Sadece LitRes`te okuyun

Kitap dosya olarak indirilemez ancak uygulamamız üzerinden veya online olarak web sitemizden okunabilir.

Kitabı oku: «Ο Βίος του Χριστού», sayfa 28

Yazı tipi:

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ν'.
Δευτέρα της εβδομάδος των παθών. – Ημέρα Παραβολών

Ο Ιησούς πεινά. – Η άκαρπος συκή. – «Πώς παραχρήμα εξηράνθη η συκή;» – Πρεσβεία ιερέων. – «Τις Σοι έδωκε την εξουσίαν ταύτην;» – Αντερώτησις του Ιησού. – Πώς εφιμώθησαν. – Παραβολή των Δύο Υιών. – Παραβολή των Κακών Γεωργών. – «Λίθον ον απεδοκίμασαν». – Αι σκευωρίαι των Φαρισαίων.

Εγερθείς από του καταυλισμού του, λίαν πρωί, ο Ιησούς επέστρεψεν εις την πόλιν και τον Ναόν και καθ' οδόν επείνασεν. Η Δευτέρα και η Πέμπτη της εβδομάδος ετηρούντο υπό των ακριβολογούντων τηρητών των εθίμων ως ημέραι νηστείας, και ταύτας εννοεί ο Φαρισαίος της Παραβολής όταν λέγη, «Νηστεύω δις του Σαββάτου». Δυνατόν εν τη φιλανθρώπω προθυμία όπως διδάξη τον λαόν Του να παρημέλησε τας κοινάς ανάγκας του βίου· δυνατόν να μη υπήρχε μέσον προς προμήθειαν τροφής ανά τους αγρούς όπου διέτριψε την νύκτα. Οποιαδήποτε και αν ήτο η αιτία, ο Ιησούς επείνασε, και εζήτησε καρπόν τινα όπως λάβη αναψυχήν διά τον κόπον της ημέρας.

Δένδρα υπάρχουσιν άφθονα και νυν έτι εις τον τόπον εκείνον, αλλ' όχι οι πάμπολλοι φοίνικες και αι συκαί και αι καρυαί, αίτινες καθίστων τα περίχωρα της Ιερουσαλήμ εις σύσκιον άλσος, πριν δενδροτομηθώσιν υπό του Τίτου εις τας εχθροπραξίας της πολιορκίας. Συκαί ιδίως εφυτεύοντο παρά την οδόν, επειδή η κόνις επιστεύετο ότι συντελεί εις την ανάπτυξίν των, και ο εύχυμος καρπός των ήτο κοινή ιδιοκτησία, ως θεσπίζεται εν τω Δευτερονομίω (κεφ. κγ, 24). Είς τινα απόστασιν έμπροσθέν Του ο Ιησούς είδε «συκήν μίαν», καίτοι δε η συνήθης ώρα διά την πέπανσιν των σύκων δεν ήτο ακόμη, επειδή όμως εφαίνετο εκτάκτως πρώιμος η συκή αύτη (υπεμφαίνει το «ει άρα τι ευρήσει εν αυτή» του Ευαγγελιστού), και ήτο πλήρης πλατέων φύλλων, και εφαίνετο λίαν ακμαία, ο Ιησούς επλησίασε, μήπως εύρη ή πρώιμον καρπόν εν αυτή ή όψιμον, καθώς ήτο σύνηθες εις τας συκάς της Παλαιστίνης να καρποφορώσιν. Υπάρχει μέχρι της σήμερον εν τη Αγία Γη είδος λευκού ή πρωίμου σύκου το οποίον ωριμάζει κατά το έαρ, και πολύ προ του κυρίως καρπού.

Αλλ' όταν ήλθε πλησίον της συκής, ο Ιησούς απεγοητεύθη. Ο οπός εκυκλοφόρει, τα φύλλα απετέλουν καλόν στολισμόν, αλλά καρπός ουδείς. Προσφυές έμβλημα του υποκριτού, του οποίου το εξωτερικόν πρόσχημα είνε απάτη και ψεύδος· κατάλληλον έμβλημα του έθνους ενώ η επιδεικτική θεοσέβεια δεν έφερε καρπούς αγαθού βίου – το δένδρον ήτο άγονον. Και ήτο απελπιστικώς άγονον διότι, αν υπήρξε γόνιμον κατά το προλαβόν έτος, έπρεπε να έχη ακόμη τινά εκ των κ ε ρ μ ο ύ ζ, ήτοι των φθινοπωρινών σύκων, κρυμμένα όπισθεν των πλατεών και βαθυπρασίνων φύλλων του· και αν έμελλε να είνε γόνιμον κατά το έτος τούτο, έπρεπε να φέρη τινά εκ των β α κ π ο ρ ώ θ, ήτοι των πρωίμων εαρινών σύκων· αλλ' επί του ακάρπου τούτου δένδρου δεν υπήρχεν ούτε επαγγελία διά το μέλλον ούτε ανάμνησις από του παρελθόντος.

Και διά τούτο, επειδή ήτο μόνον απατηλή και άχρηστος, και κατήργει το έδαφος το οποίον κατείχε, κατέστησεν αυτήν την αιωνίαν νουθεσίαν κατά της υποκρισίας επακολουθούσης μέχρι τέλους, και εις επήκοον των μαθητών Του εξήνεγκε κατ' αυτής την επίσημον απόφασιν, «Μηκέτι εκ σου καρπός γένηται εις τον αιώνα!» Και άμα τω λόγω, η άκαρπος ζωή της εσταμάτησε, και ήρχισε να ξηραίνεται οφθαλμοφανώς.

