Kitabı oku: «Ο Βίος του Χριστού», sayfa 24
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΜΓ'.
Τα καθ' οδόν
Αγροικία των Σαμαρειτών. – Το πάθημα των Υιών της Βροντής. – Επιτίμησις του Ιησού. – Πέραν του Ιορδάνου. – Οι Δέκα Λεπροί. – Η αχαριστία. – «Οι δε εννέα πού;»
Οι Ευαγγελισταί δεν μας λέγουν την ακριβή οδόν την οποίαν έλαβεν ο Ιησούς ως απήλθε της Γενησαρέτ. Αλλ' επειδή πιθανώς απέφυγε την Ναζαρέτ, με τας βαθέως ευτυχείς και βαθέως θλιβεράς αναμνήσεις της, δυνατόν να διέβη την γέφυραν της μεσημβρινής άκρας της λίμνης, και ούτω να έφθασεν εις την πεδιάδα Εσδραελών, αφού δε διέτρεξε ταύτην, θα έφθασεν εις την σειράν των ορέων την αποτελούσαν το βορεινόν όριον της Σαμαρείας. Παρά τους πρόποδας της πρώτης ανωφερείας τούτων κείται η πολίχνη Εγγανίν, ήτοι Κρήνη Κήπων. Τούτο θα ήτο το πρώτον Σαμαρειτικόν χωρίον εις το οποίον θα έφθασε, κ' εκεί, ως φαίνεται, έστειλε δύο αποστόλους του να ετοιμάσωσι δι' Αυτόν. Κατά τους μεν οι δύο ούτοι ήσαν ο Ιάκωβος και Ιωάννης, οίτινες και θα ησθάνοντο ζωηρότερον την προσβολήν της απορρίψεώς Του. Οι κάτοικοι του χωρίου (οίτινες μέχρι της σήμερον διακρίνονται επί αφιλοξενία, κατά τας μαρτυρίας των περιηγητών) απέσχον να δεχθώσιν Αυτόν. Προηγουμένως, όταν διήλθε διά της Σαμαρείας μεταβαίνων εις τα βόρεια, εύρε τους Σαμαρείτας ου μόνον προθύμους να δεχθώσιν, αλλά φιλοτιμουμένους να παρατείνωσι την παρουσίαν Του παρ' αυτοίς, και απλήστως έχοντας όπως ακούσωσι τους λόγους Του. Αλλά τώρα αι περιστάσεις διέφερον. Πρώτον Αυτός επορεύετο νυν προς την πόλιν την οποίαν εμίσουν και τον Ναόν τον οποίον κατεφρόνουν, και δεύτερον συνοδεύετο, ουχί υπ' ολίγων Αποστόλων, αλλ' υπό μεγάλου πλήθους, οίτινες Τον προέπεμπον ως Προφήτην και Μεσσίαν. Αν το Γαριζίν και όχι η Ιερουσαλήμ ήτο το τέρμα της πορείας Του, το πράγμα πολύ θα διέφερε δι' αυτούς, αλλά τώρα εξήπτετο το μίσος των κατά των Ιουδαίων. Και αν τοιαύτα ήσαν τα αισθήματα του Εγγανίμι, δήλον κατέστη ότι κίνδυνος και ανωφελής προσπάθεια θα ήτο πάσα απόπειρα όπως διέλθη διά του κέντρου της Σαμαρείας. Ο Ιησούς άρα μετέβαλε τον δρόμον Του, και επέστρεψε πάλιν προς την κοιλάδα του Ιορδάνου. Απορριφθείς εν Γαλιλαία· αποκρουσθείς εν Σαμαρεία, άνευ γογγυσμού κατεύθυνε τα βήματά Του προς την Περαίαν.
Αλλ' η βαθεία αποθάρρυνσις η εκ της αρνήσεως ταύτης του να δεχθώσιν Αυτόν ανεμίχθη εις το πνεύμα του Ιακώβου και του Ιωάννου με σφοδράν αγανάκτησιν. Έμπλεοι λοιπόν των ελπίδων της βασιλείας του Μεσσίου, ήτις επίστευον ότι νυν ήτο εις ακμήν ν' ανακηρυχθή, οι δύο αδελφοί επεθύμησαν να ίδωσι μίαν εκδίκησιν εξ ουρανού, όπως ούτω στερεωθή, η πίστις των οπαδών, η αρξαμένη ν' αποθαρρύνεται έκ τοιαύτης αμέσου απωθήσεως. «Κύριε, θέλεις προστάξωμεν του κατελθείν πυρ εξ ουρανού, και καταναλώσαι αυτούς, ως και Ηλίας εποίησε;» Τι το άπορον, λέγει ο Άγιος Αμβρόσιος, αν οι Υιοί της Βροντής κεραυνούς επεζήτουν; Και αυτή η φλέγουσα ορμητικότης των εφαίνετο να ευρίσκη δικαιολογίαν ου μόνον εν το παραδείγματι του Ηλιού, αλλ' εν τη συγκυρία ότι το γεγονός εν αυτή τη Σαμαρεία συνέβη. Ήτο άρα αναγκαιότερον προς προσωπικήν υπεράσπισιν ενός Προφήτου ή προς διεκδίκησιν της τιμής του Μεσσίου και των συνοδών Αυτού; Αλλ' ο Ιησούς στραφείς επετίμησεν αυτοίς. Ο ουρανός του Θεού εχρησίμευε δι' άλλα πράγματα ή διά κεραυνούς. «Ουκ οίδατε υμείς, είπε, τίνος πνεύματός εστε.» Δεν είχον κατανοήσει την διαφοράν ήτις εχώριζε το Σινά και το Καρμήλιον όρος από το Θαβώρ και τον Γολγοθάν. Αυτός είχεν έλθη ίνα σώση, ουχί ίνα απολέση· και αν τινές ήκουον τους λόγους Του και δεν επίστευον, Αυτός δεν τους έκρινε. Και ούτω, χωρίς έν ρήμα οργής, απήλθεν εις άλλην κώμην· και αναντιρρήτως, ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, όστις εν τω μεταξύ είχε γνωρίσει τίνος πνεύματος ήτο, ανεπόλησε τους λόγους τούτους του Χριστού, όταν συναπήλθε μετά του Πέτρου εις Σαμάρειαν, όπως στηρίξη τους προσηλύτους, και απονείμη εις αυτούς το δώρον του Αγίου Πνεύματος.
