Sadece LitRes`te okuyun

Kitap dosya olarak indirilemez ancak uygulamamız üzerinden veya online olarak web sitemizden okunabilir.

Kitabı oku: «Ο Βίος του Χριστού», sayfa 27

Yazı tipi:

Δεν διενοείτο να μείνη εντός της πόλεως Ιερουσαλήμ, αλλ' επροτίμησεν ως συνήθως να σταματήση εις την αγαπητήν οικίαν της Βηθανίας. Εκεί έφθασε την εσπέραν της Παρασκευής, ογδόη του μηνός Νισάν, από κτίσεως Ρώμης έτει 780 (16 Μαρτίου μ. Χ. 33), έξ ημέρας προ του Πάσχα, και προ της δύσεως του ηλίου ήρχισαν αι Σαββατικαί ώραι. Ενταύθα έμελλε να χωρισθή από της μεγάλης συνοδίας των προσκυνητών, ων τινες θα μετέβαινον να τύχωσι της φιλοξενίας των φίλων των εν τη πόλει, και άλλοι, ως ποιούσι μέχρι της σήμερον, θα κατεσκεύαζον δι’ εαυτούς πρόχειρα στεγάσματα εν τη κοιλάδι των Κέδρων, και τας δυτικάς υπωρείας του Όρους των Ελαιών.

Η ημέρα του Σαββάτου παρήλθεν εν ησυχία και την εσπέραν δείπνον εποίησαν Αυτώ. Ο Ματθαίος και ο Μάρκος λέγουσι, μηστηριωδώς πως, ότι το συμπόσιον τούτο παρετέθη εν τη οικία Σίμωνος του Λεπρού. Ο Ιωάννης ουδέ μνείαν ποιείται Σίμωνος του Λεπρού, ονόματος το οποίον δεν απαντά αλλαχού· και είνε προφανές εκ της διηγήσεώς του ότι η οικογένεια της Βηθανίας ήσαν καθ’ όλου αι κεντρικαί μορφαί της δεξιώσεως ταύτης. Η Μάρθα φαίνεται να είχε την ολοσχερή εποπτείαν της εορτής, και ο εγερθείς εκ νεκρών Λάζαρος ήτο τόσον αντικείμενον περιεργείας όσον και ο Ιησούς. Εκεί όχλος πολύς συνέρρευσε διά να ίδη τον Λάζαρον. Το θαύμα το οποίον είχε γείνη προς χάριν του έκαμέ τινας να πιστεύσωσιν εις τον Ιησούν. Τούτο δε τόσον παρώργιζε το κρατούν κάμμα εν Ιερουσαλήμ, ώστε, εν τη απονενοημένη ανομία των, έστησαν πράγματι συμβούλιον περί του πώς ν' απαλλαγώσι του ζώντος μάρτυρος των υπερφυών δυνάμεων του Μεσσίου τον οποίον ηθέτουν. Η σιωπή του ονόματος του τε Λαζάρου της Μάρθας και της Μαρίας υπό των τριών Ευαγγελιστών, το ανώνυμον της Μαρίας («γυνή τις»), ο προσδιορισμός «εν τη οικία Σίμωνος του Λεπρού», όλα πείθουσαν ότι, δι' ους λόγους ανωτέρω είπομεν, οι πρωιμώτεροι Ευαγγελισταί σκοπίμως απεσιώπησαν το θαύμα της εγέρσεως του Λαζάρου, και φαίνεται ότι ο Σίμων ο Λεπρός θα ήτο ή ο τεθνεώς πατήρ των τριών αδελφών, ή, ώς τινες λέγουσιν, ο ποτέ σύζυγος της χηρευούσης Μάρθας, της και κληρονόμου της οικίας εκείνου. Ότι δε η οικία ήτο κυρίως της Μάρθας, φαίνεται εκ του κειμένου του Λουκά λέγοντος. «Γυνή τις ονόματι Μάρθα υπεδέξατο Αυτόν εις τον οίκον αυτής».

Όπως και αν έχη τούτο, η εορτή υπήρξεν αξιόλογος, όχι πρωτίστως λόγω του αριθμού των Ιουδαίων όσοι συνέρρευσαν εις ταύτην, διά να ίδωσι τον Προφήτην, τον εκ Ναζαρέτ και τον άνθρωπον τον οποίον εκ νεκρών είχεν αναστήσει, αλλ' ένεκα συμβάντος τινός το οποίον επήλθε, και τούτο υπήρξεν η άμεσος αρχή του σκοτεινού και φοβερού τέλους.

Διότι καθώς εκάθητο εκεί επί παρουσία του πολυαγαπήτου και σεσωσμένου αδελφού της, και του βαθύτερον ακόμη λατρευομένου Κυρίου της, η Μαρία δεν ηδυνήθη πλέον να συγκρατήση τα αισθήματά της. Δεν ησχολείτο όπως η αδελφή της εις την διακονίαν του δείπνου. (Παραβάλετε και πάλιν το «η Μάρθα διηκόνει» του Ιωάννου με το «η Μάρθα περιεσπάτο περί πολλήν διακονίαν» του Λουκά· και πας αμερόληπτος θα σκεφθή ότι η αποσιώπησις του θαύματος υπό του δευτέρου είνε πολύ ισχυροτέρα προσεπικύρωσις της διηγήσεως του πρώτου), αλλ' εκάθητο και εσκέπτετο και εμελέτα, και το πυρ της πίστεως και της στοργής της έκαιε, και ησθάνθη εαυτήν βιαζομένην προς εξωτερικόν τι σημείον της αγάπης, της ευγνωμοσύνης, της λατρείας της. (11) Όθεν ηγέρθη και έλαβεν «αλάβαστρον μύρου νάρδου πιστικής πολυτελούς» (το δώρον ήτο βασιλικόν, και αποδεικνύει το εύπορον της οικογενείας· μέχρι δε των ημερών εκείνων, και έως της εποχής του Όθωνος και του Νέρωνος, άγνωστον και ανήκουστον ήτο το να χρίσωσι με μύρον τους πόδας και του κραταιοτέρου μονάρχου) και ήλθεν όπισθεν του Ιησού, και ήρχισε να καταχέη αφειδώς το μύρον επί της κεφαλής Του, είτα επί των ποδών Του, και είτα, αδιάφορος προς πάσαν άλλην παρουσίαν πλην της ιδικής Του, εσπόγγισε τους πόδας εκείνους με τους μακρούς βοστρύχους της κόμης της, ενώ όλη η οικία επλήσθη από την άρρητον ευωδίαν. Ήτο πράξις αφωσιωμένης θυσίας, εκλεκτοτάτης καρδίας και προαιρέσεως· και οι πτωχοί Γαλιλαίοι, οίτινες ηκολούθουν τον Ιησούν, τόσον ασυνείθιστοι προς πάσαν πολυτέλειαν, κατανοούντος το πολύτιμον και σπάνιον του δώρου, ευλόγως ηδύναντο να εκπλαγώσιν ότι όλον αφιερώθη εις την πλουσίαν αβρότητα μιας στιγμής. Ουδείς άλλος ή ο πνευματικώτερος την καρδίαν εκ των εκεί παρόντων θα ηδύνατο να αισθανθή ότι το αβρόν άρωμα το οποίον διέπνευσεν όλην την οικίαν δυνατόν να ήτο εις τον Θεόν οσμή ευωδίας πνευματικής· και ότι τούτο ήτο ασυγκρίτως μικρότερον ή ώστε ν' ανταποκριθή προς το αξίωμα Εκείνου προς ον η δωρεά εγίνετο.