Αι επικρίσεις εναντίον του θαύματος τούτου υπήρξαν εκτάκτως ματαιόσχολοι, άτε βασισθείσαι κατά το πλείστον επί της αμαθείας ή της προλήψεως, υπό εκείνων οίτινες αρνούνται την θεότητα του Ιησού Χριστού, ωνομάσθη ποινικόν θαύμα, θαύμα εκδικήσεως, θαύμα ανοικείου οργής, παιδαριώδης επίδειξις ανυπομονησίας εν απογοητεύσει, άδικος οργή εναντίον της αθώας φύσεως. Ουδείς, υποθέτω, όστις πιστεύει ότι η διήγησις παριστά θαυμάσιον γεγονός θα έχη την τόλμην να εγκαλέση τας αφορμάς εκείνου όστις το ετέλεσεν· αλλά πολλοί επιχειρούσι να πείσωσιν ότι είνε διήγησις σφαλερά, καθόσον αφηγείται ό,τι αυτοί θεωρούσιν ως αναξίαν επίδειξιν, οργής επί μικρά απογοητεύσει, και ως θαύμα καταστροφής παραβιαζούσης τα δικαιώματα του υποτιθεμένου κτήτορος της συκής, ή του πλήθους. Πλην όσον αφορά την πρώτην ένστασιν, αρκεί να είπω ότι πάσα σελίς της Νέας Διαθήκης δεικνύει το αδύνατον του να φαντασθή τις ότι οι Ευαγγελισταί είχον τόσον σφαλεράν έννοιαν περί του Ιησού, ώστε να πιστεύσωσιν ότι εξεδίκησε την παροδικήν δυσφορίαν Του επί ανευθύνου πράγματος. Εκείνος όστις, εις το κέλευσμα του Πειράζοντος, ηρνήθη να θεραπεύση την ιδίαν πείναν του μεταβάλλων εις άρτους τους λίθους της ερήμου, είνε δυνατόν να παρασταθή ότι παρεφέρθη υπ' οργής εναντίον αψύχου πράγματος; Τόσον ασεβής παραλογισμός δυνατόν να ευρεθή εις τα Απόκρυφα Ευαγγέλια· αλλ' αν οι Ευαγγελισταί θα ήσαν ικανοί, εάν άλλως είχε, να το διαιωνίσωσι, δεν θα ηδύναντο να έχωσιν ούτε την δύναμιν ούτε την θέλησιν να ζωγραφήσωσι την θείαν εκείνην εικόνα του Κυρίου Ιησού, την οποίαν η γνώσις των περί της αληθείας συν τη εποπτία του Αγίου Πνεύματος κατέστησεν αυτούς ικανούς να παρουσιάσωσιν εις τον κόσμον διά πάντοτε, ως το πλέον ανεκτίμητον κτήμα του. Και όσον αφορά την ξήρανσιν του δένδρου, μη ο οικοδεσπότης της παραβολής αυστηρώς ποτε επεκρίθη διότι είπε περί της αγόνου συκής του. «Κόψατε την, επειδή καταργεί το έδαφος;» Μη ο Ιωάννης ο Βαπτιστής κατεκρίθη ποτέ επί βιαιότητι και καταστρεπτικότητι διότι έκραξεν, «Ήδη η αξίνη προς τη ρίζη των δένδρων κείται· παν ουν δένδρον μη ποιούν καλόν καρπόν, εκκόπτεται και εις πυρ βάλλεται;» Ή μη ο αρχαίος Προφήτης (ο Ιεζεκιήλ) κατηγορήθη ποτέ ότι κακώς παρίστα τον χαρακτήρα του Θεού, όταν λέγη. «Εγώ, ο Κύριος εξήρανα το δένδρον το χλωρόν» και πάλιν «εποίησα το ξηρόν δένδρον του ανθήσαι;» Όταν η χάλαζα καταβάλλη τους βλαστούς της αμπέλου, όταν αι βολίδες των αστραπών πλήττουσι την ελαίαν ή καταβάλλουσι την υπερήφανον δρυν, τολμά άλλος τις παρά τους άκρως αμαθείς και κτηνώδεις να βλασφημή το θείον; είνέ ποτε έγκλημα το καταστρέφειν άχρηστον δένδρον; Εάν όχι είνε περισσότερον έγκλημα το πράττειν ούτω διά θαύματος; Διατί τότε ο Σωτήρ του κόσμου, εις ον ο λίβανος θα ήτο πάρα πολύ μικρός ως ολοκαύτωμα, να κατακριθή υπό προπετών κριτικών, διότι επέσπευσε την ξήρανσιν αγόνου δένδρου και εθεμελίωσεν επί της καταστροφής της αχρηστίας του τρία αιώνια μαθήματα· έν σύμβολον του ολέθρου της αμετανοησίας, μίαν νουθεσίαν περί του κινδύνου της υποκρισίας, έν υπόδειγμα της δυνάμεως της πίστεως;

Εξηκολούθησαν τον δρόμον των και ως συνήθως εισήλθον εις τον Ναόν· και μόλις είχον εισέλθει όταν τους συνήντησε μία άλλη ένδειξις του σφοδρού πνεύματος της αντιστάσεως το οποίον ενέπνευσε τους άρχοντας της Ιερουσαλήμ. Μία πρεσβεία τους επλησίασε, επιβλητική κατά τε τον αριθμόν και την επισημότητα. Οι αρχιερείς, οι ευπαίδευτοι γραμματείς, οι εξέχοντες Ραββίνοι αντιπρόσωποι όλων των τάξεων του συνεδρίου ήλθον με σκοπόν να τον τρομάξουν, καθό περιφρονούντες τον πτωχόν προφήτην της αφανούς Ναζαρέτ, με παν ότι σεβάσμιον εν ηλικία έξοχον εν σοφία ή επιβάλλον εν εξουσία παρά τω μεγάλω συμβουλίω του έθνους. Ο λαός τον οποίον ησχολείτο διδάσκων παρεμέρησεν εν σεβασμώ ενώπιόν των μήπως τυχόν μολύνει τας κυματιζούσας εκείνας εσθήτας και τα πλαταία κράσπεδα δι' επαφής· και όταν ετάχθησαν περί τον Ιησούν εν αυστηρότητι τον ηρώτησαν, «εν ποία εξουσία ταύτα ποιείς; και τις Σοι έδωκε την εξουσίαν ταύτην;» εζήτουν να παυθούν τα έγγραφα δικαιώματά του διότι ανελάμβανεν ούτω καθήκοντα Ραββίνου και προφήτου, να εισελαύνει εποχούμενος εις Ιερουσαλήμ εν μέσω των Ωσαννά του πλήθους, να καθαρίζη τον Ναόν από τους πωλούντας και αγοράζοντας των οποίων την παρουσίαν ηνείχοντο ούτοι. Η απάντησις τους εξέπληξε και τους συνέχεε. Με την άπειρον εκείνην ετοιμότητα του πνεύματος εις την οποίαν η ιστορία του κόσμου δεν παρέχει παράλληλον, ο Ιησούς τους είπεν ότι η απάντησις εις την ερώτησίν των εξηρτάτο από την απάντησιν την οποίαν θα έδιδον αυτοί εις μίαν ερώτησιν ιδικήν του· «το βάπτισμα του Ιωάννου εξ ουρανού ην ή εξ ανθρώπων;» αιφνιδία σιωπή επήλθε «απαντήσατέ Μοι» είπεν ο Ιησούς διακόπτων τους συγκεχυμένους ψιθυρισμούς των. Και βεβαίως αυτοί οι οποίοι είχον πέμψει επιτροπείαν να εξετάση δημοσία τας αξιώσεις του Ιωάννου ήσαν εις θέσιν να απαντήσουν.

