγματι ο Μεσσίας, ειπέ μας τούτο εν πεποιθήσει· Ειπέ μας εδώ, εις την Στοάν του Σολομώντος, τώρα, ενώ η θέα των ασπίδων τούτων και των χρυσών στεφάνων, και η μελωδία των κινυρών τούτων και των κυμβάλων, αναμιμνήσκουσι την δόξαν Ιούδα του Ασμοναίου, θα είσαι Συ ισχυρότερος Μακκαβαίος, ενδοξότερος Σολομών; Αυτά τα κίτρα και τα βαΐα και οι φοίνικες, τα οποία αίρομεν προς τιμήν της νίκης της ημέρας ταύτης, θα αρθώσι μίαν ημέραν διά Σε;» Η έκκλησις ήτο παράδοξος, ορμητική, ανυπόμονος, και είνε μεστή σημασίας. Συνεπιφέρει δε την αυτοκαταδίκην των ερωτώντων, διότι δεικνύει ότι Εκείνος είχε λαλήσει ρήματα και εκτελέσει πράξεις αίτινες θα παρείχον υπόστασιν εις τοιαύτην αξίωσιν, εάν είχεν αποφασίσει οριστικώς να την διεκδικήση. Και είνε πιθανόν ότι θα Τον προσηγόρευον με θομβώδεις ανευφημίας.

Εάν τώρα ο προς ον ωμίλουν ήτο ψευδομεσσίας τις, θα εδελεάζετο από τας επικλήσεις των, θα προελάμβανε μάλιστα ταύτας – και τότε θα προεξωφλείτο κατά πολλάς δεκάδας ενιαυτών η καταστροφή η υπό του Τίτου, ως και η καταστροφή η επί του ψευδομεσσίου Β α ρ Κ ο χ ε β ά.

Αλλ' η ημέρα προς πολιτικάς απελευθερώσεις είχε παρέλθη· η ημέρα προς υψηλοτέραν, βαθυτέραν, αιωνιωτέραν απελευθέρωσιν είχεν έλθη. Εκείνοι το πρώτον επόθουν, το δεύτερον απέρριπτον. Εμπαθώς αξιούντες τον Ιησούν ως εγκόσμιον Μεσσίαν, μετ' απεχθείας Τον απέρριπτον ως τον Υιόν του Θεού, τον Σωτήρα του Κόσμου. Ότι ήτο ο Μεσσίας των κατ' έννοιαν πολύ υψηλοτέραν ή όσον είχόν ποτε ονειροπολήσει, η γλώσσα Του πάλιν και πολλάκις είχεν υποδείξει· αλλά Μεσσίας καθ' ην έννοιαν απήτουν δεν ήτο ουδέ ήθελε να είνε. Και διά τούτο δεν τους αποπλανά λέγων, Εγώ είμαι ο Μεσσίας σας, αλλά τους παραπέμπει εις εκείνην την επανειλημμένην διδασκαλίαν ήτις έδειξε πόσον σαφώς τοιαύτη είχεν υπάρξει η αξίωσίς Του, και εις τα έργα τα οποία εμαρτύρουν περί της αξιώσεως ταύτης, Εάν ήσαν πρόβατα της ποίμνης Του (κ' εδώ τους υπενθυμίζει την μεγάλην εκείνην ομιλίαν την οποίαν είχεν απαγγείλη εν τη εορτή της Σκηνοπηγίας δύο μήνας πρότερον), θα ήκουον της φωνής Του, και τότε Αυτός θα τους έδιδε ζωήν αιώνιον, και θα ήσαν ασφαλείς υπό την φύλαξίν Του· διότι κανείς τότε δεν θα ηδύνατο να τους αποσπάση από την χείρα του Πατρός Του, προσέθηκε δε πανηγυρικώς· «Εγώ και ο Πατήρ Μου έν εσμεν».

