Sadece LitRes`te okuyun

Kitap dosya olarak indirilemez ancak uygulamamız üzerinden veya online olarak web sitemizden okunabilir.

Kitabı oku: «Ο Βίος του Χριστού», sayfa 33

Yazı tipi:

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΝΘ'.
Τα μεταξύ της δίκης

Οι εμπαιγμοί κατά του Ιησού. – Η αυλή του Αρχιερέως. – Αι αρνήσεις του Πέτρου. – «Η λαλιά σου δήλον σε ποιεί». – Το βλέμμα του Ιησού. – Η μετάνοια του Πέτρου. – Αι ύβρεις των υπηρετών. – Η τρίτη φάσις της δίκης. – Ο Ιησούς λύει την σιωπήν. – Η καταδίκη.

«Τον νώτον μου έδωκα εις μάστιγας, και τας σιαγόνας εις ραπίσματα, το δε πρόσωπόν μου ουκ απεστράφη από αισχύνης εμπτυσμάτων». (Ησαΐας.)

Και ιδού πώς υπεδέχθησαν οι Εβραίοι τον επηγγελμένον Μεσσίαν των, τον περιμενόμενον μετά περιπαθούς ελπίδος από δισχιλίων ετών καταδικασθέντες έκτοτε να τήκωνται εν πικρά αγωνία επί άλλα δισχίλια σχεδόν έτη! Από της στιγμής ταύτης εθεωρήθη υφ' όλων των παρόντων εν τη Ιουδαϊκή αυλή ως αιρετικός, υποκείμενος εις τον διά λιθοβολήσεως θάνατον· και ετηρείτο υπό φύλαξιν μόνον μέχρι της ανατολής της ημέρας, επειδή εν ημέρα μόνον, και εν τη λεγομένη Στοά της Κρίσεως, και μόνον εν πλήρει συνελεύσει όλου του Συνεδρίου, ηδύνατο νομικώς να καταδικασθή. Και επειδή τον εθεώρουν ήδη ως πρόσωπον κατάλληλον όπως υβρίζηται ατιμωρητεί, εχαιρετίσθη διά μέσου της αυλής μέχρι της φυλακής διά πληγμάτων και αρών, εις τας οποίας δυνατόν να έλαβον μέρος όχι μόνον οι μίσθαρνοι και οι υπηρέται, αλλά και οι ψυχροί και νυν μανιώδεις Σαδδουκαίοι. Μεσονύκτιον προ πολλού είχε σημάνη, και η εαρινή αύρα της πρωίας ήτο πολύ δριμεία. Εις το κέντρον της αυλής οι υπηρέται των Αρχιερέων εθερμαίνοντο πλησίον της ανθρακιάς. Και καθώς Εκείνος απήγετο εκείθεν της ανθρακιάς ταύτης, ήκουσεν (ό,τι ήτο δι' Αυτόν θανασιμωτέρα πικρία ή πάσα άλλη την οποίαν οι βάρβαροι διώκται Του ηδύναντο να εγχύσωσιν εις το ποτήριον της Αγωνίας Του) ήκουσε τον ευτολμότερον των Αποστόλων Του να Τον αρνήται μεθ' όρκου.

Κατά τας δύο ταύτας θλιβεράς ώρας της αρξαμένης τραγωδίας Του, καθώς ίστατο εις τας αιθούσας του Άννα και του Καϊάφα, άλλη ηθική τραγωδία, την οποίαν είχε προφητεύσει ήδη, είχε διεξαχθή εν τη έξω αυλή.

Καθ' όσον δυνάμεθα να συμπεράνωμεν, το παλάτιον το κατεχόμενον υπό τε του Άννα, του πραγματικού, και του Καϊάφα, του τιτλούχου Αρχιερέως, φαίνεται ότι ήτο ωκοδομημένον περί τετράγωνον αυλήν, και ότι εισήρχετό τις δι' αψιδωτής διόδου ή πυλώνος· και εις το εσώτερον μέρος τούτου, πιθανώς ολίγας βαθμίδας από του εδάφους, ήτο η στοά εν ή οι εκ του Συνεδρίου είχον συνέλθη. Δειλώς και μακρόθεν, δύο μόνον εκ των Αποστόλων είχον αναλάβη μέχρι τούδε εκ του πρώτου πανικού των, ώστε ν' ακολουθήσωσι μακρόθεν την θλιβεράν πομπήν. Ο είς τούτων, ο αγαπημένος μαθητής, γνωστός ίσως εις τον οίκον του Αρχιερέως ως νέος αλιεύς εκ της λίμνης της Γαλιλαίας, είχεν εύρη εύκολον την είσοδον, χωρίς ν' αποπειραθή να κρύψη τας συμπαθείας του ή την ταυτότητά του. Όχι όμως ο έτερος. Άγνωστος, και Γαλιλαίος, ανεχαιτίσθη εις την θύραν υπό της παιδίσκης της θυρωρού. Καλλίτερον, πολύ καλλίτερον, ο αποκλεισμός του να ήτο οριστικός. Διότι ήτο νυξ ταραχής, τρόμου και υποψίας· και ο Πέτρος ήτο ασθενής, και η σφοδρά αγάπη του ήτο μεμιγμένη μετά φόβου, και όμως ερριψοκινδύνευεν εντός αυτής της φωλεάς των ασπόνδων εχθρών. Αλλ' ο Ιωάννης, λυπηθείς διά τον αποκλεισμόν εκείνου, και κρίνων ίσως περί της σταθερότητος του φίλου του εκ της ιδικής του, μετήλθε την επιρροήν του όπως επιτύχη την εισαγωγήν του Πέτρου. Μετ' απερισκέπτου θρασύτητος, και κρύπτων τας καλλιτέρας αφορμάς αίτινες τον είχον φέρει εκείσε, ο Πέτρος αν και είχε νουθετηθή ήδη, αλλά μάτην, προέβη εν τη αυλή προς την ανθρακιάν την καίουσαν εν τω κέντρω, και εκάθισεν εις το μέσον των υπηρετών των Ιερέων, ενώπιόν των οποίων ο Κύριός του την στιγμήν εκείνην δέσμιος είχε προσαχθή υπό κατηγορίαν θανάτου.