Ίσως ήτο κατά την περίστασιν ταύτην (διότι βεβαίως ουδεμία ευκαιρία θα ήτο προσφορωτέρα ή η δοθείσα εκ της ταχείας ταύτης και βαναύσου αποπομπής) ότε ο Ιησούς, στραφείς προς τα πλήθη, τα οποία Τον συνώδευον, απήγγειλε προς αυτά την ομιλίαν εν η ενοθέτει αυτά ότι όλοι όσοι θέλουν να γείνωσι μαθηταί Του οφείλουν να έλθωσι προς Αυτόν χωρίς να περιμένουν αμοιβάς επιγείους, αλλά να περιμένουν αποξένωσιν από του κόσμου και εναντίωσιν. Οφείλουν να εγκαταλίπωσιν εν ανάγκη πάντα γήινον δεσμόν, να λάβωσι δε τον σταυρόν και να Τον ακολουθήσωσι. Παράδοξος γλώσσα, της οποίας την πλήρη σημασίαν ύστερον μόνον έμαθον εκείνοι! Καλλίτερον να μη Τον ακολουθήσωσι, παρά να Τον ακολουθήσωσι χωρίς να είνε παρεσκευασμένοι εις την πλήρη θυσίαν των εγκοσμίων. «Ουδείς δύναται Θεώ λατρεύειν και Μαμμωνά».
Επειδή και η Γαλιλαία και η Σαμάρεια εκλείσθησαν ήδη εις Αυτόν, εξηκολούθησε τον δρόμον Του εις την Πέραν του Ιορδάνου χώραν. Εκεί συγκινητικώτατον γεγονός συνέβη. Εις τα περίχωρα μιας κώμης, θλιβερά, παραπονετική κραυγή έπληξε τα ώτα Του, και αναβλέψας είδε δέκα ανθρώπους λεπρούς, ηνωμένους εν κοινότητι θανασίμου ταλαιπωρίας. Ούτοι ευρίσκοντο μακράν έξω, διότι δεν ετόλμων να πλησιάσωσιν, επειδή η προσέγγισίς των ήτο μίασμα, και ήσαν υπόχρεοι να ειδοποιώσιν όλους τους πλησίον ερχομένους, διά της σπαραξικαρδίου κραυγής. Τ α μ έ, Τ α μ έ! (Ακάθαρτος! ακάθαρτος!) Ενυπήρχέ τι εις τον ζωντανόν εκείνον θάνατον της λεπρότητος, το οποίον πάντοτε φαίνεται ότι εκίνει την καρδίαν του Κυρίου εν ακαρεί εις συμπάθειαν. Και ποτέ τούτο δεν συνέβη ζωηρότερον παρά τώρα. Μόλις ήκουσε την ελεεινήν κραυγήν των, «Ιησού, Διδάσκαλε, σπλαγχνίσθητι εφ' ημάς»» και, χωρίς να σταματήση σχεδόν ή να τους πλησιάση εγγύτερον, έκραξε μεγαλοφώνως προς αυτούς. «Υπάγετε, δείξατε εαυτούς τοις ιερεύσι». Εκείνοι εγνώριζον την σημασίαν του προστάγματος τούτου, εγνώριζον ότι τους παρήγγελλε να τρέξουν να ζητήσουν από τον ιερέα την αναγνώρισιν της ιάσεώς των, εις πίστωσιν της επανορθώσεώς των εις παν έθος και προνόμιον του ανθρωπίνου βίου. Ήδη εις τον ήχον της κραταιάς εκείνης φωνής, ησθάνθησαν ρεύμα υγιούς ζωής, ανακτηθείσης ρώμης, και καθαρωτέρου αίματος σφύζοντος εις τας φλέβας των και καθώς εβάδιζον ήσαν καθαρισμένοι ήδη.
Φοβερώτατον δεινόν είνε η νόσος εκείνη, και άμετρος ήτο η ευεργεσία η γενομένη υπό του Χριστού εις εκείνους τους πάσχοντας. Θα ενόμιζέ τις ότι ούτοι θα έτρεχον υπερνικώντες παν πρόσκομμα όπως πέσωσιν εις τους πόδας του ιατήρος και Τον ευχαριστήσωσι. Ποία άρα ιδιοτέλεια, ποία Ιουδαϊκή κενοδοξία, ποία ιερατική επέμβασις, ποία νέα και χειροτέρα λέπρα αισχράς αχαριστίας, τους παρεκώλυσεν; Αγνοούμεν. Γνωρίζομεν μόνον ότι εκ δέκα θεραπευθέντων, είς μόνος επέστρεψε, και ούτος Σαμαρείτης. Παρά τα μεθόρια των δύο χωρών είχον συναθροισθή, ως ο αφρός εις τα όρια του κύματος και της άμμου, η αθλιότης αμφοτέρων· αλλ' ενώ οι εννέα Ιουδαίοι υπήρξαν ατίμως αχάριστοι, ο είς, ο Σαμαρείτης, υπέστρεψεν και μεγάλη τη φωνή εδόξασε τον Θεόν, και έπεσε παρά τους πόδας Αυτού, ευχαριστών Αυτώ. Η καρδία του Ιησού, καίτοι εξοικειωθείσα προς την αχαριστίαν, πάλιν συνεκινήθη υπό του καταφώρου τούτου δείγματος. «Ουχί οι δέκα εκαθαρίσθησαν, (ηρώτησεν εν οδυνηρά εκπλήξει), οι δε εννέα, πού; Ουχ ευρέθη ο αποδώσων δόξαν τω Θεώ, ειμή ο αλλογενής ούτος;» Ήτο ως να έπιπτον όλαι αι ευεργεσίαι αύται εις βαθύν σιγηλόν τάφον. Η φωνή της ταλαιπωρίας των είχεν εξεγείρει εν ακαρεί την ηχώ του ελέους Του· αλλά η θαυματουργός ευποιία των οικτιρμών Του, καίτοι διαπερώσα αυτήν την φυσικήν ύπαρξίν των, δεν διήγειρεν ευγνωμοσύνην εις τας γηίνους και λεπράς καρδίας των.