Αλλ' απάντησις δεν ήρχετο. Εγνώριζον πολύ καλά την σπουδαιότητα του ερωτήματος. Ο Ιωάννης αναφανδών και εμφαντικώς είχε μαρτυρήσει περί του Ιησού. Τον είχεν αναγνωρίσει ενώπιον των ιδίων απεσταλμένων των όχι μόνον ως προφήτην, αλλ' ως προφήτην πολύ μεγαλείτερον από τον εαυτόν των, ακόμη περισσότερον ως τον προφήτην, ήτοι τον Μεσσίαν. Θα ανεγνώριζον το κύρος ή όχι; Προφανώς ο Ιησούς είχε δικαίωμα να απαιτήση την απάντησίν των εις την ερώτησιν ταύτην πριν Αυτός απαντήση και εις την ιδικήν των. Αλλά δεν ηδύναντο ή μάλλον δεν ήθελον να απαντήσωσι εις το ερώτημα.

Τους έφερε δε εις μέγα δίλημα. Δεν ήθελον να είπουν εξ ουρανού, επειδή εκ καρδίας τον είχον απορρίψει· δεν ετόλμων να είπωσι εξ ανθρώπων, διότι η πίστις εις τον Ιωάννην ως βλέπομεν και παρ' Ιωσήπω ήτο τόσον σφοδρά και τόσον ομόθυμος ώστε απορρίπτοντες αυτόν φανερά θα εξέθετον εις κίνδυνον την ιδίαν ασφάλειάν των. Κατήντησαν λοιπόν, αυτοί οι διδάσκαλοι του Ισραήλ εις την επωνείδιστον ανάγκην να είπωσιν «ουκ είδομεν».

Υπάρχει εβραϊκή τις παροιμία λέγουσα «μάθε την γλώσσαν σου να λέγη δεν ξεύρω».

Αλλά να είπωσι δεν ειξεύρομεν εις την περίπτωσιν ταύτην θα ήτο ταπεινωτικόν εις την αγερωχίαν των, θανάσιμον κτύπημα εις τας αξιώσεις των. Θα επρόδιδαν αμάθειαν εις σφαίραν όπου η αμάθεια ήτο δι' αυτούς ασύγγνωστος. Αυτοί οι επίσημοι ερμηνευταί του νόμου, οι παραδεδεγμένοι διδάσκαλοι του λαού, αυτοί οι έχοντες το μονοπώλειον της γραφικής μαθήσεως και της γραφικής παραδόσεως, να αναγκασθώσιν εναντίον των αληθινών πεποιθήσεών των να είπωσι και τούτο ενώπιόν του πλήθους ότι δεν ηδύναντο να είπωσιν αν είς προφήτης απείρου και καθιερωμένης επιρροής ήτο θεόπνευστος άγγελος, ή πλάνος απαταιών! Ήσαν λοιπόν τα όρια μεταξύ του εμπνευσμένου προφήτου και του πονηρού απαταιώνος τόσον αμφίβολα και δυσδιάκριτα; Ήτο πράγματι φοβερά ταπείνωσις και τοιαύτη ώστε να μη την λησμονήσουν μηδέ να την συγχωρήσουν ποτέ. Εις τον λάκκον τον οποίον είχον ορύξει ενέπεσον αυτοί· το πομπώδες ερώτημα το οποίον ήτο προορισμένον ως μηχάνημα προς καταστροφήν άλλου εξερράγει εις τα οπίσω προς ιδίαν αυτών σύγχυσιν και καταισχύνην. Ο Ιησούς δεν τους επίεσε περισσότερον εν τη αμηχανία των, καίτοι καλώς εγνώριζε ότι το δεν ηξεύρομεν ήτο ίσον με το δεν θέλομεν να είπωμεν. Αφού όμως η μη απόκρισίς των σαφώς απήλλαξεν Αυτόν της ανάγκης του να είπη αυτοίς περισσοτέρα περί μιας εξουσίας περί ης κατά την ιδίαν ομολογίαν των ήσαν όλως αναρμόδιοι να αποφασίσωσιν, ετελείωσε την σκηνήν λέγων απλώς «ουδ' εγώ λέγω ημίν εν ποία εξουσία ταύτα ποιώ». Και αυτοί μεν υπεχώρησαν ολίγον προς τα οπίσω, Εκείνος δε εξακολούθησε την διδασκαλίαν του λαού την οποίαν είχε διακόψει, και ήρχισεν να ομιλή πάλιν προς αυτούς εν παραβολαίς, τας οποίας και το πλήθος και τα μέλη του συνεδρίου τα παρεστώτα δεν εδυσκολεύοντο να εννοήσωσιν. Και επίτηδες επέστησε την προσοχήν των εις ότι έμελλε να είπη· «Πώς σας φαίνεται;» ηρώτησε, και τους διηγήθη περί δύο υιών εκ των οποίων ο πρώτος ρητώς ηρνήθη να κάμη του πατρός των το θέλημα, αλλ' ύστερον μετεμελήθη και το έπραξεν, ο δε άλλος προθύμως υπεσχέθη υπακοήν αλλά δεν το έπραξεν· τις εκ των δύο έπραξε το θέλημα του πατρός; δεν ηδύναντο ειμή ν' απαντήσωσιν ο πρώτος, και Αυτός τους υπέδειξε τότε την αληθή έννοιαν της απαντήσεώς των, ότι οι τελώναι και αι πόρναι με όλην την φαινομένην αισχύνην εις το θέλημα του Θεού, ουχ ήττον εδείκνυον εις αυτούς τους ευσυνειδήτους και λίαν ευυπολήπτους νομοδιδασκάλους του έθνους του αγίου την οδόν την άγουσαν εις την βασιλείαν του Θεού. Ναι, οι αμαρτωλοί ούτοι τους οποίους περιεφρόνουν και εμίσουν εισέβαλον προ αυτών διά της θύρας ήτις δεν είχε κλεισθή ακόμη, διότι ο Ιωάννης είχεν έλθει προς τους Ιουδαίους τούτους με τας ιδίας αρχάς των και τα έθιμά των και έλεγον ότι τον δέχονται αλλά δεν τον εδέχθησαν. Οι τελώναι και αι πόρναι είχον μετανοήσει εις την διδασκαλίαν των. Με όλα τα μακρά κράσπεδα και τα πλατεία φυλακτήριά των αυτοί οι ιερείς, οι διδάσκαλοι, οι Ραββίνοι του λαού τούτου ήσαν χειρότεροι ενώπιόν του Θεού ή οι αμαρτωλοί τους οποίους εβδελήττοντο μήπω, θίξωσι τα κράσπεδά των.