Η παιδίσκη η θυρωρός, αφού εισήγαγεν όλους τους ενδιαφερομένους, επλησίασε και αυτή προς την ανθρακιάν, και προσήλωσε το όμμα προς τον αμφίβολον ξένον, καθώς εκείνος εκάθισε «προς το φως», κατά τον Μάρκον, όπερ δεικνύει το θράσος και την απερισκεψίαν του Πέτρου, και τότε, αναγνωρίσασα τούτον ότι τον είχε και άλλοτε ιδεί, ανέκραξε, «Και συ ήσθα μετά του Ιησού του Γαλιλαίου». Ο Πέτρος ήτο αφύλακτος. Κατά την περίοδον ταύτην του βίου, το ευμετάβολον της φύσεώς του υπέκειτο πάντοτε εις διάπλασιν κατά την επίδρασιν της στιγμής, και μετέβαινεν ευκόλως εις τας εμπαθείς ακρότητας. Ο χαρακτήρ του ήτο ομαλώς ανώμαλος, κατά την Αριστοτέλειον φράσιν. Πολύ, πολύ ύστερον, ευρίσκομεν όλως απροσδόκητον επιβεβαίωσιν της πιθανότητος του θλιβερού τούτου επεισοδίου της ζωής Του, εν τη προθυμία μεθ' ης υπεχώρησεν εις τας γνώμας του Αποστόλου των Εθνών, και τη ίση ευκολία μεθ' ης ψευδής αισχύνη, και ο φόβος «των από της περιτομής», τον έκαμαν πάλιν να γνωσιμαχήση προς χάριν των «από Ιακώβου ελθόντων». Και ούτω συνέβη ώστε η απλή εκ περιεργίας ερώτησις μιας πολυπράγμονος παιδίσκης τον επτόησεν εις ταχείαν άρνησιν του Κυρίου του. «Ουκ οίδα τον άνθρωπον, έκραξεν· ουκ επίσταμαι τι λέγεις». Αναμφιβόλως, την στιγμήν εκείνην, το μέσον τούτο παρουσιάσθη εις αυτόν απλώς ως συνετή υπεκφυγή εξ ανωφελούς κινδύνου. Αλλ' ήλπιζε να σταματήση εκεί; Οίμοι, άπαξ ν' αρνηθή τις είνε πάντοτε ως ν' αρνηθή τρις· και έν ψεύδος είνε ως λίθος κυλισθείς εις την κατωφέρειαν του όρους, όστις γίνεται ανέφικτος και άφθαστος εις τον κυλίσαντα.

Προς στιγμήν ίσως η άρνησίς του έγεινεν αποδεκτή, καθό δημοσία και εμφαντικώς γενομένη. Αλλά τούτο υπέδειξεν αυτώ τον κίνδυνον. Μετ' ενόχου συνειδήσεως παραμερίζει τότε από την λάμπουσαν πυράν υπό τον θολωτόν πυλώνα της αυλής, καθώς το λάλημα του αλέκτορος πλήττει το ους του. Η ανακωχή υπήρξε βραχεία δι' αυτόν. Η θυρωρός, ήτις είχε και καθήκον να εφιστά την προσοχήν επί τους υπόπτους ξένους, είχε φλυαρήσει, ως φαίνεται, περί αυτού προς την θεραπαινίδα ήτις την είχεν αναπληρώσει πλησίον της θύρας. Άλλοι τινές αργοί ίσταντο εκεί πέριξ, και η δευτέρα αύτη παιδίσκη τον υπέδειξεν εις τούτους. «Και ούτος ην μετά Ιησού του Ναζωραίου». Έν ψεύδος εφαίνετο είπερ ποτέ αναγκαιότερον τώρα, και διά να εξασφαλισθή από πάσης περαιτέρω ενοχλήσεως, επεβεβαίωσε τούτο δι' όρκου. Αλλά τώρα η φυγή εφαίνετο αδύνατος, διότι μόνον θα εκράτυνε τας υποψίας· όθεν μετ' απηλπισμένης, σκοτεινής αποφάσεως και πάλιν επλησίασεν εις τον εχθρικόν και καχύποπτον όμιλον τον πέριξ του πυρός.

Ολόκληρος ώρα παρήλθε· δι' αυτόν πρέπει να υπήρξε φοβερά ώρα και αλησμόνητος. Η ιδιοσυγκρασία του Πέτρου ήτο πολύ νευρική και παράφορος, ώστε να μη δύναταί ποτε να εύρη άνεσιν υπό την νέαν περιπλοκήν της αχαριστίας και του ψεύδους. Εάν μείνη σιωπών μεταξύ των αυλικών τούτων των αρχιερέων, προδίδεται διά της ανησύχου αυτοσυνειδησίας πονηρού μυστικού, μάτην προσπαθών να προσποιηθή αδιαφορίαν· εάν θελήση να ομιλήση αδιαφόρως δήθεν, προδίδεται από την Γαλιλαϊκήν προφοράν του. Είνε πρόδηλον ότι, μεθ' όλην την άρνησιν και τον όρκον του, εκείνοι δυσπιστούσι και τον περιφρονούσι· και τέλος είς των υπηρετών του Αρχιερέως, συγγενής του Μάλχου του τραυματισθέντος, και πάλιν μετά πεποιθήσεως τον κατηγόρησεν ότι ήτο μετά του Ιησού εν τω κήπω, και προς απόδειξιν τούτου επεκαλέσθη την ληρυγγώδη επαρχιακήν διάλεκτον την οποίαν ωμίλει ο Πέτρος. «Και γαρ Γαλιλαίος ει, και η λαλιά σου δήλον σε ποιεί». «Άνθρωπε, είπεν ο Πέτρος, ουκ ειμί εξ αυτών». Οι άλλοι εν χορώ υπεστήριξαν την κατηγορίαν. Ή έπρεπε να επιμείνη, ή έχανε παν ό,τι εφαίνετο να είχε κερδίσει. Ίσως μία ακόμη προσπάθεια θα τον απήλλαττεν από τας οχληράς ταύτας αιτιάσεις, και θα τον καθίστα ικανόν να περιμένη και ίδη το τέλος. «Τότε ήρξατο καταναθεματίζειν και ομνύειν ότι, ουκ οίδα τον άνθρωπον». Και κατά την ολεθρίαν ταύτην στιγμήν της ενοχής, ήτις θα ηδύνατο ίσως να είνε δι' αυτόν στιγμή αποστασίας τόσον απαισία όσον η του μαθητού του άλλου, κατ' εκείνην την στιγμήν, ενώ αι αναίσχυντοι αύται αραί και οι όρκοι εδόνουν ακόμη τον αέρα, ο αλέκτωρ εφώνησε, και την ιδίαν στιγμήν, ακούσας τους τελευταίους τόνους των ψευδών εκείνων όρκων, ή διά της ανοικτής θύρας της στοάς του δικαστηρίου, ή καθώς απήγετο περαιτέρω της περί την ανθρακιάν ομάδος μέσον της αυλής, με αποτόμους ωθήσεις και με βαναύσους σαρκασμούς, με κτυπήματα και με εμπτύσματα, ο Κύριος, ο Κύριος εν τη αγωνία της ταπεινώσεώς Του, εν τω μεγαλείω της σιωπής Του, ο Κύριος εστράφη και έρριψε βλέμμα επί τον Πέτρον. Μακάριοι εκείνοι εφ' ους, όταν εν λύπη επιβλέπη, ο κύριος επιβλέπει άμα και μετ' αγάπης! Ήρκεσε τούτο ως βέλος εις τα μύχια της ψυχής του έπεσε το άφωνον εύγλωττον βλέμμα της λύπης εκείνης και της μομφής. Τούτο ήρκεσεν. Εάν ο άγγελος της Αθωότητος τον είχε καταλίπει, ο άγγελος της Μεταμελείας τον προσέλαβεν, ύψωσε την άκραν του ιματίου του, έκρυψε το πρόσωπόν του, και εξελθών έξω έκλαυσε πικρώς, έκλαυσε και απέπλυνε το σφάλμα του, έκλαυσε και ανεγεννήθη, έκλαυσε, και ητοιμάσθη ν' ακολουθήση τον δεσπότην Του, αμετακλήτως την φοράν ταύτην, «και εις φυλακήν και εις θάνατον», εις θάνατον σταυρικόν.