Η έννοια των λόγων Του ήτο κατάδηλος. Ηξίου όχι μόνον ότι είνε ο Μεσσίας, αλλ' ότι είνε Θείος. Εάν η μετά του Πατρός ενότης, την οποίαν αντεποιείτο, δεν ήτο τίποτε περισσότερον ειμή η υποτακτική ένωσις της πίστεως και της υπακοής, ήτις υφίσταται μεταξύ όλων των αγίων ψυχών και του Δημιουργού των, οι λόγοι Του δεν θα προσέβαλλον περισσότερον ή όσον πολλά λόγια των βασιλέων και προφητών των. Αλλά «ιδού οι Ιουδαίοι ενόησαν ό,τι δεν εννοούν οι Αρειανοί· καθώς λέγει είς των Λατίνων πατέρων. Είδον παραχρήμα ότι oι λόγοι εσήμαινον κάτι ασυγκρίτως περισσότερον. Πάραυτα έκυψαν μανιώδεις να λάβωσί τινας εκ των βαρέων λίθων, των εσκορπισμένων εκεί εκ των ατελειώτων κτιρίων του Ναού, και αν είχεν έλθη η ώρα Του, δεν θα διέφευγε τον ταραχώδη θάνατον όστις ακολούθως έλαχεν εις τον Πρωτομάρτυρά Του. Αλλά το ατάραχον μεγαλείον Του τους αφώπλισε με μίαν λέξιν «Πολλάς αγαθάς πράξεις έδειξα υμίν παρά του Πατρός Μου· διά τίνα αυτών Με λιθάζετε;» Όχι δι' αγαθήν τινα πράξιν, απήντησαν, αλλά διά βλασφημίαν, και διότι Συ, άνθρωπος ων, ποιείς Σεαυτόν Θεόν. Η απόκρισις του Ιησού απολάμπει εκ του αρρήτου εκείνου φωτισμού, τον οποίον συχνά επιχύνει εν τη ερμηνεία των Γραφών. Δεν είνε γεγραμμένον εις τον Νόμον σας, τους ηρώτησεν, «Εγώ είπα θεοί εστε;» Εάν ωνόμασε τούτους θεούς προς ους ο Λόγος του Θεού ήλθε, και ούτω φαίνεται εις τας υμετέρας Γραφάς, λέγετε εις Εκείνον ον ο Πατήρ ηγίασε και απέστειλεν εις τον κόσμον, «Βλασφημείς», επειδή είπα, Ειμί ο Υιός του Θεού. Εμαρτύρετο δε τον βίον και τα έργα Του, ως αναμφήριστα τεκμήρια της μετά του Πατρός ενότητός Του. Εάν το αναμάρτητον και τα θαύματά Του δεν ήσαν απόδειξις ότι δεν ηδύνατο να είνε θρασύς βλάσφημος οίον εζήτουν να λιθοβολήσωσι, ποία εκ περισσού απόδειξις ηδύνατο να δοθή; Αυτοί εφαντάζοντο τον Θεόν ως πόρρω, αλλ' ο Θεός είνε εγγύς, και παρέχει θείαν έλλαμψιν εις τας καρδίας των αγαπώντων Αυτόν. Εκείνος όστις ήλθε να πληρώση τον Νόμον και να θέση Νόμον υψηλότερον κατ' αυτού, περί Ου όλοι οι Προφήται είχον μαρτυρήσει, δι' Ον ο Ιωάννης είχεν ετοιμάσει την οδόν, ο Λαλών ως ουδέποτε άνθρωπος ελάλησεν, όστις εποίησεν έργα οία ουδείς άλλος εποίησεν από καταβολής κόσμου, όστις εκύρου όλους τους λόγους Του και παρείχε σημασίαν εις όλας τας πράξεις Του διά της αμώμου καλλονής αναμαρτήτου βίου, όντως την αλήθειαν ελάλει όταν έλεγεν ότι είνε έν μετά του Πατρός και ότι είνε Υιός του Θεού.

Η έκκλησις ήτο ακαταμάχητος. Δεν ετόλμησαν να Τον λιθοβολήσωσιν· αλλ’ επειδή ήτο μόνος και ανυπεράσπιστος εν τω μέσω αυτών απεπειράθησαν να Τον συλλάβωσιν. Αλλά δεν ηδυνήθησαν. Η παρουσία Του τους κατετρόμαζε. Ηδυνήθησαν μόνον ν' ανοίξωσι δίοδον δι' Αυτόν και να εκτοξεύσωσι βλέμματα μίσους επ' Αυτόν ως διήρχετο εν μέσω των. Αλλά και πάλιν ιδού ενταύθα απόδειξις ότι πάσα διδασκαλία μεταξύ αυτών ήτο αδύνατος. Ηδύνατο τόσον ολίγον να κατέλθη εις τας ιδέας των περί Μεσσίου, όσον εκείνοι ηδύναντο ν' ανέλθωσιν εις την ιδικήν Του. Το να διατρίβη μεταξύ αυτών εσήμαινε να εκθέτη την ζωήν Του προ της ώρας. Η Ιουδαία άρα εκλείσθη δι' Αυτόν ως είχε κλεισθή η Γαλιλαία. Εφαίνετο ότι έν μόνον μέρος υπήρχε το οποίον να είνε ασφαλές δ’ Αυτόν εν τη γενεθλίω χώρα Του, και τούτο ήτο η Πέραν του Ιορδάνου. Απεχώρησε λοιπόν εις την άλλην Βηθανίαν, την Βηθανίαν πέραν του Ιορδάνου, όπου ο Ιωάννης το πάλαι εβάπτιζε, και διέτριβεν εκεί.