Είτα είπεν αυτοίς «άλλην παραβολήν ακούσατε» και διηγήθη την παραβολήν των ανυποτάκτων γεωργών εν τω αμπελόνι, του οποίου δεν ήθελον να αποδόσουν τους καρπούς. Ο αμπελών ούτος του Κυρίου των Δυνάμεων ήτο ο οίκος του Ισραήλ· και ο λαός ήσαν τα κλίματα· και αυτοί οι αρχηγοί και διδάσκαλοι ήσαν εκείνοι προς τους οποίους ο κύριος του αμπελώνος φυσικά θα απέβλεπε διά την απόδοσιν του προϊόντος. Αλλά μεθ' όλα όσα είχεν πράξη διά τον αμπελώνα του σταφίλια δεν υπήρχον ή μόνον αγριοστάφυλα. «Επέβλεψεν εις κρίσιν και ιδού θλίψις εις δικαιοσύνην και ιδού κραυγή».

Και αφού δεν ήθελον να αποδόσωσι καρπόν τινα και δεν ετόλμων να ομολογήσωσι την ακαρπίαν διά την οποίαν αυτοί οι γεωργοί ήσαν υπεύθυνοι, ύβριζον και έτυπτον και ετραυμάτιζον και εφόνευον απεσταλμένον μετά απεσταλμένον τους οποίους ο κύριος του αμπελώνος έπεμπεν προς αυτούς. Τελευταίον πάντων έπεμψε τον Υιόν Του, και τον υιόν εκείνον, άμα τον είδον είπον προς αλλήλους, «ούτως εστίν ο κληρονόμος· δεύτε αποκτείνομεν αυτόν και κατάσχομεν αυτού την κληρονομίαν.» Και λαβόντες αυτόν έξω του αμπελώνος και απέκτειναν. Όταν λοιπόν έλθη ο κύριος του αμπελώνος τι θα κάμη τους γεωργούς εκείνους;

Ή ο λαός εκ χρηστής πεποιθήσεως, ή οι ακροούμενοι Φαρισαίοι, διά να δίξωσι την κατά το φαινόμενον περιφρόνησίν των προς την κεφαλαιώδει έννοιαν της παραβολής απήντησαν ότι κακούς καλούς θα τους απολέση, και τον αμπελώνα θα δώση εις άλλους γεωργούς πιστοτέρους και αξιοτέρους. Αλλ' όμως η έκφρασις της αποδοκιμασίας ταύτης απέσπασεν από της καρδίας του λαού τον βαθύν γογγυσμόν της αποδοκιμασίας των, Χ α λ η λ ά! (μη γένοιτο!)

Δευτέραν φοράν εβιάσθησαν εις ομολογίαν ήτις μοιραίως διά του ιδίου στόματός των κατεδίκαζον αυτούς. – Ωμολόγησαν διά των ιδίων χειλέων των ότι θα ήτο σύμφωνα την δικαιοσύνην του Θεού το να αποστερήση αυτούς των αποκλειστικών δικαιωμάτων των και να δώση ταύτα εις τα έθνη.

Ή και διά να τους δίξη ότι αι ίδιαι Γραφαί των είχον προφητεύση περί της διαγωγής των ταύτης προσήλωσε το βλέμμα Του εις αυτούς και τους ηρώτησεν άν ποτε δεν ανέγνωσαν περί του λίθου τον οποίον οι οικοδομούντες απεδοκίμασαν και όστις διά της θαυμασίας προθέσεως του Θεού κατέστη η κεφαλή της γωνίας. Πώς θα ηδύναντο να μείνωσιν ο ι κ ο δ ό μ ο ι επιπλέον αφού το όλον σχέδιον της εργασίας των απεδοκίμασεν ούτω και ετέθη κατά μέρος; Δεν έλεγε σαφώς η παλαιά προφητεία των ότι ο Θεός θα εκάλη άλλους οικοδόμους εις το έργον του Ναού Του; ουαί εις αυτούς τους προσκόπτοντας εις τον απορριφθέντα εκείνον λίθον. Τον απορρίπτουν αυτόν, εν τη ανθρωπότητι και τη ταπεινώσει του εσήμαινε πόνον και απώλειαν· αλλά το να ευρεθώσι ακόμη απορίπτοντες αυτόν όταν έμελε πάλιν να έλθη εν τη δόξη του δεν θα ήτο τούτο εσχάτη καταστροφή από προσώπου Κυρίου; Το να καθίσωσιν επί έδρας κρίσεως και να καταδικάσωσι αυτόν, τούτο θα ήτο όλεθρος δι' αυτούς και το έθνος των· αλλά το να καταδικασθώσι παρ' Αυτού δεν θα εσήμαινε να αλεσθώσι εις κόνιν; Είδον τώρα σαφέστερον παρά ποτε την όλην ρυπήν και έννοιαν των παραβολών τούτων και επόθουν την ώραν της εκδικήσεως! Αλλά μέχρι τούδε ο φόβος συνείχεν αυτούς· διότι προς το πλήθος ο Χριστός ήτο ακόμη προφήτης.