Ουχ ήττον ο αλλογενής ούτος δεν επέστρεψεν εις μάτην, ουδέ θα μείνη η σπανία αρετή της ευγνωμοσύνης του αβράβευτος. Όχι το σώμα του μόνον, αλλ' η ψυχή Του έμελλε να καθαρισθή διά των λόγων του Σωτήρος:
«Εγερθείς πορεύου· η πίστις σου σέσωκέ σε».
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΜΔ'.
Διδασκαλίαι καθ’ οδόν
Συζητήσεις περί Σαββάτου. – Η Χαμαί Συγκύπτουσα. – Ο υδρωπικός. – Αυτάρκεια των Φαρισαίων. – Έριδες περί πρωτοκαθεδρίας. – Η παραβολή του Δείπνου του Γάμου. – Φιλαργυρία των Φαρισαίων. – Ο Πλούσιος και ο Λάζαρος. – Ο Καλός Σαμαρείτης. – Επάνοδος των Εβδομήκοντα. – Το πτώμα και οι Αετοί.
Και κατά την τελευταίαν ταύτην οδοιπορίαν, ο Κύριος δεν διέφυγε τους ελέγχους, την αντίδρασιν, τας ενστάσεις, ενί λόγω τον Φαρισαϊσμόν των Φαρισαίων και των ομοίων ταυτοίς. Αι περιστάσεις αίτινες τους παρώργιζον εναντίον Του ήσαν αι αυταί οποίαι είχον υπάρξει καθ' όλον το στάδιόν Του – ακριβώς εκείναι, καθ' ας το παράδειγμά Του ήτο υψηλότατον και η διδασκαλία Του ευεργετικωτάτη – τουτέστιν η εκτέλεσις εν Σαββάτω έργων ελέους, και η μετά τελωνών και αμαρτωλών αναστροφή.
Μία των Σαββατικών συζητήσεων συνέβη έν τινι Συναγωγή. Ο Ιησούς φαίνεται ότι σπανίως εισήλθεν εις Συναγωγάς κατά την περίοδον ταύτην. Την ημέραν ταύτην εκάθητο μεταξύ των άλλων εν τη Συναγωγή μία πτωχή γυνή, ήτις επί δεκαοκτώ έτη, ήτο χαμαί συγκύπτουσα, υπό πνεύματος ασθενείας. Η συμπαθής καρδία του Ιησού δεν ηδύνατο να παρίδη την άφωνον επίκλησιν της παρουσίας της. Την εκάλεσε προς Εαυτόν, και ειπών αυτή. «Γύναι, απολέλυσαι από της ασθενείας σου», επέθηκεν επ' αυτήν τας χείρας. Πάραυτα ησθάνθη το θαυματουργόν αποτέλεσμα, και ο κορμός της εδυναμώθη και ανωρθώθη, και ήρχισε να ευχαριστή τω Θεώ.
Αλλ' αι ευχαριστίαι της διεκόπησαν διά της αμαθείας και της αγανακτήσεως του αρχισυναγώγου. Εκεί, προ των οφθαλμών του, και χωρίς να ζητήση την άδειαν αυτού, όστις ήτο ο άρχων της Συναγωγής, μία γυνή, έν μέλος της Συναγωγής του, είχε την αυθάδειαν να θεραπευθή! Οπλισθείς με τα ευνοούμενα ρητά του, και εν πάση τη σοβαρότητι της επισήμου υποκρισίας, εγείρεται και επιτιμά το όλως αθώον πλήθος, λέγων ότι ήτο βεβήλωσις του Σαββάτου το να θεραπεύωνται κατά την ιεράν ταύτην ημέραν, ενώ ηδύναντο πολύ καλά να θεραπεύωνται εν πάση άλλη εκ των έξ ημερών της εβδομάδος! Βεβαίως η επιτίμησίς του ουδέν άλλο ηδύνατο να σημαίνη ειμή ότι, «εάν τις θέλη να σας ιατρεύση εν ημέρα Σαββάτου, οφείλετε ν' αποποιηθήτε τούτο», ή άλλως, «σεις οι ασθενείς μη έρχεσθε εις την Συναγωγήν το Σάββατον, μη τυχόν ευρεθή τις και σας ιατρεύση». Και τας παρατηρήσεις ταύτας δεν έχει ούτε το θάρρος ν' απευθύνη προς τον Ιησούν Αυτόν, ούτε την ειλικρίνειαν ν' απευθύνη προς την πτωχήν θεραπευθείσαν γυναίκα, αλλά τας απευθύνει προς τους πολλούς οίτινες υπήρξαν απλοί θεαταί!