Ποία τα συμβάντα της τελευταίας ταύτης διατριβής, ως και πόσον χρόνον διήρκεσεν αύτη, αγνοούμεν. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης μας λέγει εν τούτοις ότι πολλοί ήρχοντο προς Αυτόν ενταύθα, και επίστευον εις Αυτόν, και εμαρτύρουν ότι ο Ιωάννης, τον οποίον είχον ως Προφήτην, αν και δεν είχε τελέσει θαύματα, είχε φέρει εμφαντικήν μαρτυρίαν περί του Ιησού εν αυτώ τω τόπω, και ότι πάντα όσα είχε μαρτυρήσει ήσαν αληθή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΜΣΤ'.
Πέραν του Ιορδάνου

Ζήτημα περί διαζυγίου. – Απλή λύσις του ζητήματος. – Ο Μωυσής προσκαίρως επέτρεψε το διαζύγιον. – Η διαφθορά της γενεάς. – Διδασκαλία περί ηθικής αγνότητος. – Γάμος και αγαμία. – Ο Ιησούς ευλογεί τα παιδία. – «Διδάσκαλε αγαθέ». – Το εκατονταπλάσιον των αμοιβών. – Οι εργάται της Αμπέλου.

Όπου το κήρυγμα του Ιησού ήτο και κατ’ ελάχιστον βαθμόν δημόσιον, πανταχού ευρίσκομεν τους Φαρισαίους επιτηρούντας, ελλοχεύοντας δι' Αυτόν, πειράζοντας Αυτόν, προσπαθούντας να παγιδεύσωσιν Αυτόν είς τινα σφαλεράν κρίσιν ή ολεθρίαν απόφασιν. Πλην ίσως η κακοβουλία των ουδέποτε εσχεδίασεν ερώτημα η εις ό απάντησις ήτο τόσον έμπλεως κινδύνου ως όταν ήλθον να Τον πειράξωσι διά του προβλήματος, «Έξεστιν ανδρί απολύειν την γυναίκα αυτού κατά πάσαν αιτίαν;»

Το ζήτημα ήτο περιπεφραγμένον με δυσχερείας πανταχόθεν, και διά πολλούς λόγους. Πρώτον, ο θεσμός του Μωυσέως επί του υποκειμένου ήτο αμφιβόλου εκφράσεως. Τούτο δε είχε δώσει αφορμήν εις σφοδροτάτην αντίθεσιν γνωμών μεταξύ των δύο αξιολογωτέρων εκ των Ραββινικών σχολών. Η διαφορά των σχολών είχεν αποβή εις διαφοράν εις τα έθιμα του έθνους. Τελευταίον αι θεολογικαί, σχολαστικαί, ηθικαί και εθνικαί δυσχέρειαι επί μάλλον είχον περιπλακή διά πολιτικών δυσχερειών, διότι ο άρχων εις ου το κράτος είχε προβληθή το ερώτημα βαθέως διεφέρετο εις την απάντησιν, και είχε παραδώσει ήδη εις θάνατον τον μέγιστον των προφητών ένεκα της τολμηράς εκφράσεως γνώμης πολεμιωτάτης προς την ιδίαν πράξιν του. Ό,τι και αν έπραττον οι έρποντες Ραββίνοι της Γαλιλαίας, ο Άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής, τουλάχιστον, δεν είχεν αφήσει ουδέ σκιάν αμφιβολίας περί του πώς ηρμήνευεν αυτός τον Νόμον του Μωυσέως, και είχεν εκτίσει την ποινήν της ελευθεροστομίας του διά της ιδίας ζωής του.

Ο Μωυσής είχε διατυπώσει τον κανόνα ότι, όταν ανήρ τις ενυμφεύθη γυναίκα, «και αύτη, – δεν ευρίσκη χάριν εις τους οφθαλμούς του, διότι εύρε ρύπον τινά ή κηλίδα εν αυτή, τότε ας γράψη γραμμάτιον αποστασίου, και ας δώση τούτο εις την χείρα αυτής, και ας αποπέμψη αυτήν της οικίας. Και όταν απέλθη της οικίας του, δύναται να υπάγη να γείνη άλλου ανδρός σύζυγος»· Λοιπόν, εν τη ερμηνεία του κανόνος τούτου, το παν εξηρτάτο εκ της εννοίας της εκφράσεως ε ρ β ά θ δ α β β ά ρ, ή μάλλον εκ της εννοίας της απλής λέξεως ε ρ β ά θ. Εσήμαινεν εν γένει σπίλον ή άγος, ο δε Ιλλήλ μετά της σχολής του εξήγει το χωρίον με την έννοιαν ότι πας ανήρ δύναται να διαζευχθή την γυναίκα του διά πάσαν αηδίαν την οποίαν θα ησθάνετο προς αυτήν· καθώς, και αν έβλεπεν, ως είπεν ο ραββίνος Ακίβας, άλλην γυναίκα ήτις να του ήρεσκε περισσότερον· ενώ η σχολή του Σαμμαΐ ηρμήνευε τούτο ως σημαίνον ότι διαζύγιον ηδύνατο μόνον να δοθή εν περιπτώσει σκανδαλώδους ακολασίας. Εντεύθεν οι Εβραίοι είχον την παροιμίαν ότι ο Σαμμαΐ έδενε και ο Ιλλήλ έλυε.