Το έγκλημα τούτο, το διαπραχθέν εναντίον Του υπό του ανθρώπου όστις πρώτος Τον είχε κηρύξει ως τον Χριστόν, όστις είχε περιπατήσει πλησίον Του επί της τρικυμιώδους θαλάσσης, όστις είχεν ελκύσει υπέρ Αυτού την μάχαιραν εν Γεθσημανή, όστις είχε βεβαιώσει μετά τόσης σφοδρότητος ότι θ’ απέθνησκε μετ' Αυτού μάλλον ή να Τον αρνηθή – την άρνησιν ταύτην, επικυρουμένην δι' αρών και όρκων, ήκουσεν ο Ιησούς ευθύς μετά την εις θάνατον κατάκρισίν Του, και εν αυτή τη αρχή του πρώτου τρομερού κατ' Αυτού εμπαιγμού. Διότι, εις την φυλακήν όπου είχε σταλή διά να περιμείνη την ανατολήν της ημέρας, όλη η αμαθής κακοβουλία του θρησκευτικού μίσους, όλη η στενοκέφαλος χυδαιότης του κτηνώδους πείσματος, όλη η έμφυτος σκληρότης της χαμερπούς δουλοφροσύνης, εξαπελύθησαν εναντίον Του. Αυτή η πραότης και η σιωπή Του, αυτό το μεγαλείον Του, το άσπιλον της αθωότητός Του, το μέγεθος της φήμης του, πάσα θεία περίστασις και ιδιότης ήτις Τον ανεβίβαζεν εις ύψος τόσον αμετρήτως υπέρτερον υπέρ τους διώκτας Του, όλα ταύτα τον καθίστων προσφυέστερον θύμα διά την χαμερπή και διαβολικήν θηριωδίαν των. Τον ενέπτυον, Τον ερράπιζον, Τον εκολάφιζον εν τη γονιμώτητι της σατανικής φαντασίας των, επενόησαν κατ' Αυτού είδος παιγνιδίου Καλύπτοντες δι' οθύνης την κεφαλήν και τους οφθαλμούς Του, Τον έτυπτον επανειλημμένως, και είτα έλεγον, «Προφήτευσον ημίν, Χριστέ, τις εστιν ο παίσας Σε». Ούτω διέτριψαν τας σκοτεινάς ψυχράς ώρας μέχρι της πρωίας, εκδικούμενοι κατά της μακροθυμίας Του διά την παρούσαν ευτέλειάν των και διά τον προηγούμενον τρόμον των· κ' εκεί εν τω μέσω του αγρίου εκείνου πανδαιμονίου, ο Υιός του Θεού, δέσμιος και ακίνητος, ίστατο εν τη μακρά σιωπηλή αγωνία Του, ανυπεράσπιστος και μόνος. Ήτο ο πρώτος κατ' Αυτού περίγελως, ο χλευασμός Του ως Χριστού· ήτο ο Κριτής υπό κρίσιν, ο Άγιος ως κακούργος, δεσμώτης ο Ελευθερωτής.