Μίαν περισσότερον νουθεσίαν εξέφερεν προς αυτούς κατά την ημέραν ταύτην των παραβολών, την παραβολήν του γάμου του υιού του βασιλέως. Κατά την βάσιν και το σχέδιον αύτη μεγάλως ωμοίαζε προς την παραβολήν του μεγάλου δείπνου. Την ρηθείσαν κατά την τελευταίαν οδοιπορείαν του εν τη οικία Φαρισαίου αλλά κατά πολλάς των λεπτομεριών της και εις το συμπέρασμά της ήτο διαφορετική. Εδώ οι αχάριστοι υπήκοοι οίτινες λαμβάνουσι την πρόσκλησιν ου μόνον ελαφρώς συμπεριφέρονται και εξακολουθούν αδιατάρακτοι τας εγκοσμίους ασχολίας των, αλλά τινές εξ αυτών υβρίζουν και φονεύουν τους απεσταλμένους οίτινες τους είχον προσκαλέσει· και όπου «η ιστορία εξαίρεται μέχρι προφητικού ύψους καταστρέφονται και η πόλις των καίεται. Και το λοιπόν της διηγήσεως άγει προς πλείονας ακόμη σκηνάς μεστάς βαθυτέρων εννοιών ακόμη. Άλλοι προσκαλούνται· το γαμήλιον συμπόσιον δέχεται άλλους δαιτημόνας και καλούς και κακούς· ο βασιλεύς εισέρχεται και παρατηρεί έναν όστις είχεν αναμιχθή μετά της ομηγύρεως και είχεν εισέλθη εις το συμπόσιον με τα ράκη τα οποία εφόρει. Χωρίς να φροντίση να φορέση ένδυμα γάμου το οποίον η κοινοτάτη φιλοφροσύνη απήτει.

Ο άξεστος, ο επείσακτος και θρασύς δαιτημών εκβάλλεται υπό των διακονούντων αγγέλων εις το σκότος το εξώτερον, όπου ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων· και είτα έπεται η συχνά και άλλοτε δοθείσα νουθεσία ότι πολλοί μεν εισί κλητοί, ολίγοι δε εκλεκτοί.

Αι διδασκαλίαι αύται επλήρουν πικράς λύσσης το πνεύμα των Ιερέων και Φαρισαίων. Ουαί εις τον προφήτην όστις τολμά να βαίνη αντιθέτως προς το κρατούν θρησκευτικόν σύστημα να εκθέτη τας σφαλεράς παραδόσεις εφ' ων στηρίζεται! Θα εύρη την Κοινότητα πικρότερον και ασυνειδητότερον εχθρόν ή τον κόσμον. Και τούτο είχε πράξει ο Ιησούς. Είχεν αρχίσει την ημέραν αρνούμενος ν' απαντήση εις το δικτατωρικόν ερώτημά των, και δικαιολογών, ή μάλλον θριαμβεύων, εν τη αρνήσει ταύτη. Η αντερώτησίς Του ου μόνον είχε δείξει την υπεροχήν Του επί της επιρροής την οποίαν τόσον αλαζονικώς εξήσκουν επί του λαού, αλλ' είχε φέρει αυτούς εις την επονείδιστον σιωπήν της υποκρισίας, ήτις εβιάζετο να προασπίζηται υπό την δικαιολογίαν της αναρμοδιότητος. Είτα επήλθον αι παραβολαί Του. Εν τη πρώτη τούτων τους είχε καταδικάσει επί ψευδέσιν επαγγελίαις μη συνοδευομέναις διά πράξεων· εν τη δευτέρα είχε ζωγραφήσει την ευθύνην του αξιώματός των, και είχεν αποδείξει τρομεράν την τιμωρίαν διά την σπάταλον κατάχρησιν αυτού· εν τη τρίτη υπέδειξεν άμα την τιμωρίαν ήτις θα επήρχετο επί τη απορρίψει των προσκλήσεών του και το αδύνατον του απατήσαι τον οφθαλμόν του Ουρανίου Πατρός Του δι' αποδοχής προσποιείτο μόνον και επί ψιλώ ονόματι. Και τούτο ήτο μόνον μικρόν δείγμα της καρδιογνωστικής δυνάμεως μεθ' ης οι λόγοι Του είχον φανή προς αυτούς η ρομφαία του πνεύματος διαπερώσα μέχρι αρμών και μυελών. Αλλ' εις τους πονηρούς τίποτε δεν είνε τόσον αφόρητον όσον η επίδειξις της ιδίας των πλάνης. Τόσον μεγάλη ήτο η μανία της Ιουδαϊκής ιεραρχίας ώστε προθύμως θα τον συνελάμβανον κατ' αυτήν εκείνην την ώραν. Ο φόβος τους συνεκράτησε και απήλθεν ανενόχλητος εις το ίδιον αναπαυτήριόν του. Αλλ' ή την νύκτα εκείνην ή την επομένην πρωίαν οι εχθροί του έλαβον άλλο συμβούλιον (κατ' εκείνον τον χρόνον φαίνεται να συνήρχοντο εις συμβούλια σχεδόν καθημερινώς) διά να ίδουν αν δεν ηδύναντο ακόμη να κάμουν μίαν συστηματικήν, συνδιασμένην οριστικήν προσπάθειαν όπως παγηδεύσωσιν Αυτόν εις τους λόγους των. Το να αποδείξωσιν εν αμαθεία ή πλάνη, διασείουσι την υπόληψίν Του παρά τω πλήθει ή τον περιπλέξωσιν εις επικινδύνους σχέσεις προς την πολιτικήν εξουσίαν. Θα ίδωμεν εις το επόμενον κεφάλαιον το αποτέλεσμα των μηχανοραφιών των.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΝΑ'.
Η ημέρα των πειρασμών

Η δύναμις της πίστεως. – Συνωμοσία των Ηρωδιανών. – «Έξεστι Καίσαρι κήνσον διδόναι;» – Θεία σοφία της απαντήσεως του Ιησού. – Απόπειρα των Σαδδουκαίων. – Η επτάκις χήρα. – «Ως οι άγγελοι του Θεού». – «Ο Θεός Αβραάμ Ισαάκ και Ιακώβ». – Διδασκαλία περί Αθανασίας.