Αλλ' υπήρχεν είς παρών δι' ον εκ παντός λόγου η πράξις ήτο μισητή και απεχθής. Δεν υπάρχει κακία άμα τόσον απορροφητική, τόσον άλογος, και τόσον ευτελής όσον η φιλαργυρία, και η φιλαργυρία ήτο το δεσπόζον αμάρτημα εις την σκοτεινήν ψυχήν του προδότου Ιούδα. Η αποτυχία εις το παλαίειν προς τους ιδίους πειρασμούς του, η ψεύσις πάσης προσδοκίας ήτις το πρώτον τον είχεν ελκύσει προς τον Ιησούν η αφόρητος ταπείνωσις η προσγενομένη εις όλον το είναι του διά της αντιθέσεως εκ της καθ' ημέραν αναστροφής προς την άσπιλον καθαρότητα, η βαθυτέρα σκοτία την οποίαν δεν ηδύνατο ειμή να αισθάνεται ότι η ενοχή του έρριπτε αναμέσον των διαβημάτων του, ένεκα του φλέγοντος ηλικού φωτός, εν ώ από πολλών μηνών είχε περιπατήσει, η αίσθησις προσέτι ότι ο οφθαλμός του Διδασκάλου του, ίσως και τα όμματά τινων εκ των συναποστόλων του, είχον αναγνώσει ή ήρχιζον ήδη ν' αναγινώσκουσι τα κρύφια της καρδίας του· όλοι αυτοί οι λογισμοί είχον βαθυνθή κατ' ολίγον εντός της ψυχής του, και από ψυχρότητος και απαλλοτριόσεως έφθασαν να τραπώσιν εις ακόρεστον απέχθειαν και μίσος. Και το θέαμα της αφειδούς θυσίας της Μαρίας, η συνείδησις ότι ήτο τώρα πολύ αργά διά να βάλη το μέγα εκείνο ποσόν εις το γλωσσόκομον, η απλή κατοχή του οποίου, εκτός των ποσών όσα ηδύνατο να υποκλέπτη εξ αυτού, εθεράπευε την διά τον χρυσόν δίψαν του, ενέπλησεν αυτόν αηδίας και μωρίας. Είχε δαιμόνιον εις την καρδίαν του. Του εφάνη ως να τον είχον κλέψει ή να τον είχον ζημιώσει αυτόν προσωπικώς· ως να ήσαν τα χρήματα ιδικά του και να τον είχον αποστερήσει τούτων». Εις τι η απώλεια αύτη;» είπε μετ' αγανακτήσεως· και φευ! ποσάκις, δεν απήχησαν οι λόγοι του ούτοι· διότι παντού όπου υπάρχει πράξις λαμπράς τινος θυσίας, υπάρχει και Ιούδας τις έτοιμος να χλευάση και να γογγύση «Ηδύνατο το μύρον τούτο πραθήναι τριακοσίων δηναρίων και δοθήναι πτωχοίς»! Και μόλις διά το τρίτον του ποσού τούτου, ο υιός της α π ώ λ ε ι α ς (πρβλ. «εις τι η α π ώ λ ε ι α αύτη»·) ήτο έτοιμος να πωλήση τον Κύριόν του. Η Μαρία δεν το ενόμιζε τούτο αρκετόν διά ν' αλείψη του Χριστού τους πόδας· ο Ιούδας ενόμισε το τρίτον του ποσού τούτου ικανήν αμοιβήν όπως πωλήση την ζωήν Εκείνου.

Η μικρά αύτη νύξις περί του «δοθήναι πτωχοίς» είνε λίαν διδακτική. Ήτο πιθανώς ο πέπλος ον μετεχειρίσθη ο Ιούδας όπως ημιαποκρύψη και από τον εαυτόν του την βαναυσότητα των ιδίων αφορμών του, το ότι δηλ. ήτο κλέπτης εν μικροίς και πράγματι επεθύμει την επιστασίαν του αργυρίου τούτου επειδή θα τον καθίστα ικανόν ν' αυξήση το ίδιον κλοπιμαίον κεφάλαιόν του. Σπανίως αμαρτάνουσιν οι άνθρωποι εν πλήρει διαυγεία της αυτοσυνειδησίας των· συνήθως αποτυφλούνται διά ψευδών προφάσεων και επιπλάστων αφορμών· καίτοι δε ο Ιούδας δεν ηδυνήθη να κρύψη την χαμέρσειάν του από το διαυγέστερον όμμα του Ιωάννου, πιθανώς έκρυψεν αυτήν αφ' εαυτού διά της ιδέας ότι πράγματι διεμαρτύρετο εναντίον της αλογίστου σπατάλης και συνηγόρει υπέρ της ελεημοσύνης της αφιλοκερδούς.