Ο Σαμμαΐ είχεν ηθικώς δίκαιον και εξηγητικώς άδικον· ο Ιλλήλ εξηγητικώς δίκαιον και ηθικώς άδικον. Ο Σαμμαΐ ορθώς απεφαίνετο μόνον καθ' όσον έβλεπεν ότι το πνεύμα της Μωσαϊκής νομοθεσίας δεν καθίστα το διαζύγιον δικαιολογήσιμον εν τω κριτηρίω της συνειδήσεως πλην εν περιπτώσει καταφώρου ανηθικότητος· ο Ιλλήλ ορθώς έκρινεν εφ' όσον έβλεπεν ότι ο Μωυσής είχεν αφήσει μίαν θύραν ανοικτήν διά το διαζύγιον εν τω κριτηρίω του δημοσίου εις μικροτέρας περιπτώσεις παρ' αυτάς. Αλλ' όπως είχον τα πράγματα, το ν' αποφασίση τις προς χάριν της ετέρας των σχολών θα ήτο όχι μόνον θανάσιμος προσβολή κατά της ετέρας, αλλ' η μεγάλη αδημονία διά τους ακολάστους τους πολλούς, η μεγάλη βδελυγμία διά τους υψίφρονας τους ολίγους. Επειδή εις τας ημέρας εκείνας της διαφθοράς η πλειονότης έπραττε κατά την αρχήν την τιθεμένην υπό του Ιλλήλ όπως οι Ιουδαίοι εν τη Ανατολή εξακολουθούν μέχρι της σήμερον να πράττωσι. Τοιαύτη ήτο πράγματι η καθολική ροπή των χρόνων. Εν τω Εθνικώ και ιδίως τω Ρωμαϊκώ κόσμω η στενότης του δεσμού του γάμου τόσον αισχρώς είχε χαλαρωθή, ώστε ενώ επί της δημοκρατίας εκατονταετηρίδες είχον παρέλθη πριν παρουσιασθή έν μεμονωμένον παράδειγμα ελαφρού διαζυγίου, επί της αυτοκρατορίας, τουναντίον, το διαζύγιον ήτο ο κανών και η συζυγική πίστις η εξαίρεσις. Αι ημέραι των Βιργινιών και των Λουκρητιών και Κορνηλίων είχον παρέλθη. Τώρα ήτο η εποχή των Ιουλιών, και των Ποππαδών, των Μεσσαλινών και των Αγριππινών· αι ημέραι καθ' ας, ως λέγει ο Σενέκας, αι γυναίκες ηρίθμουν τα έτη των όχι κατά υπατείας, αλλά κατά τον αριθμόν των διαζυγίων των. Οι Ιουδαίοι είχον μιμηθή, το κακόν παράδειγμα, και αφού η πολυγαμία είχε πέσει εις αχρηστίαν, εθεράπευον ως έγγιστα την έλλειψιν διά της ευχερείας μεθ' ης απέπεμπον μίαν γυναίκα και ελάμβανον δευτέραν. Ο Ιώσηπος, Φαρισαίος μεταξύ των Φαρισαίων, διηγείται άνευ σκιάς απολογίας ότι η πρώτη γυνή του τον είχεν εγκαταλίπει, ότι διεζεύχθη την δευτέραν αφού είχε γεννήσει τρία τέκνα, και ενυμφεύθη τρίτην. Αλλ' εάν ο Ιησούς απεφαίνετο υπέρ της γνώμης του Σαμμαΐ, τότε θα εξέφραζε την κοινήν γνώμην ότι ο Ηρώδης Αντίπας ήτο διττώς μοιχός, μοιχός διά μοιχείας συναφθείς προς μοιχαλίδα.

Αλλ' ο Ιησούς ήτο αδιάφορος και προς την μήνιν των πολλών και προς την οφρύν του τυράννου. Η μόνη πρόθεσίς Του ήτο να δώση και προς τοιούτους εξεταστάς οποίοι αυτοί αποκρίσεις ικανάς να τους αναβιβάσωσιν εις κρείττονα σφαίραν. Το αξίωμά των, «έστι νόμιμον;» εάν ήτο ειλικρινές, θα εμπεριείχε την απάντησιν εις την ιδίαν ερώτησίν των. Ουδέν είνε νόμιμον προς πάντα άνθρωπον αμφιβάλλοντα περί της νομιμότητός του. Ο Ιησούς, αντί να τους απαντήση, τους παραπέμπει εις την πηγήν όπου ηδύνατο να ευρεθή η αληθής απάντησις. Αποκρινόμενος εις το «έστι νόμιμον;» διά του «ουκ ανέγνωτε;» υπομιμνήσκει αυτούς ότι ο Θεός, όστις εξ αρχής άρρεν και θήλυ είχε ποιήσει τον άνθρωπον, εσήμανε διά τούτου την θέλησίν Του ώστε ο γάμος να είνε η στενωτάτη και αδιαρρηκτοτάτη των σχέσεων υπερέχουσα και υπερβάλλουσα όλας τας λοιπάς.