Όλη η σειρά των Ευαγγελίων δεν μας διηγείται άλλο παράδειγμα τόσον αλόγου επεμβάσεως. Και ο πλάγιος και ύπουλος τρόπος του προυκάλεσε την έκφρασιν της αγανακτήσεως του Κυρίου, ειπόντος, «Υ π ο κ ρ ι τ ά!» Ο Ιησούς πολλάκις είχε δείξει εις τους Φαρισαίους του έθνους Του ότι αι σκέψεις των περί του Σαββάτου το υπεβίβαζον από θείου ευεργετήματος εις απαίσιον δουλείαν. Προς τους Ραββίνους της Ιερουσαλήμ είχε δικαιολογήσει Εαυτόν δι' εκκλήσεως εις τον ίδιον χαρακτήρα και την εξουσίαν Του, ως υπεστηρίχθη αύτη διά της τριπλής μαρτυρίας Ιωάννου του Βαπτιστού, των Γραφών, και Αυτού του Πατρός, όστις εμαρτύρει περί Αυτού διά της εξουσίας ην είχε δώσει Αυτώ. Προς τους Φαρισαίους της Γαλιλαίας είχεν αναφέρει τα άμεσα προηγούμενα της Γραφής, ή είχεν απευθύνει έκκλησιν βασιζομένην επί του κοινού αισθήματος και της δυνάμεως της διορατικότητός των. Αλλ' η αμβλυτέρα και ολιγώτερον ησκημένη διάνοια των κατοίκων τούτων της Περαίας χώρας δυνατόν να μη εννόει ή την ουσιώδη αγάπην και ελευθερίαν την οποίαν εμπεριέχει ο δεσμός του Σαββάτου, ή την υπερτέραν εξουσίαν του Χριστού ως Κυρίου του Σαββάτου. Ήτο κανείς εξ αυτών όστις θ' άφηνε την βουν του, ή την όνον του να διψά, και δεν θα την έλυε να υπάγη εις την βρύσιν να την ποτίση εν ημέρα Σαββάτου; Ταύτην δε, θυγατέρα Αβραάμ ούσαν, την οποίαν είχε δέσει ο Σατανάς επί έτη δεκαοχτώ, δεν έπρεπε να την λύση εν ημέρα Σαββάτου ο των ψυχών και των σωμάτων Ιατρός; Προς το επιχείρημα τούτο του Χριστού ησχύνθησαν οι Αντίπαλοι, και εχάρη ο λαός διά τα έργα του ελέους τα δαψιλευόμενα προς χάριν του.
Θα ηδύναντο ίσως να είπωσιν. Αφού ήτο δεδεμένη επί δεκαοκτώ έτη, βεβαίως θα ημπορούσε να περιμένη μίαν ημέραν περισσότερον. Αλλ' όστις αγαπά τον πλησίον του ως εαυτόν οφείλει μάλλον να είπη: Όχι, ούτε στιγμήν περισσότερον πρέπει να υποφέρη, αφού δύναμαι τώρα να τον βοηθήσω!
Και άλλο συμβεβηκός μνημονεύεται, το οποίον έδωκεν αφορμήν εις συζητήσεις περί του Σαββάτου. Έν των Σαββάτων εκλήθη ο Ιησούς εις την οικίαν άρχοντός τινος των Φαρισαίων. Η πρόσκλησις είνε γείνη και πάλιν εκ φιλοπραγμοσύνης ή εκ κακοβουλίας. Καθ' όλον το γεύμα επετηρείτο υπό εχθρικού και εταστικού πνεύματος. Οι Φαρισαίοι εξετέλουν μετά παραδειγματικής επιμελείας το έργον της θρησκευτικής κατασκοπείας. Μεταξύ των απροσκλήτων επισκεπτών οίτινες, κατά τον ανατολικόν τρόπον, ίσταντο κατά την διάρκειαν του δείπνου και έβλεπον (καθώς μέχρι της σήμερον συμβαίνει) ήτο άνθρωπός τις πάσχων εξ υδρωπικίας. Φαίνεται δε ότι ετοποθετήθη εκεί επίτηδες φαρισαϊκή βουλή ή όπως δοκιμασθή η προθυμία του Χριστού εις το σεβασθήναι τας Σαββατικάς προλήψεις των, ή όπως αποτύχη (!) η θαυματουργική Του δύναμις εις το ιάσασθαι νόσον μάλλον πεπαλαιωμένην και ολιγώτερον ευχείρωτον ή πάσαν άλλην. Αλλ' ο Ιησούς προέλαβε τας πανούργους μηχανορραφίας της φαρισαϊκής πανδαισίας, και ηρώτησεν αυτούς το απλούν ερώτημα:
«Έστι νόμιμον θεραπεύειν εν Σαββάτω;»
Δεν ήθελον να είπωσι Ναι, αλλά δεν ετόλμων να είπωσιν όχι. Η σιωπή των άρα ήτο η πλήρης δικαιολογία Του. Η ερώτησίς Του και η ανικανότης των εις το ν' απαντήσωσι ήτο απόλυτος έκβασις της διαμάχης υπέρ Αυτού. Όθεν έλαβε τον άνθρωπον, τον εθεράπευεε, και τον απέπεμψε.
Και είτα εδανείσθη, ως και άλλοτε, επιχειρήματα εκ της ιδίας πείρας των. «Τις εξ υμών θα έχει υιόν ή και βουν, όστις να εμπέση εις φρέαρ, και θα τον αφήση να πνιγή εν ημέρα Σαββάτου;» Η ευτελής σκευωρία των απέληξε μόνον εις αδέξιον σιωπήν, και δεν ήσαν αρκετά γενναίοι ώστε ν' αναγνωρίσωσι την ήτταν των.