Αλλ’ ο Ιησούς δεν επέτρεψε να διαδοθή το μίασμα του φθόνου και της μικρολογίας ταύτης, ουδέ ήθελε να επιτρέψη ώστε η Μαρία, ήτις ήτο ήδη το κέντρον της γενικής παρατηρήσεως ήτις την ελύπει και την ηνώχλει, να υποφέρη περισσότερον εκ της ευγενούς της πράξεως, όσω μάλλον το μικροπρεπές αίσθημα είχε μεταδοθή και είς τινας των απλοϊκωτέρων μεταξύ των μαθητών. «Τι ενοχλείτε την γυναίκα; είπεν· άφετε αυτήν καλόν έργον εργάσητε εις Εμέ· τους γαρ πτωχούς πάντοτε έχετε μεθ' εαυτών, Εμέ δε ου πάντοτε έχετε· βαλούσα γαρ το μύρον τούτο επί του σώματός Μου, εις το ενταφιάσαι Με εποίησε». Και προσέθηκε την πρόρρησιν – πρόρρησιν ήτις εξακολουθεί ακόμη μέχρι της σήμερον να πληρούται – ότι όπου ήθελε κηρυχθή το Ευαγγέλιον «λαληθήσεται και ό εποίησεν αύτη εις μνημόσυνον αυτής».

«Εις το ενταφιάσαι Με» – σαφώς άρα η καταδίκη Του και ο ενταφιασμός του εγγύς επέκειντο. Και το ρήμα τούτο ήτο άλλη θανάσιμος πληγή κατά των ελπίδων των προσδοκώντων την επίγειον βασιλείαν του Μεσσίου. Ουδεμίαν εγκόσμιον αμοιβήν, ουδεμίαν προαγωγήν ή ανύψωσιν, ηδύναντο να περιμένωσιν οι οπαδοί Εκείνου όστις έμελλε τόσον ταχέως ν' αποθάνη. Δυνατόν να ενέβαλε και άλλην ορμήν απογοητεύσεως εις την ψυχήν του ληστρικού προδότου, όστις δημοσία απεδοκιμάσθη και εφιμώθη. Η απώλεια των χρημάτων, τα οποία θα ηδύναντο κατά φαντασίαν να είνε εις την ιδίαν διαχείρησίν του, έκαιεν εν αυτώ με πυρ προάγγελον του της Γεέννης· Δεν ήθελε ν' απολέση τα πάντα. Εν τη έχθρα και τη μανία και τη απογνώσει του, έφυγεν εκ της Βηθανίας την νύκτα εκείνην, και απήλθεν εις Ιερουσαλήμ, και εισήχθη εις τον θάλαμον του συμβουλίου των αρχιερέων εν τη οικία του Καϊάφα, και έλαβε την πρώτην εκείνην απαισίαν συνέντευξιν, καθ' ην διεπραγματεύθη προς αυτούς να πωλήση τον Κύριόν του. «Τι μοι θέλετε δούναι, καγώ υμίν παραδώσω Αυτόν;» Ποίαι και πόσαι πραγματείαι έγειναν, δεν γνωρίζομεν, ουδέ αν η αντιμέτωπος φιλαργυρία των ηνωμένων εκείνων εχθρών επάλαισε πριν αποφασίση την ευτελή τιμήν του αίματος. Εάν ούτως έχει, οι πανούργοι Ιουδαίοι αρχιερείς ενίκησαν τον αμαθή βλακοπόνηρον Ιούδαν. Διότι όλα όσα επρόσφεραν και όλα όσα εζύγισαν («έστησαν») ή εμέτρησαν προς αυτόν ήταν τριάκοντα αργύρια (ήτοι περί τας 4 χρυσάς λίρας του σημερινού νομίσματος), το ποσόν όσον θα ήρκει προς εξαγοράν του ευτελεστάτου «φυγάδος δούλου». Το ευτελές του ποσού φανερά δεικνύει ότι οι άρχοντες δεν εθεώρουν τας εκδουλεύσεις του Ιούδα ως απαραιτήτους· θα τους απήλλαττε μόνον από ενοχλήσεις και ενδεχομένην αιματοχυσίαν «άτερ όχλου», ως λέγει ο Ευαγγελιστής.

Αντί του αργυρίου τούτου ο Ιούδας έμελλε να πωλήση τον Διδάσκαλόν του, και πωλών Αυτόν, να πωλήση την ιδίαν ζωήν του, και να κερδήση την βδελυγμίαν του κόσμου επί γενεάς γενεών. Και ούτω κατά την τελευταίαν εβδομάδα της ιδίας του ζωής και της του Διδασκάλου του, ο Ιούδας επλανάτο άνω και κάτω με την πρόθεσιν του φόνου εις την σκοτεινήν και απεγνωσμένην καρδίαν του. Πλην έως τώρα ημέρα δεν είχεν ορισθή, και σχέδιον δεν είχε καταρτισθή· μόνον το τίμημα της προδοσίας επληρώθη· και φαίνεται ότι υπήρχε γενική πεποίθησις ότι δεν θα συνέφερε να προβώσιν εις την απόπειραν κατ' αυτήν την εορτήν («Έλεγον δε, μη εν τη εορτή») μήπως γείνη θόρυβος μεταξύ του πλήθους, όλων όσοι Τον ησπάζοντο, και ιδίως μεταξύ της πυκνής πληθύος των προσκυνητών των εκ της πατρίδος Του Γαλιλαίας. Επίστευον ότι πολλαί ευκαιρίαι θα ηδύναντο να παρουσιασθώσιν, ή εν Ιερουσαλήμ ή αλλαχού, ευθύς ως θα παρήρχετο το μέγα Πάσχα, και η Αγία Πόλις θα επανέπιπτεν εις την συνήθη γαλήνην της.

Και τα συμβάντα της επιούσης ήτο πιθανόν ότι θα έδιδον την εμφαντικωτάτην επιβεβαίωσιν εις την εγκόσμιον σοφίαν της ανόμου αποφάσεώς των.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΜΘ'.
Η Βαϊοφόρος

Είσοδος εις Ιερουσαλήμ – Ο θρίαμβος. – «Ωσανά τω Υιώ Δαυίδ». – «Εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων». – Η Ιερουσαλήμ των ημερών εκείνων. – Ο Ιησούς κλαίει επί την πόλιν. – Τρομερά πλήρωσις της προφητείας Του. – Αγανάκτησις των Φαρισαίων. – «Τις εστιν ούτος;» – Ο Ιησούς και πάλιν αποκαθαίρει τον Ναόν. – Τα ωσαννά των παιδίων. – «Ουδέποτε ανέγνωτε;» – Οι Έλληνες οι θέλοντες να ίδωσι Τον Ιησούν. – Ομιλία του Ιησού. – Φωνή εξ ουρανού. – Εις το Όρος των Ελαιών.