«Διατί άρα, ερωτώσιν, έτοιμοι να τον περιπλέξωσιν εις αντίθεσιν προς τον Νόμον, διατί ο Μωυσής προσέταξε να δίδεται γράμμα αποστασίου, και ν' Αποπέμπητε αυτή; Ο τρόπος της ερωτήσεώς των εμπεριείχεν εν των ψευδών εκείνων σχημάτων των τόσω κοινών μεταξύ των λατρευτών του γράμματος, και επί του ψεύδους τούτου εθεμελίουν την ανεστραμμένην πυραμίδα των ψευδεστέρων συμπερασμάτων των. Ο Ιησούς τους διώρθωσε. «Μωσής διά την σκληροκαρδίαν υμών επέτρεψεν υμίν του απολύειν τας γυναίκας υμών· αλλ' απ' αρχής ουκ ην ούτω». Είτα προσθέτει φοβεράν και ρητήν την καταδίκην του Ηρώδου Αντίπα, χωρίς να τον ονομάση. «Όστις απολύει την γυναίκα αυτού και νυμφεύεται άλλην, παρεκτός λόγου μοιχείας, μοιχάται· και όστις νυμφευθή απολελυμένην, μοιχάται». Και η πράξις του Ηρώδου ήτο το χείριστον παράδειγμα αμφοτέρων των ειδών της μοιχείας, διότι, ενώ συνώκει με αθώαν και αδιάζευκτον γυναίκα, προσέλαβε την ένοχον αλλ' αδιάζευκτον εισέτι γυναίκα του Ηρώδου Φιλίππου, του αδελφού και ξένου του· και είχε πράξει τούτο, άνευ ίχνους δικαιολογίας, εξ ενόχου πάθους, οπότε το έαρ της ζωής και αυτού και της παλλακίδος του είχε παρέλθη.

Εάν οι Φαρισαίοι ήθελον να κάμουν χρήσιν της αποκρίσεως ταύτης όπως φέρωσι τον Ιησούν εις σύρραξιν προς τον Αντίπαν, και εφελκύσωσιν επί της θείας κεφαλής Του την τύχην του Βαπτιστού, δυνατόν να το έπραξαν· και αν ήθελον να δηλητηριάσωσι σφοδρότερον εναντίον Του τας σχολάς του Ιλλήλ και του Σαμμαΐ, αίτινες αμφότεραι εφαίνοντο ούτω εν πλάνη διατελούσαι (η μεν του Ιλλήλ δι' έλλειψιν ηθικής εμβαθύνσεως, η δε του Σαμμαΐ δι' απουσίαν εξηγητικής οξύτητος) δυνατόν να το έπραξαν. Αλλ' Εκείνος εν τω μεταξύ είχε ρίψει πλήμμυραν φωτός επί των δυσχερειών της Μωσαϊκής νομοθεσίας, δείξας ότι αύτη ήτο προσωρινή, όχι οριστική, παροδική, όχι αιωνία. Εκείνο το οποίον οι Εβραίοι, ακολουθούντες τον περίφημον Ιλλήλ των, εθεώρουν ως θείαν άδειαν, εφ' ή να σεμνύνωνται, ήτο τουναντίον κατ' ανοχήν υπάρχον κακόν, εφ' ω έπρεπε να αισχύνωνται· ήτο πράγματι μόνιμος μαρτυρία εναντίον της σκληροκαρδίας των και της απειθείας των.

Οι Φαρισαίοι, κατησχυμμένοι ως συνήθως, ευρέθησαν και αύθις αντιμέτωποι υψηλοτέρας σοφίας και θειοτέρας βαθυνοίας, και απεσύρθησαν όπως βυσσοδομήσωσι νέας σκευωρίας εξ ίσου κακοβούλους και εξ ίσου ματαίας. Αλλά τίποτε δεν δύνανται πληρέστερον να δείξη την αναγκαιότητα της του Χριστού διδασκαλίας ή το γεγονός ότι και οι μαθηταί εξεπλάγησαν και ηθύμησαν εκ τούτου. Εν τη κακή εκείνη γενεά, ότε η διαφθορά ήτο τόσον παγκόσμιος, ότε εν Ρώμη ο γάμος είχεν εκπέση εις τοσαύτην αχρηστίαν και καταφρόνησιν, ώστε εδέησε νόμος να ψηφισθή τιμωρών την αγαμίαν διά προστίμου, ενόμισαν την αυστηρότητα της εντολής του Κυρίου τόσον τραχείαν, ώστε η αγαμία εφάνη προκριτωτέρα· και την γνώμην ταύτην εξέφρασαν όταν ευρέθησαν και πάλιν μετ' Αυτού εν τη οικία. Οποία θανάσιμος πληγή θα κατεφέρετο κατά της ευημερίας του κόσμου και κατά της χρηστοηθείας του κόσμου, εάν Εκείνος συγκατένευεν εις το άφρον συμπέρασμά των! Και πόσον θαυμασία απόδειξις είνε της θεότητός Του ότι ενώ πας άλλος έξοχος της ηθικής διδάσκαλος, και οι άριστοι και μέγιστοι πάντων, εξέφρασεν ή ενέκρινε πολλάς κινδυνώδεις πλάνας, αίτινες συνετέλεσαν εις το να δηλητηριάσωσι τον βίον των εθνών, όλα τα ρήματα του Κυρίου Ιησού ήταν θεσπεσίως υγιά ρήματα.