Την επομένην πρωίαν ο Ιησούς ηγέρθη μετά των μαθητών Του ίνα εισέλθη διά τελευταίαν φοράν εις τας αυλάς του Ναού. Καθ' οδόν διήλθον πλησίον της μονήρους συκής ήτις δεν ήτο πλέον φαιδρά με το ψευδές κόσμημα των φύλλων της αλλά απεξηραμμένη από του κορμού μέχρι των κλάδων. Το οξύ βλέμμα του Πέτρου πρώτον παρετήρησε ταύτην, και ούτος εφώναξεν, «Διδάσκαλε ίδε η συκή ην κατεράσθης εξηράνθη». Οι μαθηταί εστάθησαν να την κυττάξουν και εν τη εκπλήξει των επί τη ταχύτητι μεθ' ης η καταδίκη επληρώθη ηρώτησαν πώς έγεινε τούτο. Ότι τους εξέπληξε περισσότερον ήτο η δύναμις του Ιησού· αι βαθυτέραι έννοιαι της συμβολικής πράξεώς του φαίνεται προς το παρόν ότι τους ελάνθανον· και αφήσας τα μαθήματα ταύτα να επιλάμψωσιν επ' αυτούς βαθμηδόν, ο Ιησούς είπεν αυτοίς ότι εάν έχωσι πίστιν Θεού, πίστιν ήτις θα τους καθίστα αξίους, να προσφέρωσι τας δεήσεις των μετά ακλονήτου εμπιστοσύνης, πολύ μεγαλειτέρα από το θαύμα της συκής θα κατορθώσωσι. Αλλά προσέθηκε μίαν σπουδαιοτάτην νουθεσίαν ότι δεν πρέπει να μεταχειρίζονται τας ιεράς δυνάμεις της πίστεως και της προσευχής προς σκοπούς οργής και εκδικήσεως. Το μυστήριον της ευαρέστου προσευχής είνε η πίστις. Η οδός προς την πίστιν βαίνει πλησίον της συγγνώμης, η δε συγγνώμη είνε δυνατή μόνον εις εκείνους οίτινες είνε πρόθυμοι να συγχωρώσι τους άλλους. Μόλις εκάθησαν εν τω Ναώ και το αποτέλεσμα των μηχανορραφιών των εχθρών Του της προλαβούσης εσπέρας εφάνη διά νέας στρατηγικής βασιζομένης επί ενός των κινδυνοδεστάτων και πλέον καταχθονίων και μεμελετημένων σχεδίων όπως παγηδέψωσι και καταστρέψωσιν αυτόν. Όπως κατορθώσωσι τούτο οι Φαρισαίοι συνήψαν κακοήθως συμμαχίαν με τους Ηρωδιανούς· ώστε δυο κόμματα συνήθως έχθιστα αλλήλων συνδιαλλάγησαν νυν εν συνωμοσία προς καταστροφήν του κοινού εχθρού. Ψευδευλαβείς και συκοφάνται, ιεραρχική λεπτολογία και αδιαφορία πολιτική η σχολή της πλεονεξίας, και της επιτηδειότητος ηνώθησαν όπως περιπλέξωσι και φέρουσι εις αμηχανίαν τον Ιησούν. Οι Ηρωδιανοί σπανίως μνημονεύονται εν τη ευαγγελική ιστορία. Η ύπαρξίς των είχεν κυρίαν πολιτικήν σημασίαν και ίσταντο εκτός του ρεύματος του θρησκευτικού βίου, παρ' εκτός μόνον εφ' όσον αι Ελληνιστικαί τάσεις των και τα κοσμικά συμφέροντά των τους έκαμνον να δεικνύουν επιδεικτικήν ολιγωρίαν προς τον Μωσαϊκόν νόμον. Ούτω εξελλήνιζον τα σημιτικά ονόματά των, προσελάμβανον ειδωλολατρικάς έξεις εσύχναζον εις αμφιθέατρα και περιεφρόνουν τα Ιουδαϊκά έθιμα. Το ότι οι Φαρισαίοι ηνέχθησαν και την προσκαιροτάτην σύμπραξιν μετά τοιούτων ανθρώπων, των οποίων η ύπαρξις ήτον ύβρις κατά των προσφιλέστερων προλήψεών των μας δίδει αφορμήν να αναμετρήσωμεν ακριβέστερον το δηλητηριώδες μίσος το οποίον έστρεφον κατά του Ιησού. Και το μίσος τούτο έμελε να γείνη πικρότερον ακόμη. Αι πράξεις και οι λόγοι της ημέρας εκείνης έμελον να εξάψωσιν αυτό εις το έπακρον.

Οι Ηρωδιανοί ηδύναντο να έλθωσιν ενώπιόν του Ιησού χωρίς να κινήσωσιν υποψίαν απαισίων σκοπών· αλλ' οι Φαρισσαίοι υπουλότεροι και πανουργότεροι δεν ήλθον προς Αυτόν οι ίδιοι. Έπεμψαν τινάς των νεωτέρων μαθητών των, τους οποίους ο Λουκάς ονομάζει εγκαθέτους, οίτινες εξησκημένοι ήδη εν τη υποκρισία έμελον να πλησιάσωσιν Αυτόν ως εν αδόλω απλότητι εταστικού πνεύματος. Ήθελον να παράσχωσι την εντύπωσιν ότι έρις είχεν συμβή μεταξύ αυτών και των Ηρωδιανών, και ότι επεθύμουν να λύσωσι ταύτην. Εκκαλούντες την κρίσιν εις το ανώτερον κύρος του μεγάλου Προφήτου. Ήλθον προς Αυτόν περιεσκεμμένως ευλαβώς, φιλοφρόνως. «Ραββί είπον μετά κολακευτικής φιλοτιμίας οίδαμεν ότι αληθής ει και την οδόν του Θεού, εν αληθεία διδάσκεις και ου μέλλει Σοι περί ουδενός· ου γαρ βλέπεις εις πρόσωπον ανθρώπων».

Τον προσεκάλεσαν δε άνευ φόβου ή ευνοίας εμπιστευτικώς να τους είπη την γνώμην Του εις ζήτημα πρακτικής σπουδαιότητος ως όντες βέβαιοι ότι εκείνος μόνος ηδύνατο να λύση την θλιβεράν απορίαν των. Αλλά διατί όλη αυτή η κολακεία και η υποκρισία; «ειπέ ουν ημίν έξεστι κήνσον Καίσαρι διδόναι ή ου;» Αυτόν τον κεφαληάτικον φόρον τον οποίον όλοι μισούσι αλλά την νομιμότητα του οποίου αυτοί οι Ηρωδιανοί υποστηρίζουσι πρέπει ή δεν πρέπει να τον πληρόνωμεν; Ποίος εξ ημών έχει δίκαιον; ημείς οι οποίοι δισχεραίνωμεν και αποστρεφόμεθα τον φόρον ή οι Ηρωδιανοί οι οποίοι τον θέλουν και τον υποστηρήζουν; Έπρεπεν, εφρόνουν, να απαντήση ναι ή όχι· δεν είνε δυνατόν να εκφύγη από έν σαφές ερώτημα τόσον προφυλακτικώς, ειλικρινώς και ευσεβάστως υπόβαλλόμενον. Ίσως θ’ απαντήση ναι, πρέπει. Εάν ούτω πας φόβος αυτού εκ μέρους των Ηρωδιανών θα εκλείπη διότι τότε δεν θα είνε πιθανόν ότι θα διακινδυνεύση αυτούς ή τας σκέψεις των. Εάν Ούτος τον οποίον πολλοί εκλαμβάνουσι ως τον Μεσίαν φανερώς προσχωρήση εις ειδολολατρικήν τυραννίαν και κυρώση τα επαχθέστερα βάρη της, τοιαύτη απόφασις θα εκραγή και θα εξατμήση πάσαν ευλάβειαν την οποίαν ο λαός δυνατόν να αισθάνεται προς Αυτόν.