«Επί όρους υψηλού ανάβηθι ο Ευαγγελιζόμενος Σιών· ύψωσον εν ισχύι την φωνήν Σου ο Κηρύσσων Ιερουσαλήμ». (Ησαΐας).

«Χαίρε σφόδρα, θύγατερ Σιών, κήρσυσε θύγατερ Ιερουσαλήμ· ότι ιδού ο Βασιλεύς σου έρχεται σοι δίκαιος και σώζων. Αυτός πραΰς και επιβεβηκώς επί υποζύγιον και πώλον νέον». (Ζαχαρίας).

Φαίνεται ότι προϋπήρχε γενική εντύπωσις από τινος χρόνου ότι, μεθ' όλα όσα προσφάτως είχον συμβή, ο Ιησούς θα παρευρίσκετο εις την εορτήν του Πάσχα. Η πιθανότης τούτου δεν είχε παύσει να συζητήται μεταξύ του λαού, και η προσδοκωμένη άφιξις του προφήτου της Γαλιλαίας εθεωρείτο μετά μεγάλης περιεργείας και ενδιαφέροντος.

Όταν άρα γνωστόν κατέστη λίαν πρωί της μιας των Σαββάτων ότι κατά την ημέραν ταύτην Εκείνος βεβαίως θα εισήρχετο εις την Αγίαν Πόλιν, μεγίστη ήτο η έξαψις. Η είδησις θα διεδόθη υπό τινων των πολυαρίθμων Ιουδαίων οίτινες είχον επισκεφθή την Βηθανίαν κατά την προλαβούσαν εσπέραν, αφού η δύσις του ηλίου επέτρεψεν αυτοίς να υπερβώσι τα όρια της πορείας του Σαββάτου. Ούτω συνέβη ώστε πλήθος πολύ ήτο παρεσκευασμένον να υποδεχθή και προσαγορεύση τον Ελευθερωτήν τον εγείραντα τον τεθνεώτα.

Ο Ιησούς εξεκίνησε πεζός. Τρεις οδοί ήγον από Βηθανίας διά του Όρους των Ελαιών εις Ιεροσόλυμα. Μία τούτων διέρχεται διά της βορείας και της μεσαίας κορυφής του όρους· η άλλη ανέρχεται εις το υψηλότερον του βουνού, και κλίνει κάτω διά του νεωτέρου χωρίου Ελτούρ· η τρίτη, ήτις είνε και πάντοτε πρέπει να ήτο η κυρία οδός, διαθέει περί τα μεσημβρινά νώτα της κεντρώας μάζης του όρους, μεταξύ ταύτης και του «Όρους της Κακής Βουλής». Αι δύο πρώται είνε μάλλον ορειναί ατραποί ή οδοί, και επειδή ο Ιησούς συνωδεύετο υπό τοσούτων μαθητών, είνε πρόδηλον ότι θα έλαβε την τρίτην και ομαλωτέραν οδόν.

Διελθόντες υπό τους φοίνικας της Βηθανίας, επλησίασαν εις τους συκεώνας του Βηθφαγή, μικρού προαστείου μεσημβρινώς και αντικρύ της Βηθανίας. Εις το χωρίον τούτο, ή εις άλλο εγγύς, ο Ιησούς απέστειλε δύο των μαθητών Του. Η λεπτομερής περιγραφή του μέρους παρά τω Μάρκω μας κάμνει να υποθέσωμεν ότι ο Πέτρος (όστις υπηγόρευσεν εις τον Μάρκον) ήτο είς των δύο, και αν ούτως έχη, πιθανόν να συνοδεύετο υπό του Ιωάννου. Ο Ιησούς είπεν αυτοίς ότι, όταν φθάσουν εις την κώμην, θα εύρωσιν όνον δεδεμένην, και πώλον μετ' αυτής· ταύτα έπρεπε να λύσωσι και να τα φέρωσι προς τον Ιησούν, και αν εγένετο παρατήρησίς τις υπό του κτήτορος, αύτη αμέσως θα κατεσιγάζετο διά του λόγου ότι «ο Κύριος αυτών χρείαν έχει». Όλα συνέβησαν όπως προείπεν. «Έξω επί του αμφόδου» εύρον την όνον και το πωλάριον, το οποίον προωρίσθη προς ιεράν χρήσιν επειδή ποτέ δεν είχον υποζευχθή ακόμη. Οι κτήτορες επέτρεψαν αυτοίς να λάβωσι τα ζώα, εκείνοι δε ήγαγον ταύτα προς τον Ιησούν, επιστρώσαντες επ' αυτών τα ιμάτιά των. Είτα ο Ιησούς ανέβη επί του πώλου, και η θριαμβευτική πομπή εξεκίνησε. Δεν ήτο στασιαστικόν κίνημα όπως εξεγείρει πολιτικόν ενθουσιασμόν, ήτο απλή και άδολος αγαλλίασις πτωχών Γαλιλαίων τιμώντων τον Διδάσκαλόν των, εκουσίως πτωχεύσαντα, και δούλου μορφήν λαβόντα. Επιβαίνει ουχί επί πολεμικού κέλητος, αλλ' επί ζώου το οποίον ήτο της ειρήνης το σύμβολον. Οι εθνικοί, εάν έβλεπον την ταπεινήν πομπήν, θα την περιεγέλων, καθώς οι συγγραφείς των κατεγέλασαν πράγματι την περιγραφήν αυτής. Αλλ' οι Απόστολοι ανέμνησαν εν ταις ύστερον ημέραις ότι επλήρου την προφητείαν του Ζαχαρίου: «Χαίρε σφόδρα, θύγατερ Σιών· κήρυσσε, θύγατερ Ιερουσαλήμ, ότι ιδού ο Βασιλεύς σου έρχεταί σοι πραΰς και σώζων, και επιβεβηκώς επί πώλον όνου, υιόν υποζυγίου». Ναι, ήτο, κατά το φαινόμενον, ταπεινή πομπή· και όμως, ενώπιόν της πώς και οι μεγαλοπρεπέστεροι θρίαμβοι των πολέμων ωχριώσι και αμαυρούνται!