Εν τη απαντήσει Του δεν δίδει την γενικήν εκείνην προτίμησιν εις την αγαμίαν, ήτις τόσον θα εξετιμάτο υπό των ασκητών και των μοναχών, και θα ετάραττε τας συνειδήσεις πολλών των οποίων η ένωσις εξ ουρανών ευλογήθη. Ηρνήθη να εκφέρη ως προς την κατάστασιν της αγαμίας τόσον απόλυτον κύρωσιν. Παν ό,τι είπεν υπήρξεν ότι αύτη η παρατήρησίς των ως προς το ασύμφορον του γάμου δεν έχει τόσον γενικήν εφαρμογήν· ότι είνε αδύνατον και απευκταίον διά τους πολλούς, και καλόν μόνον διά τους εκλεκτούς τους ολίγους. Τινές τω όντι είνε απροσφυείς διά τον ιερόν δεσμόν εκ των περιστάσεων της γεννήσεως ή της κατασκευής των· άλλοι πάλιν καθίστανται ακατάλληλοι διά των ατίμων, αλλά κοινών τότε, ωμοτήτων της δουλείας και του ανδραποδισμού· και άλλοι οίτινες απέχουσι πάσης σκέψεως περί γάμου διά θρησκευτικούς λόγους ή συνεπεία υψηλοτέρων αναγκών. Ούτοι είνε εκείνοι «οις δέδοται». Των μεν χρέος είνε να νυμφεύωνται, και να υπηρετώσι τω Θεώ εν τη εγγάμω καταστάσει· των δε χρέος δυνατόν να είνε να μη νυμφευθώσι, και ούτω να ευαρεστήσωσι τω Θεώ ως άγαμοι. Δεν υπάρχει εις τους λόγους τούτους του Χριστού όλη εκείνη η δυσχέρεια την οποίαν τινές εύρον εις τούτους. Αι εντολαί Του υπομνηματίζονται άριστα εν τω ζ' και τω θ’ κεφαλαίω της Προς Κορινθίους Πρώτης Επιστολής, και η έννοιά των η σαφής είνε ότι, εκτός των σπανίων παραδειγμάτων της φυσικής προς γάμον ανικανότητος, ολίγαι υπάρχουσιν άλλαι περιπτώσεις, και αύται σχετίζονται με την εις ειδικήν υπηρεσίαν του Θεού αφιέρωσιν και με υψηλήν διακονίαν.

Και ως συγκινητικόν σχόλιον εις τους υψηλούς τούτους λόγους, ως απόδειξις της θείας αποφάσεώς Του ότι ο γάμος είνε τίμιος εν πάσι και η κοίτη αμίαντος, επήλθεν η περίστασις ότι ο Κύριος έλαβε μέρος εις σκηνήν ήτις έμελλε να θέλγη διά πάντοτε τας φαντασίας των ποιητών και ζωγράφων. Εκείνος όστις ως πρώτον θαύμα Του εποίησε το να ευλογήση δι' αποτελεσματικού σημείου την αθώαν χαράν του γάμου, ως μίαν των τελευταίων πράξεων της επιγείου ζωής Του έσχε το να περιπτυχθή παιδία εις τας αγκάλας Του. Φαίνεται ότι είχε γνωσθή ανά την χώραν, την πέραν του Ιορδάνου, ότι ο καιρός της αναχωρήσεώς Του επλησίαζε· και εν συνειδήσει ίσως των λόγων τους οποίους αρτίως είχεν εκφέρει, πατέρες και μητέρες και οικείοι έφερον προς Αυτόν τους καρπούς των ιερών δεσμών, νεαρά παιδία και βρέφη, με σκοπόν να τα επιψαύση και να τα ευχηθή. Πριν ή καταλίπη εσαεί αυτούς, ήθελον να Τον αποχαιρετίσωσι πανηγυρικώς· ήθελον να καρπωθώσιν οιονεί την κληρονομίαν της ιδιαιτέρας ευλογίας Του διά την μέλλουσαν γενεάν. Οι μαθηταί έκριναν την διαγωγήν των προπετή και άκαιρον. Δεν επιθύμουν να ενασχολήται ο Διδάσκαλος των άνευ ανάγκης· δεν ηγάπων να διακόπτωνται εις τας υψηλάς συνδιαλέξεις των. Ηγανάκτουν διότι πολλαί απλοϊκαί γυναίκες και παιδία εισήρχοντο και παρεμπόδιζον σπουδαιότερα πρόσωπα και συμφέροντα. Αι γυναίκες δεν ετιμώντο ούτε τα παιδία ηγαπώντο κατά την αρχαιότητα όπως τώρα· ακτινωτός στέφανος ρωμαντισμού και τρυφερότητος δεν τας περιέβαλλε τότε· συχνότατα επεβάλλοντο εις επαισχύντους σκληρότητας και εις αλγεινήν ολιγωρίαν. Αλλ' εκείνος όστις ήλθε διά να είνε φίλος όλων των αμαρτωλών και βοηθός όλων των πασχόντων, ήλθεν ομοίως και διά να υψώση την γυναίκα εις την τιμήν την πρέπουσαν, εκατονταετηρίδας πριν το Τευτονικόν στοιχείον της νεωτέρας κοινωνίας αναφανή όλως, και διά να είνε προστάτης της αβοηθήτου παιδικότητος και της βρεφωσύνης της ακάκου. Και τα μη έχοντα ακόμη συνείδησιν νεογνά έμελλον να γίνωνται δεκτά εις την Εκκλησίαν Του διά του υψηλού μυστήριου Του του Βαπτίσματος, να γίνωνται δε μέλη Αυτού, και κληρονόμοι της βασιλείας Του. Έστρεψε την επιτίμησιν των μαθητών κατ' αυτών τούτων· εδυσφόρησε τόσον προς αυτούς, όσον εκείνοι προς τους γονείς και τα παιδία. «Άφετε τα παιδία», είπε, με λέξεις τας οποίας έκαστος των συνοπτιστών διετήρησεν ημίν εν τη αθανάτω αυτών τρυφερότητι, «Άφετε τα παιδία έρχεσθαι προς Με, και μη κωλύετε αυτά, των γαρ τοιούτων εστίν η βασιλεία των ουρανών». Και αφού τα περιεπτύχθη εις τους βραχίονάς Του, έθεσεν επ' αυτά τας χείρας και τα ευλόγησε, προσέθηκε πάλιν την συνεχώς αναγκαιούσαν, και διά τούτο συνεχώς επαναλαμβανομένην, νουθεσίαν, «ος αν μη δέξηται την βασιλείαν των ουρανών ως παιδίον, ου μη εισέλθη εις αυτήν».