Τέλος αι άθλιαι ώραι παρήλθον, και το λυκαυγές ωχρίασε, και η πρωία ανέτειλε επί της αξιομνημονεύτου εκείνης ημέρας. Και άμα τη αυγή (διότι ούτως εκέλευεν ο Προφορικός Νόμος, και οι καταπατούντες πάσαν δικαιοσύνην και πάντα έλεον, ήσαν λεπτολόγοι ως προς τα μικρά και ελάχιστα) ο Ιησούς προσήχθη εις την στοάν την κατά τα νοτιοαναλικά του Ναού, όπου όλον το Συνέδριον είχε συγκληθή, διά την τρίτην πραγματικήν, αλλά πρώτην επίσημον και νομικήν δίκην Του. Σχεδόν όλοι (επειδή υπήρχον αι εξαιρέσεις του Νικοδήμου και του Ιωσήφ του από Αριμαθείας, ίσως και του Γαμαλιήλ του εγγόνου του Ιλλήλ) ήσαν αδυσώπητοι υπέρ του θανάτου Του. Εκεί ήσαν οι Ιερείς, των οποίων την πλεονεξίαν και ιδιοτέλειαν είχεν αποδοκιμάσει· εκεί οι Πρεσβύτεροι, των οποίων την πλεονεξίαν είχε στιγματίσει· εκεί οι Γραμματείς, των οποίαν την αμάθειαν είχε στηλιτεύσει· και χείριστοι πάντων, οι φιλόκοσμοι, άπιστοι, ψευδοφιλόσοφοι Σαδδουκαίαι, πάντοτε οι σκληρότεροι και κινδυνωδέστεροι των πολεμίων, των οποίων την κενήν σοφίαν τόσον αυστηρώς είχε συγχύσει Εκείνος. Όλοι ούτοι ήσαν σφόδρα υπέρ του θανάτου Του· όλοι έμπλεοι αποστροφής κατά της απείρου εκείνης αγαθότητος· όλοι φλέγοντες εκ μίσους κατά φύσεως αγνοτέρας υπέρ πάσαν την οποίαν θα ηδύναντο ποτε κατά διάνοιαν και φαντασίαν συλλάβωσι. Και όμως το έργον των προσπαθούντων να κατορθώσωσι τον όλεθρόν Του δεν ήτο εύκολον. Οι Ιουδαϊκοί μύθοι περί του θανάτου Του εν τω Ταλμούδ, αναισχύντως ψευδείς απ' αρχής μέχρι τέλους, λέγουσιν ότι επί τεσσαράκοντα ημέρας, καίτοι εγίνετο κλήσις δημοσία διά κήρυκος, ουδέ έν πρόσωπον προσήλθε, κατά το έθος, να υποστηρίξη την αθωότητά Του, και ότι επομένως κατ' αρχάς ελιθοβολήθη ως πλάνος και διαφθορεύς του λαού, και είτα εκρεμάσθη επί του επαράτου δένδρου. Το αληθές είνε ότι το Συνέδριον δεν είχεν εξουσίαν να επιβάλη θάνατον, και αν δε οι Φαρισαίοι ηδύναντο να σφετερισθώσι ταύτην διά ταραχώδους στάσεως, ως ύστερον έπραξαν διά τον Στέφανον, οι ολιγώτερον φανατικοί και πλέον κοσμοπολίται Σαδδουκαίοι ολιγώτερον διέκειντο να πράξωσι τούτο. Προς το παρόν είχον μόνον εναντίον Του κατηγορίαν επί βλασφημία, βασιζομένην επί ομολογίας αποσπασθείσης απ' Αυτού υπό του Αρχιερέως, καθ' ον χρόνον οι ψευδομάρτυρες των απετύγχανον. Υπήρχον πολλαί παλαιαί κατηγορίαι κατ' Αυτού, εφ' ων δεν ηδύναντο να βασισθώσιν. Αι αθετήσεις του Σαββάτου, ως τας απεκάλουν, εσχετίζοντο όλαι με θαύματα, και τους έφερον άρα επί κινδυνώδους εδάφους. Η απόρριψις της στοματικής παραδόσεως εμπεριείχε ζήτημα εφ' ου οι Σαδδουκαίοι και οι Φαρισαίοι ήσαν εν θανασίμω έχθρα. Η αξιωματική παρ’ Αυτού αποκάθαρσις του Ναού δυνατόν να εθεωρείτο μετ' ευνοίας υπό τε του λαού και των Ραββίνων. Η κατηγορία περί απορρήτου κακής διδασκαλίας είχεν αναιρεθή διά της δημοσιότητος της ζωής Του. Η επί φανερά αιρέσει μομφή είχε καταπέσει δι' έλλειψιν μαρτυρίας. Το προκείμενον ενώπιόν των πρόβλημα ήτο η μετατροπή της θρησκευτικής επί βλασφημία κατηγορίας εις πολιτικήν κατηγορίαν επί προδοσία· Αλλά πώς ηδύνατο τούτο να κατορθωθή; Ουδέ το ήμισυ των μελών του Συνεδρίου είχε παρευρεθή εις την εσπευσμένην, νυκτερινήν και διά τούτο έκθεσμον συνεδρίαν εν τη οικία του Καϊάφα· αλλ’ όμως εάν έμελλον όλοι να Τον καταδικάσωσιν δι' επισήμου αποφάσεως, έπρεπεν όλοι ν' ακούσωσι τι εφ' ου να βασανίσωσι την ψήφον των. Εις απάντησιν προς τον εξορκισμόν του Καϊάφα, πανδήμως είχεν ομολογήσει ότι Αυτός ήτο ο Μεσσίας και ο Υιός του Θεού. Η δευτέρα των δηλώσεων τούτων θα ήτο άνευ εννοίας ως κατηγορία ενώπιον του δικαστηρίου των Ρωμαίων· αλλ' εάν επανελάμβανε την πρώτην, θα ηδύναντο να την διαστρέψωσιν εις τι πολιτικώς στασιαστικόν. Αλλά δεν θα την επανελάμβανε, μεθ' όλην την επιμονήν των, διότι εγίνωσκεν ότι ούτοι εκ προθέσεως θα την διέστρεφον, και διότι προφανώς έπραττον εναντίον των κανόνων και των παραδόσεών των, αίτινες απήτουν ίνα πας υπόδικος ως αθώος θεωρείται πριν η ενοχή του αποδειχθή.

Ίσως, καθώς εκάθηντο εκεί, με τον Βασιλέα των δέσμιον και ανυπεράσπιστον εν τω μέσω, είς ή δύο εκ των πρεσβυτέρων τη ηλικία, θα ενθυμήθησαν την παλαιάν πρόρρησιν του Σαμίου, ότι αυτός ο Ηρώδης ενώπιόν του οποίου αυτοί έτρεμον, θα εγίνετο μίαν ημέραν ο υπουργός της θείας δίκης εναντίον αυτών. Οποία αντίθεσις σήμερον! Αυτοί ήσαν θορυβοποιοί, ο Βασιλεύς των εσιώπα· αυτοί ισχυροί ο Βασιλεύς των ανυπεράσπιστος· αυτοί ένοχοι, ο Βασιλεύς των θεσπεσίως αθώος· αυτοί λειτουργοί της επιγείου οργής, ο Βασιλεύς των διαιτητής της θείας δίκης.

Αλλά τέλος, όπως δώση πέρας εις σκηνήν αθλίαν και άχαριν άμα, ο Ιησούς ωμίλησεν. «Εάν είπω υμίν, ου μη πιστεύσητε· και εάν ερωτήσω υμάς, ουκ αποκριθήσεσθέ Μοι». Διά να μη έχωσι δε πρόφασιν ότι δήθεν δεν ενόησαν, με τόνον πανδήμου νουθεσίας προσέθηκε, «Πλην απάρτι ο Υιός του Ανθρώπου καθεσθήσεται εκ δεξιών της δυνάμεως του Θεού». Εκείνοι όλοι ανέκραξαν, «Ει Συ ει ο Υιός του Θεού;» «Υμείς λέγετε», απήντησε διά φράσεως με την οποίαν ήσαν εξωκειωμένοι, και της οποίας πλήρη την σημασίαν αντελαμβάνοντο. Και τότε και αυτοί, ως ο Καϊάφας πρότερον, ανέκραξαν, «Τι έτι χρείαν έχομεν μαρτύρων; ημείς αυτοί ηκούσαμεν εκ του στόματος Αυτού». Και ούτω εις την τρίτην ταύτην καταδίκην υπό της Ιουδαϊκής εξουσίας, καταδίκην την οποίαν ενόμιζον ότι ο Καϊάφας απλώς θα επικύρου, και ούτω θα κατεπράυνε το καίον μίσος των απέληξεν το τρίτον στάδιον της δίκης του Κυρίου ημών. Και μετά την απόφασιν ταύτην φαίνεται να επήλθε δεύτερος προπηλακισμός ομοιάζων με τον πρώτον, αλλ' υβριστικώτερος ακόμη, και δυσφορητότερος του πρώτου, όσω μάλλον οι χλευασμοί Ιερέων, Πρεσβυτέρων, και Σαδδουκαίων είνε απεχθέστεροι ή των μισθάρνων και υπηρετών.