Εάν αφ' ετέρου ως φαίνεται σχεδόν βέβαιον απαντήσει όχι, δεν πρέπει τότε και πάλιν απαλλαττόμεθα απ' Αυτού: διότι τότε είνε εν φοβερά αποστασία κατά της Ρωμαϊκής εξουσίας και τότε αυτοί οι Ηρωδιανοί οι νέοι φίλοι μας δύνανται πάραυτα να τον παραδώσωσιν εις την δικαιοδοσίαν του Πραίτορος. Ο Πόντιος Πιλάτος θα μεταχειρισθή πολύ αυστηρώς Αυτόν και τας αξιώσεις Του και θέλει εν ανάγκη άνευ του ελαχίστου δυσταγμού αναμίξει το αίμα του, ως αναίμιξε το αίμα άλλου Γαλιλαίου με το αίμα των θυμάτων.

Πρέπει να επερίμεναν την απάντησιν μετά πλείστου ενδιαφέροντος· αλλά και αν κατώρθωσαν να κρύψωσι το μίσος το οποίον εφαίνετο εις τους οφθαλμούς των ο Ιησούς πάραυτα είδε το κέντρον και ήκουσε τον συριγμόν του Φαρισσαϊκού όφεως. Εκείνοι τον εδελέαζον με το «Ραββί» και «αληθής» και «αμερόληπτος» και «άφοβος». Εκείνος τους κεραυνώνει με μίαν μόνην λέξιν αγανακτήσεως. «Υ π ο κ ρ ι τ α ί!» Η λέξις αύτη πρέπει να τους εξήγαγεν εκ της απάτης. «Τι με πειράζεται υποκριταί; Επιδείξατέ Μοι το νόμισμα του κήνσου». Ενώ ο λαός ίστατο θαυμάζων και σιωπών έφερον προς αυτόν έν δινάριον και το έβαλαν εις την χείραν Του. Επί της μιας όψεως απετυπούντο οι υψηλόφρονες ωραίοι χαρακτήρες του Αυτοκράτορος Τιβερίου. Με όλον το πονηρόν σκώμμα επί των χειλέων Του· επί της ετέρας ο τίτλος του P o u t i b e n M a n i m o u s.

«Τίνος η εικών αύτη και η επιγραφή;» Τους ηρώτησε. Λέγουσιν Αυτώ: «Καίσαρος» «απόδοτε ουν τα Καίσαρος Καίσαρι.» Τούτο μόνον θα ήρκει διότι εσήμαινεν ότι η εν τω έθνει των αποδοχή του νομίσματος τούτου απήντα εις την ερώτησίν των και απεδείκνυε το κενόν αυτής. Αυτό το ρήμα το οποίον μετεχειρίσθη περιείχε το μάθημα τούτο. Εκείνοι ηρώτησαν «έξεστι δ ο ύ ν α ι;» Αυτός τους διορθόνει και λέγει «α π ό δ ο τ ε» ήτοι δώσατε οπίσω, πληρώσατε προς αυτόν ως χρέος το οποίον έχετε αναγνωρίσει. Δεν ήτο εκούσιον δώρον αλλά νόμιμον χρέος, όχι πρόθυμος προσφορά αλλά πολιτική ανάγκη. Κατενοήθη δε πληρέστατα μεταξύ των Ιουδαίων και διετυπώθη εν σαφεστάτη γλώσση υπό των μεγίστων Ραββίνων των εις τους νεωτέρους χρόνους ότι να δέχηταί τις το νόμισμα βασιλέως τινός σημαίνει ότι αναγνωρίζει την κυριαρχίαν του. Δεχόμενος άρα το δυνάριον ως τρέχων νόμισμα φανερώς εδήλου, ότι ο Καίσαρ ήτο ο κυρίαρχης των, και αυτοί, οι άριστοι εξ αυτών, είχον λύσει το ζήτημα ότι ήτο νόμιμον να πληρόνουσι τον κεφαλικόν φόρον συνήθως πράττοντες τούτο. Ήτο άρα χρέος των να υπακούωσι εις την εξουσίαν την οποίαν είχον εσκεμμένως εκλέξει και ο φόρος τότε παρίστα μόνον έν αντάλλαγμα διά τα ωφελήματα τα οποία ελάμβανον. Αλλ' ο Ιησούς δεν ηδύνατο να τους αφήση με μόνον το μάθημα τούτο. Προσέθηκε τους πολύ βαθυτέρους και εμβρυθεστέρους λόγους «και τα του Θεού τω Θεώ». Εις τον Καίσαρα οφείλεται το νόμισμα το οποίον εδέχθητε ως το σύμβολον της εξουσίας του και το οποίον φέρει την εικόνα του και την επιγραφήν του. Εις τον Θεόν οφείλεται υμάς αυτούς. Τίποτε δεν δύναται πληρέστερον να αποκαλύψη το βάθος της υποκρισίας των Φαρισαίων εκείνων εξεταστών ή το γεγονός ότι μεθ' όλην την θείαν απάντησιν ακόμη ετόλμησαν να κατηγορήσουν ψευδώς τον Ιησούν ότι δήθεν εμπόδιζεν να πληρόνωσι φόρον εις τον Καίσαρα.

Κατάπληκτοι και τεταπεινομένοι επί τη ολοσχερή ματαιώσει σχεδίου το οποίον εφαίνετο ακαταμάχητον, βιαζόμενοι ακουσίως να θαυμάζωσι την άδωλον εκείνην σοφίαν ήτις εν μια στιγμή διέλυσε τους βρόχους της σοφιστικής πονηρίας των, κατηφείς απεχώρησαν.