Όταν η ωραία αύτη σκηνή παρήλθε, διηγείται ο Ματθαίος ότι ανεχώρησεν εις την οδόν Αυτού, πιθανώς διά την νέαν εκείνην επίσκεψιν εις την άλλην Βηθανίαν, περί ης θα είπωμεν εν τω επομένω κεφαλαίω· και καθ' οδόν συνέβη άλλο επεισόδιον, το οποίον ενετυπώθη τόσον βαθέως εις τα πνεύματα των θεατών, ώστε και τούτο απεμνημονεύθη υπό των Ευαγγελιστών εν τριπλή αφηγήσει.

Νέος τις μεγάλου πλούτου και υψηλής θέσεως φαίνεται αιφνιδίως να κατελήφθη υπό πεποιθήσεως, ότι είχε παραμελήσει μέχρι τούδε ευκαιρίαν ανεκτίμητον, και ότι Εκείνος όστις μόνος θα ηδύνατο να εξηγήση προς αυτόν την αληθή σημασίαν της ζωής ήτο ήδη εις δρόμον όπως απέλθη απ’ αυτών. Αποφασίσας άρα να μη υστερήση, ήλθε τρέχων, πνευστιών, εύθυμος, με τρόπον όστις εξέπληξε πάντας τους ιδόντας, και γονυπετών προ των ποδών του Ιησού εφώνησε: «Διδάσκαλε αγαθέ, τι ποιήσω ίνα ζωήν αιώνιον κληρονομήσω;»

Ο Ιησούς απεκρίθη: «Τι με λέγεις αγαθόν; Ουδείς αγαθός ειμή είς, ο Θεός.» Ήθελε τόσον να δεχθή τον τίτλον α γ α θ ό ς όσον ήθελε να δεχθή και τον τίτλον Μ ε σ σ ί α ς, διδόμενον με ψευδή έννοιαν. Όθεν εδείκνυε προς τον νεαρόν άρχοντα ότι, αφού ήρχετο προς Αυτόν ως προς ψιλόν άνθρωπον, η προσαγόρευσίς του, καθώς και η ερώτησίς του, ήτο εσφαλμένη. Ουδείς δύναται άλλον ακρογωνιαίον λίθον να θέση παρά τον κείμενον, όστις είνε ο Χριστός, είτα εξηκολούθησεν: «Ει θέλεις εις την ζωήν εισελθείν, τήρησον τας εντολάς».