Μόλις ο Ιησούς εξεκίνησε καθήμενος επί του πώλου, και ο πλείστος όχλος ήρχισαν να στρώνουν τα φορέματά των εις την οδόν, και έκοπτον τα βαΐα, ήτοι τους κλάδους, των φοινίκων και των ελαιών, διά να τα βαστάζωσιν ή να τα σκορπίζωσιν εις τον δρόμον Του. Οι προάγοντες δε και οι ακολουθούντες έκραζον λέγοντες: «Ωσαννά τω Υιώ Δαυίδ! Ευλογημένος ο ερχόμενος, εν ονόματι Κυρίου, Βασιλεύς του Ισραήλ. Ωσαννά εν τοις υψίστοις!» Και εν τω ενθουσιασμώ του ο λαός διηγούντο προς αλλήλους πώς τον Λάζαρον εφώνησεν εκ του μνημείου και ήγειρεν αυτόν εκ νεκρών.

Η οδός ανακύπτει διά βαθμιαίας ανωφερείας προς το Όρος των Ελαιών, είτα δε αποτόμως στρέφεται βορεινότερον. Παρά την καμπήν ταύτην της οδού η Ιερουσαλήμ, κρυπτομένη μέχρι τούδε όπισθεν της πλάτης του όρους, επιφαίνεται αιφνιδίως εις την όψιν. Εκεί, μέσω της διαυγούς ατμοσφαίρας, προνεύουσα εκ των βαθειών συσκίων κοιλάδων αίτινες την περιεκύκλουν, η πόλις των μυρίων αναμνήσεων ίστατο εναργής προ Αυτού, και το φως του πρωινού ηλίου, πίπτον επί των επιχρύσων ορόφων του Ναού, αντηύγαζε με λαμπρότητα βιάζουσάν τινα ν' αποστρέψη τους οφθαλμούς. Τοιαύτη θέα τοιαύτης πόλεως είνε πάντοτε περιπαθής, και πολλοί Ιουδαίοι και εθνικοί οδοιπόροι εκράτησαν τον χαλινόν του ίππου των εις το μέρος τούτο, και ανέβλεψαν προς την σκηνήν εν συγκινήσει βαθεία και δυσπεριγράπτω. Αλλ' η Ιερουσαλήμ των ημερών εκείνων, με τους τόσους υπερηφάνους πύργους της, εθεωρείτο ως έν των θαυμάτων του κόσμου, και ήτο θέαμα ασυγκρίτως μεγαλοπρεπέστερον ή η φθίνουσα και κατερειπωμένη πόλις της σήμερον. Και τις να ερμηνεύση δύναται, τις ισχύει να εισδύση εις το ριγηλόν αίσθημα της θείας συμπαθείας, το οποίον εις την θέαν εκείνην διέπνευσε την ψυχήν του Σωτήρος; Καθώς προσέβλεψεν εις την «μάζαν εκείνην χιόνος και χρυσού», δεν υπήρξεν υπερηφάνεια, δεν υπήρξεν έξαρσις εν τη καρδία του αληθούς βασιλέως της; Πόρρω τούτου! Είχε χύσει σιγηλά δάκρυα· επί του τάφου του Λαζάρου· εδώ έκλαυσε μεγαλοφώνως. Όλη η αισχύνη των κατ' Αυτού χλευασμών, όλη η αγωνία της βασάνου Του, υπήρξαν ανίσχυρα, πέντε ημέρας ύστερον, ν' αποσπάσωσιν απ' Αυτού ένα γογγυσμόν, ή να υγράνωσι τα βλέφαρά του μ' έν δάκρυ· αλλ' εδώ, όλος ο οίκτος όστις ήτο εντός Του κατεκυρίευσε την ανθρωπίνην ψυχήν Του, και ου μόνον έκλαυσεν, αλλ' ερράγη εις πάθος σχετλιασμού, εν ώ η φωνή πνιγομένη εφαίνετο παλαίουσα ίνα εξέλθη. Ξένος του Μεσσίου θρίαμβος! παράδοξος διακοπή των πανηγυρικών κραυγών! Ο Ελευθερωτής θρηνεί επί την πόλιν την οποίαν είνε πλέον πολύ αργά να σώση· ο Βασιλεύς προφητεύει την εντελή καταστροφήν του έθνους του οποίου ήλθεν ίνα άρξη! «Εάν εγνώριζες, (έκραξεν, ενώ τα θαυμάζοντα πλήθη προσέβλεπον και δεν είξευρον τι να νοήσωσιν ή να είπωσιν), Ει εγίνωσκες και συ καν τη ημέρα ταύτη τα εις ειρήνην σου!» – κ' εδώ η λύπη διέκοψε τον λόγον, και όταν εύρε φωνήν να εξακολουθήση, ηδυνήθη μόνον να προσθέση, «αλλά νυν κρύπτονται από των οφθαλμών σου! διότι ελεύσονται ημέραι επί σε ότε οι εχθροί σου θήσουσι χάρακα περί σε, και περιβαλούσι σε κύκλω, και τηρήσουσί σε πάντοθεν, και καθελούσι σε έως εδάφους, και τα τέκνα σου εν σοι· και ου μη καταλείψουσιν εν σοι λίθον επί λίθου, ότι ουκ έγνως καιρόν επισκέψεώς σου».

Αυστηρώς, κατά γράμμα, τρομερώς, εντός πεντήκοντα ετών, επληρώθη η προφητεία αύτη. Τέσσαρα έτη προ της ενάρξεως του πολέμου, ενώ η πόλις ήτο ακόμη εν μεγίστη ειρήνη και ευημερία, μελαγχολικός τις μανιώδης διέτρεξε τας οδούς με επανειλημμένας κραυγάς, «Φωνή εξ ανατολών, φωνή εκ δυσμών, φωνή εκ των τεσσάρων ανέμων, φωνή εναντίον Ιερουσαλήμ και του Αγίου Οίκου, φωνή κατά των νυμφίων και των νυμφών, εναντίον παντός του λαού». Ούτε διά μαστίγων ούτε διά βασάνων εδυνήθησαν ν' αποσπάσωσι παρ' αυτού άλλας λέξεις ειμή «Ουαί! Ουαί! τη Ιερουσαλήμ· ουαί τη πόλει· ουαί τω λαώ· ουαί τω Οίκω τω Αγίω!» εωσότου επτά ημέρας, ύστερον, κατά την πολιορκίαν, εφονεύθη διά λίθου εκ καταπέλτου. Η φωνή του ήτο μόνον η ανανεωθείσα ηχώ της φωνής της προφητείας.