Ο Ιησούς δεν ηξίωσε περισσότερον να ενδιατρέψη επί υποκειμένου το οποίον εις το πνεύμα παντός αδόλου ακροατού είχε διευκρινηθή διά πάντοτε. Έστρεψε δε την προσοχήν των προς άλλα μαθήματα. Ο ύδρωψ της πεφυσιωμένης αυταρεσκείας των ήτο νόσος πολύ πλέον δυσίατος της του πάσχοντος τον οποίον είχον μεταχειρισθή όπως παγιδεύσωσιν Αυτόν. Μόλις το γεύμα ητοιμάσθη, και ηγέρθη μεταξύ της εγκρίτου εταιρείας έρις περί πρωτοκαθεδρίας. Ουδέν δεικνύει τρανώτερον την ουσιώδη κενότητα της Φαρισαϊκής θρησκείας ή η μεγάλη έπαρσις και αλαζονεία της. Ο ραββίνος Συμεών ο Σετάχ, κληθείς ποτε υπό βασιλέως εις δείπνον, εκάθισεν αυθαιρέτως μεταξύ του βασιλέως και της βασιλίσσης, εδικαιολόγησε δε την πράξιν του ειπών ότι γέγραπται εν βίβλω Ιησού υιού Σειράχ, «ύψωσον σοφίαν και υψώσει σε, και καθίσει σε μετά ηγεμόνων».
Ο Ιησούς ήρχισε να τους διδάσκη ότι, εν τη βασιλεία του Θεού, ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται, ο δε υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται. Ακολούθως δε, λαβών αφορμήν έκ τινος παρατηρήσεως ενός των δαιτημόνων, διηγήθη την παραβολήν ταύτην. Βασιλεύς τις είχε στείλη πολλάς προσκλήσεις εις μέγα συμπόσιον, αλλ' όταν ήλθεν η ώρα, εύρε παντού γενικήν άρνησιν. Ο είς είχε το κτήμα του να καλλιεργήση, άλλος ησχολείτο να πωλή και ν' αγοράζη και δεν ηυκαίρει, τρίτος τις είχεν οικιακάς αναπαύσεις και δεν ηδύνατο. Τότε ο βασιλεύς, απορρίψας εν τη οργή του τους ανευλαβείς τούτους σχολαίους κεκλημένους, διέταξε τους δούλους του να υπάγουν εις τας οδούς και τας ρύμας της πόλεως, και να εισαγάγωσι τους πτωχούς και αναπήρους και χωλούς και τυφλούς· και όταν τούτο έγινε, και έμενεν ακόμη χώρος, τους έπεμψε να καλέσωσι τους αστέγους αλήτας.
Η εφαρμογή εις όλους τους παρόντας ήτο προφανής. Ο εθνικός και ο τελώνης, η πόρνη και ο αμαρτωλός, ο εργάτης και ο επαίτης, ούτοι όλοι δυνατόν να είνε πολυπληθέστεροι εν τη βασιλεία του Θεού ή ο Γραμματεύς με την κομπορρήμονα μάθησίν του και ο Φαρισαίος με το πλατύ φυλακτήριόν του. «Λέγω γαρ υμίν (προσέθηκεν εν τω ιδίω Αυτού προσώπω, όπως εισαγάγη το ηθικόν νόημα αμεσώτερον εις τας καρδίας των) ότι ουδείς των ανδρών τούτων των κεκλημένων γεύσεταί μου του δείπνου… Πολλοί μεν εισί κλητοί, ολίγοι δε εκλεκτοί».
Διδασκαλίαι ως αύται εξηκολούθουν καθ' όλην ταύτην την περίοδον της επιγείου παρουσίας Του. Η αρτίως μνημονευθείσα παραβολή ήτο αποδοκιμασία ου μόνον κατά της αποκλειστικότητος των Φαρισαίων, αλλά κατά της φιλοκοσμίας και της φιλαργυρίας των. Άλλοτε, όταν ο Κύριος εδίδασκε πρωτίστως τους μαθητάς Του, διηγήθη προς αυτούς την παραβολήν του αδίκου οικονόμου, όπως δείξη αυτοίς την ανάγκην της επιμελείας και της πίστεως, της φρονήσεως και της σοφίας, εις το διαχειρίζεσθαι ούτως πως τας υποθέσεις του βίου, ώστε να μη απολέσωσιν ύστερον την κληρονομίαν του αιωνίου πλούτου. Αδύνατον δε ήτο να είνε τις άμα κοσμηκός και πνευματικός, να δουλεύη Θεώ και Μαμμωνά.