Ο νέος δεν επερίμενε τόσον εναργή την απάντησιν. Δεν δύνατο να πιστεύση ότι παραπέμπεται απλώς εις τας Δέκα Εντολάς, όθεν ερωτά εν εκπλήξει, «Ποίας Εντολάς;» Ο Ιησούς, επειδή ο νεανίσκος κάτι επεθύμει να π ο ι ή σ η, αναφέρει αυτώ απλώς τας της Δευτέρας Πλακός, διότι, ως καλώς παρετηρήθη, ο Χριστός παραπέμπει τους υπερηφάνους εις τον Νόμον, και καλεί τους ταπεινούς εις το Ευαγγέλιον. «Διδάσκαλε, απήντησεν εν εκπλήξει ο νέος, ταύτα πάντα εφυλαξάμην εκ νεότητός μου». Αναμφιβόλως κατά το γράμμα δυνατόν να είχε πράξει ούτω, όπως μυριάδες έπραξαν· αλλά προφανώς δεν εγνώριζε πώς ηρμήνευεν ο Χριστός τας εντολάς ταύτας. Και ο Ιησούς, βλέπων την ειλικρίνειάν του, τον εξετίμησε, και προέβαλεν αυτώ μίαν δοκιμασίαν. Ο νεανίσκος δεν ηρκείτο εις τα τετριμμένα· απέβλεπεν εις τα ηρωικά, ή μάλλον του εφαίνετο ότι απέβλεπε· διά τούτο ο Ιησούς του έδωκε μίαν ηρωικήν πράξιν να εκτελέση. «Έν έτι λείπεταί σοι», είπε, και τον προέτρεψε να υπάγη, να πωλήση τα υπάρχοντά του, να τα μοιράση εις τους πτωχούς, και ύστερον να έλθη να Τον ακολουθήση.

Τούτο ήτο παραπολύ. Ο νεαρός άρχων απήλθε περίλυπος, επειδή είχε πολλά κτήματα. Επροτίμησε τας ανέσεις της γης από τους θησαυρούς του ουρανού· δεν ήθελε ν' αγοράση τα αγαθά της αιωνιότητος παραιτούμενος τα εγκόσμια. Και ούτω εκλείπει από την Ευαγγελικήν ιστορίαν· ουδέ γνωρίζουσιν οι Ευαγγελισταί περιπλέον τι περί αυτού. Αλλ' η φαντασία η αυστηρά και μελαγχολική του ποιητού Δάντου τον παρακολουθεί, κ' ευρίσκει εκεί, εις τον άλλον κόσμον, μεταξύ άλλων ψυχών μαραμμένων και πλανωμένων ως φύλλα φθινοπωρινά, την σκιάν εκείνου «όστις εξ ανανδρίας έκαμε την μεγάλην άρνησιν».

Δυνάμεθα να ελπίσωμεν και να πιστεύσωμεν κρείττονα τελευτήν εις άνθρωπον προς τον οποίον ο Ιησούς, ως προσέβλεψεν, ησθάνθη συμπάθειαν. Αλλ' η απροθυμία του νεανίσκου εις το να υποστή την θυσίαν, ελύπησε τον Ιησούν, και περιβλέψας προς τους μαθητάς Του είπε: «Πώς δυσκόλως οι τα χρήματα έχοντες εισελεύσονται εις την βασιλείαν των ουρανών!» Οι λόγοι και πάλιν τους εξέπληξαν ως λίαν αυστηροί. Δεν ηδύνατο άρα αγαθός ανήρ να είνε πλούσιος, ουδέ πλούσιος να είνε αγαθός; Αλλ' ο Ιησούς μόνον απήντησε, μετριάζων το θλιβερόν και αυστηρόν των λόγων διά της φιλοστόργου προσφωνήσεως «παιδία». Παιδία, πόσον δύσκολον είνε να εισέλθη τις εις την βασιλείαν του Θεού! «Ευκολώτερόν εστι κάμηλον διά τρυμαλιάς ραφίδος διελθείν ή πλούσιον εις την βασιλείαν του Θεού εισελθείν.» Ηδύναντο βεβαίως να εκπλαγώσιν υπέρ το μέτρον. Δεν υπήρχε λοιπόν τότε ελπίς διά τον Νικόδημον, ούτε δι' Ιωσήφ τον από Αριμαθείας; Βεβαίως υπήρχε. Η διδασκαλία του Χριστού περί πλούτου ήτο τόσω ολίγον Εβιωνιτική όσον η διδασκαλία περί γάμου ήτο Εσσαϊκή. Τα φύσει αδύνατα είνε χάριτι δυνατά· τα αδύνατα παρ' ανθρώποις, δυνατά παρά τω Θεώ. Ο Χριστός ωμίλει μόνον περί του ανθρωπίνως αδυνάτου· και κατεδίκαζε κυρίως, την προσκόλλησιν εις τα χρήματα, την υπέρμετρον πεποίθησιν εις αυτά, όχι απλώς την κτήσιν των χρημάτων. Πλην είνε, ως μη ώφελεν, αληθές ότι η μεγάλη πλειονότης των πλουσίων προσκολλάται υπερμέτρως εις τα εγκόσμια αγαθά, εκπίπτει δε ή εις φιλοκοσμίαν και κενοδοξίαν μωράν, ή εις ρυπαράν φιλαργυρίαν.

Yaş sınırı:
12+
Litres'teki yayın tarihi:
28 eylül 2017
Hacim:
620 s. 1 illüstrasyon
Telif hakkı:
Public Domain