Ο Τίτος δεν ήθελεν αρχήθεν να περιβάλη την πόλιν, αλλ' εβιάσθη υπό της απογνώσεως και της ισχυρογνωμοσύνης των Ιουδαίων να περικυκλώση ταύτην, πρώτον διά χάρακος μετά πασσάλων, είτα διά τείχους κτιστού. Δεν επεθύμει να θυσιάση τον Ναόν, κατέβαλε μάλιστα πάσαν δυνατήν προσπάθειαν να τον σώση, αλλ' εβιάσθη να τον μεταβάλη εις τέφραν. Δεν επροτίθετο να φανή σκληρός προς τους κατοίκους, αλλ' ο απονενοημένος φανατισμός της αντιστάσεώς των τόσον έσβεσε πάσαν επιθυμίαν όπως φεισθή αυτών ώστε ανέλαβε το έργον μικρού δειν να εξολοθρεύση την φυλήν, να τους σταυρώση κατά εκατοντάδας, να τους εκθέτη εις το αμφιθέατρον κατά χιλιάδας, να τους εξανδραποδίζη κατά μυριάδας. Ο Ιώσηπος διηγείται ότι, μετά την πολιορκίαν του Τίτου, ουδείς, εν τη δηώσει και τη ερημία ήτις έμεινε, θ’ ανεγνώριζε το κάλλος της Ιουδαίας· και αν Εβραίος τις ήρχετο αίφνης εις την πόλιν, όσον καλώς και αν την είχε γνωρίσει πρότερον, θα ηρώτα, «ποία πόλις είνε αύτη;»

Επήλθε μικρός σταθμός εν τη πομπή ενώ ο Ιησούς έχυνε τα θεία δάκρυα Του και εξέφερε τον προφητικόν θρήνον Του. Αλλά τώρα ο λαός εν τη κοιλάδι των Κέδρων και περί τα τείχη της Ιερουσαλήμ, και οι προσκυνηταί των οποίων αι καλύβαι και αι σκηναί ίσταντο τόσον πυκναί επί των χλοερών κλιτύων κάτω, είχον ιδεί την πλησιάζουσαν συνοδίαν, και είχον ακούσει τους χαρμοσύνους κραυγάς, και ενόησαν τι εσήμαινεν η κίνησις αύτη. Κατ' εκείνον τον χρόνον τα δένδρα των φοινίκων ήσαν πολυαριθμότατα εις τα εγγύς της Ιερουσαλήμ, καίτοι νυν ολίγα μόνον υπάρχουσι· και κόπτοντες τους πρασίνους και χαρίεντας κλάδους των, «τα βαΐα των φοινίκων», ως λέγει ο Ευαγγελιστής, οι άνθρωποι έτρεξαν εις προϋπάντησιν του ερχομένου Προφήτου. Και όταν ηνώθησαν τα δύο κύματα του λαού, εκείνοι οίτινες τον προέπεμπον από Βηθανίας, κ' εκείνοι οίτινες είχον έλθη να Τον προϋπαντήσωσιν από Ιερουσαλήμ, τον περιεστοίχισαν εποχούμενον εν τω μέσω, και οι μεν προάγοντες, οι δε ακολουθούντες, σείοντες τα βαΐα και κράζοντες Ωσαννά, τον συνώδευσαν μέχρι των πυλών της Ιερουσαλήμ.

Μεμιγμένοι μεταξύ του πλήθους ήσάν τινες των Φαρισαίων, και η αγαλλίασις του πλήθους ήτο χολή και άψινθος δι' αυτούς. Τι εσήμαινον αι Μεσσιακαί αύται κραυγαί και οι βασιλικοί τίτλοι; Δεν ήσαν επικίνδυνοι και απρεπείς; Διατί Αυτός τας επέτρεπε; «Διδάσκαλε, επιτίμησον τους μαθητάς σου». Αλλά δεν ήθελεν να πράξη ούτω. «Και αν ούτοι σιωπήσωσιν, είπεν, οι λίθοι κεκράξονται». Οι λόγοι ούτοι ανεμίμνησκον την προφητείαν του Αββακούμ «Ότι λίθος κράξεται εκ του τείχους και δοκός εκ της κεράμου αποκριθήσεται». Οι Φαρισαίοι ησθάνθηταν ότι ήσαν ανίσχυροι να σταματήσουν το κύμα του ενθουσιασμού,

Και όταν έφθασαν εις τα τείχη, όλη η πόλις «εσείσθη» εν εξάψει και ταραχή· «Τις εστιν ούτος;» έλεγον, προκύπτοντες από των στεγών και των δωμάτων και παραμερίζοντος εν ταις ρύμαις και ταις πλατείαις όπως διέλθη η πομπή. Και το πλήθος απήντα μετά σεμνώματος επί τω μεγάλω συμπολίτη των, αλλά και μετά τινος δυσπιστίας ήδη απέναντι της έχθρας της μητροπόλεως. – «Ούτος εστιν Ιησούς, ο Ναζαρηνός Προφήτης».