Ει και ο Χριστός ωμίλει κυρίως προς τους Αποστόλους, των Φαρισαίων τινές φαίνεται ότι παρίσταντο και Τον ήκουσαν· και είνε χαρακτηριστικόν γεγονός ότι η διδασκαλία αύτη, υπέρ πάσαν άλλην, φαίνεται να εκίνησεν απροκαλύπτους τους χλευασμούς των. Ήρχισαν να φέρωνται προς Αυτόν μετά φανεράς και υβριστικής περιφρονήσεως. Και διατί; Διότι ήσαν Φαρισαίοι, και όμως ηγάπων τα χρήματα. Και «εξεμυκτήριζον Αυτόν», ως λέγει ο ιερός Λουκάς. Δεν είχον αυτοί λύσει το πρόβλημα του να συνδιαλλάξωσι καλώς και τον πρόσκαιρον και τον αιώνιον κόσμον; Τις ηδύνατο ν' αμφιβάλλη περί της εντελούς ασφαλείας των εις το μέλλον; ή και περί της βεβαιότητος ότι θ' αξιωθώσι και εις τον άλλον κόσμον της πρωτοκλισίας και την πρωτοκαθεδρίας την οποίαν επιδίωκον εις τον κόσμον αυτόν; Δεν ήσαν άρα αυτοί ζώντα μαρτύρια του ατόπου της υποθέσεως ότι η αφιλοχρηματία είνε ασυμβίβαστον με την φιλοθεΐαν;
Η απόκρισις του Κυρίου προς αυτούς είνε λίαν συνεπτυγμένη παρά τω Λουκά, αλλ' έτεινε να δείξη ότι άλλο πράγμα είνε το εύσχημον ή το ευυπόληπτον του βίου, και άλλο η ειλικρίνεια της καρδίας. Εν τη νέα βασιλεία, διά την οποίαν ο Ιωάννης είχε προετοιμάσει την οδόν, οι ταπεινότεροι του κόσμου προάγουσι, και βιάζουσιν αυτήν, και γίνονται δεκτοί προ αυτών· το Ευαγγέλιον απερρίφθη υπ' αυτών, καίτοι τούτο δεν ήτο η κατάλυσις αλλ' η υψίστη πλήρωσις του Νόμου. Ου μόνον δε, αλλά (τοιαύτη φαίνεται να είνε η έννοια του ασυναρτήτου κατά το φαινόμενον εδαφίου περί διαζυγίου το οποίον έπεται), και προς τον Νόμον αυτόν, του οποίου ουδέ κεραία θα εκπέση, απιστούσι, καθόσον συνεπινεύουσιν εις την αθέτησιν και των εναργεστέρων διατάξεών του. Εις την μεμονωμένην παρατήρησιν ταύτην υπηνίσσετο κατά πάσαν πιθανότητα, τας σχέσεις των προς Ηρώδην τον Αντίπαν, τον οποίον αυτοί προθύμως εκολάκευον, και προς τον οποίον ουδείς εξ αυτών είχε τολμήσει να μετέλθη την γενναίαν γλώσσαν του ελέγχου, την οποίαν είχε λαλήσει Ιωάννης ο Βαπτιστής, καίτοι, διά των σαφεστάτων διατάξεων του Νόμου, τον οποίον επηγγέλλοντο ότι σέβονται, το διαζύγιόν του από της θυγατρός του Αρέτα ήτο παράνομον, και ο γάμος του μετά της Ηρωδιάδος ήτο μοιχεία άμα και αιμομιξία.
Αλλ' όπως τρανώτερον αναδείξη την άμεσον αλήθειαν την οποίαν εξηγεί, είπεν αυτοίς την παραβολήν του Πλουσίου και του Λαζάρου. Όπως όλαι αι Δεσποτικαί παραβολαί, είνε και αύτη πλήρεις εννοίας, και είνε πολλαπλής ερμηνείας δεκτική· αλλ' εκείνοι τουλάχιστον δεν ηδύναντο να μη εννοήσωσι την μίαν καταφανή εφαρμογήν της, ότι η απόφασις του μέλλοντος κόσμου πολλάκις θα ανατρέψη την εκτίμησίν ης τυγχάνουσιν οι άνθρωποι εν τω παρόντι· ότι ο Θεός δεν είνε προσωπολήπτης· ότι η καρδία οφείλει να κάμη την εκλογήν της μεταξύ των αγαθών του βίου τούτου κ' εκείνων τα οποία τα έξωθεν του βίου τούτου δεν παραβλάπτουσι. Και ό,τι δύναται να ονομασθή ο επίλογος της παραβολής ταύτης περιέχει μάθημα ακόμη σοβαρώτερον, ότι τα μέσα της χάριτος τα οποία το έλεος του Θεού απονέμει εις πάσαν ψυχήν ζώσαν είνε δαψιλή διά τον φωτισμόν και την απελευθέρωσίν της· ότι εάν ταύτα ολιγορηθώσιν, ουδέν θαύμα θα γείνη όπως αποσπάση την απερροφημένην ψυχήν από των εγκοσμίων συμφερόντων της· ότι, «ει Μωσέως και των Προφητών ουκ ήκουσαν, ουδέ εάν τις εκ νεκρών αναστή πεισθήσονται». Δι' ακοής πίστεως σωζόμεθα, ουχί διά φασμάτων.
Η συχνή μνεία της ζωής ως χρόνου δοκιμασίας, και της Μεγάλης Κρίσεως, οπότε η μόνη λέξις «Δεύτε» ή «Πορεύεσθε», υπό του Κριτού εκφερομένη, θα λύση διά πάντοτε όλας τας διαμάχους και τα ζητήματα, φυσικά έστρεψε τας σκέψεις πολλών ακροατών εις τα βαρυσήμαντα ταύτα υποκείμενα. Αλλ' υπάρχει σταθερά τάσις εις τα πνεύματα όλων ημών του να παραπέμπομεν τα τοιαύτα ζητήματα εις την θέσιν ετέρων μάλλον ή ημών αυτών, του να καθιστώμεν ταύτα ζητήματα περιεργείας μάλλον κατά θεωρίαν ή πρακτικής σπουδαιότητος; Και αι τοιαύται τάσεις, αίτινες απογυμνούσι την ηθικήν διδασκαλίαν πάσης αρτιότητος, και μεταβάλλουσι τα διδάγματά της εις προφάσεις προς ανελεημοσύνην, αείποτε κατεδικάζοντο υπό του Κυρίου.