Τρομερώς επέσκηψεν η θεία δίκη επί του κυρίως δράστου εις τα χθαμαλώτερα της ανομίας ταύτης στάδια. Αναμφιβόλως καθ' όλας τας ώρας εκείνας ο Ιούδας υπήρξεν ασφαλής θεατής παντός του συμβεβηκότος, και όταν η πρωία ανέτειλε, κ' εκείνος έμαθε την απόφασιν των Ιερέων και του Συνεδρίου, και είδεν ότι ο Ιησούς παρεδίδετο προς σταύρωσιν εις τον Ρωμαίον πραίτωρα, ήρχισε να αναμετρή ό,τι είχε πράξει. Υπάρχει εν μεγάλω εγκλήματι φοβερώς ελλαμπτική δύναμις. Παρά τω Ιούδα, ως παρά πολλοίς άλλοις, η διάνοιξις εκείνη των οφθαλμών ήτις ακολουθεί μετά την διάπραξιν φοβερού αμαρτήματος, εις ό πολλαί άλλαι αμαρτίαι ωδήγησαν, τον έφερεν από της τύψεως του συνειδότος εις την απόγνωσιν, από της απογνώσεως εις την απόνοιαν, από της απονοίας εις την αυτοχειρίαν. Εάν προσήρχετο, και τότε ακόμη, να πέση εις τους πόδας του Κυρίου και Σωτήρος του, και να ζητήση την άφεσιν, καλώς θα είχεν. Αλλά φευ! απήλθε προς τους προστάτας και συνενόχους του εγκλήματός του. Παρ' αυτοίς δεν εύρεν έλεος, ούτε συμβουλήν. Απήντησαν εις την διαμαρτυρίαν του διά ψυχράς αδιαφορίας και περιφρονήσεως. «Ήμαρτον, έκραξεν, παραδούς αίμα αθώον». Επερίμενε παρ' αυτών να παρηγορήσωσι την αγωνίαν του, να συμμερισθώσι την μομφήν της ενοχής του, να δικαιώσωσι την μεταμέλειάν του; «Τι προς ημάς; Συ όψη». Αύτη ήτο η άκαρδος απάντησις την οποίαν κατεδέχθήσαν να ρίψωσι προς τον δυσδαίμονα προδότην, τον οποίον είχον δεξιωθή, είχον εγκαρδιώσει και παρωτρύνει εις την άτιμον πράξιν. Ο Ιούδας ησθάνθη ότι δεν εσήμαινε πλέον τίποτε· ότι εν τη ενοχή δεν υπάρχει το δυνατόν του αμοιβαίου σεβασμού, ουδέ βάσις προς αίσθημά τι ειμή την αμοιβαίαν αποτροπίασιν. Τα ευτελή τριάκοντα αργύριά του ήσαν το μόνον το οποίον θα εκέρδιζε. Δι' αυτά είχε πωλήσει την ψυχήν του· και αυτά δεν ήθελε τα χαρή περισσότερον ή όσον εχάρει ο Αχαάβ τον κήπον τον οποίον είχεν αρπάσει. Ρίψας τα αργύρια εντός του Ναού, όπου εκείνοι οι ανίεροι εκάθηντο, και όπου αυτός ο βέβηλος δεν ηδύνατο να εισέλθη, έτρεξεν εις την άπελπιν μόνωσιν, εξ ης δεν ήτο προωρισμένος να επανέλθη ζων. Εκεί εκρεμάσθη, και η παράδοσις δεικνύει ακόμη εν Ιερουσαλήμ το έρημον, φασματώδες, ανεμόπληκτον δένδρον, το οποίον καλείται το Δένδρον του Ιούδα. Κατά τον θεόπνευστον συγγραφέα των Πράξεων των Αποστόλων, το σχοινίον φαίνεται ότι εκόπη υπό του βάρους, ο δε Ισκαριώτης έπεσεν, ερράγη μέσος, και εξήμεσε τα ίδια εντόσθια.

Οι αρχισυνωμόται, εν τη ιεροψευδεί λεπτολογία των, δεν ηθέλησαν να ρίψωσι τα τριάκοντα αργύρια εις τον Κορβανάν ή το ιερόν ταμείον, επειδή ήσαν τιμή αίματος. Συμβούλιον δε λαβόντες, ηγόρασαν τον Αγρόν του Κεραμέως, εις ταφήν τοις ξένοις. Διό εκλήθη ο Αγρός εκείνος Ακελδαμά, ήτοι αγρός Αίματος, έως της σήμερον· μέρος ρυπαρόν, απαίσιον και φρικώδες.

ΚΕΦΑΛΑ10Ν Ξ'.
Ο Ιησούς ενώπιον του Πιλάτου

«Επί Ποντίου Πιλάτου». – Ο Ιησούς ενώπιον του Πιλάτου. – Το αόρατον της κατηγορίας. – «Συ ει ο Βασιλεύς των Ιουδαίων;» – «Τι εστιν αλήθεια;» – Πρώτη αθώωσις. – Αγριότης των Ιουδαίων. – Ο Ιησούς ενώπιον του Ηρώδου. – Ιησούν ή τον Βαραββάν; – «Σταύρωσον, σταύρωσον Αυτόν». – Η μαστίγωσις. – Ο Αγκάθινος Στέφανος. – «Ίδε ο Άνθρωπος». – «Ουκ έχομεν Βασιλέα ειμί Καίσαρα». – Ο φόβος του Πιλάτου. – Απονίπτει τας χείρας. – «Το αίμα Αυτού εφ' ημάς και επί τα τέκνα ημών». – Η πλήρωσις της αράς.

«Σταυρωθέντα υπέρ ημών επί Ποντίου Πιλάτου». – Ούτω εν τω Συμβόλω της Χριστιανικής Πίστεως φέρεται απαίσιον το όνομα του Ρωμαίου Πραίτωρος, το παραδεδομένον εις αιωνίαν αράν και μίσος. Και όμως ο σκοπός της εισαγωγής του ονόματος τούτου δεν ήτο να υποδειχθή ηθικόν τι συμπέρασμα, αλλά μόνον να προσδιορισθή εποχή τις· και, πράγματι, εξ όλων των πολιτικών και θρησκευτικών αρχόντων ενώπιον των οποίων ο Ιησούς προσήχθη εις δίκην, ο Πιλάτος ήτο ο ολιγώτερον ένοχος επί πονηρία ή έχθρα, ο προθυμότερος δε, αν όχι να φεισθή της αγωνίας Του, τουλάχιστον να σώση την ζωήν Του.