Πριν ή φθάσωσιν εις την Σουσανήν πύλην του Ναού, το πλήθος διεσκορπίσθη, και ο Ιησούς εισήλθεν. Ο Κύριος, «ον αυτοί εζήτουν», είχεν έλθη αιφνιδίως εις τον Ναόν Του, κομιστής της Διαθήκης, Μεγάλης Βουλής Άγγελος· αλλ' εκείνοι ούτε Τον ανεγνώρισαν ούτε ηυφράνθησαν επ' Αυτώ, καίτοι η πρώτη πραξίς Του υπήρξε το να καθαρίση και απολυμάνη τούτον, όπως προσφέρωσι τω Κυρίω θυσίαν αινέσεως. Καθώς περιέβλεψε και είδε τα εκεί, η καρδία Του και πάλιν σφόδρα ηγανάκτησε. Τρία έτη πρότερον, κατά το πρώτον Πάσχα Του, είχεν αποκαθάρει τον Ναόν, πλην φευ! εις μάτην. Και πάλιν αι τράπεζαι ήσαν πλήρεις από σωρούς νομισμάτων, και τα πρόστωα πλήρη βοών και προβάτων και περιστερών προς πώλησιν. Ναός ήτο αυτός ή αγορά, ή βουστάσιον, ή περιστερεών ή κολλυβιστήριον; Εις τον βεβηλωμένον εκείνον τόπον δεν ήθελε να διδάξη. Και πάλιν, μετά λύπης οργή μεμιγμένης, απήλασεν αυτούς εκείθεν, μηδενός τολμώντος ν' αντισταθή εις το φλέγοντα ζήλον Του. Το πυκνόν πλήθος των Εβραίων (ανερχόμενον, ως λέγεται, εις τριακοσίας μυριάδας) το οποίον επλήρου την Αγίαν Πόλιν κατά την εβδομάδα της εορτής, αναμφιβόλως κατέκτησε την Αυλήν των Εθνών, την προσκειμένην τω Ναώ, χείρονα και θορυβωδεστέραν σκηνήν κατ' εκείνην την ημέραν ή άλλοτέ ποτε, όσω μάλλον την ημέραν εκείνην, συμφώνως με τον Νόμον, ο Πασχάλιος αμνός, τον οποίον οι επισκέπται ήσαν υπόχρεοι ν' αγοράσωσι, εξελέγετο και ετίθετο κατά μέρος. Αλλ' επ' ουδενί λόγω θα επέτρεπεν Εκείνος ίνα ο οίκος του Πατρός Του μεταβληθή εις σπήλαιον ληστών.

Αφού εκαθαρίσθη ο Ναός, ήλθον πάσχοντες προς Αυτόν και τους εθεράπευσε. Ακροαταί των λόγων Του ανά εκατοντάδας συνέρρεον περί Αυτόν, εξίσταντο επί τη διδαχή Του, και εκρέμαντο από των χειλέων Του· «εκρέμαντο απ' αυτών καθώς η μέλισσα από του άνθους, το βρέφος από του μαζού, ο νεοσσός από το ράμφος της κλώσσης. Ο Χριστός έσυρε τον λαόν κατόπιν Του με την χρυσήν άλυσιν της ουρανίου ευγλωττίας Του·. Αυτοί οι παίδες του Ναού, εν τη αθώα αγαλλιάσει των, εξηκολούθουν να κράζουν τα χαρμόσυνα Ωσαννά μεθ' ων Τον είχον υποδεχθή. Οι Αρχιερείς και Γραμματείς και Φαρισαίοι και οι άρχοντες του λαού έβλεπον και ηπόρουν και εφρύαττον και εχάνοντο. Έβρυχον μόνους τους οδόντας εν αδυναμία, μηδέν τολμώντες να πράξωσι, λέγοντες προς αλλήλους ότι ουδέν να πράξωσιν ηδύναντο, διότι όλος ο κόσμος οπίσω Αυτού απήλθε, πλην ελπίζοντες ακόμη ότι η ώρα των θα ήρχετο, και η δύναμις του σκότους έμελλε να έλθη. Εάν απετόλμων να είπωσι μίαν λέξιν προς Αυτόν, ηναγκάζοντο να υποχωρώσι τεταπεινωμένοι και κατησχυμμένοι υπό των αταράχων απαντήσεών Του. Οργίλοι επέστησαν την προσοχήν Του εις τας κραυγάς των παίδων εν ταις αυλαίς του Ναού λέγοντες, «Ακούεις τι ούτοι λέγουσιν;» Αλλ' ο Ιησούς απήντησεν: «Ουδέποτε, ανέγνωτε, Εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων καταρτήσω αίνον;» Να ενθυμήθησαν τάχα, οι άνομοι, την συνέχειαν του στίχου, «ένεκα των εχθρών Σου, του καταλύσαι εχθρόν και εκδικητήν;»

Ούτω εν μεγάλη παρρησία, και εν μέσω των ματαίων αποπειρών των εχθρών εναντίον Του, διήλθον αι ώραι της ημέρας εκείνης. Αλλά και άλλο βαθύτατα ενδιαφέρον συμβεβηκώς επήλθε κατ' αυτήν. Έκπληκτοι εξ όσων ήκουον και έβλεπον, Έλληνές τινες (ίσως προσήλυτοι του Ιουδαΐσμού ελθόντες εις Ιερουσαλήμ διά την εορτήν) ήλθον προς τον Φίλιππον και εζήτησαν να ίδωσι κατ' ιδίαν τον Ιησούν. Χαλδαίοι εξ ανατολών είχον έλθη εις το βρεφικόν λίκνον Του. Έλληνες εκ δυσμών ήρχοντο εις τον Σταυρόν Του. Τίνες ήσαν και διατί Τον εζήτουν αγνοούμεν. Ενδιαφέρουσα παράδοσις λέγει ότι ήσαν απεσταλμένοι του Αβγάρου Ε'. βασιλέως της Εδέσσης, όστις μαθών περί των θαυμάτων του Ιησού, και περί των κινδύνων των απειλούντων Αυτόν ήδη, έπεμψεν απεσταλμένους προσφέρων Αυτώ άσυλον εις το κράτος του. Η παράδοσις προσθέτει ότι, καίτοι ο Ιησούς απέκλινε την προσφοράν, αντήμειψε την πίστιν του Αβγάρου γράψας αυτώ επιστολήν και θεραπεύσας αυτόν εκ της νόσου ης έπασχεν.

Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης ουδέν περί των περιστάσεων τούτων μνημονεύει· ουδέ μας λέγει διατί οι Έλληνες ούτοι ήλθον προς τον Φίλιππον κατά προτίμησιν. Επειδή η Βηθσαϊδά ήτο η γενέθλιος πόλις του Αποστόλου, και επειδή πολλοί Ιουδαίοι κατά την περίοδον ταύτην είχον λάβη ελληνικά ονόματα, και μάλιστα τα εθιζόμενα εν τω οίκω, του Ηρώδου, δεν δυνάμεθα ν' αποδώσωμεν πολλήν σπουδαιότητα εις το ελληνικόν του ονόματός του. Είνε αξία προσοχής ένδειξις της ευλαβείας και του φόβου τον οποίον οι Απόστολοι ησθάνοντο προς τον Διδάσκαλόν των, το ότι ο Φίλιππος δεν «τόλμησε πάραυτα να εκτελέση το αίτημά των. «Έρχεται και λέγει τω Ανδρέα, και πάλιν Ανδρέας και Φίλιππος λέγουσι τω Ιησού. Αν πράγματι εισήγαγον τους αιτούντας ενώπιόν Του δεν δυνάμεθα να είπωμεν, αλλ' Αυτός ήρχισε να λέγη, «Ελήλυθεν η ώρα ίνα δοξασθή ο Υιός του Ανθρώπου». Και η απάντησίς Του ήτο ότι, «Εάν μη ο κόκκος του σίτου πεσών εις την γην αποθάνη, αυτός μόνος μένει· εάν δε αποθάνη, πολύν καρπόν φέρει». Ούτω και η οδός η προς την δόξαν Του ήτο διά της ταπεινώσεως και του θανάτου, και όσοι ήθελον να Τον ακολουθήσωσιν, ώφειλον να είνε παρεσκευασμένοι εν παντί καιρώ, όπως μέχρι θανάτου Τον ακολουθήσωσι. Καθώς δε εθεώρει τον επικείμενον τούτον θάνατον, η ανθρωπίνη φρίκη τούτου επάλαιε με την ζέσιν της υπακοής Του· και γινώσκων ότι αντιμετωπίζων την φοβεράν εκείνην ώραν θα ενίκα, έκραξε, «Πάτερ, δόξασόν Σου το όνομα!» Τότε, διά τρίτην φοράν κατά την επίγειον ζωήν Του, ήλθε φωνή εξ ουρανού λέγουσα, «Και εδόξασα και πάλιν δοξάσω».

Ο Άγ. Ιωάννης ο Ευαγγελιστής παρρησία μας λέγει ότι η φωνή αύτη δεν ήχησε το αυτό προς όλους. Το πλήθος την εξέλαβεν ως παροδικήν βροντήν· άλλοι έλεγον ότι Άγγελος προς Αυτόν ελάλησε». Μόνον δι' ολίγους ήτο έναρθρος η φωνή· Αλλ' ο Ιησούς είπεν αυτοίς ότι η φωνή αύτη δεν έγεινε δι’ Αυτόν, αλλά δι' εκείνους». Νυν κρίσις εστί του κόσμου τούτου, νυν ο άρχων του κόσμου τούτου εκβληθήσεται έξω. Καγώ όταν υψωθώ από της γης, (ως ύψωσε Μωσής τον χαλκούν όφιν εν τη Ερήμω) πάντας ελκύσω προς Εμαυτόν». Οι λαοί ήρχοντο εις αμηχανίαν προς τους ασαφείς τούτους υπαινιγμούς. «Ημείς ηκούσαμεν εκ του Νόμου, ότι ο Χριστός μένει εις τον αιώνα, και πώς Συ λέγεις ότι υψωθήναι δει τον Υιόν του Ανθρώπου; Τις εστιν ούτος ο Υιός του Ανθρώπου;» Η αληθής απάντησις εις την ερώτησίν των θα εγίνετο δεκτή μόνον εις πνευματικάς καρδίας· ήσαν απαράσκευοι δι' αυτήν, και μόνον θα προσεβάλλοντο και θα ηδημόνουν· διά ο Χριστός τούτο δεν απήντησεν εις αυτούς. Μόνον τους προέτρεψε να περιπατώσιν εν τω φωτί κατά τον βραχύν τούτον χρόνον καθ' ον το φως θα ήτο εισέτι μετ' αυτών, ίνα υιοί φωτός γένωνται. Είχεν έλθη ως φως εις τον κόσμον, και τα ρήματα τα οποία λαλεί θα κρίνωσι τους αθετούντας Αυτόν· διότι τα ρήματα ταύτα ήσαν παρά του Πατρός· ακτίνες παρά του Πατρός των Φώτων· ζωοδότειραι λάμψεις από της Αιωνίου Ζωής.

Αλλ' αι έκλαμπροι αύται και ζωτικαί αλήθειαι ήσαν αμβλείαι προς τεφλωμένους οφθαλμούς και νεκραί προς πεπωρωμένας καρδίας. Όσοι εκ των αρχόντων επίστευσαν εν μέρει, δεν ετόλμων να το ομολογήσουν, φοβούμενοι τους Φαρισαίους, «ίνα μη αποσυνάγωγοι γένωνται· ηγάπησαν γαρ την δόξαν των ανθρώπων μάλλον ήπερ την δόξαν του Θεού».

Ούτω ποιά τις θλίψις και αίσθημα αθυμίας ενέπεσε κατά την εσπέραν της ημέρας του θριάμβου. Δεν ήτο ασφαλές διά τον Ιησούν να μένη εν τη πόλει, ούτε ήτο σύμφωνον προς τας επιθυμίας Του. Απεχώρησε λάθρα από του Ναού, εκρύβη από των αγρύπνων εχθρών του, και προασπιζόμενος εισέτι έξω της πόλεως διά του ενθουσιασμού των Γαλιλαίων οπαδών Του, εξήλθεν εις Βηθανίαν μετά των Δώδεκα. Είνε πιθανόν όμως ότι δεν εισήλθεν εις την πολίχνην, καθότι αν μετέβαινε πάλιν εις την φιλικήν οικίαν, δυσκόλως θα ηδύνατο να κρυφθή. Ο Ματθαίος λέγει ότι «ηυλίσθη» εκεί προς το όρος, και ο Λουκάς γράφει «ηυλίζετο εις το όρος το καλούμενον Ελαιών». Δεν ήτο ασυνείθιστος προς υπαιθρίους διανυκτερεύσεις. Αυτός δε και οι Απόστολοί Του, περιτυλιγμένοι με τα εξωτερικά ενδύματα, θα ηδύναντο να κοιμηθώσιν επί της πρασίνης χλόης υπό την σκέπην των δένδρων. Η σκιά του προδότου έπιπτεν επ' Αυτού του Προδοθέντος και επί της μικράς εκείνης λογικής ποίμνης, επί του φυτωρίου των αλιέων Του. Να εκοιμήθη τάχα και ο προδότης τόσον ατάραχος, όσον οι άλλοι, την νύκτα εκείνην;

Yaş sınırı:
12+
Litres'teki yayın tarihi:
28 eylül 2017
Hacim:
620 s. 1 illüstrasyon
Telif hakkı:
Public Domain