Ιδιαιτέρα αφορμή εδόθη Αυτώ προς τούτο εν μια των ημερών τούτων εν αις επορεύετο ανά τας πόλεις και κώμας διδάσκων και οδεύων εις Ιεροσόλυμα. Ωμίλει περί των μικρών αρχών και περί της μεγάλης αυξήσεως της βασιλείας των ουρανών εν τε τη ψυχή και τω κόσμω· και είς των ακροατών ετόλμησεν εκ περιεργείας να Τον ερωτήση, «Κύριε, ει ολίγοι σώζονται;» Η απάντησις του Κυρίου ενείχεν αποδοκι[μα]σίαν της ερωτήσεως, και υπεδείκνυεν ότι τα τοιαύτα ζητήματα κατ' άλλον τρόπον πρέπει να τα πραγματεύηταί τις. Ολίγοι ή πολλοί είνε σχετικοί όροι. Μη σπαταλάτε τας πολυτίμους ευκαιρίας της ζωής εις ματαίαν απορίαν, αλλ' αγωνίζεσθε. Διά της στενής πύλης ουδείς, και αν είνε χιλιάκις εκ του σπέρματος του Αβραάμ, δύναται να εισέλθη άνευ συντόνου προσπαθείας. Ουδέ αξίωσις παλαιάς γνωριμίας θ' Αναγνωρισθή τότε, και πολλοί οίτινες νομίζουσιν ότι κάλλιστα εγνώριζον τον Κύριον θ' ακούσωσι την φοβεράν καταδίκην, «Ουκ οίδα υμάς». Διότι πολλοί θα εισέλθωσι πανταχόθεν της οικουμένης, και όμως συ, ο υιός του Αβραάμ, δυνατόν ν' αποκλεισθής. Και ιδού, πάλιν σοι λέγω, δυνατόν να φαίνεται παράδοξον εις σε, άλλ' όμως ούτως έχει, «οι πρώτα έσονται έσχατοι και οι έσχατοι πρώτοι».
Ούτω πάσα ανόητος διακοπή, πάσα αυθάδης επίκρισις, πάσα σφαλερά ερώτησις, παν σύμβαμα αίσιον ή θλιβερόν, εγίνετο υπό του Ιησού καθ' όλην την πορείαν ταύτην αφορμή όπως διδάσκη εις τους ακροατάς Του, και δι' αυτών εις όλον τον κόσμον, τα προς ειρήνην συμβάλλοντα. Και πάλιν ούτω έπραξεν οπότε νομικός τις προσήλθε πειράζων Αυτόν και ηρώτησεν, όχι όπως λάβη οδηγίαν, αλλ' όπως εύρη αφορμήν προς αντιλογίαν, το βαρυσήμαντον ερώτημα, «Τι ποιήσω ίνα ζωήν αιώνιον κληρονομήσω;» Ο Ιησούς, βλέπων την πονηράν πρόθεσιν του ανθρώπου, τον παρέπεμψεν εις τον Νόμον και τας δύο μεγάλας εντολάς, την περί της αγάπης προς τον Θεόν και την περί της αγάπης προς τον πλησίον. Αλλά σοφιστευόμενος ο νομικός απηύθυνε δεύτερον ερώτημα, «Και τις ο πλησίον;» Τότε ο Ιησούς έλαβεν αφορμήν να είπη μίαν των λαμπροτάτων παραβολών Του.
Άνθρωπός τις κατέβαινε την βραχώδη φάραγγα την από Ιερουσαλήμ εις Ιεριχώ, έπεσε δε εις χείρας ληστών, οίτινες, αφού τον εγύμνωσαν τον άφησαν καθημαγμένον και ημιθανή. Ιερεύς τις διαβαίνων, τον είδε και αντιπαρήλθε. Λευίτης διερχόμενος, τον είδε και αντιπαρήλθε. Αλλά Σαμαρείτης τις όστις ωδοιπόρει προς εκείνο το μέρος (καλός Σαμαρείτης, αντίτυπον του Θείου εκείνου Ομιλητού τον οποίον οι άνθρωποι απέρριπτον, αλλ' όστις είχεν έλθη να θεραπεύση τα αιμάσοντα τραύματα της ανθρωπότητος, διά τα οποία δεν υπήρχε φάρμακον ούτε εις τον λειτουργικόν ούτε εις τον ηθικόν νόμον) ήλθε προς τον πάσχοντα, τον ώκτειρεν, επέδεσεν αυτού τας πληγάς, επέχεεν οίνον όπως τας καθαρίση και έλαιον όπως τας πραΰνη, τον ανεβίβασεν επί του ιδίου υποζυγίου του, και δεν τον άφησεν ειμή αφού τον εξησφάλισε και γενναιοφρόνως πρυνόησε διά τας ανάγκας του τας μελλούσας. Τις εκ των τριών τούτων, ηρώτησεν ο Ιησούς τον νομικόν, «δοκεί σοι πλησίον γεγονέναι τω περιπεσόντι εις ληστάς;» Ο νομικός δεν ήτο τόσον αμβλύς τον νουν ώστε να μη εννοήση· αλλ' όμως, συνειδώς ότι αυτός θ’ απέκλειε τους Σαμαρείτας και τους Εθνικούς από του καθ' εαυτόν ορισμού του «πλησίον», δεν έχει το άδολον θάρρος να είπη διαρρήδην «ο Σαμαρείτης», αλλά μεταχειρίζεται την πενιχράν περίφραση», «ο ποιήσας το έλεος μετ' αυτού». «Πορεύου και συ, είπεν ο Ιησούς, και ποίει ομοίως». Εγώ, ο φίλος των τελωνών και αμαρτωλών, φέρω το παράδειγμα του Σαμαρείτου τούτου προς σε. Ηρώτησας, τις ο πλησίον; Σ' εδίδαξα πως πας έκαστος δύναται να γείνη ο πλησίον σου.