Δεν υπήρχεν λοιπόν μέσον όπως τον συλλάβη τις εις τους λόγους Του! Αλλά τώρα ήλθον εις το μέσον οι Σαδδουκαίοι νομίζοντες ότι αυτοί ως σοφώτεροι θα επιτύχουν καλλίτερον. Ήλθον εν πνεύματι ολιγώτερον καίοντι μίσους αλλά μάλλον δακνούσης φιλοσκωμμοσύνης. Μέχρι τούδε αυτοί οι ψυχροί Επικούριοι είχον περιφρονήση και παραβλέψη τον προφήτην της Ναζαρέτ. Υποστηριζόμενοι ως αίρεσις υπό τινων εκ των ανωτέρων ιερέων ως και υπό τινων εκ των πλουσιωτέρων πολιτών, φιλικώτερον διακείμενοι προς τε την Ιερουδιανήν εξουσίαν και την Ρωμαϊκήν ήλθον με το αυτό πνεύμα της αυθαρέσκου αμαθείας υφ' ου εμπνέονται αι αντιρρήσεις νεωτέρων τινών Σαδδουκαίων κατά της αναστάσεως των νεκρών, ευχαριστημένοι απλώς να εμβάλλωσι τον Ιησούν εις δυσχέρειαν. Αποτεινόμενοι προς τον Ιησούν μετά σκωπτικού σεβασμού επέστησαν την προσοχήν του εις τον Μωσαϊκόν δεσμόν περί επιγαμβρεύσεως των ατέκνων χηρών τεθνεότων αδελφών υπό των επιζώντων και διηγήθησαν έν φαντασιώδες χονδροειδές παράδειγμα, καθ' ό μετά τον θάνατον ατέκνου του πρωτοτόκου αδελφού η χήρα ενυμφεύθη κατά διαδοχήν τους έξ νεωτέρους αδελφούς του οίτινες όλοι απέθανον είς μετά τον άλλον, αφίσαντες την χήραν επιζώσαν εισέτι «Εν τη ουν αναστάσει ερωτώσι σκωπτικώς, τίνος θα είνε η γυνή αύτη;» Οι Φαρισαίοι ως λέγει το Ταλμούδ, έλυσαν κατά τον ιδικόν των τρόπον το ζήτημα, ειπόντες ότι δε η γυνή θα είνε του πρώτου συζύγου. Αλλ’ ο Ιησούς δεν ήθελεν τοιαύτην απάντησιν αν και ο Ιλλήλ και ο Σαμαΐ δυνατόν να την ήθελον. Η διδασκαλία του διαφέρει από την των Εβραίων Ραββίνων όσον απέχει ο ουρανός από της γης.

Θα ηδύνατο εάν ήτο απλώς άνθρωπος ο διδάσκων να μεταχειρισθή το ερώτημα τούτο με την χλευαστικήν περιφρόνησιν της όποιας ήτο άξιον αλλά το πνεύμα της χλεύης είνε αλλότριον προς το πνεύμα της περιστεράς και άνευ περιφρονήσεως έδωκε προς το προκλητικόν και φιλόνικον δίλλημα την βαθείαν απάντησιν. Καίτοι η ερώτησις ήλθεν προς Αυτόν απροσδοκήτως η απόκρισίς Του ήτο εντελής. Ήνοιξε τας πύλας του παραδείσου τόσον πλατέως ώστε οι άνθρωποι να δύνανται να ίδωσιν ένδον αυτού περισσότερον ή όσον ποτέ είχον ιδεί. Και παρέσχεν εναντίον μιας των κοινοτέρων μορφών της απιστίας έν επιχείρημα το οποίον ούτε Ραββίνος ούτε Προφήτης συνέλαβε ποτέ κατά διάνοιαν. Πλανάσθε, είπεν, μη γνωρίζοντες τας γραφάς μηδέ την δύναμιν του Θεού· εν τη αναστάσει ούτε νυμφεύονται ούτε εκδίδονται εις γάμον, ούτε θνήσκουσι, αλλ' είνε όμοιοι προς τους αγγέλους, και είνε τέκνα του Θεού, αφού είνε τέκνα της Αναστάσεως. Διά να τους δείξη δε την περί τας γραφάς αμάθειάν των, ηρώτησε αν δεν ανέγνωσάν ποτε εις το βιβλίον της Εξόδου πώς ο Θεός, χαρακτηρίζει εαυτόν προς τον μέγαν νομοθέτην των λέγων, «εγώ ειμί ο Θεός Αβραάμ και ο Θεός Ισαάκ και ο Θεός Ιακώβ.» Πόσον ανάξιος θα ήτο ο τοιούτος τίτλος αν ο Αβραάμ και ο Ισαάκ και ο Ιακώβ, ήσαν απλώς και αιωνίως νεκροί και εν ανυπαρξία. «Ουκ έστιν ο Θεός, Θεός νεκρών αλλ' ο Θεός ζώντων.» Θα ήτο ποτέ δυνατόν να καταδεχθή να ονομάση, τον εαυτόν του Θεόν τέφρας και σποδού; Οπόσον ναι, πόσον φαεινή, πόσον βαθεία, αρχή της ευγενείας των γραφών ήτο αύτη! Οι Σαδδουκαίοι πιθανώς υπέθετον ότι αι λέξεις εσήμαινον απλώς, είμαι ο Θεός εις τον οποίον επίστευσαν, ο Αβραάμ και ο Ισαάκ και ο Ιακώβ, αλλ' όμως πόσον κακός θα ήτον ο ορισμός ούτος και πόσον ανεπαρκής διά να εμπνεύση την πίστιν την απαιτουμένην προς ηρωικάς πράξεις! Και αφού δεν υπήρχεν ανάστασις προς τι η πίστις των; εις τον θάνατον και εις το μηδέν επίστευσαν και εις την αιωνίαν σιγήν και εις το σκότος ύστερον από ζωήν τόσον πλήρη δοκιμασιών ώστε ο τρίτος των Πατριαρχών τούτων είχεν περιγράψη αυτήν ως αποδημίαν ολίγων και πονηρών ενιαυτών. Αλλ' ο Θεός ηννόει κάτι περισσότερον τούτου. Εννόει, και ούτω ο υιός του Θεού το ηρμήνευσε, ότι εκείνος όστις βοηθεί τους πεποιθότας επ' Αυτόν ενταύθα θα είνε βοηθός των και καταφυγή, και διατριβή των εις τους αιώνας των αιώνων.

Yaş sınırı:
12+
Litres'teki yayın tarihi:
28 eylül 2017
Hacim:
620 s. 1 illüstrasyon
Telif hakkı:
Public Domain