Ποίος τις άνθρωπος ήτο εκείνος, εις τας χείρας του οποίου ετέθη, ως ήτο δεδομένον άνωθεν, η ζωή του Σωτήρος; Περί της περιελεύσεώς του και περί των προηγουμένων του προς του 26 μ. Χ. έτους, ότε κατέστη ο έκτος πραίτωρ της Ιουδαίας, ολίγα είνε γνωστά. Κατά τον βαθμόν ανήκε εις την ιππικήν τάξιν και ώφειλε τον διορισμόν του εις την επιρροήν του Σεϊανού. Το όνομά του Πόντιος φαίνεται να υποδεικνύη Σαμνιτικήν καταγωγήν· το επώνυμόν του Πιλάτος υπεμφαίνει στρατιωτικήν γενεαλογίαν. Προωνύμιον, εάν είχε, δεν διεσώθη. Εν Ιουδαία είχεν ενεργήσει μεθ' όλης της αλαζονικής σκληρότητος του τυπικού Ρωμαίου διοικητού. Μόλις είχεν εγκαθιδρυθή ως Προκουράτωρ, όταν, επιτρέψας εις τους στρατιώτας του να φέρωσι μεθ' εαυτών διά νυκτός τους αργυρούς αετούς και άλλα σήματα των λεγεωνών από Καισαρείας εις την Αγίαν Πόλιν, προυκάλεσε μανιώδη την έκρηξιν του ιουδαϊκού αισθήματος εναντίον μιας πράξεως την οποίαν εθεώρουν ως ειδολολατρικήν βεβήλωσιν. Επί πέντε ημέρας και νύκτας, πολλαχού κείμενοι πρηνείς επί του εδάφους του γυμνού, περιεκύκλουν και σχεδόν εφώρμων κατά του καταλύματός του εν Καισαρεία, με θορυβώδεις και απειλητικάς διαμαρτυρίας και δεν επείσθησαν ν' απόσχωσι κατά την έκτην, ουδέ προ του κινδύνου αδιακρίτου σφαγής υπό των στρατιωτών τους οποίους είχε στείλη να τους περικυκλώσωσι. Τότε κατηφής υπεχώρησε, και η πρώτη αύτη πείρα της φανατικής διαθέσεως του λαού με τον οποίον είχε να πράξη μεγάλως συνετέλεσε να δηλητηριάση την όλην διοίκησίν του δι' αισθήματος υπερβαλλούσης αηδίας.

Η στάσις των Ιουδαίων κατά τινα δευτέραν ευκαιρίαν ήτο ίσως ολιγώτερον δικαιολογημένη, αλλά θα ηδύνατο ευκόλως ν' αποτραπή, εάν ο Πιλάτος είχεν εκμελετήσει τον χαρακτήρα των ολίγω προσεκτικώτερον, και έτρεφε περισσότερον σέβας εις την δεσπόζουσαν τούτων δεισιδαιμονίαν. Επειδή η Ιερουσαλήμ έπασχε πάντοτε εκ λειψυδρίας, ο Πιλάτος επεχείρησε να κτίση υδραγωγείον, από των Λάκκων του Σολομώντος. Επειδή δε εθεώρει τούτο ως δημοσίας ευεργεσίας υπόθεσιν, μετεχειρίσθη τινά των χρημάτων των από του Κορβανά ή του ιερού θησαυροφυλακείου· πλην ο λαός εξηγέρθη μανιώδης εναντίον του επί τη καταχρήσει ταύτη του ιερού θησαυρού. Ο Πιλάτος τότε μετημφίεσε πληθύν τινα στρατιωτών εν ιουδαϊκώ σχήματι, και έπεμψε τούτους μεταξύ του όχλου, μετά μαχαιρών και ροπάλων κεκρυμμένων υπό τα ενδύματά των, διά να τιμωρήσωσι τους αρχιστασιώτας. Τότε εφόνευσαν ουκ ολίγους εκ των ενόχων και των αθώων, εν δε τη συγχύσει και τη ταραχή πολλοί κατεπατήθησαν και απέθανον υπό τους πόδας του τρομάξαντος όχλου. Ούτω ο Πιλάτος έδωκεν επισήμως εις τους στρατιώτας το παράδειγμα της πολιτικής δολοφονίας. Εκτός των δύο τούτων στάσεων του λαού, και άλλης τρίτης, την οποίαν διηγείται ο Φίλων, ακούομεν εκ των Ευαγγελίων περί τινος στάσεως, καθ' ην ο Πιλάτος ανέμιξε το αίμα των Γαλιλαίων με τας θυσίας των.

Τοιούτος ήτο ο Πόντιος Πιλάτος, τον οποίον αι πομπαί και οι κίνδυνοι της μεγάλης ενιαυσίου εορτής είχον καλέσει από της συνήθους του έδρας εν Καισαρεία τη Φιλίππου εις την πρωτεύουσαν του έθνους το οποίον απεστρέφετο, και εις το κέντρον του φανατισμού τον οποίον περιεφρόνει. Εν Ιερουσαλήμ κατείχεν έν των δύο παλατίων τα οποία είχον εγερθή αυτόθε υπό της αρχιτεκτονικής ασωτίας του πρώτου Ηρώδου. Έκειτο εν τη Άνω Πόλει, νοτιοδυτικώς του Λόφου του Ναού, και εκαλείτο το Πραιτώριον του Ηρώδου, ήτο δε πολυτελέστατον, και άξιον του εκστατικού θαυμασμού του Ιωσήπου. Αλλ' όμως ούτε ο Πιλάτος ούτε οι προκάτοχοι του το εχαίροντο διά πολύν καιρόν. Ο φανατισμός του λαού καθίστα την εν Ιερουσαλήμ διαμονήν πολύ ανιαράν δι' αυτούς. Μόνον κατά τας μεγάλας Ιουδαϊκάς εορτάς ότε ήτο πιθανόν να διαταραχθή η τάξις, ήσαν ηναγκασμένοι να διατρίβωσιν επ' ολίγας ημέρας εν Ιερουσαλήμ, το δε μεγαλοπρεπές παλάτιον ήτο κτισμένον ως επί σωρευμένης λάβας υφαιστείου.