Δεν πρέπει όμως να υποθέσωμεν ότι η δίμηνος αύτη αποστολική πορεία καταναλώθη όλη εις διδασκαλίαν, και εις ενστάσεις και αντιλογίας πολλάκις αλγεινάς· υπήρξαν πολλαί περιστάσεις αίτινες πρέπει να ενέπλησαν ευφροσύνης την ψυχήν του Σωτήρος.
Προέχουσα εν αυταίς υπήρξεν η επάνοδος των εβδομήκοντα. Δεν δυνάμεθα, ως εικός, να υποθέσωμεν ότι επέστρεψαν εν σώματι, αλλ' ότι από καιρού εις καιρόν, ανά δύο, καθώς ο Κύριος επλησίαζεν εις τας διαφόρους πόλεις και κώμας όπου τους είχε πέμψει, είρχοντο όπως δώσωσιν Αυτώ λόγον της διακονίας των. Και η κατόρθωσίς των υπήρξε τόση ώστε να εμπλήση εκπλήξεως και χαρμονής τας απλοϊκάς καρδίας των. «Κύριε, ανέκραζον, και τα δαιμόνια υπακούουσιν ημίν εν τω ονόματί σου.» Καίτοι δεν είχε δώσει αυτοίς ωρισμένην εντολήν να ιατρεύωσι δαιμονιζομένους, καί τοι άλλοτε και οι Δώδεκα είχον αστοχήσει εις την απόπειραν ταύτην, όμως ούτοι εξέβαλον ήδη δαιμόνια εν τω ονόματι του Διδασκάλου των. Ο Ιησούς συμμετέσχε της χαράς των, αλλά περιέστειλε τον τόνον της εκστατικής αγαλλιάσεως, ή μάλλον έστρεψε τούτον επί αγιωτέρου εδάφους. «Εθεώρουν, είπε, τον Σατανάν ως αστραπήν εκ του ουρανού πεσόντα». Έδωκεν αυτοίς εξουσίαν να πατώσιν επάνω όφεων και σκορπίων και ον ήτο τούτο, πάλιν θα προσέβλεπον εις τα οπίσω, μετά βαθυτέρας ακόμη επιθυμίας άμα και λύπης, προς αυτό το παρελθόν, προς αυτάς τας ημέρας του Υιού του Ανθρώπου, εν οις έβλεπον και αι χείρες των εψηλάφων τον Λόγον της Ζωής. Εν εκείναις ταις ημέραις δεν έπρεπε να πλανηθώσιν ούτε πυρετωδώς να σπαταλήσωσι τον εύθετον καιρόν του βίου. Διότι η έλευσις εκείνη του Υιού του Ανθρώπου θα είνε λαμπρά, αιφνιδία, τρομερά, παγκόσμιος, ακαταμάχητος ως η φλέγουσα αστραπή· αλλά προ της ημέρας εκείνης θα πάθη και θα Τον αθετήσωσι. Περιπλέον η φλοξ εκείνη της δευτέρας παρουσίας Του θα λάμψη «ταύτη τη νυκτί», ήτοι εν νυκτί ραγδαίως επερχομένη και ως παρούση ήδη νοουμένη, επί σαρκικής και αμελούς γενεάς, καθ' ον τρόπον ο εξολοθρευμός επήλθεν εν ύδατι εν ταις ημέραις του Νώε, και Κύριος έβρεξε πυρ παρά Κυρίου εν γη Σοδόμων και Γομόρρας. Ουαί εις εκείνους οίτινες εν τη ημέρα εκείνη θα ρίπτωσι βλέμματα λύπης εις κόσμον προωρισμένον να παρέλθη εν φλογί! Διότι καίτοι αι εμπορίαι και αι κοινωνίαι του βίου θα εξακολουθώσιν έως τότε, και όλοι της εργασίας ή της φιλίας οι εταιρισμοί, η νυξ εκείνη θα είνε νυξ φοβερού και τελευταίου χωρισμού δι' όλους.
Οι μαθηταί εξεπλάγησαν υπό των λόγων τούτων της παραδόξου επισημότητος. Πού, Κύριε; ερωτώσιν εν ταραχή. Αλλ' εις το π ο ύ ηδύνατο να δοθή τόση απάντησις όση και εις το π ό τ ε, και η έλευσις της βασιλείας του Θεού είνε τόσω ολίγον γεωγραφική όσω και χρονολογική. «Όπου το σώμα, λέγει, εκεί και οι αετοί συναχθήσονται». Η μυστική Αρμαγεδδών δεν είνε χώρα της οποίας η θέσις δύναται να ορισθή κατά μήκος ή πλάτος. Όπου ατομική ανομία, όπου κοινωνική έκλυσις, όπου εθνική διαφθορά, εκείσε οι αετοί οι τιμωροί απεσταλμένοι της θείας Δίκης διευθύνουσι μακρόθεν την πτήσιν των. Η Ιερουσαλήμ, ως και όλον το Ιουδαϊκόν έθνος ταχέως έπιπτεν εις την διάλυσιν την προερχομένην εκ σήψεως εσωτερικής· και ήδη ο κτύπος των πτερύγων του αρπακτικού ορνέου ηκούετο εις τον αέρα. Όταν δε ο κόσμος πέση εις κατάστασιν ατιμίας νοσηράς, τότε θ’ ακουσθή και πάλιν η ειρεσία των φοβερών εκείνων πτερύγων.
Δεν είνε όλη η ιστορία έν διεξοδικόν σχόλιον εις όλας ταύτας τας προρρήσεις; Εις τας τύχας των εθνών και των φυλών, δεν επανήλθεν ο Χριστός πάλιν και πάλιν, προ της μεγάλης τελευταίας Παρουσίας Του, ίνα ελευθερώση ή ίνα κρίνη;