Εντός του παλατίου τούτου, επί ομοίου του οποίου εις τας ημέρας της ελευθερίας Του δεν είχε πατήσει ο Θεάνθρωπος, ήρχισεν, εις τρεις διακεκριμένας πράξεις, το τέταρτον στάδιον της ταραχώδους εκείνης σκηνής, ήτις προηγήθη της τελευταίας αγωνίας του Χριστού. Ήτο διάφορον παρά την ματαίαν εξέτασιν του Άννα, την προς ομολογίαν εκβίασιν του Καϊάφα, την έκνομον του Συνεδρίου απόφασιν· διότι εδώ ο δικαστής Του ήτο εύνους προς Αυτόν, και με όλην την δύναμιν ασθενούς υπερηφανείας, με όλην την τόλμην ενόχου ανανδρίας, με όλον τον έλεον του οποίου αιμοχαρής φύσις είνε δεκτική, προσεπάθησε να Τον απαλλάξη. Η τελευταία αύτη δίκη είνε πλήρης πάθους και κινήσεως· εμπεριέχει τριπλήν μεταβολήν σκηνής, τριπλήν κατηγορίαν, τριπλήν αθώωσιν υπό των Ρωμαίων, τριττάς διαμαρτυρίας και επιμονήν των Ιουδαίων και νουθεσίαν προς τον Πιλάτον, και τριττάς προσπαθείας εκ μέρους του υπέρ απαλλαγής του θύματος.

Ήτο πιθανώς περί την πρώτην ώραν της ημέρας (7 π. μ), ότε, φρονούντος ότι εκπτοούσι τον Πραίτωρα διά του αριθμού και της αξιοπρεπείας των, η επιβάλλουσα πομπή των Συνέδρων και Ιερέων, ηγουμένου αναμφιβόλως του Καϊάφα αυτού, ωδήγησαν τον Ιησούν, με σχοινίον περί τον λαιμόν (τοιαύτη είνε η αρχαία παράδοσις της Εκκλησίας, και ο Μέγας Βασίλειος αποδίδει εις τούτο την αρχήν του φαιλονίου διά τους επισκόπους και ιερείς) από της αιθούσης των συνελεύσεών των, διά της μακράς οδού, ενώπιον πάσης της πόλεως, θέαμα αγγέλοις και ανθρώποις.

Ταραχθείς εκ του εωθινού της ώρας, και υποπτεύων ίσως Πασχάλιόν τινα αταξίαν σοβαρωτέραν του συνήθους, ο Πιλάτος εισήλθεν εις το Κριτήριον, όπου ο Ιησούς είχε προσαχθή, εν συντροφία, ως φαίνεται πρόδηλον, τινών εκ των κατηγόρων Του, και των βαθύτερον ενδιαφερομένων εν τη δίκη Του. Επειδή κατά τον βαθμόν ήτο Προκουράτωρ, ο Πιλάτος δεν είχε καίστωρα ή ανακριτήν, και διά τούτο ήτο υποχρεωμένος να κρίνη όλας τας δίκας μόνος του. Εν τη περιστάσει ταύτη ευλόγως ηρνήθη ν' αναλάβη την ευθύνην της θανατώσεως χωρίς να συμμετάσχη της δίκης, ότε μη θέλων να γείνη τυφλόν όργανον της δεισιδαιμονίας της Ιουδαϊκής.

Αλλ' οι μεγάλοι Ιουδαίοι ιεράρχαι, απέχοντες από του λειτουργικού μιάσματος, αλλ' όχι από του αίματος – φοβούμενοι διά την ζύμην, αλλ' όχι το αθώον αίμα – δεν ηθέλησαν να εισέλθωσιν εις την αίθουσαν του Εθνικού, «ίνα μη μιανθώσιν, αλλ' ίνα φάγωσι το Πάσχα». Μετά τινος δυσθυμίας, αλλ' εν συγκαταβάσει προς ό,τι εθεώρει ως ευτελή δεισιδαιμονίαν υποδεεστέρας φυλής, ο Πιλάτος εξέρχεται προς αυτούς υπό τον φλέγοντα πρωινόν ήλιον του έαρος της Παλαιστίνης. Δι' ενός βλέμματος ο Πιλάτος ενόησε τα άγρια πάθη των κατηγόρων, εθαύμασε το πράον άφατον μεγαλείον του θύματος, και η ερώτησίς του είνε αυστηρώς βραχεία: «Τίνα κατηγορίαν φέρετε κατά του ανθρώπου τούτου;» Η ερώτησις τους εξάφνισε, και έδειξεν αυτοίς ότι οφείλουσι να παρασκευασθώσι προς απροκάλυπτον ανταγωνισμόν. Ο Πιλάτος προφανώς εσκόπει δικαστικήν εξέτασιν· εκείνοι επερίμενον μόνον άδειαν να φονεύσωσι, και να φονεύσωσιν ουχί δι' ιουδαϊκής μεθόδου εκτελέσεως, αλλά δι' άλλης την οποίαν εθεώρουν ως φρικωδεστέραν και μάλλον επάρατον.

Εντεύθεν το μισητόν όνομα «ο Κρεμασμένος», το οποίον προσάπτεται εις τον Χριστόν υπό του βδελυρού και ανοήτου βιβλίου, του Ταλμούδ· και οι Χριστιανοί καλούνται «οι δούλοι του Κρεμασμένου». Οι λόγοι ους είχον όπως επιθυμώσι την σταύρωσίν Του δυνατόν να υπήρξαν πολλαπλοί, εκτός των συμφωνών αφορμών του μίσους και του φθόνου. Πρώτον, η σταύρωσις θα ητίμαζε διά πάντοτε το όνομα και την μνήμην του Ιησού· δεύτερον, θα καθίστα τας Ρωμαϊκάς αρχάς συνενόχους εν τη ευθύνη του φόνου· τρίτον, μεγάλως θα εμείου πάσαν δυνατήν πιθανότητα οχλαγωγίας υπέρ του καταδίκου.

«Ειμή ην ούτος κακοποιός, ουκ αν σοι παρεδώκαμεν Αυτόν». Αύτη υπήρξεν η αόριστος και δολία απάντησίς των. Αλλ' ο Πιλάτος δεν θα κατεδέχετο να γείνη εκτελεστής, χωρίς να γείνη δικαστής πρώτον. «Λάβετε, είπεν, Αυτόν υμείς και κατά τον Νόμον υμών κρίνατε Αυτόν». Αλλά τώρα ούτοι βιάζονται εις την ταπεινωτικήν ομολογίαν, ότι δεν επιτρέπεται εις αυτούς δικαστικώς να θανατώσωσι· διότι ήτο γεγραμμένον εις τας αιωνίους βουλάς ότι ο Χριστός έμελλε ν' αποθάνη, ουχί δι' ιουδαϊκής λιθοβολήσεως ή στραγγαλισμού, αλλά διά της Ρωμαϊκής εκείνης ποινής, ήτις ενεποίει εις τους Ιουδαίους ανέκφραστον φρίκην, ήτοι διά σταυρώσεως· ότι έμελλε να βασιλεύση από του Σταυρού Του· ν' αποθάνη τον φοβερώτατον εκείνον θάνατον, τον δημόσιον, τον βραδύν, τον ευσυνείδητον, τον επάρατον, τον εν αγωνία· τον χείριστον των δυνατών θανάτων, και το χείριστον αποτέλεσμα της αράς εκείνης, ην έμελλε να καταργήση διά πάντοτε. Παραλείποντες άρα προς το παρόν την κατηγορίαν της βλασφημίας, ήτις δεν ήρμοζεν εις τον σκοπόν των, ερράγησαν εις τρικυμίαν προπηλακισμών εναντίον Του, εν ή ευδιάκριτοι είνε αι τριτταί κατηγορίαι ότι διαστρέφει το έθνος, ότι κωλύει την πληρωμήν των φόρων, ότι αποκαλεί Βασιλέα Εαυτόν. Και αι τρεις κατηγορίαι ήσαν καταφώρως ψευδείς, και η τρίτη ήτο τόσω ψευδεστέρα όσω εμπεριέκλειε κόκκον αληθείας. Αλλ' αφού δεν έφερον κατά του Ιησού αποδείξεις ή μαρτυρίας, ο Πιλάτος, εις ου όλην την γλώσσαν και την συμπεριφοράν είνε καταφανής η αηδία, φαρμακευομένη διά του φόβου τον οποίον οι Ιουδαίοι ενέπνεον αυτώ, καταδέχεται να λάβη υπ' όψιν την τρίτην κατηγορίαν μόνον, και θέλει να δοκιμάση αν ο υπόδικος θα ομολογήση τίποτε. Αφήσας το ανυπόμονον Συνέδριον και τον λυσσώντα όχλον επέστρεψεν εις την αίθουσαν του Κριτηρίου. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης μόνος μας διετήρησε την συμβάσαν τότε σκηνήν. Εκεί, ο Πιλάτος, αισθανόμενος ήδη παρά τω δεσμώτη ευγένειάν τινα ήτις συνεκίνει την ρωμαϊκήν φύσιν του, ηρώτησεν αυτόν μετ' οικτίρμονος θαυμασμού, «Συ ει ο Βασιλεύς των Ιουδαίων;» Συ, ο ωχρός, ο έρημος, ο άφιλος, ο κεκμηκώς και οδυνώμενος με την πενιχράν περιβολήν, με τας δεμένας χείρας και τα άτιμα ίχνη των ύβρεων των εχθρών Σου επί του προσώπου Σου και επί των ενδυμάτων Σου, &Συ ει ο βασιλεύς των Ιουδαίων;& Υπάρχει μία βασιλεία την οποίαν ο Πιλάτος και οι όμοιοι αυτώ δεν δύνανται να εννοήσωσι, βασιλεία αγιότητος, υπεροχής και αυτοθυσίας. Να είπη όχι θα εσήμαινε να νοθεύση την αλήθειαν· να είπη Ναι θα εσήμαινε ν' αποπλανήση τον ερωτώντα· «Αφ' εαυτού συ λέγεις τούτο, απαντά μετ' ευγενούς αξιοπρεπείας, ή άλλοι σοι είπον περί Εμού;» «Μήτι εγώ Ιουδαίος ειμι; απαντά μετά περιφρονήσεως ο Πιλάτος. Το έθνος το Σον και αρχιερείς παρέδωκάν Σε εμοί. Τι εποίησας;»

Τι εποίησεν; έργα θαύματος, και ελέους, και δυνάμεως, και αθωότητος, και μόνα ταύτα. Αλλ' ο Ιησούς επανέρχεται εις το πρώτον ερώτημα νυν ότε παρεσκεύασε τον Πιλάτον όπως εννοήση την απόκρισιν· Ναι, είνε Βασιλεύς· αλλ' όχι εκ του κόσμου τούτου· όχι εντεύθεν· όχι Βασιλεύς υπέρ ου οι υπηρέται Του θα πολεμήσωσιν. Ουκούν Βασιλεύς ει Συ;» είπεν ο Πιλάτος προς Αυτόν εν απορία· Ναι, αλλ' όχι Βασιλεύς εις την χώραν ταύτην του ψεύδους και της σκιάς, αλλ' Είς όστις εγεννήθη ίνα μαρτυρήση υπέρ της αληθείας, και Είς τον οποίον όλοι οι όντες εκ της αληθείας οφείλουσι ν' ακούσωσι. «Τι εστιν αληθεία;» ηρώτησεν ανυπομόνως ο Πιλάτος. Τι είχε να κάμη αυτός, είς πολυάσχολος πρακτικός ρωμαίος διοικητής, με τοιαύτας αφηρημένας ιδέας; ποίαν ροπήν είχον αύται επί του ζητήματος της ζωής και του θανάτου; τι φρεναπάτη, τι φαντασία ήτον αυτή; Αλλ' όμως, καίτοι υπεροπτικώς έβαλε το ζήτημα κατά μέρος, συνεκινήθη και αυτός. Η πείρα, η γνώσις της ανθρωπίνης φύσεως, ήτις τον έκαμε να εισδύη κάπως εις τους χαρακτήρας των ανθρώπων, έδειξεν αυτώ ότι ο Ιησούς ήτο όχι μόνον αθώος, αλλ' ασυγκρίτως ευγενέστερος και καλλίτερος από τους λυσσώντας κατηγόρους Του. Εθεώρησε τον ενώπιόν του δεσμώτην ως αθώον και υψίφρονα ονειροπόλον, τίποτε περισσότερον, Και αφήσας τον Ιησούν εκεί, εξήλθε πάλιν προς τους Ιουδαίους, και απήγγειλε την πρώτην εμφαντικήν και ανενδοίαστον αθώωσιν: «Εγώ ουδεμίαν ευρίσκω εν Αυτώ αιτίαν».

Yaş sınırı:
12+
Litres'teki yayın tarihi:
28 eylül 2017
Hacim:
620 s. 1 illüstrasyon
Telif hakkı:
Public Domain